Language of document : ECLI:EU:F:2008:81

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ολομέλεια)

της 24ης Ιουνίου 2008 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Αποδοχές – Διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού της ΕΚΤ – Μέθοδος υπολογισμού της ετήσιας αναπροσαρμογής των αποδοχών – Εκτέλεση αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή – Αναδρομικότητα»

Στην υπόθεση F‑15/05,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 36.2 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΚ,

Carlos Andres, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία), και οι λοιποί 8 προσφεύγοντες-ενάγοντες των οποίων τα ονόματα εμφαίνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τους G. Vandersanden και L. Levi, δικηγόρους,

προσφεύγοντες-ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπουμένης από τη C. Zilioli και τον K. Sugar, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, Πρόεδρο, H. Kreppel (εισηγητή) και S. Van Raepenbusch, προέδρους τμήματος, I. Boruta, H. Kanninen, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαΐου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 21 Μαρτίου 2005 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στις 23 Μαρτίου 2005), οι προσφεύγοντες-ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή με την οποία επιδιώκεται, ιδίως, αφενός, η ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους για τον Ιούλιο του 2004, κατά το μέτρο που περιέχουν μισθολογική αύξηση που καθορίστηκε κατ’ εφαρμογήν μιας φερόμενης ως παράνομης μεθόδου υπολογισμού της ετήσιας αναπροσαρμογής των αποδοχών και κατά το μέτρο που η αύξηση αυτή δεν ισχύει αναδρομικώς για τα έτη 2001, 2002 και 2003, και, αφετέρου, η επιδίκαση αποζημιώσεως.

 Νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 36 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΚ (στο εξής: καταστατικό του ΕΣΚΤ), περιέχει τις ακόλουθες διατάξεις:

«Προσωπικό

36.1. Το [δ]ιοικητικό συμβούλιο, μετά από πρόταση της [ε]κτελεστικής επιτροπής, καθορίζει τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ.

36.2. Το Δικαστήριο [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] είναι αρμόδιο για όλες τις διαφορές ανάμεσα στην ΕΚΤ και τους υπαλλήλους της εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στους όρους απασχόλησής τους.»

3        Βάσει του άρθρου 36.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εξέδωσε στις 9 Ιουνίου 1998 τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ (απόφαση της ΕΚΤ, της 9ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την έγκριση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ, που τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999, ΕΕ L 125, σ. 32, και στις 5 Ιουλίου 2001, ΕΕ L 201, σ. 25· στο εξής: όροι απασχόλησης).

4        Το άρθρο 42 των όρων απασχόλησης διασαφηνίζει το άρθρο 36.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ:

«Αφού εξαντληθούν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες υπηρεσιακής διευθετήσεως των διαφορών, αρμόδιο προς επίλυση κάθε διαφοράς μεταξύ της ΕΚΤ και μέλους ή πρώην μέλους του προσωπικού της, επί του οποίου εφαρμόζονται οι παρόντες όροι απασχόλησης, είναι το Δικαστήριο […].

Η αρμοδιότητα αυτή περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας του μέτρου ή της αποφάσεως, εκτός αν η διαφορά είναι χρηματικής φύσεως, οπότε το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.»

5        Όσον αφορά τις σχέσεις εργασίας, το άρθρο 9 των όρων απασχόλησης ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«α)      Οι σχέσεις εργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και των υπαλλήλων της διέπονται από τις συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται σύμφωνα με τους παρόντες όρους απασχόλησης. Στους κανόνες επί θεμάτων προσωπικού [της ΕΚΤ] που έχουν θεσπιστεί από την εκτελεστική επιτροπή διασαφηνίζονται οι λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή αυτών των όρων απασχόλησης.

[...]

γ)      Οι όροι απασχόλησης δεν διέπονται από κανένα συγκεκριμένο εθνικό δίκαιο. Η ΕΚΤ εφαρμόζει i) τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, ii) τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (ΕΚ) και iii) τους κανόνες που περιέχονται στους σχετικούς με την κοινωνική πολιτική κανονισμούς και οδηγίες (ΕΚ) που απευθύνονται στα κράτη μέλη. Αυτές οι νομικές πράξεις εφαρμόζονται από την ΕΚΤ κάθε φορά που κάτι τέτοιο καθίσταται αναγκαίο. Συναφώς, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι συστάσεις (ΕΚ) σχετικά με θέματα κοινωνικής πολιτικής. Για την ερμηνεία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται από τους παρόντες όρους απασχόλησης, η ΕΚΤ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές που έχουν καθιερωθεί με τους κανονισμούς, τους κανόνες και τη νομολογία που εφαρμόζεται επί θεμάτων προσωπικού των κοινοτικών οργάνων.»

6        Όσον αφορά τις μισθολογικές αναπροσαρμογές, το άρθρο 13 των όρων απασχόλησης ορίζει:

«Κατόπιν προτάσεως της εκτελεστικής επιτροπής, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τη γενική αναπροσαρμογή των μισθών από 1ης Ιουλίου κάθε έτους.»

7        Όσον αφορά την εκπροσώπηση του προσωπικού σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46 των όρων απασχόλησης, τα οποία περιλαμβάνονται στο ένατο τμήμα που τιτλοφορείται «Εκπροσώπηση του προσωπικού»:

«45.      Η επιτροπή προσωπικού, τα μέλη της οποίας εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία, εκπροσωπεί τα γενικά συμφέροντα όλων των μελών του προσωπικού σε θέματα συμβάσεων εργασίας, κανονισμών που ισχύουν για το προσωπικό και αποδοχών, όρων απασχόλησης, εργασίας, υγείας και ασφαλείας στην ΕΚΤ, ασφαλιστικής καλύψεως και συνταξιοδοτικού συστήματος.

46.      Πριν από κάθε τροποποίηση των παρόντων όρων απασχόλησης, των κανόνων επί θεμάτων προσωπικού ή σχετικά με όλα τα συναφή ζητήματα που καθορίζονται στο ανωτέρω άρθρο 45, ζητείται η γνώμη της επιτροπής προσωπικού.»

8        Οι διατάξεις του άρθρου 46 των όρων απασχόλησης διασαφηνίστηκαν με τους κανόνες επί θεμάτων προσωπικού της ΕΚΤ («European Central Bank Staff Rules»), που καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ της ΕΚΤ και της επιτροπής προσωπικού (άρθρο 9.2).

9        Στις 17 Ιουνίου 2003, υπογράφηκε πρωτόκολλο συμφωνίας όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ και της επιτροπής προσωπικού («Memorandum of Understanding on Relations between Executive Board and the Staff Committee of the ECB», στο εξής: πρωτόκολλο συμφωνίας) το οποίο καθορίζει, ειδικότερα, το οικείο πλαίσιο και τις ακολουθητέες διαδικασίες.

10      Το προοίμιο του εν λόγω πρωτοκόλλου συμφωνίας προβλέπει ότι «πρέπει να καταβάλλονται προσπάθειες προκειμένου να γνωστοποιούνται όλες οι σχετικές πληροφορίες και να αρχίζει το ενωρίτερο δυνατόν η διεξαγωγή διαλόγου, στον βαθμό που δεν υφίστανται άλλοι υπέρτεροι λόγοι που να υπαγορεύουν να μη πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο» («efforts shall be made to provide all relevant information and to initiate a dialogue at the earliest possible time in so far as there are no overriding reasons for not doing so»).

11      Το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου συμφωνίας καθορίζει τις προϋποθέσεις υποβολής αίτησης για τη διεξαγωγή διαβούλευσης:

«Όταν ο πρόεδρος ή ο αντιπρόσωπός του κινεί διαδικασία διαβούλευσης, αυτός υποβάλλει στην επιτροπή προσωπικού γραπτή αίτηση για τη διεξαγωγή διαβούλευσης συνοδευόμενη από πλήρη ενημέρωση, ήτοι ενημέρωση που να παρέχει τη δυνατότητα στην επιτροπή προσωπικού να λάβει γνώση του ζητήματος που αποτελεί αντικείμενο της διαβούλευσης και να το εξετάσει, στον βαθμό που δεν υφίστανται άλλοι υπέρτεροι λόγοι που να υπαγορεύουν να μη πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο. […]»

12      Το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου συμφωνίας προβλέπει μια απλοποιημένη διαδικασία διαβούλευσης:

«Τα μετέχοντα στον διάλογο μέρη δύνανται να συμφωνούν, για λόγους που πρέπει να δικαιολογούνται από ένα εξ αυτών, ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί διαδικασία αποβλέπουσα στη μείωση του αριθμού των ανταλλαγών απόψεων σχετικά με ένα ειδικό ζήτημα. Στην περίπτωση αυτή, τα μέρη ορίζουν διά κοινής συμφωνίας ένα χρονοδιάγραμμα ad hoc.»

13      Βάσει του άρθρου 13 των όρων απασχόλησης, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ κατάρτισε μέθοδο εφαρμογής των γενικών μισθολογικών αναπροσαρμογών («General Salary Adjustment – GSA», στο εξής: μέθοδος υπολογισμού). Κατ’ αρχήν, η μέθοδος αυτή στηρίζεται σε μια ειδική εκτίμηση των μισθολογικών αναπροσαρμογών εντός των οργανισμών που αποτελούν τις κύριες πηγές για την πρόσληψη προσωπικού της ΕΚΤ, όπως είναι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες (στο εξής: οργανισμοί αναφοράς), προκειμένου οι μισθοί του προσωπικού της ΕΚΤ να παραμένουν ευθυγραμμισμένοι στο επίπεδο των αποδοχών τις οποίες καταβάλλουν οι εν λόγω οργανισμοί. Όσον αφορά τα έτη 1999 έως 2001, η μέθοδος υπολογισμού θεσπίσθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ στις 20 Ιουνίου 1999 (στο εξής: GSA 1999/2001). Εν συνεχεία, το κείμενο αυτό τροποποιήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο για τα έτη 2002 έως 2004 (στο εξής: GSA 2002/2004).

14      Σύμφωνα με τις GSA 1999/2001, η αναπροσαρμογή των μισθών των υπαλλήλων κάθε οργανισμού αναφοράς (σε ποσοστιαίες μονάδες) συσχετίζεται με τον αριθμό των υπαλλήλων του σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

«–      [η] γενική ετήσια αναπροσαρμογή των μισθών [θα] στηρίζεται στη μέση εξέλιξη των ονομαστικών μισθών εντός των δεκαπέντε [εθνικών κεντρικών τραπεζών και εντός της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ)], ως “κεντρικής τράπεζας” των κεντρικών τραπεζών·

–        [θα] λαμβάνονται υπόψη οι ετήσιες αναπροσαρμογές εντός των οργανισμών αναφοράς για το τρέχον ημερολογιακό έτος·

–        [θα] σταθμίζονται οι εξελίξεις του ονομαστικού μισθού [· η] στάθμιση θα γίνεται με βάση τον αριθμό των ατόμων που απασχολούνται σε κάθε θεσμικό όργανο αναφοράς·

–        […]»

15      Κατά συνέπεια, οι GSA 1999/2001 δεν προέβησαν σε καμία διάκριση μεταξύ των διαφόρων οργανισμών αναφοράς και δεν είχε προβλεφθεί καμία δυνατότητα διόρθωσης.

16      Αντιθέτως, οι GSA 2002/2004, ενώ ακολουθούν τις ίδιες αρχές, λαμβάνουν υπόψη δύο ομάδες οργανισμών αναφοράς, με δεδομένο ότι η κάθε ομάδα συνεκτιμάται σε ποσοστό 50 % κατά τον υπολογισμό της ετήσιας αναπροσαρμογής:

«–      [Η] ετήσια γενική αναπροσαρμογή των μισθών θα στηρίζεται στη μέση εξέλιξη των ονομαστικών μισθών τους οποίους καταβάλλουν οι ακόλουθοι οργανισμοί:

–        1.      [ο]ι δεκαπέντε [εθνικές κεντρικές τράπεζες] και η ΤΔΔ·

–        2.      [τ]α θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δηλαδή η Επιτροπή [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] και οι υπηρεσίες της, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, [το Ευρωπαϊκό] Κοινοβούλιο, το Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων], η [Ευρωπαϊκή] Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η Επιτροπή των Περιφερειών [της Ευρωπαϊκής Ένωσης])·

[ο]ι “συντονισμένοι οργανισμοί” (δηλαδή ο [Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NΑΤΟ)], ο [Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)], ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεσοπροθέσμων Μετεωρολογικών Προγνώσεων, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση)·

[η] Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

–        [ο]ι εξελίξεις των ονομαστικών μισθών θα σταθμίζονται με βάση τον αριθμό των ατόμων που απασχολούνται σε κάθε οργανισμό αναφοράς·

–        κάθε ομάδα αναφοράς (σημεία 1 και 2 ανωτέρω) θα συνυπολογίζεται σε ποσοστό 50 %.»

17      Επιπλέον, οι GSA 2002/2004 προβλέπουν ένα σύστημα διόρθωσης των αναπροσαρμογών υπό το πρίσμα των στοιχείων που καθίστανται διαθέσιμα μεταγενεστέρως:

«Θα λαμβάνονται υπόψη οι ετήσιες αναπροσαρμογές (εφόσον αυτές είναι διαθέσιμες) εντός των οργανισμών αναφοράς για το τρέχον ημερολογιακό έτος. Όταν οι αναπροσαρμογές για το τρέχον έτος δεν είναι διαθέσιμες, θα χρησιμοποιούνται τα στοιχεία του προηγούμενου έτους και, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας διαθέσεως των στοιχείων, η διαφορά μεταξύ των διαθέσιμων στοιχείων και των πραγματικών στοιχείων θα διορθωθεί κατά το επόμενο οικονομικό έτος.»

