Language of document : ECLI:EU:T:2014:122

Υπόθεση T‑297/11

Buzzi Unicem SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών — Απαραίτητος χαρακτήρας των ζητούμενων πληροφοριών — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Αναλογικότητα»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα)
της 14ης Μαρτίου 2014

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Παράθεση της νομικής βάσεως και του σκοπού της αιτήσεως — Περιεχόμενο — Παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Δυνατότητα της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως να ασκήσει τα εν λόγω δικαιώματα μόνο μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Παράθεση της νομικής βάσεως και του σκοπού της αιτήσεως — Απαίτηση για την ύπαρξη σχέσεως αναγκαιότητας μεταξύ των ζητούμενων πληροφοριών και της διερευνώμενης παραβάσεως — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Δικαιώματα άμυνας — Τήρηση της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί προστασίας από αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Δυνατότητα αποστολής αιτήσεως η οποία απαιτεί τη συστηματοποίηση των ζητούμενων στοιχείων — Όρια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα απόλυτης σιωπής — Δεν υφίσταται — Δικαίωμα αρνήσεως απαντήσεως που συνεπάγεται αποδοχή της διαπράξεως της παραβάσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 48 § 2· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αρνήσεως απαντήσεως που συνεπάγεται αποδοχή της διαπράξεως της παραβάσεως — Ερωτήσεις της Επιτροπής που συνεπάγονται τέτοιου είδους απαντήσεις — Εκτίμηση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

8.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Όρια — Απαίτηση για την ύπαρξη σχέσεως αναγκαιότητας μεταξύ των ζητούμενων πληροφοριών και της διερευνώμενης παραβάσεως — Ελεύθερα προσβάσιμες πληροφορίες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1)

9.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Όρια — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Αίτηση παροχής πληροφοριών τις οποίες έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή — Παραβίαση της εν λόγω αρχής — Αίτημα παροχής διευκρινίσεων σε σχέση με πληροφορίες που υποβλήθηκαν σε προγενέστερο χρόνο — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

10.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Δυνατοί τρόποι — Επιλογή μεταξύ απλής αιτήσεως παροχής πληροφοριών ή εκδόσεως αποφάσεως — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 §§ 1 έως 3)

11.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Υποχρέωση της Επιτροπής να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία — Αποστολή πολλών διαδοχικών αιτήσεων — Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

1.      Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία της αιτιολογίας της αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι η Επιτροπή αναφέρει τη νομική βάση και τον σκοπό της αιτήσεως, προσδιορίζει τις ζητούμενες πληροφορίες και τάσσει προθεσμία για την παροχή τους. Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 διευκρινίζει εξάλλου ότι η Επιτροπή αναφέρει επίσης τις προβλεπόμενες στο άρθρο 23 κυρώσεις, ότι μνημονεύει ή επιβάλλει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 24 κυρώσεις και ότι αναφέρει περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της αποφάσεως από το Δικαστήριο. Συναφώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται μεν να γνωστοποιεί στον αποδέκτη μιας τέτοιας αποφάσεως όλες τις πληροφορίες που διαθέτει σχετικά με τις εικαζόμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, οφείλει, όμως, να προσδιορίζει σαφώς τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά.

Ειδικότερα, μολονότι είναι επιλήψιμη η αιτιολογία αποφάσεως με πολύ γενική διατύπωση η οποία θα έχρηζε περαιτέρω διευκρινίσεως, εντούτοις, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μνεία των εικαζόμενων παραβάσεων, σε συνδυασμό με την απόφαση κινήσεως διαδικασίας κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, αντιστοιχεί στο ελάχιστο απαιτούμενο όριο σαφήνειας που καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της τηρήσεως των απαιτήσεων του άρθρου 18, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 22, 23, 30, 36)

2.      Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας μόνον κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Πράγματι, αν η ισχύς των δικαιωμάτων αυτών εκτεινόταν στον χρόνο προ της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, θα θιγόταν η αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής, καθόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα ήταν, ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, σε θέση να προσδιορίσει ποιες πληροφορίες είναι γνωστές στην Επιτροπή και, συνεπώς, ποιες πληροφορίες μπορεί ακόμη να αποκρύψει από την Επιτροπή.

Εντούτοις, τα μέτρα διεξαγωγής έρευνας που λαμβάνει η Επιτροπή κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, ιδίως τα μέτρα προς εξακρίβωση στοιχείων και οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ισοδυναμούν, ως εκ της φύσεώς τους, με τη διατύπωση αιτιάσεως περί παραβάσεως και ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Επομένως, πρέπει να αποφεύγεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο αυτό της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι τα λαμβανόμενα μέτρα διεξαγωγής έρευνας ενδέχεται να έχουν καθοριστική σημασία για την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα ενεργειών συγκεκριμένης επιχειρήσεως οι οποίες είναι ικανές να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής.

