Language of document : ECLI:EU:T:2009:90

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 31ης Μαρτίου 2009 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κοινοτική αγορά δοκών χάλυβα – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ, κατόπιν της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Καταλογισμός της παράνομης συμπεριφοράς – Παραγραφή – Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑405/06,

ArcelorMittal Luxembourg SA, πρώην Arcelor Luxembourg SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

ArcelorMittal Belval & Differdange SA, πρώην Arcelor Profil Luxembourg SA, με έδρα το Esch-sur-Alzette (Λουξεμβούργο),

ArcelorMittal International SA, πρώην Arcelor International SA, με έδρα το Λουξεμβούργο,

εκπροσωπούμενες από τον A. Vandencasteele, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους X. Lewis και F. Arbault,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C (2006) 5342 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 [ΑΧ] επί συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών των ευρωπαίων παραγωγών δοκών χάλυβα (Υπόθεση COMP/F/38.907 – Δοκοί χάλυβα),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, D. Šváby και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Νοεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ

1        Το άρθρο 65 ΑΧ ορίζει τα εξής:

«1.      Απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που τείνουν εντός της κοινής αγοράς, άμεσα ή έμμεσα, να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, και ιδιαίτερα:

α)      να καθορίζουν ή να προσδιορίζουν τις τιμές·

β)      να περιορίζουν ή να ελέγχουν την παραγωγή, την τεχνολογική ανάπτυξη ή τις επενδύσεις·

γ)      να κατανέμουν τις αγορές, τα προϊόντα, τους πελάτες ή τις πηγές εφοδιασμού.

[…]

4.      Οι δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου απαγορευμένες συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν δύναται να γίνει επίκλησή τους ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου των κρατών μελών.

Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, με την επιφύλαξη των προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου, να αποφαίνεται αν οι εν λόγω συμφωνίες ή αποφάσεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

5.      Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στις επιχειρήσεις που συνάπτουν αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή εφαρμόζουν, ή επιχειρούν να εφαρμόσουν, μέσω διαιτησίας, ποινικής ρήτρας, εμπορικού αποκλεισμού ή με κάθε άλλο μέσο μια αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή απόφαση, ή συμφωνία, η έγκριση για την οποία δεν εχορηγήθη ή ανεκλήθη, ή επιτυγχάνουν μια άδεια μέσω ενσυνειδήτως ψευδών ή απατηλών πληροφοριών, ή επιδίδονται σε πρακτική αντίθετη προς τις διατάξεις της παραγράφου 1, πρόστιμα και χρηματικές ποινές μέχρι του διπλασίου του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της αντίθετης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής. Αν όμως αντικείμενο της συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής είναι ο περιορισμός της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, το ανώτατο αυτό όριο δύναται να αυξηθεί μέχρι 10 τοις εκατό του ετησίου κύκλου εργασιών των εν λόγω επιχειρήσεων, εφόσον πρόκειται για πρόστιμο, και μέχρι 20 τοις εκατό του ημερησίου κύκλου εργασιών εφόσον πρόκειται για χρηματικές ποινές.»

2        Σύμφωνα με το άρθρο 97 ΑΧ, η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε στις 23 Ιουλίου 2002.

 Διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ

3        Κατά το άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ:

«Η παρούσα Συνθήκη δεν τροποποιεί τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών, τις εξουσίες των οργάνων της Κοινότητας αυτής και τις διατάξεις της περί της λειτουργίας της κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα.»

 Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού λόγω λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

4        Στις 18 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετική με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ C 152, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση της 18ης Ιουνίου 2002).

5        Με το σημείο 2 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002 διευκρινίζεται ότι σκοπός της είναι:

«–       να συνοψισθούν προς όφελος των παραγόντων της οικονομίας και των κρατών μελών, στον βαθμό που τα αφορά η Συνθήκη ΕΚΑΧ και το συναφές παράγωγο δίκαιο, οι πλέον σημαντικές μεταβολές που θα προκύψουν σε σχέση με την εφαρμοστέα ουσιαστική και διαδικαστική νομοθεσία συνεπεία της μετάβασης στο καθεστώς ΕΚ […],

–        να εξηγηθεί πώς η Επιτροπή σκοπεύει να ρυθμίσει κάποια ειδικά ζητήματα που ανακύπτουν εξ αιτίας της μετάβασης από το καθεστώς ΕΚΑΧ στο καθεστώς ΕΚ στους τομείς της προστασίας του ανταγωνισμού [...], του ελέγχου των συγκεντρώσεων [...] και του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων [...]».

6        Το σημείο 31 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα που αφορά τα ειδικά ζητήματα που θέτει η μετάβαση από το καθεστώς ΕΚΑΧ στο καθεστώς ΕΚ, έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση που η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων ανταγωνισμού ως προς δεδομένη συμφωνία, διαπιστώνει κάποια παράβαση σε τομέα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ, εφαρμοστέες θα είναι οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης των γεγονότων που συνιστούν την παράβαση, χωρίς να έχει σημασία ο χρόνος κατά τον οποίο εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις. Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, εφαρμοστέα μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ θα είναι η νομοθεσία της ΕΚ [...]».

 Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

7        Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), προβλέπει ότι «[γ]ια την εφαρμογή των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], η Επιτροπή διαθέτει τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό».

8        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 έχει ως εξής:

«Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ], δύναται να υποχρεώσει με απόφασή της τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να θέσουν τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση […]. Εφόσον έχει σχετικό έννομο συμφέρον, η Επιτροπή μπορεί επίσης να διαπιστώνει ότι η παράβαση έχει διαπραχθεί στο παρελθόν.»

9        Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει, με απόφασή της, πρόστιμα σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβούν τις διατάξεις του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ.

 Διατάξεις σχετικές με την παραγραφή των παραβάσεων

10      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 715/78/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 1978, περί της παραγραφής σε θέματα διώξεως και εκτελέσεως στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 107), και το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το δικαίωμα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε πενταετή παραγραφή.

11      Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 715/78 και με το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την ημέρα που διαπράχθηκε η παράβαση. Ωστόσο, για τις διαρκείς ή τις κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις, η παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την ημέρα που τερματίστηκε η παράβαση.

12      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 715/78 και κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή διακόπτεται με κάθε πράξη της Επιτροπής σχετική με τη διερεύνηση ή τη δίωξη της παραβάσεως. Η διακοπή της παραγραφής επέρχεται κατά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξης σε μια τουλάχιστον επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση. Πράξεις που διακόπτουν την παραγραφή συνιστούν ιδίως:

–        οι γραπτές αιτήσεις της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή απαιτεί τις πληροφορίες που ζητήθηκαν·

–        τα γραπτά εντάλματα ελέγχου που η Επιτροπή χορηγεί στους υπαλλήλους της καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή διατάσσει τη διενέργεια ελέγχων·

–        η κίνηση διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής και

–        η ανακοίνωση των αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής.

13      Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 715/78 και με το άρθρο 25, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η διακοπή της παραγραφής ισχύει έναντι όλων των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.

14      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή αρχίζει να τρέχει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή. Ωστόσο, η παραγραφή επέρχεται το αργότερο την ημερομηνία παρελεύσεως προθεσμίας ίσης με το διπλάσιο της προθεσμίας παραγραφής, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή δεν έχει επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στον χρόνο αναστολής της παραγραφής.

15      Σύμφωνα με το άρθρο 3 της αποφάσεως 715/78 και με το άρθρο 25, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή των παραβάσεων αναστέλλεται καθ’ όσον χρόνο η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο εκκρεμοδικίας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

 Ιστορικό της διαφοράς

16      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι δραστηριότητες της ARBED SA αφορούσαν την παρασκευή προϊόντων σιδήρου και χάλυβα. Έκτοτε, η ARBED SA μετέβαλε την εταιρική της επωνυμία αρχικώς σε Arcelor Luxembourg SA και ακολούθως σε ArcelorMittal Luxembourg SA (στο εξής: ARBED ).

17      Κατά τον ίδιο χρόνο, η TradeARBED SA, θυγατρική της ARBED κατά 100 %, είχε ως δραστηριότητα τη διανομή των προϊόντων σιδήρου και χάλυβα που παρήγε η ARBED. Έκτοτε, η TradeARBED SA μετέβαλε την εταιρική της επωνυμία αρχικώς σε Arcelor International SA και ακολούθως σε ArcelorMittal International SA (στο εξής: TradeARBED).

18      Η ProfilARBED SA συστάθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1992, ως θυγατρική της ARBED κατά 100 %, για να αναλάβει τις οικονομικές και βιομηχανικές δραστηριότητες της ARBED στον τομέα των δοκών χάλυβα. Έκτοτε, η ProfilARBED SA μετέβαλε την εταιρική της επωνυμία αρχικώς σε Arcelor Profil Luxembourg SA και ακολούθως σε ArcelorMittal Belval & Differdange SA (στο εξής: ProfilARBED).

19      Το 1991, η Επιτροπή διενήργησε, δυνάμει αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 47 ΑΧ, ελέγχους στα γραφεία διαφόρων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και η TradeARBED. Στις 6 Μαΐου 1992, απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν η TradeARBED, όχι όμως η ARBED. Η TradeARBED μετέσχε επίσης σε μια ακρόαση που πραγματοποιήθηκε από τις 11 έως 14 Ιανουαρίου 1993.

20      Με την απόφαση 94/215/ΕΚΑΧ, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 [ΑΧ] όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1, στο εξής: αρχική απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεκαεπτά ευρωπαϊκές χαλυβουργικές επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν η TradeARBED, μετείχαν σε σειρά συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών περί καθορισμού των τιμών, κατανομής των αγορών και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την κοινοτική αγορά δοκών χάλυβα κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΑΧ και επέβαλε πρόστιμα σε δεκατέσσερις επιχειρήσεις του τομέα αυτού, μεταξύ των οποίων και η ARBED (11 200 000 ECU), για παραβάσεις που διέπραξαν μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1988 και της 31ης Δεκεμβρίου 1990.

21      Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 322 της αρχικής αποφάσεως:

«Μόνον η TradeARBED συμμετείχε στις διάφορες [συμφωνίες] και [πρακτικές]. Ωστόσο, η TradeARBED είναι μια εταιρία πωλήσεων που εμπορεύεται, μεταξύ άλλων, δοκούς [έναντι] προμηθειών [για λογαριασμό] της μητρικής της εταιρίας ARBED SA. Η TradeARBED [εισπράττει] μικρό ποσοστό [επί] της τιμής πώλησης για τις υπηρεσίες που παρέχει. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην ARBED SA, την εταιρία παραγωγής δοκών του ομίλου ARBED, και ο κύκλος εργασιών από τα σχετικά προϊόντα είναι ο κύκλος εργασιών της ARBED και όχι της TradeARBED.»

22      Με την απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999, T‑137/94, ARBED κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑303), το Πρωτοδικείο απέρριψε κατά μεγάλο μέρος την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η ARBED κατά της αρχικής αποφάσεως, μειώνοντας εντούτοις το ποσό του επιβληθέντος με το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως προστίμου σε 10 000 000 ευρώ.

23      Με την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑176/99 P, ARBED κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑10687), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου και ακύρωσε την αρχική απόφαση, κατά το μέτρο που αφορούσε την ARBED. Κατά τις σκέψεις 21 έως 24 της αποφάσεως του Δικαστηρίου:

«21      Ενόψει της σημασίας της, η [ανακοίνωση] των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβητήσεως το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 P και C-396/96 P, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-1365, σκέψεις 143 και 146).

22      Δεν αμφισβητείται ότι εν προκειμένω η [ανακοίνωση] των αιτιάσεων δεν διευκρίνιζε [ότι μπορούσαν να επιβληθούν πρόστιμα] στην [ARBED]. Επιπλέον, όπως υπογράμμισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η [ARBED] δεν ήταν ο αποδέκτης της [ανακοινώσεως] των αιτιάσεων και για τον λόγο αυτό δεν της αναγνωρίστηκε το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο.

23      Καίτοι δεν αμφισβητείται ότι η [ARBED] έλαβε γνώση της απευθυνθείσας στη θυγατρική της TradeARBED [ανακοινώσεως] των αιτιάσεων και της συνέχειας που δόθηκε στην κινηθείσα εις βάρος της δεύτερης διαδικασία, εκ του στοιχείου αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι δεν [προσβλήθηκαν] τα δικαιώματα άμυνας της [ARBED]. Πράγματι, μέχρι την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας, επικρατούσε σύγχυση ως προς το νομικό πρόσωπο στο οποίο επρόκειτο να επιβληθούν τα πρόστιμα, σύγχυση που μόνον μία νέα, νομοτύπως απευθυνόμενη προς την [ARBED], [ανακοίνωση] αιτιάσεων θα ήταν δυνατό να εξαλείψει.

24      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο συνήγαγε εσφαλμένως, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως ότι η μη κοινοποίηση των αιτιάσεων στην [ARBED] δεν ήταν ικανή να [επισύρει] την ακύρωση τής, στο μέτρο που την αφορά, επίδικης αποφάσεως λόγω προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας.»

24      Κατόπιν της αναιρέσεως, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει εκ νέου διαδικασία σε σχέση με την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά που είχε αποτελέσει το αντικείμενο της αρχικής αποφάσεως. Στις 8 Μαρτίου 2006, απηύθυνε στις ARBED, TradeARBED και ProfilARBED (στο εξής καλούμενες, από κοινού, προσφεύγουσες) μια ανακοίνωση αιτιάσεων, προκειμένου να τις ενημερώσει για την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση με την οποία θα έκρινε ότι ευθύνονται αλληλεγγύως για τις επίμαχες παραβάσεις. Οι προσφεύγουσες απάντησαν στην εν λόγω ανακοίνωση στις 20 Απριλίου 2006.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

25      Στις 8 Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2006) 5342 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 [ΑΧ] επί συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών των ευρωπαίων παραγωγών δοκών χάλυβα (Υπόθεση COMP/F/38.907 – Δοκοί χάλυβα) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Σεπτεμβρίου 2008 (ΕΕ C 235, σ. 4).

26      Το προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και ιδίως το άρθρο της 65,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό [1/2003], και ιδίως τα άρθρα του 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2,

[…]».

