Language of document : ECLI:EU:T:2008:109

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Απριλίου 2008 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Εξαγωγικές ενισχύσεις στον τομέα του βιβλίου – Έλλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως – Άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ – Διαχρονικό πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου – Μέθοδος υπολογισμού του ποσού της ενισχύσεως»

Στην υπόθεση T-348/04,

Société internationale de diffusion et d’édition SA (SIDE), με έδρα το Vitry-sur-Seine (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους N. Coutrelis και V. Giacobbo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον J.‑P. Keppenne,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. de Bergues και S. Ramet, στη συνέχεια από τους M. de Bergues και A.-L. Vendrolini,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1, τελευταία περίοδος, της αποφάσεως 2005/262/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2004, σχετικά με την ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της Coopérative d’exportation du livre français (CELF) (ΕΕ 2005, L 85, σ. 27),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, V. Tiili και T. Tchipev, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαΐου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα Société internationale de diffusion et d’édition (SIDE) είναι παραγγελιοδόχος εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία, της οποίας η εμπορική δραστηριότητα συνίσταται κυρίως στις εξαγωγές βιβλίων στη γαλλική γλώσσα προς άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και προς τρίτες χώρες.

2        Οι παραγγελιοδόχοι περιλαμβάνονται μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών που παρεμβάλλονται στην εμπορία των βιβλίων. Απευθύνονται στους λιανοπωλητές και σε συλλογικούς φορείς και όχι στους τελικούς χρήστες. Καθιστούν δυνατή την εκτέλεση παραγγελιών των οποίων η διεκπεραίωση θα είχε υψηλό κόστος για τους εκδότες ή τους διανομείς τους. Ο παραγγελιοδόχος συγκεντρώνει τις μεμονωμένως μη σημαντικές, παραγγελίες διαφόρων πελατών και απευθύνεται στον εκδότη ή τον διανομέα, ο οποίος παραδίδει, έτσι, εμπόρευμα σε ένα μόνο σημείο. Επίσης, ο παραγγελιοδόχος συγκεντρώνει τις παραγγελίες των βιβλιοπωλείων ή των θεσμικών φορέων που είναι πελάτες του, οι οποίες αφορούν βιβλία διαφόρων εκδοτών, και έτσι απαλλάσσει τους πελάτες του από το να προβαίνουν σε πολλαπλές παραγγελίες προς πολυάριθμους επιχειρηματίες.

3        Η Coopérative d’exportation du livre français, η οποία δρα υπό την εμπορική επωνυμία «Centre d’exportation du livre français» (CELF), είναι συνεταιριστική ανώνυμη εταιρία ασκούσα επίσης τη δραστηριότητα του παραγγελιοδόχου. Ο εταιρικός σκοπός της CELF, σύμφωνα με το πλέον πρόσφατο κείμενο του καταστατικού της, είναι «[η] απευθείας εκτέλεση παραγγελιών βιβλίων, εντύπων και παντός είδους επικοινωνιακών υποθεμάτων, προς το εξωτερικό και τα υπερπόντια εδάφη και διαμερίσματα, και, γενικότερα, η άσκηση κάθε δραστηριότητας που αποσκοπεί κυρίως στην προώθηση της διαδόσεως του γαλλικού πολιτισμού σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω των εν λόγω υποθεμάτων».

4        Τα μέλη της CELF είναι ως επί το πλείστον εκδότες εγκατεστημένοι στη Γαλλία. Ωστόσο, μπορεί να γίνει μέλος της CELF κάθε επιχειρηματίας που ασχολείται με την έκδοση ή τη διανομή βιβλίων στη γαλλική γλώσσα, ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεώς του.

5        Η CELF, όπως και η προσφεύγουσα, ασκεί εμπορική δραστηριότητα διανομής βιβλίων προσανατολισμένη κυρίως στις μη γαλλόφωνες χώρες και περιοχές. Στις γαλλόφωνες περιοχές, ιδίως του Βελγίου, του Καναδά και της Ελβετίας, αυτή η εμπορία βιβλίων διασφαλίζεται από δίκτυα διανομής οργανωμένα από τους εκδότες.

6        Το 1979, όταν η CELF αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, οι γαλλικές αρχές αποφάσισαν να της χορηγήσουν ορισμένες επιδοτήσεις.

7        Οι επίμαχες επιδοτήσεις είχαν ως σκοπό να δοθεί στους παραγγελιοδόχους εξαγωγών η δυνατότητα να εκτελούν το σύνολο των παραγγελιών που προέρχονται από βιβλιοπωλεία εγκατεστημένα σε μη γαλλόφωνες περιοχές, ανεξαρτήτως της αξίας, της αποδοτικότητας και του προορισμού τους, προκειμένου να ευνοηθεί η διάδοση της γαλλόφωνης λογοτεχνίας σε ολόκληρο τον κόσμο.

8        Η μόνη επιδότηση που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως (στο εξής: επίδικη ενίσχυση) άρχισε να χορηγείται ετησίως το 1980, αν και το ποσό της κυμαίνεται έκτοτε. Η επίδικη ενίσχυση συνίστατο σε ένα πακέτο ετησίων επιδοτήσεων, εκάστη από τις οποίες σκοπούσε ειδικώς στην αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους που προκαλούσε ετησίως η διεκπεραίωση μικρών παραγγελιών προερχομένων από βιβλιοπωλεία του εξωτερικού, αξίας μη υπερβαίνουσας τα 500 γαλλικά φράγκα (FRF) (76,22 ευρώ), αφαιρουμένων των εξόδων μεταφοράς (στο εξής: μικρές παραγγελίες), οι οποίες θεωρούνται κατώτερες του ελαχίστου ορίου αποδοτικότητας.

9        Από το 1981, το ένα τέταρτο του ποσού της επιδοτήσεως που χορηγήθηκε κατά το προηγούμενο έτος καταβαλλόταν στις αρχές του έτους, ενώ το υπόλοιπο χορηγούνταν το φθινόπωρο, αφού οι δημόσιες αρχές εξέταζαν τις προβλέψεις για τη δραστηριότητα της CELF και τις διακυμάνσεις της που καταγράφονταν κατά το πρώτο μέρος της χρήσεως. Εντός του πρώτου τριμήνου μετά το πέρας της χρήσεως, η CELF όφειλε να υποβάλει στο γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού και Γαλλόφωνων Περιοχών αναλυτική έκθεση του τρόπου κατά τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η επιδότηση συνοδευόμενη από λεπτομερή κατάλογο δικαιολογητικών.

10      Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 1992, η προσφεύγουσα επέστησε την προσοχή της Επιτροπής σε ορισμένες ενισχύσεις για την προώθηση, τη μεταφορά και την εμπορία των γαλλικών βιβλίων τις οποίες οι γαλλικές αρχές χορήγησαν στη CELF. Ερώτησε επίσης την Επιτροπή αν οι ενισχύσεις αυτές είχαν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ).

11      Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 1992, η Επιτροπή επιβεβαίωσε στην προσφεύγουσα την ύπαρξη ορισμένων μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων υπέρ της CELF, περιλαμβανομένης της επίδικης.

12      Στις 18 Μαΐου 1993, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί εγκρίσεως των εν λόγω ενισχύσεων με τίτλο «Ενισχύσεις στους εξαγωγείς γαλλικών βιβλίων» [απόφαση ΝΝ 127/92 (ΕΕ C 174, σ. 6)].

13      Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T-49/93, SIDE κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-2501), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την προπαρατεθείσα απόφαση στο μέτρο που αφορούσε την επίδικη ενίσχυση. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε τηρήσει την υποχρέωση κινήσεως της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ).

14      Στις 30 Ιουλίου 1996, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ).

15      Στις 10 Ιουνίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση περί κηρύξεως της επίδικης ενισχύσεως συμβατής με την κοινή αγορά [απόφαση 1999/133/ΕΚ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπέρ της CELF (ΕΕ 1999, L 44, σ. 37)].

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή περί ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως.

17      Η απόφαση 1999/133 αποτέλεσε επίσης αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε η Γαλλική Δημοκρατία με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 1998, λόγω του ότι η Επιτροπή απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ).

18      Δεδομένου ότι οι δύο προσφυγές έβαλλαν κατά του κύρους της ίδιας πράξεως, το Πρωτοδικείο, με διάταξη του προέδρου του τέταρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 1999, ανέστειλε, σύμφωνα με το άρθρο 47, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου (νυν άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου), τη διαδικασία μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου.

19      Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Γαλλικής Δημοκρατίας με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2000, C-332/98, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-4833). Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία συνεχίστηκε.

20      Οι γαλλικές αρχές κατάργησαν την επίδικη ενίσχυση το 2002.

21      Με απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T- 155/98, SIDE κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-179), η απόφαση 1999/133 ακυρώθηκε. Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς.

22      Στις 20 Απριλίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2005/262/EK, σχετικά με την ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της CELF (ΕΕ 2005, L 85, σ. 27, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

23      Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε ότι η επίδικη ενίσχυση αποτελούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 127). Στη συνέχεια, εξέτασε αν είχε εφαρμογή μια από τις παρεκκλίσεις από τη γενική απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο αυτό. Η Επιτροπή απέκλεισε ρητώς την εν προκειμένω εφαρμογή των παρεκκλίσεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, ΕΚ καθώς και της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄ (αιτιολογική σκέψη 132). Τέλος έκρινε ότι η επίδικη ενίσχυση είχε πολιτιστικό σκοπό, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, κατά το οποίο δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των εμπορικών συναλλαγών και του ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον (αιτιολογικές σκέψεις 134 και 139).

