Language of document : ECLI:EU:T:2004:105

T23102ELORDConversion2-30DEFΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ 01/06/20040Texte pour publication0Document1Canevas 3.2.0 8/12/2005 14:27:54-OB@TRA-DOC-EL-ORD_IRR-T-0231-2002-200402752-06_20«»
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Απριλίου 2004 (NaN)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν ατομικά – Κανονισμός – Προδιαγραφές εμπορίας για το ελαιόλαδο – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-231/02,

Piero Gonnelli, κάτοικος Reggello (Ιταλία),

Associazione Italiana Frantoiani Oleari (AIFO), με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

εκπροσωπούμενοι από τον U. Scuro, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την C. Cattabriga και τον C. Loggi, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (EK) 1019/2002 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2002, για τις προδιαγραφές εμπορίας του ελαιολάδου (ΕΕ L 155, σ. 27),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Jaeger και F. Dehouse, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη


Νομικό πλαίσιο

1
Το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33), όπως έχει τροποποιηθεί, επιβάλλει για την εμπορία των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων σε κάθε κράτος μέλος καθώς και στο διακοινοτικό εμπόριο και στο εμπόριο με τις τρίτες χώρες τη χρήση διαφόρων ονομασιών και ορισμών που προσαρτώνται στον κανονισμό αυτόν. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει ότι μόνο τα έλαια στα οποία αναφέρεται το σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, και τα σημεία 3 και 6 του παραρτήματος μπορούν να διατεθούν στην αγορά στο στάδιο του λιανικού εμπορίου.

2
Με βάση το άρθρο 35α του κανονισμού 136/66 κατά το οποίο για το ελαιόλαδο όπως και για τα άλλα προϊόντα που υπάγονται σε κοινή οργάνωση αγοράς των λιπαρών ουσιών, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει προδιαγραφές εμπορίας που αφορούν μεταξύ άλλων την κατάταξη αναλόγως της ποιότητας, τη συσκευασία και την παρουσίαση, η Επιτροπή εξέδωσε στις 13 Ιουνίου 2002 τον κανονισμό (ΕΚ) 1019/2002 για τις προδιαγραφές εμπορίας του ελαιολάδου (ΕΕ L 155, σ. 27, στο εξής: κανονισμός 1019/2002 ή προσβαλλόμενος κανονισμός).

3
Ο κανονισμός 1019/2002 καθιερώνει προδιαγραφές εμπορίας του ελαιολάδου και του πυρηνέλαιου, με σκοπό αφενός να εξασφαλιστεί η αυθεντικότητα των πωλουμένων ελαιολάδων και να ενημερωθεί κατάλληλα ο καταναλωτής και αφετέρου να αποφευχθεί ο κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού της αγοράς βρώσιμου ελαιολάδου.

4
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1019/2002, τα έλαια αυτά παρουσιάζονται στον τελικό καταναλωτή προσυσκευασμένα σε συσκευασίες μέγιστης χωρητικότητας πέντε λίτρων, εφοδιασμένες με σύστημα ανοίγματος που καταστρέφεται μετά την πρώτη χρήση. Ωστόσο τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν μέγιστη χωρητικότητα των συσκευασιών ανώτερη των πέντε λίτρων για τα έλαια που προορίζονται για κατανάλωση σε χώρους συλλογικής εστιάσεως (π.χ. νοσοκομεία και εστιατόρια).

5
Ομοίως κατά το άρθρο 2, οι συσκευασίες φέρουν ετικέτα σύμφωνη με τα άρθρα 3 έως 6 του προσβαλλομένου κανονισμού.

