Language of document : ECLI:EU:T:2014:912

Υπόθεση T‑29/11

Technische Universität Dresden

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ρήτρα διαιτησίας — Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας — Σύμβαση χρηματοδοτήσεως σχεδίου — Προσφυγή ακυρώσεως — Χρεωστικό σημείωμα — Συμβατική φύση της διαφοράς — Πράξη μη υποκείμενη σε προσφυγή — Απαράδεκτο — Αναχαρακτηρισμός της προσφυγής — Επιλέξιμες δαπάνες»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 24ης Οκτωβρίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία — Νομική βάση της προσφυγής — Επιλογή εκ μέρους του προσφεύγοντος και όχι εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή που αφορά, στην πραγματικότητα, διαφορά συμβατικής φύσεως — Ακύρωση χρεωστικού σημειώματος εκδοθέντος από την Επιτροπή — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή που αφορά, στην πραγματικότητα, διαφορά συμβατικής φύσεως — Εκ νέου χαρακτηρισμός της προσφυγής — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 272 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

4.      Ένδικη διαδικασία — Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας — Ρήτρα διαιτησίας — Έννοια

(Άρθρο 272 ΣΛΕΕ)

5.      Προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης — Υποχρέωση του αποδέκτη να τηρήσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της συνδρομής

(Άρθρο 317 ΣΛΕΕ)

6.      Ένδικη διαδικασία — Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να εκδικάσει ανταγωγή — Αγωγή στο πλαίσιο επιστροφής υπερεπιδοτήσεων που κατέβαλε η Επιτροπή — Απαίτηση σαφήνειας των παρατηρήσεων και των αποδεικτικών στοιχείων ώστε να μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη βασιμότητα — Μη τήρηση — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 46 § 1, στοιχείο γ΄)

7.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως η οποία αφορά μόνο τη μονομερή δράση — Δεν υφίσταται υποχρέωση αιτιολογήσεως στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτήσεως

(Άρθρα 272 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 24)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 29, 38, 39)

3.      Ο αναχαρακτηρισμός μιας προσφυγής ακυρώσεως ή μιας αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (ρήτρα διαιτησίας) υπόκειται σε δύο προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς. Έτσι, αναχαρακτηρισμός της προσφυγής μπορεί να γίνει μόνον εάν δεν υφίσταται αντίθετη εκπεφρασμένη βούληση του προσφεύγοντος και αν έχει προβληθεί στο δικόγραφο της προσφυγής έστω και ένας λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση των κανόνων που διέπουν την επίμαχη συμβατική σχέση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 42, 44)

4.      Εφόσον η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική διατύπωση που πρέπει να χρησιμοποιείται σε μια ρήτρα διαιτησίας, οποιαδήποτε διατύπωση με την οποία οι διάδικοι δηλώνουν την πρόθεσή τους να υποβάλλουν τις ενδεχόμενες διαφορές τους στα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα αντί των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων πρέπει να θεωρείται επαρκής προς θεμελίωση της αρμοδιότητας των πρώτων δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

Ρήτρα με τίτλο «Law applicable and competent court» (Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδια δικαστήρια) που περιλαμβάνεται σε σύμβαση χρηματοδοτήσεως, κατά την οποία «οι δικαιούχοι μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά των αποφάσεων της Επιτροπής, σχετικά με την εφαρμογή των όρων [της εν λόγω] συμβάσεως και τις λεπτομέρειες της εκτελέσεώς της, ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] και, σε περίπτωση αναιρέσεως, ενώπιον του [Δικαστηρίου]», συνιστά ρήτρα διαιτησίας.

Μολονότι είναι αληθές ότι η διατύπωση μιας τέτοιας ρήτρας και η ορολογία που χρησιμοποιείται, και, ειδικότερα, οι όροι «απόφαση» και «δικαιούχος», θυμίζουν τον προβλεπόμενο στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας που διενεργείται στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό της εν λόγω ρήτρας ως ρήτρας διαιτησίας.