24      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή περιορίστηκε στον έλεγχο της συμβατότητας της ενισχύσεως, στην αγορά των παραγγελιών εξαγωγής, με το άρθρο 87 παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 186). Συναφώς, διαπίστωσε, πρώτον, τη λυσιτέλεια του κριτηρίου των μικρών παραγγελιών ως στοιχείου αναφοράς για τη δικαιολόγηση της χορηγήσεως της επίδικης ενισχύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 187 έως 197). Δεύτερον, έλεγξε το αληθές της δικαιολογήσεως της επίδικης χορηγήσεως, δηλαδή την ύπαρξη επιπλέον κόστους συνδεομένου άμεσα με την διεκπεραίωση μικρών παραγγελιών. Έτσι, η Επιτροπή εκτίμησε το κόστος το οποίο έφερε η CELF λόγω της διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών, για το 1994, βάσει λογιστικών στοιχείων που διαβίβασε η Γαλλική Δημοκρατία (αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 206). Έκρινε ότι τα στοιχεία του εν λόγω έτους συνιστούσαν λυσιτελή παράμετρο αναφοράς για την εκτίμηση του κόστους διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών, με την αιτιολογία ότι τα έγγραφα και οι εξηγήσεις που η Γαλλική Δημοκρατία παρέσχε για άλλες χρήσεις εμφαίνουν ότι η διάρθρωση των μικρών παραγγελιών παραμένει σταθερή από το ένα έτος στο άλλο (αιτιολογική σκέψη 208). Τέλος, η Επιτροπή απέδειξε ότι η επίδικη ενίσχυση δεν μπορούσε να υπερβεί την αντιστάθμιση του κόστους της διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών.

25      Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή διαπίστωσε, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«Η ενίσχυση υπέρ της [CELF] για την εκτέλεση των μικρών παραγγελιών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα, την οποία εφάρμοσε η Γαλλία κατά την περίοδο 1980 έως 2001, συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]. Η ενίσχυση χορηγήθηκε παρανόμως, καθότι η Γαλλία δεν την κοινοποίησε προηγουμένως στην Επιτροπή. Ωστόσο, η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, [ΕΚ].»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Αυγούστου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Με έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στην Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Δεκεμβρίου 2004, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε από το Πρωτοδικείο να παρέμβει στην παρούσα δίκη υπέρ της Επιτροπής, πράγμα που της επιτράπηκε με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 20ής Ιανουαρίου 2005.

28      Στις 22 Μαρτίου 2007, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Επιτροπή να απαντήσει εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

29      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

30      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Μαΐου 2007.

31      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθότι με το άρθρο αυτό η Επιτροπή κήρυξε την επίδικη ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά πριν από το 1999, ή, εναλλακτικώς, πριν από το 1997 ή το 1994·

–        επικουρικότερα, να ακυρώσει το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της αποφάσεως, καθόσον κήρυξε την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά πριν από την 1η Νοεμβρίου 1993·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα

32      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

33      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

34      Η προσφεύγουσα επικαλείται τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της, ο τρίτος εκ των οποίων έχει δύο σκέλη. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως για την κήρυξη της συμβατότητας της επίδικης ενισχύσεως με την κοινή αγορά πριν την 1η Νοεμβρίου 1993. Ο δεύτερος από έλλειψη λογικής συνοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ. Το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως αντλείται από την ενέχουσα δυσμενή διάκριση φύση της επίδικης ενισχύσεως, ενώ το δεύτερο σκέλος βασίζεται σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.

35      Πρώτα πρέπει να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και, στη συνέχεια, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη νόμιμης βάσεως πριν από την 1η Νοεμβρίου 1993

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, κηρύσσοντας με το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως την επίδικη ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, στηρίχτηκε σε εσφαλμένη νομική βάση. Η προσφεύγουσα εκτιμά συγκεκριμένα ότι, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή θεσπίστηκε με τη Συνθήκη ΕΕ, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 1993, η επίδικη ενίσχυση μπορούσε να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά μόλις από την ημερομηνία αυτή.

37      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αρχή της μη αναδρομικότητας απαγορεύει την εφαρμογή κοινοτικής πράξεως πριν την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της. Η αρχή αυτή σπανιότατα επιδέχεται εξαιρέσεις, ιδίως οσάκις προβλέπονται σαφώς μεταβατικές διατάξεις ή οσάκις τούτο προκύπτει σαφώς από τον σκοπό ή την οικονομία της εν λόγω πράξεως. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Συνθήκη ΕΕ δεν προβλέπει καμία μεταβατική διάταξη και ότι ουδόλως προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα στη Συνθήκη κράτη είχαν την πρόθεση να δώσουν στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ αναδρομική ισχύ.

38      Η προσφεύγουσα παραπέμπει στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 22ας Μαΐου 2002, για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (ΕΕ 2002, C 119, σ. 22), η οποία κατ’ αυτήν επιβεβαιώνει ότι η συμβατότητα με την κοινή αγορά των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα πρέπει κατά γενικό κανόνα να εκτιμάται «σύμφωνα με τα ουσιαστικά κριτήρια που ορίζονται σε οποιοδήποτε νομικό μέσο που ισχύει κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης».

39      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, αν οι μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις εκτιμώνταν υπό το πρίσμα των διατάξεων που ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής και όχι κατά την ημερομηνία χορηγήσεώς τους, θα επιβραβευόταν η παρανομία διά της εκδόσεως αποφάσεως κηρύσσουσας μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, πράγμα το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν αν το οικείο κράτος μέλος είχε τηρήσει το άρθρο 88 ΕΚ και είχε κοινοποιήσει την ενίσχυση στην Επιτροπή πριν τη χορηγήσει.

40      Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από την ίδια παράγραφο, στοιχείο γ΄. Υπενθυμίζει ότι, με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι μια τέτοια ερμηνεία καταλήγει στο να στερεί κάθε περιεχόμενο από την παρέκκλιση της παραγράφου 3, στοιχείο δ΄, που θεσπίσθηκε με τη Συνθήκη ΕΕ.

41      Η Επιτροπή, αμυνόμενη, ισχυρίζεται ότι μια νομική κατάσταση διέπεται από τη νομοθεσία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η εν λόγω κατάσταση οριστικοποιείται. Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει αναφορά στο χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδόθηκε η απόφαση που έκρινε τη συμβατότητα της επίδικης ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

42      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τις γενικές αρχές του δικαίου προκύπτει ότι, κατά γενικό κανόνα, οι νέοι νόμοι, περιλαμβανομένων των διατάξεων των συνθηκών, έχουν εφαρμογή επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων των καταστάσεων που έχουν γεννηθεί υπό το κράτος του παλαιού νόμου.

43      Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και της οικονομίας του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, επιβάλλεται η άμεση εφαρμογή του. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι μια απόφαση περί της συμβατότητας μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά δεν αποτελεί αμιγώς τυπική πράξη έχουσα ανάγκη ακριβούς νομικής βάσεως. Η Επιτροπή εκτιμά τη συγκεκριμένη συμβολή της επίμαχης ενισχύσεως σ’ ένα σκοπό που αφορά το γενικό συμφέρον, αφενός, και τα αρνητικά αποτελέσματά της επί του ανταγωνισμού, αφετέρου. Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, πρέπει μόνο να εκτιμήσει αν κατά τον χρόνο της εκ μέρους της εξετάσεως, το κοινοτικό συμφέρον επιβάλλει την επιστροφή της ενισχύσεως, δεδομένου ότι, από οικονομικής απόψεως, μια παράνομη ενίσχυση δεν εξαντλεί τα αποτελέσματά της κατά την ημερομηνία χορηγήσεώς της, αλλά εξακολουθεί να τα παράγει όσο ο επιχειρηματίας παραμένει ενεργός στην αγορά.

44      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αν δεν εφάρμοζε αμέσως το νέο κριτήριο περί συμβατότητας, η απόφασή της θα αντέβαινε σε σκοπό αναγνωριζόμενο στο εξής από τη Συνθήκη. Η Επιτροπή φρονεί ότι δεν είναι δυνατό να επιβληθεί η ανάκτηση μιας ενισχύσεως απλώς και μόνο διότι καταβλήθηκε υπερβολικά νωρίς.

45      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε την άποψή της με την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2004, T-176/01, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-3931).

46      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρμογή ενός νέου κανόνα κατά την εξέταση μια μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη «επιβράβευση της παρανομίας». Πράγματι, η άμεση αυτή εφαρμογή θα μπορούσε να ενεργήσει εις βάρος του κράτους μέλους σε περίπτωση που τα κριτήρια για τη συμβατότητα καταστούν αυστηρότερα.

47      Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται κανένας επιτακτικός λόγος ασφαλείας δικαίου για να περιοριστεί, εν προκειμένω, το διαχρονικό αποτέλεσμα του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ.

48      Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παρέκκλιση που αφορά τον πολιτιστικό σκοπό, η οποία περιλαμβάνεται από το 1993 στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ καλυπτόταν προηγουμένως από την ίδια αυτή παράγραφο, στοιχείο γ΄, και απλώς επισημάνθηκε καλύτερα με την προσθήκη της παραγράφου 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ.

49      Η Γαλλική Δημοκρατία συντάσσεται με τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

50      Από το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η επίδικη ενίσχυση κηρύχθηκε συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ. Η τελευταία αυτή διάταξη συνιστά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη ΕΕ, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 1993.