18      Η απόφαση ΕΚΤ/2004/3, της 4ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ (ΕΕ L 80, σ. 42), της οποίας το άρθρο 2, παράγραφος 1, ορίζει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης «έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα της ΕΚΤ, υπό την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση», προβλέπει στο άρθρο της 4, παράγραφος 1, ότι η ΕΚΤ αρνείται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου και της εμπιστευτικότητας πληροφοριών που προστατεύονται ως τέτοιες από το κοινοτικό δίκαιο. Όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής, το άρθρο 4, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως ορίζει:

«Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, η ΕΚΤ διαβουλεύεται με τον ενδιαφερόμενο τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.»

 Ιστορικό της διαφοράς

19      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες συνήψαν συμβάσεις εργασίας με την ΕΚΤ, οι οποίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι οι όροι απασχόλησης και οι τροποποιήσεις τους αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των εν λόγω συμβάσεων.

20      Με απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Νοεμβρίου 2003, T‑63/02, Cerafogli και Poloni κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2003, σ. II‑4929, ακυρώθηκαν οι αποφάσεις που περιείχαν τα εκκαθαριστικά σημειώματα που απεστάλησαν στις 13 Ιουλίου 2001 στους δύο προσφεύγοντες, μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ, για τον μήνα Ιούλιο του 2001, καθόσον η ΕΚΤ δεν ζήτησε τη γνώμη της επιτροπής προσωπικού πριν εγκρίνει την αναπροσαρμογή των μισθών για το 2001.

21      Στις 16 Δεκεμβρίου 2003, η ΕΚΤ απέστειλε, προς το σύνολο του προσωπικού, ένα υπόμνημα με το οποίο ανήγγειλε ότι, κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, επρόκειτο να προβεί σε διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού όσον αφορά την εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού για τα έτη 2001, 2002 και 2003. Στο υπόμνημα αυτό εκτίθενται, ειδικότερα, τα εξής:

«Η διοίκηση πρόκειται να προβεί σε διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού όσον αφορά την εφαρμογή της μεθοδολογίας για τα έτη 2001, 2002 και 2003. Ωστόσο, επισημαίνεται συναφώς ότι κανένα στοιχείο εντός της αποφάσεως του Πρωτοδικείου δεν δικαιολογεί το να θεωρηθεί, στο πλαίσιο της διαβούλευσης, ότι θα έπρεπε να μεταβληθούν οι σχετικοί με κάποιο από τα έτη αυτά υπολογισμοί.»

22      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 9ης Ιανουαρίου 2004, η ΕΚΤ κίνησε τη διαδικασία διαβούλευσης διαβιβάζοντας στην επιτροπή προσωπικού πίνακες των στοιχείων τα οποία παρείχαν οι οργανισμοί αναφοράς για τα έτη 2001, 2002 και 2003.

23      Η επιτροπή προσωπικού απάντησε στις 25 Μαρτίου 2004 θέτοντας διάφορα ζητήματα όσον αφορά τα δεδομένα τα οποία διαβίβασε η ΕΚΤ και ζητώντας να τύχει αναδρομικής εφαρμογής το αποτέλεσμα του τελικού υπολογισμού της αναπροσαρμογής των μισθών των υπαλλήλων της ΕΚΤ για τα έτη 2001, 2002 και 2003, με βάση, ιδίως, τα επισημανθέντα από την επιτροπή προσωπικού στοιχεία απόκλισης μεταξύ των δεδομένων τα οποία παρέσχε στις 9 Ιανουαρίου 2004 η ΕΚΤ και των δεδομένων ίδιου χαρακτήρα τα οποία έλαβε η επιτροπή προσωπικού από τις επιτροπές προσωπικού των οργανισμών αναφοράς. Η επιτροπή προσωπικού επιθυμούσε αναπροσαρμογή των μισθών προς τα άνω, που να λαμβάνει υπόψη όλα τα ανωτέρω στοιχεία.

24      Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκε μια σειρά συσκέψεων «για ζητήματα τεχνικής φύσεως» και συσκέψεων «ad hoc» μεταξύ της επιτροπής προσωπικού και των εκπροσώπων της ΕΚΤ. Ειδικότερα, μια σύσκεψη για ζητήματα τεχνικής φύσεως έλαβε χώρα στις 30 Μαρτίου 2004, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εκπρόσωποι της επιτροπής προσωπικού (συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας-ενάγουσας M. Cerafogli) κοινοποίησαν αντίγραφα όλων των εγγράφων τα οποία η επιτροπή είχε λάβει από τις επιτροπές προσωπικού των οργανισμών αναφοράς για τα προηγούμενα έτη. Η αναπροσαρμογή των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003 αποτέλεσε, επίσης, το αντικείμενο συσκέψεως για ζητήματα τεχνικής φύσεως που έλαβε χώρα στις 11 Μαΐου 2004. Ο Kelly, εκπρόσωπος της ΕΚΤ, παρέσχε αριθμητικά στοιχεία σχετικά με ορισμένες εθνικές κεντρικές τράπεζες και διευκρίνισε ότι ήταν αναγκαίο να διεξαχθεί συζήτηση σχετικά με την κατανομή των εν λόγω αριθμητικών στοιχείων για καθένα από τα έτη 2001, 2002 και 2003, διευκρινίζοντας ότι, αν από τα αριθμητικά στοιχεία προέκυπτε διαφορά, θα ήταν πιθανή η διενέργεια αναπροσαρμογής. Απαντώντας στην ερώτηση των εκπροσώπων της επιτροπής προσωπικού (συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος-ενάγοντος Ο. Seigneur) σχετικά με τυχόν αναδρομική αναπροσαρμογή, ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ εξέφρασε προτίμηση υπέρ του να εφαρμοσθεί η αναπροσαρμογή το 2004. Άλλες ad hoc συσκέψεις αφορώσες την αναπροσαρμογή των μισθών διεξήχθησαν την 1η Ιουνίου 2004, παρουσία του Kelly, εκπροσώπου της ΕΚΤ, και του van de Velde, εκπροσώπου της επιτροπής προσωπικού, καθώς και του van der Ark, ενός εκ των αναπληρωτών εκπροσώπων της εν λόγω επιτροπής, και στις 9 Ιουνίου 2004, παρουσία δύο εκπροσώπων της ΕΚΤ, των van Baak και Kelly, και των δύο μελών της επιτροπής προσωπικού που ήσαν παρόντα κατά τη σύσκεψη της 1ης Ιουνίου 2004. Ο χαρακτήρας, η συμμετοχή και το περιεχόμενο των συσκέψεων της 1ης και της 9ης Ιουνίου 2004, καθώς και άλλων συσκέψεων, εξακολουθούν να αποτελούν, από πολλές απόψεις, αντικείμενο αμφισβητήσεων.

25      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 3ης Ιουνίου 2004, η επιτροπή προσωπικού εξέφρασε την επιθυμία να τύχει εφαρμογής το πιθανό αποτέλεσμα της αναπροσαρμογής των μισθών, κατόπιν της διαδικασίας διαβούλευσης για τα έτη 2001 έως 2003, ταυτοχρόνως με την αναπροσαρμογή που πρόκειται να γίνει για το έτος 2004 (ήτοι από 1ης Ιουλίου 2004, όπως προβλέπει το άρθρο 13 των όρων απασχόλησης).

26      Όσον αφορά μια σύσκεψη που διεξήχθη στις 14 Ιουνίου 2004, η προετοιμασία και η διεξαγωγή της περιγράφονται, επίσης, κατά διαφορετικό τρόπο από τους διαδίκους. Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η επιτροπή προσωπικού έλαβε ορισμένα σημαντικά στατιστικά στοιχεία μόνον κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της συσκέψεως, ενώ σε κανένα χρονικό σημείο της διαδικασίας διαβούλευσης, της οποίας η κίνηση άρχισε με το υπηρεσιακό σημείωμα της 9ης Ιανουαρίου 2004, τα μέλη της επιτροπής προσωπικού δεν είχαν πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων με τα οποία οι οργανισμοί αναφοράς γνωστοποίησαν τα ποσοστά αύξησης των μισθών και τα αριθμητικά στοιχεία των απασχολουμένων ατόμων (στο εξής: στοιχεία-πηγές). Αντιθέτως, η ΕΚΤ διατείνεται ότι διαβίβασε τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία από την Παρασκευή, 11 Ιουνίου 2004, και ότι επέδειξε τα στοιχεία-πηγές στον εκπρόσωπο της επιτροπής προσωπικού, ονόματι van de Velde, και σε έναν από τους αναπληρωτές του, ονόματι van der Ark, σε ημερομηνία που δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει. Ο ισχυρισμός ότι η επιτροπή προσωπικού πρότεινε στην ΕΚΤ να χορηγηθεί στον εκπρόσωπό της, καθώς και σε έναν από τους αναπληρωτές εκπροσώπους της, μια τέτοια πρόσβαση στα στοιχεία-πηγές επιβεβαιώνεται από μήνυμα που απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την 1η Ιουνίου 2004 ο αναπληρωτής εκπρόσωπος, ονόματι van der Ark. Επιπλέον, το υποστατό μιας τέτοιας προσβάσεως επιβεβαιώνεται από μια γραπτή δήλωση της 13ης Ιουνίου 2005, την οποία έχουν υπογράψει, μεταξύ άλλων, οι δύο ενδιαφερόμενοι εκπρόσωποι της επιτροπής προσωπικού.

27      Η επιτροπή προσωπικού, αντιπροσωπευόμενη από τον εκπρόσωπό της και από έναν εκ των αναπληρωτών εκπροσώπων της, απέστειλε στον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Διοίκηση» μια επιστολή με ημερομηνία 14 Ιουνίου 2004, στην οποία ανέφερε τα εξής:

«Προσφάτως, η επιτροπή προσωπικού έλαβε, εκ μέρους της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού, τα αναθεωρημένα αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά την περίοδο γενικής αναπροσαρμογής των μισθών 2001[/]2003.

Είχαμε ελπίσει να ολοκληρωθεί η διαβούλευση σχετικά με την περίοδο γενικής αναπροσαρμογής των μισθών 2001[/]2003 εγκαίρως για τον υπολογισμό της γενικής αναπροσαρμογής των μισθών για το οικονομικό έτος 2004. Ενώ γνωστοποιήσαμε στις 25 Μαρτίου τα αποτελέσματα στα οποία καταλήξαμε, μόλις προσφάτως παραλάβαμε έναν πίνακα αναθεωρημένων αριθμητικών στοιχείων εκ μέρους της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού. Έχομε συναντήσει τα ενδιαφερόμενα μέλη της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία να γίνουν κατανοητά και να αποσαφηνισθούν. Υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με ένα μικρό αριθμό αποκλίσεων που δεν είναι ακόμη δυνατό να εξηγηθούν, όσον αφορά το Βέλγιο (2001), την [Deutsche] Bundesbank (2001 και 2002) και την Επιτροπή […] (2002). Νέα στοιχεία κατέστησαν διαθέσιμα για την Ιρλανδία και την ΕΤΕπ μετά την αποστολή του από 25 Μαρτίου 2004 εγγράφου μας. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες που παρείχαν οι ομόλογοί μας της Banca d’Italia περιέχουν στοιχεία που δεν σχετίζονται με τη γενική αναπροσαρμογή των μισθών.

Δεν είναι δυνατό να αρθούν οι αποκλίσεις αυτές προδικάζοντας το χρονοδιάγραμμα που προτάθηκε για την επιβεβαίωση, εκ μέρους της εκτελεστικής επιτροπής, της αναπροσαρμογής για το 2004. Ωστόσο, η διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού επιβεβαίωσε ότι από τα κοινοποιηθέντα σ’ αυτήν αναθεωρημένα στοιχεία προκύπτει ένα σωρευτικό αποτέλεσμα της τάξεως του 0,9 % για το οικονομικό έτος 2001[/]2003, το οποίο έχει ήδη ληφθεί υπόψη μέχρι ποσοστού 0,6 % κατά τον υπολογισμό για το οικονομικό έτος 2004.

Δεδομένου ότι η υφιστάμενη απόκλιση, εάν αυτή επιβεβαιωθεί, θα έχει ως συνέπεια μια ελαφρά αύξηση του τελικού αποτελέσματος, προτείνομε όπως η διαφορά της τάξεως του 0,3 % (0,9 % – 0,6 %), η οποία έχει ήδη εγκριθεί από τις δύο πλευρές, προστεθεί στο αποτέλεσμα της περιόδου γενικής αναπροσαρμογής των μισθών για το 2004 και όπως κάθε υφιστάμενη απόκλιση αντισταθμισθεί το 2005, όταν θα έχουν επικυρωθεί τα οριστικά αριθμητικά στοιχεία διά κοινής συμφωνίας.»

28      Στις 15 Ιουνίου 2004, ήτοι την επαύριον, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ενέκρινε την πρόταση του Προέδρου της εν λόγω Τράπεζας, η οποία προέβλεπε αύξηση της τάξεως του 3,5 %, αποτελούμενη από το 3,2 % όσον αφορά το 2004, καθώς και από μια συμπληρωματική και ενιαία αναπροσαρμογή της τάξεως του 0,3 % όσον αφορά την περίοδο από το 2001 έως το 2003, και αποφάσισε να υποβάλει την πρόταση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση. Το ποσοστό του 3,2 % περικλείει εκείνο του 0,6 % για τα ελλείποντα στοιχεία κατά το 2003, τα οποία όμως κατέστησαν διαθέσιμα το 2004.