Στο μέτρο που η εν λόγω ρήτρα ενδέχεται να εφαρμοστεί ιδίως στις αποφάσεις που έλαβε η Επιτροπή βάσει των όρων της συμβάσεως οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη συμβατική σχέση —αποφάσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν, κατά τη νομολογία, στο πεδίο εφαρμογής της προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται βάσει του άρθρου του άρθρου 263 ΣΛΕΕ— εάν η ρήτρα αυτή ερμηνευθεί ως αποτελούσα απλή υπόμνηση της προσφυγής ακυρώσεως, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα επέκταση, με τη σύμβαση, των προϋποθέσεων παραδεκτού που καθιερώνονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ενώ οι προϋποθέσεις αυτές είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτώνται, επομένως, από τη βούληση των διαδίκων.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από το γράμμα της, το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας αυτής το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας αυτής δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις αποφάσεις που ενδέχεται να εκδώσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 52, 53, 55, 56, 60, 61, 63, 64, 66)

5.      Σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή που διέπει τις κοινοτικές συνδρομές, η Ένωση μπορεί να χρηματοδοτεί μόνον πραγματικές δαπάνες. Επομένως, προκειμένου να είναι η Επιτροπή σε θέση να ασκήσει έλεγχο, οι δικαιούχοι αυτών των συνδρομών πρέπει να αποδεικνύουν το υποστατό των δαπανών που καταλογίζονται στα επιδοτούμενα σχέδια και, συνεπώς, η υποβολή αξιόπιστων πληροφοριακών στοιχείων από τους δικαιούχους αυτούς είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ελέγχου και αποδείξεως που έχει θεσπισθεί προς εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως των συνδρομών. Επομένως, δεν αρκεί να αποδεικνύεται η υλοποίηση ενός σχεδίου προς δικαιολόγηση της χορηγήσεως ειδικής συνδρομής. Ο λήπτης της ενισχύσεως οφείλει, επιπλέον, να αποδείξει ότι υποβλήθηκε στις δαπάνες τις οποίες δηλώνει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας συνδρομής, μόνο δε οι δεόντως αιτιολογημένες δαπάνες μπορούν να θεωρηθούν ως επιλέξιμες. Η υποχρέωση τηρήσεως των χρηματοδοτικών προϋποθέσεων καταλέγεται στις ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου και, για τον λόγο αυτό, αποτελεί προϋπόθεση της χορηγήσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής.

(βλ. σκέψη 71)

6.      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή επιδιώκει να ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ανταγωγή και ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, παρά τη διατύπωση της ρήτρας διαιτησίας, να αποφανθεί επί της ανταγωγής αυτής, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας κατά την οποία, στο σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων της Ένωσης, η αρμοδιότητα για την εκδίκαση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συνεπάγεται την ύπαρξη αρμοδιότητας για την εκδίκαση οποιασδήποτε ανταγωγής που ασκείται κατά τη διάρκεια της ίδιας δίκης και η οποία πηγάζει από την πράξη ή το γεγονός που αποτελεί αντικείμενο του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, η εν λόγω ανταγωγή θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτη λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η ανταγωγή αυτή δεν προκύπτει με τη δέουσα σαφήνεια ούτε από τα δικόγραφα της Επιτροπής ούτε από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και δεν στηρίζεται σε κανένα επιχείρημα και αποδεικτικό στοιχείο ώστε να μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη βασιμότητά της και να δοθεί στο προσφεύγον η δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του.

(βλ. σκέψη 116)

7.      Η Επιτροπή υπέχει δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Η υποχρέωση αυτή αφορά όμως μόνο τη μονομερή δράση του οργάνου αυτού. Δεν επιβάλλεται επομένως στην Επιτροπή δυνάμει της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολόγηση είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο προσφυγής που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, εφόσον ενδεχόμενη μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής δεν ασκεί επιρροή στις υποχρεώσεις της Επιτροπής βάσει της επίμαχης συμβάσεως. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος κατά το οποίο, βάσει της νομολογίας, λαμβανομένου υπόψη ότι απόφαση περί μειώσεως του ποσού χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες για τον δικαιούχο της συνδρομής, από την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πρέπει σαφώς να καταφαίνονται οι λόγοι που δικαιολογούν τη μείωση της συνδρομής σε σχέση με το αρχικώς εγκριθέν ποσό.

(βλ. σκέψεις 120‑122)