51      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι μια τέτοια νομική βάση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κηρυχθεί η ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά όσον αφορά το διάστημα από το 1980 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1993.

52      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά γενικό κανόνα, η αρχή της ασφαλείας δικαίου δεν επιτρέπει να ορίζεται η έναρξη ισχύος κοινοτικής πράξεως σε ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της, εκτός αν, κατ’ εξαίρεση, το απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων τυγχάνει του δέοντος σεβασμού (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 55, σκέψη 20).

53      Έτσι, ενώ οι διαδικαστικοί κανόνες θεωρούνται γενικώς ως εφαρμοζόμενοι επί όλων των ενδίκων διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως ισχύος τους, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ουσιαστικούς κανόνες (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale industria salumi, Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9).

54      Πράγματι, οι ουσιαστικοί κανόνες του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να ερμηνεύονται ως έχοντες εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν ήδη διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοια ισχύς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψη 119, και την παρατιθέμενη νομολογία). Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ανεξάρτητα από τις ευνοϊκές ή δυσμενείς συνέπειες που οι εν λόγω κανόνες μπορούν να έχουν για τον ενδιαφερόμενο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 1985, 234/83, Gesamthochschule Duisburg, Συλλογή 1985, σ. 327, σκέψη 20, και της 7ης Φεβρουαρίου 2002, C-28/00, Kauer, Συλλογή 2002, σ. I-1343, σκέψη 20).

55      Αντιθέτως, η κοινοτική νομοθεσία εφαρμόζεται αμέσως στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως γεννηθείσας υπό το κράτος παλαιότερου νόμου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986, 270/84, Licata κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1986, σ. 2305, σκέψη 31, και της 29ης Ιανουαρίου 2002, C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer, Συλλογή 2002, σ. I-1049, σκέψη 50).

56      Αφού υπομνήσθηκαν αυτές οι βασικές αρχές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Συνθήκη ΕΕ δεν προβλέπει μεταβατικές διατάξεις αφορώσες την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτή σκοπεί στη ρύθμιση καταστάσεων προγενεστέρων της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν επισήμανε, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι η αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ επιβαλλόταν εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού ή της οικονομίας της εν λόγω διατάξεως, ούτε ότι αυτό ήταν αναγκαίο για τη λειτουργία του συστήματος ελέγχου που ασκεί η Επιτροπή επί των ενισχύσεων που χορηγούν τα κράτη μέλη. Ούτε προέβαλε σχετικά επιχειρήματα με το υπόμνημα αντικρούσεως.

57      Ως εκ τούτου, εξεταστέο μόνον το αν οι επίδικες ενισχύσεις είχαν αποκτήσει οριστικώς τον συμβατό ή ασύμβατο χαρακτήρα τους κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

58      Κάθε νέα ενίσχυση, μη κοινοποιηθείσα και ήδη καταβληθείσα, είναι κατ’ ανάγκη ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά αν μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το διάστημα κατά το οποίο καταβλήθηκε, και εφόσον δεν εμπίπτει σε καμία παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Εν πάση περιπτώσει, άπαξ έχει παραγάγει τα αποτελέσματά της, ο συμβατός ή ασύμβατος χαρακτήρας της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά έχει κτηθεί οριστικώς. Τούτο ισχύει ιδίως εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδικη ενίσχυση χορηγήθηκε και καταβλήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία και χρησιμοποιήθηκε από τη CELF για να αντισταθμίσει το επιπλέον κόστος της διεκπεραιώσεως των μικρών ετησίων παραγγελιών.

59      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η εξέταση της συμβατότητας μιας καταβληθείσας και μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως με την κοινή αγορά, όπως εν προκειμένω, δεν επιβάλλει μόνο να εκτιμάται αν, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αντίστοιχης αποφάσεως, το κοινοτικό συμφέρον επιτάσσει την επιστροφή της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή πρέπει επίσης να ελέγξει αν, καθό διάστημα καταβαλλόταν η εν λόγω ενίσχυση, η ενίσχυση αυτή μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

60      H Επιτροπή διαθέτει βεβαίως ευρεία διακριτική ευχέρεια ώστε να μπορεί να επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεως βάσει των παρεκκλίσεων από τη γενική απαγόρευση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, στις περιπτώσεις αυτές, κατά την εκτίμηση του αν μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται ή όχι με την κοινή αγορά, ανακύπτουν προβλήματα για την επίλυση των οποίων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να εκτιμώνται σύνθετα γεγονότα και περιστάσεις οικονομικού χαρακτήρα που μπορούν να μεταβάλλονται ταχέως (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψη 15). Ωστόσο, αυτή η διακριτική ευχέρεια δεν μπορεί να χρησιμοποιείται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω ενίσχυση νόθευσε τον ανταγωνισμό κατά τρόπο αντίθετο στο κοινοτικό συμφέρον, όπως ορίζεται από το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, καθό διάστημα αυτή καταβαλλόταν παρανόμως.

61      Εντεύθεν συνάγεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εφαρμόζοντας το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, στον προ της 1ης Νοεμβρίου 1993 χρόνο, αντί να εφαρμόσει τους ουσιαστικούς κανόνες που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο.

62      Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο διότι, κατά πάγια νομολογία, οι παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, κατά την οποία οι κρατικές ενισχύσεις δεν είναι συμβατές με την κοινή αγορά, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2001, C-280/99 P έως C-282/99 P, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-4717, σκέψη 40, και του Πρωτοδικείου της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, T-150/95, UK Steel Association κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1433, σκέψη 114). Η στενή αυτή ερμηνεία επιβάλλει, ωσαύτως, τον περιορισμό της εφαρμογής μιας παρεκκλίσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων στο διάστημα μετά την έναρξη ισχύος της, τουλάχιστον αν οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν ήδη καταβληθεί.

63      Υπό το ίδιο αυτό πνεύμα, προκειμένου για ενισχύσεις εμπίπτουσες στη Συνθήκη ΕΚΑΧ και καταβληθείσες χωρίς να έχουν προηγουμένως κοινοποιηθεί, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εφαρμογή των κανόνων του κώδικα που ισχύει κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σχετική με τη συμβατότητα ενισχύσεων που καταβλήθηκαν ενόσω ίσχυε προηγούμενος κώδικας οδηγεί πράγματι σε αναδρομική εφαρμογή κοινοτικής ρυθμίσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 118). Το Δικαστήριο θεώρησε ότι από καμία διάταξη του κώδικα που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής δεν προέκυπτε ότι αυτός μπορούσε να εφαρμοστεί αναδρομικά. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι από την οικονομία και τους σκοπούς των διαδοχικών κωδίκων που διείπαν τις εν λόγω ενισχύσεις προέκυπτε ότι οι κώδικες αυτοί είχαν θεσπιστεί σε συνάρτηση με τις υφιστάμενες σε συγκεκριμένη περίοδο ανάγκες. Επομένως, η εφαρμογή κανόνων που θεσπίσθηκαν σε συγκεκριμένη περίοδο, σε συνάρτηση με την υφιστάμενη εκείνη την περίοδο κατάσταση, επί ενισχύσεων που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια προγενέστερης περιόδου δεν ανταποκρίνεται στην οικονομία και στους σκοπούς μιας τέτοιου είδους ρυθμίσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 120).

64      Αντιθέτως, η συγκεκριμένη κατάσταση δεν είναι συγκρίσιμη προς αυτή επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ferriere Nord/Commission. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση αφορούσε ενίσχυση η οποία δεν είχε καταβληθεί πριν εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής επί τη συμβατότητάς της. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να απειλεί τον ανταγωνισμό για τον προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως χρόνο. Αντιθέτως, ενίσχυση καταβληθείσα πριν η Επιτροπή λάβει απόφαση επί της συμβατότητάς της με την κοινή αγορά μπορεί να απειλεί αλλά και να νοθεύει τον ανταγωνισμό για τον προ της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής χρόνο.

65      Κανένα από τα επιπλέον επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μπορεί να αποδυναμώσει το συμπέρασμα ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ.

66      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι κανένας επιτακτικός λόγος ασφαλείας δικαίου δεν δικαιολογεί εν προκειμένω τον διαχρονικό περιορισμό της προαναφερθείσας διατάξεως, υπενθυμίζεται ότι το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να διασφαλίζει την τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δυνάμει των οποίων η κοινοτική νομοθεσία πρέπει να είναι σαφής και προβλέψιμη για τους πολίτες (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Meridionale industria salumi, σκέψη 10). Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν θα ήταν ούτε σαφής ούτε προβλέψιμη για τους πολίτες αν μια ενίσχυση που δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά μεταξύ του 1980 και του 1993, ελλείψει παρεκκλίσεως από την προβλεπόμενη στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ γενική απαγόρευση των ενισχύσεων, ισχύουσας για το διάστημα εκείνο, μπορούσε στη συνέχεια να θεωρηθεί συμβατή, αν θεσπιζόταν η εν λόγω παρέκκλιση. Συνεπώς, το σχετικό επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