Δεν μπορεί όμως να απαιτείται από την Επιτροπή, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, να επισημαίνει, πέραν των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνά, τις ενδείξεις, δηλαδή τα στοιχεία που την έχουν οδηγήσει στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να κλονίσει την ισορροπία που έχει καθιερώσει η νομολογία μεταξύ, αφενός, της διαφυλάξεως της αποτελεσματικότητας της έρευνας και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 26, 27, 31)

3.      Η υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 στην Επιτροπή να μνημονεύει τη νομική βάση και τον σκοπό της αιτήσεως παροχής πληροφοριών αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση προκειμένου να μπορεί να καταδεικνύεται ότι δικαιολογημένα ζητούνται ορισμένες πληροφορίες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, αλλά επίσης για να παρέχεται σε αυτές η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχουν, διατηρώντας συγχρόνως τα δικαιώματά τους άμυνας. Εξ αυτού προκύπτει ότι το μόνο που μπορεί να απαιτεί η Επιτροπή είναι η υποβολή πληροφοριών που παρέχουν σε αυτήν τη δυνατότητα να εξακριβώσει τις εικαζόμενες παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και μνημονεύονται στην αίτηση παροχής πληροφοριών.

Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας της Επιτροπής προς διεξαγωγή ερευνών και ελέγχων, σε αυτήν απόκειται να εκτιμήσει αν οι πληροφορίες που ζητεί από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες. Όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της εν λόγω εκτιμήσεως της Επιτροπής, η έννοια «απαραίτητες πληροφορίες» πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους έχει παρασχεθεί στην Επιτροπή η συγκεκριμένη εξουσία έρευνας. Ειδικότερα, η απαίτηση να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της εικαζόμενης παραβάσεως ικανοποιείται εφόσον, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, η αίτηση αυτή μπορεί θεμιτώς να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με την εικαζόμενη παράβαση, ώστε να μπορεί ευλόγως η Επιτροπή να υποθέσει ότι το σχετικό έγγραφο θα τη βοηθήσει να κρίνει αν υφίσταται η προβαλλόμενη παράβαση.

(βλ. σκέψεις 28, 85)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 43, 44)

5.      Δεδομένου ότι ως παροχή «πληροφοριών» κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 πρέπει να νοείται όχι μόνον η προσκόμιση εγγράφων αλλά και η υποχρέωση απαντήσεως σε ερωτήσεις που αφορούν τα εν λόγω έγγραφα, η αίτηση της Επιτροπής δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην προσκόμιση στοιχείων που είναι διαθέσιμα ανεξαρτήτως οποιασδήποτε παρεμβάσεως της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Επομένως, η Επιτροπή θεμιτώς μπορεί να απευθύνει προς την επιχείρηση ερωτήσεις που απαιτούν τη συστηματοποίηση των ζητούμενων στοιχείων.

Εντούτοις, τουλάχιστον δύο αρχές οριοθετούν την άσκηση της εξουσίας αυτής. Αφενός, οι ερωτήσεις προς ορισμένη επιχείρηση δεν μπορούν να εξαναγκάζουν την επιχείρηση αυτή να παραδεχθεί ότι διέπραξε ορισμένη παράβαση. Αφετέρου, οι απαντήσεις στις εν λόγω ερωτήσεις δεν πρέπει να αποτελούν δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας.

(βλ. σκέψεις 56, 57)

6.      Δεν μπορεί να αναγνωρίζεται δικαίωμα απόλυτης σιωπής σε επιχείρηση που είναι αποδέκτης αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Πράγματι, η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος θα έβαινε πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων και θα συνιστούσε αδικαιολόγητο εμπόδιο στην εκπλήρωση της αποστολής της Επιτροπής να μεριμνά για την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Το δικαίωμα σιωπής μπορεί να αναγνωρίζεται μόνο στο μέτρο κατά το οποίο η εμπλεκόμενη επιχείρηση υποχρεώνεται να παράσχει απαντήσεις με τις οποίες θα παραδεχόταν κατ’ αποτέλεσμα την ύπαρξη παραβάσεως της οποίας την τέλεση οφείλει να αποδεικνύει η Επιτροπή.

Προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με πραγματικά περιστατικά που μπορούν να γνωρίζουν και να της προσκομίζουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη ενεργειών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό. Η εν λόγω εξουσία της Επιτροπής να ζητεί πληροφορίες δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ούτε προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επίσης δεν είναι αντίθετη προς τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η υποχρέωση απαντήσεως σε ερωτήσεις της Επιτροπής που έχουν αμιγώς σχέση με πραγματικά περιστατικά και ικανοποιήσεως του αιτήματος της Επιτροπής για προσκόμιση προϋφιστάμενων εγγράφων δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρέχουν, στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού, προστασία ισοδύναμη με αυτή που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Συγκεκριμένα, ο αποδέκτης της αιτήσεως παροχής πληροφοριών έχει κάθε δικαίωμα να αποδείξει αργότερα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ότι τα πραγματικά περιστατικά που εξέθεσε στις απαντήσεις του ή τα έγγραφα που υπέβαλε έχουν διαφορετική έννοια από αυτήν την οποία τους προσέδωσε η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 60-62)

7.      Όσον αφορά τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που δύναται να απευθύνει η Επιτροπή στις επιχειρήσεις, πρέπει να γίνεται διάκριση των ερωτήσεων αυτών αναλόγως του αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έχουσες αμιγώς σχέση με πραγματικά περιστατικά ή όχι. Μόνον εφόσον η ερώτηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έχουσα αμιγώς σχέση με πραγματικά περιστατικά, θα πρέπει να ελέγχεται αν η ερώτηση αυτή μπορεί να απαντηθεί κατά τρόπο που η εμπλεκόμενη επιχείρηση να παραδέχεται κατ’ αποτέλεσμα την ύπαρξη παραβάσεως της οποίας την τέλεση οφείλει να αποδεικνύει η Επιτροπή.

Συναφώς πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων. Αφενός, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού στηριζόμενη στην παραδοχή ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά μπορούν να εξηγηθούν μόνο σε συνάρτηση με την ύπαρξη ενεργειών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό, το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης θα ακυρώσει την επίμαχη απόφαση, εφόσον οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προβάλλουν επιχειρηματολογία που να δίνει διαφορετική ερμηνεία στα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αποδείχθηκαν από την Επιτροπή, και, επομένως, που να καθιστά δυνατή την αντικατάσταση της ερμηνείας στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να διαπιστώσει την παράβαση από άλλη εύλογη ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή έχει αποδείξει την ύπαρξη παραβιάσεως του δικαίου ανταγωνισμού. Δεν θεμελιώνουν δικαίωμα σιωπής υπέρ της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως οι ερωτήσεις οι οποίες, μολονότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έχουσες αμιγώς σχέση με πραγματικά περιστατικά, εντούτοις επιδέχονται απάντηση στην οποία η Επιτροπή έχει δώσει ερμηνεία δυνάμενη να αμφισβητηθεί από την ως άνω επιχείρηση σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.

Αφετέρου, εφόσον η Επιτροπή έχει αποδείξει ότι ορισμένη επιχείρηση μετέσχε σε συσκέψεις μεταξύ επιχειρήσεων που είχαν χαρακτήρα προδήλως αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, εναπόκειται στην εμπλεκόμενη επιχείρηση να παράσχει διαφορετική εξήγηση του περιεχομένου των συσκέψεων αυτών. Ομοίως, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία καταρχήν επαρκούν για να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως, η εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν μπορεί απλώς να αναφερθεί στο ενδεχόμενο να έχει επέλθει ορισμένο συμβάν το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων, προκειμένου να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι το συμβάν αυτό δεν επηρέασε την αποδεικτική αξία των προαναφερθέντων στοιχείων. Αντιθέτως, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες η απόδειξη αυτή δεν είναι δυνατή εκ μέρους της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως λόγω της συμπεριφοράς της Επιτροπής, η επιχείρηση αυτή οφείλει να αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο, αφενός, την ύπαρξη του συμβάντος που επικαλείται και, αφετέρου, ότι το συμβάν αυτό κλονίζει την αποδεικτική αξία των στοιχείων επί των οποίων έχει στηριχθεί η Επιτροπή. Η εμπλεκόμενη επιχείρηση, όσον αφορά τις ερωτήσεις που έχουν ενδεχομένως ως αντικείμενο ή ως συνέπεια να την υποχρεώσουν να παράσχει στην Επιτροπή τέτοιου είδους στοιχεία, διαθέτει εκ των πραγμάτων δικαίωμα σιωπής. Πράγματι, σε διαφορετική περίπτωση, η επιχείρηση αυτή θα παραδεχόταν κατ’ αποτέλεσμα την ύπαρξη της παραβάσεως της οποίας την τέλεση οφείλει να αποδείξει η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 63, 75-77)

8.      Πληροφορίες, όπως οι ταχυδρομικοί κώδικες των σημείων ανεφοδιασμού, των σημείων προορισμού και του τόπου παραδόσεως ή οι διανυόμενες για κάθε προϊόν αποστάσεις από τον τόπο ανεφοδιασμού έως τη διεύθυνση παραδόσεως, μολονότι είναι εκ φύσεως προσβάσιμες στην Επιτροπή, εντούτοις συνιστούν το αναγκαίο συμπλήρωμα των πληροφοριών που έχει αποκλειστικώς στην κατοχή της η εμπλεκόμενη επιχείρηση. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα ελεύθερης προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές δεν αποτελεί λόγο για να μην μπορούν να χαρακτηριστούν ως απαραίτητες κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 87, 88)

9.      Για να είναι μια απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, δεν αρκεί απλώς οι ζητούμενες πληροφορίες να συνδέονται με το αντικείμενο της έρευνας. Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σε ορισμένη επιχείρηση πρέπει επίσης να μην αποτελεί για αυτή δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας.

Η απόφαση που επιβάλλει στον αποδέκτη της την υποχρέωση να παράσχει εκ νέου πληροφορίες που ζητήθηκαν σε προγενέστερο χρόνο, με την αιτιολογία ότι ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές είναι, κατά την Επιτροπή, εσφαλμένες, θα μπορούσε προφανώς να αποτελεί δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας και, ως εκ τούτου, δεν θα ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας ούτε με την απαίτηση να πρόκειται για απαραίτητες πληροφορίες. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή πρέπει να επιλέγει με ακρίβεια τις πληροφορίες τις οποίες πρέπει, κατ’ αυτήν, να διορθώσει η εμπλεκόμενη επιχείρηση.

Ομοίως, η ευχερέστερη επεξεργασία των απαντήσεων των επιχειρήσεων δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για να επιβάλλεται στις επιχειρήσεις αυτές η υποχρέωση να υποβάλουν σε νέα μορφή πληροφορίες που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής. Μολονότι οι επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση ενεργού συνεργασίας, η οποία συνεπάγεται ότι πρέπει να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας, εντούτοις η εν λόγω υποχρέωση ενεργού συνεργασίας δεν μπορεί να συνίσταται στην παρουσίαση, με μια συγκεκριμένη μορφή, των πληροφοριών που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής.

Πάντως, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή ζητεί την παροχή ακριβέστερων πληροφοριών σε σχέση με αυτές που έχουν μέχρι τούδε παρασχεθεί πρέπει να θεωρείται ως δικαιολογούμενη από τις ανάγκες της έρευνας. Πράγματι, η αναζήτηση όλων των κρίσιμων στοιχείων που επιβεβαιώνουν ή αποκλείουν την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού αποτελεί λόγο για να μπορεί η Επιτροπή να ζητεί από τις επιχειρήσεις να διευκρινίσουν ή να εξηγήσουν λεπτομερώς ορισμένες πληροφορίες σχετικές με πραγματικά περιστατικά που παρασχέθηκαν σε προγενέστερο χρόνο. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών αποσκοπεί στην απόκτηση νέων πληροφοριών ή λεπτομερέστερων πληροφοριών μπορεί κατεξοχήν να δικαιολογεί τον απαραίτητο χαρακτήρα των ζητούμενων πληροφοριών.

(βλ. σκέψεις 97-99, 101, 104)

10.    Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές μέτρο και τα προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

Δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να ζητεί πληροφορίες κατόπιν απλής αιτήσεως ή βάσει αποφάσεως, η δε διάταξη αυτή δεν εξαρτά την έκδοση αποφάσεως από προηγούμενη απλή αίτηση. Η επιλογή στην οποία καλείται να προβεί η Επιτροπή μεταξύ της απλής αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και της εκδόσεως αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού ελέγχεται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Ο έλεγχος αυτός είναι συνάρτηση των αναγκών που συνεπάγεται μια επαρκής εξέταση, με συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψεις 118-121)

11.    Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, η έννομη τάξη της Ένωσης έχει θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ αυτών των εγγυήσεων περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στον βαθμό που η αίτηση παροχή πληροφοριών, μολονότι έχει αντικείμενο παρεμφερές με το αντικείμενο προγενέστερων αιτήσεων παροχής πληροφοριών, εντούτοις διαφέρει από αυτές κατά τον βαθμό ακρίβειας των ερωτήσεων που περιλαμβάνει ή καθόσον περιλαμβάνει νέες ερωτήσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εύρος της έρευνας που έχει κινήσει η Επιτροπή και ο αριθμός των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων καθώς και η άκρως τεχνική φύση της σχετικής αγοράς των επίμαχων προϊόντων δικαιολογούν κατεξοχήν την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής διαδοχικών και εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενων αιτήσεων παροχής πληροφοριών χωρίς αυτό να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 147, 148)