29      Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 15 Ιουνίου 2004, το προσωπικό της ΕΚΤ εξέλεξε νέα επιτροπή προσωπικού.

30      Με επιστολή της 25ης Ιουνίου 2004, απευθυνθείσα στον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, η νέα επιτροπή προσωπικού θεώρησε ότι η διαδικασία διαβούλευσης όσον αφορά τα έτη 2001 έως 2003 δεν περατώθηκε με το έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2004. Κατά συνέπεια, ζήτησε να δοθεί απάντηση στο από 25 Μαρτίου 2004 έγγραφο της προηγούμενης επιτροπής προσωπικού, προκειμένου να ακολουθηθεί μια διαδικασία διαβούλευσης συνάδουσα προς το πρωτόκολλο συμφωνίας και συμπεριλαμβάνουσα ένα δεύτερο στάδιο διαβούλευσης.

31      Κατά τη συνεδρίασή του της 1ης Ιουλίου 2004, το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση της εκτελεστικής επιτροπής της 15ης Ιουνίου 2004.

32      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 1ης Ιουλίου 2004, ο διευθυντής της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού της ΓΔ «Διοίκηση» ενημέρωσε όλα τα μέλη του προσωπικού ότι το διοικητικό συμβούλιο έλαβε απόφαση περί αυξήσεως των μισθών κατά 3,5 % από 1ης Ιουλίου 2004.

33      Με την από 7 Ιουλίου 2004 επιστολή του, ο διευθυντής της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού της ΓΔ «Διοίκηση» απάντησε ως εξής στη νέα επιτροπή προσωπικού όσον αφορά το θέμα της αναπροσαρμογής των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003:

–        αναφέρθηκε στα έγγραφα της 9ης Ιανουαρίου 2004 (με τα οποία άρχισε η διαδικασία διαβούλευσης) και σε εκείνα της επιτροπής προσωπικού της 14ης και της 25ης Ιουνίου 2004·

–        υπογράμμισε ότι «[η] παρασχεθείσα […] πληροφόρηση [είχε] αποτελέσει αντικείμενο εξακριβώσεως και [επιβεβαίωνε] την ύπαρξη μειωμένης είσπραξης της τάξεως του 0,3 % κατά την επίμαχη περίοδο, λόγω των εσφαλμένων στοιχείων τα οποία είχαν κοινοποιήσει ορισμένοι οργανισμοί αναφοράς [· κ]ατά συνέπεια, το διοικητικό συμβούλιο [είχε] δεχθεί να εφαρμόσει ένα έκτακτο συμπλήρωμα της τάξεως του 0,3 % επί του ποσοστού της γενικής αναπροσαρμογής των μισθών το 2004, πράγμα το οποίο [οδήγησε] σε συνολική αύξηση της τάξεως του 3,5 % από 1ης Ιουλίου 2004»·

–        επιβεβαίωσε ότι η διαδικασία διαβούλευσης επρόκειτο να συνεχισθεί («αυτή η ανταλλαγή απόψεων δεν έχει περατωθεί»), αλλά με ισχύ από τον επόμενο κύκλο αναπροσαρμογής («[κ]αίτοι είναι δεδομένο ότι οποιαδήποτε απόκλιση, που εξακολουθεί να υφίσταται, θα αντισταθμισθεί κατά την επόμενη περίοδο αναπροσαρμογής των μισθών, σας προτείνω, χάριν επιμελείας, να γνωστοποιήσετε τα σχόλιά σας πριν από την εκπνοή προθεσμίας 20 εργασίμων ημερών από της παραλαβής της παρούσας επιστολής»).

34      Τα εκκαθαριστικά σημειώματα που περιελάμβαναν την αύξηση του 0,3 % για τα έτη 2001 έως 2003, καθώς και την αύξηση του 3,2 % για το έτος 2004, απεστάλησαν στους προσφεύγοντες-ενάγοντες στα μέσα του Ιουλίου 2004.

35      Στις 4 Αυγούστου 2004, η επιτροπή προσωπικού απάντησε στην από 7 Ιουλίου 2004 επιστολή της ΕΚΤ. Στηριζόμενη εν μέρει σε στοιχεία διαφορετικά από εκείνα τα οποία είχε κοινοποιήσει η προηγούμενη επιτροπή προσωπικού, η νέα επιτροπή προσωπικού υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί με ποιον τρόπο προέκυψε το αριθμητικό στοιχείο 0,3 %. Κατά τη νέα επιτροπή προσωπικού, οι αποκλίσεις που αυτή διαπίστωσε θα πρέπει να αποδοθούν, κατά πάσα πιθανότητα, σε «εσφαλμένη ερμηνεία των στοιχείων εκ μέρους [της προηγούμενης επιτροπής προσωπικού] και της διοίκησης».

36      Απαντώντας στο υπηρεσιακό σημείωμα της επιτροπής προσωπικού της 4ης Αυγούστου 2004, ο διευθυντής της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού της ΓΔ «Διοίκηση» παρέσχε, με υπηρεσιακό σημείωμα της 23ης Σεπτεμβρίου 2004, πληροφορίες και διευκρινίσεις σχετικά με τα τρία στοιχεία που απέμεναν, σύμφωνα με την από 14 Ιουνίου 2004 επιστολή της επιτροπής προσωπικού, να αποσαφηνισθούν όσον αφορά τις αναπροσαρμογές των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003, αναφορικά με τα δεδομένα ως προς την Banque nationale de Belgique, την Deutsche Bundesbank και την Επιτροπή. Ο διευθυντής αυτός θεώρησε ότι η διαδικασία διαβούλευσης είχε ολοκληρωθεί.

37      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Οκτωβρίου 2004, απευθυνθέν στον διευθυντή της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού της ΓΔ «Διοίκηση», η επιτροπή προσωπικού τού ζήτησε, ιδίως, να ανακαλέσει το από 23 Σεπτεμβρίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμά του και να αποστείλει νέο έγγραφο που να δίδει απάντηση στα ερωτήματα τα οποία τέθηκαν με τα από 25 Μαρτίου 2004, 25 Ιουνίου 2004 και 4 Αυγούστου 2004 έγγραφά της και τα οποία δεν έχουν λάβει επαρκείς απαντήσεις. Άλλως, η επιτροπή προσωπικού θα θεωρούσε τη διαβούλευση σχετικά με την περίοδο γενικής αναπροσαρμογής των μισθών 2001 έως 2003 ως μη διεξαχθείσα.

38      Η ΕΚΤ απάντησε στις 23 Φεβρουαρίου 2005 στο από 6 Οκτωβρίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμα της επιτροπής προσωπικού. Με υπηρεσιακό σημείωμα της 28ης Φεβρουαρίου 2005, η επιτροπή προσωπικού απάντησε στην από 23 Φεβρουαρίου 2005 επιστολή της ΕΚΤ. Πρωτίστως με τις δύο αυτές επιστολές και με τις αντίστοιχες προτάσεις που περιείχαν, η ΕΚΤ και η επιτροπή προσωπικού επιχείρησαν να θέσουν τέρμα στη μεταξύ τους έριδα μέσω φιλικού διακανονισμού. Η αρχή επί της οποίας θα στηριζόταν ο σχεδιαζόμενος φιλικός διακανονισμός συνίστατο στο να συμψηφισθεί η έλλειψη συνεκτιμήσεως των αποκλίσεων τις οποίες επικαλέσθηκε η επιτροπή προσωπικού, για τον υπολογισμό της αναπροσαρμογής των μισθών των ετών 2001 έως 2003, με τη χορήγηση συμπληρωματικών ημερών αδείας. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ δεν κατέληξε σε συμφωνία με την επιτροπή προσωπικού, η ΕΚΤ επανέλαβε, με το από 7 Μαρτίου 2005 υπηρεσιακό σημείωμά της, την άποψη ότι η διαβούλευση είχε περατωθεί.

39      Ορισμένα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων-εναγόντων, υπέβαλαν, μεταξύ της 10ης Σεπτεμβρίου 2004 και της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, αιτήσεις θεραπείας («administrative reviews») κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του Ιουλίου 2004. Με τις επιστολές αυτές, οι οποίες στηρίζονταν σε κοινό υπόδειγμα, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζήτησαν, ιδίως:

–        την αναθεώρηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του Ιουλίου 2004 κατά τρόπον ώστε τα τελευταία να συμπεριλάβουν, αναδρομικώς, εντός του καταβλητέου τον Ιούλιο του 2004 ποσού και το αποτέλεσμα της αναθεώρησης της αναπροσαρμογής των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003·

–        την αναθεώρηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του Ιουλίου 2004 κατά τρόπον ώστε τα τελευταία να συμπεριλάβουν το σύνολο του μισθού, όπως υπολογίσθηκε από την επιτροπή προσωπικού, ο οποίος προκύπτει από την αναθεωρημένη εφαρμογή όσον αφορά την περίοδο αναπροσαρμογής των μισθών για τα έτη 2001, 2002 και 2003 (ήτοι 2,67 %), δεδομένου ότι οι πληρωμές πρέπει να γίνουν επί αναδρομικής βάσεως·

–        σε περίπτωση που η ΕΚΤ θα απέρριπτε το σχετικό αίτημα της επιτροπής προσωπικού, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζητούν να γνωστοποιηθούν τα στοιχεία-πηγές που κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ από τους οργανισμούς αναφοράς κατά τρόπον ώστε να αποδειχθεί ότι οι υπολογισμοί στους οποίους προέβη η ΕΚΤ είναι συνεπείς ως προς τα παρασχεθέντα στοιχεία-πηγές.

40      Στις 9 Δεκεμβρίου 2004, η ΕΚΤ απάντησε στις αιτήσεις θεραπείας. Οι απαντήσεις της στηρίζονταν, επίσης, σε κοινό υπόδειγμα, εκτός από αυτήν που δόθηκε στον P. Poloni, η οποία είναι διαφορετική, λαμβανομένου υπόψη του προβαλλομένου εκπρόθεσμου χαρακτήρα της αιτήσεως θεραπείας που αυτός υπέβαλε.

41      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες υπέβαλαν εσωτερικές διοικητικές ενστάσεις («grievance procedures») με έγγραφα της 9ης, της 10ης και της 13ης Δεκεμβρίου 2004.

42      Οι εσωτερικές διοικητικές ενστάσεις απορρίφθηκαν με έγγραφα της 6ης Ιανουαρίου 2005, που κοινοποιήθηκαν στους προσφεύγοντες-ενάγοντες στις 10 Ιανουαρίου 2005.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

43      Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T-131/05.

44      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Η προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με τον αριθμό F-15/05.

45      Αφού άκουσε τους διαδίκους, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης) αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στην ολομέλεια.

46      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να κρίνει την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη, και, κατά συνέπεια,

–        να ακυρώσει τα εκκαθαριστικά σημειώματα του Ιουλίου 2004,

–        εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει τις αποφάσεις περί απορρίψεως των αιτήσεων θεραπείας και των εσωτερικών διοικητικών ενστάσεων τις οποίες υπέβαλαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, αντιστοίχως, στις 9 Δεκεμβρίου 2004 και στις 6 Ιανουαρίου 2005,

–        να υποχρεώσει την ΕΚΤ να προσκομίσει τον «διοικητικό φάκελό» της,

–        να υποχρεώσει την ΕΚΤ να καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία αυτοί υπέστησαν και η οποία συνίσταται, αφενός, στην καταβολή ποσού 5 000 ευρώ ανά προσφεύγοντα-ενάγοντα, λόγω απωλείας αγοραστικής δυνάμεως ύστερα από την 1η Ιουλίου 2001, και, αφετέρου, σε καθυστερούμενες αποδοχές αντιστοιχούσες στην αύξηση των μισθών τους κατά 1,86 % για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 μέχρι 30 Ιουνίου 2002, κατά 0,92 % για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2002 μέχρι 30 Ιουνίου 2003 και κατά 2,09 % για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2003 μέχρι 30 Ιουνίου 2004, εντόκως από την αντίστοιχη ημερομηνία κατά την οποία τα ποσά αυτά είχαν καταστεί απαιτητά και μέχρι της οριστικής καταβολής, με επιτόκιο υπολογιζόμενο βάσει του επιτοκίου το οποίο έχει καθορίσει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως ίσχυε κατά την κρίσιμη περίοδο, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες,

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

47      Η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να κρίνει την προσφυγή-αγωγή απαράδεκτη καθόσον αφορά τον P. Poloni,

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη,

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

48      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που έχει εφαρμογή mutatis mutandis στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752, έως την έναρξη ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του τελευταίου αυτού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απηύθυνε εγγράφως ερωτήσεις προς αμφοτέρους τους διαδίκους και ζήτησε την προσκόμιση εγγράφων, συμπεριλαμβανομένου του φακέλου των στοιχείων-πηγών. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν προς τα μέτρα αυτά εμπροθέσμως.

49      Όσον αφορά το αίτημα των προσφευγόντων-εναγόντων περί προσκομίσεως, εκ μέρους της ΕΚΤ, του «διοικητικού φακέλου», διαπιστώνεται ότι αυτοί είχαν πρόσβαση στον φάκελο των στοιχείων-πηγών. Επομένως, δεν συντρέχει πλέον λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επί του αιτήματός τους, κατά το μέτρο που αυτοί δεν ανέφεραν ποια άλλα έγγραφα θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουν.

50      Μια απόπειρα φιλικού διακανονισμού, κατόπιν πρωτοβουλίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, δεν τελεσφόρησε.