67      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εφαρμογή ενός νέου κανόνα εξετάσεως μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως δεν αποτελεί επιβράβευση της παρανομίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το να θεωρηθεί ότι μια μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση μπορεί να κηρυχθεί σύμφωνη με την κοινή αγορά δυνάμει παρεκκλίσεως η οποία δεν ίσχυε κατά την καταβολή της εν λόγω ενισχύσεως ισοδυναμεί με το να ευνοείται το κράτος μέλος που τη χορήγησε σε σχέση με κράτη μέλη τα οποία ενδεχομένως ήθελαν να χορηγήσουν παρεμφερή ενίσχυση και δεν το έπραξαν, ελλείψει επιτρέπουσας αυτό παρεκκλίσεως. Ομοίως το εν λόγω κράτος μέλος θα ευνοούνταν σε σχέση με κάθε άλλο κράτος μέλος το οποίο, επειδή επιθυμούσε να χορηγήσει ενίσχυση για το ίδιο διάστημα, την κοινοποίησε πριν την έναρξη ισχύος της εν λόγω παρεκκλίσεως και, κατά συνέπεια, η Επιτροπή έλαβε ως προς το κράτος αυτό απόφαση διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά. Τούτο θα συνιστούσε παρότρυνση προς τα κράτη μέλη να μην κοινοποιούν τις ενισχύσεις που κρίνουν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, ελλείψει παρεκκλίσεως εφαρμοστέας επί των ενισχύσεων αυτών, με την ελπίδα ότι στη συνέχεια θα μπορούσε να θεσπισθεί μια τέτοια παρέκκλιση. Συνεπώς, το επιχείρημα της Επιτροπής δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

68      Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επικουρικό επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν πριν την 1η Νοεμβρίου 1993 καλύπτονται εν πάση περιπτώσει από την παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

69      Πράγματι, χωρίς να είναι ανάγκη να ελεγχθεί αν η παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ μπορούσε, πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΕ, να αποτελεί επαρκή νομική βάση προκειμένου να γίνει δεκτή η συμβατότητα με την κοινή αγορά μιας ενισχύσεως για την προώθηση του πολιτισμού και της διατηρήσεως της πολιτιστικής κληρονομιάς, αρκεί η διαπίστωση ότι, αφού η Επιτροπή επέλεξε τη νομική βάση που είναι η πλέον προσήκουσα εν προκειμένω, δηλαδή το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, η συμβατότητα της επίμαχης αποφάσεως με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα αυτής της διατάξεως και μόνον. Εξάλλου, δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή επισήμανε με την προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 186) ότι θα μεριμνούσε αποκλειστικά και μόνο να ελέγξει τη συμβατότητα της ενισχύσεως στην αγορά των παραγγελιών εξαγωγής με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εφαρμογή διαφορετικής διατάξεως ενώπιον του Πρωτοδικείου.

70      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, κρίνοντας ότι η επίδικη ενίσχυση ήταν συμβατή με την κοινή αγορά, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, όσον αφορά το τμήμα της ενισχύσεως που καταβλήθηκε στη CELF πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΕ. Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον προ της 1ης Νοεμβρίου 1993 χρόνο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενο από την ύπαρξη προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

71      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη ενίσχυση στερείται κάθε σχέσεως με τις μικρές παραγγελίες και αποτελεί απλώς λειτουργική ενίσχυση χορηγηθείσα στη CELF χωρίς χρονικό περιορισμό.

72      Κατά την προσφεύγουσα, οι μικρές παραγγελίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ορισμού κατά τη χορήγηση της επίδικης ενισχύσεως. Ένας τέτοιος ορισμός, ο οποίος διευκρινίζει ότι μικρές παραγγελίες είναι όσες έχουν αξία χαμηλότερη των 500 FRF, διατυπώθηκε μόνο στο πλαίσιο της υποθέσεως T-49/93. Το ανώτατο όριο των 500 FRF, αντί να καθοριστεί κατόπιν οικονομικής αναλύσεως, προσδιορίστηκε εμπειρικώς.

73      Όσον αφορά τη λυσιτέλεια του προαναφερθέντος ορισμού, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το 1994 επιλέχθηκε ως έτος αναφοράς ειδικώς για να δικαιολογήσει ότι το ανώτατο όριο αποδοτικότητας ανέρχεται σε 500 FRF.

74      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι μια εξέταση της αναλυτικής λογιστικής ενός μόνον έτους, έστω και ενισχυόμενης από τρία άλλα έτη, δεν αρκεί για να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά ενίσχυση καταβαλλόμενη επί περισσότερα από είκοσι έτη. Παρατηρεί ότι η Επιτροπή ούτε δικαιολόγησε την επιλογή ενός μόνον έτους ως παραμέτρου αναφοράς ως προς ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα, ούτε εξήγησε γιατί η χρησιμοποιηθείσα για το 1994 μέθοδος δεν εφαρμόσθηκε για τα λοιπά έτη. Δεδομένου ότι δεν εφαρμόσθηκε καμία σταθερή μέθοδος υπολογισμού, η επίδικη ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί ως λειτουργική επιδότηση, χορηγηθείσα ανεξαρτήτως του επιπλέον κόστους της διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών.

75      Όσον αφορά το 1994, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αναλυτική λογιστική της CELF είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να εμφαίνει τεχνητώς ότι η καταβληθείσα ενίσχυση χρησιμοποιήθηκε μόνο για τη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών. Το κόστος που αφορούσε τις μικρές παραγγελίες προσαυξήθηκε χάρη σε πλείονα λογιστικά τεχνάσματα, δηλαδή: τους «μη δικαιολογούμενους συντελεστές πολλαπλασιασμού», τη «μη συνεκτίμηση των συγκεκριμένων λεπτομερειών εκτελέσεως των παραγγελιών» και τις «διαφορετικές κλίμακες κατανομής».

76      Πρώτον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι οι δαπάνες της CELF που συνδέονταν με τη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών εκτιμήθηκαν διά της εφαρμογής συντελεστών πολλαπλασιασμού, διαφορετικών από τη μια εργασία στην άλλη, με την αιτιολογία ότι η διεκπεραίωση μικρών παραγγελιών ήταν πιο δαπανηρή από τη διεκπεραίωση των λοιπών παραγγελιών. Κατά την προσφεύγουσα, η ύπαρξη και η τιμή των εφαρμοσθέντων συντελεστών δεν στηρίζεται σε καμία αντικειμενική δικαιολόγηση. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον το 9,12 % του κόστους που αφορά άλλες δραστηριότητες της CELF συνδέθηκε τεχνητά με τις μικρές παραγγελίες.

77      Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, ακόμη και αν ήταν δικαιολογημένη η εφαρμογή ενός συντελεστή πολλαπλασιασμού, η εφαρμογή αυτή έπρεπε να περιοριστεί στις μη διαβιβασθείσες με τηλεμετάδοση παραγγελίες. Η τηλεμετάδοση μειώνει σημαντικά το κόστος διεκπεραιώσεως και λήψεως των παραγγελιών και καταργεί τις περισσότερες φορές τη χρησιμοποίηση ταχυμεταφοράς, διότι οι περισσότεροι προμηθευτές παραδίδουν οι ίδιοι τις παραγγελίες που διαβιβάζονται με τηλεμετάδοση.

78      Ακόμη και αν περισσότερα από τα δύο τρίτα των μικρών παραγγελιών της CELF διεκπεραιώνονταν με τηλεμετάδοση το 1994, η Επιτροπή δεν διέκρινε, με την προσβαλλομένη απόφαση, μεταξύ των παραγγελιών που διαβιβάσθηκαν με τηλεμετάδοση και των παραγγελιών σε χαρτί. Κατά συνέπεια, οι δαπάνες που αφορούσαν τις μικρές παραγγελίες προσαυξήθηκαν κατά 40 421 FRF (6 162,14 ευρώ) όσον αφορά τις δαπάνες ταχυμεταφοράς, κατά 143 703 FRF (21 907,38 ευρώ) όσον αφορά τις δαπάνες λήψεως και κατά 235 567 FRF (35 911,96 ευρώ) όσον αφορά τις δαπάνες που συνδέονται με την εμπορική δραστηριότητα.

79      Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι οι γαλλικές αρχές αντέστρεψαν τον αριθμό των παραγγελιών που διαβιβάσθηκαν με τηλεμετάδοση και τον αριθμό των παραγγελιών σε χαρτί και τους διαβίβασαν έτσι στην Επιτροπή. Αντιθέτως προς την εκτίμηση της Επιτροπής, κατά την οποία η επίπτωση αυτής της αντιστροφής παραμένει ασήμαντη, η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι συνέπειες ήσαν σημαντικές.

80      Τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει την επιλογή των «κλιμάκων κατανομής» που χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση, δηλαδή τα κριτήρια με βάση τα οποία οι δαπάνες κατανέμονται στη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών και στις λοιπές δραστηριότητες. Οι λογιστικές δαπάνες και οι δαπάνες προμηθειών που συνδέονται με τις μικρές παραγγελίες υπολογίστηκαν βάσει του αριθμού των εκδοθεισών αποδείξεων (47 %) και όχι βάσει του αριθμού των παραδοθέντων βιβλίων (5 %). Ωστόσο, οι λοιπές δαπάνες διοικητικού προσωπικού που αφορούσαν τις μικρές παραγγελίες υπολογίστηκαν λαμβανομένου υπόψη ως παραμέτρου αναφοράς του αριθμού των παραδοθέντων βιβλίων. Το λογιστήριο δεν περιορίζεται στην έκδοση τιμολογίων.

81      Η προσφεύγουσα συνάγει απ’ όλα τα ανωτέρω ότι το κόστος που συνδέεται με τη διεκπεραίωση μικρών παραγγελιών είναι σημαντικά χαμηλότερο απ’ ό,τι παρουσίασε η CELF. Συνολικά, το σωρευτικό κόστος που αφορά τις μικρές παραγγελίες προσαυξήθηκε τουλάχιστον κατά 1 384 222 FRF (211 023,28 ευρώ) για το έτος αναφοράς 1994.

