Language of document : ECLI:EU:T:2009:90

Υπόθεση T-405/06

ArcelorMittal Luxembourg SA κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κοινοτική αγορά δοκών χάλυβα – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ, κατόπιν της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Καταλογισμός της παράνομης συμπεριφοράς – Παραγραφή – Δικαιώματα άμυνας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμπράξεις που εμπίπτουν ratione materiae και ratione temporis στο νομικό καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ – Λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 23 § 2)

2.      Πράξεις των οργάνων – Διαχρονική εφαρμογή – Διαδικαστικοί κανόνες – Ουσιαστικοί κανόνες – Διάκριση – Αναδρομική εφαρμογή ουσιαστικού κανόνα – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· άρθρο 305 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 23 § 2)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παράβαση – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές της – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

4.      ΕΚΑΧ – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Παράβαση – Καταλογισμός – Οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται επί των παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 65 ΑΧ

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Κριτήριο της «οικονομικής συνέχειας» της επιχειρήσεως

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή σε θέματα διώξεως – Διακοπή – Περιεχόμενο της έννοιας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25 §§ 3 και 4· γενική απόφαση 715/78, άρθρο 2 §§ 1 και 2)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή σε θέματα διώξεως – Διακοπή – Αίτηση παροχής πληροφοριών

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή σε θέματα διώξεως – Αναστολή – Άσκηση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· γενική απόφαση 715/78)

9.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας

1.      Ναι μεν το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ που διαδέχθηκε εκείνο της Συνθήκης ΕΚΑΧ επέφερε, από τις 24 Ιουλίου 2002, τροποποίηση των νομικών βάσεων, των διαδικασιών και των εφαρμοστέων ουσιαστικών κανόνων, πλην όμως αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ενότητας και της συνέχειας της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών της. Συναφώς, η εγκαθίδρυση και η διατήρηση ενός συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η τήρηση κανονικών όρων ανταγωνισμού και από το οποίο απορρέουν, ιδίως, οι κανόνες σχετικά με τις συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων, αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς τόσο της Συνθήκης ΕΚ όσο και της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι οι κανόνες των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ που ρυθμίζουν τον τομέα των συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων διαφέρουν σε ορισμένο βαθμό, οι όροι «συμφωνίες» και «εναρμονισμένες πρακτικές», όπως χρησιμοποιούνται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, ανταποκρίνονται στις αντίστοιχες έννοιες του άρθρου 81 ΕΚ και οι δύο αυτές διατάξεις έχουν ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο από τον κοινοτικό δικαστή. Ως εκ τούτου, η επιδίωξη του σκοπού της διασφαλίσεως ανόθευτου ανταγωνισμού στους τομείς που υπάγονταν αρχικώς στην κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα δεν διακόπηκε λόγω της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός επιδιώκεται και στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ από το ίδιο κοινοτικό όργανο, δηλαδή την Επιτροπή, τη διοικητική αρχή που είναι αρμόδια για τη θέση σε εφαρμογή και την περαιτέρω διαμόρφωση της πολιτικής ανταγωνισμού προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας.

Εξάλλου, σύμφωνα με μια κοινή αρχή των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας πρέπει να εξασφαλίζεται η συνέχεια των νομικών δομών, εκτός αν ο νομοθέτης εκφράσει αντίθετη βούληση. Η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών που διέπουν τη λειτουργία της απαιτεί, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, και στο δικό της διαδικαστικό πλαίσιο, να εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όσον αφορά τις καταστάσεις που γεννήθηκαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τον σεβασμό των δικαιωμάτων και την τήρηση των υποχρεώσεων που προέβλεπαν eo tempore, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους ιδιώτες, η Συνθήκη ΕΚΑΧ και οι κανόνες που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της. Η απαίτηση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον τα αποτελέσματα της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που απορρέει από τη μη τήρηση των κανόνων περί των συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων ενδέχεται να εκτείνονται, από χρονικής απόψεως, και μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κανονισμός 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], και ειδικότερα τα άρθρα 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ότι παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώνει και να επιβάλλει κυρώσεις, μετά τις 23 Ιουλίου 2002, για τις συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ratione materiae και ratione temporis, και τούτο μολονότι οι ως άνω διατάξεις δεν παραπέμπουν ρητώς στο άρθρο 65 ΑΧ.