 Σκεπτικό

1.      Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

51      Έστω και αν τα αιτήματα ακυρώσεως στρέφονται, επίσης, ρητά κατά των αποφάσεων περί απορρίψεως των αιτήσεων θεραπείας και κατά των αποφάσεων της 6ης Ιανουαρίου 2005 περί απορρίψεως των εσωτερικών διοικητικών ενστάσεων που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες στις 9, 10 και 13 Δεκεμβρίου 2004, τα εν λόγω αιτήματα πρέπει να θεωρηθούν, κατά πάγια νομολογία που έχει εφαρμογή mutatis mutandis στην ΕΚΤ, ως στρεφόμενα κατά των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΚΤ καθόρισε τις αποδοχές των προσφευγόντων-ενάγοντων, ήτοι των αποφάσεων που περιέχονται στα εκκαθαριστικά σημειώματα του Ιουλίου 2004 (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8).

52      Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής τους, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προβάλλουν τρεις ισχυρισμούς που αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση της υποχρέωσης διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού σχετικά με τις επελθούσες ως προς τους κανόνες επί θεμάτων προσωπικού τροποποιήσεις, καθόσον αυτοί αφορούν την αναπροσαρμογή των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003, από παράβαση της μεθόδου υπολογισμού και από έλλειψη αναδρομικής ισχύος των διορθώσεων που πρέπει να επέλθουν ως προς τη γενική αναπροσαρμογή των μισθών.

 Επί του πρώτου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Με τον πρώτο ισχυρισμό τους, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΚΤ, κατ’ ουσίαν, ότι παρέβη τη διαδικασία διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού στο πλαίσιο της αναπροσαρμογής των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003. Ο ισχυρισμός αυτός περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη, που συνίστανται στην προβαλλομένη παράβαση των άρθρων 45 και 46 των όρων απασχόλησης, του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου συμφωνίας, της υποχρέωσης καλόπιστης συμπεριφοράς και στην προβαλλομένη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

54      Συναφώς, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τα στοιχεία-πηγές, τα οποία γνωστοποίησαν στην ΕΚΤ οι οργανισμοί αναφοράς και με βάση τα οποία αυτή προέβη στους υπολογισμούς της στο πλαίσιο της εφαρμογής των μεθόδων υπολογισμού για τα έτη 2001, 2002 και 2003, ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν στην επιτροπή προσωπικού. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες φρονούν ότι η ΕΚΤ δεν τήρησε την υποχρέωσή της διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού, όπως αυτή απορρέει από τα άρθρα 45 και 46 των όρων απασχόλησης και από το πρωτόκολλο συμφωνίας, καθόσον δεν ενημέρωσε εγκαίρως την εν λόγω επιτροπή, δεν διεξήγαγε ορθώς τις συσκέψεις για ζητήματα τεχνικής φύσεως, διοργάνωσε παράτυπα τις ad hoc συσκέψεις και απάντησε μόνον ανεπαρκώς στις ερωτήσεις της επιτροπής προσωπικού και καθόσον η διαδικασία διαβούλευσης δεν είχε περατωθεί κατά το χρονικό σημείο διαβίβασης των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του Ιουλίου 2004.

55      Στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Απριλίου 2003, T-186/01, Robert κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-131 και II-631, σκέψη 64), η ΕΚΤ αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου ισχυρισμού. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες δεν προέβαλαν τον ισχυρισμό αυτόν κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής στάδιο.

56      Επί της ουσίας, πέραν της διαπιστώσεως σχετικά με τον «αυστηρά εμπιστευτικό χαρακτήρα» των στοιχείων-πηγών που της κοινοποιήθηκαν, η ΕΚΤ αναφέρει ότι η διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού της ΓΔ «Διοίκηση» έδωσε, παρά ταύτα, τη δυνατότητα στα μέλη της επιτροπής προσωπικού «μέσω του εκπροσώπου […] και του αναπληρωτή εκπροσώπου» να βεβαιωθούν για τον λυσιτελή χαρακτήρα των πινάκων που παρέσχε η ΕΚΤ, επιτρέποντάς τους να λάβουν γνώση των εν λόγω εγγράφων στα γραφεία της, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την απαιτούμενη διαφάνεια στο πλαίσιο της διαβούλευσης, χωρίς να κοινολογήσει γραπτώς τα έγγραφα αυτά. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από σχετική δήλωση των πέντε μελών της προηγούμενης επιτροπής προσωπικού.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

57      Τα τέσσερα σκέλη του πρώτου ισχυρισμού πρέπει να εξετασθούν από κοινού, κατά το μέτρο που αυτά είναι συνδεδεμένα και κατά το μέτρο που οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προέβαλαν ενιαία επιχειρηματολογία προς στήριξή τους.

58      Δυνάμει του άρθρου 46 των όρων απασχόλησης, «πριν από κάθε τροποποίηση [αυτών] των όρων απασχόλησης, των κανόνων επί θεμάτων προσωπικού ή σχετικά με όλα τα συναφή ζητήματα που καθορίζονται στο άρθρο 45 [των ιδίων όρων απασχόλησης]», πρέπει να ζητείται η γνώμη της επιτροπής προσωπικού. Μεταξύ των εν λόγω ζητημάτων συγκαταλέγονται και εκείνα που σχετίζονται με τις αποδοχές.

59      Το πρωτόκολλο συμφωνίας, στηριζόμενο ιδίως στις διατάξεις αυτές, συγκεκριμενοποιεί το δικαίωμα της επιτροπής προσωπικού στο να ζητείται η γνώμη της και προβλέπει, ιδίως, την ακολουθητέα διαδικασία, αρχής γενομένης από την υποχρέωση της ΕΚΤ να παρέχει πλήρη ενημέρωση (βλ. σκέψεις 10 και 11 της παρούσας αποφάσεως).

60      Πρέπει να υπομνηστεί ότι το δικαίωμα στην ενημέρωση των εργαζομένων και στη διαβούλευση με αυτούς συνιστά «γενική αρχή του εργατικού δικαίου» (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2001, T-192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 1999, σ. II-813, σκέψη 105) υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται οι σχετικές διατάξεις του πρωτοκόλλου συμφωνίας.

61      Συναφώς, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προβάλλουν πολλές αιτιάσεις προκειμένου να αποδειχθεί ότι η απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις των όρων απασχόλησης και του πρωτοκόλλου συμφωνίας διαδικασία διαβούλευσης δεν ακολουθήθηκε ορθώς από την ΕΚΤ.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τον ελλιπή χαρακτήρα των πληροφοριών που γνωστοποίησε η ΕΚΤ

62      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν παρέσχε «πλήρη ενημέρωση», καθόσον η πρόσβαση στα στοιχεία-πηγές δεν διασφαλίσθηκε για το σύνολο των μελών της επιτροπής προσωπικού, λόγω της προβαλλομένης εμπιστευτικότητας των στοιχείων αυτών.

63      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου συμφωνίας, η αίτηση για τη διεξαγωγή διαβούλευσης πρέπει «να συνοδεύεται από πλήρη ενημέρωση», που να παρέχει στην επιτροπή προσωπικού τη δυνατότητα να λάβει «γνώση του ζητήματος που αποτελεί το αντικείμενο της διαβούλευσης και να το εξετάσει, στον βαθμό που δεν υφίστανται άλλοι υπέρτεροι λόγοι που να υπαγορεύουν να μη πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο».

64      Η έκταση αυτής της υποχρέωσης ενημέρωσης πρέπει, εν προκειμένω, να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τη φύση των στοιχείων-πηγών, τα οποία, καίτοι βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ, δεν προέρχονται από αυτήν. Πάντως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι οργανισμοί αναφοράς γνωστοποιούσαν τα στοιχεία-πηγές, γενικότερα, μόνο με τη διαβεβαίωση ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν επρόκειτο να κοινολογηθούν ευρέως, αλλά να χρησιμοποιηθούν μόνο για τις ανάγκες της ετήσιας αναπροσαρμογής των μισθών του προσωπικού της ΕΚΤ.

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην ΕΚΤ το ότι συμμορφώθηκε προς τον κανόνα του συντάκτη, που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3, ως εκ του ότι δεν γνωστοποίησε τα στοιχεία-πηγές στο σύνολο των μελών της επιτροπής προσωπικού.

66      Το επιχείρημα ότι η ΕΚΤ θα έθετε από το 2006 τα στοιχεία-πηγές στη διάθεση του συνόλου των μελών της επιτροπής προσωπικού ταυτοχρόνως με τον υπολογισμό των αριθμητικών στοιχείων της αναπροσαρμογής των μισθών δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, μόνο για τα μεταγενέστερα των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς έτη, οι οργανισμοί αναφοράς δέχθηκαν, κατόπιν σχετικής πρωτοβουλίας της ΕΚΤ, μια ευρύτερη κοινολόγηση των στοιχείων τους.

67      Αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει, αφενός, ότι ο εκπρόσωπος της επιτροπής προσωπικού, καθώς και ένας εκ των αναπληρωτών εκπροσώπων της εν λόγω επιτροπής, είχαν όντως πρόσβαση στα στοιχεία-πηγές. Η επιτροπή προσωπικού, αυτή καθ’ εαυτήν, πρότεινε να παρασχεθεί μια τέτοια πρόσβαση στους δύο αυτούς εκπροσώπους. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από μήνυμα που απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την 1η Ιουνίου 2004 ο αναπληρωτής εκπρόσωπος, ονόματι van der Ark.

68      Επιπλέον, οι εκπρόσωποι είχαν εκλεγεί από την επιτροπή προσωπικού και ενεργούσαν κατά δέουσα εντολή της επιτροπής προσωπικού, αυτής καθ’ εαυτής, και δεν είχαν «επιλεγεί» από τη διοίκηση της ΕΚΤ ως προνομιούχοι συνομιλητές. Τα αποτελέσματα της εκλογής, εντός της επιτροπής προσωπικού, του εκπροσώπου αυτής, ονόματι van de Velde, καθώς και των δύο αναπληρωτών του, ονόματι Van Damme και van der Ark, είχαν γνωστοποιηθεί στη διοίκηση με υπηρεσιακό σημείωμα της 17ης Φεβρουαρίου 2003. Έτσι, οι εκπρόσωποι πρέπει να θεωρηθούν ότι ήσαν οι αντιπρόσωποι που ενεργούσαν κατά δέουσα εντολή της επιτροπής προσωπικού, αυτής καθ’ εαυτής, προς τον σκοπό της διαβούλευσης σχετικά με την αναπροσαρμογή των μισθών για τα έτη 2001, 2002 και 2003.

69      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, μέσω των εκπροσώπων της, η επιτροπή προσωπικού της ΕΚΤ, ως όργανο, έλαβε γνώση των στοιχείων-πηγών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 2000, T-27/00, Επιτροπή Προσωπικού της ΕΚΤ κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-217 και II-987, σκέψη 25).

70      Εξάλλου, η ενημέρωση που παρασχέθηκε στην επιτροπή προσωπικού ήταν, κατ’ ουσίαν, επαρκής κατά το μέτρο που η επιτροπή είχε τη δυνατότητα να ελέγξει, για κάθε οργανισμό αναφοράς, όλα τα σχετικά στοιχεία και να τα συγκρίνει με τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της, τα οποία είχαν συλλεγεί και διαβιβασθεί από τους εκπροσώπους του προσωπικού των οργανισμών αναφοράς.

71      Κατά τα λοιπά, η επιτροπή προσωπικού δεν διατύπωσε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης, καμία επίκριση ούτε επιφύλαξη όσον αφορά τη γνωστοποίηση των στοιχείων-πηγών. Ειδικότερα, το υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2004 δεν περιέχει μνεία για έλλειψη προσβάσεως στα στοιχεία-πηγές.

72      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από την ανεπάρκεια των πληροφοριών που γνωστοποίησε η ΕΚΤ.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσης

73      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν παρέσχε εγκαίρως την αναγκαία πληροφόρηση. Ειδικότερα, οι πληροφορίες που δόθηκαν την Παρασκευή 11 Ιουνίου 2004 και τη Δευτέρα 14 Ιουνίου 2004 παρασχέθηκαν εκπροθέσμως.

74      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το προοίμιο του πρωτοκόλλου συμφωνίας απαιτεί να γνωστοποιείται το ενωρίτερο δυνατό κάθε ενδεδειγμένη πληροφορία. Βεβαίως, οι ενοποιημένοι πίνακες, τους οποίους παρουσίασε ένας εκπρόσωπος της ΕΚΤ στην επιτροπή προσωπικού την Παρασκευή 11 Ιουνίου 2004 και τη Δευτέρα 14 Ιουνίου 2004, δεν γνωστοποιήθηκαν υπό συνθήκες που να καθιστούν δυνατή μια εμπεριστατωμένη ανάλυση όλων των σχετικών στατιστικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, για να ληφθεί απόφαση εκ μέρους της επιτροπής προσωπικού στις 14 Ιουνίου 2004, τελευταία εργάσιμη ημέρα (πριν από τη συνεδρίαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ στις 15 Ιουνίου 2004) που παρείχε τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί ενδεχόμενη «ειδική» αναπροσαρμογή των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003 από 1ης Ιουλίου 2004, ταυτοχρόνως με την κανονική αναπροσαρμογή για το 2004, δεν απέμενε επαρκής χρόνος για να διενεργηθεί ο αναγκαίος έλεγχος ορισμένων στοιχείων ως προς τα οποία εξακολουθούσαν να υφίστανται αποκλίσεις και να διεξαχθεί, ακολούθως, διάλογος με την ΕΚΤ.

75      Ωστόσο, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η επιτροπή προσωπικού, αυτή καθ’ εαυτήν, εξέφρασε γραπτώς, στις 3 Ιουνίου 2004, την επιθυμία η ενδεχόμενη «ειδική» αναπροσαρμογή των μισθών όσον αφορά τα έτη 2001 έως 2003 να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο της κανονικής περιόδου αναπροσαρμογής για το 2004 και, ως εκ τούτου, δέχθηκε, έχοντας πλήρη επίγνωση της καταστάσεως, έναν τέτοιο χρονικό περιορισμό, δεδομένου ότι η ΕΚΤ είχε την υποχρέωση, βάσει του άρθρου 13 των όρων απασχόλησης, να προβεί στην αναπροσαρμογή των μισθών για το 2004 από 1ης Ιουλίου του έτους αυτού, και, αφετέρου, ότι μεγάλο μέρος των σχετικών στοιχείων είχε αποτελέσει το αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ της ΕΚΤ και της επιτροπής προσωπικού μεταξύ Ιανουαρίου 2004 και Ιουνίου 2004 ανάλογα με το κατά πόσον τα εν λόγω στοιχεία ήσαν διαθέσιμα, κατά τη διάρκεια τακτικών και ad hoc συσκέψεων για ζητήματα τεχνικής φύσεως. Ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας που παρασχέθηκε στις 11 Ιουνίου 2004 από την ΕΚΤ δεν συνιστούσε μια πρώτη παρουσίαση, αλλά το αποτέλεσμα συνεχούς εργασίας που εκτέλεσαν από κοινού οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ, και ιδίως ο Kelly, και οι εκπρόσωποι που όρισε η επιτροπή προσωπικού. Αφού έλαβε αυτόν τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα, η επιτροπή προσωπικού συνάντησε, σύμφωνα με το από 14 Ιουνίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμά της, τους εκπροσώπους της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου τα αναθεωρημένα στοιχεία να γίνουν κατανοητά και να αποσαφηνισθούν και συνήγαγε ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται διαφωνίες μόνο σχετικά με μικρό αριθμό αποκλίσεων [τριών αποκλίσεων], που μπορούσαν να ασκήσουν ελάχιστη επιρροή στο τελικό αποτέλεσμα. Για τον λόγο αυτόν, η επιτροπή προσωπικού «πρότεινε» στην ΕΚΤ, με το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα, όπως «η διαφορά της τάξεως του 0,3 % […], η οποία [είχε] ήδη εγκριθεί από τις δύο πλευρές, προστεθεί στο αποτέλεσμα της περιόδου αναπροσαρμογής των μισθών για το 2004 και όπως κάθε υφιστάμενη απόκλιση αντισταθμισθεί το 2005, όταν θα [είχαν] επικυρωθεί τα οριστικά αριθμητικά στοιχεία διά κοινής συμφωνίας».

76      Συνεπώς, η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσης πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράτυπη διεξαγωγή συσκέψεων

77      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες βάλλουν κατά του γεγονότος ότι, εκτός του πλαισίου της επίσημης διαδικασίας την οποία προβλέπει το πρωτόκολλο συμφωνίας, έγιναν «ανεπίσημες» συσκέψεις διαβούλευσης με τους εκπροσώπους της επιτροπής προσωπικού, και όχι με την επιτροπή προσωπικού εν ολομελεία, τούτο δε εν αγνοία αυτής.

78      Ωστόσο, οι εκπρόσωποι ήσαν οι αντιπρόσωποι που ενεργούσαν κατά δέουσα εντολή της επιτροπής προσωπικού, αυτής καθ’ εαυτής, προς τον σκοπό της διαβούλευσης (βλ. σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως).

79      Εξάλλου, συσκέψεις για ζητήματα τεχνικής φύσεως, καθώς και μια απλοποιημένη διαδικασία διαβούλευσης, προβλέπονται από το πρωτόκολλο συμφωνίας. Όσον αφορά τις ad hoc συσκέψεις, το πρωτόκολλο συμφωνίας ουδόλως αποκλείει τη διεξαγωγή τέτοιων συσκέψεων, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 15 αυτού προβλέπει ρητά μια απλοποιημένη διαδικασία διαβούλευσης. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό παρέχει τη δυνατότητα στα μέρη να μειώσουν τον αριθμό των ανταλλαγών απόψεων και να παρεκκλίνουν, επίσης, από τις προβλεπόμενες από το εν λόγω πρωτόκολλο προθεσμίες, συνομολογώντας κατά πρόσφορο τρόπο συντομότερες προθεσμίες, λαμβανομένου υπόψη ότι η τήρηση πρακτικών προβλέπεται, στο πλαίσιο των κανόνων επί θεμάτων προσωπικού της ΕΚΤ, μόνο για τις συσκέψεις στις οποίες μετέχουν οι πρόεδροι.

80      Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ της επιτροπής προσωπικού, της οποίας η θητεία κάλυπτε τα έτη 2002 έως 2004, και της ΕΚΤ στηρίζονταν σε υψηλό βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σε ανοικτή επικοινωνία, πράγμα που μπορούσε να δικαιολογήσει τον σχετικώς ανεπίσημο χαρακτήρα ορισμένων συσκέψεων.

81      Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι η «ειδική» διαδικασία διαβούλευσης που ακολουθήθηκε για την αναπροσαρμογή των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003 είχε συμφωνηθεί μεταξύ της ΕΚΤ και της επιτροπής προσωπικού ιδίως κατόπιν της επιθυμίας που εξέφρασε η δεύτερη με το από 3 Ιουνίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμά της. Η επιτροπή προσωπικού ετηρείτο ενήμερη για τα αποτελέσματα των συσκέψεων μεταξύ των εκπροσώπων της και των εκπροσώπων της ΕΚΤ, όπως μαρτυρούν τα εσωτερικά υπηρεσιακά σημειώματα και τα μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της επιτροπής προσωπικού που έχουν επισυναφθεί στα δικόγραφα των διαδίκων. Επιπλέον, πρέπει να γίνει αναφορά στο υπηρεσιακό σημείωμα της επιτροπής προσωπικού της 14ης Ιουνίου 2004, το οποίο, αναφερόμενο σε στοιχεία της διαδικασίας χωρίς να διατυπώσει καμία επίκριση επ’ αυτού και συνάγοντας, κατ’ αρχήν, ότι θα πρέπει να περατωθεί η διαδικασία διαβούλευσης (πλην των τριών προς επίλυση σημείων, βλ. σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως), πρέπει να ερμηνευθεί ως εμπεριέχον έγκριση περί της ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας διαβούλευσης που ακολουθήθηκε εν προκειμένω.

82      Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από παράτυπη διεξαγωγή συσκέψεων πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την ανεπάρκεια των απαντήσεων που δόθηκαν στις ερωτήσεις της επιτροπής προσωπικού

83      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν απάντησε επισήμως και εγγράφως στο από 25 Μαρτίου 2004 έγγραφο της επιτροπής προσωπικού.

84      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι τα ζητήματα που έθεσε η επιτροπή προσωπικού με το από 25 Μαρτίου 2004 έγγραφό της εξετάσθηκαν κατά τη διάρκεια των συσκέψεων διαβούλευσης που διεξήχθησαν μεταξύ Απριλίου 2004 και Ιουνίου 2004. Επομένως, η προβληθείσα αιτίαση δεν στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από καταχρηστική επίκληση περιστάσεως επείγοντος

85      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσήψαν στην ΕΚΤ ότι επέβαλε στην επιτροπή προσωπικού μια κατάσταση επείγοντος και ότι έθεσε την επιτροπή προσωπικού προ τετελεσμένου γεγονότος.

86      Ανεξάρτητα από το ζήτημα του παραδεκτού της, η αιτίαση αυτή, η οποία συγχέεται ευρέως με την αιτίαση που αντλείται από έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσης (βλ. σκέψεις 73 έως 76 της παρούσας αποφάσεως), είναι αδικαιολόγητη, κατά το μέτρο που η επιτροπή προσωπικού, αυτή καθ’ εαυτήν, είχε ζητήσει από την ΕΚΤ στις 3 Ιουνίου 2004, λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, η οποία είχε κληθεί να αποφανθεί επί της υποχρεωτικής ετήσιας αναπροσαρμογής για το 2004, να ενσωματώσει στην αναπροσαρμογή αυτή τα αποτελέσματα της «ειδικής» διαβούλευσης σχετικά με τα έτη 2001 έως 2003. Πάντως, με το από 14 Ιουνίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμά της, η επιτροπή προσωπικού αναφέρει ότι ήταν όντως εν γνώσει του χρονοδιαγράμματος που είχε προβλεφθεί για την επικύρωση της αναπροσαρμογής των μισθών για το 2004 από την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ.

87      Κατά τα λοιπά, στις αιτιάσεις αυτές πρέπει να αντιπαρατεθούν όσα εκτίθενται στις σκέψεις 74 έως 76 της παρούσας αποφάσεως.

88      Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από καταχρηστική επίκληση περιστάσεως επείγοντος πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από το ότι η διαδικασία διαβούλευσης δεν είχε περατωθεί κατά το χρονικό σημείο της διαβίβασης των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του Ιουλίου του 2004

89      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν περάτωσε τη διαδικασία διαβούλευσης σχετικά με τα έτη 2001 έως 2003 προτού λάβει την απόφαση περί αναπροσαρμογής των μισθών όσον αφορά την περίοδο αυτή.

90      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, με υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2004, η επιτροπή προσωπικού πρότεινε εμμέσως στη διεύθυνση της ΕΚΤ να προβεί σε περάτωση της διαδικασίας διαβούλευσης, υπό την επιφύλαξη της εξέτασης τριών ειδικών ζητημάτων τα οποία δεν είχαν ακόμη επιλυθεί και τα οποία αφορούσαν τα προερχόμενα από την Banque nationale de Belgique, την Deutsche Bundesbank και την Επιτροπή στοιχεία, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω εξέταση έπρεπε να μετατεθεί προκειμένου το αποτέλεσμα αυτής να ενσωματωθεί στη διαδικασία διαβούλευσης του επόμενου έτους (2005).

91      Συγκεκριμένα, με το ίδιο υπηρεσιακό σημείωμα, η επιτροπή προσωπικού «πρότεινε» να προστεθεί στα αποτελέσματα της κανονικής περιόδου αναπροσαρμογής των μισθών για το 2004 «η διαφορά της τάξεως του 0,3 % […], η οποία [είχε] ήδη εγκριθεί από τις δύο πλευρές» στο πλαίσιο της «ειδικής» διαβούλευσης όσον αφορά τα έτη 2001 έως 2003 και ταυτοχρόνως να μετατεθεί η εξέταση τριών ζητημάτων –τα οποία μνημονεύονταν ειδικώς– στην περίοδο αναπροσαρμογής των μισθών του έτους 2005. Έστω και αν τα ζητήματα αυτά δεν είχαν ακόμη επιλυθεί κατά το χρονικό σημείο περάτωσης της διαβούλευσης, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι τα εν λόγω ζητήματα αποκλείσθηκαν από την αφορώσα τα έτη 2001 έως 2003 διαβούλευση και ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά την επιτροπή προσωπικού, αυτά μπορούσαν απλώς και μόνο να έχουν ελάχιστη επίπτωση επί του τελικού αποτελέσματος της αναπροσαρμογής των μισθών των ετών 2001 έως 2003.

92      Επιπλέον, η εκτίμηση ότι το από 14 Ιουνίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμα της επιτροπής προσωπικού αναφερόταν σε συνεννόηση μεταξύ της εν λόγω επιτροπής και της ΕΚΤ ως προς το ότι ήσαν σε θέση να οριστικοποιήσουν τα αποτελέσματα της «ειδικής» διαβούλευσης («η διαφορά της τάξεως του 0,3 % […], η οποία [είχε] ήδη εγκριθεί από τις δύο πλευρές»), τιθεμένων κατά μέρος των τριών ζητημάτων τα οποία δεν είχαν επιλυθεί, τα οποία πλην όμως μπορούσαν να ασκήσουν ελάχιστη επιρροή στο αποτέλεσμα αυτό, επιβεβαιώνεται ρητά από ορισμένα μέλη της προηγούμενης επιτροπής προσωπικού, όπως προκύπτει από τη δήλωση πέντε εκ των μελών αυτών, της 13ης Ιουνίου 2005. Επιπλέον, η συνεννόηση αυτή επιβεβαιώνεται από εσωτερικά έγγραφα της επιτροπής προσωπικού, τα οποία προσκόμισαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες.

93      Σύμφωνα με το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου συμφωνίας, η επιτροπή προσωπικού εδικαιούτο να συμφωνήσει για τη θέσπιση απλοποιημένης διαβούλευσης, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού σημείου περάτωσής της (βλ. σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως).

94      Όσον αφορά τον ρόλο του εκπροσώπου της επιτροπής προσωπικού, ονόματι van de Velde, και του αναπληρωτή εκπροσώπου της εν λόγω επιτροπής, ονόματι van der Ark, οι οποίοι υπέγραψαν αμφότεροι το υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2004, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η επιτροπή προσωπικού εκπροσωπήθηκε νομοτύπως από τους εκπροσώπους της προκειμένου να διαβιβασθεί, εξ ονόματός της, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα στην ΕΚΤ (βλ. σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως). Επιπλέον, τα πρακτικά της συνεδριάσεως της επιτροπής προσωπικού της 14ης Ιουνίου 2004, τα οποία προσκόμισαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, επιβεβαιώνουν ότι το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα αντανακλά τη θέση που έλαβε η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής.