27      Όσον αφορά τις έννομες συνέπειες από τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, στις 23 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή επισήμανε με την αιτιολογική σκέψη 292 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η λήξη αυτή δεν συνεπαγόταν την απώλεια της αρμοδιότητάς της να επιβάλλει πρόστιμα για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού στους τομείς που αφορά η εν λόγω Συνθήκη. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 293 έως 295 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωση αυτή στο γεγονός ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ και η Συνθήκη ΕΚ συνιστούν τμήμα μιας ενιαίας έννομης τάξεως, θεμέλιο της οποίας είναι οι Συνθήκες περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διαφόρων Κοινοτήτων. Παρέπεμψε, ειδικότερα, στη γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1991 (Συλλογή 1991, σ. I‑6079, σκέψη 21), καθώς και στο άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο καθιερώνει μια σχέση «γενικού κανόνα δικαίου προς ειδικό κανόνα δικαίου» [lex generalis/lex specialis] μεταξύ των Συνθηκών ΕΚ και ΕΚΑΧ. Η Επιτροπή κατέληξε επομένως ότι, από τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οι τομείς που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ.

28      Όσον αφορά την αρμοδιότητά της να εφαρμόζει τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ, μετά τη λήξη της ισχύος της, επί παραβάσεων που είχαν διαπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή και ειδικότερα σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή παρέπεμψε με τις αιτιολογικές σκέψεις 297 και 298 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σημείο 31 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002, για να υπογραμμίσει ότι πρέπει να γίνεται, συναφώς, διάκριση μεταξύ των διαδικαστικών και των ουσιαστικών κανόνων. Συναφώς, οι αιτιολογικές σκέψεις 299 έως 301 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«299.          Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τα διαδικαστικά ζητήματα, αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, την οποία επαναλαμβάνει η ανακοίνωση [της 18ης Ιουνίου 2002] και έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο με τις [αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9, και της 6ης Ιουλίου 1993, C‑121/91 και C‑122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3873, σκέψη 22], ότι εφαρμοστέοι διαδικαστικοί κανόνες είναι εκείνοι που ισχύουν κατά τον χρόνο που ελήφθη το οικείο μέτρο. Επίσης, η ίδια αρχή επιτάσσει, μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, να εφαρμόζονται οι ισχύοντες διαδικαστικοί κανόνες της Συνθήκης ΕΚ. Επομένως, η [προσβαλλόμενη απόφαση] εκδόθηκε σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, και ιδίως με τον κανονισμό [1/2003]. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει […] ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια να διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού εκ μέρους των επιχειρήσεων. Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επιβάλλει πρόστιμα σε περιπτώσεις τέτοιων παραβάσεων.

300.      Όσον αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την παρούσα απόφαση, αυτή απορρέει από το γεγονός ότι, εντός της ενιαίας έννομης τάξεως, το άρθρο 81 ΕΚ, ως γενικός κανόνας δικαίου, διαδέχεται το 65 [ΑΧ], ως ειδικό κανόνα δικαίου, κατόπιν της λήξης ισχύος της Συνθήκης αυτής. Δεδομένου ότι, αφενός, οι ουσιαστικοί αυτοί κανόνες έχουν παρόμοιο περιεχόμενο εντός των ορίων που θέτει στον σχετικό δικαστικό έλεγχο το προβλεπόμενο με το άρθρο 81 ΕΚ κριτήριο του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και, αφετέρου, η Επιτροπή είναι το αρμόδιο κοινοτικό όργανο για την εφαρμογή των δύο αυτών κανόνων υπό αμφότερες τις Συνθήκες […], η διαδοχή των κανόνων συνεπάγεται ότι η Επιτροπή είναι επίσης αρμόδια, δυνάμει των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού [1/2003], να κινήσει διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 [ΑΧ], προκειμένου να διαπιστώσει τυχόν παράβαση του άρθρου αυτού, να θέσει τέρμα στην τυχόν διαπιστωθείσα παράβαση και να επιβάλει πρόστιμο ως κύρωση.

301.      Ακολούθως, όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, την οποία επαναλαμβάνει η ανακοίνωση [της 18ης Ιουνίου 2002] και έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο με τις [προαναφερθείσες αποφάσεις Salumi κ.λπ, σκέψη 9, και CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, σκέψη 22], ότι εφαρμοστέος ουσιαστικός κανόνας είναι εκείνος που ίσχυε όταν διαπράχθηκε η παράβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο θα εφαρμοσθεί, υπό την επιφύλαξη της αρχής της αναδρομικής ποινής της ελαφρότερης ποινής [lex mitior], την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε με την [απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, Berlusconi κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑3565, σκέψη 69], εφόσον αυτή τυγχάνει εφαρμογής σε διαδικασίες επιβολής διοικητικών προστίμων για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού […]».

29      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 302 έως 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ ήταν σύμφωνη με την αρχή lex mitior.

30      Τέλος, με τις αιτιολογικές σκέψεις 305 και 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, προς αμφισβήτηση της αρμοδιότητάς της να εκδώσει την απόφαση αυτή.

31      Όσον αφορά τον προσδιορισμό των τριών νομικών προσώπων-αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως κατονομάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 455, η Επιτροπή εξέθεσε τα εξής με την αιτιολογική σκέψη 2:

«Από τις εταιρίες στις οποίες αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 1, η [TradeARBED] μετείχε, κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, [ΑΧ], σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών. […] Οι [ARBED] και [ProfilARBED] ευθύνονται αλληλεγγύως με την [TradeARBED] για τις παραβάσεις αυτές, καθόσον όλες οι εν λόγω εταιρίες ανήκουν στην ίδια επιχείρηση με επικεφαλής, αρχικώς, την [ARBED] και, ακολούθως, την Arcelor SA.»

32      Η Επιτροπή υπενθύμισε εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι απηύθυνε την ανακοίνωση των αιτιάσεων «όχι μόνο στη νομική οντότητα που μετείχε ευθέως στην παράβαση, ήτοι την [TradeARBED], αλλά και στις δύο άλλες νομικές οντότητες που αποτελούν μέρη της ίδιας οικονομικής ενότητας, ήτοι τις [ARBED] και [ProfilARBED], στις οποίες θα μπορούσε να καταλογισθεί η συμπεριφορά της [TradeARBED]».

33      Όσον αφορά ειδικότερα την ARBED, η Επιτροπή εξήγησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 458 και 460 έως 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τον καταλογισμό της παραβάσεως ως εξής:

«458. Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, από της συγκεντρώσεως των εταιριών [ARBED], Usinor και Aceralia στον όμιλο Arcelor το 2001 […], ο όμιλος του οποίου ηγείτο η [ARBED] δεν υφίσταται πλέον υπό τη μορφή που είχε κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

[…]

460.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου [απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 29)], όταν μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, η Επιτροπή μπορεί θεμιτώς να συναγάγει ότι η μητρική εταιρία έχει ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της.

461.      Όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου καταλογισμού ευθύνης, τονίζεται κατ’ αρχάς ότι η απαγόρευση του άρθρου 65, παράγραφος 1, [ΑΧ], όπως και εκείνη του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ], αφορά ιδίως τις “επιχειρήσεις”. Προκύπτει όμως από τη νομολογία του Πρωτοδικείου [βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, T-11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-757] ότι ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ νοείται κάθε οικονομική οντότητα συνιστάμενη σε μια ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, και ικανή να διαπράξει μια από τις παραβάσεις στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή (βλ. επίσης απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm, Συλλογή 1984, σ. 2991, σκέψη 11, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, Τ-102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-17, σκέψη 50, που επιβεβαιώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-73/95 Ρ, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-5457, σκέψεις 15 έως 18).

462.      Εν προκειμένω, η [TradeARBED] είναι θυγατρική της [ARBED] κατά 100 %. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-137/94, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας διευκρίνισε ότι η [TradeARBED] είναι μια εταιρία πωλήσεων η οποία διανέμει τα προϊόντα σιδήρου και χάλυβα, και ιδίως τις δοκούς, που παράγει η [ARBED] […] Επιπλέον, η εταιρική έδρα της [ARBED] βρισκόταν στην ίδια διεύθυνση με εκείνη της [TradeARBED], και οι δύο εταιρίες είχαν το ίδιο τηλεφωνικό κέντρο και τον ίδιο αριθμό τηλετύπου. Ο δικηγόρος της [TradeARBED] συστηνόταν ως σύμβουλος της [ARBED] και της [TradeARBED] αδιακρίτως. Δύο εκπρόσωποι της [ARBED] συνέδραμαν την [TradeARBED] κατά την ακρόαση που πραγματοποιήθηκε από τις 11 έως τις 14 Ιανουαρίου 1993 [προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999 ARBED κατά Επιτροπής, σκέψεις 96 και 97]. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά της [TradeARBED] στην αγορά των δοκών χάλυβα εξηρτάτο από τη μητρική της εταιρία, δηλαδή την [ARBED]. Μάλιστα, κατά τον χρόνο που διαπράχθηκαν οι παραβάσεις, οι εγκαταστάσεις παραγωγής των δοκών χάλυβα, που είναι το επίδικο προϊόν στην υπό κρίση υπόθεση, ανήκαν στην [ARBED]. Δεν χωρεί επομένως αμφιβολία ότι η [ARBED] ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της [TradeARBED].

463.      Με τις απαντήσεις τους στην από 8 Μαρτίου 2006 ανακοίνωση των αιτιάσεων, τα νομικά πρόσωπα-αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή της [ARBED] στην παράβαση, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή κυρώσεων σε αυτή. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η τυχόν επιβολή κυρώσεων τόσο στην [TradeARBED] όσο και στην [ARBED] με την παρούσα απόφαση θα οδηγούσε συμπεράσματα “εντελώς αντιφατικά και ασυμβίβαστα” προς εκείνα που συνήγαγε η Επιτροπή με την [αρχική απόφαση].

464.      Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η [TradeARBED] μετείχε ευθέως και με συγκεκριμένο τρόπο στην παράβαση δεν αποκλείει την ευθύνη της μητρικής της εταιρίας η οποία την επηρέαζε αποφασιστικά. Ακολούθως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή καταλήγει με την παρούσα απόφαση ότι, μολονότι μόνον η [TradeARBED] μετείχε ευθέως στις επίμαχες παραβάσεις, εντούτοις, όπως έκρινε η Επιτροπή και με την [αρχική απόφαση], η συμπεριφορά της [TradeARBED] μπορεί να καταλογισθεί στην [ARBED] λόγω της αποφασιστικής επιρροής που αυτή ασκούσε επί της θυγατρικής της. Έτσι, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Επιτροπή με την παρούσα απόφαση δεν είναι σε καμία περίπτωση αντιφατικά ή ασυμβίβαστα προς εκείνα που συνήγαγε με την [αρχική απόφαση].

465.      Τα νομικά πρόσωπα-αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως θεωρούν επίσης ότι η Επιτροπή θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αν, στο πλαίσιο του προσδιορισμού των προσώπων στα οποία θα καταλογισθεί η παράβαση με την παρούσα απόφαση, αντικαθιστούσε το κριτήριο της συμμετοχής στην παράβαση, που χρησιμοποίησε σε σχέση με τις επιχειρήσεις-μέλη της συμπράξεως για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την [αρχική απόφαση], με εκείνο της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία.

466.      Συναφώς, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή εξέθεσε με σαφήνεια στην αιτιολογική σκέψη 322 της [αρχικής αποφάσεως], ότι: “Μόνον η TradeARBED συμμετείχε στις διάφορες [συμφωνίες] και [πρακτικές]. Ωστόσο, η TradeARBED είναι μια εταιρία πωλήσεων που εμπορεύεται, μεταξύ άλλων, δοκούς [έναντι] προμηθειών [για λογαριασμό] της μητρικής της εταιρίας ARBED SA. Η TradeARBED [εισπράττει] μικρό ποσοστό [επί] της τιμής πώλησης για τις υπηρεσίες που παρέχει. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην ARBED SA, την εταιρία παραγωγής δοκών του ομίλου ARBED, και ο κύκλος εργασιών από τα σχετικά προϊόντα είναι ο κύκλος εργασιών της ARBED και όχι της TradeARBED”. Όσον αφορά τις άλλες επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την [αρχική απόφαση], η Επιτροπή καταλόγισε την ευθύνη σύμφωνα με το εξής κριτήριο: “Όταν περισσότερες από μία εταιρείες ενός ομίλου έχουν συνεργήσει στις προαναφερόμενες παραβάσεις, η απόφαση αυτή απευθύνεται στην εταιρεία παραγωγής επειδή οι εταιρείες παραγωγής είναι εκείνες που ωφελούνται περισσότερο από την κοινοποίηση πληροφοριών για τις τιμές και τις ποσότητες παραγωγής”[αρχική απόφαση, αιτιολογική σκέψη 319].

467.      Κατά πάγια νομολογία [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1993, C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 και C-125/85 έως C-129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-1307), και της 13ης Απριλίου 2000, C-292/97, Karlsson κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-2737, σκέψη 39)· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T-228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-435, σκέψη 272), και της 5ης Απριλίου 2006, T-351/02, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-1047)], “η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις, πράγμα που έχει ως συνέπεια ορισμένοι επιχειρηματίες να ζημιώνονται σε σχέση με άλλους, εφόσον βεβαίως μια τέτοια μεταχείριση δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους”.

468.      Εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η επιλογή της Επιτροπής να εφαρμόσει ένα αντικειμενικό κριτήριο, ήτοι το ποιες είναι οι εταιρίες παραγωγής δοκών χάλυβα, προκειμένου να καθορίσει τις επιχειρήσεις στις οποίες θα καταλογισθούν οι παραβάσεις. Συνεπώς, μπορεί να τονισθεί a contrario ότι, αν τυχόν η Επιτροπή καταλόγιζε την παράβαση που επισύρει πρόστιμο αποκλειστικώς και μόνο βάσει του κριτηρίου της απευθείας συμμετοχής σε αυτήν και, ως εκ τούτου, υπολόγιζε το πρόστιμο βάσει του κύκλου εργασιών της [TradeARBED], η οποία εισπράττει μικρό μόνον ποσοστό επί της τιμής πωλήσεως για τις υπηρεσίες που παρέχει, αντιθέτως προς ό,τι συμβαίνει με τις λοιπές επιχειρήσεις στις οποίες επέβαλε πρόστιμο με την [αρχική της απόφαση], τούτο θα ισοδυναμούσε με δυσμενή μεταχείριση των λοιπών αυτών επιχειρήσεων. Επομένως, οι επιχειρήσεις-αποδέκτριες της παρούσας αποφάσεως δεν μπορούν βασίμως να ισχυρισθούν ότι παραβιάσθηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις.»