6
Κατά το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, η σήμανση περιλαμβάνει εκτός από την ονομασία πωλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 35 του κανονισμού 136/66, την ακόλουθη πληροφόρηση για την κατηγορία του ελαίου, ευκρινή και ανεξίτηλη:

«α)
για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο:

“ελαιόλαδο ανωτέρας κατηγορίας που παράγεται απευθείας από ελιές και μόνο με μηχανικές μεθόδους”·

β)
για το παρθένο ελαιόλαδο:

“ελαιόλαδο που παράγεται απευθείας από ελιές και μόνο με μηχανικές μεθόδους”·

γ)
για το ελαιόλαδο –αποτελούμενο από εξευγενισμένα ελαιόλαδα και παρθένα ελαιόλαδα:

“έλαιο που περιέχει αποκλειστικά ελαιόλαδα που έχουν υποστεί επεξεργασία εξευγενισμού και έλαια που ελήφθησαν απευθείας από τις ελιές”·

δ)
για το πυρηνέλαιο:

“έλαιο που περιέχει αποκλειστικά έλαια που προέρχονται από επεξεργασία του προϊόντος που ελήφθη μετά την εξαγωγή του ελαιολάδου και έλαιο που ελήφθησαν απευθείας από τις ελιές”,

ή

“ελαιόλαδο που περιέχει αποκλειστικά έλαια που προέρχονται από επεξεργασία πυρήνων ελιάς και ελαίων που παράγονται απευθείας από ελιές”».

7
Το άρθρο 4 ρυθμίζει τον προσδιορισμό της καταγωγής στη σήμανση (δηλαδή την ένδειξη ενός γεωγραφικού ονόματος επί της συσκευασίας ή επί της ετικέτας της). Η σήμανση επιτρέπεται μόνο για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και συνίσταται κατά κανόνα στην ένδειξη ενός κράτους μέλους της Κοινότητας ή μιας τρίτης χώρας. Η ένδειξη ενός περιφερειακού γεωγραφικού ονόματος επιτρέπεται για τα προϊόντα προστατευομένης ονομασίας προέλευσης ή προστατευομένης γεωγραφικής ένδειξης κατά την έννοια των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992 για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 208, σ. 1). Το όνομα του σήματος ή της επιχείρησης της οποίας η αίτηση καταχώρισης υπεβλήθη το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1998, σύμφωνα με την πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 159, σ. 60), ή το αργότερο στις 31 Μαΐου 2002, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 49/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), δεν θεωρούνται πάντως ως προσδιορισμός της καταγωγής που διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού 1019/2002.

8
Το άρθρο 4 ορίζει επίσης ότι η ένδειξη της καταγωγής που μνημονεύει κράτος μέλος ή την Κοινότητα αντιστοιχεί στη γεωγραφική ζώνη στην οποία συγκομίσθηκαν οι ελιές και όπου βρίσκεται το ελαιοτριβείο στο οποίο εξήχθη το έλαιο από τις ελιές. Στην περίπτωση που οι ελιές συγκομίσθηκαν σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα διαφορετικά από αυτά στα οποία  βρίσκεται το ελαιοτριβείο στο οποίο εξήχθη το έλαιο από τις ελιές, η ένδειξη της καταγωγής περιλαμβάνει την ακόλουθη μνεία:

«(Εξαιρετικό) παρθένο ελαιόλαδο που παρήχθη στην (αναφορά της Κοινότητας ή του συγκεκριμένου κράτους μέλους) από ελιές που συγκομίσθηκαν στην (αναφορά της Κοινότητας, του συγκεκριμένου κράτους ή της χώρας).»

9
Στην περίπτωση μειγμάτων εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων ή παρθένων ελαιολάδων των οποίων ποσοστό άνω του 70 % προέρχεται από το ίδιο κράτος μέλος ή από την Κοινότητα, η υπερισχύουσα καταγωγή μπορεί να αναφέρεται ακολουθούμενη από την ένδειξη του ελαχίστου ποσοστού μεγαλύτερου ή ίσου του 75 %, το οποίο προέρχεται πράγματι από την εν λόγω υπερισχύουσα καταγωγή.