95      Στις 15 Ιουνίου 2004, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ενέκρινε την πρόταση του προέδρου της, η οποία προέβλεπε αύξηση της τάξεως του 0,3 % στο πλαίσιο της ειδικής αναπροσαρμογής των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003 και η οποία προέκυψε από τη διαδικασία διαβούλευσης.

96      Συνεπώς, η επιτροπή προσωπικού συμφώνησε για την περάτωση της διαδικασίας διαβούλευσης και ως προς την αρχή της μισθολογικής αυξήσεως της τάξεως του 0,3 % για τα έτη 2001 έως 2003, η οποία έπρεπε να καταβληθεί από τον Ιούλιο του 2004.

97      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα των προσφευγόντων-εναγόντων που αντλείται από την επιστολή της νέας επιτροπής προσωπικού της 25ης Ιουνίου 2004. Συγκεκριμένα, η επιστολή αυτή ερμηνεύεται ως μονομερής απόπειρα, εκ μέρους της εν λόγω επιτροπής, να κινηθεί εκ νέου η διαβούλευση που είχε περατωθεί. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν δέχθηκε το αίτημα της νέας επιτροπής προσωπικού να μεταβάλει τη θέση που είχε διατυπώσει η προηγούμενη επιτροπή προσωπικού ως προς την περάτωση της διαβούλευσης. Έτσι, την 1η Ιουλίου 2004, το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση του Προέδρου της ΕΚΤ, η οποία είχε εγκριθεί από την εκτελεστική επιτροπή στις 15 Ιουνίου 2004 και η οποία στηριζόταν στο αποτέλεσμα της διαβούλευσης, όπως αυτό προκύπτει από το υπηρεσιακό σημείωμα της επιτροπής προσωπικού της 14ης Ιουνίου 2004.

98      Συναφώς, η γραπτή απάντηση της ΕΚΤ προς την επιτροπή προσωπικού, της 7ης Ιουλίου 2004, η οποία ανέφερε ότι «η διοίκηση εξακολουθεί να θεωρεί ότι αυτή η ανταλλαγή απόψεων δεν έχει περατωθεί» και ότι «οποιαδήποτε απόκλιση, που εξακολουθεί να υφίσταται, θα αντισταθμισθεί κατά την επόμενη περίοδο αναπροσαρμογής των μισθών», δεν συνιστά επιβεβαίωση του ότι, κατά την ΕΚΤ, η διαβούλευση ενόψει της αναπροσαρμογής των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003 εξακολουθούσε να είναι ανοικτή, παρά την εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου έγκριση περί της επικυρώσεως της αυξήσεως των μισθών κατά 0,3 % ως προς την οποία αμφότερα τα μέρη είχαν συμφωνήσει. Στο πλαίσιο της ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της επιτροπής προσωπικού και της ΕΚΤ ως προς το θέμα της «ειδικής» αναπροσαρμογής για τα έτη 2001 έως 2003, η απάντηση αυτή πρέπει να νοηθεί ως παραπομπή στα τρία ήσσονος σημασίας ζητήματα, σχετικά με τα οποία η προηγούμενη επιτροπή προσωπικού επιφυλάχθηκε ειδικώς, με την από 14 Ιουνίου 2004 επιστολή της, ως προς το ότι αυτά πρόκειται να εξετασθούν στο πλαίσιο της επόμενης περιόδου ετήσιας αναπροσαρμογής, ήτοι το 2005.

99      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, θεωρείται ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προς στήριξη των αιτιάσεών τους δεν παρέχουν τη δυνατότητα, έστω και αν ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι παραβιάσθηκαν οι απαιτήσεις που είναι σύμφυτες με τη διαδικασία διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού πριν από την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θεσπίσθηκε η αναπροσαρμογή των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003. Επομένως, και χωρίς να χρειάζεται απόφανση επί του ζητήματος του παραδεκτού του, ο πρώτος ισχυρισμός, εξετασθείς ως προς τα διάφορα σκέλη του, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από παράβαση των μεθόδων υπολογισμού, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Με τον ισχυρισμό αυτόν, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες επικρίνουν, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε προδήλως εσφαλμένα στοιχεία και παρέβη, ως εκ τούτου, τις μεθόδους υπολογισμού και την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως προς την αναπροσαρμογή των μισθών όσον αφορά την περίοδο των ετών 2001 έως 2003.

101    Συγκεκριμένα, κατά τους προσφεύγοντες-ενάγοντες, οι πίνακες τους οποίους κατάρτισε η ΕΚΤ στις αρχές της διαδικασίας διαβούλευσης, ήτοι στις 9 Ιανουαρίου 2004, βαρύνονται από πρόδηλες πλάνες και αφήνουν να διαφανεί η ύπαρξη εσφαλμένης εφαρμογής της μεθόδου υπολογισμού. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το ευεργέτημα της μειώσεως του χρόνου εργασίας, που χορηγήθηκε στο προσωπικό της Banque de France, ελήφθη υπόψη μόλις από το 2002 συνιστά πρόδηλη πλάνη καθόσον το προσωπικό της Banque de France επωφελήθηκε, από τον Φεβρουάριο του 2001, των θετικών συνεπειών του νόμου 2000-37 της 19ης Ιανουαρίου 2000, περί μειώσεως, κατόπιν διαπραγματεύσεων, του χρόνου εργασίας (στο εξής: νόμος περί μειώσεως του χρόνου εργασίας). Το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία σχετικά με την ειδική αύξηση που χορήγησε η Deutsche Bundesbank στους υπαλλήλους που εργάζονται στην πρώην Ανατολική Γερμανία συνιστά, επίσης, πρόδηλη πλάνη.

102    Η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι εξαρτάται πλήρως από τους οργανισμούς αναφοράς όσον αφορά τη λυσιτέλεια και την ακρίβεια των στοιχείων-πηγών που πρέπει να ληφθούν υπόψη και όσον αφορά την ταχύτητα συλλογής και διαβίβασής τους. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα στοιχεία-πηγές περιορίζονται σε μία μόνο παράμετρο, αλλά καλύπτουν μια πληθώρα παραγόντων, όπως είναι ο αριθμός των υπαλλήλων, η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας, ο αριθμός των ημερών αργίας, το καθεστώς των υπαλλήλων (δημόσια υπηρεσία ή ιδιωτικός τομέας), κ.λπ. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ΕΚΤ μπορούσε μόνο να στηριχθεί στην ακρίβεια και στη λυσιτέλεια των στοιχείων που της διαβιβάσθηκαν. Μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης, η ΕΚΤ θα είχε την υποχρέωση να επικοινωνήσει με τον οργανισμό αναφοράς από τον οποίο προέρχονται τα εσφαλμένα στοιχεία, προκειμένου να επαληθεύσει την ακρίβεια των στοιχείων αυτών. Πάντως, εν προκειμένω, δεν υφίστατο καμία πρόδηλη πλάνη μεταξύ των στοιχείων-πηγών τα οποία κοινοποίησαν οι οργανισμοί αναφοράς.

103    Η ΕΚΤ δέχεται ότι το ζήτημα της συνεκτιμήσεως της χορηγηθείσας στο προσωπικό της Banque de France μειώσεως του χρόνου εργασίας τέθηκε με το από 25 Μαρτίου 2004 έγγραφο της επιτροπής προσωπικού, αλλά υποστηρίζει ότι το ζήτημα αυτό είχε επιλυθεί κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης προς ικανοποίηση της επιτροπής προσωπικού, δεδομένου ότι η «συμφωνία της 14ης Ιουνίου 2004» δεν αναφέρει πλέον το εν λόγω ζήτημα. Όσον αφορά την Deutsche Bundesbank, η ΕΚΤ διερωτάται ως προς το παραδεκτό της αιτιάσεως που αφορά αυτήν την προβαλλομένη πρόδηλη πλάνη, υπό το πρίσμα των κανόνων τους οποίους θέτει το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, καθώς και ως προς τη βασιμότητα της αιτιάσεως αυτής, αναφερόμενη στη «συμφωνία της 14ης Ιουνίου 2004» που προβλέπει τη διεξαγωγή μεταγενέστερης συζήτησης όσον αφορά τα στοιχεία αυτά. Τέλος, η ΕΚΤ δεν θεωρεί ότι το στοιχείο αυτό έχει επίπτωση επί της αναπροσαρμογής των μισθών των ετών 2001 έως 2003.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

104    Έστω και αν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προβάλλουν, προς στήριξη του δευτέρου ισχυρισμού τους, «παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως», η επιχειρηματολογία τους σχετίζεται αποκλειστικώς με την εσωτερική νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων και όχι με την τυπική νομιμότητά τους.

105    Συγκεκριμένα, με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής τους, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες βάλλουν μόνον κατά της υπάρξεως «πρόδηλης πλάνης» που είχε ως συνέπεια την παράβαση της μεθόδου υπολογισμού, τούτο δε από δύο απόψεις:

–        αφενός, η ΕΚΤ δεν έλαβε ορθώς υπόψη τις επιπτώσεις, από μισθολογικής απόψεως, της μειώσεως του χρόνου εργασίας των υπαλλήλων της Banque de France επί των μεθόδων υπολογισμού,

–        αφετέρου, η ΕΚΤ παρέλειψε να μετακυλίσει επί των μισθών των μελών του προσωπικού της τα αποτελέσματα μιας ειδικής αυξήσεως που χορηγήθηκε στους υπαλλήλους της Deutsche Bundesbank που εργάζονται στην πρώην Ανατολική Γερμανία.

106    Για να δοθεί απάντηση στις δύο αυτές αιτιάσεις, που είναι οι μόνες τις οποίες προέβαλαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, πρέπει να εξετασθεί αν η ΕΚΤ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι στηρίχθηκε, προς τον σκοπό της καταρτίσεως των απαιτούμενων πινάκων για τον προσδιορισμό της μέσης εξέλιξης των ονομαστικών μισθών όπως αυτή προβλέπεται από τη μέθοδο υπολογισμού, στα προαναφερθέντα στοιχεία-πηγές που προέρχονται από την Banque de France και από την Deutsche Bundesbank.

107    Όσον αφορά την Banque de France, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες δεν παρέχουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η ΕΚΤ όφειλε να συναγάγει τις συνέπειες από την εφαρμογή του νόμου περί μειώσεως του χρόνου εργασίας σε όλο το προσωπικό της τράπεζας αυτής από το 2001. Αντιθέτως, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσκομίζουν τρία έγγραφα που τιτλοφορούνται «επεξηγηματικές σημειώσεις για την εφαρμογή», προέρχονται από την εν λόγω τράπεζα και αφορούν μια «συμφωνία εργασιακών σχέσεων ως προς τη διάρκεια, την οργάνωση και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας των στελεχών», της 13ης Φεβρουαρίου 2001, της 6ης Απριλίου 2001 και της 6ης Ιουνίου 2001, τα οποία αφορούν μόνον αυτήν την κατηγορία προσωπικού. Οι πληροφορίες που περιέχονται στις εν λόγω επεξηγηματικές σημειώσεις συμπίπτουν με εκείνες τις οποίες γνωστοποίησε η Banque de France, κατά το μέτρο που η τελευταία είχε ενημερώσει την ΕΚΤ ότι αυτή η κατηγορία προσωπικού αντιπροσώπευε μόνο 1 000 έως 1 100 άτομα, ενώ η συμφωνία εργασιακών σχέσεων, η οποία ίσχυε για όλο το προσωπικό (περίπου 15 000 άτομα), άρχισε να ισχύει μόλις την 1η Ιανουαρίου 2002. Πάντως, σύμφωνα με τις προσομοιώσεις στις οποίες προέβη η ΕΚΤ παρουσία των εκπροσώπων της επιτροπής προσωπικού, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά από τους προσφεύγοντες-ενάγοντες, οι αυξήσεις των μισθών των στελεχών της Banque de France, που προέκυψαν από την εφαρμογή του νόμου περί μειώσεως του χρόνου εργασίας, δεν είχαν, εν τέλει, σημαντικό θετικό αντίκτυπο στο τελικό αποτέλεσμα της αναπροσαρμογής των μισθών του προσωπικού της ΕΚΤ για το έτος 2001.

108    Όσον αφορά την περίπτωση της Deutsche Bundesbank, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο στοιχείων. Πρώτον, ως προς την ειδική αύξηση που χορηγήθηκε στους υπαλλήλους της που εργάζονται στην πρώην Ανατολική Γερμανία, η εν λόγω τράπεζα είχε ενημερώσει την ΕΚΤ ότι η αρχικώς διατυπωθείσα από την επιτροπή προσωπικού άποψη σχετικά με τα αποτελέσματα αυτής της ειδικής αυξήσεως ήταν εσφαλμένη. Πάντως, η επιτροπή προσωπικού δέχθηκε, εν συνεχεία, την εξήγηση αυτή και, κατά συνέπεια, δεν συμπεριέλαβε, με την από 14 Ιουνίου 2004 επιστολή της, το σχετικό με τους μισθούς των υπαλλήλων της Deutsche Bundesbank που εργάζονται στην πρώην Ανατολική Γερμανία ζήτημα μεταξύ των εναπομεινάντων ζητημάτων προς επίλυση. Επομένως, το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης, πριν από την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας στις 14 Ιουνίου 2004. Δεύτερον, η επιφύλαξη όσον αφορά την Deutsche Bundesbank, που έγινε λόγος στο από 14 Ιουνίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμα της επιτροπής προσωπικού ως ένα από τα τρία εναπομείναντα ζητήματα προς επίλυση, αναφερόταν σε ένα άλλο ζήτημα, ήτοι σε εκείνο του ποσοστού γενικής μισθολογικής αυξήσεως για τα έτη 2001 και 2002. Η επιφύλαξη αυτή αποτέλεσε αντικείμενο αναλύσεως τον Σεπτέμβριο του 2004 και, ως εκ τούτου, ήρθη στο πλαίσιο της περιόδου αναπροσαρμογής των μισθών του 2005, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ της επιτροπής προσωπικού και της ΕΚΤ.

