Language of document : ECLI:EU:T:2009:321

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2009

Υπόθεση T-375/08 P

Bart Nijs

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί ανανεώσεως της θητείας του Γενικού Γραμματέα του – Απόφαση περί μη προαγωγής του αναιρεσείοντος κατά την περίοδο προαγωγών 2004 – Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) στις 26 Ιουνίου 2008 στην υπόθεση F-108/07, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Bart Nijs φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Ταυτόσημο του κανονιστικού περιεχομένου μεταξύ ενός άρθρου του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και ενός άρθρου του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω άρθρου του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σε υπόθεση εισαχθείσα πριν την έναρξη της ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 111· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76· απόφαση 2004/752 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 4)

2.      Διαδικασία – Απόφαση λαμβανόμενη υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως – Προϋποθέσεις – Ακρόαση του γενικού εισαγγελέα – Διατύπωση που δεν υφίσταται στην ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασία

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 111· απόφαση 2004/752 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 4)

3.      Διαδικασία – Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Δυνατότητα δεύτερης ανταλλαγής υπομνημάτων – Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 7 § 3)

4.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

5.      Αναίρεση – Έκθεση, στην αίτηση αναιρέσεως, των νομικών λόγων και επιχειρημάτων – Ανεπαρκής προσδιορισμός λόγου αναιρέσεως – Παραπομπή στο σύνολο των παραρτημάτων – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 138 § 1, στοιχείο γ΄)

6.      Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με τα δικαστικά έξοδα – Απαράδεκτος σε περίπτωση απορρίψεως όλων των λοιπών λόγων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 2)

1.      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, τηρώντας τις επιταγές της νομολογίας, εφάρμοσε συγχρόνως το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σε υπόθεση εισαχθείσα πριν την έναρξη ισχύος του τελευταίου, ο προσφεύγων δεν μπορεί εγκύρως να ισχυριστεί ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής του, τους κανόνες βάσει των οποίων απορρίφθηκε η προσφυγή του. Πράγματι, όσον αφορά την εφαρμογή του στις ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασίες, το κανονιστικό περιεχομένου των εν λόγω άρθρων 111 και 76 είναι απολύτως ταυτόσημο. Δεδομένου ότι το κείμενο του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δημοσιεύθηκε στις 30 Μαΐου 1991 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ουδείς μπορεί να θεωρηθεί ότι το αγνοεί.

(βλ. σκέψεις 21, 23, 24 και 28)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 12 Ιουλίου 1989, 161/88, Binder, Rec. 1989, σ. I‑2415, σκέψη 19

2.      Εφόσον η εφαρμογή mutatis mutandis του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου στις ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασίες, μέχρι την έναρξη της ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του τελευταίου, συνεπάγεται αναγκαστικά τη λήψη υπόψη της εσωτερικής οργανώσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να επιβάλει την παρέμβαση γενικού εισαγγελέα στις ενώπιόν του διαδικασίες. Πράγματι, ούτε η Συνθήκη ΕΚ, ούτε η απόφαση 2004/752, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε ο Οργανισμός του Δικαστηρίου προβλέπουν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επικουρείται από γενικούς εισαγγελείς. Επιπλέον, δεν προβλέπεται ότι, σε ορισμένες υποθέσεις, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να ορίσει ένα από τα μέλη του για να ασκήσει καθήκοντα γενικού εισαγγελέα.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 8 Σεπτεμβρίου 2008, T‑222/07 P, Kerstens κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 49 και 50

3.      Από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ουδόλως υποχρεούται να ζητήσει από τους διαδίκους να προβούν σε δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων. Η απόφαση να ζητήσει μια τέτοια ανταλλαγή εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εν λόγω δικαστηρίου, που την ασκεί ανάλογα με τις δικές του ανάγκες πληροφορήσεως. Κατά συνέπεια, η διατύπωση της διατάξεως αυτής δεν είναι ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον προσφεύγοντα ως προς τη δυνατότητα καταθέσεως δεύτερου υπομνήματος μετά το δικόγραφο της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 27)

4.      Το δικόγραφο της προσφυγής ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου μόνον αν το αντικείμενο της διαφοράς και η συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων είναι επαρκώς σαφείς και ακριβείς ώστε να επιτρέπουν, συγχρόνως, στον μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, καθόσον οι δύο αυτές προϋποθέσεις ισχύουν σωρευτικώς. Συνεπώς, αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να αντιληφθεί τα προβαλλόμενα επιχειρήματα και να εκτιμήσει το βάσιμό τους, ο ισχυρισμός ότι είναι κατανοητό για τον αντίδικο λόγω πραγματικών στοιχείων τα οποία γνωρίζει στερείται σημασίας.

(βλ. σκέψεις 35 έως 37)

5.       Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, επιχειρηματολογία αντλούμενη από το ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη αποφαινόμενο επί ενός λόγου δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές σαφήνειας και ακρίβειας που απορρέουν από το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αν ο προσφεύγων δεν εξηγεί, με σαφείς και ακριβείς όρους, σε τι συνίσταται η πλάνη που επικαλείται. Συναφώς, η γενική παραπομπή σε άλλα, πλην της αιτήσεως αναιρέσεως, δικόγραφα δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας που απαιτείται από τη διάταξη αυτή. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εντοπίζει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 41 και 57)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 21 Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49· ΠΕΚ, 14 Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αναίρεση δεν χωρεί αποκλειστικά για τον καταλογισμό και το ύψος των δικαστικών εξόδων. Επομένως, στην περίπτωση που όλοι οι άλλοι λόγοι μιας αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης έχουν απορριφθεί, το αίτημα που αφορά τον καθ’ υπόθεση παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με τον καταλογισμό των δικαστικών εξόδων πρέπει να κρίνεται προδήλως απαράδεκτο.

(βλ. σκέψεις 71 και 72)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 26 Μαΐου 2005, C‑301/02 P, Tralli κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2005, σ. I‑4071, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία