Language of document : ECLI:EU:T:2014:909

Υπόθεση T‑327/13

Κωνσταντίνος Μαλλής

και

Έλλη Κωνσταντίνου Μαλλή

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

και

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Προσφυγή ακυρώσεως — Πρόγραμμα στηρίξεως σταθερότητας της Κύπρου — Δήλωση της Ευρωομάδας σχετικά με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο — Εσφαλμένος προσδιορισμός του καθού στο δικόγραφο της προσφυγής — Απαράδεκτο»

Περίληψη — Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 16ης Οκτωβρίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του καθού — Μη οφειλόμενος σε πλάνη του προσφεύγοντος προσδιορισμός ως καθού ενός προσώπου διαφορετικού από το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο — Απαράδεκτο — Όρια — Στοιχεία τα οποία καθιστούν δυνατό τον σαφέστατο προσδιορισμό του καθού

(Άρθρο 263, εδ. 1, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο β΄)

2.      Οικονομική και νομισματική πολιτική — Νομισματική πολιτική — Συντονισμός των νομισματικών πολιτικών — Άτυπη σύνοδος των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ στο πλαίσιο της Ευρωομάδας — Αυτοτέλεια της Ευρωομάδας — Απόδοση των δηλώσεών της στην Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — Αποκλείεται

(Άρθρο 137 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 14 το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ)

3.      Οικονομική και νομισματική πολιτική — Οικονομική πολιτική — Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών — Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας — Δυνατότητα ασκήσεως αρμοδιοτήτων ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Αποκλείεται

(Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρα 1, 2 και 32 § 2)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Εκτίμηση των αποτελεσμάτων αυτών βάσει της ουσίας της πράξεως — Δηλώσεις της Ευρωομάδας — Δεν περιλαμβάνονται

(Άρθρα 137 ΣΛΕΕ και 263 § 1 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 14 το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αίτημα εκδόσεως αναγνωριστικής αποφάσεως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

1.      Όταν λόγω πλάνης κατονομάζεται στο δικόγραφο αντίδικος άλλος από το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο, το ένδικο βοήθημα δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτο αν το δικόγραφο περιλαμβάνει στοιχεία που να καθιστούν δυνατό τον σαφέστατο προσδιορισμό του διαδίκου κατά του οποίου έχει ασκηθεί το ένδικο βοήθημα, όπως τον προσδιορισμό της προσβαλλομένης πράξεως και του εκδόντος αυτήν οργάνου. Σε μία τέτοια περίπτωση, ως καθού πρέπει να λογίζεται το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο έστω και αν δεν έχει κατονομαστεί στο εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου. Η περίπτωση αυτή όμως πρέπει να διακρίνεται από την περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων εμμένει στον προσδιορισμό του αντιδίκου που κατονομάζεται στο εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου της προσφυγής, έχοντας πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι δεν είναι το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ως αντίδικος πρέπει να θεωρείται ο κατονομαζόμενος στο δικόγραφο της προσφυγής και, αν συντρέχει λόγος, να συνάγονται οι συνέπειες του προσδιορισμού αυτού ως προς το παραδεκτό της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 36)

2.      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι δηλώσεις της Ευρωομάδας στην οποία αναφέρονται το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14 προέρχονται από την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ειδικότερα, πρώτον, η Ευρωομάδα είναι φόρουμ συζητήσεων, σε υπουργικό επίπεδο, των αντιπροσώπων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και όχι όργανο που λαμβάνει αποφάσεις. Το άτυπο αυτό φόρουμ, το οποίο σκοπό έχει να διευκολύνει την ανταλλαγή απόψεων επί ορισμένων συγκεκριμένων ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε αυτό, έχει ορισμένη οργανωτική δομή, καθόσον διαθέτει πρόεδρο ο οποίος εκλέγεται με συγκεκριμένη θητεία. Δεν υπάρχει όμως λόγος να γίνει δεκτό ότι η δομή αυτή εντάσσεται στην οργανωτική δομή της Επιτροπής ή της ΕΚΤ.

Δεύτερον, μολονότι η συμμετοχή της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις συνόδους της Ευρωομάδας προβλέπεται στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14 και η Επιτροπή μπορεί επίσης να συμβάλλει στην προετοιμασία των εν λόγω συνόδων, εντούτοις, η Ευρωομάδα αποτελεί άτυπη σύνοδο των υπουργών των οικείων κρατών μελών. Τρίτον, δεν προκύπτει από τους κανόνες σχετικά με την Ευρωομάδα ότι της έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες της Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ούτε ότι τα θεσμικά αυτά όργανα έχουν αρμοδιότητα να της ασκούν έλεγχο ή την εξουσία να της απευθύνουν συστάσεις, πολλώ δε μάλλον δεσμευτικές οδηγίες. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Ευρωομάδα ελέγχεται από την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε ότι ενεργεί ως εντολοδόχος των θεσμικών αυτών οργάνων.

(βλ. σκέψεις 39, 41-45)

3.      Μολονότι η Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας αναθέτει στην Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ορισμένα καθήκοντα τα οποία σχετίζονται με την εφαρμογή των σκοπών που η εν λόγω Συνθήκη προβλέπει, εντούτοις, από καμία διάταξή της δεν μπορεί να συναχθεί ότι στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες των θεσμικών αυτών οργάνων, ούτε ότι αυτά έχουν εξουσία να του ασκούν έλεγχο ή να του απευθύνουν εντολές.

Ειδικότερα, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο της Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας δεν παρέχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων, οι δε ενέργειες των εν λόγω δύο οργάνων στο πλαίσιο της ως άνω Συνθήκης δεσμεύουν μόνον τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

(βλ. σκέψεις 47, 48)

4.      Συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ τα μέτρα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη ή μια απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της.

Οι δηλώσεις της Ευρωομάδας στην οποία αναφέρονται το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14 δεν δύνανται να θεωρηθούν πράξεις που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, δεδομένου ότι η Ευρωομάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί όργανο λήψεως αποφάσεων, καθόσον οι διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία της δεν της δίνουν την εξουσία εκδόσεως νομικά δεσμευτικών πράξεων. Αυτό ισχύει και για δήλωση της Ευρωομάδας με αμιγώς πληροφοριακό χαρακτήρα σχετικά με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο.

(βλ. σκέψεις 51-53, 60)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 64)