109    Ως εκ περισσού, καίτοι, στις 14 Ιουνίου 2004, τα δύο μετέχοντα στις διαπραγματεύσεις μέρη, κατόπιν εξακριβώσεως των προερχομένων από την Banque de France και από την Deutsche Bundesbank στοιχείων, συμφώνησαν ως προς το ότι η σχεδιαζόμενη αναπροσαρμογή των μισθών ορθώς ελάμβανε υπόψη τα ζητήματα αυτά, είναι δύσκολο να εντοπισθεί η πρόδηλη πλάνη στην οποία υπέπεσε η ΕΚΤ επ’ αυτού, υπό το πρίσμα της αοριστίας των αιτιάσεων που προέβαλαν, ως προς το σημείο αυτό, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες και της ανεπάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών.

110    Συνεπώς, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες δεν απέδειξαν ούτε την ύπαρξη παραβάσεως της μεθόδου υπολογισμού ούτε την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης στην οποία υπέπεσε η ΕΚΤ κατά την εξέταση των προερχομένων από την Banque de France και από την Deutsche Bundesbank στοιχείων-πηγών.

111    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος ισχυρισμός πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αναδρομικής ισχύος των διορθώσεων που πρέπει να επέλθουν στη γενική αναπροσαρμογή των μισθών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

112    Ο τρίτος ισχυρισμός περιλαμβάνει τρία σκέλη που αντλούνται από παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, από μη τήρηση των αρχών των μεθόδων υπολογισμού και από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Με τα τρία αυτά σκέλη του ισχυρισμού, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες επικρίνουν, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν εφάρμοσε τη μέθοδο υπολογισμού αναδρομικώς, ενώ μια τέτοια αναδρομικότητα ήταν επιβεβλημένη.

113    Για να εξηγηθεί σε ποια βάση στηρίζεται η αναδρομικότητα της αυξήσεως των μισθών, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες επικαλούνται, κυρίως, την αρχή της νομιμότητας που υπαγορεύει, κατά τη γνώμη τους, στη διοικητική αρχή να καθορίζει τη δράση της και τις αποφάσεις της σύμφωνα με το εφαρμοστέο σ’ αυτή δίκαιο και να αποκαθιστά το δίκαιο όταν αυτό έχει παραβιασθεί. Προκειμένου περί εσφαλμένων στοιχείων, εναπόκειται στην εν λόγω αρχή να αποκαθιστά το δίκαιο ab initio, δηλαδή με αναδρομική ισχύ.

114    Συναφώς, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες επισημαίνουν ότι οι οργανισμοί αναφοράς προβαίνουν σε αναδρομικές διορθώσεις εφόσον χρειάζεται. Έτσι, αναφέρουν το παράδειγμα του κοινοτικού νομοθέτη, που εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2148/2003 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2003, που διορθώνει από 1ης Ιουλίου 2002 τις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και το παράδειγμα των υπαλλήλων της Banca d’Italia, οι οποίοι έλαβαν συμπληρωματική αύξηση των μισθών τους για την περίοδο 2002‑2003, κατόπιν αποφάσεως που ελήφθη τον Οκτώβριο του 2004. Η ΕΚΤ θα έπρεπε να εφαρμόσει την ίδια αρχή και να αναγνωρίσει αναδρομική ισχύ στις αποφάσεις της περί διορθώσεως.

115    Εξάλλου, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν τήρησε τη δέσμευση που ανέλαβε με το από 16 Δεκεμβρίου 2003 υπόμνημά της, το οποίο απηύθυνε προς το σύνολο των μελών του προσωπικού της. Η δέσμευση αυτή θα πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα άλλων δηλώσεων της ΕΚΤ, και ιδίως εκείνων που περιέχει σε υπηρεσιακό σημείωμα της «7ης Ιουλίου 1999» (οι προσφεύγοντες-ενάγοντες αναφέρονται, στην πραγματικότητα, στο υπηρεσιακό σημείωμα της 7ης Μαΐου 1999), που αναφέρει ότι ο σκοπός της μεθόδου υπολογισμού συνίσταται στο να παρασχεθεί στην ΕΚΤ η δυνατότητα να παραμείνει ευθυγραμμισμένη στο επίπεδο των αποδοχών τις οποίες καταβάλλουν στο προσωπικό τους οι κύριες πηγές για την πρόσληψη υπαλλήλων στην ΕΚΤ, ήτοι οι οργανισμοί αναφοράς.

116    Η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι οι επίδικες μισθολογικές αυξήσεις προκύπτουν από μια απλή «εθελουσία δέσμευση» εκ μέρους της, τον χαρακτηρισμό δε αυτόν δέχονται οι προσφεύγοντες-ενάγοντες. Κατά συνέπεια, η υλοποίηση μιας τέτοιας δεσμεύσεως δεν μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νομικών υποχρεώσεων. Η ΕΚΤ αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο, με τη διάταξη της 3ης Μαρτίου 1999, C‑315/97 P, Echauz Brigaldi κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑1287, σκέψη 11), επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 1997, T‑156/95, Echauz Brigaldi κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑171 και II‑509), με την οποία το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι ένα πλεονέκτημα που χορηγείται από θεσμικό όργανο στους υπαλλήλους του, χαριστικώς και όχι βάσει νομικής υποχρεώσεως απορρέουσας από τον ΚΥΚ, δεν υποχρεώνει ένα άλλο θεσμικό όργανο να επιφυλάξει την ίδια μεταχείριση στους δικούς του υπαλλήλους. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

117    Επιπλέον, η ΕΚΤ αμφισβητεί το ότι δημιουργήθηκε στους προσφεύγοντες-ενάγοντες οποιαδήποτε «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη», δεδομένου ότι η διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού δεν σημαίνει ότι η γνώμη της έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι η μισθολογική αύξηση, της οποίας η χορήγηση αποφασίσθηκε τον Ιούλιο του 2004, αποτελεί εκούσια πράξη, η οποία δεν δύναται, ως εκ τούτου, να δημιουργήσει την υποχρέωση να δοθεί αναδρομική ισχύς στη μισθολογική αναπροσαρμογή που απορρέει από τη διαβούλευση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

118    Με τον ισχυρισμό αυτόν, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες επιδιώκουν να αναγνωρισθεί ότι κακώς η ΕΚΤ δεν αύξησε τους μισθούς τους των ετών 2001 έως 2003, τα οποία αφορούσε, πάντως, αναδρομικώς, η διαβούλευση της οποίας η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν του υπομνήματος της 16ης Δεκεμβρίου 2003.

119    Συναφώς, πρέπει να εξετασθούν από κοινού τα τρία σκέλη του τρίτου ισχυρισμού, καθόσον αυτά αλληλοσυνδέονται και καθόσον οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προέβαλαν ενιαία επιχειρηματολογία προς στήριξή τους.

120    Κατά συνέπεια, πρέπει να προσδιορισθεί αν η διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού που άρχισε κατόπιν του υπομνήματος της 16ης Δεκεμβρίου 2003 και η οποία ακολουθήθηκε από την εφαρμογή, επί των αποτελεσμάτων της διαβούλευσης αυτής, της ισχύουσας κατά τα έτη 2001 έως 2003 μεθόδου υπολογισμού έπρεπε, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, να έχει ως συνέπεια την αναδρομική καταβολή, για καθένα από τα σχετικά έτη, της μισθολογικής αυξήσεως που προέκυπτε από τη διαβούλευση.

121    Πρέπει ευθύς εξ αρχής να υπογραμμιστεί ότι, προκειμένου να εκτελεσθεί η προαναφερθείσα απόφαση Cerafogli και Poloni κατά ΕΚΤ, με την οποία κρίθηκε παράνομη η διαδικασία αναπροσαρμογής των μισθών του προσωπικού της ΕΚΤ για το 2001, η ΕΚΤ ήταν υποχρεωμένη, προκειμένου να άρει το ελάττωμα που αποδοκιμάσθηκε από το Πρωτοδικείο, να προβεί σε διαβουλεύσεις με την επιτροπή προσωπικού κατά τακτικό και προσήκοντα τρόπο όσον αφορά την αναπροσαρμογή των μισθών για το ίδιο έτος. Ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορά μόνον την περίπτωση της Μ. Cerafogli και του P. Poloni, ήταν, κατ’ ανάγκην, μέτρο γενικού χαρακτήρα.

122    Πρέπει να προστεθεί ότι η ΕΚΤ επεξέτεινε τη διαβούλευση αυτή ώστε να καταλάβει και τα έτη 2002 και 2003, κατόπιν της δέσμευσης που ανέλαβε έναντι του συνόλου του προσωπικού, με το από 16 Δεκεμβρίου 2003 υπόμνημά της που τιτλοφορείται «Απόφαση του Πρωτοδικείου αφορώσα τη μισθολογική αναπροσαρμογή του 2001». Όπως δέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε με τα δικόγραφά της, η δέσμευση αυτή συνεπαγόταν την υποχρέωση να εφαρμοσθεί η ισχύουσα μέθοδος υπολογισμού επί του αποτελέσματος της κατά τα ανωτέρω επεκταθείσας διαβούλευσης.

123    Ωστόσο, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τις χρηματικές συνέπειες της διαβούλευσης αυτής και της υποχρέωσης να εφαρμοσθεί η μέθοδος υπολογισμού επί του αποτελέσματος της εν λόγω διαβούλευσης. Συγκεκριμένα, ενώ οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, προκειμένου η ΕΚΤ να συμμορφωθεί προς την προαναφερθείσα απόφαση Cerafogli και Poloni κατά ΕΚΤ, όφειλε να επεκτείνει το πλεονέκτημα των ενδεχόμενων μισθολογικών αυξήσεων, που απορρέουν από τη διαβούλευση, ώστε να απολαύει του πλεονεκτήματος αυτού το σύνολο του προσωπικού, η ΕΚΤ αμφισβητεί ότι η εν λόγω απόφαση έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

124    Εν προκειμένω, παρέλκει η απόφαση επί του ζητήματος αν, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, εναπέκειτο στην ΕΚΤ να επεκτείνει το πλεονέκτημα των απορρεουσών από τη διαβούλευση μισθολογικών αυξήσεων, και για τον προ της εκδόσεως της αποφάσεως χρόνο, ώστε να τύχει του πλεονεκτήματος αυτού το σύνολο του προσωπικού της ΕΚΤ, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της φύσεως της παρατυπίας που αποδοκιμάσθηκε. Αρκεί η διαπίστωση ότι η ίδια η ΕΚΤ εκτίμησε ότι όφειλε να θέσει εντός δεσμευτικού πλαισίου, εφαρμοστέου επί του συνόλου του προσωπικού, και όχι μόνο στην M. Cerafogli και στον P. Poloni, και αφορώντος τα επίμαχα τρία έτη, τόσο τη διαβούλευση, που αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο της διαδικασίας αναπροσαρμογής των μισθών, όσο και τα επόμενα της διαδικασίας αυτής στάδια, συμπεριλαμβανομένου του τελικού σταδίου που συνίσταται στην αναπροσαρμογή του μισθού κάθε μέλους του προσωπικού.

125    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόσθηκε η μέθοδος υπολογισμού της αναπροσαρμογής των μισθών για το σύνολο των ετών 2001 έως 2003.

126    Πρέπει να υπομνηστούν, πρώτον, τα κύρια στοιχεία της μεθόδου υπολογισμού, καθώς και οι αποκλίσεις μεταξύ, αφενός, των GSA 1999/2001 και, αφετέρου, των GSA 2002/2004 (βλ. σκέψεις 13 έως 17 της παρούσας αποφάσεως).

127    Κατ’ ουσίαν, η μέθοδος υπολογισμού συνίστατο στη χρήση, με βάση την επίδειξη εμπιστοσύνης, των στοιχείων-πηγών που είχαν γνωστοποιήσει οι οργανισμοί αναφοράς, χωρίς η ΕΚΤ να είναι σε θέση να ελέγξει τα εν λόγω στοιχεία κατά εμπεριστατωμένο τρόπο.

128    Επιπλέον, οι GSA 1999/2001 δεν προέβλεπαν καμία δυνατότητα διορθώσεως των αποτελεσμάτων της μεθόδου υπολογισμού και, ναι μεν οι GSA 2002/2004 προέβλεπαν τη δυνατότητα τέτοιων διορθώσεων, πλην όμως η δυνατότητα αυτή ήταν περιορισμένη κατά δύο τρόπους. Αφενός, οι εν λόγω GSA παρείχαν τη δυνατότητα διορθώσεων μόνον ελλείψει στοιχείων κατά την κανονική ημερομηνία αναπροσαρμογής των μισθών, ήτοι διορθώσεων διενεργουμένων κατ’ εφαρμογήν στοιχείων τα οποία είχαν γνωστοποιήσει με καθυστέρηση οι οργανισμοί αναφοράς, και όχι διορθώσεων λόγω μεταγενέστερης αποκάλυψης σφαλμάτων εντός των στοιχείων-πηγών τα οποία γνωστοποιήθηκαν και ελήφθησαν υπόψη για την αναπροσαρμογή. Αφετέρου, οι κατ’ αυτόν τον τρόπο πραγματοποιηθείσες διορθώσεις δεν ήσαν αναδρομικές. Κατά συνέπεια, μόνον οι διορθώσεις που απορρέουν από στοιχεία τα οποία αρχικώς δεν διετίθεντο, πλην όμως κατέστησαν διαθέσιμα μεταξύ της τελευταίας αναπροσαρμογής και της αναπροσαρμογής του επόμενου έτους, θα λαμβάνονταν υπόψη κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία· έτσι, η πρώτη εφαρμογή αυτής της δυνατότητας διορθώσεως έλαβε χώρα μόλις την 1η Ιουλίου 2003, τούτο δεν προκειμένου περί στοιχείων αναφερομένων στο 2002 τα οποία, δεδομένου ότι γνωστοποιήθηκαν εκπροθέσμως, δεν ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό της αναπροσαρμογής που αποφασίσθηκε την 1η Ιουλίου 2002.

