Language of document : ECLI:EU:T:2014:440

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος METABIOMAX — Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα metabiarex — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑281/13,

Σοφία Γολάμ, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον N. Τροβά, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Π. Γερουλάκο,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

meta Fackler Arzneimittel GmbH, με έδρα το Springe (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 14ης Μαρτίου 2013 (υπόθεση R 2022/2011‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της meta Fackler Arzneimittel GmbH και της Σοφίας Γολάμ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαΐου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2013,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 15 Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα, Σοφία Γολάμ, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο METABIOMAX.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος υπάγονται στις κλάσεις 5, 16 και 30 του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, όσον αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 5, στην ακόλουθη περιγραφή: «Φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα· παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, βρεφικές τροφές· έμπλαστρα, υλικά επιδέσμων· υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί· απολυμαντικά· παρασκευάσματα για την καταπολέμηση επιβλαβών ζώων και ζωυφίων· μυκητοκτόνα, παρασιτοκτόνα».

4        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 116/2010, της 28ης Ιουνίου 2010.

5        Στις 30 Ιουνίου 2010, η meta Fackler Arzneimittel GmbH άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, κατά της καταχωρίσεως του αιτηθέντος σήματος για τα προϊόντα της κλάσεως 5.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο λεκτικό σήμα metabiarex, το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της υποβληθείσας στις 3 Απριλίου 1968 αιτήσεως καταχωρίσεως γερμανικού σήματος με αριθμό 857721, το οποίο καταχωρίστηκε στις 22 Μαΐου 1969, για προϊόντα της κλάσεως 5 του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα οποία αντιστοιχούσαν στην ακόλουθη περιγραφή: «Φάρμακα».

7        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

8        Στις 2 Αυγούστου 2011, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή για όλα τα προϊόντα της κλάσεως 5 πλην των «παρασιτοκτόνων».

9        Στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απέρριψε εν μέρει την προσφυγή. Το τμήμα προσφυγών:

–        δέχθηκε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν τόσο οι Γερμανοί επαγγελματίες όσο και οι Γερμανοί καταναλωτές που επιδεικνύουν αυξημένη προσοχή για τα «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα· παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· παρασκευάσματα για την καταπολέμηση επιβλαβών ζώων και ζωυφίων· μυκητοκτόνα, παρασιτοκτόνα» καθώς και το ευρύ κοινό στη Γερμανία, θεωρούμενο ότι επιδεικνύει προσοχή άνω του μέσου όρου για τα άλλα προϊόντα πλην των «βρεφικών τροφών», ως προς τις οποίες το τμήμα προσφυγών δέχθηκε μέσο βαθμό προσοχής·

–        απέρριψε, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι εμπορευόταν μόνο διαιτητικές ουσίες, με το αιτιολογικό ότι μπορούσε να στηριχθεί μόνο στα προϊόντα που περιλαμβάνονταν στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος·

–        επισήμανε ότι τα προϊόντα που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα είχαν εσφαλμένως μεταφραστεί ως «φάρμακα» ενώ αποτελούσαν μόνο «φάρμακα για ανθρώπινη χρήση»·

–        έκρινε ότι οι «βρεφικές τροφές», τα «υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί» και τα «παρασκευάσματα για την καταπολέμηση επιβλαβών ζώων και ζωυφίων· μυκητοκτόνα» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος ήταν διαφορετικά από τα προϊόντα που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα·

–        εκτίμησε ότι τα «έμπλαστρα, υλικά επιδέσμων» και οι «διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος είχαν μόνο μικρή ομοιότητα με τα προϊόντα που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα·

–        δέχθηκε ότι τα φαρμακευτικά παρασκευάσματα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος ήταν πανομοιότυπα με τα «φάρμακα για ανθρώπινη χρήση» που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα, ότι υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω φαρμάκων και των κτηνιατρικών παρασκευασμάτων για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος και ότι υπήρχε σχετικά μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των «παρασκευασμάτων υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· απολυμαντικών» και των προϊόντων που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα·

–        επισήμανε ότι υπήρχε οπτική και φωνητική ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων και ότι δεν υφίστατο σημαντική εννοιολογική διαφορά μεταξύ τους·

–        δέχθηκε ότι το προγενέστερο σήμα είχε συνήθη διακριτικό χαρακτήρα·

–        συνήγαγε από το σύνολο των ανωτέρω ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων μόνο για τα πανομοιότυπα ή σαφώς παρόμοια προϊόντα, απέκλεισε την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου για τα προϊόντα που ήταν κατά τη γνώμη του διαφορετικά ή απλώς λίγο παρόμοια, δηλαδή για «διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, βρεφικές τροφές· έμπλαστρα, υλικά επιδέσμων· υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί· παρασκευάσματα για την καταπολέμηση επιβλαβών ζώων και ζωυφίων· μυκητοκτόνα» και ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών στο μέτρο που είχε δεχθεί την ανακοπή για τα προϊόντα αυτά.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να απορρίψει την ανακοπή του ετέρου μέρους κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ και να δεχτεί την αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα το έτερο μέρος κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ.

