Language of document : ECLI:EU:C:2008:382

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 3ης Ιουλίου 2008 (1)

Υπόθεση C‑113/07 P

Selex Sistemi Integrati SpA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

και

Eurocontrol

«Αίτηση αναιρέσεως – Δίκαιο του ανταγωνισμού – Άρθρο 82 ΕΚ – Έννοια της επιχειρήσεως – Οικονομική δραστηριότητα – Υποτιθέμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως από τον Eurocontrol – Προσφυγή – Απόρριψη – Δικονομική θέση παρεμβαίνοντος – Αντικατάσταση των αιτιολογιών»






Περιεχόμενα



I –   Εισαγωγή

II – Νομικό πλαίσιο

Α –   Οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν τον Eurocontrol

Β –   Το κοινοτικό δίκαιο

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

Α –   Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας υποθέσεως

Β –   Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Γ –   Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

IV – Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Α –   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.     Μπορεί ο Eurocontrol να χαρακτηριστεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ;

2.     Η διάρθρωση των λόγων αναιρέσεως

Β –   Η προβληθείσα από τον παρεμβαίνοντα Eurocontrol ένσταση ετεροδικίας

Γ –   Εξέταση των λόγων αναιρέσεως

1.     Επί των λόγων αναιρέσεως που άπτονται του δικονομικού δικαίου

α) Παράβαση του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι επετράπη στον Eurocontrol να παρέμβει

β) Παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου λόγω παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων κρίθηκε απαράδεκτη η προβολή νέων ισχυρισμών από την αναιρεσείουσα

γ) Παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου λόγω μη συνεκτιμήσεως της συμπεριφοράς της Επιτροπής σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων κρίθηκε απαράδεκτη η προβολή νέων ισχυρισμών από την αναιρεσείουσα

δ) Παράβαση του άρθρου 66, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου λόγω μη εκδόσεως διατάξεως επί της αιτήσεως διεξαγωγής αποδείξεων

2.     Επί των λόγων αναιρέσεως που άπτονται του ουσιαστικού δικαίου

α) Επί της δραστηριότητας του Eurocontrol στο πλαίσιο της παροχής συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις

i)     Το αίτημα της Επιτροπής για αντικατάσταση του σκεπτικού

–       Σημασία του αιτήματος της Επιτροπής

–       Εξέταση της προτάσεως της Επιτροπής

ii)   Παραμόρφωση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής

iii) Αντιφατικές αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ακυρώθηκε μολονότι έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως

iv)   Αντιφάσεις στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι το Πρωτοδικείο υποκατέστησε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής με τη δική του αιτιολογία

v)     Απόκλιση από την πάγια νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων σε σχέση με τα όρια του δικαστικού ελέγχου

vi)   Σφάλμα εκτιμήσεως σε σχέση με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ

β)     Επί της δραστηριότητας προτυποποιήσεως του Eurocontrol

i)     Το αίτημα της Επιτροπής για αντικατάσταση των αιτιολογιών

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Νομική εκτίμηση

ii)   Παραμόρφωση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής

iii) Χρήση μιας έννοιας της οικονομικής δραστηριότητας που είναι αντίθετη προς την έννοια που έχει επεξεργαστεί η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων

iv)   Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής με τις κοινωνικές παροχές νομολογίας των κοινοτικών δικαστηρίων

v)     Παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

γ) Επί της δραστηριότητας του Eurocontrol που αφορά την έρευνα και την ανάπτυξη

i)     Παραμόρφωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής

ii)   Προσφυγή σε μία έννοια της οικονομικής δραστηριότητας η οποία είναι αντίθετη προς την έννοια που έχει επεξεργαστεί η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων

iii) Παραμόρφωση των προσκομισθέντων από την αναιρεσείουσα αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον οικονομικό χαρακτήρα της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από τον Eurocontrol

V –   Συμπέρασμα της αναλύσεως

VI – Δικαστικά έξοδα

VII – Πρόταση


I –    Εισαγωγή

1.        Σο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καλείται να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η εταιρία Selex Sistemi Integrati SpA (πρώην Alenia Marconi Systems SpA) κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, επί της υποθέσεως T‑155/04, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής (2).

2.        Η αναιρεσείουσα και προσφεύγουσα πρωτοδίκως (στο εξής: αναιρεσείουσα) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι είναι ορθή η απόφαση της Επιτροπής της 12ης Φεβρουαρίου 2004 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε κατ’ ουσίαν ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (Eurocontrol) έχει τον χαρακτήρα επιχειρήσεως και εκτίμησε ότι οι δραστηριότητές του δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ και, ως εκ τούτου, απέρριψε το αίτημα της προσφυγής περί ακυρώσεως και/ή τροποποιήσεως της αποφάσεως αυτής.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α –       Οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν τον Eurocontrol

3.        Ο Eurocontrol, διεθνής οργανισμός με περιφερειακή αρμοδιότητα στον τομέα της αεροναυτιλίας, ιδρύθηκε από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη (3), μέλη και μη της Κοινότητας, με τη διεθνή σύμβαση συνεργασίας για την ασφάλεια της αεροναυτιλίας, της 13ης Δεκεμβρίου 1960, η οποία τροποποιήθηκε επανειλημμένως και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε και κωδικοποιήθηκε με το πρωτόκολλο της 27ης Ιουνίου 1997 (στο εξής: Σύμβαση), με σκοπό να ενισχυθεί η στενότερη συνεργασία των συμβαλλομένων κρατών στον τομέα της αεροναυτιλίας και να αναπτυχθούν κοινές δραστηριότητες μεταξύ αυτών για την πραγματοποίηση της εναρμονίσεως και της ολοκληρώσεως που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή ενός ενιαίου συστήματος στη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας, Air traffic management (ATM). Μολονότι η Σύμβαση δεν τέθηκε ακόμη τυπικά σε ισχύ, αφού δεν έχει επικυρωθεί από το σύνολο των συμβαλλομένων μερών, οι διατάξεις της εφαρμόζονται προσωρινά από το 1998, σύμφωνα με απόφαση της μόνιμης επιτροπής του Eurocontrol ληφθείσα τον Δεκέμβριο του 1997. Η Ιταλία προσχώρησε στον Eurocontrol την 1η Απριλίου 1996. Το 2002, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της υπέγραψαν πρωτόκολλο –το οποίο δεν τέθηκε ακόμη σε ισχύ– σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον Eurocontrol. Η Κοινότητα αποφάσισε να εγκρίνει το πρωτόκολλο αυτό με την απόφαση 2004/636/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την υπογραφή από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα του πρωτοκόλλου προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (4). Από το 2003, ορισμένες διατάξεις του πρωτοκόλλου αυτού εφαρμόζονται προσωρινά, εν αναμονή της επικυρώσεώς του από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

 Β –       Το κοινοτικό δίκαιο

4.        Κατά το άρθρο 82 ΕΚ, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία η περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσεώς τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.

5.        Με την οδηγία 93/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1993, σχετικά με τον καθορισμό και τη χρησιμοποίηση συμβατών τεχνικών προδιαγραφών για την προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και συστημάτων διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας (5), που τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1997, για έγκριση των προτύπων της Eurocontrol (6), το Συμβούλιο προέβλεψε τη θέσπιση κοινοτικών τεχνικών προδιαγραφών στον τομέα της ΑΤΜ βάσει των αντίστοιχων τεχνικών προδιαγραφών που καθορίζει ο Eurocontrol.

6.        Τα άρθρα 1 έως 5 της οδηγίας 93/65 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία διέπει τον καθορισμό και τη χρησιμοποίηση συμβατών τεχνικών προδιαγραφών για την προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και συστημάτων διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας, ειδικότερα όσον αφορά:

–        τα συστήματα επικοινωνίας,

–        τα συστήματα επιτήρησης,

–        τα συστήματα αυτόματης υποστήριξης του ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας,

–        τα συστήματα αεροναυτιλίας.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) τεχνική προδιαγραφή: κάθε τεχνική απαίτηση η οποία περιέχεται, ειδικότερα, στις συγγραφές υποχρεώσεων και καθορίζουν τα χαρακτηριστικά για κάποια εργασία, υλικό, προϊόν ή άλλο προμηθευόμενο είδος και δίνει τη δυνατότητα αντικειμενικής περιγραφής της εργασίας, του υλικού, του προϊόντος ή του προμηθευόμενου είδους, έτσι ώστε τα ανωτέρω να ανταποκρίνονται στη χρήση για την οποία προορίζονται από την αναθέτουσα αρχή. Οι εν λόγω τεχνικές απαιτήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν την ποιότητα, τις επιδόσεις, την ασφάλεια, ή τις διαστάσεις καθώς και απαιτήσεις σχετικά με το υλικό, το προϊόν ή το προμηθευόμενο είδος όσον αφορά τη διασφάλιση της ποιότητας, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και μεθόδους δοκιμής, τη συσκευασία, την επισήμανση και τις ετικέτες·

β) πρότυπο: κάθε τεχνική προδιαγραφή, εγκεκριμένη από αναγνωρισμένο οργανισμό τυποποίησης για επαναλαμβανόμενη ή συνεχή εφαρμογή, η τήρηση της οποίας δεν είναι κατ' αρχήν υποχρεωτική·

γ) πρότυπο Eurocontrol: τα υποχρεωτικά στοιχεία των προδιαγραφών Eurocontrol σχετικά με τα φυσικά χαρακτηριστικά, τη μορφή, τα υλικά, τις επιδόσεις, το προσωπικό ή τη διαδικασία, των οποίων η ομοιόμορφη εφαρμογή αναγνωρίζεται ως θεμελιώδης προϋπόθεση για την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας (ATS). (Τα υποχρεωτικά στοιχεία αποτελούν μέρος ενός βασικού προτύπου Eurocontrol).

Άρθρο 3

1. Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 αναγνωρίζει και εγκρίνει τα πρότυπα Eurocontrol, καθώς και τις μετέπειτα τυποποιήσεις αυτών από τον Eurocontrol, ιδίως δε εκείνα που αφορούν τους αναφερόμενους στο παράρτημα Ι τομείς, η τήρηση των οποίων θα καταστεί υποχρεωτική δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφορές όλων των τεχνικών προδιαγραφών οι οποίες καθίστανται υποχρεωτικές.

2. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το παράρτημα Ι που περιέχει κατάλογο των προς έκδοση “προτύπων Eurocontrol” θα είναι κατά το δυνατόν πλήρες, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί, όπου ενδείκνυται, το παράρτημα Ι, μέσω της διαδικασίας του άρθρου 6 και σε συνεννόηση με τον Eurocontrol, σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που επιφέρονται από τον Eurocontrol.

Άρθρο 4

Για να ολοκληρωθούν, όπου απαιτείται, οι εργασίες εφαρμογής των προτύπων Eurocontrol, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει εντολές τυποποίησης στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ και σε συνεννόηση με τον Eurocontrol.

Άρθρο 5

1. Με την επιφύλαξη των οδηγιών 77/62/ΕΟΚ και 90/531/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, στα γενικά έγγραφα ή στις προδιαγραφές της κάθε σύμβασης, οι αναθέτουσες πολιτικές αρχές που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ θα παραπέμπουν στις προδιαγραφές οι οποίες εκδίδονται δυνάμει αυτής της οδηγίας οσάκις πρόκειται περί αγοράς εξοπλισμού αεροναυτιλίας.

2. Για να εξασφαλιστεί ότι το παράρτημα ΙΙ είναι κατά το δυνατόν πλήρες, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε αλλαγή που επιφέρουν στους καταλόγους τους. Η Επιτροπή τροποποιεί το παράρτημα ΙΙ με τη διαδικασία του άρθρου 6.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

 Α –       Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας υποθέσεως

7.        Η αναιρεσείουσα δραστηριοποιείται από το 1961 στον τομέα των συστημάτων διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας. Στις 28 Οκτωβρίου 1997, υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (7), με την οποία επέστησε την προσοχή της Επιτροπής επί ορισμένων φερόμενων παραβάσεων εκ μέρους του Eurocontrol των κανόνων ανταγωνισμού κατά την άσκηση της αποστολής του προτυποποιήσεως σχετικά με τους εξοπλισμούς και τα συστήματα ΑΤΜ (στο εξής: καταγγελία).

8.        Με την καταγγελία της, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι συντρέχει περίπτωση καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως από τον Eurocontrol. Ειδικότερα, προέβαλε την ύπαρξη στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που, κατά την άποψή της, προέρχονται από τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο των συναφθεισών από τον Eurocontrol συμβάσεων για την ανάπτυξη και την απόκτηση πρωτοτύπων, καθώς και από τις δραστηριότητες συνδρομής που ο Eurocontrol παρέχει, κατόπιν αιτήσεως, στις εθνικές διοικήσεις.

9.        Με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπής απέρριψε την καταγγελία με την αιτιολογία ότι οι δραστηριότητες που αποτελούσαν αντικείμενο της καταγγελίας δεν ήσαν οικονομικής φύσεως και ότι, ως εκ τούτου, ο Eurocontrol δεν μπορούσε να θεωρηθεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι ακόμη και στην περίπτωση που οι δραστηριότητες αυτές ήσαν οικονομικές δεν αντέβαιναν στο άρθρο 82 ΕΚ.

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10.      Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Απριλίου 2004, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά της Επιτροπής ζητώντας από το Δικαστήριο να ακυρώσει και/ή τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

11.      Με το από 23 Ιουλίου 2004 υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ζήτησε να απορριφθεί η προσφυγή και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

12.      Με υπόμνημα της 1ης Σεπτεμβρίου 2004, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Σεπτεμβρίου 2004, ο Eurocontrol ζήτησε να του επιτραπεί να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2004, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, στον Eurocontrol να παρέμβει.

13.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 25 Φεβρουαρίου 2005, η αναιρεσείουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η Επιτροπή, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να καταθέσει μια επιστολή της 3ης Νοεμβρίου 1998, κάθε άλλο έγγραφο που έχουν καταρτίσει οι υπηρεσίες της κατά τη διοικητική διαδικασία, τις τεχνικές αναλύσεις, την τυχόν αλληλογραφία των υπηρεσιών της με τον Eurocontrol καθώς και τα υποβληθέντα από αυτόν έγγραφα. Με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2005 που κατέθεσε στις 18 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή προσκόμισε την από 3 Νοεμβρίου 1998 επιστολή. Υποστήριξε ότι δεν είχε στη διάθεσή της άλλα έγγραφα τα οποία θα ήταν χρήσιμο να περιληφθούν στον φάκελο της παρούσας υποθέσεως.

14.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 27 Απριλίου 2005, η αναιρεσείουσα υπέβαλε αίτημα λήψεως μέτρων αποδείξεως με αντικείμενο την εξέταση μαρτύρων και την προσκόμιση εγγράφων εκ μέρους της Επιτροπής.

15.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Γ –       Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

16.      Η αναιρεσείουσα άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως με δικόγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 2007, που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 2007, με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Δεκεμβρίου 2006 επί της υποθέσεως T‑155/04 και να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Πρωτοδικείο βάσει των στοιχείων που θα του παράσχει το Δικαστήριο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της παρούσας όσο και της πρωτοβάθμιας δίκης.

17.      Η Επιτροπή και ο Eurocontrol ως παρεμβαίνων κατέθεσαν στις 29 Μαΐου και την 1η Ιουνίου 2007 αντιστοίχως υπόμνημα αντικρούσεως της αιτήσεως αναιρέσεως με τα οποία ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει καθ’ ολοκληρίαν την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και εν μέρει ως απαράδεκτη τροποποιώντας ενδεχομένως εν μέρει το σκεπτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου·

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Με το από 29 Ιουλίου 2007 υπόμνημά της απαντήσεως, η αναιρεσείουσα διευκρίνισε τα αιτήματά της ζητώντας από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την προβληθείσα από τον Eurocontrol ένσταση ετεροδικίας·

–        να απορρίψει το αίτημα της Επιτροπής περί τροποποιήσεως του σκεπτικού της αποφάσεως του Πρωτοδικείου·

–        να δεχτεί την αίτηση αναιρέσεως, να εξαφανίσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Δεκεμβρίου 2006 επί της υποθέσεως T‑155/04 και να παραπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για την έκδοση αποφάσεως βάσει των στοιχείων που θα του παράσχει το Δικαστήριο.

18.      Με τα υπομνήματά τους ανταπαντήσεως της 12ης και της 9ης Οκτωβρίου 2007 αντιστοίχως, η Επιτροπή και ο Eurocontrol ενέμειναν στα αιτήματά τους.

19.      Μετά το πέρας της γραπτής διαδικασίας, διεξήχθη στις 8 Μαΐου 2008 η επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

IV – Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Α –       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.      Μπορεί ο Eurocontrol να χαρακτηριστεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ;

20.      Το Δικαστήριο καλείται για πρώτη φορά, μετά την έκδοση της αποφάσεως SAT Fluggesellschaft (8), να εξετάσει το ζήτημα αν ο Eurocontrol αποτελεί «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. Κατά πάγια νομολογία (9) του Δικαστηρίου, η έννοια της επιχειρήσεως περιλαμβάνει, στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, οποιονδήποτε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος του και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του.

21.      Στην προπαρατεθείσα απόφαση, το Δικαστήριο διερεύνησε κατ’ αρχάς αν οι διάφοροι τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται ο Eurocontrol μπορούν να διακριθούν από την άσκηση εξουσιών δημοσίου δικαίου πρωτίστως στον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας (10) και στη συνέχεια εξέτασε αν οι δραστηριότητες αυτές έχουν οικονομικό χαρακτήρα (11). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Eurocontrol ασκεί για λογαριασμό των συμβαλλόμενων κρατών καθήκοντα γενικού ενδιαφέροντος, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στη διατήρηση και τη βελτίωση της ασφάλειας της εναέριας κυκλοφορίας (12). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι δραστηριότητες του Eurocontrol εξεταζόμενες στο σύνολό τους, λόγω της φύσεώς τους, του αντικειμένου τους και των κανόνων από τους οποίου διέπονται, συνδέονται με την άσκηση προνομίων τα οποία αφορούν τον έλεγχο και την παρακολούθηση του εναέριου χώρου. Το Δικαστήριο συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα ο οποίος θα δικαιολογούσε την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης (13).

22.      Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός του ως «επιχειρήσεως» κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ προϋποθέτει κατ’ αρχάς, από λογικής απόψεως, ότι μπορούν πράγματι να αντιταχθούν στον Eurocontrol οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Ο Eurocontrol, με την ιδιότητά του ως παρεμβαίνοντος υπέρ της Επιτροπής στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, το αρνείται, δεδομένου ότι επικαλείται ρητώς την ετεροδικία που απολαύει βάσει του διεθνούς δικαίου ως διεθνής οργανισμός. Στη συνάφεια αυτή, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα κατά πόσον ο κοινοτικός δικαστής υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως την ετεροδικία ενός διαδίκου στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού μιας διαδικασίας.

2.      Η διάρθρωση των λόγων αναιρέσεως

23.      Τα ζητήματα αυτά συνθέτουν το θεματικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Η αναιρεσείουσα στηρίζει τα αιτήματά της σε διάφορες παραβάσεις του δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου. Προβάλλει συνολικά δεκαέξι λόγους αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως· οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που αφορούν τις παραβάσεις του ουσιαστικού δικαίου μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τους διάφορους τομείς δραστηριοτήτων του Eurocontrol: πρόκειται για τη δραστηριότητα του Eurocontrol όσον αφορά την παροχή συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις, τη δραστηριότητα της προτυποποιήσεως και, τέλος, τις δραστηριότητές του στον τομέα της έρευνας και της αναπτύξεως.

24.      Για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας, θα εξετάσω αυτούς τους λόγους αναιρέσεως διαδοχικά και ανάλογα με τον τομέα δραστηριοτήτων που αφορά έκαστος εξ αυτών.

 Β –       Η προβληθείσα από τον παρεμβαίνοντα Eurocontrol ένσταση ετεροδικίας

25.      Ωστόσο, θα πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς η ένσταση περί απαράδεκτου της ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων διαδικασίας την οποία προβάλλει ο Eurocontrol επικαλούμενος την ετεροδικία του. Συγκεκριμένα, ο Eurocontrol υποστηρίζει ότι το ζήτημα της ετεροδικίας του πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή. Έτσι, ο Eurocontrol επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

26.      Ο Eurocontrol στηρίζει ουσιαστικά την άποψή του στο γεγονός ότι είναι διεθνής οργανισμός στον οποίον μετέχουν εν μέρει και άλλα συμβαλλόμενα μέρη πέραν της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ότι η έννομη τάξη του διαφέρει επίσης από αυτήν της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν μπορεί, κατ’ εφαρμογήν της γενικής αρχής par in parem non habet imperium, να του επιβάλει τους κανόνες της.

27.      Περαιτέρω, ο Eurocontrol επισημαίνει το γεγονός ότι η Κοινότητα έχει υπογράψει πρωτόκολλο προσχωρήσεως στον Eurocontrol και ότι, βάσει της γενικής αρχής της καλής πίστεως που καθιερώνει το άρθρο 18 της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών θα έπρεπε να απόσχει από οποιαδήποτε πράξη η οποία θα ματαίωνε τον σκοπό αυτού του πρωτοκόλλου και θα καθιστούσε κενό γράμμα το περιεχόμενό του. Το ίδιο απορρέει από το διεθνές εθιμικό δίκαιο το οποίο τον προστατεύει πλήρως, τουλάχιστον όσον αφορά τις επίμαχες εν προκειμένω δραστηριότητες.

28.      Φρονώ επιβεβλημένο να υπενθυμίσω ότι ο Eurocontrol μετέσχε αρχικά στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ως παρεμβαίνων και ότι η δικονομική θέση του και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου παραμένει αμετάβλητη. Δυνάμει της αρχής που καθιερώνει το άρθρο 93, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.

29.      Είναι αληθές ότι ο παρεμβαίνων έχει μια ιδιαίτερη δικονομική θέση δεδομένου ότι, αν γίνει δεκτή η αίτησή του παρεμβάσεως, έχει τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως με τα αιτήματά του, τα επιχειρήματά του, τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και, ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα. Εντούτοις, το δικαίωμά του να υποβάλει αιτήματα στο πλαίσιο της διαδικασίας περιορίζεται λόγω της δικονομικής θέσεώς του, δεδομένου ότι τα αιτήματά του πρέπει πάντοτε να κατατείνουν, δυνάμει του άρθρου 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, στην υποστήριξη των αιτημάτων του ενός εκ των διαδίκων. Ως εκ τούτου, ο παρεμβαίνων δεν μπορεί, στο πλαίσιο της παρεμβάσεώς του, να υποβάλει αιτήματα με αυτοτελές περιεχόμενο τα οποία να είναι ανεξάρτητα από τα αιτήματα του κύριου διαδίκου ή να τροποποιούν το αντικείμενο της διαφοράς. Ο παρεμβαίνων δεν μπορεί επίσης να τροποποιήσει το πλαίσιο της διαφοράς το οποίο οριοθετεί το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο προβάλλοντας νέους λόγους ακυρώσεως (14). Κατά μείζονα λόγο, ο παρεμβαίνων δεν έχει το δικαίωμα να προβάλει ένσταση απαραδέκτου την οποία δεν προέβαλε ο καθού με τα αιτήματά του (15).

30.      Όπως ορθώς παρατήρησε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεώς του, η ένσταση ετεροδικίας που προέβαλε ο Eurocontrol τροποποιεί σημαντικά το πλαίσιο της διαφοράς. Με τον ισχυρισμό αυτόν, ο Eurocontrol δεν υποστηρίζει τα αιτήματα που προέβαλε η Επιτροπή πρωτοδίκως για την απόρριψη της ασκηθείσας κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προσφυγής ακυρώσεως και, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, για την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Το αντίθετο θα έπρεπε μάλιστα να συμβεί. Αν, πράγματι, θεωρηθεί παραδεκτός ο ισχυρισμός που προβάλλει ο Eurocontrol στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, θα έπρεπε, όπως παρατηρεί η αναιρεσείουσα, κατ’ ανάγκην να συναχθεί ότι η προσβληθείσα από την αναιρεσείουσα απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε κατά παράβαση της φερόμενης ετεροδικίας του Eurocontrol και ότι, κατά συνέπεια, είναι παράνομη.

31.      Ακολούθως, πρέπει να σημειωθεί ότι ουδέποτε η Επιτροπή προέβαλε το ζήτημα της ετεροδικίας ως αμυντικό ισχυρισμό (16). Ως προς το ζήτημα αυτό δεν υφίσταται διαφωνία μεταξύ της Επιτροπής και της αναιρεσείουσας. Αντιθέτως, από τους ισχυρισμούς της Επιτροπής συνάγεται ότι, όταν αυτή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, θεώρησε, στηριζόμενη στην απόφαση SAT Fluggesellschaft, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Tesauro επί της ιδίας υποθέσεως, καθώς και στην απόφαση Höfner και Elser (17), ότι μπορούν κατ’ αρχήν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου για τον ανταγωνισμό και σε διεθνείς οργανισμούς, στον βαθμό που οι οργανισμοί αυτοί ασκούν κάποια οικονομική δραστηριότητα (18). Το γεγονός ότι η Επιτροπή αρνήθηκε την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ επί του Eurocontrol στηρίζεται απλώς στην έλλειψη οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας εκ μέρους του Eurocontrol, όχι όμως στην προβληθείσα από αυτόν ετεροδικία.

32.      Ουδόλως μεταβάλλει την ανωτέρω εκτίμηση ο ισχυρισμός του Eurocontrol ότι το ζήτημα της ετεροδικίας πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή. Όπως ο ίδιος ο Eurocontrol παραδέχεται (19), για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του Eurocontrol σχετικά με την έκταση της ετεροδικίας του είναι άσχετες προς την παρούσα αναιρετική διαδικασία της οποίας αντικείμενο είναι αποκλειστικά και μόνον αν θα γίνει δεκτή ή θα απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως (20).

33.      Δεδομένου ότι ο Eurocontrol, με την ιδιότητά του ως παρεμβαίνοντος υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής, μεταβάλλει το πλαίσιο της διαφοράς αφού αμφισβητεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παρούσας υποθέσεως, λόγω της ετεροδικίας που αυτός απολαύει, και, ως εκ τούτου, δεν υποστηρίζει το αίτημα της Επιτροπής, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Γ –       Εξέταση των λόγων αναιρέσεως

1.      Επί των λόγων αναιρέσεως που άπτονται του δικονομικού δικαίου

34.      Σε σχέση με τις παραβάσεις διατάξεων του δικονομικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, η αναιρεσείουσα προβάλλει

–        παράβαση του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι επέτρεψε την κοινοποίηση διαδικαστικών εγγράφων στον Eurocontrol, καθώς και την κατάθεση γραπτού υπομνήματος·

–        παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι παραποιήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων κρίθηκε απαράδεκτη η προβολή νέων ισχυρισμών από την αναιρεσείουσα·

–        παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι δεν συνεκτιμήθηκε η συμπεριφορά της Επιτροπής σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων κρίθηκε απαράδεκτη η προβολή νέων ισχυρισμών από την αναιρεσείουσα·

–        παράβαση του άρθρου 66, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι δεν εκδόθηκε διάταξη επί της αιτήσεως διεξαγωγής αποδείξεων.

 Παράβαση του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι επετράπη στον Eurocontrol να παρέμβει

Κατ’ αρχάς, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, διότι επετράπη η κοινοποίηση διαδικαστικών εγγράφων στον Eurocontrol καθώς και η κατάθεση γραπτού υπομνήματος, μολονότι η αίτησή του να του επιτραπεί να παρέμβει υποβλήθηκε μετά την προθεσμία των έξι εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι οι διατάξεις του δικονομικού δικαίου έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και υποστηρίζει περαιτέρω ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας προκειμένου να αποφύγει την εφαρμογή των αποκλειστικών προθεσμιών του δικονομικού δικαίου.

35.      Σε σχέση με τα ανωτέρω πρέπει να λεχθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο πρέπει κατ’ ανάγκην να διαθέτει απεριόριστη εξουσία εκτιμήσεως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το άρθρο 64, παράγραφος 2. Προκειμένου να είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί παράβαση των κανόνων διαδικασίας, θα έπρεπε η αναιρεσείουσα να αποδείξει ότι το Πρωτοδικείο άσκησε τις εξουσίες του αποκλειστικά ή, εν πάση περιπτώσει, πρωτίστως για την εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών (21). Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε έναν τέτοιο ισχυρισμό.

36.      Πέραν τούτου, θα έπρεπε η αναιρεσείουσα να αποδείξει για ποιον λόγο τυχόν παράβαση του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, λόγω του ότι χορηγήθηκε εκπρόθεσμα άδεια στον Eurocontrol προκειμένου να ασκήσει παρέμβαση, βλάπτει τα συμφέροντά της. Πράγματι, κατά το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ως λόγος αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται μόνον πλημμέλειες που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος. Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε κάποιο τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα, δεν μπορώ να αντιληφθώ από ποια άποψη η συμμετοχή του Eurocontrol ως παρεμβαίνοντος θα μπορούσε να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την έκβαση της δίκης, αφού μάλιστα το Πρωτοδικείο δεν δέχτηκε το αίτημα του Eurocontrol περί διαπιστώσεως της ετεροδικίας του, δεδομένου ότι απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα αυτό.

37.      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί αυτός ο λόγος αναιρέσεως.

 Παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου λόγω παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων κρίθηκε απαράδεκτη η προβολή νέων ισχυρισμών από την αναιρεσείουσα

38.      Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου λόγω του ότι το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτη την προβολή νέων ισχυρισμών οι οποίοι στηρίζονται στην προσκομισθείσα από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστολή της 3ης Νοεμβρίου 1998. Το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο επιστολής της Επιτροπής που απευθυνόταν σε αυτήν.

