Language of document : ECLI:EU:T:2011:476

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ολλανδική αγορά μπίρας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα παράβαση – Ανεπαρκής απόδειξη – Έλλειψη αιτιολογίας»

Στην υπόθεση T‑234/07,

Koninklijke Grolsch NV, με έδρα το Enschede (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους M. Biesheuvel και J. de Pree, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους A. Bouquet, S. Noë και A. Nijenhuis, στη συνέχεια, από τους Bouquet και Noë, επικουρούμενους από τον M. Slotboom, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο, κυρίως, ακύρωση της αποφάσεως C(2007) 1697 της Επιτροπής, της 18ης Απριλίου 2007, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/B‑2/37.766 – Ολλανδική αγορά μπίρας), και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Vadapalas, προεδρεύοντα, A. Dittrich και L. Truchot (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαρτίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Koninklijke Grolsch NV, είναι εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή μπίρας, την οποία θέτει σε εμπορία υπό την επωνυμία της.

2        Ο όμιλος Grolsch είναι ένας από τους τέσσερις κύριους φορείς της ολλανδικής αγοράς μπίρας. Οι λοιποί σημαντικοί ζυθοποιοί στην αγορά αυτή είναι, πρώτον, ο όμιλος Heineken (στο εξής: Heineken), με τη διοίκηση του οποίου έχει επιφορτισθεί η εταιρία Heineken NV και με την παραγωγή η θυγατρική εταιρία Heineken Nederland BV, δεύτερον, ο όμιλος InBev (στο εξής: InBev), ο οποίος, πριν από το 2004, ήταν γνωστός με την επωνυμία Interbrew, η διοίκηση του οποίου έχει ανατεθεί στην εταιρία InBev NV και η παραγωγή στη θυγατρική εταιρία InBev Nederland NV, και, τρίτον, η εταιρία Bavaria NV.

3        Ο όμιλος Grolsch και οι λοιποί τρεις κύριοι ζυθοποιοί της αγοράς αυτής πωλούν την μπίρα τους στον τελικό πελάτη, μεταξύ άλλων, με δύο διαύλους διανομής. Επομένως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του κυκλώματος των επιχειρήσεων επιτόπιας καταναλώσεως (του τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως), ήτοι των ξενοδοχείων (hôtels), των εστιατορίων (restaurants) και των καφετεριών (cafés), όπου η κατανάλωση γίνεται επιτόπου, και, αφετέρου, του κυκλώματος «διατροφή» των πολυκαταστημάτων και των καταστημάτων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών, όπου η αγορά μπίρας προορίζεται για κατανάλωση εκτός καταστήματος. Στον τελευταίο αυτό τομέα εμπίπτει, επίσης, ο τομέας της μπίρας ιδιωτικού σήματος. Μεταξύ των τεσσάρων εμπλεκόμενων ζυθοποιών, μόνον η InBev και η Bavaria δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό.

4        Οι τέσσερις αυτοί ζυθοποιοί είναι μέλη της Centraal Brouwerij Kantoor (στο εξής: CBK). Πρόκειται για ομοσπονδιακή οργάνωση η οποία, κατά το καταστατικό της, αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των μελών της και αποτελείται από γενική συνέλευση και διάφορες επιτροπές, όπως η επιφορτισμένη με τα ζητήματα επιτόπιας καταναλώσεως και η οικονομική επιτροπή, η οποία κατέστη διευθύνουσα επιτροπή. Για τις συναντήσεις που λαμβάνουν χώρα εντός της CBK, η γραμματεία της συντάσσει τη σύγκληση των συνεδριάσεων και τα επίσημα πρακτικά, τα οποία έχουν συνεχή αρίθμηση και αποστέλλονται στα συμμετέχοντα μέλη.

 Διοικητική διαδικασία

5        Με έγγραφα της 28ης Ιανουαρίου 2000 καθώς και της 3ης, της 25ης και της 29ης Φεβρουαρίου 2000, η InBev προσκόμισε διάφορες δηλώσεις, συμπληρωθείσες με συνημμένες δηλώσεις πέντε εκ των διευθυντών της (στο εξής, από κοινού: δήλωση της InBev), σχετικά με τις πληροφορίες επί των περιοριστικών εμπορικών πρακτικών στην ολλανδική αγορά μπίρας. Η δήλωση της InBev πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας την οποία διεξήγαγε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ιδίως το 1999, περί των πρακτικών συμπράξεως και της τυχόν καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσης στη βελγική αγορά μπίρας. Μαζί με τις δηλώσεις αυτές, η InBev υπέβαλε αίτηση περί επιεικείας σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4).

6        Κατόπιν της δηλώσεως της InBev, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 17 Μαρτίου 2000, απόφαση περί διεξαγωγής ελέγχου, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] κα [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), όπως τροποποιήθηκε τελευταίως με τον κανονισμό (ΕΚ) 1216/1999 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 148, σ. 5).

7        Κατά τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής:

«Η Koninklijke Grolsch NV είναι ζυθοποιία.

Η Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες ότι η Koninklijke Grolsch NV, οι επιχειρήσεις τις οποίες ελέγχει άμεσα ή έμμεσα, περιλαμβανομένης της Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV, και οι κύριοι ανταγωνιστές της λαμβάνουν ή έλαβαν μέρος σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές και/ή συμβάλλουν ή συνέβαλαν στη θέσπιση, από [την CBK], αποφάσεων περί του καθορισμού τιμών, της κατανομής των αγορών και/ή την ανταλλαγή πληροφοριών για την ολλανδική αγορά μπίρας, τόσο στον [τομέα] της λιανικής πωλήσεως όσο και στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως […]»

8        Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ορίζει:

«Η Koninklijke Grolsch NV και οι επιχειρήσεις τις οποίες ελέγχει άμεσα ή έμμεσα, περιλαμβανομένης της Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV, υποχρεούνται να υποβληθούν σε έλεγχο σχετικά με τις τεκμαιρόμενες συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές, με αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των ζυθοποιών στις Κάτω Χώρες. Οι συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές αφορούν τον καθορισμό τιμών, την κατανομή των αγορών και/ή την ανταλλαγή πληροφοριών στην ολλανδική αγορά μπίρας, τόσο στον [τομέα] της λιανικής πωλήσεως όσο και στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως […] Οι συμπεριφορές αυτές δύνανται επίσης να παρουσιάζονται υπό μορφή αποφάσεων [της CBK], ενώσεως επιχειρήσεων, των οποίων μέρος αποτελεί η Grolsch.»

