Language of document : ECLI:EU:T:2009:313

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Σεπτεμβρίου 2009

Υπόθεση T-404/06 P

Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF)

κατά

Pia Landgren

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Απόφαση περί απολύσεως – Άρθρο 47, στοιχείο γ΄, σημείο i, του ΚΛΠ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματική αποζημίωση»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ολομέλεια), της 26ης Οκτωβρίου 2006, F-1/05, Landgren κατά ETF (Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-I-123 και ΙΙ-A-I-459), με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Pia Landgren στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παρεμβαίνουσα υπέρ του ETF, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Παραδεκτό – Επιρροή την οποία ασκεί η εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Δεν υφίσταται

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 12)

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείο γ΄, σημείο i )

3.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Καθήκον πρόνοιας της διοικήσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ, Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 11, 47 και 49)

4.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείο γ΄, σημείο i)

5.      Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Πρωτοδικείο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

1.      Δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 12 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η άσκηση αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, το γεγονός και μόνον ότι όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη έλαβε τα μέτρα που απαιτεί η εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν συνεπάγεται ότι το όργανο αυτό παραιτήθηκε από την άσκηση αναιρέσεως. Εν πάση περιπτώσει, η παραίτηση από ένδικο μέσο, κατά το μέτρο που συνεπάγεται την απώλεια δικαιώματος, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο ενός ενδίκου μέσου μόνο σε περίπτωση που η παραίτηση μπορεί να διαπιστωθεί κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο.

(βλ. σκέψη 80)

2.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι επαρκώς θεμελιωμένη ή αν βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά της και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα της αποφάσεως. Πράγματι, απόφαση η οποία στερείται παντελώς αιτιολογίας, τόσο από τυπικής απόψεως, όσο και από πλευράς του γράμματός της και του πλαισίου στο οποίο εντάχθηκε η έκδοσή της, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εσωτερικού ελέγχου νομιμότητας εκ μέρους του δικαστή, όποια και αν είναι η έκταση του ελέγχου αυτού. Ελλείψει υποχρεώσεως του συντάκτη μιας αποφάσεως να εκθέσει τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή της, η ικανότητα του δικαστή να εκπληρώσει, εφόσον του έχει ανατεθεί, το καθήκον ελέγχου της εσωτερικής νομιμότητας των πράξεων που υποβάλλονται στην κρίση του καθώς και η παρεχόμενη στον ιδιώτη δικαστική προστασία θα διακυβεύονταν και θα εξαρτώνταν από τη διακριτική ευχέρεια του συντάκτη της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, το γεγονός ότι απαιτείται από το κοινοτικό όργανο να εκθέτει τους λόγους των αποφάσεών του συναρτάται απολύτως προς την παροχή στον δικαστή της εξουσίας να ελέγχει το βάσιμο των εν λόγω αποφάσεων, η δυνατότητα δε ενός τέτοιου ελέγχου πρέπει να διασφαλίζεται, σε μια κοινότητα δικαίου, υπό τους αυτούς όρους, σε κάθε πολίτη που ασκεί το δικαίωμά του ένδικης προστασίας.

Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να καταλήξει ότι η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή ουδεμία υποχρέωση υπέχει να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου των εκτάκτων υπαλλήλων, με την αιτιολογία ότι υποχρεούται συναφώς να τηρεί μόνον τις κατ’ άρθρο 47, στοιχείο γ΄, σημείο i, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ) προϋποθέσεις περί προθεσμίας καταγγελίας.

