Language of document : ECLI:EU:T:2013:232

Υπόθεση T‑579/10

macros consult GmbH — Unternehmensberatung für Wirtschafts- und Finanztechnologie

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς
(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Κοινοτικό εικονιστικό σήμα makro — Εταιρική επωνυμία macros consult GmbH — Κεκτημένο πριν από την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δικαίωμα που παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία απαγορεύσεως της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση — Μη καταχωρισμένα σημεία τα οποία προστατεύονται κατά το γερμανικό δίκαιο — Άρθρο 5 του Markengesetz — Άρθρα 8, παράγραφος 4, 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 65 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 7ης Μαΐου 2013

1.      Κοινοτικό σήμα — Παραίτηση, έκπτωση και ακυρότητα — Σχετικοί λόγοι ακυρότητας — Ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 — Προϋποθέσεις — Ερμηνεία υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης — Εκτίμηση βάσει των κριτηρίων τα οποία ορίζει το εθνικό δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 8 § 4 και 53 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Κοινοτικό σήμα — Παραίτηση, έκπτωση και ακυρότητα — Αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενη σε προγενέστερο εθνικό δικαίωμα — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 8 § 4, 53 §§ 1, στοιχείο γ΄, και 2, και 65· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 37, στοιχείο β΄, περίπτωση ii)

3.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών — Συνεκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο αποδεικτικών στοιχείων τα οποία δεν είχαν προσκομιστεί προηγουμένως ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ — Αποκλείεται

1.      Δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, η ύπαρξη σημείου το οποίο δεν είναι σήμα δικαιολογεί την κήρυξη ακυρότητας ενός κοινοτικού σήματος αν το σημείο αυτό πληροί σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις: το εν λόγω σημείο πρέπει να χρησιμοποιείται στις εμπορικές συναλλαγές· πρέπει να μην έχει μόνον τοπική ισχύ· το δικαίωμα επί του σημείου πρέπει να έχει κτηθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου χρησιμοποιήθηκε το σημείο πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, τέλος, το σημείο αυτό πρέπει να παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρήση πλέον προσφάτου σήματος. Οι τέσσερις αυτές προϋποθέσεις περιορίζουν τον αριθμό των σημείων που δεν είναι σήματα τα οποία μπορεί να επικαλεστεί κάποιος ενδιαφερόμενος για να αμφισβητήσει το κύρος κοινοτικού σήματος στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 είναι σωρευτικές, αρκεί να μην πληρούται μία μόνον από αυτές για να απορριφθεί το αίτημα κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σήματος.

Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, δηλαδή οι σχετικές με τη χρήση και την εμβέλεια του σημείου του οποίου γίνεται επίκληση, προκύπτουν από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, ο κανονισμός 207/2009 θεσπίζει ενιαίους κανόνες, σχετικούς με τη χρήση των σημείων και την ισχύ τους, οι οποίοι συνάδουν προς τις αρχές που διέπουν το προβλεπόμενο από τον κανονισμό αυτό σύστημα.

Αντιθέτως, από τη φράση «στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με […] το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό» προκύπτει ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις, που προβλέπει στη συνέχεια το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 207/2009, είναι προϋποθέσεις τις οποίες θέτει ο κανονισμός οι οποίες, σε αντίθεση προς τις προηγούμενες, εκτιμώνται λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που προβλέπει το δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση. Η παραπομπή αυτή στο δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ο κανονισμός 207/2009 αναγνωρίζει τη δυνατότητα επικλήσεως σημείων μη καλυπτόμενων από το σύστημα προστασίας των κοινοτικών σημάτων έναντι κοινοτικού σήματος. Επομένως, μόνο βάσει του δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση μπορεί να διαπιστωθεί αν το σημείο αυτό είναι προγενέστερο από το κοινοτικό σήμα και αν δικαιολογείται η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως πλέον πρόσφατου σήματος.

(βλ. σκέψεις 54-56, 70)

2.      Από το γράμμα του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, προκύπτει ότι, όταν αυτό αφορά κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας προγενέστερο δικαίωμα καθιστά δυνατή την απαγόρευση χρήσεως κοινοτικού σήματος, διακρίνει σαφώς δύο περιπτώσεις αναλόγως του αν το προγενέστερο δικαίωμα προστατεύεται από την νομοθεσία της Ένωσης «ή» από το εθνικό δίκαιο.

Όσον αφορά το πλαίσιο διαδικαστικών κανόνων που θεσπίζει ο κανονισμός 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, για την περίπτωση αιτήσεως που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και στηρίζεται σε προγενέστερο δικαίωμα προστατευόμενο εντός του εθνικού νομικού πλαισίου, ο κανόνας 37 του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι στον αιτούντα εναπόκειται να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι νομιμοποιείται, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, να επικαλείται το δικαίωμα αυτό.

Ο εν λόγω κανόνας επιρρίπτει στον αιτούντα το βάρος προσκομίσεως στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) όχι μόνο των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις κατά την εθνική νομοθεσία, την εφαρμογή της οποίας ζητεί προκειμένου να μπορέσει να απαγορεύσει τη χρήση κοινοτικού σήματος δυνάμει προγενέστερου δικαιώματος, αλλά και των στοιχείων που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της εν λόγω νομοθεσίας.

Εφόσον το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού και η δεύτερη αυτή διάταξη αφορά προγενέστερα δικαιώματα προστατευόμενα από τη νομοθεσία της Ένωσης ή από το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το επίμαχο σημείο, οι κανόνες αποδείξεως που μνημονεύθηκαν ανωτέρω έχουν επίσης εφαρμογή στην περίπτωση επικλήσεως εθνικού δικαίου βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, ο κανόνας 37, στοιχείο β΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ανάλογους κανόνες για την απόδειξη του προγενέστερου δικαιώματος στην περίπτωση αιτήσεως που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

Συνεπώς, η ύπαρξη εθνικού δικαιώματος είναι πραγματικό ζήτημα και εναπόκειται στον διάδικο που επικαλείται την ύπαρξη δικαιώματος το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 να αποδείξει ενώπιον του ΓΕΕΑ όχι μόνο ότι το εν λόγω δικαίωμα απορρέει από την εθνική νομοθεσία, αλλά και το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 57-60, 62, 72)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 61)