10
Εκτός από τον προσδιορισμό της καταγωγής οι συσκευασίες μπορούν επίσης να φέρουν και προαιρετικές ενδείξεις. Ορισμένες από αυτές όμως υπόκεινται σε ειδικούς όρους. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 5 του προσβαλλομένου κανονισμού, η ένδειξη «πρώτη πίεση εν ψυχρώ» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για τα παρθένα ελαιόλαδα ή τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα που λαμβάνονται σε θερμοκρασία κάτω των 27 °C,  κατά την πρώτη μηχανική πίεση του ελαιοπολτού, με παραδοσιακό σύστημα εξαγωγής με υδραυλικά πιεστήρια. Η ένδειξη «εξαγωγή εν ψυχρώ» χρησιμοποιείται μόνο για τα παρθένα ελαιόλαδα ή τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα που λαμβάνονται σε θερμοκρασία κάτω των  27 °C, με διήθηση ή με φυγοκέντριση του ελαιοπολτού. Οι ενδείξεις των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών μπορούν να αναγράφονται στην ετικέτα μόνο αν βασίζονται στα αποτελέσματα μεθόδου αναλύσεως που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2568/91 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1991, για τα χαρακτηριστικά των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων και για τις σχετικές μεθόδους (ΕΕ L 248, σ. 1). Η ένδειξη της οξύτητας ή της ανώτατης οξύτητας μπορεί να αναγράφεται στην ετικέτα μόνο αν συνοδεύεται με την ένδειξη, με χαρακτήρες του ίδιου μεγέθους και στο ίδιο οπτικό πεδίο, του δείκτη υπεροξειδίων, της περιεκτικότητας σε κηρούς και της απορρόφησης στο υπεριώδες φως, που καθορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό 2568/91.

11
Το άρθρο 6 του προσβαλλομένου κανονισμού περιέχει κι άλλες προδιαγραφές όσον αφορά τη σήμανση και τις ονομασίες πωλήσεως των ελαίων που αναφέρονται στο σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, και στα σημεία 3 και 6 του παραρτήματος του κανονισμού 136/66. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 προβλέπει ότι, αν αναφέρεται στη σήμανση εκτός από τον κατάλογο των συστατικών, η παρουσία τέτοιων ελαίων σε μείγμα ελαιόλαδου και άλλων φυτικών ελαίων με λέξεις, εικόνες ή γραφικές παραστάσεις, η ονομασία πωλήσεως του εν λόγω μείγματος είναι η ακόλουθη: «μείγμα φυτικών ελαίων (ή συγκεκριμένα ονόματα των οικείων φυτικών ελαίων) και ελαιολάδου», ακολουθούμενη αμέσως μετά από την ένδειξη του ποσοστού του ελαιολάδου στο μείγμα. Ομοίως η παρουσία του ελαιολάδου μπορεί να αναφέρεται στη σήμανση των μειγμάτων με εικόνες ή γραφικές παραστάσεις μόνο αν το ποσοστό του είναι ανώτερο του 50 %.

12
Στην περίπτωση παρουσίας πυρηνελαίου, εφαρμόζονται mutatis mutandis οι ίδιες διατάξεις αλλά η λέξη ελαιόλαδο αντικαθίσταται από τη λέξη πυρηνέλαιο.


Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13
Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Αυγούστου 2002, οι προσφεύγοντες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

14
Οι προσφεύγοντες είναι αφενός ένας ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου, μιας γεωργικής επιχείρησης η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στη σύνθλιψη των ελιών και στην πώληση του ελαίου, υπό την τριπλή ιδιότητα του παραγωγού, του καταναλωτή ελαιολάδου και του προέδρου της Associazione Italiana Frantoiani Oleari (ιταλικού συνεταιρισμού ελαιοτριβέων, στο εξής: AIFO), και αφετέρου η AIFO.

15
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατά τα ουσιώδη ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι παράνομος λόγω καταχρήσεως εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ και λόγω παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ, καθότι δεν καθιστά δυνατή την πραγμάτωση του ρητού στόχου της προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά βρώσιμου ελαιολάδου και της προστασίας των καταναλωτών. Ο κανονισμός ευνοεί τη διατήρηση και μάλιστα την ανάπτυξη δεσποζουσών θέσεων των μεγάλων επιχειρήσεων του τομέα και δεν δίνει καμιά εγγύηση στον καταναλωτή όσον αφορά την προέλευση και την ποιότητα του προϊόντος.

