Language of document : ECLI:EU:C:2023:581

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAEL ANTHONY COLLINS

της 13ης Ιουλίου 2023 (1)

Υπόθεση C-646/21

K,

L

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid

[αίτηση του rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch
(πρωτοδικείου Χάγης, με μεταβατική έδρα το Hertogenbosch, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική ασύλου και επικουρικής προστασίας – Μεταγενέστερες αιτήσεις διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Λόγοι δίωξης – Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα – Υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν διαμείνει σε κράτος μέλος για σημαντικό μέρος της περιόδου της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους – Ευρωπαϊκές αξίες, κανόνες και τρόποι συμπεριφοράς – Ισότητα των φύλων – Γυναίκες και κορίτσια που παραβιάζουν τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς στη χώρα καταγωγής τους – Μείζον συμφέρον του παιδιού»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι παρούσες προτάσεις αφορούν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας των K και L, δύο εφήβων κοριτσιών από το Ιράκ (2), τα οποία διέμειναν στις Κάτω Χώρες για πέντε έτη, ενόσω εξετάζονταν οι αρχικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας της οικογένειάς τους. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ενσωματώθηκαν σε μια κοινωνία η οποία σέβεται την ισότητα των φύλων και υιοθέτησαν τις αξίες, τους κανόνες και τους τρόπους συμπεριφοράς των συνομηλίκων τους. Στις μεταγενέστερες αιτήσεις τους για διεθνή προστασία (3), τις οποίες ο Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργός Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες) απέρριψε ως προδήλως αβάσιμες (4), οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι εάν υποχρεωθούν να επιστρέψουν στο Ιράκ θα τους είναι αδύνατον να συμμορφωθούν προς αξίες, κανόνες και τρόπους συμπεριφοράς που δεν αναγνωρίζουν στις γυναίκες και τα κορίτσια τις ελευθερίες που απολαύουν στις Κάτω Χώρες, η έκφραση των οποίων θα τις εκθέσει σε κίνδυνο διώξεων. Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν το κατά πόσον πρόσωπα όπως οι προσφεύγουσες χρήζουν διεθνούς προστασίας για τον λόγο ότι αποτελούν μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (5), και με ποιον τρόπο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το μείζον συμφέρον του παιδιού κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

II.    Νομικό πλαίσιο

Α.      Δίκαιο της Ένωσης

2.        Το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95, το οποίο επιγράφεται «Λόγοι δίωξης», προβλέπει τα εξής:

«1. Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      η έννοια της φυλής περιλαμβάνει, ιδίως, το στοιχείο του χρώματος, της καταγωγής ή του γεγονότος ότι το άτομο ανήκει σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα·

β)      η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε κατά μόνας είτε σε κοινωνία με άλλους, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται σε ή υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις·

γ)      η έννοια της ιθαγένειας δεν περιορίζεται μόνο στην ιδιότητα του πολίτη ή την έλλειψή της, αλλά περιλαμβάνει, ιδίως, την ιδιότητα του μέλους μιας ομάδας η οποία προσδιορίζεται από την πολιτιστική, εθνοτική ή γλωσσική της ταυτότητα, τις κοινές γεωγραφικές ή πολιτικές καταβολές ή τη σχέση της με τον πληθυσμό άλλης χώρας·

δ)      η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:

–        τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και

–        η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.

Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ως περιλαμβάνων πράξεις θεωρούμενες αξιόποινες κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας·

ε)      η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει, ιδίως, την υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποιθήσεως επί ζητήματος που σχετίζεται με τους ενδεχόμενους φορείς δίωξης του άρθρου 6 και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξαρτήτως του εάν ο αιτών έχει εκδηλώσει εμπράκτως την εν λόγω άποψη, ιδέα ή πεποίθηση.

2.      Κατά την αξιολόγηση του βασίμου του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον δράστη της δίωξης.»

Β.      Εγκύκλιοι των Κάτω Χωρών

3.        Κατά το παράρτημα της διάταξης περί παραπομπής, η παράγραφος C7.2.8 (6) της Vreemdelingencirculaire 2000 (C) [εγκυκλίου του 2000 περί αλλοδαπών (C), στο εξής: εγκύκλιος του 2000 περί αλλοδαπών (C)] προβλέπει τα εξής:

«Κατά γενικό κανόνα, ο δυτικός τρόπος ζωής που αναπτύσσεται στις Κάτω Χώρες δεν μπορεί από μόνος του να συνεπάγεται τη αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Απαιτείται η προσαρμογή στα ήθη και έθιμα του Αφγανιστάν. Δύο είναι οι δυνατές εξαιρέσεις:

–        Η περίπτωση κατά την οποία μια γυναίκα μπορεί να αποδείξει ότι η δυτική συμπεριφορά αποτελεί έκφραση θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.

–        Η περίπτωση κατά την οποία μια γυναίκα μπορεί να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει προσωπικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο ή πρακτικώς αδύνατον να μεταβληθούν, και ότι λόγω των χαρακτηριστικών αυτών φοβάται ότι θα υποστεί διώξεις ή διατρέχει κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση στο Αφγανιστάν».

4.        Η παράγραφος B8.10 της Vreemdelingencirculaire 2000 (B) [εγκυκλίου του 2000 περί αλλοδαπών (B)], η οποία επιγράφεται «Δυτικοποιημένα κορίτσια που πηγαίνουν στο σχολείο», προβλέπει τα εξής:

«Η IND [Immigratie- en Naturalisatiedienst (Υπηρεσία Μετανάστευσης και Πολιτογράφησης, Κάτω Χώρες, στο εξής: IND)] χορηγεί άδεια διαμονής καθορισμένης χρονικής διάρκειας […] σε δυτικοποιημένα κορίτσια, εφόσον το κορίτσι μπορεί να αποδείξει ότι με την επιστροφή του στο Αφγανιστάν θα υποστεί δυσανάλογη ψυχολογική πίεση. Η IND […] εξετάζει εάν θα προκύψει ή όχι δυσανάλογη ψυχολογική πίεση με βάση τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων πρέπει να περιλαμβάνονται:

a. ο βαθμός δυτικοποιήσεως του κοριτσιού·

b. εξατομικευμένες περιστάσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η κατάσταση της υγείας (του κοριτσιού ή μελών της οικογένειάς του) και ο θάνατος στις Κάτω Χώρες μέλους της οικογένειας του κοριτσιού, και

c. η δυνατότητα ενσωμάτωσης στην αφγανική κοινωνία, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση της οικογενειακής σύνθεσης, και η παρουσία ισχυρών παραγόντων (φυλάρχων, πολεμαρχών) που μπορούν να παράσχουν προστασία στο κορίτσι.

Όσον αφορά το στοιχείο a, η IND […] εξετάζει τον βαθμό δυτικοποίησης με βάση τις ακόλουθες περιστάσεις:

–        το κορίτσι πρέπει να είναι τουλάχιστον δέκα ετών·

–        να έχει διαμείνει στις Κάτω Χώρες για τουλάχιστον οκτώ έτη, από την ημερομηνία υποβολής της πρώτης αίτησης χορήγησης ασύλου καθορισμένης χρονικής διάρκειας μέχρι την ημερομηνία υποβολής της συνήθους αίτησης διαμονής καθορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως περιγράφεται στην παρούσα παράγραφο, και

–        να έχει φοιτήσει σε σχολείο στις Κάτω Χώρες.

Εφόσον το κορίτσι δεν πληροί μία ή περισσότερες από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, φέρει αυξημένο βάρος αποδείξεως προκειμένου να αποδείξει ότι πρέπει να της χορηγηθεί συνήθης άδεια διαμονής καθορισμένης χρονικής διάρκειας δυνάμει της παρούσας εγκυκλίου. […]»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

5.        Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, οι προσφεύγουσες, μαζί με τον πατέρα, τη μητέρα και τη θεία τους, εγκατέλειψαν το Ιράκ. Στις 7 Νοεμβρίου 2015, υπέβαλαν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στις ολλανδικές αρχές. Κατά τον χρόνο εκείνο, οι προσφεύγουσες ήταν 10 και 12 ετών. Στις 31 Ιουλίου 2018, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) απέρριψε οριστικώς τις αιτήσεις τους. Στις 4 Απριλίου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν νέες αιτήσεις διεθνούς προστασίας, οι οποίες απορρίφθηκαν ως προδήλως αβάσιμες στις 21 Δεκεμβρίου 2020. Στις 28 Δεκεμβρίου 2020, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγές κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι οποίες εκδικάστηκαν στις 17 Ιουνίου 2021. Κατά τον χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι προσφεύγουσες ήταν 15 και 17 ετών και είχαν διαμείνει αδιαλείπτως στις Κάτω Χώρες επί πέντε έτη και επτάμισι μήνες.

6.        Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι λόγω της μακράς διαμονής τους στις Κάτω Χώρες κατά την περίοδο της ζωής τους που τα άτομα διαμορφώνουν την ταυτότητά τους, έχουν υιοθετήσει τις αξίες, τους κανόνες και τους τρόπους συμπεριφοράς των Ολλανδών συνομήλικών τους. Στις Κάτω Χώρες συνειδητοποίησαν ότι, ως κορίτσια, είναι ελεύθερες να κάνουν οι ίδιες τις επιλογές ζωής τους. Επισημαίνουν ότι επιθυμούν να εξακολουθήσουν να αποφασίζουν οι ίδιες, ακριβώς όπως πράττουν στις Κάτω Χώρες, σχετικά με το εάν θα συναναστρέφονται με αγόρια, εάν θα συμμετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες, εάν θα λάβουν μόρφωση, εάν θα παντρευτούν, και εφόσον το αποφασίσουν, με ποιον θα παντρευτούν και εάν θα εργαστούν εκτός της οικίας τους. Επιθυμούν επίσης να έχουν τις δικές τους πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις και να μπορούν να εκφράζουν δημοσίως τις απόψεις αυτές. Δεδομένου ότι θα τους ήταν αδύνατον να αποκηρύξουν αυτές τις αξίες, τους κανόνες και τους τρόπους συμπεριφοράς κατόπιν της επιστροφής τους στο Ιράκ, ζητούν να τους χορηγηθεί διεθνής προστασία.

7.        Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι οι αξίες, οι κανόνες και οι τρόποι συμπεριφοράς που επικαλούνται οι προσφεύγουσες αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στην πεποίθηση περί υπάρξεως ισότητας μεταξύ των φύλων (7). Το δικαστήριο αυτό καλείται να αποφασίσει εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες αποτελούν μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, κατά πόσον, σε ποιο στάδιο και με ποιον τρόπο πρέπει ο φορέας λήψης της σχετικής απόφασης να λαμβάνει υπόψη του το μείζον συμφέρον του παιδιού στο πλαίσιο των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και εάν πρέπει να ληφθεί υπόψη η βλάβη την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφεύγουσες λόγω της πιέσεως που δέχθηκαν ζώντας υπό καθεστώς παρατεταμένης αβεβαιότητας ως προς την παραμονή τους στις Κάτω Χώρες, καθώς και υπό την απειλή της αναγκαστικής επιστροφής στην χώρα καταγωγής τους.