9        Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως περί διεξαγωγής ελέγχου:

«Αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως είναι:

Koninklijke Grolsch NV

Brouwerijstraat 1

7523 XC Enschede

Nederland

και οι επιχειρήσεις τις οποίες ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα, περιλαμβανομένων:

Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV

Brouwerijstraat 1

7523 XC Enschede

Nederland.»

10      Κατά την Επιτροπή, πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι στις 22 και 23 Μαρτίου 2000 στην «Koninklijke Grolsch NV», σε τρεις άλλους εμπλεκόμενους Ολλανδούς ζυθοποιούς και στις εγκαταστάσεις της CBK.

11      Περαιτέρω, η Επιτροπή κοινοποίησε στην «Grolsch» πολλές αιτήσεις για παροχή πληροφοριών.

12      Στις 30 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία απεστάλη στις 31 Αυγούστου 2005 στην προσφεύγουσα. Με το από 25 Νοεμβρίου 2005 έγγραφο, η προσφεύγουσα παρέσχε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως αυτής. Καμία από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν ζήτησε τη διεξαγωγή ακροάσεως.

13      Στις 18 Απριλίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2007) 1697 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/B-2/37.766 – Ολλανδική αγορά μπίρας) (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 24ης Απριλίου 2007.

 Η προσβαλλομένη απόφαση

14      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι η «Grolsch: Koninklijke Grolsch NV» και οι λοιποί οικείοι ζυθοποιοί συμμετείχαν, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 27 Φεβρουαρίου 1996 και 3 Νοεμβρίου 1999, σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, συνιστάμενη σε σύνολο συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά.

15      Η παράβαση συνίστατο, πρώτον, στον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων των τιμών της μπίρας στις Κάτω Χώρες, στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος, περιλαμβανομένων όσων αφορούν τον ζύθο ιδιωτικού σήματος, δεύτερον, στον περιστασιακό συντονισμό άλλων εμπορικών όρων που οι επιχειρήσεις προσέφεραν σε μεμονωμένους πελάτες στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως στις Κάτω Χώρες, όπως τα δάνεια σε εταιρίες, και, τρίτον, στον περιστασιακό συντονισμό για την κατανομή πελατείας, τόσο στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως όσο και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος στις Κάτω Χώρες (άρθρο 1 και αιτιολογικές σκέψεις 257 και 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά των ζυθοποιών έλαβε χώρα, σύμφωνα με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά τη διάρκεια κύκλου ανεπισήμων πολυμερών συνεδριάσεων οι οποίες συγκέντρωναν τακτικώς τους τέσσερις κύριους συμμετέχοντες στην ολλανδική αγορά μπίρας, καθώς και κατά τη διάρκεια συμπληρωματικών διμερών συνεδριάσεων στις οποίες ελάμβαναν μέρος ζυθοποιοί σε διάφορους συνδυασμούς. Οι συναντήσεις αυτές ήσαν, εσκεμμένως, μυστικές, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες εγνώριζαν ότι ήσαν απαγορευμένες (αιτιολογικές σκέψεις 257 έως 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Επομένως, πρώτον, διάφορες πολυμερείς συναντήσεις αποκαλούμενες «Catherijne overleg» ή «επιτροπή για την ημερήσια διάταξη» έγιναν μεταξύ 27 Φεβρουαρίου 1996 και 3 Νοεμβρίου 1999. Στην προσβαλλομένη απόφαση επισημαίνεται ότι οι συναντήσεις αυτές, επικεντρωμένες στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως, οι οποίες όμως μπορεί να αφορούσαν και τον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος, είχαν κατ’ ουσίαν ως αντικείμενο τον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων των τιμών της μπίρας, τον περιορισμό του ποσού των εκπτώσεων και την κατανομή της πελατείας, καθώς και τη συμφωνία επί ορισμένων άλλων εμπορικών όρων. Κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών γινόταν επίσης συζήτηση για τις τιμές της μπίρας ιδιωτικού σήματος (αιτιολογικές σκέψεις 85, 90, 98, 115 έως 127 και 247 έως 252 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Δεύτερον, όσον αφορά τις διμερείς επαφές μεταξύ των ζυθοποιών, η προσβαλλομένη απόφαση επισημαίνει ότι, στις 12 Μαΐου 1997, η InBev και η Bavaria συναντήθηκαν και συζήτησαν για την αύξηση των τιμών της μπίρας ιδιωτικού σήματος (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η Heineken και η Bavaria συναντήθηκαν το 1998 για να συζητήσουν τους περιορισμούς των σημείων πωλήσεως στον τομέα επιτόπιας καταναλώσεως (αιτιολογική σκέψη 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τις 5 Ιουλίου 1999, διμερείς επαφές έγιναν επίσης μεταξύ Heineken και Grolsch περί των αντισταθμιστικών οφελών τα οποία χορηγήθηκαν σε πελάτες στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος οι οποίοι πραγματοποιούσαν προσωρινές μειώσεις τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 212 και 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Τέλος, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, το 1997 έγιναν διμερείς επαφές μεταξύ της InBev και της Bavaria και ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με γενικές συζητήσεις περί της τιμής της μπίρας καθώς και συζητήσεις αφορώσες περισσότερο τα ιδιωτικά σήματα. Στις διμερείς επαφές, υπό μορφή ανταλλαγής πληροφοριών, ενεπλάκησαν επίσης Βέλγοι ζυθοποιοί τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1998. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι συζητήσεις αυτές έγιναν παρουσία της Heineken και της «Grolsch» (αιτιολογικές σκέψεις 105, 222 έως 229 και 231 έως 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Η διαπίστωση των συμπεριφορών αυτών βασίζεται εν πολλοίς στα στοιχεία που προσκομίστηκαν με τη δήλωση της InBev (αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Εξάλλου, η Επιτροπή φρονεί ότι η δήλωση της InBev τεκμηριώνεται από πλείονα εσωτερικά έγγραφα προερχόμενα από τον όμιλο Grolsch και τρεις άλλους Ολλανδούς ζυθοποιούς, από χειρόγραφες σημειώσεις των συνεδριάσεων, από σημειώματα περί εξόδων και αντίγραφα των ημερολογιακών σημειωματαρίων, τα οποία συνελέγησαν κατόπιν ερευνών και αιτήσεως περί παροχής πληροφοριών (αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις έλαβαν μέρος, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 27 Φεβρουαρίου 1996 και 3 Νοεμβρίου 1999, σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ], συνιστάμενη σε σύνολο συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, ειδικότερα i) στον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων των τιμών της μπίρας στις Κάτω Χώρες, στον [τομέα] της επιτόπιας καταναλώσεως και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος, περιλαμβανομένων όσων αφορούν τον ζύθο ιδιωτικού σήματος, ii) στον περιστασιακό συντονισμό άλλων εμπορικών όρων που οι επιχειρήσεις προσέφεραν σε μεμονωμένους πελάτες στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως στις Κάτω Χώρες, και iii) στον περιστασιακό συντονισμό για την κατανομή πελατείας, τόσο στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως όσο και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος στις Κάτω Χώρες:

InBev: InBev NV και InBev Nederland NV

Heineken: Heineken NV και Heineken Nederland BV

Grolsch: Koninklijke Grolsch NV

Bavaria: Bavaria NV

Άρθρο 2

Οι αναφερόμενες στο άρθρο 1 επιχειρήσεις θέτουν αμέσως τέρμα στις παραβάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο αυτό αν δεν το έχουν ήδη πράξει.

Απέχουν κάθε πράξεως ή κάθε συμπεριφοράς, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1, καθώς και της λήψεως κάθε μέτρου με παρεμφερές ή ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

Άρθρο 3

Για τις παραβάσεις του άρθρου 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

α)       στη Heineken NV και Heineken Nederland BV, από κοινού και εις ολόκληρον: 219 275 000 ευρώ·

β)      στη Koninklijke Grolsch NV: 31 658 000 ευρώ·

γ)      στη Bavaria N: 22 850 000 ευρώ.

[…]

Άρθρο 4

Οι εταιρίες

InBev NV, Brouwerijplein 1, B 3000 Louvain, Βέλγιο

InBev Nederland NV, Ceresstraat 1, 4811 CA Breda, Κάτω Χώρες

Heineken NV, Vijzelstraat 72, 1017 HL Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες

Heineken Nederland BV, Burgemeester Smeetsweg 1, 2382 PH Zoeterwoude, Κάτω Χώρες

Koninklijke Grolsch NV, Brouwerslaan 1, 7548 XA Enschede, Κάτω Χώρες

Bavaria NV, De Slater 1, 5737 RV Lieshout, Κάτω Χώρες

είναι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 3 Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

24      Με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του έκτου πενταμελούς τμήματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Στο πλαίσιο λήψεως μέτρων της οργανώσεως της διαδικασίας, στις 12 Φεβρουαρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε στους διαδίκους ορισμένες γραπτές ερωτήσεις, στις οποίες οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν σε ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 2010.

27      Λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή να μετάσχει στη σύνθεση μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή και η παρούσα απόφαση ετέθη υπό διάσκεψη των τριών δικαστών, των οποίων φέρει την υπογραφή, κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

28      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση, τουλάχιστον καθόσον η προσφεύγουσα είναι αποδέκτης της·

–        να ακυρώσει ή, επικουρικώς, να μειώσει το ποσόν του προστίμου που της επιβλήθηκε·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν έξι λόγους, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από παρατυπίες θίγουσες τη διοικητική διαδικασία, δεύτερον, από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την άμεση συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα παράβαση, τρίτον, από μη επαρκή απόδειξη της παραβατικής συμπεριφοράς που έγινε δεκτή, τέταρτον, από εσφαλμένο χαρακτηρισμό της εν λόγω συμπεριφοράς συμμετοχής σε σύνολο συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πέμπτον, από τη μη άμεση συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα ενιαία και συνεχή παράβαση και, έκτον, από το μη προσήκον ποσό του προστίμου.

31      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος, ο οποίος αντλείται από μη άμεση συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα ενιαία και συνεχή παράβαση.

 Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αντλείται από τη μη άμεση συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα ενιαία και συνεχή παράβαση

32      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι έλαβε άμεσα μέρος στη διαπιστωθείσα παράβαση. Συγκεκριμένα, ήταν παρούσα, μέσω του J. T., προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της από το 1997, μόνον στη συνεδρίαση της οικονομικής επιτροπής της 8ης Ιανουαρίου 1999. Οι λοιποί «διευθυντές της Grolsch», για τους οποίους γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως και έλαβαν μέρος σε όλες τις λοιπές επίδικες συναντήσεις, είναι υπάλληλοι της θυγατρικής της Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV.

