Language of document :

Προσφυγή της 2ας Σεπτεμβρίου 2010 - Duravit κ.λ κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-364/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Duravit AG (Hornberg, Γερμανία), Duravit SA (Bischwiller, Γαλλία), και Duravit BeLux BVBA (Overijse, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: R. Bechtold, U. Soltész και C. von Köckritz, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

-    να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 2 και το άρθρο 3 της αποφάσεως C(2010) 4185 τελικό της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2010, στην υπόθεση COMP/39092 - εγκαταστάσεις λουτρών, βάσει του άρθρου 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες,

-    επικουρικώς: να μειώσει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με το άρθρο 2, σημείο 9, της αποφάσεως,

-    να καταδικάσει την Επιτροπή, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της αποφάσεως της Επιτροπής C(2010) 4185 τελικό, της 23ης Ιουνίου 2010, στην υπόθεση COMP/39092 - εγκαταστάσεις λουτρών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες και σε άλλες επιχειρήσεις πρόστιμα εξαιτίας παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες συμμετείχαν σε διαρκή συμφωνία ή σε εναρμονισμένη πρακτική στον τομέα των εγκαταστάσεων λουτρών στο Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες και την Αυστρία.

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν εννέα λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προσάπτεται στην καθής ότι ουδόλως προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει συμμετοχή των προσφευγουσών σε καθορισμούς των τιμών ή σε άλλες πρακτικές που αντιβαίνουν στον ανταγωνισμό. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παρέβλεψε, κατά την ενώπιον της διαδικασία, το βάρος αποδείξεώς της και τις απαιτήσεις ως προς την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και επέβαλε στις προσφεύγουσες υπέρμετρες απαιτήσεις όσον αφορά την παροχή εξηγήσεων και αποδείξεων.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή τους απέδωσε ευθύνες για τη συνολική παράβαση όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα, εξαιτίας συμμετοχής σε υποτιθέμενες "συναντήσεις συμπράξεως" μίας γερμανικής συνομοσπονδίας για τα σχετικά προϊόντα, χωρίς να αποδείξει τη συμμετοχή τους σε συνομιλίες αφορώσες τα σχετικά προϊόντα. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν συναφώς ότι η Επιτροπή αξιολόγησε αδίκως και πάραυτα τις συζητήσεις στη γερμανική συνομοσπονδία ως αποσκοπούσες στον περιορισμό του ανταγωνισμού.

Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά κεραμικών ειδών υγιεινής. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν σχετικώς ότι η Επιτροπή αδίκως έκρινε ότι οι συζητήσεις σε μία γερμανική επαγγελματική ένωση κατασκευαστών κεραμικών αποσκοπούσαν σε καθορισμό τιμών και περιορισμό του ανταγωνισμού, καθώς επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε το δικαίωμά τους σε δίκαιη και αμερόληπτη διαδικασία, καθότι συνήγαγε εσφαλμένως ενοχοποιητικά συμπεράσματα βάσει προδήλως μη σχετικών αποδεικτικών μέσων.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι δεν συμμετείχαν σε καθορισμό των τιμών στη Γαλλία ή το Βέλγιο. Κατά την άποψή τους, η Επιτροπή αδίκως έκρινε τις συζητήσεις στις βελγικές και γαλλικές επαγγελματικές ενώσεις κατασκευαστών κεραμικών ως καθορισμό των τιμών, καθώς επίσης ότι εκτίμησε εσφαλμένως τη διάρκεια των υποτιθέμενων παραβάσεων και, επομένως, δεν εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή αδίκως έκρινε τις ενέργειες στην αγορά κρουνών, διαχωριστικών ντους, και κεραμικών ως ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι, επομένως, δεν εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν σχετικώς ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια που έχουν αναπτυχθεί νομολογιακώς ως προς την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η Επιτροπή παραβίασε κατάφωρα τα δικαιώματα τους άμυνας και το δικαίωμά τους προφορικής ακροάσεως των άρθρων 12 και 14 του κανονισμού (EΚ) 773/20041, μέσω της υπέρμετρης διάρκειας της διαδικασίας και της αντικαταστάσεως όλων των υπαλλήλων της Επιτροπής που συμμετείχαν στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως μετά το πέρας της προφορικής ακροάσεως.

Στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων 2, καθότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν ισχύουν από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δεδομένου ότι αντιβαίνουν στο άρθρο 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο υπολογισμός του προστίμου από την Επιτροπή είναι εσφαλμένος, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, τη μικρή σοβαρότητα της υποτιθέμενης συμμετοχής τους στην παράβαση, αλλά έκρινε κατά ενιαίο τρόπο τη σοβαρότητα της παραβάσεως για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Κατά την άποψη των προσφευγουσών, τούτο αντιβαίνει στην αρχή της αρχή της προσωπικής ευθύνης.

Τέλος, στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το ύψος του επιβληθέντος προστίμου αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν συμμετείχαν σε σοβαρότατες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004 σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 123, σ. 18).

2 - Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).