34      Όσον αφορά ειδικότερα την ProfilARBED, η Επιτροπή δικαιολόγησε τον καταλογισμό της παραβάσεως ως εξής, με τις αιτιολογικές σκέψεις 470 έως 472 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«470.          Η [ProfilARBED] συστάθηκε τον Νοέμβριο του 1992, ως θυγατρική της [ARBED] κατά 100 %, και οι εγκαταστάσεις παραγωγής επιμήκων προϊόντων από ανθρακούχο χάλυβα, περιλαμβανομένων των δοκών […], μεταβιβάσθηκαν από την [ARBED] στην [ProfilARBED]. Συνεπώς, η [ProfilARBED] συνέχισε τις βιομηχανικές και οικονομικές δραστηριότητες της [ARBED], η οποία έπαυσε να ασχολείται με την παραγωγή ανθρακούχου χάλυβα κατόπιν της μεταβιβάσεως αυτής […].

471.      Καθόσον η [ProfilARBED] είναι ο οικονομικός διάδοχος της [ARBED] όσον αφορά τις βιομηχανικές και εμπορικές της δραστηριότητες στον τομέα των δοκών χάλυβα εντός του ομίλου του οποίου ηγείται η [ARBED] (ο οποίος κατέστη εν συνεχεία όμιλος Arcelor), η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να κινήσει διαδικασία κατά της [ProfilARBED] λόγω ευθύνης της για τις επίμαχες εν προκειμένω παραβάσεις.

472.      Πράγματι, στην υπόθεση “Ciment” [απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 354 έως 361)], το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε μια εταιρία ως υπεύθυνη για τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες μιας άλλης εταιρίας, που ανήκε στον ίδιο όμιλο και της οποίας οι οικονομικές δραστηριότητες στον τομέα του τσιμέντου είχαν μεταβιβασθεί στην πρώτη εταιρία. Κατά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι η δεύτερη εταιρία εξακολουθούσε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο μετά τη μεταβίβαση ουδόλως αναιρούσε το συμπέρασμα αυτό. Σύμφωνα με τα όσα έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση “Ciment”, δεδομένου ότι η [ProfilARBED] διαδέχθηκε την [ARBED] στις βιομηχανικές και οικονομικές της δραστηριότητες στον τομέα της παραγωγής δοκών χάλυβα, η ευθύνη για τις επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση παραβάσεις μπορεί να καταλογισθεί στην [ProfilARBED]. Το γεγονός ότι η [ARBED] εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο δεν ανατρέπει τη διαπίστωση αυτή. Επιπλέον, οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα καθιστούσε δυνατή την καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, καθόσον οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποφύγουν να αναλάβουν την ευθύνη για παραβάσεις τις οποίες έχουν διαπράξεις, μεταβιβάζοντας τις επίδικες δραστηριότητες σε μια άλλη εταιρία του ιδίου ομίλου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η παρούσα απόφαση απευθύνεται και στην [ProfilARBED].»

35      Όσον αφορά την ενδεχόμενη παραγραφή του δικαιώματός της να επιβάλει πρόστιμα, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής, με τις αιτιολογικές σκέψεις 446 έως 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«446.          Προκειμένου να καθορισθούν οι εφαρμοστέοι στην υπό κρίση υπόθεση κανόνες περί παραγραφής όσον αφορά την επιβολή προστίμων, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν οι κανόνες περί παραγραφής είναι διαδικαστικής φύσεως, με συνέπεια να τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού [1/2003], ή αν είναι ουσιαστικής φύσεως, με συνέπεια να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της [αποφάσεως 715/78], καθόσον οι οικείες διατάξεις [των δύο αυτών νομοθετημάτων] κατ’ ουσίαν ταυτίζονται […]

447.      […] Η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στον τομέα των δοκών από χάλυβα στις 16, 17 και 18 Ιανουαρίου 1991, ημερομηνία κατά την οποία φρονεί ότι η παράβαση τερματίστηκε. Στις 6 Φεβρουαρίου 1992, η Επιτροπή απηύθυνε στην [TradeARBED] ανακοίνωση των αιτιάσεων. Στη συνέχεια, απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών τόσο στην [TradeARBED] όσο και στη νομική υπηρεσία της [ARBED], μεταξύ άλλων στις 26 Νοεμβρίου 1993, ζητώντας από την [ARBED] να της κοινοποιήσει τον κύκλο εργασιών της από τις πωλήσεις που πραγματοποίησε εντός της ΕΚΑΧ από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1993. Στις 16 Φεβρουαρίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε την [αρχική απόφαση] με την οποία επέβαλε πρόστιμο στην [ARBED] για τη συμμετοχή της [TradeARBED] σε παραβάσεις του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στις 8 Απριλίου 1994, η [ARBED] άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Πρωτοδικείου. Στις 11 Μαρτίου 1999, το Πρωτοδικείο εξέδωσε την απόφασή του στην απόφαση επί της υποθέσεως Τ-137/94, ARBED κατά Επιτροπής. Στις 11 Μαΐου 1999, η [ARBED] άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενώπιον του Δικαστηρίου. Στις 20 Οκτωβρίου 2003, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Τ-137/94. Στις 8 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει εκ νέου διαδικασία κατά της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς που είχε αποτελέσει το αντικείμενο της [αρχικής αποφάσεως], απευθύνοντας στις [ARBED, TradeARBED και ProfilARBED] νέα ανακοίνωση των αιτιάσεων, η οποία κατέληξε στην έκδοση της παρούσας αποφάσεως.

448.      Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η [ARBED] δεν μπορεί να επικαλεσθεί παραγραφή καθόσον η παρούσα απόφαση εκδίδεται στα πλαίσια των ορίων της προθεσμίας εντός της οποίας η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις που υπομνήσθηκαν με την αιτιολογική σκέψη 446. Πράγματι, χωρίς καν να γίνεται λόγος για πράξεις σχετικές με τη διερεύνηση και τη δίωξη των παραβάσεων, οι οποίες απευθύνθηκαν σε άλλες επιχειρήσεις, τόσο οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν στην [ARBED] στις 26 Νοεμβρίου 1993 όσο και η [αρχική απόφαση] συνιστούν πράξεις που διακόπτουν την παραγραφή, με συνέπεια να αρχίσει εκ νέου να τρέχει η προθεσμία παραγραφής ως προς όλες τις εταιρίες που απαρτίζουν τον οικονομικό όμιλο του οποίου ηγείται η [ARBED]. Ακολούθως, η προθεσμία παραγραφής ανεστάλη, σύμφωνα με το άρθρο 3 της αποφάσεως [715/78], για πρώτη φορά στις 11 Μαΐου 1994 με την άσκηση εκ μέρους της [ARBED] προσφυγής ακυρώσεως της [αρχικής αποφάσεως] ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο εξέδωσε την απόφασή του στις 11 Μαρτίου 1999, και για δεύτερη φορά στις 11 Μαΐου 1999 με την άσκηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την απόφασή του στις 20 Οκτωβρίου 2003. Κατόπιν της αναστολής αυτής, η πενταετής παραγραφή διακόπηκε εκ νέου όταν η Επιτροπή απέστειλε την ανακοίνωση των αιτιάσεων, στις 8 Μαρτίου 2006. Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι η παρούσα απόφαση εκδίδεται εντός της δεκαετούς προθεσμίας η οποία άρχισε να τρέχει από τον τερματισμό της παραβάσεως το 1990 και ανεστάλη κατά τη δεκαετή διάρκεια των διαδοχικών διαδικασιών που κίνησε η [ARBED] ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζονται οι [προσφεύγουσες] με τις απαντήσεις τους προς την από 8 Μαΐου 2006 ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η [ARBED] δεν δύναται να επικαλεσθεί παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο.

449.      Επιπλέον, οι κανόνες περί παραγραφής δεν κωλύουν ούτε την επιβολή προστίμου στην [TradeARBED], κατά το μέτρο που τα ένδικα μέσα που άσκησε η [ARBED] κατά της [αρχικής αποφάσεως] ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου είχαν ως συνέπεια την αναστολή της […] παραγραφής και ως προς την [TradeARBED]. Εν προκειμένω, η τελευταία πράξη που διέκοψε την παραγραφή, όσον αφορά την [TradeARBED], ήταν η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απεστάλη στις 8 Μαρτίου 2006, μετά την αναστολή της […] παραγραφής καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών που κίνησε η [ARBED] ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

450.      Πράγματι, όπως προβλέπουν τόσο το άρθρο 3 της αποφάσεως [715/78] όσο και το άρθρο 25 του κανονισμού [1/2003], η παραγραφή των παραβάσεων αναστέλλεται καθ’ όσον χρόνο η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο εκκρεμοδικίας ενώπιον [του κοινοτικού δικαστή].

451.      Επομένως, η Επιτροπή φρονεί ότι η αναστολή της παραγραφής λόγω της κινήσεως, εκ μέρους μιας επιχειρήσεως, διαδικασιών ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου ισχύει τόσο για τη νομική οντότητα που είναι διάδικος όσο και για τις λοιπές νομικές οντότητες που αποτελούν μέρος της ίδιας οικονομικής ενότητας, ανεξαρτήτως του ζητήματος ποια ακριβώς νομική οντότητα κίνησε τις σχετικές διαδικασίες. Συναφώς, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 3 της αποφάσεως [715/78] δεν αποκλείει την ερμηνεία αυτή. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή δεν θα είχε τη δυνατότητα να διορθώσει τα διαδικαστικά σφάλματα στα οποία τυχόν υπέπεσε, μολονότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ρητώς, στην υπόθεση PVC II, το δικαίωμά της να εκδίδει νέα απόφαση. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που η [αρχική απόφαση] κατέστη αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου και, στη συνέχεια, αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να εκδώσει νέα απόφαση προκειμένου να επιβάλει κυρώσεις στην [TradeARBED] καθ’ όσον χρόνο εκκρεμούσαν οι διαδικασίες τις οποίες κίνησε η [ARBED]. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών η [ARBED] δεν προέβαλε απλώς και μόνο λόγους [ακυρώσεως] σχετικούς με τη διαδικασία, αλλά και ουσιαστικούς λόγους όσον αφορά τη συμμετοχή της [TradeARBED] στις προσαφθείσες παραβάσεις. Επομένως, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η [TradeARBED] δεν μπορεί, για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν σε σχέση με την [ARBED], να επικαλεσθεί παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο.

452.      Τέλος, τονίζεται ότι οι λόγοι που εκτέθηκαν με τις αιτιολογικές σκέψεις 449 και επ. σε σχέση με την [ARBED] ισχύουν και για την [ProfilARBED], η οποία είναι ο οικονομικός διάδοχός της.»

36      Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Η επιχείρηση που απαρτίζεται από [την ARBED, την TradeARBED και την ProfilARBED] μετείχε, κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, [ΑΧ], σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που είχαν είτε ως αντικείμενο είτε ως αποτέλεσμα τον καθορισμό τιμών, την κατανομή ποσοστώσεων και την ανταλλαγή, σε μεγάλη κλίμακα, εμπιστευτικών πληροφοριών στην κοινοτικά αγορά των δοκών από χάλυβα. Η συμμετοχή της επιχειρήσεως αυτής στις εν λόγω παραβάσεις αποδείχθηκε για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 1988 έως 16 Ιανουαρίου 1991.»

37      Κατά το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «επιβάλλεται αλληλεγγύως στις [ARBED, TradeARBED και ProfilARBED] πρόστιμο ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ για τις παραβάσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

38      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Δεκεμβρίου 2004, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή βάσει, αφενός, των άρθρων 33 ΑΧ και 36 ΑΧ και, αφετέρου, των άρθρων 229 ΕΚ και 230 ΕΚ.

39      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

40      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

41      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Νοεμβρίου 2008.

42      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        τουλάχιστον, να ακυρώσει το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, κατά το μέτρο που τους επιβάλλει χρηματική ποινή, ή να μειώσει δραστικά την εν λόγω ποινή και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

44      Προς στήριξη των αιτημάτων τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και από κατάχρηση εξουσίας. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από μη τήρηση των κανόνων περί καταλογισμού των παραβάσεων, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση καταλογίζει σε τρεις συνδεόμενες μεταξύ τους εταιρίες την ευθύνη για τη συμπεριφορά μιας από αυτές, χωρίς οι άλλες δύο να έχουν μετάσχει στις σχετικές παραβάσεις. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση των κανόνων περί παραγραφής. Ο τέταρτος λόγος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, κατά το μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε εντός ευλόγου χρόνου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και από κατάχρηση εξουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Οι προσφεύγουσες διαρθρώνουν τον λόγο αυτό σε δύο σκέλη.

46      Με το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 97 ΑΧ και ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, καθόσον εφάρμοσε το άρθρο 65 ΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή τους, αναγκαία συνέπεια από τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, στις 23 Ιουλίου 2002, ήταν ότι η Επιτροπή απώλεσε την αρμοδιότητά της να εφαρμόζει τη διάταξη αυτή, αντιθέτως προς τα όσα εξέθεσε με την αιτιολογική σκέψη 292 της προσβαλλομένης αποφάσεώς της.

47      Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι είναι συναφώς άνευ σημασίας το στοιχείο στο οποίο αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 293 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή ότι αμφότερες οι Συνθήκες ΕΚ και ΕΚΑΧ συνιστούν τμήμα μιας ενιαίας έννομης τάξεως που έχει ως θεμέλιο τις Συνθήκες περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διαφόρων Κοινοτήτων. Ασφαλώς, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να προάγουν τη συνεκτική ερμηνεία των διαφόρων Συνθηκών. Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο ώστε να εξακολουθήσει η Επιτροπή να εφαρμόζει τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και μετά τη λήξη της ισχύος της, ενώ οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης δεν προβλέπουν κάτι τέτοιο. Επί του σημείου αυτού, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν ιδίως στην προαναφερθείσα στη σκέψη 29 γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου.