 Επί του παραδεκτού του λόγου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του λόγου αυτού διότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση της συμμετοχής της στην παράβαση ούτε με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ούτε με την από 21 Δεκεμβρίου 2001 απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα προσκόμισε στοιχεία αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν ο εργοδότης των συμμετεχόντων στις επικρινόμενες συναντήσεις, όπως απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

34      Η προσφεύγουσα, μη έχοντας προβάλει τον παρόντα λόγο κατά τρόπο επαρκώς σαφή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεν μπορεί να τον προβάλει παραδεκτώς για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιχείρηση η οποία δέχεται ρητώς, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτει η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων δεν είναι σε θέση, κατ’ αρχήν, να τα αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

35      Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι δεν προέβαλε τον παρόντα λόγο κατά τη διοικητική φάση, αλλά παρατηρεί ότι αρνήθηκε ότι διέπραξε την παράβαση με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Τέλος, φρονεί ότι μπορεί να προβάλει τον σχετικό με τη διαδικασία αυτό λόγο για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

36      Κατά την προσφεύγουσα, μόνον όταν μια επιχείρηση έχει αναγνωρίσει ρητώς κατά τη διοικητική διαδικασία τα πραγματικά περιστατικά που της προσάπτονται δεν μπορεί πλέον να τα αμφισβητήσει κατ’ αρχήν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν αναγνώρισε ότι διέπραξε την προβαλλόμενη παράβαση, πολλώ δε μάλλον άμεσα.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

37      Υπενθυμίζεται ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη ανακοινώσεως αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία.

38      Συγκεκριμένα, μολονότι η εκ μέρους επιχειρήσεως ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία ενδέχεται να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής, δεν μπορεί να συρρικνώνει αυτό τούτο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο διαθέτει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

39      Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη διαπίστωση της συμμετοχής της στην επικρινόμενη σύμπραξη, επειδή δεν την αμφισβήτησε σαφώς και επακριβώς κατά τη διάρκεια της διοικητικής φάσεως, αντιστοιχεί, συγκεκριμένα, σε περιορισμό της προσβάσεως της προσφεύγουσας στη δικαιοσύνη και, ειδικότερα, του δικαιώματός της να εκδικαστεί ενώπιον δικαστηρίου η υπόθεσή της.

40      Ελλείψει ρητώς προβλεπόμενης προς τούτο νομικής βάσεως, ο περιορισμός αυτός αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και το δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου διασφαλίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίστηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1).

41      Επομένως, ο παρών λόγος είναι παραδεκτός.

 Επί της βασιμότητας του λόγου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, εφόσον αντιπροσωπεύθηκε μόνο στη συνεδρίαση της οικονομικής επιτροπής της 8ης Ιανουαρίου 1999, μέσω του J. T., η Επιτροπή δεν έπρεπε να κάνει δεκτή τη συμμετοχή της στη διαπιστωθείσα παράβαση, αλλά να της καταλογίσει, ενδεχομένως, την ευθύνη παραβάσεως διαπραχθείσας από τη θυγατρική της Grolsche Bierbrouwerij Nederland, οι υπάλληλοι της οποίας έλαβαν μέρος σε όλες τις λοιπές αθέμιτες συναντήσεις.

43      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοούσε την ύπαρξη της εν λόγω θυγατρικής, εφόσον η θυγατρική αυτή είναι επίσης αποδέκτης της αποφάσεως περί διεξαγωγής ελέγχου.

44      Η Επιτροπή θεωρεί κατ’ ουσίαν ότι είχε επαρκείς λόγους να συναγάγει ότι οι συμμετέχοντες στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις εργάζονταν για την προσφεύγουσα και, συνεπώς, η προσφεύγουσα εμπλεκόταν σε παράβαση.

45      Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων στοιχεία αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν ο εργοδότης των «διευθυντών της Grolsch» για τους οποίους γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως συμμετέχοντες στις επικρινόμενες συναντήσεις.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

46      Στην αιτιολογική της σκέψη 19, η προσβαλλομένη απόφαση διευκρινίζει:

«Οι διευθυντές της Grolsch οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην απόδειξη της παρούσας διαδικασίας είναι:

–        ο [P. P. S.] (πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου από το 1987 έως το 1996),

–        ο [J. T.] (εμπορικός διευθυντής από το 1990 έως το 1996, γενικός διευθυντής από το 1996 έως το 1997, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου από το 1997),

–        ο [R. S.] (διευθυντής του τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως των Κάτω Χωρών από το 1992 έως το 1995, εμπορικός διευθυντής των Κάτω Χωρών από το 1996 έως το 1999),

–        ο [H. O. B.] (διευθυντής του τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως από το 1996 έως το 2000),

–        ο [P. M.] (διευθυντής πωλήσεων του τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος έως το 1999, έκτοτε εμπορικός διευθυντής),

–        ο [K. H.] (διευθυντής πωλήσεων του τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος από το 2000 και πρώην Market Research Manager),

–        ο [L. S.] (διευθυντής παραγωγής έως το 1996, έκτοτε διευθυντής του τεχνολογικού ελέγχου και υπηρεσιών).»

