Language of document : ECLI:EU:T:2011:621

Υπόθεση T-348/08

Aragonesas Industrias y Energía, SAU

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά χλωρικού νατρίου – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Προσφυγή ακυρώσεως – Κατανομή της αγοράς – Καθορισμός τιμών – Δέσμη ενδείξεων – Χρονική περίοδος των αποδείξεων – Δηλώσεις των ανταγωνιστών – Ομολογία – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 230 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Δυνατότητα εφαρμογής

(Άρθρο 6 § 2 ΕΕ· άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Προσφυγή σε μια δέσμη ενδείξεων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

4.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Έλλειψη εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων – Επίπτωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Δικαστικός έλεγχος – Προσδιορισμός των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

7.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Εκτίμηση της αξίας των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων – Ομολογία επιχειρήσεως όσον αφορά τη συμμετοχή της σε παράνομες συσκέψεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή – Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου – Συνυπολογισμός των χαρακτηριστικών της παραβάσεως, εκτιμώμενης συνολικά

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 22)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που επέδειξε παθητική συμπεριφορά ή μιμήθηκε άλλες επιχειρήσεις

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Αύξηση της τάξεως μεγέθους των προστίμων – Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως – Εκτίμηση

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Διαπίστωση ελλείψεως νομιμότητας – Υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ)

1.      Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίζει τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση.

Επιπλέον, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, στον δικαστή της Ενώσεως εναπόκειται μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως.

Έτσι, ο ρόλος του δικαστή που επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλονται πρόστιμα στους αποδέκτες της συνίσταται στην εκτίμηση του αν οι αποδείξεις και τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφασή της επαρκούν προς απόδειξη της προσαπτομένης παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 90-92)

2.      Τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να κρίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη τέτοιας παραβάσεως όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου.

Πράγματι, στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το τεκμήριο αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, επιβεβαιωθείσα άλλωστε από το προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, καθώς και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ενώσεως. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, το τεκμήριο αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

(βλ. σκέψεις 93-94)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε.

Εντούτοις, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται προς την απαίτηση αυτή.

Επιπλέον, δεδομένου ότι είναι σε όλους γνωστή η απαγόρευση των συμφωνιών που θίγουν τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί να επιβάλλεται στην Επιτροπή να προσκομίζει αποδείξεις που πιστοποιούν ρητά τις συνεννοήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρηματιών. Τα αποσπασματικά και διάσπαρτα στοιχεία που διαθέτει ενδεχομένως η Επιτροπή μπορούν σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθούν με τη συναγωγή συμπερασμάτων που καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση των κρίσιμων περιστατικών. Η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μπορεί επομένως να συνάγεται από ορισμένες συμπτώσεις και ενδείξεις οι οποίες, εκτιμώμενες σφαιρικά, μπορούν να αποτελούν, ελλείψει άλλης λογικής εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 95-97)

4.      Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων μπορεί να γίνεται επίκληση προς απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), η αρχή που υπερισχύει σύμφωνα με το δίκαιο της Ενώσεως είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων.

Κατά συνέπεια, ενδεχόμενη έλλειψη εγγράφων αποδείξεων ασκεί επιρροή μόνο στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως της αποδεικτικής αξίας της δέσμης αποδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή. Αντιθέτως, αυτή μόνον η έλλειψη δεν έχει ως συνέπεια το ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση μπορεί βασίμως να θέσει υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς της Επιτροπής επικαλούμενη μια εναλλακτική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών της οικείας υποθέσεως. Τούτο συμβαίνει μόνο σε περίπτωση που από τις αποδείξεις της Επιτροπής δεν παρέχεται η δυνατότητα να διαπιστωθεί η ύπαρξη της παραβάσεως χωρίς αμφιβολία και χωρίς να απαιτείται σχετική ερμηνεία.

Εξάλλου, καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται σε βάρος μιας επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων, έστω και αν οι δηλώσεις αυτές απευθύνθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο αιτήματος περί υπαγωγής στην ανακοίνωση περί συνεργασίας προς απαλλαγή ή μείωση του προστίμου σε περιπτώσεις συμπράξεων. Αν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των ενεργειών που αντιβαίνουν προς το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, το οποίο έχει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιβλέψεως της ορθής εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

Εντούτοις, η δήλωση επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξυπακουομένου ότι ο απαιτούμενος βαθμός τεκμηριώσεως μπορεί να είναι μικρότερος, λόγω της αξιοπιστίας των οικείων δηλώσεων. Η προϋπόθεση αυτή τεκμηριώσεως της δηλώσεως μιας επιχειρήσεως πρέπει επίσης να τηρείται σε περίπτωση αμφισβητήσεως της δηλώσεως αυτής από άλλη κατηγορούμενη επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 98-101, 206)

5.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχουν αυξημένη αποδεικτική αξία οι δηλώσεις εκείνες οι οποίες, πρώτον, είναι αξιόπιστες, δεύτερον, πραγματοποιούνται στο όνομα μιας επιχειρήσεως, τρίτον, προέρχονται από άτομο που έχει την επαγγελματική υποχρέωση να ενεργεί προς το συμφέρον της επιχειρήσεως αυτής, τέταρτον, θίγουν τα συμφέροντα του δηλούντος, πέμπτον, προέρχονται από άμεσο μάρτυρα των εκτιθέμενων περιστατικών και, έκτον, παρασχέθηκαν εγγράφως, ηθελημένα και κατόπιν ωρίμου σκέψεως.

Μολονότι επιβάλλεται γενικά κάποια δυσπιστία έναντι εκουσίων δηλώσεων των σημαντικότερων μετεχόντων σε αθέμιτη σύμπραξη, δεδομένου ότι ενδέχεται αυτοί να τείνουν να ελαχιστοποιούν τη σημασία της δικής τους συμμετοχής στην παράβαση και να μεγαλοποιούν εκείνη των άλλων, παρά ταύτα, το γεγονός ότι ζητείται η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας προς απαλλαγή από το πρόστιμο ή προς μείωσή του σε περιπτώσεις συμπράξεων δεν παρακινεί οπωσδήποτε τον ενδιαφερόμενο να καταθέσει αλλοιωμένα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη συμμετοχή άλλων μελών της οικείας συμπράξεως. Πράγματι, κάθε προσπάθεια παραπλανήσεως της Επιτροπής θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, επομένως, να διακυβεύσει τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως από την ανακοίνωση περί συνεργασίας. Συναφώς, οι ενδεχόμενες συνέπειες της ανακοινώσεως στην Επιτροπή αλλοιωμένων στοιχείων θα είναι ακόμη σοβαρότερες καθόσον η αμφισβητούμενη δήλωση μιας επιχειρήσεως πρέπει να επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Πράγματι, η περίσταση αυτή αυξάνει τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν οι ανακριβείς δηλώσεις, τόσο από την Επιτροπή όσο και από τις άλλες επιχειρήσεις που κατηγορούνται ότι μετέσχαν στην παράβαση.

(βλ. σκέψεις 104-106)

6.      Η διοικητική διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003, η οποία διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής, υποδιαιρείται σε δύο διαφορετικά και διαδοχικά στάδια, εκ των οποίων το καθένα έχει τη δική του εσωτερική λογική, ήτοι, αφενός, στο στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, στο στάδιο της εκατέρωθεν ακροάσεως. Το στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά το οποίο η Επιτροπή κάνει χρήση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1/2003 ανακριτικής εξουσίας και το οποίο εκτείνεται έως την ανακοίνωση των αιτιάσεων, σκοπό έχει να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να συλλέξει όλα τα ουσιώδη στοιχεία για την επιβεβαίωση ή μη της παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας. Αντιθέτως, το στάδιο της εκατέρωθεν ακροάσεως που εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει οριστική θέση επί της προσαπτομένης παραβάσεως.

Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των αποδείξεων και των λοιπών στοιχείων που προβάλλει η Επιτροπή για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η εξέταση στην οποία προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο για να προσδιορίσει τα προβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον το μέρος του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο η Επιτροπή περιγράφει το στάδιο της εκατέρωθεν ακροάσεως της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, μόνον αφού ακούσει, στο πλαίσιο του τελευταίου αυτού σταδίου, τις παρατηρήσεις της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως επί της πρώτης θέσεως που είχε λάβει η Επιτροπή κατόπιν του προκαταρκτικού ανακριτικού σταδίου, όπως εκφράζεται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να εμμείνει ή όχι στην εν λόγω πρώτη θέση της και με τον τρόπο αυτόν να αποφανθεί οριστικώς επί της προσαπτομένης παραβάσεως.

Όταν η Επιτροπή, αφού άκουσε τις παρατηρήσεις μιας επιχειρήσεως επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, κατά την εκ μέρους της εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε κατόπιν του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας προκειμένου να αποφανθεί επί της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως σε παράβαση, θέτει η ίδια εν αμφιβολία την αποδεικτική αξία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη την εκτίμηση αυτή της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 109-110, 113)

7.      Όσον αφορά την ομολογία επιχειρήσεως για τη συμμετοχή της σε παράνομη σύσκεψη, η εκ μέρους της ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία μπορεί να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής.

Επομένως, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη μια τέτοια ομολογία ως αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, στο στάδιο της εκτιμήσεως του βασίμου της ένδικης προσφυγής πρέπει να ελέγχεται αν το περιεχόμενο της ομολογίας αυτής συμπληρώνει άλλα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 217-218)

8.      Ναι μεν η σοβαρότητα της παραβάσεως εκτιμάται, αρχικά, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παραβάσεως, όπως η φύση της, το συνολικό μερίδιο της αγοράς όλων των εμπλεκομένων, η γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και η ουσιαστική εφαρμογή της στην πράξη, στη συνέχεια όμως η εκτίμηση αυτή διαμορφώνεται σε συνάρτηση με τις επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν καθεμία από τις μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις.

