Language of document : ECLI:EU:T:2011:534

Υπόθεση T-30/03 RENV

3F

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Φορολογικές ενισχύσεις που χορήγησαν οι αρχές της Δανίας – Ναυτικοί απασχολούμενοι σε πλοία εγγεγραμμένα στο διεθνές νηολόγιο της Δανίας – Απόφαση της Επιτροπής περί μη εγέρσεως αντιρρήσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Σοβαρές δυσχέρειες»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτική φάση και κατ’ αμφισβήτηση διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει κατ’ αντιμωλία διαδικασία σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών – Έννοια του όρου «σοβαρές δυσχέρειες»

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3, ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις για τις οποίες υπέβαλαν καταγγελία τρίτοι ενδιαφερόμενοι – Υποχρέωση της Επιτροπής να περατώσει τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξετάσεως σε εύλογο χρόνο – Περιεχόμενο

(Άρθρο 88 § 3, ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρέωση της Επιτροπής να διοργανώσει συζήτηση στην οποία να μπορεί να συμμετέχει και να διατυπώνει άποψη ο καταγγέλλων, ήδη από το προκαταρκτικό στάδιο – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 88 § 3, ΕΚ)

1.      Η διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ καθίσταται απαραίτητη από τη στιγμή που η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να εκτιμήσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να αρκεστεί στο προκαταρκτικό στάδιο της εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ προκειμένου να λάβει ευνοϊκή απόφαση υπέρ συγκεκριμένου κρατικού μέτρου μόνον εφόσον είναι σε θέση να διαμορφώσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Αντιθέτως, αν από την πρώτη αυτή εξέταση η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή αν δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τον σκοπό αυτό τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Μολονότι η Επιτροπή δεν διαθέτει καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την απόφαση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών, διαθέτει πάντως κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την έρευνα και την εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να καθορίσει αν αυτές δημιουργούν σοβαρές δυσχέρειες. Σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος χρηστής διοικήσεως που υπέχει, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να προχωρήσει σε διάλογο με το κοινοποιούν κράτος ή με τρίτους προκειμένου να υπερβεί, κατά την προκαταρκτική διαδικασία, δυσχέρειες που ενδεχομένως αντιμετωπίζει. Πάντως, η δυνατότητα αυτή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόζει τη θέση της σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα του διαλόγου που διεξήχθη, χωρίς η προσαρμογή αυτή να πρέπει a priori να ερμηνευθεί ως στοιχειοθετούσα την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

Η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπο αντικειμενικό, συγκρίνοντας τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως με στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί του συμβατού των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Εξ αυτών συνάγεται ότι ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών υπερβαίνει, εκ φύσεως, την αναζήτηση της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Η προσφεύγουσα φέρει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, απόδειξη την οποία μπορεί να προσκομίσει βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων σχετικά, αφενός, με τις περιστάσεις και τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, με το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 53-55, 78)

2.      Στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν κοινοποίησε τα επίδικα κρατικά μέτρα σε σχέση με την απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση των μέτρων αυτών εντός ορισμένης προθεσμίας. Ωστόσο, όταν τρίτοι ενδιαφερόμενοι έχουν υποβάλει στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικές με κρατικά μέτρα που δεν κοινοποιήθηκαν, το κοινοτικό αυτό όργανο οφείλει, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, να προβεί σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών αυτών, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ιδίως, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση κρατικών μέτρων που αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελίας, δεδομένου ότι η εξέταση αυτή έχει μόνον ως αντικείμενο να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια πρώτη γνώμη ως προς τον χαρακτηρισμό των υποβληθέντων στην κρίση της μέτρων και ως προς το αν αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξετάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση προς τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση και, ιδίως, προς το πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθήσει η Επιτροπή και την πολυπλοκότητα της υποθέσεως.

Πάντως, μολονότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως μπορεί να αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, δεν αρκεί από μόνη της για να αποδείξει την ύπαρξη αυτών των δυσχερειών.

Ειδικότερα, το γεγονός και μόνον ότι διεξήχθησαν συζητήσεις μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε ίσως συμπληρωματικές πληροφορίες ως προς τα υποβληθέντα στον έλεγχό της μέτρα δεν μπορεί, από μόνο του, να θεωρηθεί απόδειξη του ότι αυτό το κοινοτικό όργανο αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες εκτιμήσεως.

Περαιτέρω, η παρέλευση χρονικού διαστήματος που υπερβαίνει αισθητά το διάστημα που συνήθως απαιτεί μια πρώτη εξέταση στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες εκτιμήσεως που απαιτούν την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, μόνον εάν υποστηρίζεται και από άλλα στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 57-58, 70-72)

3.      Ο καταγγέλλων δεν μπορεί να συμμετέχει και να διατυπώνει άποψη στο προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως στο πλαίσιο του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και η Επιτροπή δεν έχει επομένως υποχρέωση να γνωστοποιήσει σ’ αυτόν τη θέση της πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί συμβατότητας ή μη κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψη 84)