16
Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως στις 4 Δεκεμβρίου 2002.

17
Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τον κανονισμό 1019/2002·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2, 3, 4, 5 και 6 του κανονισμού αυτού.

18
Με την ένσταση απαραδέκτου η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.


Σκεπτικό

19
Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφανθεί επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει επαρκή στοιχεία από τη δικογραφία για να αποφανθεί επί της αιτήσεως που υπέβαλε η καθής χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.


Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

20
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά τους προσφεύγοντες ατομικά.

21
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι είναι οι άμεσοι και συγκεκριμένοι αποδέκτες του προσβαλλομένου κανονισμού. Δεδομένου ότι ο κανονισμός σκοπεί την προστασία των καταναλωτών και προβλέπει την εμπορία του ελαιολάδου, επηρεάζει άμεσα και ειδικά τόσο την κατάσταση του Gonnelli ως τελικού καταναλωτή και εκμεταλλευομένου ελαιοτριβείο όσο και του AIFO που είναι οι τυπικοί αποδέκτες του κανονισμού αυτού.

22
Επί πλέον, ο κανονισμός 1019/2002 συνιστά πράξη διαπλαστικής φύσεως καθόσον περιορίζει τα δικαιώματα και δημιουργεί υποχρεώσεις για τους προσφεύγοντες.

23
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι νομιμοποιούνται ενεργητικά κατά την έννοια ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός τους αφορά άμεσα και ατομικά σύμφωνα με τη νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2501, σκέψη 13· της 18ης Μαΐου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-1853, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαΐου 2002, T-177/01, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2365).

24
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν συναφώς ότι ο εν λόγω κανονισμός ευνοεί κατά τρόπο παράλογο και υπερβολικό τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις εις βάρος των μικρών παραγωγών.

25
Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν εξάλλου το γεγονός ότι ο κανονισμός τους επιβάλλει υποχρεώσεις και περιορίζει τα δικαιώματά τους.

26
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η ζητουμένη ακύρωση μπορεί να έχει ευνοϊκά αποτελέσματα γι’ αυτούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C-174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard, Συλλογή 2000, σ. I-6189, σκέψη 33) χάρη στην άρση των παράλογων εμποδίων στην παραγωγή που επηρεάζουν τη δραστηριότητα των μικρομεσαίων παραγωγών ελαίου καθώς και, για τους καταναλωτές, των ανεπαρκών εγγυήσεων όσον αφορά τη σήμανση του προϊόντος.

27
Τέλος, με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατά τα ουσιώδη ότι, αν το Πρωτοδικείο κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή τους, τότε δεν τους απομένει κανένα μέσο παροχής εννόμου προστασίας. Θα είχαμε τότε παραβίαση του δικαιώματος σε αποτελεσματικό μέσο παροχής έννομης προστασίας που αναγνωρίζεται σε κάθε άτομο του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δικαίωμα σε αποτελεσματικό μέσο παροχής εννόμου προστασίας αναγνωρίζεται από τα άρθρα 6 και 13 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που ανήκει στις αρχές που είναι κοινές στα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβλέπεται πλέον από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεσπίστηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται συναφώς την απόφαση Jégo-Queré κατά Επιτροπής, σκέψη 23, όπ.π., που δέχεται διασταλτική ερμηνεία του δικαιώματος σε μέσο παροχής εννόμου προστασίας και υποστηρίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να ακυρώσουν κοινοτικές τάξεις.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

28
Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται […] να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό καθώς και κατά των αποφάσεων που αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο το αφορούν άμεσα και ατομικά.» 