82      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κάθε σκέψη σχετική με την προβαλλόμενη αποστολή της CELF υπέρ του γενικού συμφέροντος είναι απαράδεκτη. Αφενός, ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως ενισχύσεως δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Αφετέρου, ούτε το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, ούτε η νομολογία Altmark (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. I-7747), όπου γίνεται επίκληση της εννοίας του γενικού συμφέροντος, μπορούν να έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

83      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων έγινε η αμφισβητούμενη επιλογή, της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, καθώς και της μη καταχρήσεως εξουσίας. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν συνιστά αποτέλεσμα μιας μαθηματικής αποδείξεως, αλλά συνολικής εξετάσεως προκειμένου να διαπιστωθεί μήπως οι καταβληθείσες ενισχύσεις ήσαν δυσανάλογες και μήπως προκάλεσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού.

84      Όσον αφορά τα προβαλλόμενα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, η Επιτροπή αναφέρεται στην ευρεία εξουσία την οποία διαθέτει προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Φρονεί ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε, με την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, T-228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-435), ως προς την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση του σχεδίου αναδιαρθρώσεως μιας επιχειρήσεως η οποία αντιμετωπίζει δυσχέρειες, ότι «μόνο σε περίπτωση ιδιαζόντως προδήλου και σοβαρού σφάλματος της Επιτροπής κατά την εκτίμηση ενός τέτοιου σχεδίου μπορεί το Πρωτοδικείο να επικρίνει την έγκριση κρατικής ενισχύσεως προοριζομένης για τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας αναδιαρθρώσεως». Ως εκ τούτου, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο, να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην εκτίμησή της.

85      Βάσει των σκέψεων αυτών, η Επιτροπή κρίνει ότι το βάρος αποδείξεως που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αυτή πρέπει να ανατρέψει το τεκμήριο νομιμότητας του οποίο απολαύει η προσβαλλομένη απόφαση προβάλλοντας στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις που περιέχει η απόφαση αυτή.

86      Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τον πολιτιστικό σκοπό της βαλλομένης ενισχύσεως και, αφετέρου, ότι οι επίδικες ενισχύσεις δεν υπερέβαιναν την αντιστάθμιση του κόστους της εν λόγω δραστηριότητας, ακόμη και αν ο φάκελος που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές δεν είναι απαλλαγμένος αδυναμιών και δεν εγγυάται τη διάθεση όλων των ποσών μέχρι κεραίας.

87      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν οι γαλλικές αρχές της είχαν κοινοποιήσει προηγουμένως πλήρη φάκελο παρέχοντα απόλυτες εγγυήσεις ότι τα καταβληθέντα ποσά αντιστάθμιζαν αυστηρώς το επιπλέον κόστος που συνδέεται με τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας που αναλάμβανε η CELF, θα μπορούσε να καταλήξει, αναφερόμενη στην προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, ότι δεν υφίστατο κρατική ενίσχυση.

88      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να αμφισβητήσει την ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ της καταβληθείσας ενισχύσεως και των μικρών παραγγελιών είναι πολύ γενικής φύσεως. Τα στοιχεία αυτά σκοπούν στην άρνηση του προφανούς, ότι δηλαδή η διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών είναι πιο δαπανηρή από τη διεκπεραίωση των σημαντικών παραγγελιών. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρεται σε ένα έγγραφο με τίτλο «CELF – αποδοτικότητα της CELF», στο οποίο εκτίθενται λεπτομερώς οι αιτίες του επιπλέον κόστους που αφορά τη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ των παραγγελιών της CELF.

89      Πρώτον, όσον αφορά τα δήθεν λογιστικά τεχνάσματα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση συντελεστών πολλαπλασιασμού είναι δικαιολογημένη, διότι οι δαπάνες διεκπεραιώσεως ανά βιβλίο είναι, κατά τις γαλλικές αρχές, υψηλότερες, κατά μέσον όρο κατά 50 % περίπου για τις μικρές παραγγελίες απ’ ό,τι για τις λοιπές παραγγελίες. Η χρησιμοποίηση των συντελεστών πολλαπλασιασμού εξηγήθηκε λεπτομερώς σε ένα έγγραφο της Γαλλικής Κυβερνήσεως της 5ης Μαρτίου 1998.

90      Δεύτερον, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της τηλεμεταδόσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίχτηκε στα στοιχεία που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές το 1998, τα οποία διορθώθηκαν το 2003. Το διορθωμένο κόστος μιας μικρής παραγγελίας ανερχόταν σε 27,20 ευρώ ανά βιβλίο και όχι πλέον σε 27,44 ευρώ ανά βιβλίο. Προς σύγκριση, οι δαπάνες που αφορούσαν τις συνήθεις παραγγελίες ανέρχονταν σε 18,44 ευρώ ανά βιβλίο.

91      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι κάθε μικρή παραγγελία, είτε έχει διαβιβασθεί με τηλεμετάδοση είτε όχι, συνεπάγεται επιπλέον δαπάνες. Επί παραδείγματι, όταν τα βιβλία αποθηκεύονται, μια μικρή παραγγελία καταλαμβάνει τον ίδιο χώρο με μια σημαντικότερη, πράγμα το οποίο δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα.

92      Επιπλέον, ο μέσος αριθμός βιβλίων ανά γραμμή είναι σχεδόν δύο φορές χαμηλότερος στην περίπτωση των μικρών παραγγελιών, πράγμα που αυξάνει το κόστος αναλόγως.

93      Τρίτον, όσον αφορά τις κλίμακες κατανομής, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο αριθμός των τιμολογίων αποτελεί καλύτερο κριτήριο για τον υπολογισμό των λογιστικών δαπανών που συνδέονται με τις μικρές παραγγελίες απ’ ό,τι ο αριθμός βιβλίων. Αντιθέτως, ο αριθμός βιβλίων είναι ουσιωδέστερος για τις λοιπές υπηρεσίες. Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τα λογιστικά τεχνάσματα της CELF στηρίζεται κυρίως (σχεδόν για τα δύο τρίτα του κατά τον τρόπο αυτό διορθωμένου κόστους) επ’ αυτής της αβάσιμης επικρίσεως των κλιμάκων κατανομής.

94      Η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η CELF έτυχε της επίδικης ενισχύσεως λόγω της γενικού συμφέροντος αποστολής της που συνίσταται στην εκτέλεση μη αποδοτικών παραγγελιών στις οποίες προέβησαν βιβλιοπωλεία της αλλοδαπής.

95      Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι τα προβαλλόμενα σφάλματα που επισήμανε η προσφεύγουσα δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την υλική υπόσταση των δαπανών που επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση. Θα ήταν παράλογο να υποστηριχθεί ότι το κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών δεν είναι κατά πολύ υψηλότερο αυτού των λοιπών παραγγελιών. Η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνει, τέλος, ότι δεν υπάρχει οπωσδήποτε σχέση μεταξύ των μικρών παραγγελιών και των μικρών εκδοτικών οίκων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

96      Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 83). Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να υποκαταστήσει τον συντάκτη της αποφάσεως προβαίνοντας στη σχετική οικονομική εκτίμηση (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 1997, C‑169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 34).

97      Προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα δυνάμενο να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία να αρκούν για να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω απόφαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Τ-380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-2169, σκέψη 59, και της 1ης Ιουλίου 2004, T-308/00, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-1933, σκέψη 138).

98      Στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας της εκτιμήσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να μεριμνά για τον συμβιβασμό των στόχων του ελεύθερου ανταγωνισμού και αυτών της παρεκκλίσεως, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας (βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα απόφαση AIUFFASS και AKT/Commission, προπαρατεθείσα, σκέψη 54). Έτσι, δεν μπορεί να επιτραπεί στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε πληρωμές που θα συνεπάγονταν τη βελτίωση της καταστάσεως της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση, χωρίς να είναι αναγκαίες για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 13, σκέψη 17).

99      Ειδικότερα, οι λειτουργικές ενισχύσεις, δηλαδή οι ενισχύσεις που αποβλέπουν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε η ίδια να υποβληθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεως ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, δεν εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Πράγματι, οι ενισχύσεις αυτές νοθεύουν, κατ’ αρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού στους τομείς στους οποίους χορηγούνται, χωρίς ωστόσο να καθιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, δυνατή την επίτευξη ενός από τους στόχους που καθορίζουν οι προμνησθείσες εισάγουσες παρέκκλιση διατάξεις (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Γαλλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 50, της 6ης Νοεμβρίου 1990, C-86/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-3891, σκέψη 18, και της 15ης Μαΐου 1997, C-278/95 P, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-2507, σκέψη 37· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995, T-459/93, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48).

100    Υπό το πρίσμα αυτών των αρχών πρέπει να εξετασθεί αν η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αποδείξει ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά την εξέταση της συμβατότητας της επίδικης ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

101    Εν προκειμένω, η επίδικη ενίσχυση αποσκοπούσε στη διάδοση της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας μέσω ενός μηχανισμού αντισταθμίσεως του επιπλέον κόστους διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών (αιτιολογικές σκέψεις 44 και 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

102    Έτσι, η Επιτροπή κήρυξε την επίδικη ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, αφού στάθμισε τους σκοπούς της προωθήσεως του γαλλικού πολιτισμού, αφενός, και της διαφυλάξεως του ελεύθερου ανταγωνισμού, αφετέρου. Έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη προς τούτο ότι οι χορηγηθείσες από τη Γαλλία ενισχύσεις δεν υπερέβησαν την αντιστάθμιση του κόστους διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών.