47      Η Επιτροπή δεν θέτει εν αμφιβόλω τη δήλωση της προσφεύγουσας ότι, πλην του J. T., προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου από το 1997, κανένα από τα πρόσωπα για τα οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως οι «διευθυντές της Grolsch οι οποίοι έχουν σημαντικό ρόλο στην απόδειξη της παρούσας διαδικασίας» και των οποίων η συμμετοχή στις επικρινόμενες συναντήσεις της προσάπτεται, δεν ήταν υπάλληλος της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε το ότι οι εν λόγω διευθυντές ήσαν διευθυντές της θυγατρικής της προσφεύγουσας, Grolsche Bierbrouwerij Nederland, όπως επιβεβαιώνουν οι συμβάσεις εργασίας των ενδιαφερομένων και άλλα έγγραφα, τα οποία επισυνάπτονται στις απαντήσεις της προσφεύγουσας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

48      Περαιτέρω, στα γραπτά υπομνήματά της και τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δήλωσε ότι στηρίχθηκε ουσιαστικά στην από 21 Δεκεμβρίου 2001 απάντηση της προσφεύγουσας σε αίτηση παροχής πληροφοριών που της απευθύνθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2001, για να θεωρήσει ότι τα προσδιοριζόμενα στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρόσωπα ως «διευθυντές της Grolsch» ασκούσαν τα καθήκοντά τους στην προσφεύγουσα.

49      Πάντως, από το κείμενο της απαντήσεως αυτής προκύπτει, αφενός, ότι ο R. S. ήταν εμπορικός διευθυντής για τις Κάτω Χώρες της Grolsche Bierbrouwerij Nederland από τον Ιανουάριο 1996 έως τον Νοέμβριο 1999 και ότι, επί του παρόντος, είναι διευθυντής της Grolsch International BV και, αφετέρου, ότι ο P. M. «ασκεί από τον Νοέμβριο 1999 καθήκοντα εμπορικού διευθυντή της Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV [και ότι] ήταν προηγουμένως υπεύθυνος του τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος (λιανικού εμπορίου, τομέας εκτός της επιτόπιας καταναλώσεως) ως προϊστάμενος των πωλήσεων του τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος».

50      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ανέφερε στο σημείο 47 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι «ο κατάλογος των κωδικών χρησιμοποιούνταν από τον [J. T.], όχι υπό την ιδιότητά του ως εμπορικού διευθυντή της Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV, αλλά ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Grolsch NV (καθήκοντα που άσκησε από το 1997 έως το 2004) [και ότι] ο κατάλογος αυτός δεν χρησιμοποιούνταν από άλλα πρόσωπα στην Grolsch NV ούτε στην Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV (όπου εργάζονταν τα πρόσωπα τα οποία ήσαν παρόντα στις συναντήσεις της ολομέλειας)».

51      Τέλος, με τη δήλωση στην οποία προέβη, κατά τον έλεγχο της Επιτροπής της 23ης Μαρτίου 2000, ο J. T. (γενικός διευθυντής της Grolsche Bierbrouwerij Nederland από το 1996 έως το 1997 και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας από το 1997), επίκληση της οποίας γίνεται ως αποδεικτικό στοιχείο στις αιτιολογικές σκέψεις 249 και 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρεται ότι ο δηλών κατέχει τη θέση του «[γ]ενικού διευθυντή της Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV».

52      Ασφαλώς, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι ο J. T. έλαβε μέρος στις 21 Οκτωβρίου 1996, με τον γενικό διευθυντή της Interbrew Nederland, σε διμερή συνάντηση περί της μπίρας ιδιωτικού σήματος (αιτιολογική σκέψη 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, παρατηρείται ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν κατά την ημερομηνία εκείνη ακόμη υπάλληλος της θυγατρικής της προσφεύγουσας Grolsche Bierbrouwerij Nederland και, επομένως, δεν εργαζόταν ακόμα για την προσφεύγουσα, όπως προκύπτει από τις γραπτές απαντήσεις της προσφεύγουσας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και του αντιγράφου της συμβάσεως εργασίας την οποία συνήψε με τον J. T. στις 2 Σεπτεμβρίου 1997 και προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

53      Ομοίως, μολονότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, αναφέρεται ότι ο J. T. έλαβε μέρος στις 10 Νοεμβρίου 1999, με τους εκπροσώπους της Heineken, σε συνάντηση περί της γενικής εξελίξεως της ευρωπαϊκής αγοράς και/ή της διεθνούς αγοράς μπίρας (αιτιολογικές σκέψεις 405 και 412 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επισημαίνεται ότι η συνάντηση αυτή έλαβε χώρα μετά τις 3 Νοεμβρίου 1999, ημερομηνία η οποία αποτελεί τη λήξη της παραβατικής περιόδου που έκανε δεκτή η Επιτροπή.

54      Κατά την προσβαλλομένη απόφαση, ο J. T. έφερε πάντοτε στις συναντήσεις της οικονομικής επιτροπής της CBK έγγραφο προοριζόμενο να επιστήσει την προσοχή της Interbrew και της Bavaria στον καθορισμό των τιμών της μπίρας ιδιωτικού σήματος (αιτιολογικές σκέψεις 249 και 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εντούτοις, από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε μέρος σε άλλες συναντήσεις πλην της συναντήσεως της 8ης Ιανουαρίου 1999, κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με τις σημειώσεις που κράτησε ο ίδιος επί της προσκλήσεως στη συνάντηση αυτή, συζητήθηκε το ζήτημα των τιμών της μπίρας (αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

55      Συγκεκριμένα, τα αναφερόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δύνανται να στοιχειοθετήσουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επικρινόμενη συμπεριφορά είναι μόνον τρία: η δήλωση της InBev, οι σημειώσεις του J. T. επί της προσκλήσεως στην προαναφερθείσα συνάντηση της 8ης Ιανουαρίου 1999 (αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και τα έγγραφα που ανακαλύφθηκαν στη Heineken και περιλαμβάνουν μνεία δύο τηλεφωνικών επαφών του J. T. με τη διεύθυνση της Heineken κατά τις 5 Ιουλίου 1999 περί των μειώσεων που θα εφαρμοστούν σε αλυσίδα καταστημάτων (υποσημείωση 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

56      Πρώτον, στη δήλωση της InBev, η οποία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο αφορά όλα τα συστατικά στοιχεία της διαπιστωθείσας παραβάσεως, η InBev αναφέρεται γενικώς στη συμμετοχή του ομίλου Grolsch, χωρίς να αποσκοπεί συγκεκριμένα στην ατομική συμμετοχή της προσφεύγουσας, Koninklijke Grolsch. Τα πρόσωπα του ομίλου Grolsch, των οποίων τα ονόματα μνημονεύονται στη δήλωση της InBev, είναι όλα, με εξαίρεση τον J. T., υπάλληλοι της θυγατρικής Grolsche Bierbrouwerij Nederland.