39.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο συσχετισμός της αναιρεσείουσας αφορά προδήλως ένα πραγματικό γεγονός το οποίο εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης. Λόγω των εκτεταμένων και αναλυτικών αναπτύξεων της αναιρεσείουσας σε σχέση με το ακριβές περιεχόμενο της αλληλογραφίας μεταξύ αυτής και της Επιτροπής πριν και κατά τη γραπτή διαδικασία κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, φρονώ αναγκαίο να υπενθυμίσω ότι η αίτηση αναιρέσεως που ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται, κατά το άρθρο 225, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, σε νομικά ζητήματα. Το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου διευκρινίζει ότι ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται η αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, οι πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία ή η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

40.      Συνεπώς, κατά την εκτίμηση του αν μια αιτίαση μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι σκοπός της αναιρετικής διαδικασίας είναι ο έλεγχος της εφαρμογής του δικαίου από το Πρωτοδικείο και ουδόλως η επανάληψη της πρωτοβάθμιας δίκης. Πέραν τούτου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ανήκει κατ’ αρχήν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου (22) και υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου μόνο στον βαθμό που συνάγεται από τη δικογραφία ότι οι διαπιστώσεις ήσαν πράγματι εσφαλμένες (23). Συνεπώς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώθηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου καθώς και οι διατάξεις για την κατανομή του βάρους αποδείξεως και τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας, τότε εναπόκειται αποκλειστικά στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει την αποδεικτική ισχύ των προσκομισθέντων ενώπιόν του αποδεικτικών μέσων (24).

41.      Εντούτοις, εν προκειμένω δεν μπορώ να αντιληφθώ σε τι έγκειται η νομική πλημμέλεια. Όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η από 2 Ιουλίου 1999 επιστολή του διευθυντή του Eurocontrol δεν περιέχει περισσότερα στοιχεία από την από 12 Νοεμβρίου 1998 επιστολή της Επιτροπής. Για τον λόγο αυτόν, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί αυτήν την από 2 Ιουλίου 1999 επιστολή ως ένα πραγματικό στοιχείο το οποίο εμφανίστηκε το πρώτον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι είναι εκπρόθεσμη η προβολή του ισχυρισμού αυτού και, ως εκ τούτου, τον απέρριψε ως απαράδεκτο.

42.      Συνεπώς, και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου λόγω μη συνεκτιμήσεως της συμπεριφοράς της Επιτροπής σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων κρίθηκε απαράδεκτη η προβολή νέων ισχυρισμών από την αναιρεσείουσα

43.      Με αυτόν το λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο απέρριψε τους προαναφερθέντες νέους ισχυρισμούς χωρίς να συνεκτιμήσει τη συμπεριφορά της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η προβολή αυτών των ισχυρισμών οφείλεται στην άρνηση της Επιτροπής να προσκομίσει τα σχετικά έγγραφα και, κυρίως, την από 3 Νοεμβρίου 1998 επιστολή. Κατά την αναιρεσείουσα, τα έγγραφα αυτά περιήλθαν σε γνώση της το πρώτον σε ένα προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας και, ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα μόνον τότε μπορούσε να λάβει γνώση του περιεχομένου τους και να προβάλει μια σειρά νέων ισχυρισμών.

44.      Σε σχέση με τα ανωτέρω πρέπει να λεχθεί ότι, στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης, η αναιρεσείουσα ουδέποτε προέβαλε προφανώς ότι συντρέχει παράβαση της ενδεχόμενης υποχρεώσεως προσκομίσεως των εγγράφων αυτών. Συναφώς, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για προβολή νέου ισχυρισμού, ο οποίος θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι το άρθρο 48, παράγραφος 2, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ρητώς ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

45.      Δεδομένου ότι αυτή η δικονομική προϋπόθεση δεν συντρέχει εν προκειμένω, πρέπει και αυτός ο λόγος αναιρέσεως να απορριφθεί.

 Παράβαση του άρθρου 66, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου λόγω μη εκδόσεως διατάξεως επί της αιτήσεως διεξαγωγής αποδείξεων

46.      Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι συντρέχει και παράβαση του άρθρου 66, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η οποία απορρέει, κατά την άποψή της, από το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο απέρριψε με απόφαση και όχι με διάταξη την αίτηση για τη διεξαγωγή αποδείξεων την οποία υπέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής της και με το από 27 Απριλίου 2005 υπόμνημά της. Κατά την άποψή της, η απόρριψη αιτήσεως για τη διεξαγωγή αποδείξεων με απόφαση που περατώνει τη διαδικασία έχει ως συνέπεια να στερούνται οι διάδικοι της δυνατότητας να στηριχθούν σε μέσα τα οποία θέτει στη διάθεση τους το δικονομικό δίκαιο, ήτοι της δυνατότητας να ενισχύσουν τα αιτήματά τους στηρίζοντάς τα σε νέα και πειστικότερα επιχειρήματα.

47.      Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεσείουσας είναι αντιφατικός στον βαθμό που η τελευταία αναγνώρισε ρητώς με το σημείο 56 του δικογράφου της αιτήσεώς της αναιρέσεως επικαλούμενη τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου κατά την εφαρμογή του άρθρου 66, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του. Από την επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2006 στην υπόθεση C‑162/05 P (25), συνάγεται συγκεκριμένα ότι δεν απαιτείται ούτε απόφαση ούτε διάταξη ούτε ακρόαση των διαδίκων, όταν το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η διεξαγωγή αποδείξεων που ζητεί κάποιος από τους διαδίκους.

48.      Τούτο συνέβη κατά την πρωτοβάθμιο διαδικασία, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 132 και 133 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Με τις σκέψεις αυτές, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα υποβληθέντα αιτήματα για τη διεξαγωγή αποδείξεων έπρεπε να απορριφθούν, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο ήταν σε θέση να αποφανθεί λυσιτελώς βάσει των αιτημάτων, ισχυρισμών και επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο κατά τη γραπτή όσο και κατά την προφορική διαδικασία, καθώς και βάσει των προσκομισθέντων εγγράφων. Με άλλα λόγια, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η διεξαγωγή αποδείξεων που ζήτησε η αναιρεσείουσα.

49.      Κατά τα λοιπά, πρέπει να τονιστεί ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε την ουσιαστική ορθότητα, αλλά μόνον τον τύπο που περιβλήθηκε η απόφαση αυτή. Ως εκ τούτου, αδυνατώ να αντιληφθώ σε τι έγκειται η βλάβη των δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας.

50.      Συνεπώς, και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί των λόγων αναιρέσεως που άπτονται του ουσιαστικού δικαίου

 Επί της δραστηριότητας του Eurocontrol στο πλαίσιο της παροχής συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις

51.      Σε σχέση με τις πλημμέλειες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ επί της δραστηριότητας του Eurocontrol προς στήριξη των εθνικών διοικήσεων η αναιρεσείουσα προβάλλει

–        παραμόρφωση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως·

–        αντιφάσεις στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ακυρώθηκε μολονότι έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως·

–        αντιφάσεις στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι το Πρωτοδικείο υποκατέστησε την αιτιολογία της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση με τη δική του αιτιολογία·

–        απόκλιση από την πάγια νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων σχετικά με τα όρια του δικαστικού ελέγχου·

–        πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως σε σχέση με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ.

52.      Η Επιτροπή βάλλει κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, ζητεί την αντικατάστασή του.

i)      Το αίτημα της Επιτροπής για αντικατάσταση του σκεπτικού

53.      Αν αποδειχθεί βάσιμο το αίτημα της Επιτροπής για αντικατάσταση του σκεπτικού, δεν πρέπει να αποκλειστεί ότι τούτο θα επηρεάσει την εκτίμηση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, για λόγους συστηματικής διαρθρώσεως, πρέπει πριν από την εξέταση των αιτιάσεων που προβάλλει η αναιρεσείουσα να εξεταστεί κατ’ αρχάς το αίτημα της Επιτροπής.

–       Σημασία του αιτήματος της Επιτροπής

54.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αίτημα αντικαταστάσεως του σκεπτικού αφορά τις βασικές αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα αν το αίτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί, από δικονομικής απόψεως, ανταναίρεση της Επιτροπής. Ο χαρακτηρισμός ενός ισχυρισμού ως ανταναιρέσεως προϋποθέτει, δυνάμει του άρθρου 117, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι με αυτόν ζητείται η ολική ή μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως για λόγο που δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί η διατύπωση, ο σκοπός και η συνάφεια του εν λόγω χωρίου του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής (26).

55.      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή σε κανένα σημείο του υπομνήματός της δεν χρησιμοποιεί την έννοια της «ανταναιρέσεως». Η Επιτροπή θεωρεί προφανώς ότι η συμπεριφορά της αυτή κατατείνει μόνο στην αυτεπάγγελτη εφαρμογή του δικαίου (27). Βάσει των ανωτέρω, η έννοια του «αιτήματος» της Επιτροπής δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ανταναίρεση και, συνεπώς, δεν απαιτείται η έκδοση από το Δικαστήριο χωριστής αποφάσεως επ’ αυτής.

56.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι δεν απαιτείται να κριθεί το ζήτημα του παραδεκτού ενός τέτοιου «αιτήματος». Και τούτο διότι με το αίτημα αυτό η Επιτροπή ζητεί απλώς από το Δικαστήριο να τροποποιήσει το σκεπτικό της αποφάσεως προς την κατεύθυνση που προτείνει (28).

–       Εξέταση της προτάσεως της Επιτροπής

Επιχειρήματα των διαδίκων

57.      Η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως έκρινε ότι ο Eurocontrol αποτελεί, λόγω της δραστηριότητάς του της παροχής συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις, επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. Υποστηρίζει ότι αυτή η δραστηριότητα του Eurocontrol δεν μπορεί να διακριθεί από την άσκηση της αποστολής δημοσίου συμφέροντος που του έχει ανατεθεί. Ομοίως, η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ ιδίαν εξεταζόμενη, ως οικονομική. Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε σε ένα στοιχείο το οποίο δεν συνάδει με την απόφαση SAT Fluggesellschaft, δεδομένου ότι στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως διαπιστώνεται ότι η δραστηριότητα αυτή ουδόλως αποτελεί δραστηριότητα η οποία «είναι ουσιώδης ή και απαραίτητη στην ασφάλεια της αεροναυτιλίας». Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η δραστηριότητα αυτή συνδέεται άμεσα με τα προνόμια ασκήσεως δημόσιας εξουσίας που χαρακτηρίζουν τις δημόσιες αρχές και αποτελεί έναν από τους σκοπούς του Eurocontrol. Περαιτέρω, η διαπίστωση ότι αυτή η δραστηριότητα παροχής συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις αποτελεί προσφορά υπηρεσιών στην αγορά παροχής συμβουλών, στην οποία θα μπορούσαν να δραστηριοποιούνται εξίσου επιτυχώς οι ιδιωτικές επιχειρήσεις με ειδίκευση στον τομέα αυτό, παραβλέπει τη σχέση που υφίσταται μεταξύ της δραστηριότητας αυτής και των σκοπών γενικού συμφέροντος καθώς και την ιδιαίτερη φύση των συμβουλών που παρέχει ο Eurocontrol.

58.      Ο Eurocontrol αμφισβητεί επίσης την ορθότητα των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου σε σχέση με τον χαρακτήρα της δραστηριότητας αυτής και καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα με αυτά της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι η δραστηριότητά του της παροχής συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις είναι αποκλειστικά μη οικονομικής φύσεως, ακόμη και στην περίπτωση που έχει προαιρετικό χαρακτήρα.

59.      Η αναιρεσείουσα αντικρούει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής προβάλλοντας κατ’ ουσίαν ότι το Πρωτοδικείο έκρινε σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση SAT Fluggesellschaft.

Νομική εκτίμηση

60.      Όπως ορθώς παρατηρεί η αναιρεσείουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως, το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου SAT Fluggesellschaft στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν ο Eurocontrol αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, δεδομένου ότι εξέτασε κατ’ αρχάς αν η επίμαχη δραστηριότητα, ήτοι εν προκειμένω η παροχή συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις, ιδίως στο πλαίσιο διαδικασίας δημόσιου διαγωνισμού για την αγορά συστημάτων και εξοπλισμού για τη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας (ATM), μπορεί να διακριθεί ή όχι από την αποστολή της διαχειρίσεως του εναέριου χώρου και της διαφυλάξεως της ασφάλειας της εναέριας κυκλοφορίας που έχει ανατεθεί στον Eurocontrol.

61.      Πράγματι, η ανωτέρω προσέγγιση απηχεί τη σκέψη 28 της προαναφερθείσας αποφάσεως, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η δραστηριότητα του Eurocontrol που αφορά την είσπραξη τελών διαδρομής δεν μπορεί να διακριθεί από τις λοιπές δραστηριότητές του. Κατά τα λοιπά, από τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων συνάγεται ότι οι διατάξεις της Συνθήκης για τον ανταγωνισμό μπορούν να εφαρμοστούν και στη δραστηριότητα ενός οργανισμού η οποία διακρίνεται από τις δραστηριότητές του ως φορέα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας και ότι, ως εκ τούτου, οι διάφορες δραστηριότητες ενός οργανισμού πρέπει να ερευνώνται χωριστά (29). Ως εκ τούτου, η προσέγγιση του Πρωτοδικείου δεν είναι, από νομικής απόψεως, εσφαλμένη.

62.      Εντούτοις, έχω ορισμένες επιφυλάξεις σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 86 έως 92 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, αφού μάλιστα τα επιχειρήματα που παραθέτει το Πρωτοδικείο δεν συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού της δραστηριότητας της παροχής συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις από τον Eurocontrol ως οικονομικής δραστηριότητας. Ως προς το σημείο αυτό, συμμερίζομαι την άποψη του Eurocontrol ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως περιλαμβάνει τη μόνη επιχειρηματολογία η οποία μπορεί να στηρίξει πράγματι την εκτίμηση του Πρωτοδικείου. Με τη σκέψη αυτή, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, σε σχέση με τις δραστηριότητες του Eurocontrol που αφορούν την παροχή συνδρομής στις εθνικές διοικήσεις υπό τη μορφή συμβουλών, ότι «πρόκειται ακριβώς για προσφορά υπηρεσιών στην αγορά των συμβούλων, αγορά στην οποία μπορούσαν κάλλιστα να δρουν ιδιωτικές επιχειρήσεις ειδικευμένες στον τομέα αυτόν». Εντούτοις, δεν διευκρινίζεται πού στηρίζεται αυτή η διαπίστωση του Πρωτοδικείου, αφού μάλιστα δεν προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της απόψεως αυτής.

63.      Πέραν τούτου, το Πρωτοδικείο σχετικοποιεί τη δική του εκτίμηση παραδεχόμενο με τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι επίμαχες υπηρεσίες «δεν προσφέρονται επί του παρόντος από ιδιωτικές επιχειρήσεις». Όπως ορθώς παρατηρεί ο Eurocontrol, λαμβανόμενης υπόψη της άκρως εξειδικευμένης φύσεως και του υψηλού τεχνικού επιπέδου των συμβουλών που ο οργανισμός αυτός παρέχει στις εθνικές διοικήσεις, δεν θα έπρεπε να θεωρείται δυνατόν άνευ ετέρου να κριθεί, βάσει γενικών γνώσεων και μόνον, το κατά πόσον και ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορούν να παράσχουν τις υπηρεσίες αυτές.