8.        Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2011/95], την έννοια ότι οι κανόνες, οι αξίες και οι τρόποι συμπεριφοράς του δυτικού πολιτισμού που υιοθετούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών κατά τη διαμονή τους στο έδαφος κράτους μέλους, διά της πλήρους συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή για σημαντικό μέρος της περιόδου της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους, πρέπει να θεωρούνται ως κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή ως χαρακτηριστικά τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει;

2.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν, για οιονδήποτε λόγο, υιοθετήσει κανόνες και αξίες του δυτικού πολιτισμού λόγω πραγματικής διαμονής σε κράτος μέλος κατά την περίοδο της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους, να θεωρούνται ως «[μέλη] ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2011/95]; Πρέπει το ζήτημα αν υφίσταται «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα» να εξετάζεται από τη σκοπιά του κράτους μέλους ή πρέπει η φράση αυτή να ερμηνεύεται, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2011/95], υπό την έννοια ότι καθοριστική σημασία έχει η δυνατότητα του αλλοδαπού να αποδείξει ότι θεωρείται στη χώρα καταγωγής ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή ότι στην χώρα αυτή, εν πάση περιπτώσει, του αποδίδονται τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά; Συνάδει με το άρθρο 10 της [οδηγίας 2011/95] σε συνδυασμό με την αρχή της μη επαναπροώθησης και με το δικαίωμα ασύλου η απαίτηση κατά την οποία η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα δύναται να στηριχθεί στη δυτικοποίηση μόνον εάν αυτή έχει θρησκευτικό ή πολιτικό υπόβαθρο;

3.      Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) σε συνδυασμό με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, εθνική νομική πρακτική κατά την οποία, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας, η αρμόδια αρχή σταθμίζει το μείζον συμφέρον του παιδιού, χωρίς προηγουμένως να το προσδιορίζει (ή να αναθέτει τον προσδιορισμό του) κατά τρόπο συγκεκριμένο (σε κάθε διαδικασία); Διαφέρει η απάντηση στο ερώτημα αυτό εάν το κράτος μέλος πρέπει να εξετάσει αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής βάσει των εκ του νόμου προβλεπόμενων λόγων, οφείλει δε να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως λαμβάνοντας υπόψη το μείζον συμφέρον του παιδιού;

4.      Υπό το πρίσμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, με ποιον τρόπο και σε ποιο στάδιο της εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να σταθμίζεται το μείζον συμφέρον του παιδιού, ιδίως δε η βλάβη που έχει υποστεί ανήλικος λόγω μακράς πραγματικής διαμονής σε κράτος μέλος; Ασκεί, συναφώς, επιρροή το αν η πραγματική αυτή διαμονή ήταν νόμιμη; Έχει σημασία για τη στάθμιση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, στο πλαίσιο της εν λόγω εξετάσεως, το αν το κράτος μέλος αποφάνθηκε επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας εντός της προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης προθεσμίας για την έκδοση σχετικής αποφάσεως, το αν δεν τηρήθηκε υποχρέωση επιστροφής επιβληθείσα σε προγενέστερο χρόνο και το αν το κράτος μέλος δεν πραγματοποίησε την απομάκρυνση μετά την έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατέστη δυνατή η συνέχιση της πραγματικής διαμονής του ανηλίκου στο εν λόγω κράτος μέλος;

5.      Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 7 του Χάρτη σε συνδυασμό με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, εθνική νομική πρακτική κατά την οποία οι αρχικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας διακρίνονται από τις μεταγενέστερες αιτήσεις, καθόσον οι εκ του νόμου προβλεπόμενοι λόγοι δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας;»

9.        Οι προσφεύγουσες, η Τσεχική, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι ίδιοι μετέχοντες στη διαδικασία και η Ισπανική Κυβέρνηση απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 18 Απριλίου 2023.

IV.    Ανάλυση

Α.      Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

10.      Θα εξετάσω από κοινού το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον με αμφότερα ζητείται η ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95.

11.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν διαμείνει σε κράτος μέλος για σημαντικό μέρος της περιόδου της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους μπορούν να θεωρηθούν μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, διότι διαθέτουν «κοινό ιστορικό παρελθόν» ή «χαρακτηριστικά τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει». Έχει άραγε η εν λόγω διάταξη την έννοια ότι η υιοθέτηση ορισμένων αξιών μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση διεθνούς προστασίας μόνον εφόσον αυτές έχουν θρησκευτικό ή πολιτικό υπόβαθρο; Με ποιον τρόπο πρέπει να εξετάσει το αιτούν δικαστήριο κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση που τίθεται στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ –δηλαδή, κατά πόσον η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα διότι  γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο;

1.      Σύνοψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν

12.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της IND, οι οποίες βασίζονται σε απόφαση του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας) (8), γυναίκες οι οποίες έχουν υιοθετήσει τον δυτικό τρόπο ζωής δεν αποτελούν μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Παρά ταύτα, μπορούν να τύχουν διεθνούς προστασίας εάν: (i) ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής στηρίζεται σε θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις οι οποίες είναι θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή την ηθική τους ακεραιότητα ή (ii) είναι πιθανό να υποστούν διώξεις από φορείς στη χώρα καταγωγής τους λόγω χαρακτηριστικών τα οποία είναι σχεδόν αδύνατον να αλλάξουν ή (iii) διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν απάνθρωπη μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, στη χώρα καταγωγής τους. Η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων οι οποίες είναι θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή την ηθική ακεραιότητα, η οποία μνημονεύεται στην πρώτη από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως ώστε να συμπεριλαμβάνει τη δίωξη γυναικών οι οποίες δεν συμμορφώνονται προς τα κοινωνικά ήθη και έθιμα, τους θρησκευτικούς κανόνες ή τις πολιτιστικές αξίες που εισάγουν διακρίσεις με βάση το φύλο (9).

13.      Η Τσεχική, η Ελληνική, η Ουγγρική και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών εδράζεται στην προτίμησή τους σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Τούτο δεν μπορεί να συνεπάγεται την παροχή διεθνούς προστασίας δυνάμει των εθνικών κανόνων με τους οποίους μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2011/95. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες προσαρμόστηκαν στη ζωή σε ένα κράτος μέλος κατά την μακρά παραμονή τους στο έδαφός του θα μπορούσε, μετά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής, να αναμένεται από αυτές να προσαρμοστούν εκ νέου στον εκεί τρόπο ζωής, αποδεχόμενες τους κανόνες και τα έθιμα της χώρας καταγωγής τους όπως ακριβώς και ο υπόλοιπος πληθυσμός. Η επιθυμία υιοθέτησης ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής δεν αποτελεί πεποίθηση τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην αναγκάζεται να τον αποκηρύξει. Οι προσφεύγουσες δεν έχουν κοινά διακριτά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν, καθόσον η υποθετική κατηγορία των γυναικών και κοριτσιών που έχουν αποκτήσει δυτικό τρόπο ζωής είναι υπέρμετρα ευρεία, ανομοιογενής και αόριστη για να αποτελεί ένα σαφώς οριοθετημένο κοινωνικό σύνολο κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95. Ομοίως, οι προσφεύγουσες ουδεμία προσπάθεια κατέβαλαν να τεκμηριώσουν για ποιον λόγο ή με ποιον τρόπο θα υποστούν διώξεις κατόπιν της επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους.

14.      Η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή διαφωνούν. Φρονούν ότι τα κορίτσια μπορούν να αποτελούν μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας με βάση, μεταξύ άλλων, το φύλο και την ηλικία, τα οποία αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά.

15.      Στις προφορικές της παρατηρήσεις, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι οι προσφεύγουσες δεν φιλοδοξούν απλώς να βελτιώσουν την οικονομική ή την πολιτιστική τους κατάσταση· ακριβέστερη είναι η περιγραφή τους ως γυναικών ή κοριτσιών που έχουν υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής ο οποίος αναγνωρίζει και τους παρέχει τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Ως εκ τούτου, πληρούν την πρώτη από τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95. Το κατά πόσον πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση της εν λόγω διατάξεως –κατά την οποία η εν λόγω ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα– εξαρτάται από τις ισχύουσες στη χώρα καταγωγής τους συνθήκες.

16.      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι κάποια πρόσωπα έχουν διαμείνει επί μακρό χρονικό διάστημα σε ένα κράτος μέλος σημαίνει ότι έχουν κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή από κοινού πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να αποκηρύξει. Εφόσον εξακολουθούν να υιοθετούν τις αξίες, τους κανόνες και τους τρόπους συμπεριφοράς που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος, ο περιβάλλων κοινωνικός χώρος στη χώρα καταγωγής τους θα αντιλαμβάνεται τα πρόσωπα που έχουν τα χαρακτηριστικά αυτά ως μέλη μιας ιδιαίτερης ομάδας. Για παράδειγμα, η αντίστασή τους στη σύναψη καταναγκαστικού γάμου μπορεί να εκθέσει τις προσφεύγουσες σε δίωξη από την οποία δεν θα τις προστατεύσουν οι αρχές.

17.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πεποίθηση ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κοινή και θεμελιώδη αντίληψη. Η ύπαρξη, στη χώρα καταγωγής, νόμων που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και των κοριτσιών και σκοπούν στην επιβολή δυσανάλογων εις βάρος τους κυρώσεων όταν αυτές παραβιάζουν ορισμένους κανόνες και έθιμα, καταδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα διατρέχουν κίνδυνο να θεωρηθούν ως ιδιαίτερη ομάδα στη χώρα αυτή.

2.      Εισαγωγική παρατήρηση

18.      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά αυτές καθαυτές τις «δυτικοποιημένες γυναίκες» (10). Ωστόσο, στη διάταξη περί παραπομπής υπάρχουν αναφορές στον «δυτικό τρόπο ζωής» και τη «δυτικοποιημένη συμπεριφορά», οι οποίες αντικατοπτρίζουν, ενδεχομένως, τη χρήση των όρων αυτών στην εγκύκλιο του 2000 περί αλλοδαπών (C). Οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις τάσσονται κυρίως υπέρ της απόψεως ότι οι έννοιες «δυτικοποιημένος» και «δυτικός» είναι υπέρμετρα ασαφείς για να εφαρμόζονται στο πλαίσιο των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Συμφωνώ με αυτές τις επισημάνσεις. Η «Ανατολή» και η «Δύση» είναι τεράστιες, ποικιλόμορφες περιοχές με πληθώρα θρησκευτικών παραδόσεων, ηθικών κωδίκων και αξιών. Δεδομένου ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αναλύθηκαν ακριβείς ορισμοί, όροι όπως «δυτικός τρόπος ζωής» και «δυτικοποιημένες γυναίκες» στερούνται, σε μεγάλο βαθμό, νοήματος. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι η εφαρμογή των όρων «ανατολικός» και «δυτικός» στο πλαίσιο ηθικών κωδίκων και αξιών οδηγεί σε μια ψευδεπίγραφη διχοτόμηση που αποτελεί μέρος ενός διχαστικού διαλόγου. Ως εκ τούτου, στις παρούσες προτάσεις αποφεύγεται η χρήση των εν λόγω όρων.

3.      Εκτίμηση

α)      Επισκόπηση του νομικού πλαισίου και εισαγωγή

19.      Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 (11) (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (12). Η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων (13). Μολονότι όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Γενεύης, τούτο δεν ισχύει για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

20.      Η οδηγία 2011/95 καθοδηγεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών με γνώμονα τις κοινές έννοιες, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση της Γενεύης. Το προοίμιο της εν λόγω Συμβάσεως παρατηρεί ότι η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (στο εξής: UNHCR) είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων που εγγυώνται την προστασία των προσφύγων. Λαμβανομένου υπόψη του ρόλου που αναθέτει στην UNHCR η Σύμβαση της Γενεύης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα εκδιδόμενα από την UNHCR έγγραφα έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ερμηνεία της οδηγίας 2011/95 (14). Η οδηγία αυτή πρέπει επίσης να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τον Χάρτη (15).

21.      Η διεθνής προστασία στην οποία αναφέρεται η οδηγία 2011/95 πρέπει, κατ’ αρχήν, να χορηγείται σε υπηκόους τρίτων χωρών ή απάτριδες οι οποίοι έχουν βάσιμο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας (πρόσφυγας) ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη (πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία) εάν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους (16).

22.      Το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95 καθορίζει τους λόγους διώξεως (17). Όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, είναι κρίσιμα για την εκτίμηση του κατά πόσον συντρέχουν λόγοι διώξεως· οι κατηγορίες δε αυτές δεν αποκλείουν η μία την άλλη (18). Η χρήση της λέξεως «ιδίως» στις υποπεριπτώσεις της εν λόγω διατάξεως καταδεικνύει ότι τα εκεί διαλαμβανόμενα δεν έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα. Τέλος, κατά πάγια νομολογία, κάθε απόφαση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας πρέπει να στηρίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση (19).

23.      Η UNHCR έχει επισημάνει ότι η φράση «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» του άρθρου 1Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο εξελικτικό, ανοιχτό στον ποικιλόμορφο και μεταβαλλόμενο χαρακτήρα των συνόλων των διαφόρων κοινωνιών και την εξέλιξη των διεθνών κανόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα κράτη έχουν αναγνωρίσει ότι οι γυναίκες, οι οικογένειες, οι φυλές, οι επαγγελματικές ομάδες και οι ομοφυλόφιλοι συνιστούν ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες για τους σκοπούς της εν λόγω σύμβασης. Ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις που ισχύουν στις κοινωνίες, μια γυναίκα ενδέχεται να μπορεί να θεμελιώσει αξίωση η οποία στηρίζεται στην πολιτική της άποψη (στην περίπτωση που το κράτος εκλαμβάνει τη συμπεριφορά της ως πολιτική δήλωση την οποία επιδιώκει να καταστείλει), στις θρησκευτικές της πεποιθήσεις (εάν η συμπεριφορά της στηρίζεται σε θρησκευτική πεποίθηση στην οποία εναντιώνεται το οικείο κράτος) ή στη συμμετοχή της σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα (20).

24.      Προκειμένου να υφίσταται μια «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» για τους σκοπούς του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, τα μέλη της ομάδας αυτής πρέπει να έχουν κοινά «εγγενή χαρακτηριστικά» ή «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί» ή από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις «τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει». Τα εν λόγω στοιχεία αφορούν αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εσωτερικές πτυχές της ομάδας. Δεύτερον, η ομάδα πρέπει να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο (21). Τούτο συνεπάγεται την ύπαρξη ενός στοιχείου «κοινωνικής αντίληψης» ή αυτού που θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξωτερικές πτυχές της ομάδας. Για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως ως «οικεία χώρα» λογίζεται η χώρα καταγωγής, εν προκειμένω το Ιράκ, και ως «περιβάλλων κοινωνικός χώρος» η κοινωνία σε αυτήν την χώρα καταγωγής.

β)      Εσωτερικές πτυχές μιας ομάδας

25.      Από το γράμμα της δεύτερης περιπτώσεως του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, προκύπτει σαφώς ότι το φύλο (22) και πτυχές συνδεόμενες με το φύλο ενδέχεται να ασκούν καθοριστική επιρροή προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το φύλο ενδέχεται να αποτελεί επαρκές κριτήριο για τον καθορισμό της ομάδας αυτής (23). Κατά την UNHCR, οι γυναίκες αποτελούν ένα σαφές παράδειγμα κοινωνικού υποσυνόλου που προσδιορίζεται από εγγενή χαρακτηριστικά και συχνά αντιμετωπίζουν διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τους άντρες. Σε ορισμένες κοινωνίες, οι γυναίκες εν γένει μπορούν να αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα διότι υφίστανται συστηματικές διακρίσεις όσον αφορά την απόλαυση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων σε σχέση με τους άντρες (24).

26.      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι χρήζουν διεθνούς προστασίας αποκλειστικά και μόνο λόγω του φύλου τους. Διατείνονται ότι δεν μπορούν να αποκηρύξουν τις αξίες, τους κανόνες και τους τρόπους συμπεριφοράς που στηρίζονται στην πεποίθησή τους περί ισότητας των φύλων, τις οποίες υιοθέτησαν στις Κάτω Χώρες. Συνεπώς, το ζήτημα που ανακύπτει είναι εάν η πεποίθηση αυτή μπορεί να συνιστά από κοινού χαρακτηριστικό ή πεποίθηση τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή την συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να την αποκηρύξει. Θα εξετάσω κατ’ αρχάς το νόημα των λέξεων «χαρακτηριστικό» και «πεποίθηση», και εν συνεχεία θα αναλύσω την απαίτηση η κοινή πεποίθηση να είναι τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να την αποκηρύξει.

1)      Το νόημα των όρων «χαρακτηριστικό» και «πεποίθηση»

27.      Όσον αφορά τις αξίες, τους κανόνες και τους τρόπους συμπεριφοράς που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι υιοθέτησαν κατά τη διάρκεια της διαμονής του στις Κάτω Χώρες, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υιοθέτηση αξιών, κανόνων και τρόπων συμπεριφοράς μπορεί να συνιστά «χαρακτηριστικό» τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να το αποκηρύξει.

28.      Η οδηγία 2011/95 δεν παρέχει ορισμούς των εννοιών «εγγενές χαρακτηριστικό» και «χαρακτηριστικό […] τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει» που χρησιμοποιούνται στο άρθρο της 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ. Μεταξύ των ορισμών του «χαρακτηριστικού» ενός προσώπου που ανευρίσκονται στα λεξικά περιλαμβάνεται και αυτός που το αποδίδει ως ένα «διακριτικό στοιχείο ή ιδιότητα που απαντά συνήθως σε ένα άτομο και χρησιμεύει για την αναγνώρισή του». Ο όρος «εγγενές» έχει την έννοια του «σύμφυτου» ή «αυτού που καθορίζεται από παράγοντες που υπάρχουν σε ένα πρόσωπο από τη γέννησή του». Παραδείγματα εγγενών χαρακτηριστικών αποτελούν το ύψος ενός προσώπου, το χρώμα των ματιών του και η γενετική του κληρονομικότητα. Η οδηγία 2011/95 παρέχει ένα μόνο παράδειγμα «κοινού χαρακτηριστικού», δηλαδή τον γενετήσιο προσανατολισμό (25).

29.      Οι ορισμοί αυτοί με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η υιοθέτηση ορισμένων αξιών, κανόνων και τρόπων συμπεριφοράς δεν μπορεί να περιγράφεται ως «χαρακτηριστικό» (26). Η λέξη «πεποίθηση», η οποία σημαίνει την «αποδοχή ή αίσθηση ότι κάτι ισχύει» φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο στην περίπτωση των προσφευγουσών.

30.      Υπό το πρίσμα της απόψεως υπέρ της οποίας τάσσεται η Ολλανδική Κυβέρνηση, είναι κρίσιμο, εν συνεχεία, να εξεταστεί εάν η κοινή πεποίθηση που μνημονεύεται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να ερμηνευθεί ως έμμεση αναφορά σε θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η χρήση της λέξεως «Glaubensüberzeugung» στη γερμανική εκδοχή της οδηγίας μπορεί να δημιουργήσει ορισμένες αμφιβολίες ως προς το εάν η επίμαχη πεποίθηση πρέπει να είναι θρησκευτικής φύσης.

31.      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, το οποίο αφορά τη δίωξη για θρησκευτικούς λόγους αναφέρεται σε «θεϊστικές, αγνωστικιστικές ή αθεϊστικές πεποιθήσεις». Για παράδειγμα, στη απόδοση του συγκεκριμένου άρθρου της οδηγίας 2011/95 στη γερμανική, την αγγλική, τη γαλλική και την ολλανδική γλώσσα, χρησιμοποιούνται οι όροι «religiöse Überzeugung», «religious belief», «croyances religieuses» και «godsdienstige overtuigingen». Κατ’ αντιδιαστολή, οι όροι που χρησιμοποιούνται στην παράγραφο 1, στοιχείο δʹ, του ίδιου άρθρου, είναι «Glaubensüberzeugung», «belief», «croyance» και «geloof», στις αντίστοιχες γλωσσικές αποδόσεις.

32.      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/95, το οποίο αφορά τις πολιτικές διώξεις, αναφέρεται στην υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποιθήσεως επί ζητήματος που σχετίζεται με τους ενδεχόμενους φορείς δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους.

33.      Επομένως, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 αναφέρεται στις θεϊστικές, αγνωστικιστικές ή αθεϊστικές πεποιθήσεις· το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, αναφέρεται στις πολιτικές πεποιθήσεις, απόψεις ή ιδέες· και το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, αναφέρεται σε πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει (27). Σε αυτή τη βάση, ούτε το γράμμα ούτε τα συμφραζόμενα φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι οι πεποιθήσεις κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρέπει να έχουν θρησκευτικό ή πολιτικό χαρακτήρα (28). Επιπλέον, η αντίθετη ερμηνεία θα παραγνώριζε ότι στο πλαίσιο μιας ορισμένης θρησκείας ενδέχεται να υφίστανται πλείστες όσες απόψεις ως προς θεμελιώδη ζητήματα και ότι τα πρόσωπα μπορούν να μεταβάλουν τις απόψεις του ως προς τα ζητήματα αυτά χωρίς ωστόσο να μεταβάλουν το θρήσκευμά τους (29).