29
Κατά πάγια νομολογία το κριτήριο της διαφοράς μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη γενική ισχύ της εν λόγω πράξεως και η εν λόγω γενική ισχύς μπορεί να συνάγεται από το γεγονός ότι η οικεία πράξη εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 2001, C-41/99 P, Sadam Zuccherifici κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-4239, σκέψη 24· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 9ης Νοεμβρίου 1999, T-114/99, CSR Pampryl κατά Επιτροπής, σ. II-3331, σκέψη 41· της 6ης Μαΐου 2003, T-45/02, DOW AgroSciences κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, μη ακόμα δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 31, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 28ης Νοεμβρίου 2003, T-264/03 R, Schmoldt κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη ακόμα δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 59).

30
Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά πράξη κανονιστικής φύσεως. Συγκεκριμένα οι κανόνες που διατυπώνει και ιδίως οι προδιαγραφές λιανικής πωλήσεως του ελαιολάδου σχετικά με τη συσκευασία, τη σήμανση ή τον χαρακτηρισμό διατυπώνονται γενικά και αφηρημένα και έχουν ως στόχο τον καθορισμό ειδικών προδιαγραφών για το λιανικό εμπόριο συγκεκριμένων κατηγοριών ελαιολάδων και πυρηνελαίων. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλες τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στους τομείς της παραγωγής και της εμπορίας ελαίων και σκοπούν να προστατεύσουν τα συμφέροντα όλων των καταναλωτών και για τον λόγο αυτό ο κανονισμός είναι σαφές ότι αποτελεί νομοθετική πράξη γενικής ισχύος που εφαρμόζεται σε αντικειμενικά προσδιοριζόμενες καταστάσεις. Η πράξη αυτή, που προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων θεωρουμένων γενικώς και αφηρημένως, συνιστά κανονιστική πράξη υπό στενή έννοια.

31
Ωστόσο, το γεγονός ότι η προσβαλλομένη πράξη έχει εκ της φύσεώς της κανονιστικό χαρακτήρα και δεν συνιστά απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ δεν αρκεί καθεαυτό να αποκλείσει τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατ’ αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου Codorniu κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 23, σκέψη 19, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8949, σκέψη 49· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3259, σκέψη 29, και της 21ης Μαρτίου 2003, T-167/02, Établissements Toulorge κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, μη ακόμα δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 26).

32
Συγκεκριμένα σε ορισμένες περιστάσεις ακόμα και μια κανονιστική πράξη που εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένους εξ αυτών και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά χαρακτήρα αποφάσεως (αποφάσεις Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 23, σκέψη 13, και Codorniu κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 23, σκέψη 19, και διάταξη Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη  31 ανωτέρω, σκέψη 29).

33
Συνεπώς πρέπει να εξετασθεί εν προκειμένω αν, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας μπορεί να θεωρηθεί ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά τους προσφεύγοντες λόγω ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ’ αυτούς ή αν υπάρχει πραγματική κατάσταση που τους εξατομικεύει έναντι του κανονισμού σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο.

34
Καταρχάς πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό της προσφυγής που άσκησε ο Gonnelli ως παραγωγός και καταναλωτής ελαιολάδου.

35
Κατά πάγια νομολογία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μια πράξη το αφορά ατομικά παρά μόνο αν το θίγει λόγω ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ’ αυτό ή λόγω πραγματικής κατάστασης που το διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και ως εκ τούτου το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με τον αποδέκτη μιας απόφασης (διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2003, C-258/02 P, Bactria κατά Επιτροπής, μη ακόμα δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 34, και απόφαση Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 31, σκέψη 49).

36
Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 37), αν δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι παραδεκτή η προσφυγή ακυρώσεως που ασκεί κατά κανονισμού ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (βλ. επίσης, διάταξη του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 1996, C-87/95 P, CNPAAP κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. I-2003, σκέψη 38).

37
Εν προκειμένω οι κανόνες που περιέχει ο προσβαλλόμενος κανονισμός διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό, εφαρμόζονται σε καταστάσεις αντικειμενικά προσδιοριζόμενες και συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων θεωρουμένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

38
Ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά τον προσφεύγοντα Gonnelli, μόνον υπό την αντικειμενική ιδιότητα του καταναλωτή ή του παραγωγού και δη ακριβώς όπως και κάθε άλλο καταναλωτή ή επιχειρηματία που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα αυτό. Το γεγονός όμως ότι ένας κανονισμός επηρεάζει την έννομη κατάσταση ενός ατόμου δεν αρκεί για να το ξεχωρίσει από το σύνολο (διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, T-178/01, Di Leonardo κατά Επιτροπής, μη ακόμα δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 51).