103    Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπερτίμησε το ανωτέρω κόστος, οπότε το ποσό των καταβληθεισών ενισχύσεων είναι προδήλως υψηλότερο από το κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών και, επομένως, από το κόστος επιδιώξεως του μόνου πολιτιστικού σκοπού που καλύπτεται από την παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ τον οποίο επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση.

104    Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο κύρια επιχειρήματα. Αφενός, θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα υπολογίζοντας το κόστος που συνδεόταν ευθέως με τις μικρές παραγγελίες καθ’ όλο το διάστημα καταβολής των επιδίκων ενισχύσεων, με πρόβλεψη βασιζόμενη στα στοιχεία που αφορούσαν μόνον το 1994. Αφετέρου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο υπολογισμός του κόστους για το 1994 είναι, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένος.

105    Αν το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι βάσιμο, περιττεύει η εξέταση του πρώτου επιχειρήματος. Πράγματι, η ορθότητα των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή για το σύνολο του επίμαχου διαστήματος, με πρόβλεψη βασιζόμενη στα στοιχεία που αφορούσαν το 1994, εξαρτάται από την ακρίβεια των συμπερασμάτων που αφορούσαν το τελευταίο αυτό έτος. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά την εξέταση των ενισχύσεων που έλαβε η CELF το 1994.

106    Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπερτίμησε αυθαιρέτως το άμεσο κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών μέσω τριών μηχανισμών, δηλαδή των μη δικαιολογούμενων συντελεστών πολλαπλασιασμού, της μη συνεκτιμήσεως των συγκεκριμένων λεπτομερειών εκτελέσεως των παραγγελιών και των διαφορετικών κλιμάκων κατανομής. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εξ αυτού, σημαντικό μέρος των δαπανών που συνδέονται προς άλλες δραστηριότητες της CELF αποδόθηκαν στη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών. Η προσφεύγουσα συνάγει εντεύθεν ότι η επίδικη ενίσχυση χρησίμευσε, στην πραγματικότητα, για τη χρηματοδότηση της γενικής λειτουργίας της CELF.

107    Διευκρινίζεται ότι Επιτροπή υπολόγισε το άμεσο κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών βάσει των εξηγήσεων που της παρέσχε η Γαλλική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της επίδικης ενισχύσεως. Έκρινε βάσει των εξηγήσεων αυτών, με την αιτιολογική σκέψη 206 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών το 1994 ανερχόταν σε 4 446 706 FRF (677 895,96 ευρώ), ενώ ο σχετικός με τη δραστηριότητα αυτή κύκλος εργασιών ανερχόταν σε 2 419 006 FRF (368 775,09 ευρώ). Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό των επιδίκων ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στη CELF το 1994 ανερχόταν σε 2 000 000 FRF (304 898,03 ευρώ), η Επιτροπή κατέληξε ότι το αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως της δραστηριότητας των μικρών παραγγελιών παρουσίαζε παθητικό 27 700 FRF κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους και ότι, επομένως, οι ληφθείσες ενισχύσεις δεν μπορούσαν να υπερβούν την αντιστάθμιση του κόστους της δραστηριότητας αυτής (αιτιολογικές σκέψεις 206 και 207 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

108    Η Επιτροπή εξήγησε επιπλέον τον τρόπο κατά τον οποίο υπολόγισε το άμεσο κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρώτον, το παράρτημα αυτό αποτελείται από πίνακα περιέχοντα τις διάφορες κατηγορίες δαπανών που συνδέονταν με τη δραστηριότητα της CELF ως παραγγελιοδόχου εξαγωγών –όπως το κόστος αγοράς των βιβλίων, τις δαπάνες προσωπικού, τις γενικές δαπάνες κ.λπ.– καθώς και το κόστος το οποίο, σε καθεμία από τις κατηγορίες αυτές, έπρεπε, κατά την Επιτροπή, να φέρει η CELF λόγω της διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών. Δεύτερον, το εν λόγω παράρτημα περιέχει σχόλια και εξηγήσεις ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο μέρος του κόστους αυτού αποδόθηκε στη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών και όχι στις λοιπές δραστηριότητες της CELF.

109    Από το εν λόγω παράρτημα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το πραγματικό κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών. Αντιθέτως, η Επιτροπή προέβη σε εκτίμηση του κόστους με βάση το συνολικό κόστος που έφερε η CELF για κάθε κατηγορία. Προς τούτο, η Επιτροπή απέδωσε μέρος του συνολικού κόστους στη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών βάσει προκαθορισμένης κλίμακας κατανομής και, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, όχι οπωσδήποτε της ίδιας για κάθε κατηγορία. Έτσι, επί παραδείγματι, για τον υπολογισμό του κόστους αγοράς των βιβλίων που αντιστοιχούσαν στις μικρές παραγγελίες, η Επιτροπή διαίρεσε το συνολικό κόστος των βιβλίων που αγόρασε η CELF με τον αριθμό των βιβλίων αυτών. Στη συνέχεια, πολλαπλασίασε τον αριθμό αυτόν, ο οποίος αντιστοιχούσε στο μέσο κόστος ανά βιβλίο, επί τον αριθμό των βιβλίων που είχαν αποτελέσει αντικείμενο των μικρών παραγγελιών.

110    Σημειωτέον ότι η Επιτροπή ενήργησε διαφορετικά όταν υπολόγισε τον κύκλο εργασιών της CELF που προερχόταν από τη δραστηριότητα των μικρών παραγγελιών. Στην περίπτωση αυτή, δεν περιορίστηκε στον υπολογισμό του μέσου κύκλου εργασιών ανά βιβλίο και στον πολλαπλασιασμό του με τον αριθμό των βιβλίων που αφορούσε η δραστηριότητα αυτή, αλλά έλαβε υπόψη της τον πραγματικό κύκλο εργασιών.

111    Επισημαίνεται ότι, αν η Επιτροπή είχε υπολογίσει τον κύκλο εργασιών που προερχόταν από τη δραστηριότητα των μικρών παραγγελιών σύμφωνα με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό του κόστους αγοράς των βιβλίων που αφορούσε η δραστηριότητα αυτή, ο απορρέων κύκλος εργασιών θα ήταν πολύ υψηλότερος από τον υπολογισθέντα με την προσβαλλομένη απόφαση, πράγμα το οποίο θα επηρέαζε τον χαρακτηρισμό της επίδικης ενισχύσεως ως υπερβάλλουσας ή μη σε σχέση με τον πολιτιστικό σκοπό που καλυπτόταν από την παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, τον οποίο επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση. Πράγματι, από την απόφαση αυτή, ιδίως δε από τους πίνακες 3α, 3β και 3γ, καθώς και από τον πίνακα 4, προκύπτει ότι η αληθής μέση τιμή των βιβλίων που πωλήθηκαν στο πλαίσιο της δραστηριότητας των μικρών παραγγελιών είναι πολύ χαμηλότερη από την πραγματική μέση τιμή των βιβλίων που πώλησε η CELF.

112    Ωστόσο, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να συνεχιστεί η εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς να ληφθεί υπόψη η προηγούμενη σκέψη.

113    Από το παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, για ορισμένες κατηγορίες δαπανών, η Επιτροπή πολλαπλασίασε με συγκεκριμένο συντελεστή τον αριθμό που υπολογίστηκε σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στη σκέψη 110, προκειμένου να καθορίσει το οριστικό κόστος που αποδόθηκε στις μικρές παραγγελίες. Έτσι, οι δαπάνες που περιλαμβάνονταν στις κατηγορίες με τους τίτλους «Άμεση χειρωνακτική παραλαβή (των βιβλίων)» και «Εμπορική υπηρεσία – άμεση χειρωνακτική εργασία» υπολογίστηκαν με βάση το μέσο κόστος ανά βιβλίο για καθεμία από τις κατηγορίες αυτές. Το μέσο αυτό κόστος ανά βιβλίο πολλαπλασιάστηκε επί των αριθμό των βιβλίων που αποτέλεσαν αντικείμενο των μικρών παραγγελιών. Περαιτέρω, ο αριθμός αυτός πολλαπλασιάστηκε περαιτέρω επί τρία για τον υπολογισμό του οριστικού κόστους διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών για την εν λόγω κατηγορία.

114    Κατά την Επιτροπή, η εφαρμογή του συντελεστή πολλαπλασιασμού «τρία» δικαιολογείται από τις επιπλέον δυσχέρειες που συνεπάγεται η διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών σε σχέση με τις λοιπές δραστηριότητες της CELF.

115    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι το κόστος αυτό έπρεπε να προσαυξηθεί για τις μικρές παραγγελίες κατά το μέτρο που, ασχέτως του ποσού μιας παραγγελίας, ο επιχειρηματίας που τη διεκπεραιώνει πρέπει οπωσδήποτε να επαναλαμβάνει, για κάθε παραγγελία, ορισμένο αριθμό υλικών πράξεων. Η Επιτροπή φρονεί ότι οι συντελεστές πολλαπλασιασμού καθιστούν δυνατό να λαμβάνεται υπόψη το επιπλέον κόστος των μικρών παραγγελιών.