48      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη τον κανονισμό 1/2003 και ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, καθόσον στήριξε την αρμοδιότητά της να εκδώσει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65 ΑΧ σε κανονισμό ο οποίος της απονέμει εξουσίες μόνο σε σχέση με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

49      Όσον αφορά τους εφαρμοστέους εν προκειμένω διαδικαστικούς κανόνες, οι προσφεύγουσες βάλλουν ειδικότερα κατά του περιεχομένου της αιτιολογικής σκέψεως 299 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία τα άρθρα 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 αναθέτουν στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να διαπιστώνει την ύπαρξη «παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού» και να επιβάλλει κυρώσεις. Αντιθέτως, από το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι οι εξουσίες που αυτός απονέμει στην Επιτροπή έχουν ως μοναδικό σκοπό να της παράσχουν τη δυνατότητα να διώκει τις παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

50      Οι προσφεύγουσες τονίζουν επίσης ότι ο κανονισμός 1/2003 εκδόθηκε μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Κατά το μέτρο που δεν επεξέτεινε με τον κανονισμό αυτό τις αρμοδιότητες της Επιτροπής και στην εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ, το Συμβούλιο πιθανώς έκρινε, ορθώς κατά την άποψη των προσφευγουσών, ότι δεν ήταν αρμόδιο να παρατείνει τη διάρκεια της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, καθόσον το προνόμιο αυτό αναγνωρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στους συντάκτες της, και όχι στα όργανα που ιδρύθηκαν με αυτή.

51      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλεί η Επιτροπή από την ανακοίνωση της 18ης Ιουνίου 2002, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι μια άποψη δεν θεμελιώνεται απλώς και μόνο με το να επαναλαμβάνεται.

52      Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο κανονισμός 1/2003 μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά και τις διαδικασίες του άρθρου 65 ΑΧ, τούτο δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την τροποποίηση του περιεχομένου της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, ειδικότερα, του άρθρου της 97. Συγκεκριμένα, από την ιεραρχία των κανόνων προκύπτει ότι μια Συνθήκη δεν είναι δυνατό να τροποποιηθεί με κανονισμό του Συμβουλίου. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον το άρθρο 95 ΑΧ όριζε ότι έπρεπε να ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαδικασία εφόσον παρίστατο ανάγκη τροποποιήσεως της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκειμένου να καλυφθούν περιπτώσεις που αυτή δεν προέβλεπε.

53      Όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση η υπομνησθείσα με την αιτιολογική σκέψη 301 της προσβαλλομένης αποφάσεως γενική αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία εφαρμοστέος ουσιαστικός κανόνας είναι εκείνος που ίσχυε όταν διαπράχθηκε η παράβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο θα εφαρμοσθεί. Συγκεκριμένα, στην υπό κρίση υπόθεση δεν πρόκειται για τροποποίηση ενός νομοθετήματος από τον συντάκτη του, αλλά για πρωτοβουλία που ανέλαβε το αρμόδιο για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου όργανο, προκειμένου να παρατείνει την ισχύ του πέραν της ημερομηνίας που καθόρισε ρητώς ο συντάκτης του. Εν προκειμένω, η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε στις 23 Ιουλίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο της 97, χωρίς οι συντάκτες της να έχουν λάβει οποιοδήποτε μέτρο για τη διατήρηση ορισμένων διατάξεών της σε ισχύ. Η Επιτροπή, όσο και αν τη στενοχωρεί η κατάσταση αυτή, δεν έχει την εξουσία να υποκαταστήσει τους συντάκτες της Συνθήκης ΕΚΑΧ, διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 65 ΑΧ.

54      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν, με το υπόμνημά τους απαντήσεως ότι, αν οι προγενέστερες της 23ης Ιουλίου 2002 καταστάσεις εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, τότε ισχύουν όλες οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης, περιλαμβανομένου του άρθρου 97, το οποίο απαγορεύει την εφαρμογή της μετά την ως άνω ημερομηνία.

55      Η Επιτροπή αντικρούει τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, προβάλλοντας επιχειρήματα παρεμφερή με εκείνα που περιέχει το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

56      Τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

57      Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι οι κοινοτικές Συνθήκες εγκαθίδρυσαν μια ενιαία έννομη τάξη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1991, Συλλογή 1991, σ. I‑6079, σκέψη 21· απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1991, Τ-120/89, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑279, σκέψη 78), στο πλαίσιο της οποίας η Συνθήκη ΕΚΑΧ συνιστούσε ειδικό καθεστώς παρεκκλίνον από τους γενικού χαρακτήρα κανόνες που θεσπίζει η Συνθήκη ΕΚ, όπως προκύπτει και από το άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ.

58      Δυνάμει του άρθρου της 97, η Συνθήκη ΕΚΑΧ έπαυσε να ισχύει στις 23 Ιουλίου 2002. Κατά συνέπεια, στις 24 Ιουλίου 2002, το πεδίο εφαρμογής του γενικού καθεστώτος που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚ κατέλαβε τους τομείς που ρυθμίζονταν αρχικώς από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ.

59      Ναι μεν το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ που διαδέχθηκε εκείνο της Συνθήκης ΕΚΑΧ επέφερε, από τις 24 Ιουλίου 2002, τροποποίηση των νομικών βάσεων, των διαδικασιών και των εφαρμοστέων ουσιαστικών κανόνων, πλην όμως αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ενότητας και της συνέχειας της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑25/04, González y Díez κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3121, σκέψη 55).

60      Συναφώς, τονίζεται ότι η εγκαθίδρυση και η διατήρηση ενός καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η τήρηση κανονικών όρων ανταγωνισμού και από το οποίο απορρέουν, ιδίως, οι κανόνες σχετικά με τις συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων, αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς τόσο της Συνθήκης ΕΚ (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 31) όσο και της Συνθήκης ΕΚΑΧ (βλ., σχετικώς, γνωμοδότηση 1/61 του Δικαστηρίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1961, Συλλογή 1954-1964, σ. 625, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T-141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-347, σκέψεις 265, 299 έως 304).

61      Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι οι κανόνες των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ που ρυθμίζουν τον τομέα των συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων διαφέρουν σε ορισμένο βαθμό, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι όροι «συμφωνίες» και «εναρμονισμένες πρακτικές», όπως χρησιμοποιούνται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, ανταποκρίνονται στις αντίστοιχες έννοιες του άρθρου 81 ΕΚ και οι δύο αυτές διατάξεις έχουν ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο από τον κοινοτικό δικαστή (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, σκέψεις 262 έως 272 και 277). Ως εκ τούτου, η επιδίωξη του σκοπού της διασφαλίσεως ανόθευτου ανταγωνισμού στους τομείς που υπάγονταν αρχικώς στην κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα δεν διακόπηκε λόγω της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός επιδιώκεται και στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ από το ίδιο κοινοτικό όργανο, δηλαδή την Επιτροπή, τη διοικητική αρχή που είναι αρμόδια για τη θέση σε εφαρμογή και την περαιτέρω διαμόρφωση της πολιτικής ανταγωνισμού προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση González y Díez κατά Επιτροπής, σκέψη 55).

62      Εξάλλου, σύμφωνα με μια κοινή αρχή των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, της οποίας οι ρίζες ανάγονται στο ρωμαϊκό δίκαιο, σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας πρέπει να εξασφαλίζεται η συνέχεια των νομικών δομών, εκτός αν ο νομοθέτης εκφράσει αντίθετη βούληση (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1969, 23/68, Klomp, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 27). Το Πρωτοδικείο επισημαίνει μάλιστα ότι στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή αυτή μολονότι επρόκειτο για τροποποίηση του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου με τη Συνθήκη συγχωνεύσεως.

63      Η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών που διέπουν τη λειτουργία της απαιτεί, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, και στο δικό της διαδικαστικό πλαίσιο, να εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όσον αφορά τις καταστάσεις που γεννήθηκαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τον σεβασμό των δικαιωμάτων και την τήρηση των υποχρεώσεων που προέβλεπαν eo tempore, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους ιδιώτες, η Συνθήκη ΕΚΑΧ και οι κανόνες που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της. Η απαίτηση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον τα αποτελέσματα της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που απορρέει από τη μη τήρηση των κανόνων περί των συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων ενδέχεται να εκτείνονται, από χρονικής απόψεως, και μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, C‑119/05, Lucchini, Συλλογή 2007, σ. I‑6199, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και προπαρατεθείσα απόφαση González y Díez κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

64      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ο κανονισμός 1/2003 και ειδικότερα τα άρθρα 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώνει και να επιβάλλει κυρώσεις, μετά τις 23 Ιουλίου 2002, για τις συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ratione materiae και ratione temporis (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση González y Díez κατά Επιτροπής, σκέψη 57), και τούτο μολονότι οι ως άνω διατάξεις δεν αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 65 ΑΧ.

65      Επιπλέον, τονίζεται ότι κατά την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης ΕΚ σε τομέα ο οποίος ρυθμιζόταν αρχικώς από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ πρέπει να τηρούνται οι αρχές που διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή του δικαίου. Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, ναι μεν θεωρείται γενικώς ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή σε όλες τις διαφορές που ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, πλην όμως δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, οι τελευταίοι αυτοί κανόνες, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται σε καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωρισθεί αναδρομική ισχύς (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Salumi, σκέψη 9, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 1982, 21/81, Bout, Συλλογή 1982, σ. 381, σκέψη 13, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Τ-42/96, Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑401, σκέψη 55).

66      Υπό το πρίσμα αυτό, όσον αφορά το ζήτημα των ουσιαστικών διατάξεων που είναι εφαρμοστέες σε μια νομική κατάσταση που έχει οριστικώς διαμορφωθεί προ της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους ratione materiae και ratione temporis. Το γεγονός ότι, λόγω της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το οικείο κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι πλέον σε ισχύ κατά τον χρόνο που εκτιμάται η πραγματική κατάσταση ουδαμώς μεταβάλλει την ως άνω διαπίστωση, εφόσον η εκτίμηση αυτή αφορά μια νομική κατάσταση που έχει οριστικώς διαμορφωθεί σε χρόνο κατά τον οποίο ήσαν εφαρμοστέες οι ουσιαστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ (προπαρατεθείσα απόφαση González y Díez κατά Επιτροπής, σκέψη 59).

67      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε βάσει των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατόπιν διαδικασίας η οποία διεξήχθη σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Οι διατάξεις που αφορούν τη νομική βάση και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε έως την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως εμπίπτουν στους διαδικαστικούς κανόνες κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε με την ανωτέρω σκέψη 65. Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή ορθώς εφάρμοσε τους κανόνες που περιέχει ο κανονισμός 1/2003 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση González y Díez κατά Επιτροπής, σκέψη 60, και, a contrario, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2007, T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4331).

68      Όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά μια νομική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί οριστικώς πριν από τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, καθόσον οι παραβάσεις διήρκεσαν από την 1η Ιουλίου 1988 έως τις 16 Ιανουαρίου 1991 (βλ. κατωτέρω σκέψη 140). Εφόσον οι ουσιαστικού δικαίου κανόνες του ανταγωνισμού που εφαρμόζονται από τις 24 Ιουλίου 2002 και εντεύθεν στερούνται αναδρομικής ισχύος, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ είναι ο εφαρμοστέος εν προκειμένω ουσιαστικός κανόνας, ο οποίος πράγματι εφαρμόστηκε από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς υπενθυμίζεται ότι από τον χαρακτήρα της Συνθήκης ΕΚ ως lex generalis σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 305 ΕΚ, προκύπτει ακριβώς ότι το ειδικό καθεστώς που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και από τους κανόνες που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της είναι, δυνάμει της αρχής lex specialis derogat legi generali, το μοναδικό εφαρμοστέο καθεστώς επί των καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της 24ης Ιουλίου 2002.

69      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως προς αμφότερα τα σκέλη του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από μη τήρηση των κανόνων περί καταλογισμού των παραβάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η ευθύνη για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να καταλογισθεί στις ARBED και ProfilARBED.

71      Όσον αφορά την ARBED, και σε απάντηση προς την αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, παραπέμποντας στη σκέψη 28 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, ότι το Δικαστήριο ουδέποτε επιβεβαίωσε ότι ο έλεγχος κατά 100 % αρκεί για να θεωρηθεί η μητρική εταιρία υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Έχει κρίνει απλώς ότι, σε μια κατάσταση στην οποία η μητρική εταιρία είχε δεχθεί να αναλάβει την ευθύνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή δικαίως θεώρησε ότι η μητρική εταιρία ήταν πράγματι υπεύθυνη για τη συμπεριφορά αυτή. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον εξάλλου η Επιτροπή δεν είχε ενημερώσει την ARBED, κατά τη διάρκεια της πρώτης διοικητικής διαδικασίας, για την πρόθεσή της να της καταλογίσει την ευθύνη για τη συμπεριφορά της TradeARBED.

72      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, η Επιτροπή απηύθυνε την απόφασή της στη μητρική εταιρία, διότι υπήρχαν σαφή στοιχεία που αποδείκνυαν την εμπλοκή της στη συμμετοχή της θυγατρικής της στη σύμπραξη [βλ. αιτιολογική σκέψη 143 της αποφάσεως 94/601/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1994, σχετικά με μια διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/C/33.833 – Χαρτόνι) (ΕΕ L 243, σ. 1)]. Η προκειμένη περίπτωση είναι διαφορετική.

73      Εφόσον δεν πληρούνται εν προκειμένω οι ειδικές προϋποθέσεις τις οποίες έθεσε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι γενικές αρχές της εξατομικευμένης επιβολής των ποινών και του βάρους αποδείξεως επιβάλλουν στην Επιτροπή την υποχρέωση να αποδείξει ότι οι συγκεκριμένες αιτιάσεις μπορούν να προσαφθούν σε καθεμία από τις επιχειρήσεις-αποδέκτριες της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Συναφώς, επικαλούνται την απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Πάντως, εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε με αμφότερες τις αποφάσεις της, δηλαδή τόσο με την προσβαλλόμενη (αιτιολογικές σκέψεις 444 και 464) όσο και με την αρχική (αιτιολογική σκέψη 322), ότι μόνον η TradeARBED είχε μετάσχει στις διάφορες επίμαχες συμφωνίες και πρακτικές.