(βλ. σκέψεις 59-64)

2.      Ναι μεν θεωρείται γενικώς ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή σε όλες τις διαφορές που ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, πλην όμως δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, οι τελευταίοι αυτοί κανόνες, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται σε καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωρισθεί αναδρομική ισχύς.

Υπό το πρίσμα αυτό, η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους ratione materiae και ratione temporis. Το γεγονός ότι, λόγω της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το οικείο κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι πλέον σε ισχύ κατά τον χρόνο που εκτιμάται η πραγματική κατάσταση ουδαμώς μεταβάλλει την ως άνω διαπίστωση, εφόσον η εκτίμηση αυτή αφορά μια νομική κατάσταση που έχει οριστικώς διαμορφωθεί σε χρόνο κατά τον οποίο ήσαν εφαρμοστέες οι ουσιαστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Όσον αφορά απόφαση της Επιτροπής η οποία εκδόθηκε, κατόπιν της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], κατόπιν διαδικασίας που διεξήχθη σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, οι εφαρμοστέοι κανόνες είναι εκείνοι που περιέχει ο κανονισμός 1/2003, καθόσον οι διατάξεις που αφορούν τη νομική βάση και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε έως την έκδοση της αποφάσεως αυτής συνιστούν διαδικαστικούς κανόνες. Όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, δεδομένου ότι η ως άνω απόφαση αφορά μια νομική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί οριστικώς πριν από τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ και εφόσον οι ουσιαστικού δικαίου κανόνες του ανταγωνισμού που εφαρμόζονται από τις 24 Ιουλίου 2002 και εντεύθεν στερούνται αναδρομικής ισχύος, το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ είναι ο εφαρμοστέος εν προκειμένω ουσιαστικός κανόνας, καθώς υπενθυμίζεται ότι από τον χαρακτήρα της Συνθήκης ΕΚ ως lex generalis σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 305 ΕΚ, προκύπτει ακριβώς ότι το ειδικό καθεστώς που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και από τους κανόνες που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της είναι, δυνάμει της αρχής lex specialis derogat legi generali, το μοναδικό εφαρμοστέο καθεστώς επί των καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της 24ης Ιουλίου 2002.

(βλ. σκέψεις 65-68)

3.      Το στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία ενός ομίλου δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της ίδιας στην παράβαση αυτή, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν οικονομική ενότητα και, επομένως, μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, εφόσον δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

Στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που υπέπεσε σε παράβαση, υφίσταται ένα μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της και ότι, συνεπώς, οι εταιρίες αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Ως εκ τούτου, απόκειται στη μητρική εταιρία που προσβάλλει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αυτοτέλεια της θυγατρικής.

Με άλλα λόγια, αν η Επιτροπή αποδείξει ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής τεκμαίρεται ότι ασκεί και αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της. Η Επιτροπή μπορεί, εν συνεχεία, να αποφασίσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται αλληλεγγύως για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει μετάσχει ευθέως στις επίμαχες συμφωνίες, εκτός αν η μητρική εταιρία αποδείξει ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 88-89, 91)

4.      Η απαγόρευση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, όπως και η αντίστοιχη του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, απευθύνεται ιδίως στις «επιχειρήσεις». Ο όρος επιχείρηση χρησιμοποιείται υπό την ίδια έννοια σε αμφότερες αυτές τις διατάξεις. Συνεπώς, οι κανόνες που διέπουν τον καταλογισμό της ευθύνης για τις παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύουν και για τις παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ.

