Language of document : ECLI:EU:T:2010:543

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση T-52/10 P

Giorgio Lebedef

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Κανονική ετήσια άδεια — Απόσπαση κατά το ήμισυ του ωραρίου εργασίας με σκοπό τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση — Παράτυπη απουσία — Αφαίρεση ημερών από τις δικαιούμενες ημέρες ετήσιας άδειας — Άρθρο 60 του ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (πρώτο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2009, επί της υποθέσεως F‑54/09, Lebedef κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑505 και II‑A‑1‑2735).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Giorgio Lebedef φέρει τα έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο αυτής της αναιρετικής διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος στρεφόμενος κατά μέρους του σκεπτικού της αποφάσεως το οποίο δεν ήταν αναγκαίο για τη στήριξη του διατακτικού της — Αλυσιτελής λόγος

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 9)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο

[Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11·Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως επί των αποδεικτικών στοιχείων — Δεν χωρεί πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Χρήση έμμεσης αιτιολογίας από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης — Επιτρεπτό — Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

1.      Είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως ο οποίος στρέφεται κατά μέρους του σκεπτικού αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, στο οποίο δεν στηρίζεται κατ’ ανάγκη η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

(βλ. σκέψη 34)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 19 Ιανουαρίου 2010, T‑355/08 P, De Fays κατά Επιτροπής, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Από το άρθρο 11 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται, συγκεκριμένα, η αίτηση αυτή. Δεν πληροί την απαίτηση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία δεν περιλαμβάνει επιχειρηματολογία σκοπούσα ειδικώς να προσδιορίσει την πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενέχει η επίμαχη απόφαση ή διάταξη.

Επιπλέον, ισχυρισμοί όλως γενικοί και όχι αρκούντως ακριβείς για να αποτελέσουν το αντικείμενο νομικής εκτιμήσεως πρέπει να θεωρούνται προδήλως απαράδεκτοι.

(βλ. σκέψη 35)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 10 Φεβρουαρίου 2009, C‑290/08 P, Correia de Matos κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 6 Μαΐου 2010, T‑100/08 P, Kerelov κατά Επιτροπής, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.       Δυνάμει του άρθρου 11 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός και αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεών του απορρέει από έγγραφα της δικογραφίας που του είχαν υποβληθεί, και να εκτιμήσει τα περιστατικά αυτά. Επομένως, η εκτίμηση περί των πραγματικών περιστατικών, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως της παραμορφώσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα που ως τέτοιο εμπίπτει στον έλεγχο του δικαστηρίου το οποίο αποφαίνεται επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

(βλ. σκέψη 73)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 2 Οκτωβρίου 2001, C‑449/99 P, ΕΤΕπ κατά Hautem, Συλλογή 2001, σ. I‑6733, σκέψη 44· 5 Ιουνίου 2003, C‑121/01 P, O’Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑5539, σκέψη 35· 27 Απριλίου 2006, C‑230/05 P, L κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45

4.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων απορρέει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο ισχύει για το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του εν λόγω Οργανισμού. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να αιτιολογούνται επαρκώς, ώστε το Γενικό Δικαστήριο να δύναται να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του. Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα επιχείρημα, ιδίως οσάκις πρόκειται για επιχειρήματα που δεν είναι αρκούντως σαφή και ακριβή και δεν στηρίζονται σε εμπεριστατωμένα αποδεικτικά στοιχεία. Η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε κατ’ αναίρεση αποφαινόμενο δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψεις 82 έως 84)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 2 Μαρτίου 2010, T‑248/08 P, Doktor κατά Συμβουλίου, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 1 Σεπτεμβρίου 2010, T‑91/09 P, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία