Language of document :

Προσφυγή της 24ης Απριλίου 2009 - Shanghai Biaowu High-Tensile Fastener και Shanghai Prime Machinery κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-170/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Shanghai Biaowu High-Tensile Fastener (Σαγκάη, Κίνα) και Shanghai Prime Machinery (Σαγκάη, Κίνα) (εκπρόσωποι: Κ. Αδαμαντόπουλος και Y. Melin, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) 91/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), καθόσον:

η προθεσμία τριών μηνών για τη γνωστοποίηση των συμπερασμάτων σχετικά με την αναγνώριση του καθεστώτος της εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν τηρήθηκε, κατά παράβαση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: βασικός κανονισμός)·

ο προσβαλλόμενος κανονισμός απορρίπτει αδικαιολόγητα το αίτημα των προσφευγουσών για την αναγνώριση του καθεστώτος της εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, πρώτο μέρος, του βασικού κανονισμού·

ο προσβαλλόμενος κανονισμός απορρίπτει αδικαιολόγητα το αίτημα των προσφευγουσών για την αναγνώριση του καθεστώτος της εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, δεύτερο μέρος, του βασικού κανονισμού·

οι περιλαμβανόμενες στον προσβαλλόμενο κανονισμό διαπιστώσεις στηρίζονται σε ανεπαρκείς πληροφορίες, κατά παράβαση του καθήκοντος προσεκτικής και αμερόληπτης εξετάσεως όλων των σχετικών πτυχών κάθε επιμέρους περιπτώσεως, όπως διασφαλίζεται από την κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών·

ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιρρίπτει στους παραγωγούς, οι οποίοι πραγματοποιούν εξαγωγές και οι οποίοι ζητούν την αναγνώριση του καθεστώτος της εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ένα βάρος αποδείξεως που δεν συνάδει προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως·

ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβαίνει τα άρθρα 1, παράγραφοι 1 και 2, 2, 3, παράγραφος 1, 5, 6, 8, 10, παράγραφος 1, 11 και 15 του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: βασικός κανονισμός για την άμυνα κατά των επιδοτήσεων) ως εκ του ότι χρησιμοποιεί την απόρριψη του αιτήματος αναγνωρίσεως του καθεστώτος της εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να προβεί σε αντιστάθμιση επιδοτήσεων·

ο προσβαλλόμενος κανονισμός παρέλειψε να προβεί σε προσαρμογή της διαφοράς που, όπως αποδείχθηκε, επηρεάζει τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού·

ο προσβαλλόμενος κανονισμός παρέλειψε, κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, να παραθέσει αιτιολογία για την επικύρωση της απορρίψεως του αιτήματος αναγνωρίσεως του καθεστώτος της εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς·

οι περιλαμβανόμενες στον προσβαλλόμενο κανονισμό διαπιστώσεις στηρίζονται σε διαδικασία που ενέχει προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, εμποδίζοντας τις προσφεύγουσες να θέσουν πράγματι υπό αμφισβήτηση, αφενός, ορισμένες διαπιστώσεις που είναι ουσιώδεις για τον υπολογισμό των δασμών και, αφετέρου, το πόρισμα της έρευνας· και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού για τους ακόλουθους λόγους:

Με τον πρώτο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι παραβιάσθηκε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού καθόσον η απόφαση για την αναγνώριση του καθεστώτος της εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ) γνωστοποιήθηκε μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από το εν λόγω άρθρο προθεσμίας τριών μηνών και αφού η Επιτροπή διέθετε όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες για να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ των προσφευγουσών.

Με τον δεύτερο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβαίνει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού καθόσον απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών για την αναγνώριση του ΚΟΑ μολονότι οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι λαμβάνουν τις σχετικές με την επιχειρηματική δραστηριότητα αποφάσεις τους ανταποκρινόμενες απλώς και μόνο στις ενδείξεις της αγοράς, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση. Κατά τις προσφεύγουσες, ο προσβαλλόμενος κανονισμός παρέλειψε να εντοπίσει οποιοδήποτε περιστατικό που να καταδεικνύει την ύπαρξη οποιασδήποτε κρατικής παρεμβάσεως πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά την περίοδο έρευνας. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες διατείνονται, με τον τρίτο ισχυρισμό τους, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβαίνει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού καθόσον απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών για την αναγνώριση του ΚΟΑ αφότου οι προσφεύγουσες είχαν ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που έφεραν και είχαν αποδείξει ότι οι δαπάνες για τα σημαντικότερα εισαγόμενα προϊόντα αντιστοιχούν στην αγοραία αξία.

Με τον τέταρτο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως δεν αποτέλεσαν αντικείμενο προσεκτικής και αμερόληπτης εξετάσεως. Ακριβέστερα, το συμπέρασμα ότι οι τιμές των ακατέργαστων πρώτων υλών στην Κίνα αποτελούσαν αντικείμενο στρεβλώσεως λόγω χορηγήσεως επιδοτήσεων, το οποίο αποτέλεσε τον λόγο που δικαιολόγησε το να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αγόραζαν τα εισαγόμενα προϊόντα σε αγοραία αξία, στηρίχθηκε σε ανεπαρκείς πληροφορίες και η Επιτροπή δεν εκτίμησε προσηκόντως τα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τον τομέα της χαλυβουργίας στην Κίνα.

Με τον πέμπτο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβιάζει γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και ιδίως την αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται, επίσης, στο άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθόσον επιρρίφθηκε σ' αυτές ένα μη εύλογο βάρος αποδείξεως, δυνάμει του οποίου αυτές όφειλαν να αποδείξουν ότι επικρατούν συνθήκες οικονομίας της αγοράς, όπως απαιτεί το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

Με τον έκτο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβαίνει τον βασικό κανονισμό για την άμυνα κατά των επιδοτήσεων καθόσον χρησιμοποίησε, όπως υποστηρίζεται, την απόρριψη του αιτήματος για την αναγνώριση του ΚΟΑ στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ προκειμένου να προβεί σε αντιστάθμιση επιδοτήσεων, πράγμα το οποίο μπορούσε να τελεσθεί μόνο στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού για την άμυνα κατά των επιδοτήσεων, έπειτα από προσήκουσα έρευνα.

Με τον όγδοο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν υφίσταται νομική βάση για την άρνηση να γίνει προσαρμογή στην κανονική αξία, άρνηση η οποία στηρίζεται στο επιχείρημα ότι η τιμή των ακατέργαστων πρώτων υλών έχει αποτελέσει αντικείμενο στρεβλώσεως, αντιθέτως προς τους λόγους που προέβαλε το κοινοτικό όργανο προκειμένου να απορρίψει το αίτημά τους για προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο ι΄, του βασικού κανονισμού.

Με τον ένατο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, με το οριστικό έγγραφο γνωστοποίησης διά του οποίου προτείνεται η επιβολή οριστικών μέτρων, η Επιτροπή απλώς αναδιατύπωσε και επανέλαβε το ίδιο επιχείρημα που είχε χρησιμοποιήσει και στο έγγραφο γνωστοποίησης σχετικά με την αναγνώριση του ΚΟΑ, χωρίς να προβεί σε ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν και χωρίς να παραθέσει αιτιολογία για την απόρριψη. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός ουδόλως παρέθεσε αιτιολογία για την επικύρωση της απορρίψεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες.

Τέλος, με τον τελευταίο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα δικαιώματα άμυνάς τους αποτέλεσαν αντικείμενο προσβολής, καθόσον δεν παρασχέθηκε σ' αυτές πρόσβαση σε ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και των περιθωρίων ντάμπινγκ.

____________