2)      Είναι η επίμαχη πεποίθηση τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να την αποκηρύξει;

34.      Η πεποίθηση περί ισότητας των φύλων διαμορφώνει ένα ευρύ φάσμα επιλογών που συνδέονται με τη μόρφωση και την επιλογή επαγγελματικής σταδιοδρομίας, την έκταση και τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων στη δημόσια σφαίρα, τη δυνατότητα επίτευξης οικονομικής ανεξαρτησίας μέσω της εργασίας εκτός οικίας, τις αποφάσεις σχετικά με το εάν ένα πρόσωπο θα επιλέξει να διαμένει μόνο του ή με την οικογένειά του, και την ελεύθερη επιλογή συντρόφου. Τα ζητήματα αυτά είναι θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ενός προσώπου (30).

35.      Τα άρθρα 2 και 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, κατοχυρώνουν την ισότητα των φύλων ως μία από τις βασικές αξίες και στόχους της Ένωσης και η νομολογία του Δικαστηρίου την αναγνωρίζει ως θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης. Το άρθρο 8 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, σε όλες τις δράσεις της, η Ένωση επιδιώκει να εξαλειφθούν οι ανισότητες και να προαχθεί η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το άρθρο 19 ΣΛΕΕ παρέχει στην Ένωση τη δυνατότητα να θεσπίσει νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου. Το άρθρο 157 ΣΛΕΕ θεσπίζει την αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για εργασία της αυτής αξίας και παρέχει τη νομική βάση για τη θέσπιση νομοθεσίας για την ισότητα των φύλων στον τομέα της απασχόλησης. Το άρθρο 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ αναγνωρίζει τη θετική δράση ως μέσο για την επίτευξη της ισότητας των φύλων.

36.      Ήδη από τη θέσπιση των πρώτων οδηγιών στον συγκεκριμένο τομέα τη δεκαετία του 1970, η Ένωση έχει αναπτύξει εκτενή νομοθεσία σχετικά με την ισότητα των φύλων, κυρίως στον τομέα της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων όπως η ίση αμοιβή, η κοινωνική ασφάλιση, η απασχόληση, οι συνθήκες εργασίας και η παρενόχληση (31). Η νομοθεσία αυτή απαγορεύει τις άμεσες και έμμεσες διακρίσεις λόγω φύλου και δημιουργεί εκτελεστά δικαιώματα για τους ιδιώτες στις έννομες τάξεις των κρατών μελών (32).

37.      Οι αξίες, οι κανόνες και οι τρόποι συμπεριφοράς που υποστηρίζουν ότι υιοθέτησαν οι προσφεύγουσες κατά την παραμονή τους στις Κάτω Χώρες αντικατοπτρίζουν επίσης αρκετά από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται πλέον στον Χάρτη. Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη, περιλαμβάνει το δικαίωμα απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φύλου. Το άρθρο 23 του Χάρτη αναγνωρίζει την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης, της εργασίας και των αποδοχών (33). Το άρθρο 9 του Χάρτη αναφέρεται στο δικαίωμα των προσώπων να παντρεύονται ελεύθερα. Το άρθρο 11 του Χάρτη προβλέπει την ελευθερία έκφρασης. Το άρθρο 14 κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην πρόσβαση στην επαγγελματική και συνεχή κατάρτιση. Το άρθρο 15 του Χάρτη προβλέπει το δικαίωμα κάθε προσώπου να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελμα το οποίο επιλέγει (34). Τα κράτη μέλη είναι επίσης συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών, η οποία σκοπεί στην προώθηση της ισότιμης αναγνώρισης, απόλαυσης και άσκησης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, αστικό και οικιακό τομέα (35).

38.      Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι πολλοί άνθρωποι οι οποίοι έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις Κάτω Χώρες έχουν επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό από την αξία της ισότητας των φύλων ώστε αυτή να συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητάς τους.

39.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, φρονώ ότι κορίτσια και γυναίκες οι οποίες έχουν υιοθετήσει αξίες, κανόνες και τρόπους συμπεριφοράς που αντικατοπτρίζουν την πεποίθηση περί ισότητας των φύλων δεν μπορεί να αναμένεται να αποκηρύξουν την πεποίθησή τους αυτή, όπως ακριβώς δεν αναμένεται από ένα πρόσωπο να αποκηρύξει τις θρησκευτικές ή πολιτικές του πεποιθήσεις ή να απαρνηθεί τον γενετήσιο προσανατολισμό του. Εξ αυτού συνάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αναμένουν από τα κορίτσια και τις γυναίκες να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους ενεργώντας με διακριτικότητα προκειμένου να παραμείνουν ασφαλείς, πολλώ δε μάλλον λόγω του ότι, ως εκ της φύσεώς τους, οι πτυχές της ταυτότητας ενός προσώπου που διαμορφώνονται από την πεποίθησή του περί ισότητας των φύλων εκδηλώνονται, συνήθως, δημοσίως (36). Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, όσον αφορά τους ομοφυλόφιλους, ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 δεν προβλέπει περιορισμούς όσον αφορά τη στάση που τα μέλη της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας δύνανται να τηρήσουν σχετικά με την ταυτότητά τους ή με τις συμπεριφορές τους (37).

40.      Το ζήτημα που ανακύπτει, επομένως, είναι εάν οι προσφεύγουσες έχουν αποδεχθεί και υιοθετήσει την πεποίθηση περί ισότητας των φύλων σε βαθμό τέτοιον ώστε να έχει καταστεί μέρος της ταυτότητάς τους (38). Λαμβανομένων υπόψη των ηλικιών των προσφευγουσών και της διάρκειας της παραμονής τους στις Κάτω Χώρες, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ευλόγως ότι έχουν περάσει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος  σημαντικό μέρος της περιόδου της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητά τους (39). Ουδόλως αμφισβητώ ότι η ενσωμάτωση των προσφευγουσών στην κουλτούρα του εν λόγω κράτους μέλους αποτέλεσε μια συγκλονιστική εμπειρία, η οποία τους προσέφερε δυνατότητες και άνοιξε προοπτικές για το μέλλον τους τις οποίες δεν θα γνώριζαν σε διαφορετική περίπτωση. Ως εκ τούτου, είναι αρκετά πιθανό, σε αντίθεση με τους συνομήλικούς τους στο Ιράκ που δεν είχαν τη δυνατότητα να βιώσουν την εμπειρία αυτή, να έχουν υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής ο οποίος αντικατοπτρίζει την αναγνώριση και απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως την πεποίθησή τους περί ισότητας των φύλων, σε βαθμό που να έχουν αποδεχθεί και υιοθετήσει την εν λόγω πεποίθηση ώστε αυτή να έχει καταστεί πτυχή του χαρακτήρα τους. Οι αρμόδιες αρχές, και, εν τέλει, τα εθνικά δικαστήρια, πρέπει να εκτιμήσουν σε ποιον βαθμό συμβαίνει αυτό με γνώμονα τις ατομικές περιστάσεις των προσφευγουσών, λαμβανομένης υπόψη, εφόσον απαιτείται, της εκτιμήσεως που παρατίθεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 (40).

γ)      Εξωτερικές πτυχές της ομάδας

41.      Παρά τη σχετική ασάφεια, φαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί με ποιον τρόπο οι αρμόδιες αρχές και τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να κρίνουν κατά πόσον ικανοποιείται η απαίτηση της δεύτερης περιπτώσεως του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, δηλαδή κατά πόσον μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Το συγκεκριμένο ερώτημα εγείρει ζητήματα σχετικά με το βάρος αποδείξεως και την επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών των προσφευγουσών.

1)      Βάρος αποδείξεως

42.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει ότι η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση, μεταξύ άλλων: α) όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους, β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών και γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία (41). Κατά συνέπεια, οι αιτούντες οφείλουν να διατυπώνουν και να τεκμηριώνουν τους λόγους για τους οποίους φοβούνται ότι θα υποστούν δίωξη στη χώρα καταγωγής τους.

43.      Εκτείνεται η απαίτηση αυτή έως του σημείου να πρέπει να τεκμηριωθεί ότι η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στην οποία υποστηρίζουν ότι ανήκουν οι προσφεύγουσες έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, δηλαδή της άποψης υπέρ της οποίας φαίνεται να τάσσεται η Ολλανδική Κυβέρνηση; Φρονώ πως όχι. Οι δηλώσεις τις οποίες οφείλουν να υποβάλουν οι αιτούντες δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, προκειμένου να τεκμηριώσουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας συνιστούν απλώς την αφετηρία της διεξαγόμενης από τις αρμόδιες αρχές διαδικασίας αξιολόγησης των γεγονότων και των περιστάσεων στα οποία στηρίζονται οι εν λόγω αιτήσεις. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει επίσης ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του (42).

44.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, πρακτικώς,  η απαίτηση συνεργασίας που βαρύνει το κράτος μέλος έχει την έννοια ότι, εάν για οποιονδήποτε λόγο τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο αιτών την παροχή διεθνούς προστασίας δεν είναι πλήρη, πρόσφατα ή συναφή, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να συνεργαστεί ενεργώς, στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, με τον αιτούντα προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή όλων των στοιχείων που τεκμηριώνουν την εν λόγω αίτηση. Εξάλλου, ένα κράτος μέλος έχει καλύτερη πρόσβαση από τον αιτούντα σε ορισμένα είδη εγγράφων (43). Συνεπώς, το βάρος αποδείξεως ότι μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα σε συγκεκριμένη χώρα φαίνεται να βαρύνει εξίσου τον αιτούντα και το κράτος μέλος και όχι αποκλειστικά τον πρώτο. Συναφώς, είναι επίσης σκόπιμο να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95, πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος οι οποίες δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις δεν χρειάζονται επιβεβαίωση όταν, μεταξύ άλλων, οι δηλώσεις αυτές θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του.

45.      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει ότι, κατά την αξιολόγηση του βασίμου του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον δράστη της δίωξης (44). Από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως καθίσταται σαφές ότι αυτή τίθεται σε εφαρμογή αφ’ ης στιγμής αποδειχθεί ότι υφίσταται μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Σε αντίθεση προς όσα διαλαμβάνει το αιτούν δικαστήριο, η εξέταση της αντίληψης του δράστη της διώξεως δεν αντικαθιστά, ούτε καθιστά λιγότερο σημαντική, την εκτίμηση του ζητήματος εάν μια ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στη χώρα καταγωγής. Επηρεάζει απλώς τον βαθμό στον οποίον πρέπει να αποδειχθεί ότι ο αιτών αποτελεί μέλος της εν λόγω κοινωνικής ομάδας, καθόσον για τους σκοπούς της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ενδέχεται να αρκεί απλώς ότι το πρόσωπο αυτό γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο (45).