129    Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θα ήταν τεχνητό το να διεξαχθεί νέα διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, στηριζόμενη στα στοιχεία που ήσαν διαθέσιμα κατά το χρονικό σημείο της αρχικής διαβουλεύσεως και παρακάμπτοντας τα στοιχεία που κατέστησαν διαθέσιμα ακολούθως, ήτοι τα διορθωμένα στοιχεία.

130    Όσον αφορά, επίσης, το 2002, πρέπει να ληφθεί υπόψη η δυσκολία εφαρμογής, βάσει των στοιχείων που αφορούν το έτος αυτό και ελήφθησαν το 2004, μείωσης μισθού κατά 0,4 % που προκύπτει από τον υπολογισμό που πραγματοποιήθηκε με βάση τα διορθωμένα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στους πίνακες που κατάρτισε η ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης.

131    Επιπλέον, έστω και αν υποτεθεί ότι οι πράξεις αυτές ήσαν δυνατές, το σύστημα εκδόσεως των εκκαθαριστικών σημειωμάτων της ΕΚΤ δεν ήταν, κατ’ αυτήν, ικανό προς πραγματοποίηση αναδρομικώς νέου υπολογισμού των μισθών από το 2001, γεγονός το οποίο αναγνώρισε, επίσης, η επιτροπή προσωπικού με το από 4 Αυγούστου 2004 υπηρεσιακό σημείωμά της.

132    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν η εκτέλεση της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως εμφανίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες, το οικείο θεσμικό όργανο δύναται να λάβει κάθε απόφαση που μπορεί να αντισταθμίσει δικαίως το μειονέκτημα που προέκυψε για τους ενδιαφερομένους από την ακυρωθείσα απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, η διοίκηση μπορεί να διεξαγάγει διάλογο με τους ενδιαφερομένους για να επιτευχθεί συμφωνία που να προσφέρει σ’ αυτούς μια δίκαιη αποκατάσταση για την παρανομία της οποίας υπήρξαν θύματα (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 1996, T‑91/95, De Nil και Impens κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑327 και II‑959, σκέψη 34· της 10ης Ιουλίου 1997, T‑81/96, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑207 και II‑607, σκέψη 42, και της 10ης Μαΐου 2000, T‑177/97, Simon κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑75 και II‑319, σκέψη 23).

133    Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 126 έως 131 της παρούσας αποφάσεως, η ΕΚΤ επέλεξε μια απλοποιημένη προσέγγιση, ήτοι της πληρωμής του σωρευτικού αποτελέσματος της αναπροσαρμογής των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003, που διαπιστώθηκε μετά την περάτωση της διαδικασίας διαβούλευσης, κατά την ημερομηνία εφαρμογής της αναπροσαρμογής των μισθών για το 2004, δηλαδή την 1η Ιουλίου 2004. Η λύση αυτή έγινε εμμέσως δεκτή από την επιτροπή προσωπικού με το υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2004, στο οποίο αυτή δεν επανέλαβε το αίτημά της για αναδρομική καταβολή, το οποίο είχε διατυπώσει με το από 25 Μαρτίου 2004 υπηρεσιακό σημείωμά της και επανέλαβε κατά τη διάρκεια πολλών συσκέψεων για ζητήματα τεχνικής φύσεως.

134    Έτσι, το σωρευτικό αποτέλεσμα, στο οποίο κατέληξε η ΕΚΤ, είναι καρπός μιας συμβιβαστικής λύσεως, η οποία εξευρέθηκε μεταξύ αυτής και της επιτροπής προσωπικού και η οποία κατέστησε δυνατή την προσαρμογή και τον συνδυασμό, κατά απλοποιημένο τρόπο, της μεθόδου υπολογισμού. Αυτή η συμβιβαστική λύση αποτελέστηκε από τα εξής πλείονα στοιχεία:

–        πρώτον, όσον αφορά το 2001, από τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη τα διορθωμένα στοιχεία άπαξ καταστούν διαθέσιμα, πράγμα το οποίο δεν είχε προβλεφθεί από τις GSA 1999/2001, αλλά μόνον από τις GSA 2002/2004·

–        δεύτερον, από τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων ως προς το έτος για το οποίο θα έπρεπε να αναπροσαρμοσθούν οι μισθοί και όχι μόνον ως προς το έτος κατά το οποίο τα στοιχεία αυτά είχαν καταστεί διαθέσιμα, όπως προέβλεπαν οι GSA 2002/2004·

–        τρίτον, από τη δυνατότητα να μη περιορίζεται η συνεκτίμηση των «διορθωμένων» στοιχείων, ήτοι εκείνων που δεν ήσαν διαθέσιμα ή ήσαν ελλιπή ως προς το έτος για το οποίο θα έπρεπε να αναπροσαρμοσθούν οι μισθοί, στο πλαίσιο της καταβολής αποδοχών για το επόμενος έτος·

–        τέταρτον, από την καταβολή, από 1ης Ιουλίου 2004, αυξήσεως 0,3 %, που αντιπροσωπεύει το σωρευτικό αποτέλεσμα των διακυμάνσεων που υπολογίσθηκαν για τα έτη 2001 έως 2003 με βάση τα ακριβή στοιχεία ως προς τα οποία συμφώνησαν η επιτροπή προσωπικού και η ΕΚΤ (+ 0,3 % για το 2001, – 0,4 % για το 2002, + 0,4 % για το 2003, ήτοι 0,3 %).

135    Εξ αυτού προκύπτει ότι, ναι μεν η ΕΚΤ δεν προσέδωσε στην αύξηση των μισθών, που προέκυψε από τη διαβούλευση, την αναδρομική ισχύ την οποία αξίωναν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, πλην όμως, ως αντιστάθμισμα, αφενός, χρησιμοποίησε διορθωμένα (προς τα άνω) στοιχεία για το 2001, πράγμα το οποίο δεν θα ήταν τότε δυνατό κατ’ εφαρμογήν των τότε ισχυόντων κανόνων και, αφετέρου, επεξέτεινε τη διαβούλευση ώστε αυτή να καταλάβει και τα έτη 2002 και 2003, καθώς και τα αποτελέσματα της διαβούλευσης αυτής ώστε να καλύψουν το σύνολο του προσωπικού, αντιθέτως προς την άποψη ότι μόνον οι προσφεύγοντες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Cerafogli και Poloni κατά ΕΚΤ, έπρεπε να επωφεληθούν συναφώς. Έτσι, η ΕΚΤ επέλεξε μια λύση η οποία όχι μόνον ήταν ισορροπημένη, αλλά είχε και διαρθρωτικό αποτέλεσμα στους πίνακες μισθών και συντάξεων.

136    Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων δυσχερειών που προαναφέρθηκαν όσον αφορά την εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως Cerafogli και Poloni κατά ΕΚΤ, διαπιστώνεται ότι η απόφαση που ελήφθη υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της διαδικασίας διαβούλευσης σχετικά με την αναπροσαρμογή των μισθών για τα έτη 2001 έως 2003 πρέπει να θεωρηθεί ως εύλογη και δίκαιη λύση υπό το πνεύμα της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 132.

137    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες.

138    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από αναδρομικές διορθώσεις τις οποίες πραγματοποίησαν ορισμένοι οργανισμοί αναφοράς, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια πρακτική ανταποκρίνεται απολύτως στον μηχανισμό που προβλέπουν οι GSA 2002/2004, ήτοι στη διόρθωση των μισθών, υπό το πρίσμα των πραγματικών στοιχείων-πηγών, κατά το έτος που έπεται εκείνου κατά το οποίο γεννάται η αιτία καταβολής των μισθών. Εν πάση περιπτώσει, οι αναδρομικές διορθώσεις ορισμένων οργανισμών αναφοράς δεν συνεπάγονται τη δημιουργία καμίας υποχρεώσεως, για την ΕΚΤ, να χορηγήσει αναδρομικώς αναπροσαρμογές μισθών, καθόσον οι πρακτικές αυτές, έστω και αν στηρίζονται σε εθνικά ή κοινοτικά νομοθετικά κείμενα, δεσμεύουν μόνον τους οργανισμούς αυτούς και όχι την ΕΚΤ.

139    Δεύτερον, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, η ΕΚΤ, υιοθετώντας εν προκειμένω μια δίκαιη λύση για το σύνολο του προσωπικού της, συμμορφώθηκε προς τη δέσμευση, την οποία ανέλαβε με το από 16 Δεκεμβρίου 2003 υπόμνημά της, να συναγάγει τις συνέπειες από την απόφαση του Πρωτοδικείου.

140    Κατά συνέπεια, ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, τα αιτήματα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

2.     Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

141    Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες υπογραμμίζουν ότι τα προβαλλόμενα σφάλματα τους προξένησαν ζημία, κατά το μέτρο που αυτοί δεν διέθεταν, από 1ης Ιουλίου 2001, 2002 και 2003, τον μισθό που τους αναλογεί, δηλαδή μισθό καθοριζόμενο σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού και κατόπιν της περάτωσης μιας κανονικώς διεξαχθείσας διαβούλευσης. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες-ενάγοντες δεν είναι ικανοί να υπολογίσουν ακριβώς το ποσό της ζημίας που υπέστησαν, προτείνουν να καθοριστεί το εν λόγω ποσό κατά δίκαιη κρίση και, προσωρινώς, σε 5 000 ευρώ ανά προσφεύγοντα-ενάγοντα.

142    Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι απέδειξε επαρκώς ότι δεν διέπραξε παρανομία. Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως είναι μη νόμιμο. Από χρηματικής απόψεως, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες έλαβαν αύξηση 0,3 % χορηγηθείσα από την ΕΚΤ, όχι βάσει νομικής υποχρεώσεως, αλλά βάσει αποφάσεως που εμπίπτει στην αφορώσα το προσωπικό πολιτική.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

143    Κατά πάγια νομολογία, τα αιτήματα περί αποκαταστάσεως υλικής ζημίας ή περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτονται όταν σχετίζονται στενά με αιτήματα περί ακυρώσεως, τα οποία έχουν επίσης απορριφθεί ως αβάσιμα (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2003, T‑72/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑169 και II‑861, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

144    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι από την εξέταση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του Ιουλίου 2004 δεν προέκυψε καμία παρανομία διαπραχθείσα από την ΕΚΤ και, ως εκ τούτου, κανένα σφάλμα ικανό να στοιχειοθετήσει ευθύνη της ΕΚΤ, τα αιτήματα προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, λόγω προβαλλομένων παρατυπιών, πρέπει επίσης να απορριφθούν ως αβάσιμα.

3.     Γενικά συμπεράσματα

145    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα αιτήματα ακυρώσεως και αποζημιώσεως είναι αβάσιμα και ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επί των αιτημάτων περί προσκομίσεως του διοικητικού φακέλου. Κατά συνέπεια, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται απόφανση επί του παραδεκτού αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι η ΕΚΤ προέβαλε πολλές ενστάσεις απαραδέκτου, ιδίως όσον αφορά τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα των αιτήσεων θεραπείας και όσον αφορά τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα της διοικητικής ενστάσεως του P. Poloni την οποία παρέλαβε η ΕΚΤ στις 14 Δεκεμβρίου 2004, δηλαδή εκτός της προθεσμίας δύο μηνών, η οποία έληξε, κατά την ΕΚΤ, στις 13 Δεκεμβρίου 2004.

 Επί των δικαστικών εξόδων

146    Δυνάμει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεων και τούτο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2007. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

147    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 88 του ιδίου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να κριθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Mahoney

Kreppel

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen      Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιουνίου 2008.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu

Παράρτημα

Maria Concetta Cerafogli, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία),

Marion Kotowski, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία),

Emmanuel Larue, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία),

Paolo Poloni, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία),

Olivier Seigneur, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία),

Ali Shikhane, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Hünfelden-Nauheim (Γερμανία),

Luca Tagliaretti, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία),

Louisa Vegh, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία).

Πίνακας περιεχομένων


Νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

Επί του πρώτου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τον ελλιπή χαρακτήρα των πληροφοριών που γνωστοποίησε η ΕΚΤ

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσης

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράτυπη διεξαγωγή συσκέψεων

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την ανεπάρκεια των απαντήσεων που δόθηκαν στις ερωτήσεις της επιτροπής προσωπικού

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από καταχρηστική επίκληση υπάρξεως επείγουσας περιστάσεως

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από το ότι η διαδικασία διαβούλευσης δεν είχε περατωθεί κατά το χρονικό σημείο της διαβίβασης των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του Ιουλίου του 2004

Επί του δευτέρου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από παράβαση των μεθόδων υπολογισμού, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

Επί του τρίτου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αναδρομικής ισχύος των διορθώσεων που πρέπει να επέλθουν στη γενική αναπροσαρμογή των μισθών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

2.  Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

3.  Γενικά συμπεράσματα

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.