116    Ειδικότερα, όσον αφορά την κατηγορία με τον τίτλο «Άμεση χειρωνακτική παραλαβή (των βιβλίων)», η Επιτροπή δικαιολόγησε, στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως, την εφαρμογή ενός συντελεστή πολλαπλασιασμού «τρία» επικαλούμενη ότι η παραλαβή των βιβλίων που προέρχονται από μεγάλους εκδοτικούς οίκους ή μεγάλους διανομείς είναι αυτοματοποιημένη χάρη στον κωδικό ΑΑΑ (κωδικό αυτόματης αναγνωρίσεως αριθμού), ο οποίος καθιστά δυνατή την αναγνώριση του βιβλίου μέσω οπτικής αναγνώσεως. Εξάλλου, ισχυρίστηκε ότι οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι προέβαιναν σε παραδόσεις προς τους πελάτες τους στο Παρίσι έναντι συμμετοχής στις μεταφορικές δαπάνες που καθορίζονται από τη διεπαγγελματική οργάνωση, ανερχόμενης σε 0,75 FRF/kg (0,11 ευρώ/kg), ενώ η τιμή που καταβάλλεται για την ταχυμεταφορά ανέρχεται σε 6,5 FRF/kg (0,99 ευρώ/kg) για τα δέματα που χρησιμοποιούνται για τα βιβλία που προέρχονται από μικρούς διανομείς. Η τελευταία αυτή ένδειξη μπορεί να αφορά μόνον την κατηγορία των εξόδων μεταφοράς και ταχυμεταφοράς των αγορασθέντων βιβλίων, για την οποία, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω (σκέψη 128), δεν έπρεπε να έχει εφαρμοσθεί κανένας παράγοντας πολλαπλασιασμού, τουλάχιστον εν μέρει, όπως προκύπτει από το έγγραφο των γαλλικών αρχών προς την Επιτροπή της 11 Μαρτίου 2003.

117    Όσον αφορά τις δαπάνες που περιλαμβάνονταν στην κατηγορία «Εμπορική υπηρεσία – άμεση χειρωνακτική εργασία», η Επιτροπή δικαιολόγησε την εφαρμογή ενός συντελεστή πολλαπλασιασμού «τρία» στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως, επικαλούμενη την επαχθέστερη επεξεργασία που απαιτούσαν κατ’ αυτήν οι μικρές παραγγελίες στο επίπεδο της διαχειρίσεως των πωλήσεων. Η Επιτροπή εξήγησε την επιλογή αυτή υπογραμμίζοντας ότι, επί παραδείγματι, σε περίπτωση που υπάρχουν δυσκολίες σχετικές με την κωδικοποίηση των παραγγελιών, απαιτούνται πρόσθετες εργασίες. Ομοίως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η καταχώριση της παραγγελίας συνοδεύεται από εκ των προτέρων έρευνες, δηλαδή ISBN, κατάλογο εκδοτών, διάφορες τράπεζες δεδομένων, επαλήθευση της διαθεσιμότητας (ή μη) του έργου, επικύρωση της αντιστοιχίας παραγγελίας/εκδότη. Εξήγησε ότι, σε περίπτωση δυσκολιών που συνδέονται με την ποιότητα του δελτίου παραγγελίας, ιδίως κατά την ταυτοποίηση της παραγγελίας, προκύπτουν πρόσθετα έξοδα. Προσέθεσε ότι οι δυσκολίες αυτές ανακύπτουν συχνότερα με τις μικρές παραγγελίες, δεδομένου ότι τα μεγάλα βιβλιοπωλεία, τα οποία πραγματοποιούν μεγάλο κύκλο εργασιών με τη CELF, χρησιμοποιούν κατά κανόνα αποδοτικά μέσα που τους παρέχουν τη δυνατότητα να εξορθολογίζουν τη διαχείρισή τους, και ιδίως να διαβιβάζουν παραγγελίες που περιέχουν σαφείς ενδείξεις ταυτοποιήσεως. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, τα μικρά βιβλιοπωλεία δεν χρησιμοποιούν πάντοτε τα σύγχρονα μέσα του διεθνούς εμπορίου και, μερικές φορές, οι παραγγελίες τους είναι δυσανάγνωστες και ελλιπείς, πράγμα που συνεπάγεται πρόσθετο κόστος επεξεργασίας.

118    Όσον αφορά την κατηγορία των γενικών εξόδων, περιλαμβάνουσα, μεταξύ άλλων, τα έξοδα τηλεφώνου, τηλετύπου και εισπράξεως, από το παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί αν το κόστος που αποδίδεται στις μικρές παραγγελίες υπολογίστηκε βάσει του μέσου κόστους ανά πωλούμενο βιβλίο, όπως συνέβη στην περίπτωση των δαπανών προσωπικού, βάσει του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των μικρών παραγγελιών, όπως στην περίπτωση ορισμένων μεμονωμένων σταθερών εξόδων, ή βάσει του μέσου κόστους ανά εκδοθέν τιμολόγιο, όπως στην περίπτωση των γενικών εξόδων τα οποία περιλαμβάνουν το κόστος διοικητικής προμήθειας. Από το εν λόγω παράρτημα προκύπτει σαφώς ότι το αποτέλεσμα της πράξεως αυτής, ασχέτως του τρόπου πραγματοποιήσεώς της, πολλαπλασιάστηκε με συντελεστή 2,5.

119    Η Επιτροπή δικαιολόγησε την εφαρμογή του προαναφερθέντος συντελεστή, στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλοντας ότι το κόστος που αφορά τα τηλεφωνήματα ποικίλλει με βάση πολλαπλούς παράγοντες, ιδίως τις «απαντήσεις των πελατών» και την «αναζήτηση εκδοτών». Προσέθεσε ότι το κόστος αυτό αφορούσε πλείονες πράξεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η παραλαβή του δελτίου παραγγελίας του βιβλιοπώλη, η κωδικοποίηση της παραγγελίας, η καταχώριση της παραγγελίας και η λογιστική, που έχει ως αποστολή την καταχώριση του συνόλου των ταμειακών ροών που αφορούν τις περιγραφόμενες πράξεις.

120    Συνεπώς, ελέγχεται αν, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι κλίμακες κατανομής μεταξύ των μικρών παραγγελιών και των λοιπών δραστηριοτήτων της CELF για τις διάφορες κατηγορίες κόστους το οποίο τη βάρυνε είναι ορθές, η επιλογή των εν λόγω συντελεστών πολλαπλασιασμού είναι αυθαίρετη και αν, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έπρεπε να μην εφαρμόσει συντελεστές πολλαπλασιασμού στις παραγγελίες που διαβιβάσθηκαν με τηλεμετάδοση.

121    Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρέσχαν η Επιτροπή και η προσφεύγουσα με τα υπομνήματά τους και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παραγγελία που διαβιβάζεται με τηλεμετάδοση είναι αυτή που λαμβάνεται με ηλεκτρονικό μέσο, πράγμα το οποίο διευκολύνει τη μεταγενέστερη επεξεργασία της σε σχέση με μια παραγγελία σε χαρτί, διότι η τελευταία πρέπει να υποβληθεί εκ νέου σε επεξεργασία από υπάλληλο για την προσαρμογή της σε ένα διοικητικό σύστημα το οποίο σήμερα είναι ηλεκτρονικό.

122    Η σπουδαιότητα της διαβιβάσεως των παραγγελιών με τηλεμετάδοση υπογραμμίστηκε κατά τη διαδικασία εξετάσεως της επίδικης ενισχύσεως. Έτσι, σε παράρτημα του εγγράφου της Γαλλικής Δημοκρατίας προς την Επιτροπή, της 5ης Μαρτίου 1998, με τον τίτλο «Δικαιολόγηση του ανάλογου χαρακτήρα της επιδοτήσεως», οι γαλλικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η μη διαβίβαση με τηλεμετάδοση συνιστούσε αναμφισβήτητο επιπλέον κόστος κατά την επεξεργασία μιας παραγγελίας. Ως εκ τούτου, οι γαλλικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι μία από τις περιστάσεις που δικαιολογούν το ότι η διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών συνεπάγεται επιπλέον κόστος σε σχέση με τη διεκπεραίωση των λοιπών παραγγελιών ήταν ότι, συχνά, αυτές απευθύνονται σε μικρούς εκδοτικούς οίκους με τους οποίους οι αυτοματοποιημένες διαδικασίες με τηλεμετάδοση δεν είναι δυνατές, Οι γαλλικές αρχές επισήμαναν, τέλος, ότι η τηλεμετάδοση καθιστά δυνατή την αναγνώριση κάθε βιβλίου με οπτική ανάγνωση.

123    Ομοίως, όπως επισημάνθηκε (βλ. σκέψεις 114 έως 119 ανωτέρω), στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ειδικότερα, στα σημεία 2, 4 και 9 των παρατηρήσεων και εξηγήσεων, η Επιτροπή δικαιολόγησε, επανειλημμένα, τη χρησιμοποίηση των συντελεστών πολλαπλασιασμού προβάλλοντας ότι, συχνά, οι μικρές παραγγελίες απαιτούν χειρωνακτική επεξεργασία, δεδομένου ότι η παραλαβή των βιβλίων δεν είναι αυτοματοποιημένη ή απαιτεί προηγούμενες έρευνες που οφείλονται σε ελαττώματα της κωδικοποιήσεως. Ομοίως, προκειμένου να δικαιολογήσει τη χρησιμοποίηση συντελεστή για τα γενικά έξοδα –τα έξοδα τηλεφώνου, τηλετύπου και εισπράξεως– η Επιτροπή επικαλέστηκε το γεγονός ότι ήσαν αναγκαίες επιπλέον πράξεις για την κωδικοποίησή τους.