(βλ. σκέψη 92)

5.      Η ευθύνη για την παράνομη συμπεριφορά της μητρικής εταιρία και επομένως, εξ αντανακλάσεως η ευθύνη για την παράνομη συμπεριφοράς μιας άλλης θυγατρικής της μπορεί να καταλογιστεί, λόγω της ιδιότητας του οικονομικού διαδόχου, σε εταιρία η οποία έχει συσταθεί ως κατά 100 % θυγατρική προκειμένου να συνεχίσει μία από τις οικονομικές δραστηριότητες της μητρικής εταιρίας.

Ο καταλογισμός της ευθύνης κατ’ αυτό τον τρόπο φαίνεται δικαιολογημένος λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου της οικονομικής συνέχειας το οποίο έχει αναπτυχθεί από τη νομολογία, ιδίως σε υποθέσεις που αφορούν αναδιαρθρώσεις ή άλλες μεταβολές στο εσωτερικό ενός ομίλου επιχειρήσεων. Ειδικότερα, σε περίπτωση μεταβιβάσεως του συνόλου ή τμήματος των οικονομικών δραστηριοτήτων μιας νομικής οντότητας σε άλλη, η ευθύνη για τυχόν παραβάσεις που διέπραξε η πρώτη στο πλαίσιο των σχετικών δραστηριοτήτων, τις οποίες αυτή ασκούσε αρχικώς, μπορεί να καταλογιστεί στη δεύτερη, εφόσον οι δύο συνιστούν μία οικονομική οντότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, και μάλιστα ακόμη και αν η πρώτη εξακολουθεί να υφίσταται ως νομική οντότητα. Αυτός ο καταλογισμός προς επιβολή κυρώσεως μπορεί να γίνει δεκτός κατά μείζονα λόγο αν οι οικείες οντότητες ήσαν υπό τον έλεγχο του ιδίου προσώπου και εφάρμοσαν κατ’ ουσίαν, ενόψει των στενών δεσμών που τις ενώνουν από οικονομικής και οργανωτικής απόψεως, τις ίδιες εμπορικές οδηγίες. Αυτό ισχύει ιδίως για τις περιπτώσεις αναδιαρθρώσεων στο εσωτερικό ομίλου επιχειρήσεων, οσάκις η οντότητα που είχε αρχικώς την εκμετάλλευση δεν παύει κατ’ ανάγκην να υφίσταται νομικώς, αλλά δεν ασκεί πλέον καμία αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα στην οικεία αγορά. Πράγματι, αν υπάρχει διαρθρωτική σχέση μεταξύ, αφενός, της οντότητας που είχε αρχικώς την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως που μετείχε στη σύμπραξη και, αφετέρου, εκείνης που την απέκτησε στη συνέχεια, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διαφύγουν –είτε εκ προθέσεως είτε χωρίς πρόθεση– την ευθύνη που έχουν δυνάμει του δικαίου των συμπράξεων, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες νομικής αναδιαρθρώσεως που διαθέτουν.

Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους έννοιας της οικονομικής ενότητας, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να επιλέξει, για τους σκοπούς της διώξεως, μεταξύ της εταιρίας που ασκούσε δραστηριότητες κατά τον χρόνο της παραβάσεως και του οικονομικού της διαδόχου στον τομέα αυτόν. Πράγματι, εστιάζοντας στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων, το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, αφορά οικονομικές οντότητες που συνίστανται σε ένα ενιαίο σύνολο υλικών στοιχείων και ανθρώπινου υλικού, δυνάμενο να διαπράξει παράβαση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ. Συνεπώς, μια επιχείρηση μπορεί να περιλαμβάνει πλείονα υποκείμενα δικαίου. Μια εταιρία μπορεί να κριθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη με μια άλλη εταιρία για την καταβολή προστίμου που επιβάλλεται στη δεύτερη αυτήν εταιρία, η οποία έχει διαπράξει παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, υπό τον όρο ότι η Επιτροπή αποδεικνύει, με την ίδια πράξη, ότι η παράβαση θα μπορούσε να διαπιστωθεί και εις βάρος της εταιρίας που καθίσταται αλληλεγγύως υπεύθυνη για το πρόστιμο. Επομένως, η αλληλέγγυα ευθύνη φαίνεται να αποτελεί φυσική συνέπεια του καταλογισμού της συμπεριφοράς μιας εταιρίας σε μιαν άλλη, ιδίως οσάκις οι δύο αυτές εταιρίες συνιστούν ενιαία επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 107-115, 117)