57      Το όνομα του J. T. περιλαμβάνεται μόνον σε επισυναπτόμενο στη δήλωση της InBev κατάλογο των ημερομηνιών των συναντήσεων της οικονομικής επιτροπής της CBK και των προσώπων που αντιπροσώπευαν τους κύριους Ολλανδούς ζυθοποιούς στις εν λόγω συναντήσεις. Από τον κατάλογο αυτό προκύπτει ότι, κατά την επικρινόμενη περίοδο, ο J. T. έλαβε μέρος σε τέσσερις συναντήσεις της οικονομικής επιτροπής. Ωστόσο, η συνάντηση της 8ης Ιανουαρίου 1999 είναι η μόνη συνάντηση του καταλόγου η οποία μνημονεύεται στην προσβαλλομένη απόφαση. Περαιτέρω, από τη δήλωση της InBev προκύπτει ότι τα ονόματα των συμμετεχόντων στη συνάντηση αυτή είναι «niet bekend» (άγνωστα).

58      Δεύτερον, οι προαναφερθείσες χειρόγραφες σημειώσεις του J. T., όπως επαναλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι οι εξής:

« – πώληση 98

–        τιμή της μπίρας →

–        κιβώτιο τύπου “pinool”                   ενέργειες/κατ II

–        κιβώτια                                     χαμηλές [τιμές]

                                                                                 βαρέλι

                                                                                 NMA»

59      Κατά την Επιτροπή, από τις χειρόγραφες αυτές σημειώσεις προκύπτει ότι οι συζητήσεις επί των τιμών της μπίρας επικεντρώθηκαν σε τέσσερα στοιχεία: πρώτον, στις διαφημιστικές εκστρατείες στην αγορά της καταναλώσεως εκτός καταστήματος, δεύτερον, στην τιμή των λιγότερο ακριβών τύπων μπίρας ιδιωτικού σήματος, τρίτον, στην τιμή της βαρελίσιας μπίρας στους μεγάλους περιέκτες που χρησιμοποιούνται στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως της ολλανδικής αγοράς μπίρας και, τέταρτον, στην ολλανδική αρχή ανταγωνισμού «NMA» (αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

60      Τρίτον, η Επιτροπή συνάγει από τα έγγραφα που ανακαλύφθηκαν στη Heineken, τα οποία περιλαμβάνουν μνεία δύο τηλεφωνικών επαφών του J. T. με τη διεύθυνση της Heineken κατά τις 5 Ιουλίου 1999, ότι η Heineken ήρθε σε απευθείας επαφή με την Grolsch περί των μειώσεων αυτών, τούτο δε ενάμιση μήνα πριν από την ουσιαστική εφαρμογή των προσωρινών μειώσεων που εφαρμόσθηκαν από αλυσίδα καταστημάτων, στην οποία η Grolsch αρνήθηκε να χορηγήσει αντισταθμιστικό όφελος (αιτιολογική σκέψη 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

61      Διαπιστώνεται ότι οι χειρόγραφες σημειώσεις του J. T., οι οποίες περιλαμβάνονται στην πρόσκληση στη συνάντηση της 8ης Ιανουαρίου 1999, και τα έγγραφα που ανακαλύφθηκαν στη Heineken, τα οποία περιέχουν μνεία δύο τηλεφωνικών επαφών του J. T. με τη διεύθυνση της Heineken κατά τις 5 Ιουλίου 1999, είναι τα μόνα στοιχεία τα οποία αφορούν συγκεκριμένα την τυχόν ατομική συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ενιαία και συνεχή παράβαση, βάσει της περιόδου που περιλαμβάνεται μεταξύ της 27ης Φεβρουαρίου 1996 και της 3ης Νοεμβρίου 1999.

62      Πρώτον, επισημαίνεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν περιλαμβάνουν καμία ένδειξη περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στο δεύτερο και τρίτο συστατικό στοιχείο της παραβάσεως αυτής, ήτοι, αφενός, «τον περιστασιακό συντονισμό των λοιπών εμπορικών όρων [πλην των τιμών] που προσφέρονται σε ατομικούς καταναλωτές στον [τομέα] της επιτόπιας καταναλώσεως στις Κάτω Χώρες» και, αφετέρου, «[τον] περιστασιακό συντονισμό της κατανομής της πελατείας, τόσο στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως όσο και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος στις Κάτω Χώρες».

63      Δεύτερον, όσον αφορά το πρώτο συστατικό στοιχείο της διαπιστωθείσας ενιαίας και συνεχούς παραβάσεως, ήτοι «τον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων τιμών της μπίρας στις Κάτω Χώρες, τόσο στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως όσο και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος», οι χειρόγραφες σημειώσεις του J. T. σχετικά με τη συνάντηση της 8ης Ιανουαρίου 1999 αποτελούν το μοναδικό στοιχείο που αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων τιμών στο τμήμα της μπίρας ιδιωτικού σήματος η οποία εμπίπτει μόνο στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος.