75      Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο καταλογισμός των παραβάσεων που διέπραξε η TradeARBED στη μητρική της εταιρία ARBED, για τον λόγο και μόνον ότι αυτή κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της, συνεπάγεται εν προκειμένω δυσμενή διάκριση σε σχέση με τις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, αντιθέτως προς τα όσα εξέθεσε με την αιτιολογική σκέψη 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στήριξε την αρχική της απόφαση σε κριτήριο ελέγχου της δυνατότητας καταλογισμού, το οποίο δεν αφορούσε την παραγωγή των δοκών χάλυβα, αλλά την πραγματική συμμετοχή στις επίμαχες παραβάσεις. Η απόφαση της Επιτροπής απευθυνόταν αποκλειστικώς στην εταιρία παραγωγής μόνο σε περίπτωση που δυο εταιρίες του ιδίου ομίλου είχαν μετάσχει στη σύμπραξη (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 320 και 321 της αρχικής αποφάσεως). Κατά τις προσφεύγουσες, η μη εφαρμογή, εν προκειμένω, αυτού του κριτηρίου εκ μέρους της Επιτροπής θα συνεπαγόταν διάκριση αντιβαίνουσα στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

76      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν, με το υπόμνημά τους απαντήσεως, ότι η Επιτροπή επέλεξε εν προκειμένω να μη στηριχθεί στο μαχητό τεκμήριο της συμμετοχής των μητρικών εταιριών στις πράξεις των κατά 100 % θυγατρικών τους, αλλά μάλλον να εξετάσει, βάσει των πραγματικών στοιχείων και των πληροφοριών που συνέλεξε, αν οι εταιρίες αυτές μετείχαν πράγματι στην παράβαση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή κατέληξε με την αρχική της απόφαση, αφού εξέτασε τα πραγματικά περιστατικά, ότι όσον αφορά τον όμιλο ARBED μόνον η TradeARBED μετείχε στην παράβαση. Εξ αυτού οι προσφεύγουσες αντλούν δύο συνέπειες.

77      Αφενός, εφόσον η Επιτροπή επέλεξε, στο πλαίσιο της προ της εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως διαδικασίας, να μη στηριχθεί στο εν λόγω μαχητό τεκμήριο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η επιλογή διαφορετικής προσεγγίσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

78      Αφετέρου, η χρησιμοποίηση του τεκμηρίου αυτού καθίσταται εν προκειμένω αδύνατη λόγω της ισχύος δεδικασμένου που έχει, κατά τις προσφεύγουσες, η αρχική απόφαση με την οποία η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνον η TradeARBED μετείχε στην παράβαση. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει δικαστική απόφαση η οποία έχει ανατρέψει, ή πολλώ μάλλον ακυρώσει, την αρχική απόφαση της Επιτροπής ως προς το σημείο αυτό.

79      Όσον αφορά την ProfilARBED, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να καταλογίσει στην εταιρία παραγωγής του ομίλου ARBED την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η TradeARBED, οφείλει επιπλέον να αποφασίσει αν η δίωξη θα αφορά την ARBED, ως εταιρία παραγωγής κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, ή την ProfilARBED, ως οικονομικό διάδοχο της ARBED στον τομέα της παραγωγής δοκών χάλυβα.

80      Κατά τις προσφεύγουσες, ο καταλογισμός, εκ μέρους της Επιτροπής, της ίδιας παραβάσεως τόσο στην επιχείρηση που μετείχε σε αυτήν όσο και στην επιχείρηση που ανέλαβε στη συνέχεια την άσκηση της δραστηριότητας που αφορά η εν λόγω παράβαση συνιστά κατ’ ανάγκην παραβίαση της αρχής της εξατομικευμένης επιβολής των ποινών. Αυτή η προσέγγιση της Επιτροπής συνεπάγεται, ειδικότερα, τη δίωξη και την καταδίκη δύο επιχειρήσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

81      Εν πάση περιπτώσει, η ProfilARBED, στο μέτρο που της καταλογίζεται ευθύνη για τη συμπεριφορά της ARBED καθόσον συνέχισε τις δραστηριότητες της εταιρίας αυτής στον τομέα της παραγωγής δοκών χάλυβα, προτίθεται να προβάλει mutatis mutandis την επιχειρηματολογία που εκτέθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 71 έως 78.

82      Η Επιτροπή αντικρούει τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών με επιχειρήματα παρεμφερή εκείνων που περιέχει το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

83      Επιβάλλεται η διάκριση των τριών προσφευγουσών αναλόγως της ιδιαίτερής τους καταστάσεως.

–        TradeARBED

84      Υπό την επιφύλαξη των ισχυρισμών που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να απευθυνθεί στην TradeARBED, καθόσον κατονομαζόταν στην αρχική απόφαση ως η μόνη εταιρία του ομίλου ARBED που «συμμετείχε στις διάφορες [συμφωνίες] και [πρακτικές]».

85      Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο δεύτερος λόγος δεν προβάλλεται από την TradeARBED προς στήριξη των αιτημάτων της περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       ARBED

86      Οι ισχυρισμοί που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι ο καταλογισμός στην ARBED της ευθύνης για την παράνομη συμπεριφορά και η επιβολή προστίμου αλληλεγγύως στις δύο αυτές εταιρίες πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο.

87      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι ο όρος «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ περιλαμβάνει κάθε οικονομική οντότητα συνιστάμενη σε μια ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, και ικανή να διαπράξει μια από τις παραβάσεις στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T-112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, εκκρεμεί αναίρεση, σκέψη 57· βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ης Μαρτίου 2002, T-9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88      Επομένως, το στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία ενός ομίλου δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της ίδιας στην παράβαση αυτή, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την προαναφερθείσα έννοια. Πράγματι, το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού δέχεται ότι διάφορες εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο αποτελούν οικονομική ενότητα και, επομένως, μία επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, αν οι εν λόγω εταιρίες δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους στην αγορά (προπαρατεθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58· απόφαση του Πρωτοδικείου, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4071, σκέψη 290).

89      Στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που υπέπεσε σε παράβαση, υφίσταται ένα μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (προπαρατεθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 50, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T-305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T-335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, καλούμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II-931, σκέψεις 961 και 984) και ότι, επομένως, οι εταιρίες αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T-71/03, T-74/03, T-87/03 και T-91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 59). Συνεπώς, απόκειται στη μητρική εταιρία που προσβάλλει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου για ενέργειες της θυγατρικής της να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αυτοτέλεια της θυγατρικής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. ΙΙ-3085, σκέψη 136· βλ. επίσης, σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 29).

90      Συναφώς, είναι αληθές ότι, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, το Δικαστήριο αναφέρθηκε με τις σκέψεις 28 και 29 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής και σε άλλες περιστάσεις πέραν της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, όπως είναι η μη αμφισβήτηση εκ μέρους της μητρικής εταιρίας της επιρροής που ασκεί επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Εντούτοις, το Δικαστήριο όμως παρέθεσε τις περιστάσεις αυτές μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Πρωτοδικείο είχε στηρίξει τη συλλογιστική του για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν βασιζόταν αποκλειστικά στην κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής από τη μητρική εταιρία. Επομένως, το γεγονός ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εκτίμηση του Πρωτοδικείου στην ως άνω υπόθεση δεν συνεπάγεται τροποποίηση της αρχής την οποία θέτει η σκέψη 50 της προπαρατεθείσας αποφάσεως AEG‑Telefunken κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

91      Υπό τις συνθήκες αυτές, αν η Επιτροπή αποδείξει ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής τεκμαίρεται ότι ασκεί και αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της. Η Επιτροπή μπορεί εν συνεχεία να αποφασίσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται αλληλεγγύως για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει μετάσχει ευθέως στις επίμαχες συμφωνίες, εκτός αν η μητρική εταιρία αποδείξει ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, T‑85/06, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62).

92      Όσον αφορά το νομότυπο του καταλογισμού της ευθύνης στον οποίο προέβη εν προκειμένω η Επιτροπή, τονίζεται κατ’ αρχάς ότι η απαγόρευση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, όπως και η αντίστοιχη του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, απευθύνεται ιδίως στις «επιχειρήσεις». Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο όρος επιχείρηση χρησιμοποιείται υπό την ίδια έννοια σε αμφότερες αυτές τις διατάξεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑145/94, Unimétal κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑585, σκέψη 600). Συνεπώς, οι κανόνες που διέπουν τον καταλογισμό της ευθύνης για τις παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύουν και για τις παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11005, σκέψη 96).

93      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η ARBED κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής εταιρίας TradeARBED.

94      Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε δικαίως να θεωρήσει, όπως και στην αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ARBED είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της TradeARBED, εφόσον όχι μόνο δεν αποδείχθηκε, αλλά ούτε καν προβλήθηκε ως ισχυρισμός, ότι αυτή η θυγατρική καθόριζε αυτοτελώς την εμπορική της πολιτική ώστε να μη συνιστά από κοινού με την ARBED μια ενιαία οικονομική οντότητα και να αποτελεί, επομένως, μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 65 ΑΧ.

95      Η σχετική με τη σκέψη 28 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής επιχειρηματολογία που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως αυτής και είναι απορριπτέα για τους λόγους που προεκτέθηκαν στη σκέψη 90.

96      Εν πάση περιπτώσει, ορθώς επισήμανε η Επιτροπή ότι με τη σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρέπεμψε σε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία βαίνουν πέραν του τεκμηρίου που αντλείται από την κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής εταιρίας από τη μητρική της και επιβεβαιώνουν όχι ότι η ARBED μετείχε εμπράκτως στις επίμαχες παραβάσεις, αλλά ότι μπορούσε να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της TradeARBED και ότι έκανε πράγματι χρήση αυτής της δυνατότητάς της.

97      Εξάλλου το Πρωτοδικείο, στηριζόμενο σε διευκρινίσεις που παρέσχε ο δικηγόρος της ARBED κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαπίστωσε με τη σκέψη 92 της προαναφερθείσας αποφάσεώς του ARBED κατά Επιτροπής, η οποία δεν αμφισβητήθηκε κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι η TradeARBED ήταν εταιρία πωλήσεως που διένειμε τα προϊόντα χάλυβα, και ειδικότερα τις δοκούς, που παρήγε η ARBED, παρεμβαίνοντας είτε ως πωλητής με προμήθεια, οπότε η ARBED εξέδιδε το τιμολόγιο πωλήσεως απευθείας στον πελάτη, είτε ως παραγγελιοδόχος, οπότε η TradeARBED εξέδιδε το τιμολόγιο πωλήσεως στον πελάτη για λογαριασμό της ARBED, εισπράττοντας σε αμφότερες τις περιπτώσεις προμήθεια επί του προϊόντος της πωλήσεως. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι είχε αποδειχθεί ότι η TradeARBED δεν καθόριζε αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην κοινοτική αγορά δοκών αλλά εφάρμοζε, κατ’ ουσίαν, τις οδηγίες της ARBED.

98      Επίσης, από τις σκέψεις 96 και 97 της προαναφερθείσας αποφάσεως ARBED κατά Επιτροπής, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν κατ’ αναίρεση, προκύπτει ότι: α) η ARBED ή η TradeARBED αδιακρίτως, ανάλογα με την περίπτωση, απαντούσαν στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στην TradeARBED· β) η ARBED θεωρούσε απλώς την TradeARBED ως τον «οργανισμό» της ή την αρμόδια για τις πωλήσεις «οργάνωσή» της· γ) η ARBED αυθόρμητα θεώρησε τον εαυτό της ως τον αποδέκτη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων η οποία επισήμως κοινοποιήθηκε στην TradeARBED και ανέθεσε στον δικηγόρο της να υπερασπίσει τα συμφέροντά της.

99      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ARBED και η θυγατρική της εταιρία TradeARBED πρέπει να θεωρηθούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και ότι η Επιτροπή μπορούσε να καταλογίσει στην πρώτη την ευθύνη για τη συμπεριφορά της δεύτερης.

100    Κατά τα λοιπά, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών οφείλεται σε σύγχυση μεταξύ των εννοιών, αφενός, του άμεσου καταλογισμού στη μητρική εταιρία της παραβάσεως που διέπραξε σε συμφωνία με τη θυγατρική της, λόγω έμπρακτης συμμετοχής της ιδίας στην παράβαση αυτή και, αφετέρου, του καταλογισμού στη μητρική εταιρία της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε από μόνη της η θυγατρική της, λόγω της αποφασιστικής επιρροής που ασκεί η πρώτη επί της συμπεριφοράς της δεύτερης.

101    Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή στηρίχθηκε στον δεύτερο αυτό κανόνα περί καταλογισμού για να απευθύνει στην ARBED τόσο την αρχική απόφαση (βλ. αιτιολογική σκέψη 322) όσο και την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 462).

102    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το επιχείρημα των προσφευγουσών, ότι η αρχική απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε ότι μόνον η TradeARBED μετείχε στις επίμαχες παραβάσεις έχει ισχύ δεδικασμένου, είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές.

103    Ο ισχυρισμός των προσφευγουσών περί δήθεν εις βάρος τους διακρίσεως σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις-αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως στερείται κάθε ερείσματος. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 466 έως 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως (και, ήδη, από την αιτιολογική σκέψη 322 της αρχικής αποφάσεως), η Επιτροπή αποφάσισε να καταλογίσει στην ARBED την ευθύνη για τις παραβάσεις που διέπραξε η θυγατρική της εταιρία TradeARBED συνεκτιμώντας ακριβώς την ιδιαίτερη κατάσταση της επιχειρήσεως που συγκροτούν η ARBED και η TradeARBED η οποία εισέπραττε μικρό μόνον ποσοστό επί της τιμής πωλήσεως για τις υπηρεσίες της και προκειμένου να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση όλων των εμπλεκομένων στις επίμαχες παραβάσεις επιχειρήσεων που παρήγαν δοκούς χάλυβα. Ο καταλογισμός της ευθύνης κατ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν συνεπάγεται διάκριση εις βάρος της ARBED, αλλά αντιθέτως είναι απολύτως σύμφωνος με τη γενική αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, η οποία επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld, Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 56, και του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T-351/02, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1047, σκέψη 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Τέλος, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, κατ’ εφαρμογήν της έννοιας «επιχείρηση», οι ARBED και TradeARBED μπορούν να κριθούν αλληλεγγύως υπεύθυνες για τη συμπεριφορά που τους προσάπτεται, δεδομένου ότι οι πράξεις της μιας είναι δυνατό να καταλογισθούν στην άλλη και, επομένως, να θεωρηθούν διαπραχθείσες από αυτή (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 524 και 525, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62, και Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1974, 6/73 και 7/73, Istituto Chemioterapico Italiano και Commercial Solvents κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 113, σκέψη 41, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10065, σκέψεις 26 έως 28).