6.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της γενικής αποφάσεως 715/78, περί της παραγραφής σε θέματα διώξεως και εκτελέσεως στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και το άρθρο 25, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], η παραγραφή διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής σχετική με τη διερεύνηση ή τη δίωξη παραβάσεως και κοινοποιηθείσα σε τουλάχιστον μία επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση και η διακοπή της παραγραφής ισχύει έναντι όλων των επιχειρήσεων που μετείχαν στην επίμαχη παράβαση.

Ως «επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση» πρέπει να νοηθεί κάθε επιχείρηση που κατονομάστηκε ως τέτοια με απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκε κύρωση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Συναφώς, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν κατονομάστηκε ως μετέχουσα στην παράβαση είτε με την αρχική ανακοίνωση των αιτιάσεων είτε, γενικότερα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η πράξη που διακόπτει την παραγραφή είναι άνευ σημασίας, εφόσον η επιχείρηση αυτή κατονομάστηκε ως τέτοια σε μεταγενέστερο χρόνο.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παραγραφή δεν διακόπτεται μόνον ως προς τις επιχειρήσεις-αποδέκτριες μιας πράξεως σχετικής με τη διερεύνηση ή τη δίωξη παραβάσεως, αλλά και ως προς εκείνες τις επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν μεν στην παράβαση, πλην όμως η Επιτροπή δεν γνωρίζει ακόμη την ταυτότητά τους, οπότε δεν έχει ληφθεί έναντί τους κάποιο μέτρο που να αφορά τη διερεύνηση της παραβάσεως ούτε τους έχει απευθυνθεί κάποια διαδικαστική πράξη.

Εξάλλου, μια εταιρία στην οποία είναι δυνατό να καταλογιστεί η παράνομη συμπεριφορά μιας άλλης εταιρίας, με συνέπεια να μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπραξε η ίδια την παράβαση, «μετέχει στην παράβαση» κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων.

(βλ. σκέψεις 143-146)

7.      Η γραπτή αίτηση παροχής πληροφοριών με την οποία η Επιτροπή ζητεί στοιχεία σχετικά με τους κύκλους εργασιών των επιχειρήσεων που αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού μπορεί να συνιστά απαραίτητη πράξη για τη δίωξη της παραβάσεως, καθόσον παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επαληθεύσει αν τα πρόστιμα που προτίθεται να επιβάλει στις επιχειρήσεις αυτές δεν υπερβαίνουν το μέγιστο ύψος των επιτρεπομένων προστίμων σε περίπτωση παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψη 147)

8.      Μολονότι, όσον αφορά τη διακοπή της παραγραφής σε θέματα διώξεως, τόσο ο κανονισμός 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], όσο και η γενική απόφαση 715/78, περί της παραγραφής σε θέματα διώξεως και εκτελέσεως στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, ορίζουν ρητώς ότι η άσκηση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή παράγει αποτέλεσμα erga omnes, εντούτοις, ως προς την αναστολή της παραγραφής, οι ρυθμίσεις αυτές δεν προβλέπουν τίποτε σχετικό με το ζήτημα αν η άσκηση προσφυγής έχει σχετικό αποτέλεσμα, οπότε η αναστολή της παραγραφής καθ’ όσον χρόνο διαρκεί η διαδικασία ισχύει μόνον έναντι της προσφεύγουσας επιχειρήσεως, ή αν έχει αποτέλεσμα erga omnes, οπότε η αναστολή της παραγραφής κατά την εκκρεμοδικία ισχύει έναντι όλων των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση, είτε άσκησαν προσφυγή είτε όχι.