(βλ. σκέψεις 108 έως 110)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως κάθε βλαπτικής αποφάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 25 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), η οποία αποτελεί απλώς την επανάληψη της κατ’ άρθρο 253 ΕΚ γενικής υποχρεώσεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνο για επιτακτικούς λόγους. Η υποχρέωση αυτή συντελεί στη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου απορρέουσας από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών που έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Μια εξαίρεση από αυτή τη γενική και ουσιώδη υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, ιδίως τις βλαπτικές, δεν μπορεί να απορρέει παρά μόνον από τη ρητή και αναμφίβολη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, την οποία δεν εκφράζουν οι γενικές διατάξεις του άρθρου 25 του ΚΥΚ και του άρθρου 11 του ΚΛΠ. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι το ΚΛΠ δεν προβλέπει ρητώς, στο άρθρο του 47, στοιχείο γ΄, το οποίο αφορά τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως των εκτάκτων υπαλλήλων, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής πρέπει να αιτιολογούνται δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφαρμογής του άρθρου 25 του ΚΥΚ.

Ελλείψει τέτοιας υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο κοινοτικός δικαστής δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσει προσηκόντως τον έλεγχό του, έστω και περιορισμένο, ενώ, οπωσδήποτε, η διοίκηση θα ήταν ελεύθερη να αποφασίζει αυθαίρετα για τη μοίρα ενός εκτάκτου υπαλλήλου, μολονότι, οσάκις η αρμόδια αρχή αποφαίνεται για την κατάσταση ενός εκτάκτου υπαλλήλου, υποχρεούται, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμφέροντος της υπηρεσίας, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να διαμορφώσουν την απόφασή της, ιδίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου εκτάκτου υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, τούτο απορρέει από το καθήκον πρόνοιας της διοικήσεως, το οποίο αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που θέσπισε ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογίαν, το ΚΛΠ για τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της.

(βλ. σκέψεις 148 έως 150, 153 και 160)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 13 Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑277 και II‑1267, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Μολονότι ο ΚΥΚ παρέχει στους μονίμους υπαλλήλους μεγαλύτερη σταθερότητα απασχολήσεως, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις οριστικής παύσεως των καθηκόντων του ενδιαφερομένου παρά τη θέλησή του είναι αυστηρώς οριοθετημένες, ο λιγότερο σταθερός χαρακτήρας της απασχολήσεως του εκτάκτου υπαλλήλου δεν μεταβάλλεται από την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή στο πλαίσιο της καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων.

Συγκεκριμένα, ο χαρακτήρας αυτός απορρέει, ιδίως, από την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η αρχή αυτή όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο i, του ΚΛΠ και τηρουμένης της προβλεπόμενης στη σύμβαση προθεσμίας καταγγελίας, ο δε έλεγχος του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται, ως εκ τούτου, στη διαπίστωση της μη υπάρξεως πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας.

Η εν λόγω ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όχι μόνο δεν δικαιολογεί την απαλλαγή της διοικήσεως από την υποχρέωση να δικαιολογεί τις σχετικές αποφάσεις της, αλλά καθιστά κατά μείζονα λόγο περισσότερο αναγκαία την τήρηση του ουσιώδους τύπου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, έχει θεμελιώδη σημασία. Στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του.

(βλ. σκέψεις 161 έως 163)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 26 Φεβρουαρίου 1981, 25/80, de Briey κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 637, σκέψη 7· ΔΕΚ 21 Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14· ΔΕΚ, 22 Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 58· ΔΕΚ 6 Νοεμβρίου 2008, C‑405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. Ι-8301, σκέψη 56· ΠΕΚ, 28 Ιανουαρίου 1992, T‑45/90, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑33, σκέψεις 97 και 98· ΠΕΚ, 17 Μαρτίου 1994, T‑51/91, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑103 και II‑341, σκέψη 27· ΠΕΚ, 17 Μαρτίου 1994, T‑52/91, Smets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑107 και II‑353, σκέψη 24

5.      Η εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος ενός εγγράφου δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει αντικείμενο του ελέγχου του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 11 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να αποδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεως των υποβληθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα το οποίο υποβάλλεται στην κρίση του αναιρετικού δικαστηρίου.

(βλ. σκέψη 198)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 2 Οκτωβρίου 2003, C‑182/99 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10761, σκέψη 43· ΔΕΚ, 25 Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψεις 38 έως 40