64.      Πέραν τούτου, το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε επαρκώς το γεγονός ότι ο Eurocontrol είναι ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος χρηματοδοτείται από πόρους των κρατών που μετέχουν σε αυτόν (30) και ταυτόχρονα η δραστηριότητά του σε σχέση με τη στήριξη των εθνικών διοικήσεων επιδιώκει έναν σκοπό γενικού συμφέροντος. Το Πρωτοδικείο παρέπεμψε μεν, αφενός, στην απόφαση Höfner και Elser (31) και έκρινε, στηριζόμενο στο παράδειγμα των υπηρεσιών διαμεσολαβήσεως του γερμανικού Bundesanstalt für Arbeit, ότι δεν ασκεί επιρροή το αν η χρηματοδότηση γίνεται μέσω εισφορών προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια δραστηριότητα έχει οικονομικό χαρακτήρα. Αφετέρου, διαπίστωσε ορισμένους ομοιότητες σε σχέση με τους φορείς οι οποίοι διαχειρίζονται τα από τον νόμο προβλεπόμενα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (32), προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ασκεί επιρροή ούτε και ο κοινωνικός χαρακτήρας μιας δραστηριότητας. Εντούτοις, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εκτιμήσει τα ανωτέρω στοιχεία στο σύνολό τους (33). Συνεπώς, το είδος της αναλύσεως που χρησιμοποίησε το Πρωτοδικείο αποτελεί μία διαδικασία αποκλεισμού η οποία δεν παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί κατά τρόπο σαφή και θετικό αν η επίμαχη δραστηριότητα πρέπει να θεωρηθεί οικονομική.

65.      Η διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι η δραστηριότητα της παροχής συνδρομής προς τις εθνικές διοικήσεις συνδέεται έμμεσα μόνο με την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή. Το Πρωτοδικείο στήριξε την ανωτέρω εκτίμηση στο γεγονός ότι η παρεχόμενη από τον Eurocontrol συνδρομή καλύπτει μόνον τις τεχνικές προδιαγραφές κατά την εφαρμογή των διαδικασιών υποβολής προσφορών για τους εξοπλισμούς ΑΤΜ και, επομένως, δεν εκτείνεται στην ασφάλεια της αεροναυτιλίας παρά μόνο μέσω των εν λόγω διαδικασιών υποβολής προσφορών.

66.      Πάντως, πρέπει να λεχθεί, σε σχέση με τα ανωτέρω, ότι βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο θ΄, της Συμβάσεως για τον Eurocontrol, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν «να ενισχύσουν την από κοινού αγορά συστημάτων και εγκαταστάσεων για την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας». Περαιτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ρητώς διευκρινίζει ότι «ο Οργανισμός μπορεί, κατόπιν αιτήματος από ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη και βάσει μιας ή περισσότερων κατ’ ιδίαν συμφωνιών μεταξύ του Οργανισμού και των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων μερών, να παράσχει συνδρομή στα εν λόγω συμβαλλόμενα μέρη στον σχεδιασμό, την κατάρτιση των προδιαγραφών και την κατασκευή συστημάτων καθώς και την παροχή υπηρεσιών για την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας». Παρέπεται ότι, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, η συνδρομή που παρέχει ο Eurocontrol στις εθνικές διοικήσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών υποβολής προσφορών εμπίπτουν απολύτως στους θεσμικούς σκοπούς του οργανισμού αυτού και αποτελούν σημαντική συνεισφορά στην επίτευξη των σκοπών της ολοκληρώσεως, της εναρμονίσεως και της συγκλίσεως των εθνικών συστημάτων για τη διαφύλαξη της ασφάλειας της εναέριας κυκλοφορίας (34).

67.      Εν αντιθέσει προς την εκτίμηση του Πρωτοδικείου φρονώ ότι δεν έχει σημασία το γεγονός ότι ο Eurocontrol προσφέρει τη δραστηριότητά του μόνον κατόπιν σχετικού αιτήματος των εθνικών διοικήσεων, δεδομένου ότι είναι πιθανόν, αφενός, ορισμένες διοικήσεις να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα προετοιμασίας των προκηρύξεων διαγωνισμών, οι οποίες να ανταποκρίνονται στις τεχνικές προδιαγραφές του Eurocontrol χωρίς να εξαρτώνται από τη συνδρομή του. Αφετέρου, το Πρωτοδικείο παραβλέπει το γεγονός ότι δεν έχει σημασία ο προαιρετικός χαρακτήρας μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας, αφού μάλιστα ο Eurocontrol, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του SAT Fluggesellschaft (35), ασκεί και χαρακτηριστικές δημόσιες εξουσίες όπως είναι η λειτουργική δραστηριότητα του ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας κατόπιν σχετικού αιτήματος των συμβαλλόμενων κρατών.

68.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αιτιολογίες που παρατίθενται στις σκέψεις 86 έως 93 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, το γεγονός ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένες αιτιολογίες δεν δικαιολογεί την αναίρεσή της, δεδομένου ότι το διατακτικό της αποφάσεως είναι ορθό για άλλους λόγους (36). Πράγματι, το Πρωτοδικείο, μολονότι χαρακτήρισε τη δραστηριότητα της συνδρομής των εθνικών διοικήσεων από τον Eurocontrol ως οικονομική και, ως εκ τούτου, δέχτηκε ότι ο Eurocontrol έχει ως προς το σημείο αυτό τον χαρακτήρα επιχειρήσεως, απέρριψε εντούτοις τον πρώτο λόγο ακυρώσεως. Η αιτιολογία που παραθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι ότι η διαπίστωση ότι ο Eurocontrol έχει τον χαρακτήρα επιχειρήσεως δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται επίσης στη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι δραστηριότητες του Eurocontrol, ακόμη και αν θεωρηθούν οικονομικές δραστηριότητες, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 82 ΕΚ.

69.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να τροποποιήσει αντιστοίχως το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

ii)    Παραμόρφωση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής

70.      Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραποίησε το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως με τις σκέψεις 15 και 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Με τις ανωτέρω σκέψεις, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της στην διττή διαπίστωση ότι ο Eurocontrol δεν είναι επιχείρηση και ότι, εξάλλου, οι προβαλλόμενες συμπεριφορές δεν αντιβαίνουν, εν πάση περιπτώσει, στο άρθρο 82 ΕΚ. Κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν οι δραστηριότητες του Eurocontrol αντιβαίνουν στο άρθρο 82 ΕΚ, αλλά αντιθέτως περιορίστηκε να διαπιστώσει το κατά πόσον οι επίμαχες δραστηριότητες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οικονομική δραστηριότητα.

71.      Σε σχέση με τα ανωτέρω πρέπει να λεχθεί ότι από τις σκέψεις 28 και 29 της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται σαφώς ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι οι επίμαχες δραστηριότητες του Eurocontrol δεν είχαν οικονομικό χαρακτήρα και, αφετέρου, «ότι, ακόμη και αν θεωρηθούν οι δραστηριότητες του Eurocontrol ως οικονομικές δραστηριότητες, αυτές δεν αντιβαίνουν προς το άρθρο 82 ΕΚ» (37). Συνεπώς, από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η Επιτροπή έλαβε θέση επί του ζητήματος αν οι δραστηριότητες του Eurocontrol αντιβαίνουν στο άρθρο 82 ΕΚ.

72.      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

iii) Αντιφατικές αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ακυρώθηκε μολονότι έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως

73.      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι προδήλως αντιφατική λόγω της παραμορφώσεως του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεδομένου ότι η απόφαση δεν ακυρώθηκε, μολονότι έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

74.      Όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το δικόγραφο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αιτίαση αυτή είναι «η λογική συνέπεια της παραμορφώσεως πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο» (38). Με άλλα λόγια, ο παρών λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στην παραδοχή ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά υπολαμβάνοντας με τις σκέψεις 15 και 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε με την προσβαλλόμενη απόφαση κάποια δραστηριότητα του Eurocontrol, περιλαμβανομένης της δραστηριότητας της συνδρομής των εθνικών διοικήσεων, η οποία να αντιβαίνει στο άρθρο 82 ΕΚ.

75.      Εντούτοις, όπως προελέχθη (39), το σκεπτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περιορίζεται στην παράθεση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

76.      Ως εκ τούτου, και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

iv)    Αντιφάσεις στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι το Πρωτοδικείο υποκατέστησε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής με τη δική του αιτιολογία

77.      Κατά την αναιρεσείουσα, το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι αντιφατικό, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο, αφενός, απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημά της για τροποποίηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με την αιτιολογία ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει σε καμία περίπτωση την εξουσία, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί, να παράσχει εντολές προς τα κοινοτικά όργανα ή να τα υποκαθιστά, αφετέρου, υποκατέστησε την Επιτροπή, κατά τον εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να συναγάγει με τη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με το ενδεχόμενο καταχρηστικής συμπεριφοράς του Eurocontrol, περίπλοκα οικονομικά συμπεράσματα τα οποία απουσιάζουν από την προσβαλλόμενη απόφαση.

78.      Εντούτοις, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η αναιρεσείουσα παραλείπει να μνημονεύσει τη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως από την οποία συνάγεται ότι το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε, στο πλαίσιο της νομικής εκτιμήσεώς του, πρωτίστως στις παρατιθέμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αξιολογήσεις της Επιτροπής («πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί, όπως ορθώς πράττει η Επιτροπή»). Βάσει αυτών, η Επιτροπή κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες του Eurocontrol στο πλαίσιο της συνδρομής των εθνικών διοικήσεων δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 82 ΕΚ.

79.      Το Πρωτοδικείο επισήμανε απλώς με τις σκέψεις 106 έως 108 το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα θα έπρεπε, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που μνημονεύει η σκέψη 104 οι οποίες οδήγησαν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως και καταχρηστικής συμπεριφοράς. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο δεν παρέθεσε κάποια δική του αιτιολογία.

80.      Ως εκ τούτου, ακόμη και αν οι εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 105 έως 108 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν αντλούνται από την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο δεν θα δικαιολογούσε την αναίρεση της αποφάσεως, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο παρέθεσε τις αιτιολογίες αυτές ως εκ περισσού («[δ]εύτερον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι») σε σχέση με τις εκτιμήσεις τις οποίες αναμφισβήτητα διαλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση. Πέραν τούτου, το Πρωτοδικείο παραθέτει με την ακροτελεύτια παρατήρησή του στη σκέψη 109 της αποφάσεως αποκλειστικά το συμπέρασμα της εκτιμήσεώς του στη σκέψη 104 («[η] προσφεύγουσα, επομένως, δεν κατόρθωσε να αποδείξει το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως που διέπραξε η Επιτροπή ως προς την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ εκ μέρους του Eurocontrol»). Τούτο αποδεικνύει ότι οι επικρινόμενες εκτιμήσεις της σκέψεως 108 δεν αποτελούν το βασικό σκεπτικό της αποφάσεως αυτής. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο απορρίπτει άνευ ετέρου τις αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται ως εκ περισσού σε απόφαση του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεσή της (40).

81.      Συνεπώς, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

v)      Απόκλιση από την πάγια νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων σε σχέση με τα όρια του δικαστικού ελέγχου

82.      Περαιτέρω η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπάρχει απόκλιση από τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων σχετικά με τα όρια του δικαστικού ελέγχου. Η αναιρεσείουσα επικαλείται πρωτίστως την απόφαση Haladjian Frères κατά Επιτροπής (41) με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο δικαιοδοτικός έλεγχος των πράξεων της Επιτροπής που συνεπάγονται περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, όπως συμβαίνει προκειμένου περί ισχυρισμών για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, στην έλλειψη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και στην έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας».

83.      Η αναιρεσείουσα στηρίζει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως στο γεγονός ότι το Πρωτοδικείο δεν περιορίστηκε, με τη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, να εξετάσει αν η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως, αλλά, αντιθέτως, την υποκατέστησε προκειμένου να προβεί σε μια περίπλοκη έρευνα των συμπεριφορών του Eurocontrol.

84.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα επαναλαμβάνει με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως απλώς τις αιτιάσεις τις οποίες προέβαλε σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως χωρίς να παραθέτει νέα επιχειρήματα. Πέραν του ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ ως προς τι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαιοδοτικού ελέγχου, αφού μάλιστα περιορίζεται στη διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα έπρεπε να προσκομίσει βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά και καταχρηστικής συμπεριφοράς προκειμένου να αντικρούσει την εκτίμηση της Επιτροπής (42), πρέπει εκ νέου να τονιστεί ότι οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας δεν βάλλουν κατά του κύριου σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

85.      Επομένως, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

vi)    Σφάλμα εκτιμήσεως σε σχέση με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ

86.      Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως, δεδομένου ότι επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής και απέκλεισε το ενδεχόμενο να είναι καταχρηστικές οι επικρινόμενες από την αναιρεσείουσα συμπεριφορές του Eurocontrol.

87.      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το γεγονός ότι ο Eurocontrol δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις αποφάσεις των εθνικών διοικήσεων και ότι η δραστηριότητα της παροχής συνδρομής έχει προαιρετικό χαρακτήρα –κριτήρια στα οποία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκειμένου να απορρίψει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής συμπεριφοράς του Eurocontrol– είναι άνευ σημασίας. Αφενός, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 82 ΕΚ δεν προϋποθέτει κάποια συστηματικά καταχρηστική συμπεριφορά, αφετέρου, η έλλειψη εξουσίας λήψεως αποφάσεων αντισταθμίζεται από την επιρροή που έχει στην πράξη ο οργανισμός αυτός μέσω των υπηρεσιών που παρέχει.

88.      Λόγω των μακροσκελών αναπτύξεων της αναιρεσείουσας, πρέπει εκ νέου να υπομνησθεί ότι σκοπός της αναιρετικής διαδικασίας είναι ο έλεγχος της εφαρμογής του δικαίου από το Πρωτοδικείο και ουδόλως η επανάληψη της πρωτοβάθμιας δίκης σε δεύτερο βαθμό. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νέας εκτιμήσεως, μπορούν δε να εξεταστούν από το Δικαστήριο μόνο στον βαθμό που αφορούν τον έλεγχο του νομικού χαρακτηρισμού τους και των έννομων συνεπειών που συνήγαγε εξ αυτών το Πρωτοδικείο (43).