64      Επιπλέον, οι δύο τηλεφωνικές επαφές που έγιναν κατά τις 5 Ιουλίου 1999 μεταξύ της Heineken και του J. T. δεν μπορούν να θεωρηθούν ως σχετικές με το εν λόγω τμήμα του τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος, εφόσον ούτε η Heineken ούτε ο όμιλος Grolsch παράγουν μπίρα ιδιωτικού σήματος (αιτιολογικές σκέψεις 7 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

65      Ωστόσο, το σύνολο των διαπιστωθεισών συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, οι οποίες χαρακτηρίζονται έτσι στην αιτιολογική σκέψη 337 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απορρέει, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν ανωτέρω ιστορικό της παρούσας διαφοράς, από ένα σύνθετο σύστημα συμπράξεως το οποίο έθεσαν σε εφαρμογή οι τέσσερις ενδιαφερόμενοι ζυθοποιοί και, συνεπώς, απαιτούσε τακτικές επαφές κατά τη διάρκεια μακράς περιόδου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 60).

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον οι χειρόγραφες σημειώσεις του J. T. δεν δύνανται προφανώς να στοιχειοθετήσουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση συνεχή σύμπραξη των τεσσάρων ζυθοποιών επί του εν λόγω τμήματος της ολλανδικής αγοράς μπίρας.

67      Λαμβανομένου υπόψη του μεμονωμένου αυτού στοιχείου περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη με τους τρεις λοιπούς ενδιαφερομένους ζυθοποιούς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένο ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος στη συνεχή σύμπραξη, η οποία διαπιστώθηκε με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, των τιμών και των αυξήσεων τιμών της μπίρας στις Κάτω Χώρες, όσον αφορά τη μπίρα ιδιωτικού σήματος επί του τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος της μπίρας στις Κάτω Χώρες.

68      Τρίτον, λόγω της απουσίας της προσφεύγουσας από όλες τις συναντήσεις μεταξύ ζυθοποιών, οι οποίες μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση, πλην αυτής της 8ης Ιανουαρίου 1999, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος στη συνεχή πολυμερή σύμπραξη με τους τρεις λοιπούς ενδιαφερομένους ζυθοποιούς περί των τιμών και των αυξήσεων τιμών της μπίρας στις Κάτω Χώρες τόσο στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως όσο και στο τμήμα της μπίρας που δεν τίθεται σε εμπορία με ιδιωτικό σήμα στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος.

69      Λόγω του διμερούς χαρακτήρα των επαφών που έγιναν μεταξύ Heineken και του J. T. κατά τις 5 Ιουλίου 1999, μόνον οι χειρόγραφες σημειώσεις του J. T. σχετικά με τη συνάντηση της 8ης Ιανουαρίου 1999 δεν μπορούν να αποδείξουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στον συνεχή πολυμερή συντονισμό των τιμών μεταξύ των τεσσάρων ζυθοποιών, οι οποίοι είναι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι χειρόγραφες σημειώσεις του J. T. σχετικά με τη συνάντηση της 8ης Ιανουαρίου 1999 και οι δύο τηλεφωνικές επαφές του ενδιαφερομένου με τη διεύθυνση της Heineken κατά τις 5 Ιουλίου 1999 δεν επαρκούν προς στοιχειοθέτηση της συμμετοχής της προσφεύγουσας σε ενιαία και συνεχή παράβαση, όπως έγινε δεκτή από την Επιτροπή.

71      Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε στην αιτιολογική σκέψη 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «τα περιγραφέντα [στο σημείο] 4 της αποφάσεως αυτής αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι [η προσφεύγουσα,] Koninklijke Grolsch NV, συμμετείχε άμεσα στη σύμπραξη από 27 Φεβρουαρίου 1996 έως 3 Νοεμβρίου 1999».

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος ο οποίος αντλείται από τη μη άμεση συμμετοχή της προσφεύγουσας σε ενιαία και συνεχή παράβαση, από τις 27 Φεβρουαρίου 1996 έως τις 3 Νοεμβρίου 1999, όπως διαπιστώθηκε με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου, ο οποίος αντλείται από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως περί της άμεσης συμμετοχής της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα παράβαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

73      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως με τους ισχυρισμούς της περί της προβαλλομένης άμεσης συμμετοχής της στη διαπιστωθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση παράβαση.

74      Με τις από 27 Φεβρουαρίου 2010 γραπτές απαντήσεις στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν διέκρινε μεταξύ των νομικών προσώπων, τα οποία είναι η Koninklijke Grolsch και η θυγατρική της (κατά 100 %) Grolsche Bierbrouwerij Nederland, και του ότι οι συμμετέχοντες στις συναντήσεις της συμπράξεως ενεργούσαν ως εμπορικός διευθυντής, υπεύθυνος του τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος, γενικός διευθυντής, κ.λπ. της επιχειρήσεως Grolsch, η οποία είχε τεθεί υπό τον έλεγχο του νομικού προσώπου Koninklijke Grolsch.

75      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προσέθεσε ότι οι εν λόγω δύο εταιρίες αποτελούσαν οικονομική οντότητα και ότι η οικονομική αυτή οντότητα έλαβε μέρος στην παράβαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

76      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις συνθήκες εκάστης περιπτώσεως, ιδίως σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλόμενων λόγων και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Όταν, όπως εν προκειμένω, μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς καθένα των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής.

78      Επομένως, όσον αφορά μητρική εταιρία, η οποία θεωρείται υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να εκθέτει εμπεριστατωμένα τους λόγους που δικαιολογούν γιατί η παράβαση πρέπει να καταλογισθεί σ’ αυτήν την εταιρία (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψεις 78 έως 80).

79      Με τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι της καταλόγισε στην πραγματικότητα, χωρίς να αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία υπέρ του καταλογισμού αυτού, τη συμμετοχή στη σύμπραξη μεταξύ της θυγατρικής της Grolsche Bierbrouwerij Nederland η οποία απορρέει από τη συμμετοχή των μισθωτών υπαλλήλων της εταιρίας αυτής στις επίδικες συναντήσεις.

