Language of document : ECLI:EU:T:2014:683

Υπόθεση T‑457/09

Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Αναδιάρθρωση της WestLB — Ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους — Άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις — Προσφυγή ακυρώσεως — Ατομικός επηρεασμός — Έννομο συμφέρον — Παραδεκτό — Συλλογικότητα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων — Αναλογικότητα — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων — Άρθρο 295 ΕΚ — Άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο πενταμελές τμήμα)
της 17ης Ιουλίου 2014

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Ατομικός επηρεασμός — Κριτήρια — Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις — Προσφυγή εκ μέρους ενώσεως ταμιευτηρίων η οποία έχει νομική προσωπικότητα — Ιδιότητα του χορηγού της ενισχύσεως — Δεν υφίσταται — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Ατομικός επηρεασμός — Κριτήρια — Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις — Προσφυγή μετόχου της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση — Έννομο συμφέρον που διακρίνεται από αυτό της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση — Παραδεκτό

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή στρεφόμενη κατά καταργηθείσας πράξεως — Αντίστοιχα αποτελέσματα της καταργήσεως και της ακυρώσεως

(Άρθρα 231 ΕΚ και 233 ΕΚ)

4.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις — Νέος ισχυρισμός — Έννοια

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γ΄, και 48 § 2)

5.      Επιτροπή — Αρχή της συλλογικότητας — Περιεχόμενο — Έκδοση αποφάσεως σχετικά με κρατικές ενισχύσεις με γραπτή διαδικασία — Παράβαση του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής — Δεν υφίσταται

(Εσωτερικός Κανονισμός της Επιτροπής, άρθρα 1 και 12)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγορεύονται — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Εξάρτηση της εγκρίσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως από την τήρηση ορισμένων όρων — Επιτρέπεται

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο β΄, ΕΚ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγορεύονται — Παρεκκλίσεις — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Δυνατότητα εκδόσεως κατευθυντηρίων γραμμών — Συνέπειες — Αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεώς της

(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγορεύονται — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Ενισχύσεις υπέρ τράπεζας τελούσας σε δυσχερή κατάσταση συστημική σημασίας — Εξέταση της ενισχύσεως υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση — Επιτρέπεται

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο β΄, ΕΚ· ανακοίνωση 2004/C 244/02 της Επιτροπής)

9.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων — Χαρακτηρισμός της νοθεύσεως του ανταγωνισμού και των επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών — Παραπομπή στην αιτιολογία που περιέχεται σε προσωρινή απόφαση — Επιτρέπεται

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 253 ΕΚ)

10.    Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων — Απόφαση που αφορά κρατική ενίσχυση για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως — Απόφαση κηρύσσουσα μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως — Υποχρέωση να διευκρινίζεται η αναγκαιότητα κάθε προϋποθέσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 4· ανακοίνωση 2004/C 244/02 της Επιτροπής)

11.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγορεύονται — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά — Κρατικές ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως — Απόφαση κηρύσσουσα μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Περιεχόμενο

(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)

12.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγορεύονται— Παρεκκλίσεις — Απόφαση που αφορά κρατική ενίσχυση για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως — Απόφαση κηρύσσουσα μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

13.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγορεύονται — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά — Αξιολόγηση βάσει του άρθρου 87 ΕΚ — Δυνατότητα της Επιτροπής να λάβει υπόψη την εξέλιξη της κοινής αγοράς σε σχέση με προγενέστερη απόφαση

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο β΄, ΕΚ)

14.    Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Κατάχρηση εξουσίας — Έννοια

(Άρθρο 230 ΕΚ)

15.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγορεύονται — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά — Απόφαση κηρύσσουσα μια ενίσχυση για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεως συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις — Υποχρέωση πωλήσεως της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση — Τήρηση του καθεστώτος ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη — Δεν συντρέχει παραβίαση

(Άρθρα 87 § 3 ΕΚ και 295 ΕΚ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 83-109)

2.      Ένα πρόσωπο, εκτός και αν μπορεί να επικαλεστεί έννομο συμφέρον διαφορετικό από αυτό της εταιρείας την οποία η πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορά και της οποίας κατέχει μέρος του κεφαλαίου, δεν μπορεί να προασπίσει άλλως τα συμφέροντά του έναντι της πράξεως αυτής παρά ασκώντας τα δικαιώματα του εταίρου της εταιρείας αυτής, η οποία έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή.

