Language of document : ECLI:EU:T:2013:521

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

Υπόθεση T‑31/13 P

Vincent Bouillez

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2007 – Απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος στον βαθμό AST 7 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 266 ΣΛΕΕ – Άρθρο 45 του KYK – Αντιφατική αιτιολογία – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 14ης Νοεμβρίου 2012, F‑75/11, Bouillez κατά Συμβουλίου.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Vincent Bouillez φέρει τα έξοδά του καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Λόγοι – Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας – Λόγος διαφορετικός από τον σχετικό με την ουσιαστική νομιμότητα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Ένσταση υποψηφίου που δεν προήχθη – Απορριπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, 45 και 90 § 2)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 257 § 3 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα με τα οποία σκοπείται να αμφισβητηθεί το βάσιμο πράξεως είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο προβολής λόγου αντλούμενου από έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας.

(βλ. σκέψη 20)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Ιανουαρίου 2012, T‑422/07, Djebel – SGPS κατά Επιτροπής, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί μη προαγωγής. Αντιθέτως, οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις που απορρίπτουν τις διοικητικές ενστάσεις που υποβάλλουν, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, οι μη προαχθέντες υποψήφιοι, δεδομένου ότι η αιτιολογία των εν λόγω αποφάσεων λογίζεται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία των αποφάσεων κατά των οποίων στρέφονταν οι διοικητικές ενστάσεις. Δεδομένου ότι οι προαγωγές γίνονται κατ’ επιλογήν, αρκεί η αιτιολογία της απορρίψεως της ενστάσεως να αφορά την ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτά ο ΚΥΚ τη νομιμότητα της διαδικασίας. Ειδικότερα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν οφείλει να αποκαλύψει στον μη προαχθέντα υποψήφιο τη συγκριτική αξιολόγηση στην οποία προέβη σχετικά με αυτόν και σχετικά με τον προαχθέντα υποψήφιο. Αρκεί η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, με την απόφασή της περί απορρίψεως της ενστάσεως, να αναφέρει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο τον ατομικό και κρίσιμο λόγο που δικαιολογεί την απόρριψη της υποψηφιότητάς του.

Εξάλλου, το άρθρο 45 του ΚΥΚ προβλέπει ότι, για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν.

(βλ. σκέψεις 23, 24, 26 και 27)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Απριλίου 1978, 101/77, Ganzini κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 313, σκέψη 10

ΓΔΕΕ: 3 Μαρτίου 1993, T‑25/92, Vela Palacios κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1993, σ. II‑201, σκέψη 25· 11 Ιουνίου 1996, T‑118/95, Anacoreta Correia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑283 και II‑835, σκέψη 82· 29 Μαΐου 1997, T‑6/96, Κονταργύρης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑119 και II‑357, σκέψη 148· 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑142/95, Delvaux κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑477 και II‑1247, σκέψη 84· 19 Φεβρουαρίου 1998, T‑3/97, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑89 και II‑215, σκέψη 112· 21 Σεπτεμβρίου 1999, T‑157/98, Oliveira κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑163 και II‑851, σκέψη 52

3.      Δυνάμει του άρθρου 257, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στα νομικά ζητήματα.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στον έλεγχο του δικάζοντος κατ’ αναίρεση Γενικού Δικαστηρίου. Όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνον να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

(βλ. σκέψεις 34 και 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Σεπτεμβρίου 1997, C‑59/96 P, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑4809, σκέψη 31· 6 Ιανουαρίου 2004, C‑2/01 P και C‑3/01 P, BAI και Επιτροπή κατά Bayer, Συλλογή 2004, σ. I‑23, σκέψη 47

ΓΔΕΕ: 7 Δεκεμβρίου 2011, T‑274/11 P, Mioni κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 4 Σεπτεμβρίου 2012, T‑642/11 P, Mische κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Για να εκτιμηθεί το συμφέρον της υπηρεσίας καθώς και τα προσόντα και η αξία των υποψηφίων που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αποφάσεως προαγωγής, βάσει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και, στον τομέα αυτό, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, λαμβάνοντας υπόψη τις μεθόδους και τους λόγους που οδήγησαν τη Διοίκηση στην εκτίμησή της, η Διοίκηση κινήθηκε εντός λογικών ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς εσφαλμένο. Ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, συνεπώς, να υποκαταστήσει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στην εκτίμηση των προσόντων και της αξίας των υποψηφίων.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 3 Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψη 35

ΓΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2010, T‑175/09 P, Συμβούλιο κατά Stols, σκέψη 23