89.      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα στηρίζεται εν μέρει σε απαράδεκτα επιχειρήματα, δεδομένου ότι με τις αναπτύξεις της ζητεί την εκ νέου διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και όχι αποκλειστικά τον νομικό έλεγχο των αιτιολογιών που παραθέτει το Πρωτοδικείο στο σκεπτικό του, πράγμα το οποίο δεν εμπίπτει στην αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Τούτο ισχύει π.χ. για τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ότι σε μία συγκεκριμένη περίπτωση ο Eurocontrol επηρέασε στην πράξη την απόφαση για την ανάθεση της εκτελέσεως μιας συμβάσεως σε έναν προσφέροντα, και δη στηριζόμενος σε εκτιμήσεις άσχετες προς την αναζήτηση της βέλτιστης τεχνικής λύσεως έναντι της πλέον συμφέρουσας τιμής.

90.      Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, δεν διευκρινίζεται για ποιον λόγο η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη. Επίσης, η αναιρεσείουσα αδυνατεί να προβάλει επιχειρήματα τα οποία να στηρίζουν την άποψή της. Αντιθέτως, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι η απλή παροχή συμβουλών ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά και τούτο διότι στην εθνική διοίκηση εναπόκειται σε τελευταία ανάλυση η απόφαση ως προς το αν θα ακολουθήσει τη συμβουλή. Όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η παρέμβαση του Eurocontrol ως συμβούλου δεν είναι ούτε υποχρεωτική ούτε συστηματική. Αντιθέτως, η παρέμβαση αυτή γίνεται, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως, μόνο κατόπιν ρητής αιτήσεως των ενδιαφερόμενων διοικήσεων. Σε τελευταία ανάλυση, τυχόν καταχρηστική συμπεριφορά πρέπει να καταλογιστεί στις εθνικές διοικήσεις και όχι στον Eurocontrol.

91.      Εν αντιθέσει προς την άποψη που διατύπωσε η αναιρεσείουσα (44), δεν υπάρχει αντίφαση ούτε μεταξύ των αναπτύξεων της σκέψεως 104 και της συνακόλουθης παραδοχής του Πρωτοδικείου στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως:

«Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν έκανε λόγο για συμπεριφορά του Eurocontrol, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του ως συμβούλου των εθνικών διοικήσεων, που να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά. Δεν ανέφερε ειδικότερα ποια μέσα “διαφορετικά εκείνων που διέπουν τον φυσιολογικό ανταγωνισμό επί των προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει των παροχών των επιχειρηματιών, της διατηρήσεως του υφισταμένου ακόμα στην αγορά βαθμού ανταγωνισμού ή της αναπτύξεώς του” χρησιμοποίησε ο Eurocontrol. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο Eurocontrol δεν ασκεί καμιά δραστηριότητα στην αγορά προμηθειών για εξοπλισμούς ΑΤΜ και δεν έχει κανένα συμφέρον δημοσιονομικό ή οικονομικό, προκύπτει ότι καμιά σχέση ανταγωνισμού δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ αυτού και της προσφεύγουσας ή οποιασδήποτε άλλης επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται στον τομέα αυτόν. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι ο Eurocontrol ήταν δυνατόν να αντλήσει οποιοδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα λόγω του ότι επηρέασε, μέσω των υπηρεσιών που προσφέρει ως σύμβουλος στις εθνικές διοικήσεις, την επιλογή από αυτούς των προμηθευτών εξοπλισμών ΑΤΜ προς όφελος συγκεκριμένων επιχειρήσεων.»

92.      Η διαπίστωση στη σκέψη 108 ότι ο Eurocontrol έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις επιλογές των εθνικών αρχών στις οποίες αυτές προβαίνουν στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγωνισμών ουδόλως αντιφάσκει προς τη διαπίστωση στη σκέψη 104 ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι ο Eurocontrol είχε όντως επηρεάσει, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, την απόφαση περί αναθέσεως της συμβάσεως σε διαγωνιζόμενο. Ως προς το σημείο αυτό, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

93.      Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι υπήρξε παραμόρφωση των αποδεικτικών μέσων σε σχέση με την από 3 Νοεμβρίου 1998 επιστολή της Επιτροπής. Συναφώς, παραπέμπει στις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 110 έως 112 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

94.      Κατ’ αρχάς, σε σχέση με το ζήτημα αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν ήταν υποχρεωμένο να αξιολογήσει τα στηριζόμενα στην επιστολή αυτή επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά προτάθηκαν στο πλαίσιο της προβολής νέων λόγων ακυρώσεως τους οποίους εντούτοις απέρριψε το Πρωτοδικείο ως απαράδεκτους (45).

95.      Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο αξιολόγησε επαρκώς τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας. Με της σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως διαπίστωσε χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή διατύπωσε στην επιστολή αυτή ορισμένες επικριτικές παρατηρήσεις σε σχέση με κάποιες δραστηριότητες του Eurocontrol, ουδόλως αποδεικνύει ότι η Επιτροπή ήταν πεπεισμένη για την παράνομη συμπεριφορά του Eurocontrol σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραμόρφωση αποδεικτικών μέσων.

96.      Συνεπώς, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

 β)     Επί της δραστηριότητας προτυποποιήσεως του Eurocontrol

97.      Όσον αφορά τις νομικές πλημμέλειες σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ επί της δραστηριότητας προτυποποιήσεως του Eurocontrol, η αναιρεσείουσα προβάλλει

–        παραμόρφωση τους περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής·

–                 τη χρήση μιας εννοίας της οικονομικής δραστηριότητας η οποία είναι αντίθετη προς την έννοια που έχει επεξεργαστεί η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων·

–                 εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της νομολογίας των κοινοτικών δικαστηρίων σε σχέση με τις κοινωνικές παροχές·

–        παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

98.      Η Επιτροπή βάλλει κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, ζητεί και πάλι την αντικατάστασή τους.

i)      Το αίτημα της Επιτροπής για αντικατάσταση των αιτιολογιών

99.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων (46), και αυτό το «αίτημα» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή καλεί με αυτό απλώς το Δικαστήριο να τροποποιήσει το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς την κατεύθυνση που ζητεί.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

100. Η Επιτροπή ζητεί να αντικατασταθεί το σκεπτικό της αποφάσεως σε σχέση με τη διάκριση στην οποία προβαίνει το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως μεταξύ της δραστηριότητας της προετοιμασίας ή της καταρτίσεως των προδιαγραφών, έργο που επιτελεί η Υπηρεσία του Eurocontrol ως εκτελεστικό όργανο, αφενός, και της εγκρίσεώς τους από τη μόνιμη επιτροπή του Eurocontrol, αφετέρου. Η Επιτροπή φρονεί ότι η διάκριση αυτή είναι τεχνητή. Όπως και στην περίπτωση της δραστηριότητας συνδρομής των εθνικών διοικήσεων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια που δεν συνάδουν προς τη νομολογία SAT Fluggesellschaft, προκειμένου να διαπιστώσει ότι η πρώτη δραστηριότητα μπορεί να διακριθεί από τις λοιπές αποστολές δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο εκτίμησε εσφαλμένα τον χαρακτήρα της δραστηριότητας αυτής.

101. Και ο Eurocontrol βάλλει κατά της διακρίσεως στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

102. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε, ως προς το σημείο αυτό, τις αρχές της αποφάσεως SAT Fluggesellschaft.

–       Νομική εκτίμηση

103. Το Πρωτοδικείο στήριξε, με τις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τη διάκριση αυτή στο γεγονός ότι η έγκριση των τεχνικών προδιαγραφών από τη μόνιμη επιτροπή του Eurocontrol εμπίπτει στον νομοθετικό τομέα. Συγκεκριμένα, η μόνιμη επιτροπή του Eurocontrol αποτελείται από τους διευθυντές της πολιτικής αεροπορίας κάθε κράτους μέλους του οργανισμού, οι οποίοι έχουν εντολή από τα αντίστοιχα κράτη τους να εγκρίνουν τις τεχνικές προδιαγραφές που θα έχουν δεσμευτική ισχύ σε όλα αυτά τα κράτη, δραστηριότητα η οποία εμπίπτει ευθέως στο πλαίσιο της ασκήσεως, εκ μέρους των τελευταίων, των προνομιών τους δημοσίας εξουσίας. Ο ρόλος του Eurocontrol εξομοιώνεται έτσι με τον ρόλο ενός υπουργείου το οποίο, σε εθνικό επίπεδο, προετοιμάζει τα νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα που εγκρίνονται στη συνέχεια από την κυβέρνηση. Επομένως, πρόκειται για δραστηριότητα που εμπίπτει στην αποστολή δημοσίου συμφέροντος του Eurocontrol.

104. Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει για την προετοιμασία ή την κατάρτιση των τεχνικών προδιαγραφών εκ μέρους του Eurocontrol. Τα επιχειρήματα, τα οποία προβάλλει συναφώς η Επιτροπή, ήτοι ότι η δραστηριότητα προτυποποιήσεως του Eurocontrol συνδέεται με την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας του οργανισμού αυτού (47), αφορούν, στην πραγματικότητα, μόνον την έγκριση αυτών των προδιαγραφών και όχι την κατάρτισή τους. Η ανάγκη εγκρίσεως προτύπων σε διεθνές επίπεδο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι ο φορέας ο οποίος επεξεργάζεται τα πρότυπα αυτά πρέπει να είναι ο ίδιος με αυτόν που, στη συνέχεια, τα εγκρίνει. Εντεύθεν το Πρωτοδικείο συναγάγει ότι η δραστηριότητα αυτή μπορεί να διακριθεί από την αποστολή του της διαχειρίσεως του εναέριου χώρου και της προαγωγής της ασφάλειας της εναέριας κυκλοφορίας.

105. Φρονώ ότι η επιχειρηματολογία αυτή συνιστά νομικό χαρακτηρισμό πραγματικών περιστατικών ο οποίος είναι νομικά εσφαλμένος.

106. Πράγματι, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της Συμβάσεως για τον Eurocontrol συνάγεται σαφώς ότι μεταξύ των αποστολών του Eurocontrol είναι «η επεξεργασία, η υιοθέτηση και η επιβολή κοινών κανόνων, προδιαγραφών και διαδικασιών για τα συστήματα και τις υπηρεσίες διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας». Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Σύμβαση, εν αντιθέσει προς την εκτίμηση που διατύπωσε το Πρωτοδικείο, δεν διακρίνει μεταξύ της προετοιμασίας ή της επεξεργασίας των προδιαγραφών και της εγκρίσεώς τους. Συνεπώς, η διάκριση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο δεν στηρίζεται στη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως.

107. Περαιτέρω, η ερμηνεία του Πρωτοδικείου δεν συνάδει προς το γράμμα και το πνεύμα της διατάξεως αυτής, αφού μάλιστα η προετοιμασία και η επεξεργασία προτύπων και τεχνικών προδιαγραφών αποτελούν ουσιώδη μέσα συνδρομής που έχει στη διάθεσή του ο Eurocontrol προκειμένου να εκπληρώσει τον καθοριζόμενο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της Συμβάσεως σκοπό, ήτοι την «εναρμόνιση και ολοκλήρωση που απαιτούνται για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας» (48).

108. Κατά τα λοιπά, δεν διευκρινίζεται στη βάση ποιων πραγματικών περιστατικών στηρίζει το Πρωτοδικείο το συμπέρασμά του ότι η ανατιθέμενη στον Eurocontrol από τα συμβαλλόμενα κράτη αποστολή της προετοιμασίας και της επεξεργασίας προτύπων και τεχνικών προδιαγραφών μπορεί να εκπληρωθεί και από κάποιον άλλον φορέα ή κάποια επιχείρηση. Το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να διαπιστώσει κατά τρόπο θετικό εάν τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Αντ’ αυτού το Πρωτοδικείο αρκέστηκε στην απλή διαπίστωση που παραθέτει στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι η Επιτροπή «δεν απέδειξε ότι, εν προκειμένω, οι δύο αυτές δραστηριότητες πρέπει κατ’ ανάγκην να ασκούνται μάλλον από έναν και μόνο φορέα παρά από δύο διαφορετικούς φορείς».

109. Πέραν τούτου, το Πρωτοδικείο σχετικοποιεί την αξία των δικών του συμπερασμάτων, δεδομένου ότι αρνείται, με τη σκέψη 61, τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας αυτής με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε αγορά για τις «υπηρεσίες τεχνικής τυποποιήσεως στον τομέα των εξοπλισμών ΑΤΜ». Συναφώς, το Πρωτοδικείο δέχεται μεν ότι ο λόγος για τον οποίον δεν υπάρχει μια αγορά για τις τεχνικές προδιαγραφές στον τομέα αυτόν είναι το γεγονός ότι οι μόνοι αποδέκτες τέτοιων υπηρεσιών μπορούσαν να είναι τα κράτη υπό την ιδιότητά τους ως αρχών ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας. Ωστόσο, αυτά επέλεξαν να καταρτίζουν μόνα τους τα πρότυπα αυτά, στο πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας, μέσω του Eurocontrol. Κατά την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, ο Eurocontrol δεν συνιστά επομένως, στον τομέα της προτυποποιήσεως, παρά μόνον ένα βήμα διαβουλεύσεως το οποίο δημιούργησαν τα συμβαλλόμενα κράτη για να συντονίσουν τα τεχνικά πρότυπα των συστημάτων τους ΑΤΜ.

110. Φρονώ ότι από τις εν μέρει αντιφατικές αναπτύξεις του Πρωτοδικείου συνάγεται σαφώς, τουλάχιστον όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ότι και η επεξεργασία και η προετοιμασία προτύπων και τεχνικών προδιαγραφών πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέσα για την εκπλήρωση μιας αποστολής κοινής ωφέλειας (49) και δεν μπορούν να διακριθούν από τη νομοθετική δραστηριότητα του Eurocontrol κατά την έννοια της ασκήσεως προνομίων δημόσιας εξουσίας (50). Τα πρότυπα που επεξεργάζεται η Υπηρεσία του Eurocontrol εγκρίνονται από τη μόνιμη επιτροπή του Eurocontrol και είναι δεσμευτικά για τα συμβαλλόμενα κράτη. Ως εκ τούτου, ο Eurocontrol ασκεί τις εξουσίες αυτές ως sui generis υποκείμενο του διεθνούς δικαίου κατ’ εντολή των κρατών μελών του βάσει των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί (51). Η ανάθεση της ασκήσεως μιας δραστηριότητας που συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας σε έναν διεθνή οργανισμό από τα κράτη μέλη του αποτελεί εξακολούθηση της ασκήσεως αυτής της δραστηριότητας δημόσιας εξουσίας σε ένα πολυμελές πλαίσιο διεθνούς δικαίου. Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθή η σύγκριση με ιδιωτικούς οργανισμούς προτυποποιήσεως. Εάν τα κράτη μέλη είχαν την πρόθεση να επιτρέψουν τη συμμετοχή ιδιωτικών οργανισμών προτυποποιήσεως στην επεξεργασία προτύπων και τεχνικών προδιαγραφών στον τομέα της ασφάλειας της εναέριας κυκλοφορίας, θα έπρεπε να είχαν προβλέψει συναφώς κάποια σχετική εξαίρεση στη Σύμβαση για τον Eurocontrol.

111. Όπως ορθώς κατ’ αποτέλεσμα διαπιστώνει το Πρωτοδικείο, η δραστηριότητα προτυποποιήσεως του Eurocontrol δεν μπορεί να θεωρηθεί οικονομική.

112. Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να μεταρρυθμίσει το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς την κατεύθυνση αυτή.

ii)    Παραμόρφωση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής

113. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα (52) προβάλλει εκ νέου τον ισχυρισμό περί παραμορφώσεως του περιεχομένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως με τις σκέψεις 15 και 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το ζήτημα τυχόν καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά. Αντιθέτως, αντί της Επιτροπής προέβη το Πρωτοδικείο στη διαπίστωση αυτή και, ως εκ τούτου, παραποίησε την απόφαση της Επιτροπής.

114. Όπως προελέχθη (53), η Επιτροπή αρνήθηκε απερίφραστα την ύπαρξη καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά. Ως εκ τούτου, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

iii) Χρήση μιας έννοιας της οικονομικής δραστηριότητας που είναι αντίθετη προς την έννοια που έχει επεξεργαστεί η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων

115. Κατά την αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι υπήρχε μια αγορά για τις υπηρεσίες καθορισμού τεχνικών προτύπων είναι άσχετη προς την εκτίμηση του ζητήματος αν η επίμαχη δραστηριότητα έχει οικονομικό χαρακτήρα, ή, εν πάση περιπτώσει, είναι ανακριβής. Εν αντιθέσει προς όσα δέχτηκε το Πρωτοδικείο, ο Eurocontrol παρέχει μία απολύτως δική του υπηρεσία η οποία έγκειται στην επεξεργασία τεχνικών προτύπων. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η επίμαχη δραστηριότητα δεν έγκειται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε μια συγκεκριμένη αγορά δεν έχει σημασία εν όψει της νομολογίας και της πρακτικής που ακολουθεί η Επιτροπή. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι δεν ασκεί επιρροή το αν η επίμαχη δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί οικονομική.

116. Όπως προελέχθη (54), η έννοια της επιχειρήσεως του άρθρου 82 ΕΚ αποτελεί αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου. Στην έννοια αυτή εμπίπτει οποιαδήποτε μονάδα που ασκεί κάποια οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής της και του είδους της χρηματοδοτήσεώς της. Το χαρακτηριστικό της οικονομικής δραστηριότητας είναι η άσκηση μιας δραστηριότητας η οποία συνίσταται στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά (55).

117. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, μια οικονομική δραστηριότητα προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι υφίσταται πράγματι κάποια «αγορά» κατά την έννοια της υπάρξεως προσφοράς και ζητήσεως σε σχέση με συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες (56). Το ζήτημα αυτό και όχι π.χ. το ζήτημα της επίμαχης «οικείας αγοράς» έθιξε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, όπως προφανώς υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα.

118. Συναφώς, το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε ότι δεν αποδείχτηκε ότι υπήρχε κάποια αγορά για τις υπηρεσίες του καθορισμού τεχνικών προτύπων στον τομέα των εξοπλισμών ATM. Στη συνάφεια αυτή, το Πρωτοδικείο εξέτασε αν υφίσταται προσφορά και ζήτηση στον τομέα αυτόν και δέχθηκε, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, ότι τούτο δεν συμβαίνει. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο μπορούσε νομίμως να θεωρήσει ότι η δραστηριότητα προτυποποιήσεως του Eurocontrol δεν είχε οικονομικό χαρακτήρα.

119. Ως εκ τούτου, και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

iv)    Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής με τις κοινωνικές παροχές νομολογίας των κοινοτικών δικαστηρίων

120. Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εσφαλμένως απέρριψε την επιχειρηματολογία της σχετικά με τη δυνατότητα μεταφοράς των αρχών που απορρέουν από την απόφαση FENIN κατά Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση.

121. Ευθύς εξαρχής πρέπει να τονιστεί, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή (57), ότι η αιτίαση αυτή στρέφεται στην πραγματικότητα κατά των αναπτύξεων του Πρωτοδικείου που αφορούν τον μη οικονομικό χαρακτήρα της αποκτήσεως πρωτοτύπων από τον Eurocontrol και όχι κατά της επίμαχης εν προκειμένω δραστηριότητας προτυποποιήσεως του οργανισμού αυτού. Ως προς το σημείο αυτό, είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα.

122. Κατά τα λοιπά, η αιτίαση είναι και απαράδεκτη. Η αναιρεσείουσα λαμβάνει αφορμή από τις αναπτύξεις στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με την απόφαση FENIN κατά Επιτροπής, οι οποίες αφορούν μια διαφορετική συνάφεια, προκειμένου να προβάλει αιτιάσεις τις οποίες δεν προέβαλε πρωτοδίκως. Κατά την πρωτοβάθμια δίκη, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν εξετάστηκε το αν η παροχή χωρεί βάσει της αρχής της αλληλεγγύης.

123. Αν, εντούτοις, το Δικαστήριο καταλήξει ότι η αιτίαση είναι παραδεκτή, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες εκτιμήσεις ως προς τη βασιμότητά του.

124. Από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως συνάγεται ότι η αναιρεσείουσα ερμηνεύει προφανώς τη νομολογία αυτή υπό την έννοια ότι οι αρχές επί των οποίων στηρίζεται δεν μπορούν να μεταφερθούν παρά μόνον σε περιπτώσεις στις οποίες ένας οργανισμός επιτελεί αποστολές με αποκλειστικά κοινωνικό χαρακτήρα (58).

125. Συναφώς, πρέπει για λόγους σαφήνειας να τονιστεί κατ’ αρχάς ότι οι παραδοχές του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 65 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στις οποίες παραπέμπει η αναιρεσείουσα, είχαν ως αντικείμενο το αν η δραστηριότητα προτυποποιήσεως του Eurocontrol πρέπει να χαρακτηριστεί ως οικονομική ή μη.

126. Όπως διευκρίνισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 61, παραπέμποντας στην προπαρατεθείσα νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων (59), ως οικονομική δραστηριότητα νοείται κάθε δραστηριότητα η οποία έγκειται στην παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά. Πέραν τούτου, το Πρωτοδικείο ορθώς επισήμανε ότι η έννοια της οικονομικής δραστηριότητας στο κοινοτικό δίκαιο συνδέεται με την προσφορά και όχι με την κτήση αγαθών και υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε και με την απόφαση FENIN κατά Επιτροπής (60), με την οποία ρητώς διαπίστωσε ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας φορέας αγοράζει ένα προϊόν –έστω και σε μεγάλες ποσότητες–, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο μιας άλλης, π.χ. αμιγώς κοινωνικής φύσεως δραστηριότητας, δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό του φορέα ως επιχειρήσεως. Το γεγονός ότι ένας φορέας ενεργεί ως αγοραστής σε δεδομένη αγορά δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό της δραστηριότητας αυτής ως οικονομικής, δεδομένου ότι λείπει το ουσιώδες στοιχείο της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών.

127. Η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί την ορθότητα της ανωτέρω νομολογίας. Εντούτοις, ερμηνεύει την απόφαση FENIN κατά Επιτροπής κατά τρόπο υπέρμετρα συσταλτικό και, ως εκ τούτου, εσφαλμένο. Όπως προελέχθη, πρόθεση του Πρωτοδικείου με την προαναφερθείσα απόφαση ήταν πρωτίστως να καταστεί σαφές ότι μόνο μία δραστηριότητα, η οποία έχει ως αντικείμενο την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να χαρακτηρίζεται ως οικονομική (61).

128. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο ορθώς απέρριψε τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας.

129. Επομένως, και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

v)      Παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

130. Φρονώ ότι η αιτίαση ότι συντρέχει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, αφού μάλιστα το Πρωτοδικείο παραθέτει στις σκέψεις 59 επ. και κυρίως στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως τους λόγους οι οποίοι το οδήγησαν στην εκτίμησή του ότι οι δραστηριότητες επεξεργασίας προτύπων δεν μπορούν να θεωρηθούν οικονομική δραστηριότητα.

131. Συνεπώς, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

 Επί της δραστηριότητας του Eurocontrol που αφορά την έρευνα και την ανάπτυξη

132. Ως προς τις νομικές πλημμέλειες σε σχέση με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ επί της δραστηριότητας του Eurocontrol σε σχέση με την έρευνα και την ανάπτυξη (ιδίως επί της δραστηριότητας της κτήσεως πρωτοτύπων και της διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας) η αναιρεσείουσα προβάλλει

–        παραμόρφωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής·

–        την προσφυγή σε μία έννοια της οικονομικής δραστηριότητας η οποία είναι αντίθετη προς την έννοια που έχει επεξεργαστεί η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων·

–        παραμόρφωση και παραμόρφωση των προσκομισθέντων από την αναιρεσείουσα αποδεικτικών στοιχείων σχετικά σε σχέση με τον οικονομικό χαρακτήρα της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από τον Eurocontrol.

i)      Παραμόρφωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής

133. Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, προσδίδοντας στην απόφαση της Επιτροπής περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που είχε, παραποίησε τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς.

134. Συγκεκριμένα πρόκειται για τη διαπίστωση ότι η δραστηριότητα της κτήσεως πρωτοτύπων και της διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν αποτελεί οικονομική δραστηριότητα. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε με την προσβαλλόμενη απόφαση τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας αυτής, αλλά αντιθέτως περιορίστηκε να αποκλείσει το ενδεχόμενο της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως.

135. Εντούτοις, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, αρκεί μία απλή ανάγνωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Έτσι, η Επιτροπή διευκρινίζει, με το σημείο 28 της αποφάσεώς της, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείας, ότι οι επίμαχες δραστηριότητες δεν έχουν, κατά την άποψή της, οικονομικό χαρακτήρα, μία παραδοχή την οποία επιρρωννύει και με τα σημεία 29 και 30 της ιδίας αποφάσεως.

136. Ως εκ τούτου, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

ii)    Προσφυγή σε μία έννοια της οικονομικής δραστηριότητας η οποία είναι αντίθετη προς την έννοια που έχει επεξεργαστεί η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων

137. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου σε σχέση με τον μη οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας του Eurocontrol στον τομέα της αποκτήσεως πρωτοτύπων και της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

138. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί κατ’ αρχάς την ορθότητα των εκτιμήσεων που παραθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως υποστηρίζοντας ότι είναι άνευ σημασία το γεγονός ότι η ανάπτυξη πρωτοτύπων δεν πραγματοποιείται από τον Eurocontrol, αλλά από επιχειρήσεις του οικείου τομέα, δεδομένου ότι η δραστηριότητα που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι η απόκτηση των πρωτοτύπων αυτών.

139. Η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας στηρίζεται προδήλως σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν απέκλεισε τον οικονομικό χαρακτήρα της αποκτήσεως πρωτοτύπων για τον λόγο ότι τα πρωτότυπα αυτά αναπτύσσονται από τρίτους, αλλά, όπως προκύπτει κατά τρόπο απολύτως σαφή από τη σκέψη 75 της αποφάσεως, πρωτίστως για τον λόγο ότι η απόκτηση πρωτοτύπων δεν προϋποθέτει την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά. Ως εκ τούτου, λείπει ένα σημαντικό στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της δραστηριότητας αυτής ως οικονομικής.

140. Όπως υποστηρίζει συναφώς ο Eurocontrol κατά τρόπο πειστικό, δεν χρησιμοποιεί τα πρωτότυπα ούτε ως προϊόν το οποίο λαμβάνει έξωθεν προκειμένου να το επεξεργαστεί και να παραγάγει ένα άλλο εμπορικό προϊόν ούτε διαθέτει τα αναπτυχθέντα πρωτότυπα στην αγορά. Αντιθέτως, οι προσπάθειες που καταβάλλει σε σχέση με την απόκτηση πρωτοτύπων σκοπούν στη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας (62). Φρονώ ότι τούτο επιβεβαιώνεται από την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι η δραστηριότητα του Eurocontrol δεν μπορεί να θεωρηθεί οικονομική.

141. Κατά τα λοιπά, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προσδίδει βαρύτητα στο κριτήριο της κερδοφορίας, μολονότι η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων δεν θεωρεί κρίσιμο το κριτήριο αυτό. Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το γεγονός ότι ο Eurocontrol δεν επιδιώκει την κερδοφορία και ότι διαθέτει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που αποκτά στο πλαίσιο της αναπτύξεως χωρίς να απαιτεί την καταβολή αμοιβής δεν ασκεί επιρροή δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση το στοιχείο της ελλείψεως κερδοφορίας δεν είναι σημαντικό.

142. Σε σχέση με τα ανωτέρω πρέπει να λεχθεί ότι η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στο στοιχείο της ελλείψεως κερδοφορίας (63), αλλά και στις τυχόν προθέσεις κερδοφορίας της επιχειρήσεως κατά την εκτίμηση του οικονομικού χαρακτήρα μιας δραστηριότητας. Έστω και αν δεν έχει καθοριστική σημασία το γεγονός καθαυτό ότι ένας φορέας δεν επιδιώκει την επίτευξη κέρδους, εντούτοις τούτο αποτελεί τουλάχιστον μία ένδειξη η οποία μπορεί να επιβεβαιωθεί από άλλα στοιχεία (64). Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να απορριφθεί η συναφής επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας.

143. Πέραν τούτου, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι είναι εσφαλμένη η ακόλουθη διαπίστωση την οποία παραθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 77 της αποφάσεώς του:

«Στην αλληλουχία αυτή, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που διαμόρφωσε ο Eurocontrol, τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που κατέχει ο οργανισμός επί των αποτελεσμάτων των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων έρευνας και αναπτύξεως. Ασφαλώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως του οικονομικού χαρακτήρα μιας δραστηριότητας, το κριτήριο της ελλείψεως αμοιβής δεν συνιστά παρά μια ένδειξη, μεταξύ άλλων, και δεν μπορεί, καθεαυτό, να αποκλείσει τον οικονομικό χαρακτήρα. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, στο γεγονός ότι οι άδειες εκμεταλλεύσεως για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας που απέκτησε ο Eurocontrol στο πλαίσιο της αναπτύξεως των πρωτοτύπων χορηγούνται δωρεάν προστίθεται το γεγονός ότι πρόκειται για δραστηριότητα παρεπόμενη της προωθήσεως της τεχνικής αναπτύξεως, η οποία εντάσσεται το πλαίσιο του γενικού συμφέροντος στόχου της αποστολής του Eurocontrol και δεν επιδιώκεται ίδιο συμφέρον του οργανισμού που θα μπορούσε να διαχωριστεί από τον εν λόγω στόχο, πράγμα που αποκλείει τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας.»

144. Προς στήριξη της αιτιάσεώς της, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η ανωτέρω διαπίστωση ερείδεται επί της παραδοχής ότι μια δραστηριότητα στον τομέα της τεχνολογικής αναπτύξεως δεν μπορεί να έχει οικονομικό χαρακτήρα. Εντούτοις, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι τούτο αντιφάσκει προς τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων τα οποία προσφάτως αναγνώρισαν τον οικονομικό χαρακτήρα που έχει η αποστολή της τεχνολογικής αναπτύξεως.

145. Πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της αναιρεσείουσας ότι, κατά τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων (65), η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποτελεί πράγματι και οικονομική δραστηριότητα. Εντούτοις, η αναιρεσείουσα παραβλέπει, αφενός, πράγμα που ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ότι το Πρωτοδικείο δεν έκανε λόγο για «δραστηριότητα της τεχνολογικής αναπτύξεως», αλλά για «δραστηριότητα προς ενίσχυση της τεχνολογικής αναπτύξεως». Αφετέρου, πρέπει να προβληθεί το αντεπιχείρημα ότι τούτο δεν ισχύει εν γένει, αλλά το πολύ ενδέχεται να αποτελεί μία μεταξύ πλειόνων ενδείξεων και, ως εκ τούτου, πρέπει πάντοτε να ερευνάται κατά περίπτωση αν η ενίσχυση της τεχνολογικής αναπτύξεως από έναν φορέα, λαμβανομένων υπόψη και άλλων παραμέτρων όπως είναι η έλλειψη οποιουδήποτε σκοπού κερδοφορίας ή του χαρακτήρα της ως παρεπόμενης δραστηριότητας, μπορεί να οδηγήσει στο εύλογο συμπέρασμα ότι πρόκειται συναφώς για οικονομική δραστηριότητα. Τούτο έπραξε το Πρωτοδικείο κατά τρόπο νομικά ανεπίληπτο.

146. Συνεπώς, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

iii) Παραμόρφωση των προσκομισθέντων από την αναιρεσείουσα αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον οικονομικό χαρακτήρα της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από τον Eurocontrol

147. Με αυτό τον λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπήρξε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου και τα οποία αφορούσαν τις αμοιβές που εισπράττει ο Eurocontrol. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι πρόθεσή της δεν ήταν να επισημάνει την καταβολή αμοιβών, αλλά την πληθώρα των δραστηριοτήτων του Eurocontrol καθώς και την αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από τον Eurocontrol, αφενός, και του περιεχομένου του εσωτερικού εγγράφου του Eurocontrol που φέρει τον τίτλο «ARTAS Intellectual Property Rights and Industrial Policy», αφετέρου.

148. Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι το έγγραφο αυτό περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής ή στο υπόμνημα αντικρούσεως. Φρονεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή, έστω και αν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου, προβάλλεται σε κάθε περίπτωση εκπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτη.

149. Σε σχέση με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας σκοπεί προφανώς να θέσει εν αμφιβόλω εκ των υστέρων τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως χωρίς να αποδεικνύει με επαρκώς τεκμηριωμένο τρόπο σε τι ακριβώς έγκειται η παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων. Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο εκτίμησε επαρκώς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του. Το Πρωτοδικείο ερεύνησε τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο του συστήματος ARTAS από τον Eurocontrol και διαπίστωσε συναφώς κατά τρόπο ορθό ότι τα δικαιώματα για την άδεια χρησιμοποιήσεως του συστήματος αυτού ανέρχονταν σε ένα ECU, πράγμα που ισοδυναμεί με δωρεάν παραχώρηση.

150. Ως εκ τούτου, και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

V –    Συμπέρασμα της αναλύσεως

151. Βάσει των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν.

152. Προτείνω να μεταρρυθμιστεί το σκεπτικό της αποφάσεως λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων (66).

VI – Δικαστικά έξοδα

153. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

154. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης βάσει του άρθρου 118 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στην αναιρετική διαδικασία, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερομένους στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Βάσει της διατάξεως αυτής, ο Eurocontrol φέρει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ως παρεμβαίνων.

VII – Πρόταση

155. Με βάση τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το εξής διατακτικό:

–        απορρίπτει την αναίρεση καθ’ ολοκληρίαν·

–        καταδικάζει τον παρεμβαίνοντα στα δικαστικά του έξοδα και

–        καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα λοιπά δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑155/04 (Συλλογή 2006, σ. II‑4797).


3 – Αρχικά ιδρύθηκε από το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, σήμερα δε μέλη του Eurocontrol είναι τα ακόλουθα κράτη (κατά αλφαβητική σειρά βάσει της αγγλικής ονομασίας τους): η Αλβανία, η Αρμενία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Βοσνία Ερζεγοβίνη, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Τσεχική Δημοκρατία, η Δανία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Μολδαβία, το Μονακό, το Μαυροβούνιο, οι Κάτω Χώρες, η Νορβηγία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Ισπανία, η Σουηδία, η Ελβετία, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η Τουρκία, η Ουκρανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.


4 – ΕΕ L 304, σ. 209.


5 – ΕΕ L 187, σ. 52.


6 – ΕΕ L 95, σ. 16.


7 – ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25.


8 – Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, C‑364/92 (Συλλογή 1994, σ. I‑43).


9 – Αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C‑41/90, Höfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. I‑1979, σκέψη 21), της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑180/98 έως C‑184/98, Pavlov κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I‑6451, σκέψη 74), της 16ης Μαρτίου 2004, C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, AOK-Bundesverband κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑2493, σκέψη 46), της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 112), της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψη 107), της 23ης Μαρτίου 2006, C‑237/04, Enirisorse (Συλλογή 2006, σ. I‑2843, σκέψη 28), της 11ης Ιουλίου 2006, C‑205/03 P, FENIN κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, I‑6295, σκέψη 25), και της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψη 38).


10 – Δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως του Σικάγου του 1944 (UN Treaty Series τόμος 15, αριθ. 105), τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι «κάθε κράτος μέλος έχει την απόλυτη και αποκλειστική κυριαρχία στον άνω του εδάφους του εναέριο χώρο». Η σύμβαση αυτή στηρίζεται στην αρχή ότι η ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας αποτελεί ευθύνη κάθε επιμέρους κράτους (Majid, A., Legal status of international institutions: SITA, INMARSAT and Eurocontrol examined, Aldershot 1996, σ. 91). Εντούτοις, τούτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να αναθέσουν την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής σ’ έναν διεθνή οργανισμό. Ο Eurocontrol δημιουργήθηκε για την επίβλεψη του εναέριου χώρου στην Ευρώπη. Ωστόσο, τούτο δεν συνέβη στην πράξη. Στην πραγματικότητα, μέχρι συνάψεως του τροποποιητικού πρωτοκόλλου της 12ης Φεβρουαρίου 1981, ο Eurocontrol επόπτευε μόνο την ασφάλεια των πτήσεων στον εναέριο χώρο άνω των κέντρων του στην Karlsruhe και στο Maastricht. Μέσω της τροποποιητικής συμβάσεως, οι αρμοδιότητες του Eurocontrol επεκτάθηκαν σε πλήθος άλλων τομέων, πλην όμως μόνον το τοπικό κέντρο στο Maastricht εποπτεύει πλέον την εναέρια κυκλοφορία στον εναέριο χώρο άνω της Βόρειας Γερμανίας, του Βελγίου, των Κάτω Χώρων και του Λουξεμβούργου (Seidl-Hohenveldern, I., «Eurocontrol und EWG-Wettbewerbsrecht», VölkerrechtzwischennormativemAnspruchundpolitischerRealität, Βερολίνο 1994, σ. 252).


11 – Ο Idot, L., «Retour sur la notion d’entreprise», Europe, Φεβρουάριος 2007, τεύχος 68, σ. 25, χαρακτηρίζει τον επιμέρους έλεγχο μιας πλειάδας δραστηριοτήτων ως εφαρμογή της «αρχής της αποσυνδέσεως» («principe de dissociation»).


12 – Απόφαση SAT Fluggesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 27).


13 – Όπ.π., σκέψη 30.


14 – Βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 549), της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψη 22), και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑245/92 P, Chemie Linz κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑4643, σκέψη 32), καθώς και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995, T‑459/93, Siemens κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1675, σκέψη 21), της 25ης Ιουνίου 1998, T‑371/94 και T‑394/94, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑2405, σκέψη 75), της 1ης Δεκεμβρίου 1999, T‑125/96 και T‑152/96, Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑3427, σκέψη 183), της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T‑395/94, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑875, σκέψη 382), και της 3ης Απριλίου 2003, T‑114/02, BaByliss κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑1279, σκέψη 417). Rengeling, H.-W., Middeke, A., Gellermann, M., Handbuch des Rechtsschutzes in der Europäischen Union, Μόναχο 2003, § 22, σημείο 40, σ. 405.


15 – Αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2002, C‑13/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2002, σ. I‑2943, σκέψεις 3 έως 6), CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 21 και 22), και της 15ης Ιουνίου 1993, C‑225/91, Matra κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I‑3203, σκέψεις 11 και 12).


16 – Βλ. απόφαση SAT Fluggesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 41).


17 – Η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση Höfner και Elser (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 24). Με την ανωτέρω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα ίδρυμα δημοσίου δικαίου για την εργασία, το οποίο είναι επιφορτισμένο βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους με την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως είναι αυτές που προβλέπει το άρθρο 3 του γερμανικού νόμου για τη στήριξη της εργασίας, υπόκειται, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, στους κανόνες του ανταγωνισμού στον βαθμό που δεν αποδεικνύεται ότι η εφαρμογή τους αντιβαίνει στην εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στο ίδρυμα αυτό.


18 – Βλ. σημείο 3 του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής.


19 – Βλ. σημείο 56 του υπομνήματος απαντήσεως του Eurocontrol στην αίτηση αναιρέσεως.


20 – Η ανωτέρω διαπίστωση συνάδει κατά τα λοιπά με τις εκτιμήσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση SAT Fluggesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψεις 10 και 11), με την οποία το Δικαστήριο απάντησε στην προβληθείσα από τον Eurocontrol ένσταση απαραδέκτου (λόγω ετεροδικίας) ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 234 ΕΚ του υποβλήθηκε ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου για τον ανταγωνισμό και όχι της Συμβάσεως για τον Eurocontrol. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα αν μπορούν να αντιταχθούν στον Eurocontrol οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου άπτεται του ουσιαστικού δικαίου και δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Η ετεροδικία διεθνών οργανισμών ερμηνεύεται πρωτίστως κατά τρόπο λειτουργικό: σκοπός της ετεροδικίας είναι να διασφαλίσει την απαιτούμενη ανεξαρτησία των διεθνών οργανισμών προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις αποστολές που τους έχουν ανατεθεί καθώς και τους σκοπούς τους (βλ. Wenckstern, M., Handbuch des Internationalen Zivilverfahrensrechts, Die Immunität internationaler Organisationen, τόμος II/1, Tübingen 1994, σημείο 44, σ. 13). Πάντως, η παρούσα διαδικασία δεν στρέφεται κατά του Eurocontrol. Στην παρούσα αναιρετική διαδικασία, το Δικαστήριο καλείται αποκλειστικά να αποφανθεί αν θα δεχτεί ή θα απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το δε ζήτημα αυτό εξαρτάται αποκλειστικά, όπως και στην προαναφερθείσα υπόθεση, από την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, τούτο δεν επηρεάζει τον Eurocontrol ως διεθνή οργανισμό στην άσκηση της αποστολής του.


21 – Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατάχρηση εξουσίας υφίσταται όταν θεσμικό όργανο ασκεί την αρμοδιότητά του με αποκλειστικό, ή τουλάχιστον πρωταρχικό, σκοπό άλλον από αυτόν που επικαλείται ή με σκοπό την καταστρατήγηση διαδικασίας που προβλέπεται ειδικά από τη Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων. Βλ. αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 99), της 10ης Μαρτίου 2005, C‑342/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. I‑1975, σκέψη 64), και της 14ης Μαΐου 1998, C‑48/96 P, Windpark Groothusen κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑2873, σκέψη 52).


22 – Αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 48), και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 33). Οι Lenaerts, K., Arts, D., Maselis, I., ProceduralLawoftheEuropeanUnion, 2η έκδοση, Λονδίνο 2006, σ. 453, σημείο 16-003, επισημαίνουν ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών. Το γεγονός ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα σημαίνει ότι το Πρωτοδικείο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα σε σχέση με τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Εντεύθεν συνάγεται ότι ο αναιρεσείων δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά ούτε να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν διαπίστωσε το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης.


23 – Αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 22, σκέψη 48). Βλ. συναφώς τις προτάσεις μου της 13ης Μαρτίου 2008 επί της υποθέσεως C‑204/07 P, CAS κατά Επιτροπής (η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, σημείο 84).


24 – Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Φεβρουαρίου 2003 επί της υποθέσεως Aalborg Portland κ.λπ. (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σημείο 38)· αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2001, C‑280/99 P έως C‑282/99 P, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑4717, σκέψη 78), και της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewerbe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 24).


25 – Διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2006, Entorn κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑12, σκέψεις 54 και 55).


26 – Έτσι η γενική εισαγγελέας J. Kokott στις προτάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2007 επί της υποθέσεως C‑413/06 P, Bertelsmann AG και Sony Corporation of America κατά Impala (η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, σημείο 283).


27 – Βλ. συναφώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 8ης Απριλίου 2008 επί της υποθέσεως C‑71/07 P, Campoli κατά Επιτροπής (η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, σημείο 41).


28 – Βλ. συναφώς τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott επί της υποθέσεως Bertelsmann AG και Sony Corporation of America (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σημείο 286), με τις οποίες η γενική εισαγγελέας ερμήνευσε τις «συμπληρωματικές παρατηρήσεις» της Επιτροπής σε σχέση με την αντικατάσταση του σκεπτικού της αποφάσεως όχι ως ανταναίρεση, αλλά ως περαιτέρω αναπτύξεις οι οποίες σκοπούσαν απλώς στην καλύτερη κατανόηση της ουσιαστικής επιχειρηματολογίας που προέβαλε η Επιτροπή σε απάντηση της αιτήσεως αναιρέσεως.


29 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 107/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1985, σ. 2655, σκέψεις 14 και 15), και του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II‑3929, σκέψη 108).


30 – Ο Eurocontrol χρηματοδοτείται ουσιαστικά από τις εισφορές των κρατών που μετέχουν σε αυτόν. Οι εισφορές καθορίζονται βάσει προϋπολογισμού τον οποίον επεξεργάζεται η διαχειριστική επιτροπή της Υπηρεσίας του Eurocontrol και τον οποίον εγκρίνει η μόνιμη επιτροπή του Eurocontrol η οποία καθορίζει το ύψος της εισφοράς κάθε κράτους μέλους. Το ύψος της εισφοράς υπολογίζεται σε συνάρτηση με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) των κρατών μελών όπως αυτό προσδιορίζεται από τις στατιστικές του ΟΟΣΑ. Ο ετήσιος προϋπολογισμός συντάσσεται από τη διαχειριστική επιτροπή και εγκρίνεται από την μόνιμη επιτροπή του Eurocontrol (βλ. συναφώς Schwenk, W., Giemulla, E., HandbuchdesLuftverkehrsrechts, 3η έκδοση, Κολωνία/Βερολίνο/Μόναχο 2005, σ. 96).


31 – Απόφαση Höfner και Elser (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 22).


32 – Αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 1995, C‑244/94, Fédération française des sociétés d’assurances κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑4013, σκέψη 22), και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑67/96, Albany (Συλλογή 1999, σ. I‑5751, σκέψεις 84 έως 87).