Έτσι, το πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού του προστίμου από την Επιτροπή έχει ως σκοπό να προσδιορίσει το βασικό ποσό του επιβλητέου σε κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση προστίμου, τούτο δε πολλαπλασιάζοντας την αξία των πωλήσεων των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών στην οικεία γεωγραφική αγορά, για καθεμία από αυτές, με έναν πρώτο συντελεστή που αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παραβάσεως, ή και με έναν δεύτερο συντελεστή, με σκοπό να αποθαρρύνει την εκ νέου ανάμιξη σε τέτοιες παράνομες πράξεις. Όπως προκύπτει από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, καθένας από τους δύο αυτούς συντελεστές προσδιορίζεται λαμβανομένων υπόψη παραγόντων που αντιστοιχούν προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παραβάσεως, εκτιμώμενης συνολικά, ήτοι περιλαμβάνουσας το σύνολο των ενεργειών που είχαν ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

Επομένως, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των δύο αυτών συντελεστών δεν επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνδέονται με την παράβαση που διέπραξε καθεμία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εκτιμώμενη ατομικά. Η ως άνω διαπίστωση επιρρωννύεται ακόμη από το ίδιο το αντικείμενο του δευτέρου σταδίου της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, που έχει ως σκοπό ακριβώς να λαμβάνονται υπόψη οι επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν, ατομικά, την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά καθενός των μετεχόντων στην παράβαση.

Κατά συνέπεια, οι παράγοντες που απαριθμούνται στο σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών, προς προσδιορισμό τόσο του αφορώντος τη «σοβαρότητα της παραβάσεως» συντελεστή (σημείο 21 των κατευθυντήριων γραμμών) και του αφορώντος το «επιπρόσθετο ποσό» συντελεστή (σημείο 25 των κατευθυντήριων γραμμών), έχουν όλοι ως αντικείμενο την εκτίμηση, στο σύνολό της, της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ενώσεως. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη ειδικά στοιχεία αφορώντα ατομικά κάποιον μετέχοντα σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, όπως η περιορισμένη συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές ή η μη εφαρμογή συναφθεισών συμφωνιών, στο πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού των προστίμων. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τέτοια στοιχεία μόνο στο δεύτερο στάδιο της εν λόγω μεθόδου, και μάλιστα ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις ειδικά για καθεμία από τις επιχειρήσεις που μετέσχαν στην παράβαση.

(βλ. σκέψεις 264-267, 273)

9.      Στα σημεία 28 και 29 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 προβλέπεται προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως ορισμένων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν κάθε εμπλεκομένη επιχείρηση. Ειδικότερα, το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο ελαφρυντικών περιστάσεων που μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη μείωση του βασικού ποσού του προστίμου. Ασφαλώς, ο κατάλογος αυτός δεν αναφέρει πλέον, στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, τον παθητικό ρόλο μιας επιχειρήσεως. Εντούτοις, καθόσον ο κατάλογος τον οποίον προβλέπει το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών δεν είναι εξαντλητικός, μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να αποκλείεται να συνεκτιμάται, καταρχήν, στο πλαίσιο των περιστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του βασικού ποσού του προστίμου.

Ο παθητικός ρόλος συνεπάγεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση υιοθέτησε «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή ότι δεν είχε ενεργό συμμετοχή στη δημιουργία της βλαπτικής για τον ανταγωνισμό συμφωνίας ή των βλαπτικών για τον ανταγωνισμό συμφωνιών.

Μεταξύ των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι ο ρόλος μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο συμπράξεως ήταν παθητικός, μπορεί να ληφθεί υπόψη η αισθητά σποραδικότερη έναντι των άλλων επιχειρήσεων συμμετοχή της στις συσκέψεις της συμπράξεως, όπως και η καθυστερημένη είσοδός της στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σε αυτή.

(βλ. σκέψεις 279-281, 284-285)

10.    Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε, στο παρελθόν, πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένα είδη παραβάσεων δεν μπορεί να τη στερήσει από τη δυνατότητα να αυξήσει το ύψος αυτό εντός των ορίων που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003, αν τούτο είναι αναγκαίο προς εξασφάλιση της εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού επιτάσσει να μπορεί η Επιτροπή να προσαρμόζει οποτεδήποτε το ύψος των προστίμων προς τις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

(βλ. σκέψη 293)

11.    Το γεγονός ότι μια επιχείρηση, που αποδεικνύεται ότι μετέχει με τους ανταγωνιστές της σε συνεννόηση ως προς τις τιμές, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκη στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της.

(βλ. σκέψη 297)

12.    Το γεγονός ότι από την εξέταση των λόγων που προέβαλε μια επιχείρηση κατά της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού κανόνων της Ενώσεως προέκυψε έλλειψη νομιμότητας δεν απαλλάσσει το Γενικό Δικαστήριο από την υποχρέωσή του να εξετάσει αν πρέπει να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνάρτηση με τις συνέπειες της εν λόγω ελλείψεως νομιμότητας, κάνοντας χρήση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας.

(βλ. σκέψη 306)