Όσον αφορά απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα μια κρατική ενίσχυση προς τράπεζα συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το έννομο συμφέρον των μετόχων της τράπεζας που έλαβε την ενίσχυση συγχέεται με εκείνο της τράπεζας στο μέτρο που η εν λόγω απόφαση υποχρεώνει την τελευταία να μειώσει τον ισολογισμό της, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζονται συναφώς ατομικά οι μέτοχοι. Αντιθέτως, οι μέτοχοι της τράπεζας επηρεάζονται ατομικά από την απόφαση αυτή στο μέτρο που η έγκριση της ενισχύσεως εξαρτάται από τη συμμόρφωσή τους προς την υποχρέωση πωλήσεως της τράπεζας σε ανεξάρτητο τρίτο.

(βλ. σκέψεις 112, 120)

3.      Η έκδοση αποφάσεως επί προσφυγής ακυρώσεως παρέλκει στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων έπαυσε να έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως λόγω γεγονότος που επήλθε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, και το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να στερείται πλέον εννόμων συνεπειών η ενδεχόμενη ακύρωση της πράξεως.

Εντούτοις, ο προσφεύγων μπορεί να εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση καταργηθείσας πράξεως, στο μέτρο που η κατάργησή της δεν επιφέρει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με ενδεχόμενη ακύρωσή της από το Γενικό Δικαστήριο. Πράγματι, η κατάργηση πράξεως ενός κοινοτικού οργάνου δεν συνιστά αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητας της πράξεως αυτής και αναπτύσσει αποτέλεσμα ex nunc, ενώ η ακύρωσή της αναπτύσσει αποτέλεσμα ex tunc.

Στο πλαίσιο αυτό, ένας προσφεύγων δύναται να διατηρεί έννομο συμφέρον για την ακύρωση μη εκτελεσθείσας πράξεως που τον επηρεάζει άμεσα, η οποία καταργήθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως, για να επιτύχει τη διαπίστωση, από τον δικαστή της Ένωσης, παρανομίας που διαπράχθηκε σε βάρος του, οπότε η διαπίστωση αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση τυχόν αγωγής αποζημιώσεως, με σκοπό την πρόσφορη αποκατάσταση της προκληθείσας με την προσβαλλομένη πράξη ζημίας.

(βλ. σκέψεις 130, 131, 137)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 160, 161)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 164-173)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 181-186)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 190, 191)

8.      Οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή, μπορούν να θεωρηθούν, καταρχήν, ως πρόσφορες για την αξιολόγηση της συμβατότητας των ενισχύσεων που κρίθηκαν αναγκαίες για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους, ιδίως όταν οι δικαιούχοι είναι τράπεζες συστημικώς σημαντικές, η οικονομική βιωσιμότητα των οποίων είχε διακυβευθεί σε τέτοιο σημείο ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξή τους.

Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι μια τέτοια ενίσχυση είναι αναγκαία για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενίσχυση υπέρ προβληματικής επιχειρήσεως, υπό την έννοια της παραγράφου 9 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, κατά την οποία μια επιχείρηση είναι προβληματική εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες-μέτοχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Τράπεζα της οποίας η οικονομική βιωσιμότητα διακυβεύεται σε σημείο ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξή της μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση.

Αφετέρου, οι προμνησθείσες κατευθυντήριες γραμμές απαιτούν, προκειμένου να θεωρηθεί μια ενίσχυση αναδιαρθρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά, ο δικαιούχος να υποβληθεί σε σχέδιο αναδιαρθρώσεως το οποίο να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, να συνοδεύεται η ενίσχυση από μέτρα προοριζόμενα για την αποτροπή κάθε αθέμιτης στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και να περιορίζεται στο απολύτως ελάχιστο των εξόδων αναδιαρθρώσεως. Η Επιτροπή, πάντως, δικαιούται να απαιτεί η έγκριση των ενισχύσεων που χορηγούνται, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, σε τράπεζες συστημικώς σημαντικές να εξαρτάται από την τήρηση των όρων αυτών, ακόμη και στην περίπτωση που η ενίσχυση αποβλέπει στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.

(βλ. σκέψεις 195-197)

9.      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις που θίγουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Εντούτοις, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτών των δύο προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.

Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, με απόφαση που κηρύσσει μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στρεβλώσεις του ανταγωνισμού προκληθείσες από την ενίσχυση δεν συνιστά ούτε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ούτε παραβίαση της υποχρεώσεως που υπέχει για αιτιολόγηση. Τα μόνα λυσιτελή ζητήματα είναι, αφενός, αν η Επιτροπή προσδιόρισε, στην εν λόγω απόφαση, τους λόγους για τους οποίους η ενίσχυση αυτή δύναται να προκαλέσει τέτοια στρέβλωση και, αφετέρου, ανάλογα με την περίπτωση, αν ο προσφεύγων κατόρθωσε να αποδείξει ότι οι λόγοι αυτοί ήταν εσφαλμένοι.

Όσον αφορά την αιτιολογία του χαρακτηρισμού ενός κρατικού μέτρου ως ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και, επομένως, όσον αφορά το ζήτημα αν το μέτρο αυτό ήταν σε θέση να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή μπορεί απλώς να παραπέμψει, με την τελική της απόφαση, στην αιτιολογία που παρέθεσε σχετικώς με προσωρινή απόφαση, εφόσον, αφενός, το κράτος μέλος, το οποίο στην κοινοποίησή του αναγνώρισε ότι το επίμαχο μέτρο περιελάμβανε κρατική ενίσχυση, δεν αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό αυτό μετά την έκδοση της προσωρινής αποφάσεως και, αφετέρου, η προσωρινή απόφαση αφορούσε το ίδιο κρατικό μέτρο, τον ίδιο δικαιούχο και τον ίδιο σκοπό, με αποτέλεσμα να έχουν εκδοθεί οι δύο αυτές αποφάσεις εντός συναφούς και αρκούντως παρόμοιου πραγματικού και νομικού πλαισίου. Συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δεν οφείλει κατ’ ανάγκη να προβεί σε νέα εξέταση της ισχύουσας καταστάσεως του ανταγωνισμού κατά τον χρόνο εκδόσεως της τελικής αποφάσεως η οποία εξακολουθεί να χαρακτηρίζει ως κρατική ενίσχυση το ίδιο μέτρο.

Επιπροσθέτως, η αιτιολογία αποφάσεως με την οποία χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση μια ενίσχυση αναδιαρθρώσεως υπέρ επιχειρήσεως με σημαντικές διασυνοριακές εργασίες, η οποία λειτουργεί εντός ενός κλάδου που αποτελεί αντικείμενο ελευθερώσεως εντός της Ένωσης και η οποία ενδεχομένως θα εξαφανιζόταν από την αγορά αν η ενίσχυση δεν είχε χορηγηθεί, μπορεί να είναι ιδιαιτέρως συνοπτική.

(βλ. σκέψεις 228, 229, 235, 240, 241, 243, 254, 259)

10.    Στο πλαίσιο αποφάσεως περί εγκρίσεως ενισχύσεως για αναδιάρθρωση, εναπόκειται ειδικότερα στην Επιτροπή, πρώτον, να αποδείξει ότι το εγκρινόμενο μέτρο πρέπει πράγματι να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεύτερον, να εξακριβώσει ότι το οικείο κράτος μέλος απέδειξε ότι η ενίσχυση μπορούσε να εμπίπτει σε μία από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, και, τρίτον, να διαπιστώσει ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προβλεπόμενων στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως μέτρων επί του οποίου δεσμεύεται το οικείο κράτος μέλος, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο δικαιούχος της ενισχύσεως θα έχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και ότι οι προκαλούμενες από την ενίσχυση στρεβλώσεις του ανταγωνισμού δεν θα είναι υπερβολικές

Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να επεξηγήσει την αναγκαιότητα κάθε προβλεπόμενου στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως μέτρου ούτε να επιδιώξει την επιβολή αποκλειστικώς των μέτρων που είναι κατά το δυνατό λιγότερο δεσμευτικά σε σχέση με τα μέτρα που δύνανται να διασφαλίσουν την εκπλήρωση των σκοπών που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, εκτός αν είτε το οικείο κράτος μέλος έχει προηγουμένως δεσμευθεί επί σχεδίου αναδιαρθρώσεως λιγότερο δεσμευτικού, το οποίο ανταποκρίνεται με την ίδια επάρκεια στους σκοπούς αυτούς, είτε το κράτος μέλος έχει αντιταχθεί στη συμπερίληψη ορισμένων μέτρων στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, αλλά έχει δεσμευθεί επ’ αυτού μόνον διότι η Επιτροπή του είχε επισημάνει οριστικώς ότι η ενίσχυση δεν επρόκειτο να εγκριθεί χωρίς τα εν λόγω μέτρα, οπότε, στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση κατά την οποία η χορήγηση της ενισχύσεως εξαρτάται από την τήρηση των εν λόγω μέτρων δεν μπορεί να αποδοθεί στο οικείο κράτος μέλος.