105    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται από την ARBED.

–        ProfilARBED

106    Ούτε η επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν εν προκειμένω οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως αρκεί για να στηρίξει τη διαπίστωση ότι ο καταλογισμός της ευθύνης για την παράνομη συμπεριφορά της ARBED/TradeARBED στην ProfilARBED και η επιβολή προστίμου αλληλεγγύως στις τρεις αυτές εταιρίες πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο.

107    Κατ’ αρχάς, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η Επιτροπή μπορούσε να καταλογίσει στην ProfilARBED , ως οικονομικό διάδοχο της ARBED στον τομέα της παραγωγής δοκών χάλυβα εντός του ομίλου ARBED, την ευθύνη για την παράνομη συμπεριφορά της ARBED και επομένως, εξ αντανακλάσεως, για την παράνομη συμπεριφορά της TradeARBED.

108    Ο καταλογισμός της ευθύνης κατ’ αυτό τον τρόπο φαίνεται δικαιολογημένος λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου της οικονομικής συνέχειας το οποίο έχει αναπτυχθεί από τη νομολογία, ιδίως σε υποθέσεις που αφορούν αναδιαρθρώσεις ή άλλες μεταβολές στο εσωτερικό ενός ομίλου επιχειρήσεων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψεις 40 έως 49, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην ίδια υπόθεση, σ. I‑10896, σημεία 65 έως 84).

109    Κατά τη νομολογία αυτή, σε περίπτωση μεταβιβάσεως του συνόλου ή τμήματος των οικονομικών δραστηριοτήτων μιας νομικής οντότητας σε άλλη, η ευθύνη για τυχόν παραβάσεις που διέπραξε η πρώτη στο πλαίσιο των σχετικών δραστηριοτήτων, τις οποίες αυτή ασκούσε αρχικώς, μπορεί να καταλογισθεί στη δεύτερη, εφόσον οι δύο συνιστούν μία οικονομική οντότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, και μάλιστα ακόμη και αν η πρώτη εξακολουθεί να υφίσταται ως νομική οντότητα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 354 έως 359, και προπαρατεθείσα απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 48· απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 131 έως 133).

110    Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι αυτή η επιβολή κυρώσεως μπορεί να γίνει δεκτή ιδίως αν οι εν λόγω οντότητες ήσαν υπό τον έλεγχο του ιδίου προσώπου και εφάρμοσαν κατ’ ουσίαν, ενόψει των στενών δεσμών που τις ενώνουν από οικονομικής και οργανωτικής απόψεως, τις ίδιες εμπορικές οδηγίες (προπαρατεθείσα απόφαση ΕΤΙ κ.λπ., σκέψη 49). Αυτό ισχύει ιδίως για τις περιπτώσεις αναδιαρθρώσεων στο εσωτερικό ομίλου επιχειρήσεων, οσάκις η οντότητα που είχε αρχικώς την εκμετάλλευση δεν παύει κατ’ ανάγκην να υφίσταται νομικώς, αλλά δεν ασκεί πλέον καμία αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα στην οικεία αγορά. Πράγματι, αν υπάρχει διαρθρωτική σχέση μεταξύ, αφενός, της οντότητας που είχε αρχικώς την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως που μετείχε στη σύμπραξη και, αφετέρου, εκείνης που την απέκτησε στη συνέχεια, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διαφύγουν –είτε εκ προθέσεως είτε χωρίς πρόθεση– την ευθύνη που έχουν δυνάμει του δικαίου των συμπράξεων, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες νομικής αναδιαρθρώσεως που διαθέτουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε, παραδείγματος χάρη, η οντότητα που είχε αρχικώς την εκμετάλλευση να καταστεί, κατόπιν αναδιαρθρώσεως εντός του ομίλου, αμιγώς «εικονική» (προπαρατεθείσα απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 41, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην ίδια υπόθεση, σημείο 79).

111    Εν προκειμένω, η σύσταση της ProfilARBED, το 1992, ως θυγατρικής της ARBED κατά 100 %, προκειμένου αυτή να συνεχίσει τις οικονομικές και βιομηχανικές δραστηριότητες της ARBED όσον αφορά τις δοκούς χάλυβα συνιστά περίπτωση ανάλογη με εκείνη επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής και Jungbunzlauer κατά Επιτροπής.

112    Εξάλλου, η δυνατότητα καταλογισμού στην ProfilARBED της ευθύνης για την παράνομη συμπεριφορά της ARBED/TradeARBED δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά από τις προσφεύγουσες. Ειδικότερα, το κύριο επιχείρημα που προέβαλαν με τα δικόγραφό τους είναι ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο καταλογισμός κατ’ αυτό τον τρόπο είναι δυνατός, ζήτημα επί του οποίου δεν λαμβάνουν θέση ρητώς, η Επιτροπή θα έπρεπε επιπλέον να αποφασίσει αν η δίωξη αφορά την ARBED, ως εταιρία παραγωγής των δοκών χάλυβα κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε η παράβαση, ή την ProfilARBED, ως οικονομικό διάδοχο της ARBED στον τομέα αυτόν.

113    Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει λόγω της θεμελιώδους έννοιας της οικονομικής ενότητας, η οποία αποτελεί τη βάση της κοινοτικής νομολογίας περί καταλογισμού της ευθύνης για παραβάσεις σε νομικές οντότητες που συνιστούν μια ενιαία επιχείρηση.

114    Πράγματι, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά το μέτρο που απαγορεύουν σε αυτές, μεταξύ άλλων, να συνάπτουν συμφωνίες και να μετέχουν σε εναρμονισμένες πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, τα άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 65, παράγραφος 1, ΑΧ αφορούν οικονομικές οντότητες που συνίστανται σε ένα ενιαίο σύνολο υλικών στοιχείων και ανθρώπινου υλικού, δυνάμενο να διαπράξει παράβαση κατά την έννοια των διατάξεων αυτών. Συνεπώς, μια επιχείρηση κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων μπορεί να περιλαμβάνει πλείονα υποκείμενα δικαίου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Συγκεκριμένα, αφού επισήμανε ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), δεν διευκρινίζει ρητώς αν μια εταιρία στην οποία δεν αποδίδεται ευθέως και τυπικώς ευθύνη για την παράνομη συμπεριφορά που διαπίστωσε η Επιτροπή μπορεί να κριθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη με μια άλλη εταιρία, αυτουργό της διαπιστωθείσας παραβάσεως, και να υποχρεωθεί για τον λόγο αυτό στην καταβολή προστίμου που επιβάλλεται στη δεύτερη εταιρία, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια εταιρία μπορεί να κριθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη με μια άλλη εταιρία για την καταβολή προστίμου που επιβάλλεται στη δεύτερη αυτήν εταιρία, η οποία έχει διαπράξει παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, υπό τον όρο ότι η Επιτροπή αποδεικνύει, με την ίδια πράξη, ότι η παράβαση θα μπορούσε να διαπιστωθεί και εις βάρος της εταιρίας που καθίσταται αλληλεγγύως υπεύθυνη για το πρόστιμο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-339/94 έως Τ‑342/94, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1727, σκέψεις 42 και 43).

116    Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 από το Πρωτοδικείο επιβεβαιώθηκε κατ’ αναίρεση από το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφασή του Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 27 και 28). Το Δικαστήριο τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω ερμηνεία δεν αντέβαινε στην αρχή της νομιμότητας, εφόσον οι αναιρεσείουσες στην υπόθεση εκείνη –στις οποίες καταλογίσθηκε η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά ενός άλλου υποκειμένου δικαίου– καταδικάστηκαν βάσει του άρθρου αυτού σε πρόστιμο λόγω παραβάσεως που θεωρήθηκε ότι διέπραξαν οι ίδιες ως εκ του καταλογισμού αυτού.

117    Επομένως, η αλληλέγγυα ευθύνη φαίνεται να αποτελεί φυσική συνέπεια του καταλογισμού της συμπεριφοράς μιας εταιρίας σε μιαν άλλη, ιδίως οσάκις οι δύο αυτές εταιρίες συνιστούν ενιαία επιχείρηση.

118    Ο ισχυρισμός των προσφευγουσών περί δήθεν παραβιάσεως της αρχής της εξατομικευμένης επιβολής των ποινών αντικρούεται από το γεγονός και μόνον ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι τρεις προσφεύγουσες, που συνιστούν από κοινού μια ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, καταδικάστηκαν εν προκειμένω σε ένα και μόνον πρόστιμο, το οποίο υποχρεούνται να καταβάλουν αλληλεγγύως, και όχι σε τρία χωριστά πρόστιμα.

119    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται από την ProfilARBED.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των κανόνων περί παραγραφής των παραβάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Όσον αφορά τη διακοπή της παραγραφής κατά την έννοια του άρθρου 2 της αποφάσεως 715/78 και του άρθρου 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η TradeARBED είναι η μόνη από τις τρεις που μπορεί να νοηθεί ως επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση. Εν πάση περιπτώσει, ο ορισμός αυτός δεν πρέπει, κατά την άποψή τους, να έχει εφαρμογή σε επιχειρήσεις στις οποίες η Επιτροπή δεν έχει απευθύνει ανακοίνωση των αιτιάσεων.

121    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν, με το υπόμνημά τους απαντήσεως, ότι επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, είναι μόνον εκείνες που χαρακτηρίστηκαν ως τέτοιες κατά τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η διακοπτική της παραγραφής πράξη.

122    Εξάλλου, όσον αφορά την αναστολή της παραγραφής κατά την έννοια του άρθρου 3 της αποφάσεως 715/78 και του άρθρου 25, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι μια προσφυγή που ασκείται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή από έναν εκ των αποδεκτών μιας αποφάσεως της Επιτροπής δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα έναντι των λοιπών αποδεκτών που δεν μετέχουν στην ένδικη διαδικασία. Προβάλλουν συναφώς τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να αποφαίνεται ultra petita, την αρχή ότι οι ένδικες διαδικασίες παράγουν αποτελέσματα μόνο μεταξύ των μερών και τις συνέπειες που προσέδωσε στις αρχές αυτές το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C-310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5363, σκέψεις 52 και 53). Μια τέτοια προσφυγή δεν παράγει, κατά μείζονα λόγο, αποτελέσματα έναντι προσώπων, όπως εν προκειμένω η TradeARBED και η ProfilARBED, τα οποία δεν είναι αποδέκτες της επίμαχης αποφάσεως και δεν μπορούν, για τον λόγο αυτό, να την προσβάλουν δικαστικώς.

123    Όσον αφορά το ενδεχόμενο να ισχύει η αναστολή της παραγραφής «έναντι πάντων», σύμφωνα δηλαδή με την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 451 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι ναι μεν τυπικώς οι αποφάσεις περί εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ έχουν συνήθως τη μορφή ενός και μόνον εγγράφου που απευθύνεται σε πλείονες επιχειρήσεις, πλην όμως νομικώς αποτελούν δέσμη ατομικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε προσφυγή που ασκείται από έναν εκ των αποδεκτών δεν έχει, κατ’ αρχήν, αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των λοιπών αποδεκτών, ούτε κατά μείζονα λόγο επί της νομικής καταστάσεως επιχειρήσεων που δεν ήσαν αποδέκτριες της επίμαχης αποφάσεως.

124    Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν επιπλέον ότι, αντιθέτως προς τα όσα ρητώς προβλέπουν το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 σε σχέση με τη διακοπή της παραγραφής, το άρθρο 3 της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 δεν προβλέπουν ότι η αναστολή της παραγραφής ως προς μία επιχείρηση ισχύει έναντι όλων των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση. Επομένως, κατά τις διατάξεις αυτές, η αναστολή ισχύει αποκλειστικώς και μόνον ως προς τους διαδίκους.

125    Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι αυτή η συσταλτική ερμηνεία ενισχύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2007, C‑282/05 P, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑2941).

126    Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στα περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, όσον αφορά την TradeARBED, ότι η τελευταία πράξη που διέκοψε την παραγραφή ήταν η ακρόαση που πραγματοποιήθηκε από τις 11 έως τις 14 Ιανουαρίου 1993 ή, ενδεχομένως, η έκδοση της αρχικής αποφάσεως στις 16 Φεβρουαρίου 1994. Καμία άλλη διακόπτουσα την παραγραφή πράξη δεν θα μπορούσε, εξ ορισμού, να ληφθεί μετά την ημερομηνία αυτή και πράγματι καμία πράξη σχετική με διερεύνηση παραβάσεως δεν της απευθύνθηκε πριν της αποσταλεί η ανακοίνωση των αιτιάσεων, στις 8 Μαρτίου 2006. Συνεπώς, το δικαίωμα της Επιτροπής να της επιβάλει πρόστιμο είχε παραγραφεί από τον Ιανουάριο του 1998 ή, ενδεχομένως, από τον Φεβρουάριο του 1999. Εν πάση περιπτώσει, η παράβαση που της προσάπτεται παραγράφηκε τον Ιανουάριο του 2001, ήτοι δέκα χρόνια μετά την ημερομηνία τερματισμού της παράβασης.

127    Όσον αφορά την ARBED, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η εταιρία αυτή δεν έλαβε καμία αίτηση παροχής πληροφοριών, ούτε ήταν αποδέκτρια της από 6 Μαΐου 1992 ανακοινώσεως αιτιάσεων και, για τον λόγο αυτό, δεν της παρασχέθηκε πρόσβαση στον φάκελο (προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, ARBED κατά Επιτροπής, σκέψη 22). Οι μόνες αιτήσεις παροχής πληροφοριών που της απεστάλησαν, τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο του 1993 δεν απευθύνθηκαν σε αυτήν υπό την ιδιότητα της επιχειρήσεως που μετείχε στην παράβαση, στοιχείο που επιβεβαιώνει την αρχική απόφαση. Οι προσφεύγουσες συνάγουν εξ αυτού το συμπέρασμα ότι η ARBED δεν θεωρήθηκε από την Επιτροπή ως επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 715/78 και του άρθρου 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως. Φρονούν, συνεπώς, ότι η παραγραφή δεν διακόπηκε ως προς την εταιρία αυτή.