12      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της παραπομπής εκ μέρους της προσφεύγουσας στα υπομνήματα που κατέθεσε ενώπιον του ΓΕΕΑ

13      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι «προσκομίζει και επικαλείται» τα υπομνήματα που κατέθεσε αντιστοίχως ενώπιον του τμήματος ανακοπών και ενώπιον του τμήματος προσφυγών στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ. Πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται προφανώς για παραπομπή στο σύνολο των εγγράφων της προσφεύγουσας τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα της προσφυγής της.

14      Δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται επί υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, και του άρθρου 132, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Κατά πάγια νομολογία, το σώμα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί μεν να διευκρινίζεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα στοιχεία, με παραπομπές σε χωρία συνημμένων εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, πρέπει να περιέχονται στο ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑183/03, Applied Molecular Evolution κατά ΓΕΕΑ (APPLIED MOLECULAR EVOLUTION), Συλλογή 2004, σ. II‑3113, σκέψη 11, της 4ης Μαρτίου 2010, T‑477/08, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — ALK-Abelló (AVANZALENE), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16, και της 22ας Ιουνίου 2011, T‑76/09, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — Asociación Farmaceuticos Mundi (FARMA MUNDI FARMACEUTICOS MUNDI), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17].

15      Δεν είναι έργο του Γενικού Δικαστηρίου να υποκαταστήσει τους διαδίκους αναζητώντας τα κρίσιμα στοιχεία στα έγγραφα στα οποία παραπέμπουν οι διάδικοι [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 2008, T‑389/03, Dainichiseika Colour & Chemicals Mfg. κατά ΓΕΕΑ — Pelikan (Αναπαράσταση πελεκάνου), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19]. Κατά συνέπεια, το δικόγραφο της προσφυγής, στον βαθμό που παραπέμπει γενικώς σε έγγραφα και κείμενα τα οποία κατέθεσε η προσφεύγουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ, είναι απαράδεκτο, καθόσον η γενική παραπομπή στην οποία προβαίνει με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν συνδέεται με τους λόγους και τα επιχειρήματα που εκτίθενται σ’ αυτό. Πρέπει, συνεπώς, το δικόγραφο της προσφυγής να εξεταστεί μόνο βάσει των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται σ’ αυτό.

 Επί της ουσίας

16      Προς στήριξη της προσφυγής της με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται, αφενός, στο ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη ορισμένες αιτιάσεις που προβλήθηκαν ενώπιόν του και, αφετέρου, σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στο ότι δεν ελήφθησαν υπόψη ορισμένες αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών

17      Η προσφεύγουσα βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τρεις αιτιάσεις, οι οποίες είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, αφορώσες την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά την άσκηση ανακοπής εκ μέρους του ετέρου μέρους στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ, τη μη άσκηση από το μέρος αυτό του δικαιώματός του καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και την αοριστία των εγγράφων του. Η προσφεύγουσα προσάπτει, επίσης, στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα προς στήριξη των επιχειρημάτων της.

18      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ πρέπει να αιτιολογούνται. Κατά τη νομολογία, η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με την υποχρέωση που καθιερώνει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και σκοπός της είναι να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2003, T‑16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI), Συλλογή 2003, σ. II‑5167, σκέψεις 87 και 88· της 28ης Απριλίου 2004, T‑124/02 και T‑156/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ — Vitakraft-Werke Wührmann και Friesland Brands (VITATASTE και METABALANCE 44), Συλλογή 2004, σ. II‑1149, σκέψεις 72 και 73, και της 9ης Ιουλίου 2008, T‑304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ — Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), Συλλογή 2008, σ. II 1927, σκέψη 43].

19      Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται από τα τμήματα προσφυγών να παραθέτουν αιτιολογία που να ακολουθεί εξαντλητικά και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν τους οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Mozart, προαναφερθείσα στη σκέψη 18, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, διαπιστώνοντας την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων σε σχέση με «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα· παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· απολυμαντικά», το τμήμα προσφυγών απέρριψε σιωπηρώς τις ενστάσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα.