33 – Οι Mestmäcker, Schweitzer, Wettbewerbsrecht (εκδότες Ulrich Immeng και Ernst-Joachim Mestmäcker), 4η έκδοση, Μόναχο 2007, άρθρο 86, σημείο 18, φρονούν ότι, κατά την εκτίμηση του αν μια δραστηριότητα έχει τον χαρακτήρα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων. Έτσι, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, με την απόφαση SAT Fluggesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 30), το είδος, το αντικείμενο και τους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητα.


34 – Ο Prompl, W., Luftverkehr – Eine ökonomischeundpolitischeEinführung, 5η έκδοση, Βερολίνο/Χαϊδελβέργη 2007, σ. 23, επισημαίνει με εντυπωσιακό τρόπο την επιτακτική ανάγκη εναρμονίσεως των συστημάτων που αφορούν την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας στην Ευρώπη. Έτσι, σκοπός του «European Air Traffic Control Harmonisation and Integration Program» (EATCHIP) είναι να εναρμονίσει και να καταστήσει συμβατά μεταξύ τους τα διάφορα συστήματα που αφορούν την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας (49 αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας χρησιμοποιούν 31 διαφορετικά συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών με 22 διαφορετικά συστήματα ελέγχου και 30 γλώσσες προγραμματισμού).


35 – Απόφαση SAT Fluggesellschaft (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 24).


36 – Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε με τις αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1994, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (Συλλογή 1994, σ. I‑4125, σκέψη 120), και της 9ης Ιουνίου 1992, C‑30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑3755, σκέψη 28), ότι πρέπει να απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως όταν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους.


37 – Βλ. σημείο 51 του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής.


38 – Βλ. σημείο 73 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως.


39 – Βλ. σημείο 71 των ανά χείρας προτάσεων.


40 – Από την πλούσια εν τω μεταξύ νομολογία αρκεί να μνημονευθούν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1993, C‑35/92 P, Κοινοβούλιο κατά Frederiksen (Συλλογή 1993, σ. I‑991, σκέψη 31), της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, C‑362/95 P, Blackspur κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I‑4775, σκέψεις 18 έως 23), και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 106), καθώς και τη διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2001, C‑467/00 P, Επιτροπή προσωπικού της ΕΚΤ κ.λπ. κατά ΕΚΤ (Συλλογή 2001, σ. I‑6041, σκέψεις 34 έως 36).


41 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑204/03 (Συλλογή 2006, σ. II‑3779, σκέψη 30).


42 – Βλ. σημείο 79 των ανά χείρας προτάσεων.


43 – Αν το Πρωτοδικείο προέβη στη διαπίστωση ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο επί του νομικού χαρακτηρισμού αυτών των πραγματικών περιστατικών και των νομικών συνεπειών που συνήγαγε συναφώς το Πρωτοδικείο [στην ίδια κατεύθυνση οι Lenaerts, K., Arts, D., Maselis, I., όπ.π. (υποσημείωση 22), σ. 457, σημείο 16-007]. Όπως κατ’ επανάληψη έκρινε το Δικαστήριο, αυτός ο νομικός χαρακτηρισμός αποτελεί πράγματι νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να εμπίπτει στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Βλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2005, C‑499/03 P, Biegi (Συλλογή 2005, σκέψη 41), της 19ης Οκτωβρίου 1995, C‑19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I‑3319, σκέψη 26), και της 29ης Απριλίου 2004, C‑470/00 P, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑4167, σκέψη 41).


44 – Βλ. σημεία 92 και 93 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως.


45 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 33 έως 40.


46 – Βλ. σημεία 54 έως 56 των ανά χείρας προτάσεων.


47 – Η απόδοση στη γερμανική γλώσσα της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως κάνει λόγο για «derAufgabedieserOrganisationals öffentlicheAnstalt». Η απόδοση στην ιταλική γλώσσα κάνει λόγο αντιθέτως για «missionediserviziopubblicoditaleorganizzazione». Ομοίως, η απόδοση στη γαλλική γλώσσα: «missiondeservicepublicdecetteorganisation». Η απόδοση στην αγγλική γλώσσα κάνει λόγο για: «thatorganisation’spublicservicemission».


48 – Ο πρώην γενικός γραμματέας του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (1976-1988) και πρώην γενικός διευθυντής του Eurocontrol (1994-2000) Yves Lambert επισημαίνει με το άρθρο του «Eurocontrol et l’OACI», Annalsofairandspacelaw/Annalesdedroitaérienetspatial, τόμος 19 (1994), σ. 360, ότι η προετοιμασία και η επεξεργασία τεχνικών προδιαγραφών πρέπει να θεωρούνται ουσιώδη μέσα συνδρομής για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από την Υπηρεσία σκοπών της εναρμονίσεως και της ολοκληρώσεως.


49 – Η έννοια «αποστολή κοινής ωφέλειας» είναι μία ευρεία έννοια η οποία, ως επιστημονικός όρος, υποδηλώνει την κοινωνική σημασία μιας δραστηριότητας η οποία ωστόσο απαντά μεμονωμένα και ως νομική έννοια. Οσάκις λέγεται ότι μια δραστηριότητα αποτελεί υπηρεσία κοινής ωφέλειας, τούτο δεν υποδηλώνει ταυτόχρονα ότι αποτελεί αποστολή του κράτους. Όπως ορθώς επισημαίνει ο Raschauer, B., AllgemeinesVerwaltungsrecht, Βιέννη/Νέα Υόρκη 1998, σ. 358, σημείο 722, η εκπλήρωση αποστολών κοινής ωφέλειας μπορεί να ανατίθεται και σε ιδιώτες, όπως είναι π.χ. η δραστηριότητα των ενώσεων για την παροχή βοήθειας για κοινωνική επανένταξη ή για φορείς του AIDS, δραστηριότητες που κανονικά ανήκουν στην ευθύνη του κράτους).


50 – Στο πεδίο της δημόσιας εξουσίας εμπίπτει κάθε τομέας στον οποίον εκφράζεται αυτό που αποτελεί πεμπτουσία του κράτους, ήτοι η άσκηση εξουσίας, η μονομερής επιβολή απαγορεύσεων ή η μονομερής εξουσία διατυπώσεως επιταγών: το κράτος ως φορέας του χαρακτηριστικού για αυτό imperium [βλ. Raschauer, B., όπ.π. (υποσημείωση 49), σ. 357, σημείο 720]. Ένα παράδειγμα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας ή imperium είναι η νομοθετική εξουσία που ασκούν ορισμένα όργανα του κράτους. Εντούτοις, η άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν ανήκει αποκλειστικά στα κράτη, ως πρωτογενών υποκειμένων του διεθνούς δικαίου, αλλά μπορεί να ανατεθεί και σε διεθνείς οργανισμούς και να ασκείται από αυτούς (βλ. Schliesky, U., SouveränitätundLegitimitätvonHerrschaftsgewalt, Tübingen 2004, σ. 336, ο οποίος θεωρεί την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως παράδειγμα μιας υπερκρατικής νομοθετούσας αρχής που καταργεί την εθνική νομοθετική διαδικασία).


51 – Στη διεθνή σκηνή δεν δρουν σήμερα πλέον μόνον τα κράτη. Αντ’ αυτών, εμφανίζονται, από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι διεθνείς οργανισμοί οι οποίοι διαρκώς αυξάνονται. Ο λόγος της αυξήσεως των διεθνών οργανισμών έγκειται στο γεγονός ότι οι διεθνείς συναλλαγές καθίστανται ολοένα δυσχερέστερες χωρίς ορισμένους θεσμούς συνεργασίας. Ως εκ τούτου, οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούν τα ουσιώδη στοιχεία αυτής της δημιουργίας θεσμών, διότι μπορούν να δημιουργηθούν από τα μέλη τους για σχεδόν οποιονδήποτε σκοπό και να εξοπλιστούν με τις αρμοδιότητες που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία τους. Ενόψει της συνεκτικής εσωτερικής δομής και της εξουσίας λήψεως αποφάσεων, μπορεί να διασφαλιστεί σε μεγάλο βαθμό η εκτέλεση αποστολών διαρκούς χαρακτήρα (βλ. συναφώς, Klein, E., «Die Internationalen und Supranationalen Organisationen als Völkerrechtssubjekte», Völkerrecht (εκδότης Wolfgang Graf Vitzthum), Βερολίνο/Νέα Υόρκη 1997, σ. 273, σημείο 1).


52 – Βλ. σημεία 104 και 105 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως.


53 – Βλ. σημεία 71 και 72 των ανά χείρας προτάσεων.


54 – Βλ. σημείο 20 των ανά χείρας προτάσεων.


55 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1987, 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψη 7), της 18ης Μαρτίου 1997, C‑343/95, Diego Cali & Figli (Συλλογή 1997, σ. I‑1547, σκέψη 16), Pavlov κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 75), Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 108), Enirisorse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 29), και του Πρωτοδικείου Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 107).


56 – Ο Arcelin, L., «Être ou (et?) ne pas être une entreprise. C’est la question…», RevueLamydelaConcurrence, 2007, τεύχος 11, σ. 22, επισημαίνει ότι η έννοια της «αγοράς» ορίζεται κατά παράδοση ως συνδυασμός της προσφοράς και της ζητήσεως. Κατά την άποψη του ανωτέρω συγγραφέως, δεν υπάρχει προσφορά χωρίς ζήτηση.


57 – Βλ. σημείο 101 του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής.


58 – Βλ. σημείο 122 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως.


59 – Βλ. σημείο 116 των ανά χείρας προτάσεων καθώς και την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 55 νομολογία.


60 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 2003, T‑319/99, FENIN κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑357, σκέψη 37). Το Πρωτοδικείο προέβη στις ακόλουθες εκτιμήσεις: «Επομένως, εφόσον ένας φορέας αγοράζει προϊόν, έστω και σε μεγάλες ποσότητες, όχι προκειμένου να παράσχει αγαθά ή υπηρεσίες στο πλαίσιο οικονομικής δραστηριότητας αλλά για να το χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο άλλης δραστηριότητας, όπως για παράδειγμα δραστηριότητας αμιγώς κοινωνικής φύσεως, δεν ενεργεί ως επιχείρηση και μόνον εκ του γεγονότος της ιδιότητάς του ως αγοραστή στην αγορά. Καίτοι είναι ακριβές ότι ο εν λόγω φορέας μπορεί να ασκεί πολύ σημαντική οικονομική εξουσία, δυνάμενη, κατά περίπτωση, να οδηγήσει σε μονοψώνιο, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, στο μέτρο που η δραστηριότητα για την άσκηση της οποίας ο φορέας αγοράζει τα εν λόγω προϊόντα δεν είναι οικονομικής φύσεως, δεν ενεργεί ως επιχείρηση κατά την έννοια των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και δεν εμπίπτει συνεπώς στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 82 ΕΚ απαγορεύσεις.»


61 – Τούτο επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο στην κατ’ αναίρεση δίκη με την απόφασή του FENIN κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 25). Με τη σκέψη αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι το Πρωτοδικείο επισήμανε με τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ευθυγραμμιζόμενο με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι η προσφορά αγαθών ή η υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά είναι αυτό που χαρακτηρίζει την έννοια της οικονομικής δραστηριότητας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς το Πρωτοδικείο συνήγαγε εντεύθεν ότι προκειμένου να εκτιμηθεί η φύση της αγοραστικής δραστηριότητας δεν πρέπει η αγορά ενός προϊόντος να διαχωρίζεται από τη μεταγενέστερη χρήση του και ότι ο οικονομικός ή μη χαρακτήρας της μεταγενέστερης χρήσεως του αγορασθέντος προϊόντος προσδιορίζει κατ’ ανάγκην τον χαρακτήρα της αγοραστικής δραστηριότητας. Κατά τον Prieto, C., «Chronique de jurisprudence du Tribunal et de la Cour de justice des Communautés européennes», Journaldudroitinternational, 2007, σ. 670, σκοπός του Δικαστηρίου ήταν να διευκρινίσει ότι έχει πάντοτε σημασία το στοιχείο της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών. Στο ίδιο πνεύμα Kovar, J.-P., «Le Tribunal précise la notion d’activité économique et confirme la jurisprudence Fenin sur la qualification de l’acte d’achat», Concurrences, 2007, τεύχος 1, σ. 168, 170, και Arcelin, L., όπ.π. (υποσημείωση 56), σ. 22, οι οποίοι θεωρούν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποτελεί επικύρωση της νομολογίας FENIN των κοινοτικών δικαστηρίων.


62 – Βλ. σημείο 102 του υπομνήματος αντικρούσεως της αιτήσεως αναιρέσεως το οποίο κατάθεσε ο Eurocontrol. Πάντως, κατά τον Idot, L., όπ.π. (υποσημείωση 11), σ. 25, το ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο των υπό εξέταση παραμέτρων δεν είναι τόσο το αν υπάρχει δεδομένη αγορά, όσο το αν υπάρχει η πολιτική βούληση να δοθεί προτεραιότητα στη δημόσια έρευνα έναντι της ιδιωτικής έρευνας.


63 – Βλ., σε σχέση με τη σημασία του κριτηρίου της ελλείψεως κερδοφορίας κατά την εκτίμηση του οικονομικού χαρακτήρα μιας δραστηριότητας, τις αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C‑159/91, Poucet και Pistre (Συλλογή 1993, σ. I‑637, σκέψη 10), που αφορά τις λειτουργίες ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, της 18ης Ιουνίου 1998, C‑35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1998, σκέψη 37), που αφορά τη δραστηριότητα των εκτελωνιστών, Pavlov κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψεις 76, 77) σχετικά με τη δραστηριότητα των ανεξάρτητων ειδικευμένων ιατρών. Ο Prieto, C., όπ.π. (υποσημείωση 61), σ. 670, παραπέμπει στην προπαρατεθείσα νομολογία και διευκρινίζει ότι η έναντι αμοιβής συμμετοχή σε δεδομένη αγορά πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη.


64 – Με την απόφαση FENIN κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 39), το Πρωτοδικείο διερεύνησε το ζήτημα αν ο εν λόγω φορέας ασκούσε μια δραστηριότητα χωρίς σκοπό κερδοφορίας. Με την απόφαση Enirisorse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 55, σκέψη 31), το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα μιας επιχειρήσεως –επρόκειτο in concreto για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών χρήσεως του άνθρακα καθώς και για την παροχή εξειδικευμένης υποστηρίξεως στις διοικητικές αρχές, στους δημόσιους οργανισμούς και στις εταιρίες που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη των εν λόγω τεχνολογιών– αποτελεί την οικονομική δραστηριότητά της. Αφετέρου, το Δικαστήριο διερεύνησε το αν η εν λόγω επιχείρηση επιδιώκει την επίτευξη κέρδους.


65 – Βλ. απόφαση Enirisorse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 31) ως προς τη δραστηριότητα της τεχνολογικής αναπτύξεως.


66 – Βλ. σημεία 53 έως 69 καθώς και σημεία 98 έως 110 των ανά χείρας προτάσεων.