39
Το συμπέρασμα αυτό δεν αντικρούεται από τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος P. Gonnelli, ότι δηλαδή έχει συγκεκριμένα δικαιώματα τα οποία του αφαιρεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

40
Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός που προβλέπει στο άρθρο 2 απαγόρευση της εμπορίας ελαιολάδου χύμα του ελαιοτριβείου και επιβάλλει υποχρεώσεις συσκευασίας, κλεισίματος και σήμανσης εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλες τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στην αλυσίδα παραγωγής και κατανάλωσης ελαίου είτε πρόκειται για μικρούς είτε για μεγάλους παραγωγούς ελαίου. Άρα κακώς ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνεπάγεται δεσμεύσεις μόνο για τους μικρούς παραγωγούς.

41
Ομοίως, από τον προσβαλλόμενο κανονισμό ουδόλως προκύπτει ότι βλάπτει τα συμφέροντα των καταναλωτών προκαλώντας σύγχυση όσον αφορά τον προσδιορισμό των κατηγοριών ελαίου δεδομένου ότι αντιθέτως σκοπεί την ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τον τύπο ελαιολάδου που τους προτείνεται όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλομένου κανονισμού και προστατεύει όλους τους καταναλωτές κατά τον ίδιο τρόπο.

42
Συνεπώς το στοιχείο αυτό δεν είναι ικανό να εξατομικεύσει τον P. Gonnelli έναντι των άλλων επιχειρηματιών που υπόκεινται στον προσβαλλόμενο κανονισμό, των οποίων τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις επηρεάζονται κατά τον ίδιο τρόπο.

43
Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι οι διατάξεις του κανονισμού έχουν άμεση επίπτωση στην κατάστασή του ειδικότερα διότι «προβλέπουν προαιρετικό τον προσδιορισμό της καταγωγής (άρθρο 4) και τη μνεία του ποσοστού των αναμιγμένων ελαίων (άρθρο 6) και επιτρέπουν την αναγραφή στην ετικέτα στοιχείων που δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα (άρθρο 5)» δεδομένου ότι οι θεωρήσεις αυτές ανάγονται στην ουσία της προσφυγής και δεν επηρεάζουν καθόλου το ζήτημα της εξατομίκευσης του προσφεύγοντος.

44
Εν πάση περιπτώσεις ακόμη κι αν υποτεθεί ότι τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται ακριβή κατ’ ουσίαν θα συναγόταν το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός δυσχεραίνει τον P. Gonnelli υπό την ιδιότητα του καταναλωτή όπως και κάθε άλλο καταναλωτή. Πράγματι ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει περιστάσεις βάσει των οποίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ζημία που υποστηρίζει ότι υφίσταται είναι ικανή να τον εξατομικεύσει σε σχέση με κάθε άλλο καταναλωτή που αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός όπως και τον ίδιο.

45
Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος P. Gonnelli ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός ευνοεί κατά τρόπο παράλογο και υπερβολικό τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις εις βάρος των μικρών παραγωγών αρκεί να διαπιστωθεί ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει από μόνο του να εξατομικεύσει τους προσφεύγοντες κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας. Πράγματι δεν αρκεί μια πράξη να θίγει ορισμένους επιχειρηματίες περισσότερο από τους ανταγωνιστές τους για να θεωρηθεί ότι αυτή τους αφορά ατομικά (διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1999, T-11/99, Van Parys κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-2653, σκέψεις 50 και 51). Ακόμη κι αν ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι τα μέτρα που προβλέπει ο προσβαλλόμενος κανονισμός ενδέχεται να έχουν σημαντικές οικονομικές συνέπειες γι’ αυτόν αποδεικνυόταν βάσιμος αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προκύπτουν παρόμοιες συνέπειες για τους άλλους μικρούς παραγωγούς ελαιολάδου (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, C-142/00 P, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen, Συλλογή 2003, σ. I-3483, σκέψη 77).