2)      Εξέταση επί της ουσίας

46.      Το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η ύπαρξη ποινικών νόμων που στρέφονται ειδικώς κατά ομοφυλοφίλων συνηγορεί υπέρ της εκτιμήσεως ότι τα πρόσωπα αυτά αποτελούν χωριστή ομάδα η οποία γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Κατ’ επέκταση, το γεγονός ότι η κοινωνία αποδέχεται μια ορισμένη συμπεριφορά από τους άνδρες ενώ η ίδια συμπεριφορά από τις γυναίκες επισύρει κυρώσεις, αποτελεί ένδειξη ότι ο περιβάλλων κοινωνικός χώρος αντιλαμβάνεται τις γυναίκες, ή ορισμένες γυναίκες, ως ιδιαίτερο σύνολο. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τους νομικούς κανόνες και τα κοινωνικά και πολιτιστικά έθιμα της χώρας καταγωγής του αιτούντος (46).

47.      Οι πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (στο εξής: ΟΕΕΑ) (47) σχετικά με το Ιράκ, καθορίζουν τις ομάδες των προσώπων τις οποίες ο περιβάλλων κοινωνικός χώρος αντιλαμβάνεται ως ιδιαίτερες. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χώρα αυτή, πρόσωπα, ιδίως γυναίκες, τα οποία προσβάλλουν τα κοινωνικά ήθη ενδέχεται να χαρακτηριστούν ως ανήθικα, στιγματίζονται και διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη (48). Μεταξύ των ως άνω προσβολών φέρεται να συγκαταλέγονται οι εκτός γάμου σεξουαλικές σχέσεις, η ιδιότητα του θύματος βιασμού ή άλλων μορφών σεξουαλικής βίας, η άρνηση γάμου με τον άνδρα που έχει επιλεγεί από την οικογένεια (49), η σύναψη γάμου παρά τις επιθυμίες της οικογένειας, η ακατάλληλη εμφάνιση ή ενδυμασία και οι μη αποδεκτές συναναστροφές ή συναντήσεις. Αναφέρεται επίσης ότι η αποδεκτή απασχόληση για τις γυναίκες περιορίζεται στους τομείς των οικιακών εργασιών και στις κυβερνητικές υπηρεσίες. Η κοινωνία αποδοκιμάζει τις γυναίκες και τα κορίτσια που εργάζονται σε καταστήματα, σε καφέ, στη διασκέδαση, στη νοσηλευτική ή στον τομέα των μεταφορών. Οι δημόσιες δραστηριότητες των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας και των δραστηριοτήτων τους στο διαδίκτυο, ενδέχεται να συνεπάγονται την παρενόχλησή τους. Οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε διαμαρτυρίες καθόσον οι οικογένειές τους φοβούνται ότι θα αντιμετωπιστούν δυσμενώς. Η δυσφήμησή τους όσον αφορά τον γενετήσιο προσανατολισμό τους ενδέχεται να τις εκθέσει σε στιγματισμό εκ μέρους της κοινωνίας ή να θεωρηθεί ότι συνιστά προσβολής της οικογενειακής τους τιμής (50).

48.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα κορίτσια και οι γυναίκες που πιστεύουν στην ισότητα των φύλων μπορεί στο Ιράκ να θεωρηθεί ότι προσβάλλουν τα κοινωνικά ήθη λόγω των εκφράσεων της συγκεκριμένης πεποιθήσεώς τους, για παράδειγμα, μέσω δηλώσεων ή συμπεριφορών που συνδέονται με επιλογές οι οποίες αφορούν ζητήματα όπως η εκπαίδευση, η επαγγελματική σταδιοδρομία και η εργασία εκτός οικίας, η έκταση και ο χαρακτήρας των δραστηριοτήτων στη δημόσια σφαίρα, αποφάσεις σχετικά με την επιθυμία να ζήσουν μόνες τους ή με την οικογένειά τους και η ελεύθερη επιλογή συντρόφου. Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές και στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν εάν αυτό πράγματι ισχύει για τις προσφεύγουσες με βάση τις ατομικές τους περιστάσεις.

δ)      Δίωξη

49.      Ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις υποστηρίζουν ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν καμία απόδειξη από την οποία να προκύπτει ότι θα εκτεθούν σε πράξεις δίωξης μετά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους. Αυτό το ζήτημα, καίτοι συναφές (51), είναι διαφορετικό από το εάν αποτελούν μέλη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95. Το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας που αφορούν ειδικώς την εξέταση του βασίμου του φόβου διώξεως. Αρκεί να υπογραμμιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95, κατά την εξέταση του ζητήματος εάν ο αιτών έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας. Προς τον σκοπό αυτόν, μεριμνούν για τη λήψη ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών από σχετικές πηγές όπως η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο.

50.      Οι πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές για το Ιράκ καταδεικνύουν ότι κορίτσια και γυναίκες που προσβάλλουν τα κοινωνικά ήθη είναι πιθανό να εκτεθούν σε πράξεις οι οποίες είναι τόσο σοβαρές ώστε να ισοδυναμούν με δίωξη (52). Ως εκ τούτου, είναι πιθανόν, συνεπεία του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες γίνονται αντιληπτές ως μέλη μιας ιδιαίτερης ομάδας (53), να αντιμετωπίσουν τόσο οι ίδιες όσο και οι στενοί συγγενείς τους αντιδράσεις οι οποίες συνιστούν δίωξη κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 2011/95. Εναπόκειται και πάλι στις αρμόδιες αρχές και στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν την πιθανότητα και τη σοβαρότητα αυτών των κινδύνων υπό το πρίσμα των περιστάσεων των προσφευγουσών.

Β.      Τρίτο προδικαστικό ερώτημα

51.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αποτελείται από δύο σκέλη. Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν, στο πλαίσιο αιτήσεως διεθνούς προστασίας, το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί από τον φορέα λήψεως της απόφασης να προσδιορίσει και να λάβει υπόψη του το μείζον συμφέρον του παιδιού, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη. Δεύτερον, ζητεί να διευκρινιστεί εάν η απάντηση στο πρώτο σκέλος θα ήταν διαφορετική στην περίπτωση που το μείζον συμφέρον του παιδιού πρέπει να ληφθεί υπόψη στην αποκαλούμενη «χορήγηση άδειας διαμονής βάσει των εκ του νόμου προβλεπόμενων λόγων».

52.      Συναφώς, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι η εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία αφορά μεταγενέστερες, και όχι αρχικές, αιτήσεις διεθνούς προστασίας (54).

1.      Επί του πρώτου σκέλους

53.      Το άρθρο 2, στοιχείο ιαʹ, της οδηγίας 2011/95, προβλέπει ότι ανήλικος, με άλλα λόγια παιδί, είναι «ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών».

54.      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, και το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, επιβεβαιώνουν τον θεμελιώδη χαρακτήρα των δικαιωμάτων του παιδιού και την απαίτηση τα κράτη μέλη να σέβονται τα δικαιώματα αυτά όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η οδηγία 2011/95 πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη (55). Τούτο αντικατοπτρίζεται τόσο στην αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95, η οποία αναφέρει ότι η εν λόγω οδηγία σκοπό έχει να προωθήσει την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 24 του Χάρτη, όσο και στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας, η οποία επισημαίνει ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού (56). Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του.

55.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, απαιτεί η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας αποσαφηνίζει ότι οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης μπορούν, μεταξύ άλλων, να έχουν τη μορφή πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά (57).

56.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων και όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (58), φρονώ ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού πρέπει να εξετάζεται σε εξατομικευμένη βάση και να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των μεταγενέστερων αιτήσεων.

57.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι ολλανδικές αρμόδιες αρχές λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους τα συμφέροντα των παιδιών καθόσον αυτά αποτυπώνονται καταλλήλως σε όλες τις διαδικαστικές πτυχές της εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που αφορούν ή σχετίζονται με παιδιά, για παράδειγμα με τη χρήση διαδικασιών συνέντευξης κατάλληλων για παιδιά (59).

58.      Η πρόβλεψη δικονομικών εγγυήσεων με γνώμονα την προστασία των παιδιών έχει τεράστια πρακτική σημασία. Εντούτοις, από κανένα στοιχείο του άρθρου 24 του Χάρτη, των άρθρων 3, 9, 12 και 13 της Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Παιδιού, στα οποία στηρίζεται η εν λόγω διάταξη του Χάρτη, της οδηγίας 2011/95 ή της νομολογίας του Δικαστηρίου δεν δύναται να συναχθεί ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση της ουσίας των αιτήσεων που αφορούν παιδιά. Το ίδιο το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη προβλέπει ότι το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού «πρέπει» να λαμβάνεται υπόψη σε «όλες» τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά (60). Κατά πάγια νομολογία, μόνον κατόπιν γενικής και εμπεριστατωμένης εκτιμήσεως της καταστάσεως του παιδιού είναι δυνατόν να προσδιορισθούν τα «βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού» (61). Συναφώς, η άποψη ειδικών εμπειρογνωμόνων ενδέχεται να είναι χρήσιμη ή ακόμη και αναγκαία. Η Επιτροπή ορθώς υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται κατόπιν της δέουσας εξέτασης και το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να μπορεί να ζητήσει συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί, μεταξύ άλλων, ζητημάτων που άπτονται των παιδιών (62).

59.      Θα προσέθετα ότι στην περίπτωση που έχει επέλθει σημαντική και ουσιώδης μεταβολή στην κατάσταση ή την υγεία ενός παιδιού μεταξύ της ημερομηνίας εξετάσεως της αρχικής αίτησης διεθνούς προστασίας και ενδεχόμενης μεταγενέστερης αιτήσεως, είναι, ενδεχομένως, σκόπιμη μια νέα αξιολόγηση προκειμένου να προσδιοριστεί το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού (63).

60.      Οι αποφάσεις σχετικά με το πότε και με ποιον ακριβώς τρόπο πρέπει να κρίνονται και να συνεκτιμώνται αυτού του είδους τα ζητήματα εμπίπτουν στην άσκηση της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης σεβασμού των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (64).

61.      Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού είναι αναγκαία προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί αιτήσεως ανηλίκου για χορήγηση διεθνούς προστασίας ή απόφαση που τον αφορά ή έχει σημαντικές συνέπειες γι’ αυτόν (65), η οποία θα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2011/95, υπό το πρίσμα των άρθρων 24, παράγραφος 2, και 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Στο πλαίσιο της εν λόγω αξιολογήσεως πρέπει να συνεκτιμώνται παράγοντες όπως η βιολογική και αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού, το φύλο, η ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση του, η οικογενειακή του κατάσταση, η εκπαίδευση και η κατάσταση της σωματικής και διανοητικής του υγείας (66).

62.      Συναφώς, συμφωνώ με τις παρατηρήσεις της Τσεχικής, της Ουγγρικής και της Ολλανδικής Κυβέρνησης ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού δεν αποτελεί παρά ένα μόνο στοιχείο στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας, καίτοι πρωταρχικής σημασίας. Είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι σκοπός της οδηγίας 2011/95 είναι να εξακριβωθεί ποια πρόσωπα, λόγω των περιστάσεων, χρήζουν διεθνούς προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε πραγματικό και νομικό επίπεδο. Η διεθνής προστασία χορηγείται μόνο σε πρόσφυγες και σε πρόσωπα που δικαιούνται επικουρικής προστασίας όπως αυτά ορίζονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, της εν λόγω οδηγίας. Εντός αυτού του νομικού πλαισίου, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αντιμετωπίζουν το μείζον συμφέρον του παιδιού ως πρωταρχικό μέλημα (67) και είναι αντίθετη στην όλη οικονομία και τους σκοπούς της οδηγίας 2011/95 η χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα και του καθεστώτος επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών ευρισκόμενους σε καταστάσεις που ουδόλως σχετίζονται με τη λογική της διεθνούς προστασίας (68).

63.      Χαρακτηριστικό παράδειγμα αίτησης διεθνούς προστασίας όπου το μείζον συμφέρον του παιδιού έχει ιδιαίτερη σημασία αποτελούν περιπτώσεις στις οποίες οι ιδιαίτερες πνευματικές ή σωματικές αδυναμίες από τις οποίες πάσχει ένα παιδί έχουν ως συνέπεια πράξεις οι οποίες δεν θα θεωρούνταν ως πράξεις δίωξης εάν τελούνταν εις βάρος άλλου παιδιού που δεν πάσχει από τις ως άνω αδυναμίες ή εις βάρος ενήλικα, να έχουν σοβαρότερες επιπτώσεις στο παιδί αυτό υπό το πρίσμα των λοιπών συναφών περιστάσεων, όπως η δυνατότητα οικογενειακής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής, σε τέτοιο βαθμό που να ισοδυναμούν με πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 2011/95. Το μείζον συμφέρον του παιδιού είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό στο πλαίσιο των μορφών δίωξης που αφορούν ειδικώς τα παιδιά (69).

64.      Μια τέτοια κατάσταση είναι σαφώς διαφορετική από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση M’Bodj (70), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η έλλειψη κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής του αιτούντος δεν συνιστά απάνθρ ωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εκ προθέσεως αρνήσεως χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον πάσχοντα από σοβαρή ασθένεια αιτούντα, και ότι απαγορεύεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που χορηγούν επικουρική προστασία σε υπηκόους τρίτων χωρών που πάσχουν από σοβαρή ασθένεια λόγω του κινδύνου επιδεινώσεως της υγείας τους συνεπεία της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής.

65.      Και στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές, και εν τέλει στα εθνικά δικαστήρια, να αξιολογήσουν όλα τα ως άνω ζητήματα στο πλαίσιο των ατομικών αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

2.      Επί του δευτέρου σκέλους

66.      Από τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένο από το αιτούν δικαστήριο το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν χρήζει απαντήσεως στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο σκέλος είναι ότι το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί από τον φορέα λήψης της απόφασης να προσδιορίζει και να λαμβάνει υπόψη του το μείζον συμφέρον του παιδιού όταν αποφασίζει επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

67.      Εν πάση περιπτώσει, από τη διάταξη περί παραπομπής δεν είναι εύκολο να συναχθεί με ποιον τρόπο θα μπορούσε να συνδέεται, είτε με βάση τα πραγματικά περιστατικά είτε με βάση τη λογική, αυτό το οποίο συμβαίνει στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που αφορά την «αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής με βάση τους εκ του νόμου προβλεπόμενους λόγους», η οποία, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν καταλαμβάνεται από το δίκαιο της Ένωσης (71) και των αιτήσεων διεθνούς προστασίας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2011/95 στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Η Γαλλική και η Ουγγρική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή φρονούν ότι η διάταξη περί παραπομπής περιέχει ανεπαρκή πληροφοριακά στοιχεία, ιδίως όσον αφορά το τι ακριβώς σημαίνει «αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής με βάση τους εκ του νόμου προβλεπόμενους λόγους», και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορεί να παράσχει μια χρήσιμη απάντηση επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος. Επιπλέον, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ο νομικός εκπρόσωπος των προσφευγουσών επιβεβαίωσε ότι η υπό κρίση διαδικασία αφορά αποκλειστικά και μόνο τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας και όχι «αιτήσεις χορηγήσεως άδειας διαμονής με βάση τους εκ του νόμου προβλεπόμενους λόγους». Τούτο επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ότι το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος ουδόλως επηρεάζει την επίλυση της ένδικης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Λόγω των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει ως απαράδεκτο το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και να μην το εξετάσει περαιτέρω (72).

Γ.      Τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

68.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορά ειδικώς τη βλάβη που ενδέχεται να υποστεί ένας ανήλικος συνεπεία της μακράς διαμονής του σε κράτος μέλος, και το σε ποιο στάδιο, εφόσον απαιτείται, πρέπει αυτή να λαμβάνεται υπόψη κατά την επί της ουσίας αξιολόγηση μεταγενέστερης αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Το αιτούν δικαστήριο εικάζει ότι είναι, ενδεχομένως, κρίσιμο να συνεκτιμηθεί εάν η απόφαση επί της αρχικής αιτήσεως εκδόθηκε εντός της προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης προθεσμίας, εάν η διαμονή του αιτούντος στο κράτος μέλος είναι νόμιμη και εάν τηρήθηκε ή εκτελέστηκε η επιβληθείσα σε προγενέστερο χρόνο υποχρέωση επιστροφής.

69.      Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν καθυστέρηση ή βλάβη στην ανάπτυξή τους λόγω της πιέσεως που δέχθηκαν ζώντας με την αβεβαιότητα της έκβασης των αρχικών αιτήσεων διεθνούς προστασίας που είχαν υποβληθεί από την οικογένειά τους και την απειλή της αναγκαστικής επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, και προς επίρρωση των ισχυρισμών αυτών προσκόμισαν έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία. Πέραν του πληρεξουσίου δικηγόρου των προσφευγουσών, όλοι οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος υποστηρίζουν ότι η έκβαση των μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας δεν θα πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα τέτοιου είδους βλάβη.

70.      Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαβίωση υπό παρατεταμένη αβεβαιότητα και υπό το κράτος απειλής μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πίεσης που ενδέχεται να οδηγήσει σε καθυστέρηση ή βλάβη στην ανάπτυξη των παιδιών (73). Τούτο όμως δεν αποτελεί καθεαυτό στοιχείο στο οποίο θεμελιώνεται δικαίωμα διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 ή δικαιολογεί μια πιο επιεική προσέγγιση κατά την εξέταση της σχετικής αίτησης, όπως φαίνεται να υπονοεί το αιτούν δικαστήριο. Οι γονείς των προσφευγουσών αποφάσισαν ότι ήταν προς το μείζον συμφέρον των παιδιών τους να εξαντλήσουν όλα τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα στο πλαίσιο της αρχικής αιτήσεως διεθνούς προστασίας της οικογένειας και να καταθέσουν μεταγενέστερες αιτήσεις για λογαριασμό των τέκνων τους. Από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η εξέταση των εν λόγω αιτήσεων και η εκδίκαση των προσφυγών διήρκεσε περισσότερο χρόνο από τον ευλόγως αναμενόμενο. Οι αποφάσεις των γονέων των προσφευγουσών είχαν ως αναπόφευκτη συνέπεια την παράταση της διαμονής της οικογένειας στις Κάτω Χώρες. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό το πρίσμα αυτών των περιστάσεων, οι γονείς είχαν εξετάσει τις συνέπειες που θα είχαν οι αποφάσεις τους στην ευημερία των παιδιών τους. Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι έλαβαν τις αποφάσεις αυτές στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι ήταν καλύτερα για τα παιδιά τους να διαμένουν στις Κάτω Χώρες παρά να επιστρέψουν στο Ιράκ. Μπορεί αυτή να μην ήταν η ιδανική επιλογή, αλλά λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των ίδιων των προσφευγουσών δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτές υπέστησαν μεγαλύτερη βλάβη σε σχέση με εκείνη που θα είχαν υποστεί εάν οι γονείς τους είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν μαζί τους στο Ιράκ.

71.      Τέλος, κατά τη λήψη αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας που αφορούν ανήλικους, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αναπτυξιακή τους ηλικία και η κατάσταση της σωματικής και ψυχικής τους υγείας κατά τον χρόνο που διενεργείται η σχετική αξιολόγηση. Συναφώς, περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη ή την υγεία του παιδιού κατά το παρελθόν ουδεμία επιρροή ασκούν.

Δ.      Πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

72.      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν εθνική νομική πρακτική η οποία διακρίνει μεταξύ της αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια ότι στο πλαίσιο των μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας δεν λαμβάνονται υπόψη οι εκ του νόμου προβλεπόμενοι λόγοι, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη.

73.      Αδυνατώ να διακρίνω τη σύνδεση με το δίκαιο της Ένωσης και τη λυσιτέλεια του συγκεκριμένου προδικαστικού ερωτήματος στο πλαίσιο της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία αφορά μεταγενέστερες αιτήσεις διεθνούς προστασίας και όχι αιτήσεις χορηγήσεως άδειας διαμονής βάσει των εκ του νόμου προβλεπόμενων λόγων, οι οποίες, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα ως απαράδεκτο για τους ίδιους ακριβώς λόγους με εκείνους που παρατέθηκαν στο σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.

V.      Πρόταση

74.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) ως ακολούθως:

1)       Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχει την έννοια ότι:

–        υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι είναι κορίτσια και γυναίκες έχουν ένα κοινό εγγενές χαρακτηριστικό λόγω του βιολογικού τους φύλου και, συνεπεία του γεγονότος ότι έχουν διαμείνει σε κράτος μέλος για σημαντικό χρονικό διάστημα της περιόδους της ζωής τους κατά την οποία διαμόρφωσαν την ταυτότητά τους, ενδέχεται η κοινή τους πεποίθηση περί ισότητας των φύλων να είναι τόσο θεμελιώδους σημασίας ώστε να μην πρέπει να αναγκάζονται να την αποκηρύξουν·

–        προκειμένου να κριθεί εάν μια ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στη χώρα καταγωγής για τον λόγο ότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/95, να λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα συναφή στοιχεία  που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους σε συνδυασμό με ενδεχόμενα συναφή στοιχεία που υποβάλει ο αιτών διεθνή προστασία·

–        ομάδα η οποία αποτελείται από γυναίκες και κορίτσια τα οποία έχουν την κοινή πεποίθηση περί ισότητας των φύλων έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στη χώρα καταγωγής εφόσον, σε περίπτωση που εκφραστεί η πεποίθηση αυτή μέσω δηλώσεων ή τρόπων συμπεριφοράς, γίνεται αντιληπτή από την κοινωνία στην εν λόγω χώρα ως συμπεριφορά που προσβάλλει τα κοινωνικά ήθη·

–        η κοινή πεποίθηση περί ισότητας των φύλων δεν είναι αναγκαίο να έχει θρησκευτικό ή πολιτικό υπόβαθρο.