21      Συνεπώς, η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων και των επίμαχων προϊόντων και η σφαιρική εκτίμησή του σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 συνεπάγονται κατ’ ανάγκη την απόρριψη του επιχειρήματος της προσφεύγουσας περί αοριστίας των εγγράφων της ανακόπτουσας καθώς και την απόρριψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη των επιχειρημάτων της περί ελλείψεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

22      Επιπροσθέτως, αυτή η έμμεση αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής έναντι των προδήλως αβασίμων επικρίσεων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό.

23      Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος προγενέστερου εθνικού σήματος δικαιούται να αντιταχθεί στην καταχώριση κοινοτικού σήματος. Η προσφεύγουσα δεν μπορούσε, συνεπώς, ευλόγως να προσάψει στον δικαιούχο του προγενέστερου εθνικού σήματος άσκηση του δικαιώματος που αντλεί από τις εν λόγω διατάξεις, ούτε να του αντιτάξει το γεγονός ότι δεν κατέθεσε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

24      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009

25      Η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι κατέληξε στο συμπέρασμα περί κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

26      Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά τη μερική ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών από το τμήμα προσφυγών, το μόνο που εξακολουθεί να βλάπτει την προσφεύγουσα είναι το συμπέρασμα του εν λόγω τμήματος ότι η καταχώριση του αιτηθέντος σήματος για «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα· παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· απολυμαντικά» μπορεί να προκαλέσει στο ενδιαφερόμενο κοινό κίνδυνο συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα.

27      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτηθέν σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 207/2009 ως προγενέστερα σήματα πρέπει να νοούνται τα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος σήματα των οποίων η ημερομηνία καταθέσεως είναι προγενέστερη της ημερομηνίας της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

28      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

–       Επί του ενδιαφερόμενου κοινού

29      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη ότι το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατό να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την κατηγορία των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

30      Λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων προϊόντων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, για τους λόγους που εξέθεσε στις σκέψεις 17 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν τόσο οι μέσοι Γερμανοί επαγγελματίες όσο και οι μέσοι Γερμανοί καταναλωτές που επιδεικνύουν αυξημένη προσοχή για τα «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα» και για τα «παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις».

31      Πράγματι, κοινό χαρακτηριστικό των προϊόντων αυτών είναι ότι διατίθενται κυρίως στην αγορά κατόπιν συστάσεως ή διαμεσολαβήσεως ενός επαγγελματία στον τομέα της υγείας, συνταγογραφούντος ιατρού, φαρμακοποιού ή κτηνιάτρου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται τόσο από τελικούς καταναλωτές όσο και από οικείους επαγγελματίες στον τομέα της υγείας. Ακόμη και αν η επιλογή των προϊόντων αυτών επηρεάζεται ή καθορίζεται από τη διαμεσολάβηση τρίτων, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως και για τους καταναλωτές, από τη στιγμή που ενδέχεται να συναντήσουν τα εν λόγω προϊόντα, έστω και στο πλαίσιο αγορών που πραγματοποιούνται, για καθένα από αυτά χωριστά, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑3569, σκέψεις 52 έως 63, και του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Φεβρουαρίου 2011, T‑222/09, Ineos Healthcare κατά ΓΕΕΑ — Teva Pharmaceutical Industries (ALPHAREN), Συλλογή 2011, σ. II‑183, σκέψεις 43 και 44].

32      Όσον αφορά τα «απολυμαντικά», το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς, επίσης, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, με τη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό επεδείκνυε προσοχή η οποία, χωρίς να είναι αυξημένη, υπερέβαινε τον μέσο όρο, στο μέτρο που τα προϊόντα αυτά προορίζονται τόσο για καθημερινή όσο και για ιατρική χρήση.

–       Επί της συγκρίσεως των επίμαχων προϊόντων

33      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Μπορούν, επίσης, να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

34      Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εσφαλμένως το τμήμα προσφυγών δέχθηκε, με τη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η περιγραφή των προϊόντων που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα στα γερμανικά με τον όρο «Arzneimittel» είχε εσφαλμένως μεταφραστεί γενικώς ως «φάρμακα», ενώ έπρεπε να εκληφθεί ως προσδιορίζουσα μόνον τα «φάρμακα για ανθρώπινη χρήση». Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο εν λόγω όρος έχει όντως την έννοια που του αποδόθηκε αρχικώς και περιλαμβάνει, συνεπώς, φάρμακα τόσο για ανθρώπινη όσο και για κτηνιατρική χρήση.