46
Τέλος πρέπει να διαπιστωθεί ότι το στοιχείο που επικαλείται ο προσφεύγων P. Gonnelli, ότι δηλαδή η έκβαση της προσφυγής θα μπορούσε να είναι ευνοϊκή γι’ αυτόν διά της άρσεως των παραλόγων εμποδίων στην παραγωγή των μικρομεσαίων παραγωγών, καθώς και ορισμένων κενών στην προστασία του καταναλωτή, δεν έχει καμιά σχέση με το ζήτημα αν η προσβαλλομένη πράξη αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες, αλλά ενδιαφέρει μόνο το ζήτημα του συμφέροντος, παρόντος και άμεσου του προσφεύγοντος να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, T-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2181).

47
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσφεύγων P. Gonnelli δεν βρίσκεται σε πραγματική κατάσταση που τον διακρίνει από κάθε άλλο επιχειρηματία ή κάθε άλλο καταναλωτή και ότι η προσβαλλομένη πράξη δεν τον αφορά ατομικά.

48
Όσον αφορά, δεύτερον, το παραδεκτό της προσφυγής του AIFO, πρέπει να σημειωθεί ότι μια πράξη που επηρεάζει τα γενικά συμφέροντα μιας κατηγορίας πολιτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά ένα συνεταιρισμό που συγκροτήθηκε για να προωθήσει τα συλλογικά συμφέροντα της κατηγορίας αυτής αν δεν αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά (διάταξη Schmoldt κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 29, σκέψη 84). Δεδομένου ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τον P. Gonnelli ούτε τους άλλους παραγωγούς, μέλη του συνεταιρισμού, δεν αφορά ούτε και τον συνεταιρισμό του οποίου είναι μέλη αυτοί. Εξάλλου πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο προσφεύγων συνεταιρισμός δεν προέβαλε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο επίδικος κανονισμός τον αφορά ατομικά.

49
Ομοίως, ακόμη και αν ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις όπως ο ρόλος που έπαιξε ένας συνεταιρισμός στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, μπορεί να δικαιολογήσει το παραδεκτό προσφυγής που ασκεί ο συνεταιρισμός αυτός τα μέλη του οποίου δεν αφορά ατομικά η επίδικη πράξη, ιδίως οσάκις η πράξη επηρέασε τη θέση του συνεταιρισμού ως διαπραγματευτή (βλ. κατ’ αυτή την έννοια αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψεις 21 έως 24, και της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψεις 28 έως 30· διάταξη Schmoldt κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 29, σκέψη 88), από τη δικογραφία δεν προκύπτει, ούτε εξάλλου ο προσφεύγων υποστήριξε, ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω

50
Εξ αυτών έπεται ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες κατά την έννοια της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου

51
Πρέπει πάντως να εξετασθεί μήπως, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, το συμπέρασμα αυτό πρέπει να αμφισβητηθεί λόγω της επιταγής για αποτελεσματική δικαστική προστασία.

52
Το Πρωτοδικείο παρατηρεί συναφώς ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (προαναφερθείσα σκέψη 36, σκέψη 44), η Συνθήκη ΕΚ με τα άρθρα 230 και 241 αφενός και με το άρθρο 234 αφετέρου καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα μέσων παροχής εννόμου προστασίας και διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων τον οποίον αναθέτουν στον κοινοτικό δικαστή (βλ., ομοίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23). Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα επειδή δεν μπορούν, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλλουν απευθείας κοινοτικές πράξεις γενικής ισχύος, έχουν τη δυνατότητα, αναλόγως της περιπτώσεως, να επικαλεσθούν την έλλειψη κύρους των πράξεων αυτών είτε παρεμπιπτόντως βάσει του άρθρου 241 ΕΚ ενώπιον του κοινοτικού δικαστή είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων  ζητώντας τους, δεδομένου ότι δεν είναι αρμόδια να διαπιστώνουν τα ίδια την ακυρότητα των πράξεων αυτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ 4199, σκέψη 20), να υποβάλλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