2)      Η οδηγία 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 24, παράγραφος 2, και το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχουν την έννοια ότι:

–        δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης εθνική πρακτική κατά την οποία ο φορέας λήψης της απόφασης, στο πλαίσιο διενέργειας της επί της ουσίας εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας ή μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, δεν λαμβάνει υπόψη του ως στοιχείο πρωταρχικής σημασίας το μείζον συμφέρον του παιδιού ή σταθμίζει το μείζον συμφέρον του παιδιού χωρίς προηγουμένως να προσδιορίζει σε κάθε διαδικασία ποιο ακριβώς είναι το μείζον συμφέρον του παιδιού·

–        η μεθοδολογία και η διαδικασία για τον προσδιορισμό του μείζονος συμφέροντος του παιδιού αποτελούν ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητας των κρατών μελών, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας·

–        η βλάβη την οποία έχει υποστεί ένας ανήλικος συνεπεία της μακράς διαμονής του σε κράτος μέλος ουδεμία επιρροή ασκεί στην απόφαση που εκδίδεται επί μεταγενέστερης αιτήσεως διεθνούς προστασίας όταν η μακρά αυτή διαμονή στο εν λόγω κράτος μέλος είναι συνέπεια της αποφάσεως των γονέων ή κηδεμόνων του ανηλίκου να εξαντλήσουν τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα προκειμένου να προσβάλουν την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως και να υποβάλουν μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Στις παρούσες προτάσεις, θα αναφέρομαι σε αυτές ως «προσφεύγουσες».


3      Αιτήσεις της 4ης Απριλίου 2019. Το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 280, σ. 60), ορίζει ως μεταγενέστερη αίτηση κάθε περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη τελεσίδικης απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο αιτών ρητά ανακάλεσε την αίτησή του και περιπτώσεων όπου η αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση μετά από τη σιωπηρή της ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.


4      Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2020, κατά των οποίων ασκήθηκαν οι από 28 Δεκεμβρίου 2020 προσφυγές που εκδικάστηκαν από το αιτούν δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2021.


5      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


6      Μολονότι η συγκεκριμένη παράγραφος αποτελεί μέρος του κεφαλαίου που επιγράφεται «Κατευθυντήριες γραμμές ανά χώρα» σχετικά με το Αφγανιστάν, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά προσφεύγουσες από το Ιράκ.


7      Διάταξη περί παραπομπής, σκέψη 23.


8      Werkinstructie 2019/1, Het beoordelen van asielaanvragen van verwesterde vrouwen (υπηρεσιακή οδηγία 2019/1, Η εξέταση των αιτήσεων ασύλου δυτικοποιημένων γυναικών).


9      Παράγραφος C.2.3.2. της εγκυκλίου του 2000 περί αλλοδαπών (C).


10      Διάταξη περί παραπομπής, σκέψη 25.


11      Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954).


12      Το εν λόγω πρωτόκολλο αφαίρεσε τους χρονικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς της Συμβάσεως της Γενεύης ώστε να εφαρμόζεται παγκοσμίως και να μην καλύπτει μόνο πρόσωπα τα οποία είχαν αποκτήσει το καθεστώς πρόσφυγα συνεπεία των γεγονότων που είχαν συμβεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 1951.


13      Βλ. άρθρο 78 ΣΛΕΕ σχετικά με την ανάπτυξη κοινής πολιτικής στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας δυνάμει της Σύμβασης της Γενεύης και του πρωτοκόλλου της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων. Βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 14 και 22 έως 24 της οδηγίας 2011/95.


14      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας) (C-91/20, EU:C:2021:898, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95 και απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z (C-71/11 και C-99/11, EU:C:2012:518, σκέψεις 47 και 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ. άρθρα 13 και 18 της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με τους ορισμούς των εννοιών «πρόσφυγας» και «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» στο άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, αντιστοίχως. Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι αυτό περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες ο  βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης μπορεί να στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα καταγωγής του. Με τη διάταξη περί παραπομπής δεν ζητείται η ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως.


17      Βλ. σημείο 2 των παρουσών προτάσεων.


18      Μολονότι η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, αναφέρεται στο γεγονός ότι «[λ]αμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας», τούτο δεν σημαίνει ότι οι συνδεόμενες με το φύλο πτυχές δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των λοιπών λόγων διώξεως που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95.


19      Άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95. Βλ., επίσης, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova (C-652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και UNHCR, Guidelines on International Protection: Gender-Related Persecution within the context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 protocol relating to the Status of Refugees, [Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διεθνή προστασία: Δίωξη που συνδέεται με το φύλο στο πλαίσιο του άρθρου 1Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του 1951 και/ή του πρωτοκόλλου του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων], 7 Μαΐου 2002, σημείο 7.


20      Βλ. UNHCR Guidelines on International Protection [Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας για τη Διεθνή Προστασία]: «Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» κατά την έννοια του άρθρου 1Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του 1951 και/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων, 7 Μαΐου 2002, σημεία 3 και 4.


21      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει εάν οι σωρευτικές αυτές προϋποθέσεις πληρούνται στο πλαίσιο μιας δεδομένης πραγματικής καταστάσεως: απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova (C-652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Η οδηγία 2011/95 δεν ορίζει το φύλο, έννοια που ορίζεται σε άλλο νομοθέτημα ως υποδηλώνουσα «τους κοινωνικά δομημένους ρόλους, συμπεριφορές, δραστηριότητες και ιδιότητες που μια δεδομένη κοινωνία θεωρεί κατάλληλες για τους άνδρες και τις γυναίκες» (βλ. άρθρο 3, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, στο εξής: Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2014 (Council of Europe Treaty Series, αριθ. 210). Στις 9 Μαΐου 2023, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την προσχώρηση της Ένωσης στην εν λόγω Σύμβαση [βλ., επίσης, γνωμοδότηση 1/19 (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) της 6ης Οκτωβρίου 2021, EU:C:2021:832].


23      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας) (C-621/21, EU:C:2023:314, σημείο 73).


24      Βλ. κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR για τη διεθνή προστασία: Δίωξη λόγω φύλου στο πλαίσιο του άρθρου 1Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του 1951 και/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων, 7 Μαΐου 2002, σημεία 30 και 31· κατευθυντήριες οδηγίες από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής: EASO) σχετικά με τη συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, Μάρτιος 2020, σ. 21, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας) (C-621/21, EU:C:2023:314, σημείο 71).


25      Βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ. (C-199/12 έως C-201/12, EU:C:2013:720, σκέψη 46).


26      Είναι ενδεχομένως σκόπιμο να προστεθεί ότι η πρώτη περίπτωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, προβλέπει ότι μια ομάδα μπορεί επίσης να λογίζεται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν τα μέλη της έχουν κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί. Δεν έχω πεισθεί ότι η συγκεκριμένη συλλογιστική ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Θα μπορούσε ασφαλώς να υποστηριχθεί ότι πρόσωπα όπως οι προσφεύγουσες, οι οποίες έχουν περάσει σε ένα κράτος μέλος σημαντικό μέρος της περιόδου κατά την οποία τα άτομα διαμορφώνουν την ταυτότητά τους, έχουν κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν φαίνεται να προβάλλεται ως επιχείρημα ότι οι προσφεύγουσες έχουν βάσιμο λόγο δίωξης λόγω αυτού του κοινού ιστορικού παρελθόντος.


27      Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη ότι οι πεποιθήσεις κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, ενδέχεται να στηρίζονται ή να επηρεάζονται από πολιτικούς ή θρησκευτικούς παράγοντες και ότι οι παράγοντες αυτοί διαδραματίζουν ρόλο στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή μια ομάδα από την κοινωνία στη χώρα καταγωγής.


28      Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 29 και 30 της οδηγίας 2011/95, στις οποίες γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των λόγων διώξεως που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.


29      Με άλλα λόγια, οι θρησκευτικές επιταγές και τα θρησκευτικά δόγματα δεν αποκλείουν την ύπαρξη ενός ευρέος φάσματος διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων μεταξύ των πιστών. Για παράδειγμα, οι καθολικοί ενδέχεται να πιστεύουν ότι πρέπει να επιτρέπεται στις γυναίκες να χειροτονούνται ιερείς παρά το γεγονός ότι αυτό απαγορεύεται από το κανονικό δίκαιο του 1024.


30      Ο Erik Erikson ήταν ένας από τους πρώτους ψυχολόγους που περιέγραψαν την έννοια της ταυτότητας στο πλαίσιο της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Θεωρούσε ότι η ταυτότητα παρέχει στα πρόσωπα τη δυνατότητα να κινούνται με σκοπό και κατεύθυνση στη ζωή τους και με μια αίσθηση εσωτερικής συνέπειας και συνέχειας στον χρόνο και στον χώρο. Η ταυτότητα έχει ψυχοκοινωνικό χαρακτήρα, διαμορφώνεται από την τομή μεμονωμένων βιολογικών και ψυχολογικών ικανοτήτων σε συνδυασμό με τις ευκαιρίες και τη διαφόρων μορφών υποστήριξη που παρέχεται στο άτομο από το κοινωνικό του περιβάλλον. Η ταυτότητα, κατά κανόνα, ανάγεται σε καίριο ζήτημα κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όταν το άτομο καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα σχετικά με την εμφάνισή του, τις επαγγελματικές του επιλογές, τις φιλοδοξίες για τη σταδιοδρομία του, την εκπαίδευσή του, τις σχέσεις, τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τις πολιτικές και κοινωνικές του απόψεις, την προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντά του. Τα βασικά ζητήματα που άπτονται της ταυτότητας απαιτούν ενίοτε περαιτέρω περισυλλογή και επανεξέταση σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής. Ο κλάδος της ψυχολογίας που έχει ως αντικείμενο την ταυτότητα και τον εαυτό ανέπτυξε και τελειοποίησε τις θεωρίες του Erikson. Βλ., για παράδειγμα, Branje S, de Moor EL, Spitzer J, Becht AI., «Dynamics of Identity Development in Adolescence: A Decade in Review», Journal of Research on Adolescence, Δεκέμβριος 2021, τόμος 1(4), σ. 908 έως 927.


31      Βλ., για παράδειγμα, οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23), οδηγία 2010/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν αυτοτελή επαγγελματική δραστηριότητα και για την κατάργηση της οδηγίας 86/613/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2010, L 180, σ. 1) και οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών (ΕΕ 2004, L 373, σ. 37).


32      Ήδη από το 1976, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης αρχή της ίσης αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει άμεσο αποτέλεσμα, με συνέπεια οι ιδιώτες να μπορούν να την επικαλούνται έναντι των εργοδοτών τους (απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne, 43/75, EU:C:1976:56).