35      Πρώτον, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών επισήμανε, κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, καθόσον τα «φαρμακευτικά παρασκευάσματα», για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος, αποτελούσαν ευρύτερη κατηγορία και περιελάμβαναν τα «φάρμακα» που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα, υπήρχε ταυτότητα μεταξύ των προϊόντων αυτών. Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ορισμένα προϊόντα μπορούν να θεωρηθούν πανομοιότυπα, όταν τα προϊόντα που προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα εντάσσονται σε γενικότερη κατηγορία προϊόντων, την οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Πράγματι, εναπόκειται στον αιτούντα, και όχι στο ΓΕΕΑ, να περιορίσει, ενδεχομένως, την αίτηση καταχωρίσεως σήματος σε ορισμένα προϊόντα τα οποία δεν καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να αναλύσει κάθε προϊόν ή υπηρεσία που εντάσσεται σε κάθε κατηγορία την οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος, αλλά πρέπει να πραγματοποιήσει την εξέτασή του σε σχέση με την εν λόγω κατηγορία καθ’ εαυτή [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2011, T‑222/10, ratiopharm κατά ΓΕΕΑ — Nycomed (ZUFAL), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

36      Δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του ορισμού των προϊόντων που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα όπως αυτός διατυπώθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να συμπεράνει ότι υπήρχε ταυτότητα με τα «κτηνιατρικά παρασκευάσματα» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος. Πράγματι, από τα ανωτέρω πρέπει να συναχθεί ότι τα φάρμακα που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα, όταν προορίζονται για κτηνιατρική χρήση, υπάγονται στην κατηγορία των «κτηνιατρικών παρασκευασμάτων». Κατά συνέπεια, για λόγους ανάλογους προς τους εκτιθέμενους ανωτέρω στη σκέψη 35, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα «κτηνιατρικά παρασκευάσματα» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος και τα «φάρμακα» που προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα είναι πανομοιότυπα.

37      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπήρχε σχετικώς αυξημένη ομοιότητα μεταξύ, αφενός, των «παρασκευασμάτων υγιεινής για ιατρικές χρήσεις» και των «απολυμαντικών» που περιλαμβάνονταν στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος και, αφετέρου, των «φαρμάκων» που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα, λαμβανομένων υπόψη της υφιστάμενης μεταξύ τους εγγύτητας όσον αφορά το κοινό στο οποίο απευθύνονται, του προορισμού τους και της κοινής αντιλήψεως ότι ανήκουν στη γενική κατηγορία των προϊόντων που αφορούν την υγεία.

–       Επί της συγκρίσεως των αντιπαρατιθέμενων σημείων

38      Κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω σημεία, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διακριτικών και προεχόντων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως ένα όλον και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Εν προκειμένω, αντιπαρατίθενται, αφενός, το προγενέστερο λεκτικό σήμα metabiarex και, αφετέρου, το αιτηθέν λεκτικό σήμα METABIOMAX.

40      Με τις σκέψεις 45 έως 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν παρόμοια από οπτικής και φωνητικής απόψεως και ότι δεν υπήρχε σημαντική διαφορά από εννοιολογικής απόψεως.

41      Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε, με τη σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ένα εκ των σημάτων εμφανίζεται με μικρά γράμματα ενώ το άλλο είναι τυπωμένο με κεφαλαία, καθόσον η προστασία που απορρέει από την καταχώριση λεκτικού σήματος αφορά τη λέξη που δηλώνεται στην αίτηση καταχωρίσεως και όχι τις ιδιαίτερες γραφιστικές ή στιλιστικές πτυχές που έχει ενδεχομένως αυτό το σήμα [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2008, T‑254/06, Radio Regenbogen Hörfunk in Baden κατά ΓΕΕΑ (RadioCom), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43].

42      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι διαφέρει η φωνητική εντύπωση των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Είναι, επίσης, της γνώμης ότι μόνον το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μπορεί να προσδιοριστεί εννοιολογικά στο μέτρο που απαρτίζεται από στοιχεία των λέξεων «μεταβολισμός», «βιολογική αξία» και «maximum».