53
Εκτός του ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν πλήρες σύστημα μέσων παροχής εννόμου προστασίας και διαδικασίες που θα κατοχυρώνουν το δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι μια ερμηνεία των κανόνων περί του παραδεκτού που διατυπώνει το άρθρο 230 ΕΚ, κατά την οποία η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να κρίνεται παραδεκτή οσάκις αποδεικνύεται, αφού ο κοινοτικός δικαστής εξετάσει τους συγκεκριμένους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, ότι αυτοί δεν επιτρέπουν στο άτομο να ασκήσει προσφυγή στο πλαίσιο της οποίας θα μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος της αμφισβητούμενης κοινοτικής πράξης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η απευθείας προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν είναι δυνατή ακόμη κι αν μπορούσε να αποδειχθεί, κατόπιν συγκεκριμένης εξέτασης των εθνικών δικονομικών κανόνων από τον κοινοτικό δικαστή, ότι οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπουν στο άτομο να ασκήσει προσφυγή στο πλαίσιο της οποίας θα μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος της αμφισβητούμενης κοινοτικής πράξης (διάταξη Bactria κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 35, σκέψη 58). Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα θα απαιτούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να εξετάζει και να ερμηνεύει ο κοινοτικός δικαστής το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα που υπερακοντίζει την αρμοδιότητα που έχει στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων (απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 36, σκέψη 43).

54
Τέλος και εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο έχει κρίνει σαφώς (προαναφερθείσα απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 36), σχετικά με την προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος που επιβάλλει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ ότι ναι μεν η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651), λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες περιστάσεις που είναι ικανές να εξατομικεύσουν τον προσφεύγοντα, πλην όμως η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να καταλήξει στην εξουδετέρωση της εν λόγω προϋπόθεσης που προβλέπεται ρητά από τη Συνθήκη, διότι διαφορετικά συντρέχει υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που παρέχει αυτή στα κοινοτικά δικαστήρια.

55
Εξάλλου, ναι μεν θα μπορούσε κάλλιστα να καθιερωθεί στο μέλλον ένα σύστημα ελέγχου της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων γενικής ισχύος διαφορετικό από αυτό που καθιέρωσε η αρχική συνθήκη και το οποίο ουδέποτε τροποποιήθηκε  ως προς τις αρχές του, πλην όμως στα κράτη μέλη εναπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 48 ΕΕ να μεταρρυθμίσουν το σύστημα που ισχύει σήμερα.

56
Κατά συνέπεια οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να επικαλεσθούν το γεγονός ότι, αν η προσφυγή ακυρώσεως κριθεί απαράδεκτη, στερούνται κάθε μέσου προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους ενώπιον των δικαστηρίων πράγμα που εξάλλου δεν αποδεικνύουν.

57
Επί πλέον οι προσφεύγοντες αβασίμως υποστηρίζουν με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου ότι για να καλυφθεί αυτό το φερόμενο έλλειμμα δικαστικής προστασίας το ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να μην εφαρμόσει τις κοινοτικές πράξεις που αντιβαίνουν σε θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει το εθνικό σύνταγμα δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει του εθνικού δικαίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1195).

58
Συνεπώς η επιταγή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη δεδομένου ότι η προσβαλλομένη πράξη δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες.


Επί των δικαστικών εξόδων

59
Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, όπως ζήτησε η Επιτροπή.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)
Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)
Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικά τους έξοδα καθώς και τα έξοδα της καθής.

 

Λουξεμβούργο, 2 Απριλίου 2004.


Ο Γραμματέας    Ο Πρόεδρος

H. Jung    J. Azizi


NaN
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.