80      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 58).

81      Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Συνεπώς, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59).

82      Στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60).

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

84      Εν προκειμένω, πρέπει ωστόσο να διαπιστωθεί ότι, αφού αναφέρθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο όμιλος Grolsch μεταξύ των τεσσάρων ζυθοποιών που έλαβαν μέρος στην επίδικη σύμπραξη, η Επιτροπή εξομοιώνει, στην αιτιολογική σκέψη 18, την προσφεύγουσα και τον όμιλο Grolsch, στον οποίο ανήκει η θυγατρική της προσφεύγουσας Grolsche Bierbrouwerij Nederland.

85      Απαριθμώντας στη συνέχεια, στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ονόματα των διευθυντών της «Grolsch» που έλαβαν μέρος στις συναντήσεις μεταξύ ζυθοποιών, χωρίς να αναφέρει ότι ανήκουν στην προσφεύγουσα ή στη θυγατρική της Grolsche Bierbrouwerij Nederland, η Επιτροπή εξομοίωσε όλους τους ενδιαφερομένους με διευθυντές της προσφεύγουσας, ενώ όλοι, κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου που έγινε δεκτή, ήσαν μισθωτοί υπάλληλοι της θυγατρικής Grolsche Bierbrouwerij, πλην του J. T.

86      Η Επιτροπή, αφού εξομοίωσε την προσφεύγουσα και τον όμιλο Grolsch, παρέλειψε ωστόσο να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους καταλογίζει στην προσφεύγουσα τη συμμετοχή στη σύμπραξη της θυγατρικής της Groslche Bierbrouwerij Nederland η οποία προκύπτει από τη συμμετοχή των μισθωτών υπαλλήλων της εταιρίας αυτής στις επίδικες συναντήσεις, κατά την προπαρατεθείσα νομολογία.

87      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δέχεται ως εξής την ευθύνη της προσφεύγουσας για τη διαπιστωθείσα στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως παράβαση:

«8.2. Ευθύνη στην παρούσα υπόθεση

[…]

8.2.2.  Grolsch

(399)  Τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιγράφηκαν [στο σημείο] 4 αποδεικνύουν ότι η Koninklijke Grolsch NV έλαβε μέρος άμεσα στη σύμπραξη από 27 Φεβρουαρίου 1996 έως 3 Νοεμβρίου 1999.»

88      Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση δεν κάνει καθόλου λόγο για τις οικονομικές, οργανωτικές ή νομικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ της προσφεύγουσας και της θυγατρικής της και το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής δεν αναφέρει καθόλου το όνομα της θυγατρικής εταιρίας.

89      Εξ αυτού προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους που την οδήγησαν, σύμφωνα με την αρχή την οποία θέτει στην αιτιολογική σκέψη 397 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «να προσδιορίζει το νομικό πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως ούτως ώστε το εν λόγω νομικό πρόσωπο να μπορεί να αναλάβει την ευθύνη», ή, ενδεχομένως, ότι το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο της αποτελεσματικής ασκήσεως εκ μέρους της μητρικής εταιρίας αποφασιστικής επιρροής στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

90      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν εξέθεσε, με την προσβαλλομένη απόφαση, τους λόγους του καταλογισμού στην προσφεύγουσα της συμπεριφοράς της θυγατρικής της Grolsche Bierbrouwerij Nederland η οποία απορρέει από τη συμμετοχή των υπαλλήλων της θυγατρικής στις επίδικες συναντήσεις.

91      Επομένως, η Επιτροπή στέρησε από την προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αμφισβητήσει ενδεχομένως τη βασιμότητα του καταλογισμού αυτού ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ανατρέποντας το τεκμήριο και δεν παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει συναφώς τον έλεγχό του.

92      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός, καθόσον αντλείται από τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον καταλογισμό στην προσφεύγουσα, λόγω της εμπλοκής της θυγατρικής της Grolsche Bierbrouwerij Nederland BV σε ενιαία και συνεχή παράβαση από τις 27 Φεβρουαρίου 1996 έως τις 3 Νοεμβρίου 1999, όπως διαπιστώθηκε με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

93      Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί η διάταξη αυτή στο σύνολό της καθώς και, κατά συνέπεια, το σύνολο του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα, χωρίς να απαιτείται να κριθούν οι λοιποί λόγοι τους οποίους προέβαλε η προσφεύγουσα.

94      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, καθόσον διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα «έλαβε μέρος, κατά την περίοδο μεταξύ 27 Φεβρουαρίου 1996 και 3 Νοεμβρίου 1999, σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ], συνιστάμενη σε σύνολο συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, ειδικότερα i) στον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων των τιμών της μπίρας στις Κάτω Χώρες, στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος, περιλαμβανομένων όσων αφορούν τον ζύθο ιδιωτικού σήματος, ii) στον περιστασιακό συντονισμό άλλων εμπορικών όρων που οι επιχειρήσεις προσέφεραν σε μεμονωμένους πελάτες στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως στις Κάτω Χώρες, και iii) στον περιστασιακό συντονισμό για την κατανομή πελατείας, τόσο στον τομέα της επιτόπιας καταναλώσεως όσο και στον τομέα της καταναλώσεως εκτός καταστήματος στις Κάτω Χώρες», το άρθρο 1 και, κατά συνέπεια, το σύνολο του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθούν καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2007) 1697 της Επιτροπής, της 18ης Απριλίου 2007, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/B-2/37.766 – Ολλανδική αγορά μπίρας) καθόσον αφορά την Koninklijke Grolsch NV.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Vadapalas

Dittrich

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.