128    Όσον αφορά την ίδια τη αρχική απόφαση, είναι πρόδηλον, κατά τις προσφεύγουσες, ότι αυτή δεν συνιστά πράξη «διερευνήσεως» κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων και, συνεπώς, δεν μπορεί να διακόψει την παραγραφή. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αυτή αναιρέθηκε από το Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν παράγει οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

129    Η προσφυγή ακυρώσεως της αρχικής αποφάσεως ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 1994, ήτοι περίπου τρία έτη και τρεις μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία τερματίστηκε η προσαπτόμενη παράβαση. Η παραγραφή ανεστάλη έως την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2003. Από την ημερομηνία αυτή και μετά, απέμενε στην Επιτροπή ένα έτος και σχεδόν εννέα μήνες για να εκδώσει μια πράξη που να διακόπτει την παραγραφή ως προς την ARBED. Όμως, η πρώτη πράξη που διέκοψε την παραγραφή, ήτοι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και η κοινοποίηση της ανακοινώσεως αιτιάσεων με επιστολή της 8ης Μαρτίου 2006, πραγματοποιήθηκε δύο έτη και πέντε μήνες μετά την ημερομηνία αυτή.

130    Οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι, από τις αρχές του 2004, η Επιτροπή απέστειλε πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στην Arcelor SA, η οποία ήταν η ηγετική εταιρία του ομίλου κατά τον χρόνο εκείνο. Εντούτοις, επισημαίνουν ότι η εταιρία αυτή συνιστούσε χωριστή νομική οντότητα από την ARBED και ουδέποτε κατονομάστηκε ούτε ως εταιρία που μετείχε στις παραβάσεις ούτε ως εταιρία στην οποία θα μπορούσαν να καταλογισθούν οι παραβάσεις αυτές. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι ως άνω αιτήσεις παροχής πληροφοριών δεν μπορούσαν να διακόψουν την παραγραφή ως προς οποιαδήποτε επιχείρηση.

131    Τέλος, όσον αφορά την ProfilARBED, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η πρώτη διακόπτουσα την παραγραφή πράξη, δηλαδή η από 8 Μαρτίου 2006 ανακοίνωση των αιτιάσεων, της κοινοποιήθηκε τουλάχιστον δεκαπέντε έτη μετά τον τερματισμό των παραβάσεων. Όσον αφορά τις διακόπτουσες την παραγραφή πράξεις που απευθύνθηκαν στις άλλες μετέχουσες στις παραβάσεις εταιρίες, όλες είναι προγενέστερες της ημερομηνίας εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως, ήτοι της 16ης Φεβρουαρίου 1994, και επομένως είχαν κοινοποιηθεί δώδεκα και πλέον έτη πριν από την εν λόγω ανακοίνωση των αιτιάσεων.

132    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν οι προσφεύγουσες στηριζόμενες στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ. (βλ. ανωτέρω σκέψεις 122 έως 124) δεν μπορεί να προβληθεί σε περίπτωση που τίθεται ζήτημα αναστολής της παραγραφής. Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή αφορά, εξ ορισμού, αποκλειστικώς και μόνον τις επιχειρήσεις που ήσαν αποδέκτριες μιας αποφάσεως που έχει καταστεί αμετάκλητη και για τις οποίες δεν τίθεται ζήτημα αναστολής της παραγραφής. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η νομολογία αυτή δεν καθιερώνει αρχή περί σχετικού αποτελέσματος της αναστολής της παραγραφής μόνον έναντι του μετέχοντος στην οικεία ένδικη διαδικασία.

133    Εν πάση περιπτώσει, η επιχειρηματολογία αυτή δεν συμβιβάζεται ούτε με το γράμμα ούτε με την οικονομία των οικείων διατάξεων της αποφάσεως 715/78 και του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παραγραφή αφορά το δικαίωμα της Επιτροπής να κινήσει δίωξη για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, και όχι το δικαίωμά της να ασκήσει αγωγή κατά συγκεκριμένης επιχειρήσεως.

134    Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παραγραφή δεν διακόπτεται μόνον ως προς τις επιχειρήσεις-αποδέκτριες μιας διαδικαστικής πράξεως, αλλά και ως προς εκείνες τις επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν μεν στην παράβαση, πλην όμως η Επιτροπή δεν γνωρίζει ακόμη την ταυτότητά τους, οπότε δεν έχει ληφθεί έναντί τους κάποιο μέτρο που να αφορά τη διερεύνηση της παραβάσεως ούτε τους έχει απευθυνθεί κάποια διαδικαστική πράξη. Ομοίως, το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003 αφορούν όλες τις επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στην παράβαση.

135    Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, θα ήταν παράλογη και ασυνεπής η ερμηνεία του άρθρου 3 της αποφάσεως 715/78 και του άρθρου 25, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 υπό την έννοια ότι η παραγραφή τρέχει για όλες τις επιχειρήσεις πλην εκείνων που μετέχουν σε ένδικη διαδικασία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αν ο νομοθέτης επεδίωκε ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα είχε διευκρινίσει ότι η αναστολή της παραγραφής ισχύει μόνον ως προς την επιχείρηση που μετέχει στην ένδικη διαδικασία. Επομένως, η άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως περί διαπιστώσεως παραβάσεως, εκ μέρους οποιουδήποτε από τους αποδέκτες της, συνεπάγεται την αναστολή της παραγραφής και ως προς όλες τις άλλες επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση, είτε αυτές ήσαν αποδέκτριες παρόμοιας αποφάσεως είτε όχι.

136    Η Επιτροπή προσθέτει, με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, ότι η φράση «που μετείχαν στην παράβαση» υποδηλώνει ένα αντικειμενικό γεγονός, ήτοι τη συμμετοχή στην παράβαση, που διαφέρει σαφώς από ένα υποκειμενικό και αβέβαιο στοιχείο όπως το αν μια επιχείρηση κατονομάστηκε ως μετέχουσα στην παράβαση. Έτσι, μια επιχείρηση ενδέχεται να έχει μετάσχει στην παράβαση χωρίς η Επιτροπή να το γνωρίζει κατά τον χρόνο που προβαίνει στην πράξη η οποία διακόπτει την παραγραφή.

137    Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η προαναφερθείσα απόφαση Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής δεν ασκεί καμία επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος έναντι ποιων προσώπων παράγει αποτελέσματα μια πράξη που διακόπτει ή αναστέλλει την παραγραφή.

138    Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με την αιτιολογική σκέψη 451 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι η αναστολή της παραγραφής λόγω της συμμετοχής μιας εταιρίας σε ένδικη διαδικασία ισχύει κατ’ ανάγκην και έναντι όλων των άλλων νομικών οντοτήτων που ανήκουν στην ίδια οικονομική ενότητα και, επομένως, στην ίδια «επιχείρηση», κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

139    Πρέπει να εξετασθεί, αφενός, αν τηρήθηκε η πενταετής προθεσμία παραγραφής, λαμβάνοντας υπόψη κάθε ενδεχόμενη διακοπή της παραγραφής, και, αφετέρου, αν η Επιτροπή τήρησε επίσης τη δεκαετή προθεσμία παραγραφής, με χωριστή ανάλυση βάσει της ιδιαίτερης καταστάσεως καθεμιάς από τις προσφεύγουσες.

–       ARBED

140    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η συμμετοχή της επιχειρήσεως που απαρτίζεται από την ARBED, την TradeARBED και την ProfilARBED στις επίμαχες παραβάσεις αποδείχθηκε για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 1988 έως 16 Ιανουαρίου 1991. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την εν λόγω διαπίστωση σχετικά με την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκαν οι παραβάσεις. Επομένως, εφόσον πρόκειται για διαρκείς παραβάσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παραγραφή άρχισε να τρέχει, το νωρίτερο, στις 17 Ιανουαρίου 1991.

141    Όσον αφορά κατ’ αρχάς την πενταετή προθεσμία παραγραφής, από την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 447 και 448) προκύπτει ότι η προθεσμία αυτή διακόπηκε, μεταξύ άλλων, από τους ελέγχους που διενήργησε η Επιτροπή στα γραφεία διαφόρων εμπλεκομένων επιχειρήσεων στις 16, 17 και 18 Ιανουαρίου 1991, από την ανακοίνωση των αιτιάσεων που κοινοποιήθηκε στην TradeARBED στις 6 Φεβρουαρίου 1992, από τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν στην TradeARBED και στη νομική υπηρεσία της ARBED στις 26 Νοεμβρίου 1993, προκειμένου η ARBED να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε εντός της ΕΚΑΧ από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1993, και από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως στις 16 Φεβρουαρίου 1994. Κατόπιν της αναστολής της παραγραφής καθ’ όσον χρόνο διήρκεσε η διαδικασία ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων, η παραγραφή διακόπηκε εκ νέου από την ανακοίνωση των αιτιάσεων που κοινοποιήθηκε στην ARBED στις 8 Μαρτίου 2006.

142    Η ARBED δεν αμφισβητεί αυτά τα δεδομένα, πλην όμως υποστηρίζει ότι η παραγραφή δεν διακόπηκε ως προς αυτή, δεδομένου ότι δεν ήταν «επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 715/78 και της αντίστοιχης διατάξεως του κανονισμού 1/2003. Πρώτον, επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από την οποία προκύπτει ότι μόνον η TradeARBED ανταποκρίνεται στον ορισμό αυτόν. Δεύτερον, ο εν λόγω ορισμός δεν έχει, κατά την άποψή της, εφαρμογή στην περίπτωση επιχειρήσεως στην οποία η Επιτροπή δεν έχει απευθύνει ανακοίνωση των αιτιάσεων. Τρίτον, ο ορισμός αυτός αφορά αποκλειστικώς και μόνον τις επιχειρήσεις που έχουν κατονομαστεί ως τέτοιες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η πράξη που διακόπτει την παραγραφή.

143    Κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, ως «επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση» κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων πρέπει να νοηθεί κάθε επιχείρηση που κατονομάστηκε ως τέτοια με απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκε κύρωση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Συναφώς, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν κατονομάστηκε ως μετέχουσα στην παράβαση είτε με την αρχική ανακοίνωση των αιτιάσεων είτε, γενικότερα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η πράξη που διακόπτει την παραγραφή είναι άνευ σημασίας, εφόσον η επιχείρηση αυτή κατονομάστηκε ως τέτοια σε μεταγενέστερο χρόνο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Ιουλίου 2008, T‑276/04, Compagnie maritime belge κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

144    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής σχετική με τη διερεύνηση ή τη δίωξη παραβάσεως και κοινοποιηθείσα σε τουλάχιστον μία επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση και, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η διακοπή της παραγραφής ισχύει έναντι όλων των επιχειρήσεων που μετείχαν στην επίμαχη παράβαση.

145    Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παραγραφή δεν διακόπτεται μόνον ως προς τις επιχειρήσεις-αποδέκτριες μιας πράξεως σχετικής με τη διερεύνηση ή τη δίωξη παραβάσεως, αλλά και ως προς εκείνες τις επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν μεν στην παράβαση, πλην όμως η Επιτροπή δεν γνωρίζει ακόμη την ταυτότητά τους, οπότε δεν έχει ληφθεί έναντί τους κάποιο μέτρο που να αφορά τη διερεύνηση της παραβάσεως ούτε τους έχει απευθυνθεί κάποια διαδικαστική πράξη. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, επίσης ορθώς, η φράση «που μετείχαν στην παράβαση» υποδηλώνει ένα αντικειμενικό γεγονός, ήτοι τη συμμετοχή στην παράβαση, που διαφέρει σαφώς από ένα υποκειμενικό και αβέβαιο στοιχείο όπως το αν μια επιχείρηση κατονομάστηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ως μετέχουσα στην παράβαση. Έτσι, μια επιχείρηση ενδέχεται να έχει μετάσχει στην παράβαση χωρίς η Επιτροπή να το γνωρίζει κατά τον χρόνο που προβαίνει στην πράξη η οποία διακόπτει την παραγραφή.

146    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται εν προκειμένω η διαπίστωση ότι η ARBED πράγματι «μετείχε στην παράβαση», δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε με την ανωτέρω σκέψη 116, η παράνομη συμπεριφορά της TradeARBED είναι δυνατό να της καταλογισθεί, με συνέπεια να μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπραξε η ίδια την εν λόγω παράβαση.

147    Όσον αφορά τις διακόπτουσες την παραγραφή πράξεις που πραγματοποιήθηκαν εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι συνιστούν τέτοιες πράξεις οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν στις 16, 17 και 18 Ιανουαρίου 1991, η από 6 Φεβρουαρίου 1992 ανακοίνωση των αιτιάσεων και η ανακοίνωση των αιτιάσεων της 8ης Μαρτίου 2006. Το αυτό ισχύει και για τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν στην TradeARBED και στη νομική υπηρεσία της ARBED στις 26 Νοεμβρίου 1993. Συναφώς, κατά τη νομολογία, η αίτηση παροχής πληροφοριών με την οποία ζητούνται στοιχεία σχετικά με τους κύκλους εργασιών των επιχειρήσεων που αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού μπορεί να συνιστά απαραίτητη πράξη για τη δίωξη της παραβάσεως, καθόσον παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επαληθεύσει αν τα πρόστιμα που προτίθεται να επιβάλει στις επιχειρήσεις αυτές δεν υπερβαίνουν το μέγιστο ύψος των προστίμων που επιτρέπονται κατά τους προαναφερθέντες κανονισμούς για περιπτώσεις παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 490).

148    Όσον αφορά τον υπολογισμό της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του ζητήματος αν η αρχική απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ότι διέκοψε την παραγραφή ως προς την ARBED, δεδομένου ότι αναιρέθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, ARBED κατά Επιτροπής, η προθεσμία αυτή έτρεξε χωρίς διακοπή το πολύ από τις 26 Νοεμβρίου 1993 έως τις 8 Απριλίου 1994, ήτοι τεσσερισήμισι μήνες και, στη συνέχεια, κατόπιν της αναστολής της παραγραφής λόγω της διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον αρχικώς του Πρωτοδικείου και ακολούθως του Δικαστηρίου, από τις 20 Οκτωβρίου 2003 έως τις 8 Μαρτίου 2006, ήτοι περίπου δύο έτη και τεσσερισήμισι μήνες. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής. Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται και σε περίπτωση που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το δίμηνο που παρήλθε από την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Μαρτίου 1999, ARBED κατά Επιτροπής, έως την άσκηση της αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, ζήτημα που δεν τέθηκε από τις προσφεύγουσες, οπότε παρέλκει η εξέτασή του.