124    Είναι προδήλως ασυνεπές το να υποστηρίζεται ότι η απουσία τηλεμεταδόσεως προκαλεί επιπλέον κόστος και, συγχρόνως, να εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής πολλαπλασιασμού και για όσες παραγγελίες διαβιβάζονται με τηλεμετάδοση και για όσες διαβιβάζονται χωρίς τηλεμετάδοση.

125    Πράγματι, δεν επιτρέπεται να εφαρμόζεται συντελεστής πολλαπλασιασμού στο κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας τηλεμεταδόσεως, παρά μόνον αν η τηλεμετάδοση είναι σαφώς λιγότερο διαδεδομένη μεταξύ των μικρών παραγγελιών απ’ ό,τι μεταξύ των λοιπών παραγγελιών. Η υπόθεση αυτή προκύπτει από το παράρτημα του εγγράφου της Γαλλικής Δημοκρατίας προς την Επιτροπή, της 5ης Μαρτίου 1998, με τον τίτλο «Δικαιολόγηση του ανάλογου χαρακτήρα της επιδοτήσεως». Συγκεκριμένα, οι γαλλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι μόνον το ένα τρίτο των μικρών παραγγελιών διαβιβαζόταν με τηλεμετάδοση, ενώ οι λοιπές παραγγελίες της CELF διαβιβάζονταν με τηλεμετάδοση κατά ποσοστό 58 %. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία χρησίμευσαν ως βάση για την ανάλυση του κόστους διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή.

126    Όπως δέχθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 212), οι γαλλικές αρχές, με το προπαρατεθέν έγγραφο της 5ης Μαρτίου 1998, αντέστρεψαν το ποσοστό των παραγγελιών που διαβιβάστηκαν με τηλεμετάδοση και το ποσοστό των παραγγελιών που διαβιβάστηκαν χωρίς τηλεμετάδοση. Σύμφωνα με τα πραγματικά αριθμητικά στοιχεία για τις μικρές παραγγελίες, τα δύο τρίτα των παραγγελιών διαβιβάσθηκαν με τηλεμετάδοση και το ένα τρίτο χωρίς τηλεμετάδοση. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, το 1994, η τηλεμετάδοση ήταν σαφώς πιο διαδεδομένη στην δραστηριότητα της διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών απ’ ό,τι στις λοιπές δραστηριότητες της CELF, όπως οι γαλλικές αρχές δέχθηκαν και γνωστοποίησαν στην Επιτροπή με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2003.

127    Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε, με την προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 212), ότι το σφάλμα των γαλλικών αρχών, το οποίο επαναλαμβάνεται και στους δικούς της υπολογισμούς, δεν ήταν ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναλογικότητα της επίδικης ενισχύσεως, δεδομένου ότι η χρηματοοικονομική επίπτωση της αντιστροφής μεταξύ των παραγγελιών που διαβιβάσθηκαν με τηλεμετάδοση και αυτών που διαβιβάσθηκαν χωρίς τηλεμετάδοση αντιπροσώπευε το μικρό ποσό των 0,24 ευρώ ανά βιβλίο. Το συμπέρασμα αυτό επαναλαμβάνει τις εξηγήσεις που παρέσχαν οι γαλλικές αρχές με το παράρτημα 1 του εγγράφου προς την Επιτροπή της 11ης Μαρτίου 2003. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις αυτές, η εν λόγω αντιστροφή αφορούσε μία μόνον κατηγορία εξόδων, δηλαδή τα έξοδα ταχυμεταφοράς, κατά το μέτρο που εφαρμόσθηκε –εσφαλμένως– συντελεστής πολλαπλασιασμού επί του κόστους που αποδόθηκε στις μικρές παραγγελίες.

128    Όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η άποψη της Επιτροπής η οποία συνίσταται, αφενός, στο ότι υιοθετεί τους υπολογισμούς που παρέσχαν οι γαλλικές αρχές με το έγγραφο της 5ης Μαρτίου 1998 –οι οποίοι, κατ’ ουσίαν, στηρίχθηκαν στην υπόθεση ότι το χαμηλό ποσοστό τηλεμεταδόσεως των μικρών παραγγελιών ευθυνόταν, σε μεγάλο βαθμό, για το επιπλέον κόστος της διεκπεραιώσεώς τους– και, αφετέρου, στο ότι δέχεται και συντάσσεται με την άποψη των γαλλικών αρχών, η οποία διατυπώνεται στο έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2003, κατά την οποία το γεγονός ότι τα δύο τρίτα και όχι το ένα τρίτο των μικρών παραγγελιών διαβιβάσθηκαν με τηλεμετάδοση δεν είχε παρά αμελητέο αποτέλεσμα επί του αναλογικού χαρακτήρα της επίδικης ενισχύσεως είναι προδήλως ασυνεπής.

129    Η άποψη της Επιτροπής είναι επίσης προδήλως εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει σαφώς από το παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως, τόσο το δήθεν χαμηλό ποσοστό τηλεμεταδόσεως των μικρών παραγγελιών όσο και οι δυσχέρειες κατά την επεξεργασία τους, οι οποίες κατ’ αρχήν επιλύονται σε μεγάλο βαθμό λόγω της τηλεμεταδόσεως, χρησιμοποιήθηκαν ως στοιχεία για τη δικαιολόγηση της εφαρμογής των διαφόρων συντελεστών πολλαπλασιασμού. Συνεπώς, είναι ουσία αβάσιμο το επιχείρημα ότι η αντιστροφή των ποσοστών που αφορούν την τηλεμετάδοση των μικρών παραγγελιών έπαιξε ρόλο μόνον όσον αφορά τα έξοδα ταχυμεταφοράς.

130    Συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εφαρμόζοντας, κατά την αρχική της εκτίμηση του κόστους διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών, συντελεστές πολλαπλασιασμού των οποίων η δικαιολόγηση αντλείται από επιπλέον τεχνικές δυσχέρειες επεξεργασίας οι οποίες θα μπορούσαν να επιλυθούν χάρη στην τηλεμετάδοση. Τούτο ισχύει προδήλως όσον αφορά το κόστος παραλαβής των βιβλίων, της χειρωνακτικής εργασίας που αφορά την εμπορική υπηρεσία, το κόστος τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, τηλετυπημάτων και εξόδων εισπράξεως. Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων της Επιτροπής στις έγγραφες ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, τούτο ισχύει επίσης όσον αφορά τα έξοδα ταχυμεταφοράς.

131    Προκειμένου να εξακριβωθεί ποια επίπτωση είχε το σφάλμα αυτό στην εκτίμηση του μη πλεονασματικού χαρακτήρα της επίδικης ενισχύσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει υπολογισμό του κόστους των μικρών παραγγελιών χωρίς τους συντελεστές πολλαπλασιασμού.

132    Η Επιτροπή δεν απάντησε στην ερώτηση αυτή με ακριβές αριθμητικό στοιχείο. Ωστόσο, από την απάντησή της προκύπτει εναργώς ότι, ελλείψει των εν λόγω συντελεστών, το κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών έπρεπε να μειωθεί κατά 635 000 FRF (96 805,13 ευρώ) τουλάχιστον, ακόμη και χωρίς να ληφθούν υπόψη κατηγορίες κόστους άλλες από αυτές για τις οποίες εφαρμόσθηκε συντελεστής «τρία».

133    Επομένως, χωρίς την εφαρμογή των συντελεστών πολλαπλασιασμού, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει, βάσει των αριθμητικών στοιχείων που χρησιμοποίησε στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ενίσχυση την οποία έλαβε η CELF δεν μπορούσε να υπερβεί την αντιστάθμιση του κόστους διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών. Πράγματι, χωρίς την εφαρμογή των συντελεστών πολλαπλασιασμού, το αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως της δραστηριότητας αυτής θα παρουσίαζε ενεργητικό άνω των 600 000 FRF.

134    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή μπορούσε να εφαρμόσει συντελεστή πολλαπλασιασμού στις κατηγορίες κόστους που παρατίθενται στη σκέψη 130 ανωτέρω, θα υπέπιπτε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, εφαρμόζοντας τους εν λόγω συντελεστές πολλαπλασιασμού και στις παραγγελίες που διαβιβάσθηκαν με τηλεμετάδοση, δεδομένου ότι ως προς αυτές προδήλως δεν ανακύπτουν οι δυσχέρειες οι οποίες προβλήθηκαν ως η κύρια δικαιολόγηση των εν λόγω συντελεστών πολλαπλασιασμού.

135    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, τα δύο τρίτα της προσαυξήσεως του κόστους που απορρέει από την εφαρμογή των συντελεστών πολλαπλασιασμού βασίζονται σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση.

136    Κατά συνέπεια, βασίμως η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η Επιτροπή υπερτίμησε το κόστος διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών το οποίο πράγματι βάρυνε τη CELF και το οποίο έπρεπε να αντισταθμιστεί αυστηρά και ανάλογα με την επίδικη ενίσχυση.

137    Βάσει των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενο από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά την εξέταση της συμβατότητας της επίδικης ενισχύσεως, πρέπει να γίνει δεκτό.

138    Ως εκ τούτου και χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθούν τα λοιπά επιχειρήματα και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως της προσφεύγουσας, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

140    Η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα έξοδά της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, τελευταία περίοδος, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2004, σχετικά με την ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της Coopérative d’exportation du livre français (CELF).

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Société internationale de diffusion et d’édition SA (SIDE).

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.


Jaeger

Tiili

Tchipev

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Απριλίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.