43      Το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών συμπέρανε ότι υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων από οπτικής και φωνητικής απόψεως. Παραπέμπει στο γεγονός ότι τα εν λόγω σημεία έχουν πολλά κοινά γράμματα και συλλαβές και υπενθυμίζει την πάγια νομολογία κατά την οποία ο καταναλωτής προσέχει κατά κανόνα περισσότερο το αρχικό τμήμα ενός σήματος, παρά το τέλος του, ιδίως εάν το σήμα δεν είναι σύντομο. Όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων από εννοιολογικής απόψεως, το ΓΕΕΑ υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών, δηλαδή, αφενός, ότι το στοιχείο «meta» εκλαμβάνεται ως αναφορά στον μεταβολισμό και, αφετέρου, ότι υπάρχουν εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των σημείων.

44      Όσον αφορά, πρώτον, τη σύγκριση των σημείων από οπτικής απόψεως, τα εν λόγω σημεία έχουν τα ίδια πέντε πρώτα γράμματα, «m», «e», «t», «a», «b», «i», και το τελευταίο γράμμα «x». Διαφοροποιούνται ως προς το μεσαίο τμήμα τους το οποίο απαρτίζεται στην περίπτωση του προγενέστερου σήματος από τα γράμματα «a», «r» και «e» και στην περίπτωση του αιτηθέντος σήματος από τα γράμματα «o» «m» και «a».

45      Όσον αφορά, δεύτερον, τη σύγκριση των σημείων από φωνητικής απόψεως, τα εν λόγω σημεία έχουν τις ίδιες δύο πρώτες συλλαβές «me» και «ta» και διαφοροποιούνται ως προς την τρίτη και την τέταρτη συλλαβή τους, αντιστοίχως «bio» και «max» για το αιτηθέν σήμα και «bia» και «rex» για το προγενέστερο σήμα.

46      Όσον αφορά, τρίτον, τη σύγκριση των σημείων από εννοιολογικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε μεν ορθώς με τη σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι λέξεις «metabiarex» και «metabiomax» δεν περιλαμβάνονται στο λεξιλόγιο της γερμανικής γλώσσας. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι τα εν λόγω σήματα έχουν ορισμένο εννοιολογικό περιεχόμενο.

47      Όσον αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, όπως δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, γίνεται αντιληπτό ότι το στοιχείο «meta» παραπέμπει στον μεταβολισμό, το στοιχείο «bio» προσδιορίζει τη «βιολογία» και το στοιχείο «max» προσδιορίζει την έννοια του «μεγίστου» ή «ανώτατου» («maximum» ή «maximal»). Κατά συνέπεια, το εν λόγω σήμα μπορεί να εκτιμηθεί ότι έχει εννοιολογικό περιεχόμενο συνιστάμενο σε επαινετική αναφορά στις βιολογικές ιδιότητες των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά ή στα αποτελέσματά τους επί του μεταβολισμού.

48      Όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, το τμήμα προσφυγών νομίμως επισήμανε ότι δεν είχε κανένα εννοιολογικό περιεχόμενο. Πράγματι, το πρόθεμα «meta» σε συνδυασμό με τα στοιχεία «bia» και «rex» δεν είναι ικανό να προσδώσει στο προγενέστερο σήμα οποιοδήποτε εννοιολογικό περιεχόμενο.

49      Προκειμένου να εκτιμηθεί η συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, εκτός από τις συγκρίσεις που γίνονται ανωτέρω στις σκέψεις 44 έως 48, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη δύο ακόμη στοιχεία.

50      Πρώτον πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι το λεκτικό σημείο «meta» βρίσκεται στο αρχικό τμήμα του προγενέστερου σήματος δεν συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στο στοιχείο αυτό. Καίτοι είναι ασφαλώς αληθές ότι το αρχικό τμήμα των λεκτικών σημάτων μπορεί να προσελκύσει περισσότερο από τα επόμενα την προσοχή του καταναλωτή [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2004, T‑183/02 και T‑184/02, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — González Cabello και Iberia Líneas Aéreas de España (MUNDICOR), Συλλογή 2004, σ. II‑965, σκέψη 81, και της 16ης Μαρτίου 2005, T‑112/03, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ — Revlon (FLEXI AIR), Συλλογή 2005, σ. II‑949, σκέψεις 64 και 65], εντούτοις η εκτίμηση αυτή δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2004, T‑117/02, Grupo El Prado Cervera κατά ΓΕΕΑ — Héritiers Debuschewitz (CHUFAFIT), Συλλογή 2004, σ. II‑2073, σκέψη 48]. Εν προκειμένω, στο μέτρο που το στοιχείο «meta» είναι ένα σχετικώς συνηθισμένο πρόθεμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ικανή να προσελκύσει την προσοχή του καταναλωτή περισσότερο από τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα.