Οι αρχές αυτές ισχύουν, επίσης, όταν η Επιτροπή αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, να συνοδεύσει απόφαση εγκρίνουσα ενίσχυση αναδιαρθρώσεως με όρο ο οποίος αντικατοπτρίζει μέτρο προβλεπόμενο σε σχέδιο αναδιαρθρώσεως επί του οποίου το οικείο κράτος μέλος έχει δεσμευθεί.

Κατά συνέπεια, οσάκις εκδίδει τέτοια απόφαση, η υποχρέωση αιτιολογήσεως της Επιτροπής, αναφορικά με την ανάγκη εξαρτήσεως της εγκρίσεως της επίδικης ενισχύσεως από όρους προβλεπόμενους στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δικαιούχου της ενισχύσεως, συνίσταται στον προσδιορισμό των λόγων για τους οποίους εκτιμά ότι η τήρηση του εν λόγω σχεδίου αρκεί για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Αντιθέτως, παρέλκει η χωριστή εξέταση της αιτιολογίας μιας τέτοιας αποφάσεως όσον αφορά κάθε έναν από τους όρους που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως και επαναλαμβάνονται στην απόφαση.

(βλ. σκέψεις 296, 297, 303, 304, 317, 318)

11.    Ως προς την έκδοση αποφάσεως κηρύσσουσας μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις προβλεπόμενες επίσης στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στο να ελεγχθεί, αφενός, αν προκύπτει από το σχέδιο αναδιαρθρώσεως επί του οποίου το οικείο κράτος μέλος δεσμεύθηκε ότι ο δικαιούχος της ενισχύσεως θα είναι βιώσιμος μακροπρόθεσμα και ότι θα αποτραπούν υπερβολικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και, αφετέρου, αν το οικείο κράτος μέλος δεν δεσμεύθηκε επί σχεδίου περιλαμβάνοντος μέτρα λιγότερο δεσμευτικά τα οποία είναι ικανά να διασφαλίσουν κατά τρόπο επαρκή την εν λόγω οικονομική βιωσιμότητα και να αποτρέψουν αυτές τις στρεβλώσεις.

(βλ. σκέψη 350)

12.    Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Συναφώς, η εξάρτηση της εγκρίσεως ενισχύσεως για αναδιάρθρωση από την τήρηση μέτρων προβλεπόμενων στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως επί του οποίου δεσμεύθηκε το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Πράγματι, οσάκις εξαρτάται η έγκριση δύο παρόμοιων ενισχύσεων αναδιαρθρώσεως από διαφορετικούς όρους προβλεπόμενους στα σχέδια αναδιαρθρώσεως επί των οποίων τα οικεία κράτη μέλη είχαν αντιστοίχως δεσμευθεί, η διαφορετική κατάσταση στην οποία τελούν οι δικαιούχοι της ενισχύσεως δεν οφείλεται στην επιλογή της Επιτροπής, αλλά στη φύση των αντιστοίχων δεσμεύσεων που ανέλαβαν τα εν λόγω κράτη μέλη, καθώς η Επιτροπή δεσμεύεται να εξετάσει αν οι δεσμεύσεις αυτές είναι σε θέση να διασφαλίσουν την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των δικαιούχων και την αποτροπή υπερβολικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 364, 370, 371)

13.    Η νομιμότητα μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι μια νέα ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρεκκλίσεως αυτής πρέπει να εκτιμάται μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ και όχι βάσει μιας προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής για τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει. Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, καθώς και οι αναγκαίοι όροι για τη διασφάλιση της αποκαταστάσεως της βιωσιμότητας του δικαιούχου αντιστοιχούν σε αντικειμενική κατάσταση η οποία εκτιμάται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Επομένως, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή εκτίμησε διαφορετικά μια περίπτωση με προγενέστερη απόφασή της δεν ασκούν καμία επιρροή στην εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Εξάλλου, η Επιτροπή δεν στερείται της δυνατότητας να καθορίζει όρους συμβατότητας αυστηρότερους από τους αντίστοιχους σε προγενέστερες αποφάσεις εφόσον η εξέλιξη της κοινής αγοράς και ο σκοπός του ανόθευτου ανταγωνισμού το απαιτούν, καθώς οι επιχειρηματίες δεν μπορούν βασίμως να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των οργάνων της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 368, 369)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 372)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 387-399)