Όπως ακριβώς συμβαίνει με τη διακοπή της παραγραφής, η αναστολή της παραγραφής πρέπει, ως εξαίρεση από την αρχή της πενταετούς διάρκειας της προθεσμίας, να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Η αρχή αυτή κωλύει την ερμηνεία της σιωπής του νομοθέτη υπό την έννοια ότι συνηγορεί υπέρ της αναγνωρίσεως erga omnes αποτελέσματος. Πολλώ δε μάλλον καθόσον, αντιθέτως προς τη διακοπή της παραγραφής, σκοπός της οποίας είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί διώξεις και να επιβάλλει αποτελεσματικές κυρώσεις επί παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, η αναστολή της παραγραφής αφορά εξ ορισμού τις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει απόφαση. Υπό κανονικές συνθήκες, δεν είναι πλέον αναγκαίο στο στάδιο αυτό να προσδοθεί erga omnes αποτέλεσμα στην προσφυγή που ασκεί ενώπιον του κοινοτικού δικαστή μια από τις επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκε κύρωση. Στην περίπτωση αυτή, αντιθέτως, το inter partes αποτέλεσμα των ένδικων διαδικασιών και οι συνέπειες που του έχει προσδώσει ο κοινοτικός δικαστής αποκλείουν κατ’ αρχήν το ενδεχόμενο να αναγνωρισθεί ότι η προσφυγή που ασκεί μια επιχείρηση-αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει οποιαδήποτε επιρροή επί της καταστάσεως των λοιπών αποδεκτών της.

Εξάλλου, καίτοι αληθεύει ότι οι περί του ανταγωνισμού κανόνες της Συνθήκης απευθύνονται στις επιχειρήσεις, εντούτοις παραμένει το γεγονός ότι για την εφαρμογή και εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός μιας διαθέτουσας νομική προσωπικότητα οντότητας, η οποία θα είναι ο αποδέκτης της οικείας αποφάσεως, και ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβητήσεως το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό. Τούτο το νομικό πρόσωπο είναι το μόνο που μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε κατόπιν της διοικητικής διαδικασίας και, συνεπώς, το μόνο έναντι του οποίου ισχύει η αναστολή της παραγραφής. Συνεπώς, η αναστολή της παραγραφής η οποία απορρέει από την κίνηση διαδικασίας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή εκ μέρους μιας επιχειρήσεως ισχύει μόνον έναντι της νομικής οντότητας που είναι διάδικος, και όχι έναντι των λοιπών νομικών οντοτήτων που ανήκουν στην ίδια οικονομική ενότητα.

(βλ. σκέψεις 151, 153-158)

9.      Δεδομένου ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας σε διοικητικές διαδικασίες που αφορούν την πολιτική του ανταγωνισμού, πρέπει να αποτραπεί τόσο το ενδεχόμενο τα δικαιώματα αυτά να θιγούν ανεπανόρθωτα λόγω της υπερβολικής διάρκειας του σταδίου της διερευνήσεως όσο και το ενδεχόμενο η υπερβολική αυτή διάρκεια να εμποδίσει τη συγκέντρωση στοιχείων που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι δεν υπήρξαν μορφές συμπεριφοράς που να στοιχειοθετούν ευθύνη των οικείων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η εξέταση του ενδεχομένου παρακωλύσεως της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας δεν πρέπει να περιορισθεί μόνο στο στάδιο κατά το οποίο τα δικαιώματα αυτά παράγουν τα πλήρη αποτελέσματά τους, δηλαδή στο δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Η εκτίμηση των αιτιών του ενδεχόμενου περιορισμού της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να αφορά το σύνολο της διαδικασίας αυτής, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής της διάρκειας. Εξάλλου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση φέρει το βάρος της αποδείξεως μιας ενδεχόμενης προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας, απορρέουσας από τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε να αμυνθεί κατά των αιτιάσεων της Επιτροπής λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 166-167)