149    Όσον αφορά, δεύτερον, τη δεκαετή προθεσμία παραγραφής, αυτή έτρεξε το πολύ από τις 17 Ιανουαρίου 1991 έως τις 8 Απριλίου 1994, ήτοι περίπου τρία έτη και τρεις μήνες και, στη συνέχεια, κατόπιν της αναστολής, από τις 20 Οκτωβρίου 2003 έως τις 8 Νοεμβρίου 2006, δηλαδή περίπου τρία έτη και έναν μήνα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε εντός της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής. Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται και σε περίπτωση που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το δίμηνο που παρήλθε από την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Μαρτίου 1999, ARBED κατά Επιτροπής, έως την άσκηση της αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, ζήτημα που δεν τέθηκε από τις προσφεύγουσες, οπότε παρέλκει η εξέτασή του.

150    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται από την ARBED.

–       TradeARBED

151    Όσον αφορά την TradeARBED, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η άσκηση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή παράγει σχετικό μόνον αποτέλεσμα, οπότε η αναστολή της παραγραφής καθ’ όσον χρόνο διαρκεί η διαδικασία ισχύει μόνον έναντι της προσφεύγουσας επιχειρήσεως, ή αν παράγει αποτέλεσμα erga omnes, οπότε η αναστολή της παραγραφής κατά την εκκρεμοδικία ισχύει έναντι όλων των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση, είτε άσκησαν προσφυγή είτε όχι.

152    Στην πρώτη περίπτωση, η δεκαετής προθεσμία παραγραφής θα είχε εν προκειμένω παρέλθει προ πολλού κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον θα άρχιζε να τρέχει στις 17 Ιανουαρίου 1991. Στη δεύτερη περίπτωση, η TradeARBED θα βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με την ARBED, όπως εξετάστηκε ανωτέρω, και δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί ούτε τη δεκαετή ούτε την πενταετή προθεσμία παραγραφής.

153    Αντιθέτως προς τα όσα ρητώς προβλέπουν το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 σε σχέση με τη διακοπή της παραγραφής (αποτέλεσμα erga omnes), οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν τίποτε σχετικά με το ζήτημα αυτό, όσον αφορά την αναστολή της παραγραφής. Οι προσφεύγουσες αντλούν επιχείρημα από τη σιωπή του κοινοτικού νομοθέτη, ισχυριζόμενες ότι, αν αυτός ήθελε να προσδώσει erga omnes αποτέλεσμα στην αναστολή της παραγραφής, θα το είχε προβλέψει ρητώς. Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι θα ήταν παράλογη και ασυνεπής η ερμηνεία της σιωπής αυτής υπό την έννοια ότι η παραγραφή τρέχει ως προς όλες τις επιχειρήσεις πλην εκείνων που μετέχουν σε ένδικη διαδικασία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο νομοθέτης, αν επεδίωκε τέτοιο αποτέλεσμα, θα είχε διευκρινίσει ότι η αναστολή της παραγραφής ισχύει αποκλειστικώς και μόνον έναντι της επιχειρήσεως που μετέχει στην ένδικη διαδικασία. Εξάλλου, από την οικονομία των προαναφερθέντων κανονισμών προκύπτει ότι η παραγραφή αφορά το δικαίωμα της Επιτροπής να κινήσει δίωξη για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, και όχι το δικαίωμά της να ασκήσει αγωγή κατά συγκεκριμένης επιχειρήσεως.

154    Συναφώς, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη διακοπή της παραγραφής [προπαρατεθείσα απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 484· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 2004, C‑278/02, Handlbauer, Συλλογή 2004, σ. I‑6171, σκέψη 40, και, όσον αφορά την παραγραφή της αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, προαναφερθείσα απόφαση Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, σκέψη 36], η αναστολή της παραγραφής πρέπει, ως εξαίρεση από την αρχή της πενταετούς διάρκειας της προθεσμίας, να ερμηνεύεται συσταλτικώς.

155    Η αρχή αυτή κωλύει την ερμηνεία της σιωπής του νομοθέτη υπό την έννοια που προτείνει η Επιτροπή.

156    Πολλώ δε μάλλον καθόσον, αντιθέτως προς τη διακοπή της παραγραφής, σκοπός της οποίας είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί διώξεις και να επιβάλλει αποτελεσματικές κυρώσεις επί παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, η αναστολή της παραγραφής αφορά εξ ορισμού τις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει απόφαση. Υπό κανονικές συνθήκες, δεν είναι πλέον αναγκαίο στο στάδιο αυτό να προσδοθεί erga omnes αποτέλεσμα στην άσκηση, εκ μέρους μιας από τις επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκε κύρωση, προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Στην περίπτωση αυτή, αντιθέτως, το inter partes αποτέλεσμα των ένδικων διαδικασιών και οι συνέπειες που του προσέδωσε το Δικαστήριο, ιδίως με την προαναφερθείσα απόφασή του Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ. (σκέψεις 49 επ.), αποκλείουν κατ’ αρχήν το ενδεχόμενο να αναγνωρισθεί ότι η προσφυγή που ασκεί μια επιχείρηση-αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει οποιαδήποτε επιρροή επί της καταστάσεως των λοιπών αποδεκτών της.

157    Εντούτοις, η Επιτροπή χρησιμοποίησε στην προβαλλόμενη απόφασή της και ένα πιο συγκεκριμένο επιχείρημα, το οποίο επανέλαβε εν συνεχεία με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεώρησε με την αιτιολογική σκέψη 451 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η αναστολή της παραγραφής λόγω της κινήσεως, εκ μέρους μιας επιχειρήσεως, διαδικασιών ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου ισχύει τόσο για τη νομική οντότητα που είναι διάδικος όσο και για τις λοιπές νομικές οντότητες που αποτελούν μέρος της ίδιας οικονομικής ενότητας, ανεξαρτήτως του ζητήματος ποια ακριβώς νομική οντότητα κίνησε τις σχετικές διαδικασίες.

158    Το επιχείρημα αυτό, μολονότι στηρίζεται στον ορισμό της «επιχειρήσεως» ως οικονομικής ενότητας, είναι επίσης απορριπτέο. Καίτοι αληθεύει ότι οι περί του ανταγωνισμού κανόνες της Συνθήκης απευθύνονται στις επιχειρήσεις, εντούτοις για την εφαρμογή και εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός μιας διαθέτουσας νομική προσωπικότητα οντότητας, η οποία θα είναι ο αποδέκτης της οικείας αποφάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση PVC II, σκέψη 978). Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε με την προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, ARBED κατά Επιτροπής (σκέψη 21), ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβητήσεως το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό. Αυτό το νομικό πρόσωπο είναι το μόνο που μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε κατόπιν της διοικητικής διαδικασίας και, συνεπώς, το μόνο έναντι του οποίου ισχύει η αναστολή της παραγραφής.

159    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται από την TradeARBED. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον αφορά την εταιρία αυτή.

–       ProfilARBED

160    Η συλλογιστική που αναπτύχθηκε με τις ανωτέρω σκέψεις σε σχέση με την TradeARBED ισχύει επίσης, mutatis mutandis, στην περίπτωση της ProfilARBED.

161    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται από την ProfilARBED, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον αφορά την εταιρία αυτή.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

162    Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια της διαδικασίας συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας σε σχέση με ένα τέτοιας θεμελιώδους σημασίας ζήτημα ώστε να πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ή, τουλάχιστον, το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής κατά το μέτρο που τους επιβάλλει πρόστιμο ή να μειωθεί δραστικά το πρόστιμο αυτό. Παραπέμπουν συναφώς στην απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑113/04 P, Technische Unie κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑8831, σκέψη 55).

163    Εν προκειμένω, η ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια της διαδικασίας περιορίζει τη δυνατότητα των οικείων επιχειρήσεων να αντικρούσουν το τεκμήριο της ευθύνης που στηρίζεται στους κεφαλαιουχικούς δεσμούς μεταξύ της μόνης εταιρίας που μετείχε στην παράβαση και των άλλων δύο προσφευγουσών, το οποίο προβλήθηκε το πρώτον μετά από δεκαέξι έτη διαδικασίας. Κατά τις προσφεύγουσες, τα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους το 1990 έχουν εξαφανισθεί μετά από τόσα έτη.

164    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

165    Αυτός ο λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς από τις προσφεύγουσες, εξετάζεται μόνον καθόσον αφορά την ARBED, δεδομένου ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως έγινε δεκτός κατά το μέτρο που προβάλλεται από την TradeARBED και την ProfilARBED.

166    Όσον αφορά την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το Δικαστήριο έκρινε με τη σκέψη 55 της προαναφερθείσας αποφάσεως Technische Unie κατά Επιτροπής, την οποία επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες, ότι, εφόσον ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, αρχή της οποίας ο θεμελιώδης χαρακτήρας υπογραμμίσθηκε πλείστες όσες φορές από τη νομολογία του Δικαστηρίου, είναι κεφαλαιώδους σημασίας σε διαδικασίες όπως η επίμαχη εν προκειμένω, πρέπει να αποτραπεί τόσο το ενδεχόμενο τα δικαιώματα αυτά να θιγούν ανεπανόρθωτα λόγω της υπερβολικής διάρκειας του σταδίου της διερευνήσεως όσο και το ενδεχόμενο η υπερβολική αυτή διάρκεια να εμποδίσει τη συγκέντρωση στοιχείων που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι δεν υπήρξαν μορφές συμπεριφοράς που να στοιχειοθετήσουν ευθύνη των σχετικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η εξέταση του ενδεχομένου παρακωλύσεως της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας δεν πρέπει να περιορισθεί μόνο στο στάδιο κατά το οποίο τα δικαιώματα αυτά παράγουν τα πλήρη αποτελέσματά τους, δηλαδή στο δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Η εκτίμηση των αιτιών του ενδεχόμενου περιορισμού της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να αφορά το σύνολο της διαδικασίας αυτής, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής της διάρκειας.

167    Εξάλλου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση φέρει το βάρος της αποδείξεως μιας ενδεχόμενης προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας, απορρέουσας από τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε να αμυνθεί κατά των αιτιάσεων της Επιτροπής λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας (προαναφερθείσα απόφαση Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

168    Πάντως, εν προκειμένω, η ARBED δεν προσδιόρισε με ποιον τρόπο η διοικητική διαδικασία, η οποία είχε ομολογουμένως πολύ μακρά διάρκεια αν ληφθεί υπόψη και η δίκη που είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της αρχικής αποφάσεως, έθιξε την άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας και, ειδικότερα, περιόρισε τη δυνατότητά της να «αντικρούσει το τεκμήριο της ευθύνης που στηρίζεται στους κεφαλαιουχικούς δεσμούς μεταξύ της μόνης εταιρίας που μετείχε στην παράβαση και των άλλων δύο προσφευγουσών, το οποίο προβλήθηκε το πρώτον μετά από δεκαέξι έτη διαδικασίας». Συναφώς, η ARBED περιορίσθηκε απλώς στο να ισχυρισθεί ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή της το 1990 έχουν εξαφανισθεί μετά από τόσα έτη».

169    Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται η ARBED, το επίμαχο τεκμήριο της ευθύνης δεν προβλήθηκε «το πρώτον μετά από δεκαέξι έτη διαδικασίας», αλλά κατά το στάδιο της αρχικής αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1994 (βλ. αιτιολογική σκέψη 322 της αρχικής αποφάσεως και ανωτέρω σκέψη 101).

170    Παρά ταύτα, η ARBED ούτε απέδειξε ούτε καν ισχυρίσθηκε, κατά τη διάρκεια της πρώτης διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι η θυγατρική της εταιρία TradeARBED καθόριζε αυτοτελώς την εμπορική της πολιτική, με συνέπεια να μη συνιστούν από κοινού μια οικονομική ενότητα και, συνεπώς, μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 65 ΑΧ (βλ. ανωτέρω σκέψη 94).

171    Τέλος, αυτό το απλό τεκμήριο της ευθύνης, που διατυπώθηκε ως αρχή από το Δικαστήριο ήδη από το 1983 με την προπαρατεθείσα απόφαση AEG‑Telefunken κατά Επιτροπής, ενισχύθηκε σημαντικά εν προκειμένω από πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή με την αρχική της απόφαση (βλ. ανωτέρω σκέψη 96) και τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το Πρωτοδικείο στην προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999, ARBED κατά Επιτροπής (βλ. ανωτέρω σκέψεις 97 και 98).

172    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατά το μέτρο που προβάλλεται από την ARBED.

173    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη καθόσον αφορά την ARBED, αλλά πρέπει να γίνει δεκτή καθόσον αφορά τις TradeARBED και ProfilARBED.

 Επί των δικαστικών εξόδων

174    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

175    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των αιτημάτων των διαδίκων, η Επιτροπή πρέπει, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, να φέρει πέραν των δικαστικών της εξόδων και εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν η TradeARBED και η ProfilARBED. Εξάλλου, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η ARBED πρέπει να φέρει, εκτός των δικαστικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C (2006) 5342 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 [ΑΧ] επί συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών των ευρωπαίων παραγωγών δοκών χάλυβα (Υπόθεση COMP/F/38.907 – Δοκοί χάλυβα), κατά το μέτρο που αφορά τις ArcelorMittal Belval & Differdange SA και ArcelorMittal International SA.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή ως αβάσιμη κατά τα λοιπά.

3)      Η Επιτροπή πρέπει, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, να φέρει πέραν των δικαστικών της εξόδων και εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν η ArcelorMittal Belval & Differdange και η ArcelorMittal International.

4)      Η ArcelorMittal Luxembourg SA πρέπει, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, να φέρει πέραν των δικαστικών της εξόδων και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Forwood

Šváby

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 31 Μαρτίου 2009.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Νομικό πλαίσιο

Διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ

Διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ

Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού λόγω λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

Διατάξεις σχετικές με την παραγραφή των παραβάσεων

Ιστορικό της διαφοράς

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και από κατάχρηση εξουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από μη τήρηση των κανόνων περί καταλογισμού των παραβάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

– TradeARBED

– ARBED

– ProfilARBED

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των κανόνων περί παραγραφής των παραβάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

– ARBED

– TradeARBED

– ProfilARBED

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.