51      Δεύτερον πρέπει να ληφθεί υπόψη ο βαθμός προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού, ο οποίος θεωρείται αυξημένος για τα «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα» και τα «παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις» και μεγαλύτερος του μέσου όρου για τα «απολυμαντικά». Εκ των ανωτέρω πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το εν λόγω κοινό μπορεί να αντιληφθεί τις διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων περισσότερο απ’ ό,τι τις αντιλαμβάνεται το κοινό που επιδεικνύει μόνο μέση ή μικρή προσοχή.

52      Εντούτοις, είναι γεγονός ότι από τη σύγκριση των σημείων προκύπτουν ορισμένες ομοιότητες μεταξύ τους. Από οπτικής απόψεως, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 44, έχουν τα ίδια πέντε πρώτα γράμματα και την ίδια κατάληξη. Από φωνητικής απόψεως, επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 45 ότι οι δύο πρώτες συλλαβές είναι πανομοιότυπες. Επιπροσθέτως, μπορεί επίσης να επισημανθεί το γεγονός ότι η προφορά της τρίτης συλλαβής του προγενέστερου σήματος «bia» εμφανίζει κάποια ομοιότητα με την προφορά της τρίτης συλλαβής του αιτηθέντος σήματος «bio», για τους καταναλωτές που ομιλούν τη γερμανική γλώσσα.

53      Όσον αφορά τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων από εννοιολογικής απόψεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι, κατά τη νομολογία, οι εννοιολογικές διαφορές μπορούν να εξουδετερώνουν σε μεγάλο βαθμό τις οπτικές ή φωνητικές ομοιότητες μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα εκ των εν λόγω σημείων έχει, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, σαφή και συγκεκριμένη σημασία ώστε να μπορεί να γίνει αμέσως αντιληπτή από το κοινό αυτό [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2009, T‑277/08, Bayer Healthcare κατά ΓΕΕΑ — Uriach-Aquilea OTC (CITRACAL), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 47, το εννοιολογικό περιεχόμενο του αιτηθέντος σήματος συνίσταται μόνο σε επαινετική αναφορά στις ιδιότητες των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά. Δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι έχει σαφή και συγκεκριμένη σημασία δυνάμενη να γίνει αμέσως αντιληπτή.

54      Κατόπιν των προεκτεθέντων πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι ελαφρώς παρόμοια.

55      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν αντιτάχθηκε στην καταχώριση σημάτων που περιέχουν τα στοιχεία «meta» και «bi» καθώς και το γράμμα «x», τούτο πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές για λόγους ανάλογους προς τους εκτιθέμενους ανωτέρω στη σκέψη 23. Πράγματι, το γεγονός ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν αντιτάχθηκε στο παρελθόν στην καταχώριση σημάτων που περιέχουν τέτοιους όρους δεν μπορεί να τον εμποδίσει να ασκήσει, εν προκειμένω, τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 207/2009.

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

56      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Συνεπώς, ο χαμηλός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμιστεί από τον υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. Ι‑5507, σκέψη 17, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ — Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), Συλλογή 2006, σ. II‑5409, σκέψη 74].

57      Μεταξύ των σχετικών παραγόντων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως συγκαταλέγεται και ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Canon, προαναφερθείσα στη σκέψη 56, σκέψη 24). Η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω, κατά τις οποίες υπάρχει μόνο μικρή ομοιότητα μεταξύ των σημείων και πρέπει να διακριβωθεί εάν αυτή η μικρή ομοιότητα μπορεί να αντισταθμιστεί από έναν υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων.

58      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών επισήμανε, με τη σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το προγενέστερο σήμα είχε συνήθη διακριτικό χαρακτήρα, στο μέτρο που ο όρος «metabiarex» δεν είχε σαφή σημασία σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα, συμπέρασμα το οποίο δεν φαίνεται, κατά τα λοιπά, να αμφισβήτησε η προσφεύγουσα.

59      Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το προγενέστερο σήμα δεν έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα πρέπει να γίνει δεκτό, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η ταυτότητα και η πολύ μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων μπορεί να αντισταθμίσει τη μικρότερη ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

60      Ως εκ τούτου, ορθώς το τμήμα προσφυγών συμπέρανε με τη σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων για τα «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα· παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· απολυμαντικά».

61      Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

63      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Σοφία Γολάμ στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.