33      Το δικαίωμα όλων των προσώπων για ισότητα ενώπιον του νόμου και προστασία έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


34      Βλ., επίσης, αντίστοιχες διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), στην οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη όλα τα κράτη μέλη, ιδίως άρθρο 14 ΕΣΔΑ (απαγόρευση των διακρίσεων), άρθρο 12 ΕΣΔΑ (δικαίωμα συνάψεως γάμου), άρθρο 10 ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης) καθώς και άρθρο 2 του πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στην εκπαίδευση).


35      Η εν λόγω Σύμβαση εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 18 Δεκεμβρίου 1979 και τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1981 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1249, σ. 13). Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος.


36      Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ. (C-199/12 έως C-201/12, EU:C:2013:72, σκέψεις 70 έως 75). Μπορεί να παρατηρηθεί ότι η εκτίμηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Sufi και Elmi κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2011:0628JUD000831907, § 275) αφορά το διαφορετικό ζήτημα σχετικά με το κατά πόσον οι αιτούντες της υποθέσεως εκείνης τελούσαν υπό πραγματικό κίνδυνο κακοποιήσεως κατά παράβαση του άρθρου 3 ΕΣΔΑ και/ή του άρθρου 2 ΕΣΔΑ. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο το ΕΔΔΑ εξέτασε εάν οι αιτούντες θα μπορούσαν να αποφύγουν τους κινδύνους αυτούς «παίζοντας με τους κανόνες του παιχνιδιού».


37      Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ. (C-199/12 έως C-201/12, EU:C:2013:72, σκέψη 68).


38      Βλ. κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας για τη διεθνή προστασία: Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στο πλαίσιο του άρθρου 1Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του 1951 και/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων. 7 Μαΐου 2002, σημείο 15. Βλ., επίσης, κατευθυντήριες οδηγίες της EASO για τη συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, Μάρτιος 2020, σ. 16.


39      Βλ. υποσημείωση 30 των παρουσών προτάσεων.


40      Βλ. σημείο 45 των παρουσών προτάσεων.


41      Άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95.


42      Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) (C-238/19, EU:C:2020:945, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, M. (C-277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 65 και 66), και της 3ης Μαρτίου 2022, Secretary of State for the Home Department (Καθεστώς πρόσφυγα ενός ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C-349/20, EU:C:2022:151, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος 2015.


44      Πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 20189, Ahmedbekova (C-652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 85).


45      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F (C-473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 31 και 32), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Fathi (C-56/17, EU:C:2018:621, σημείο 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις X κ.λπ. (C-199/12 έως C-201/12, EU:C:2013:474, σημείο 35) και στην υπόθεση Shepherd (C-472/13, EU:C:2014:2360, σημείο 56). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας) (C-621/21, EU:C:2023:314, σημεία 72 και 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/2303  του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2021, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 (ΕΕ 2021, L 468, σ. 1) θέσπισε τον ΟΕΕΑ προκειμένου να αντικαταστήσει και διαδεχθεί την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO).


48      ΟΕΕΑ, Κατευθυντήριες οδηγίες ανά χώρα: Ιράκ, Κοινή ανάλυση και σημείωμα κατευθύνσεων, ιδίως κεφάλαια 2.13 και 2.17. Η UNHCR εκτιμά ότι, ανάλογα με τις ατομικές περιστάσεις τους, πρόσωπα τα οποία θεωρείται ότι παραβιάζουν τους αυστηρούς ισλαμικούς κανόνες ενδέχεται να χρήζουν διεθνούς προστασίας ως πρόσφυγες με βάση τη θρησκεία τους ή τη συμμετοχή τους σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα: UNHCR, Ζητήματα διεθνούς προστασίας όσον αφορά πρόσωπα τα οποία εγκαταλείπουν τη Δημοκρατία του Ιράκ, Μάιος 2019, σ. 79 και 80.


49      Ο γάμος παιδιών αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στο Ιράκ, όπου η νόμιμη ηλικία γάμου είναι τα 15 έτη με τη συναίνεση των γονέων και τα 18 έτη χωρίς αυτή. (ΟΕΕΑ, Κατευθυντήριες οδηγίες ανά χώρα: Ιράκ, Κοινή ανάλυση και σημείωμα κατευθύνσεων, κεφάλαιο 2.16). Σύμφωνα με την εταιρική οργάνωση Girls not Brides, ποσοστό 28% των κοριτσιών στο Ιράκ συνάπτουν γάμο πριν από την ηλικία των 18 ετών και ποσοστό 7% παντρεύονται πριν από την ηλικία των 15 ετών. Σχετικά με τον γάμο παιδιών γενικώς βλ. ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουλίου 2018 «Προς μια εξωτερική στρατηγική της ΕΕ για την εξάλειψη του πρώιμου και καταναγκαστικού γάμου – επόμενα βήματα» (2017/2275(INI)).


50      Βλ., για παράδειγμα, Έκθεση πληροφοριών της χώρας καταγωγής της EASO με τίτλο «Ιράκ: Βασικοί κοινωνικοοικονομικοί δείκτες για τη Βαγδάτη, τη Μπάσρα και το Ερμπίλ», Σεπτέμβριος 2020, ιδίως κεφάλαιο 1.4· κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΕΕΑ με τίτλο «Ιράκ, Κοινή ανάλυση και σημείωμα κατευθύνσεων», Ιούνιος 2022, ιδίως κεφάλαια 2.13 και 2.16.4, καθώς και την έκθεση για το Ιράκ της 28ης Οκτωβρίου 2020 από τους Humanists International, ιδίως το κεφάλαιο που επιγράφεται «Διακρίσεις εις βάρος γυναικών και μειονοτήτων».


51      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C-621/21, EU:C:2023:314, σημεία 74 έως 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Βλ. σημείο 47 των παρουσών προτάσεων.


53      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 απαιτεί να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 10 και των πράξεων δίωξης όπως ορίζονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.


54      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεδομένου ότι το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 δεν διακρίνει μεταξύ αρχικής αίτησης για διεθνή προστασία και μεταγενέστερης αίτησης όσον αφορά τη φύση των στοιχείων ή των πορισμάτων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95, η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων προς στήριξη των αιτήσεων αυτών πρέπει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 40].


55      Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας) (C-768/19, EU:C:2021:709, σκέψη 38), και της 1ης Αυγούστου 20222, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα) (C-273/20 και C-355/20, EU:C:2022:617, σκέψεις 36 έως 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


56      Η οποία υπογράφηκε στις 20 Νοεμβρίου 1989 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1577, σ. 3) (στο εξής: Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού). Κατά τις Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 24 του Χάρτη βασίζεται στην εν λόγω Σύμβαση, η οποία έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, ιδίως δε στα άρθρα 3, 9, 12 και 13 της εν λόγω Σύμβασης. Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova (C-652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 64).


57      Οι απαιτήσεις του άρθρου 24 του Χάρτη αποτυπώνονται σε αρκετές άλλες διατάξεις της οδηγίας 2011/95 καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 38 της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 20, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι. Το άρθρο 20, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου VII της εν λόγω οδηγίας που αφορούν ανηλίκους στους οποίους έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία. Οι διατάξεις του κεφαλαίου VII αφορούν, για παράδειγμα, την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη (άρθρο 27, παράγραφος 1, και άρθρο 30, της οδηγίας 2011/95). Ωστόσο, οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 3 και 5, δεν καταλαμβάνουν την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου II της οδηγίας 2011/95, δηλαδή των διατάξεων εκείνων που αφορούν ειδικώς την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.


58      Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας) (C‑768/19, EU:C:2021:709, σκέψη 38).


59      Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/31.


60      Βλ., επίσης, γενικό σχόλιο αριθ. 14 (2013) της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με το δικαίωμα του παιδιού να θεωρείται πρωταρχικό μέλημα το μείζον συμφέρον του (άρθρο 3, παράγραφος 1) CRC/C/GC/14, στο οποίο διευκρινίζεται ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελείται από ένα ουσιαστικό δικαίωμα, μια ερμηνευτική αρχή και έναν δικονομικό κανόνα.


61      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου) (C-441/19, EU:C:2021:9, σκέψη 46).


62      Βλ. ιδίως άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.


63      Βλ. πρακτικό οδηγό της EASO σχετικά με τα βέλτιστα συμφέροντα των παιδιών στις διαδικασίες ασύλου, σ. 13, όπου αναφέρεται ότι το να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί μια διαρκή διαδικασία η οποία επιτάσσει την αξιολόγηση πριν από τη λήψη οποιασδήποτε σημαντικής διοικητικής αποφάσεως.


64      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης – Προθεσμία για την άσκηση προσφυγής) (C-651/19, EU:C:2020:681, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


65      Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2021, État belge (Επιστροφή του γονέα ανηλίκου) (C-112/20, EU:C:2021:197, σκέψεις 33 έως 38), και της 17ης Νοεμβρίου 2022, Belgische Staat (Έγγαμη ανήλικη πρόσφυγας) (C-230/21, EU:C:2022:887, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


66      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου) (C-441/19, EU:C:2021:9, σκέψη 47).


67      Για παράδειγμα, εάν ο φορέας λήψεως της απόφασης κρίνει ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας των γονέων δεν θα ευδοκιμήσει, ενδέχεται να θεωρηθεί ότι είναι προς το μείζον συμφέρον του παιδιού να επιστρέψει με τους γονείς του στη χώρα καταγωγής.


68      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj (C-542/13 EU:C:2014:2452, σκέψη 44).


69      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z (C-71/11 και C-99/11, EU:C:2012:518, σκέψεις 65 και 66), και, ομοίως, σημεία 15 έως 17 των κατευθυντηρίων οδηγιών της UNCHR για τη διεθνή προστασία αριθ. 8: Αιτήματα Ασύλου Παιδιών δυνάμει του άρθρου 1Α, παράγραφος 2, και του άρθρου 1F, της Συμβάσεως του 1951 και/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων, 22 Δεκεμβρίου 2009. Βλ., επίσης, το κεφάλαιο των εν λόγω κατευθυντηρίων οδηγιών σχετικά με τις μορφές διώξεως που αφορούν ειδικώς τα παιδιά.


70      Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014  (C-542/13, EU:C:2014:2452).


71      Στις παρατηρήσεις που κατέθεσε επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο επίσης αναφέρεται στη χορήγηση άδειας διαμονής βάσει των εκ του νόμου προβλεπόμενων λόγων, η Ολλανδική Κυβέρνηση παραπέμπει στο άρθρο 3.6a της Vreemdelingenbesluit 2000 (κανονιστικής απόφασης του 2000 περί αλλοδαπών) της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 497).


72      Απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, The International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. (C‑322/19 και C-385/19, EU:C:2021:11, σκέψεις 51 έως 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


73      Βλ., για παράδειγμα, Kalverboer, M.E., Zijlstra, A.E., και Knorth, E.J., «The developmental consequences for asylum-seeking children living with the prospect for five years or more of enforced return to their home country», European Journal of Migration and Law, τεύχος 11, Εκδόσεις Martinus Nijhoff, 2009, σ. 41 έως 67.