Language of document : ECLI:EU:C:2024:81

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 25ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Έξοδα που προκύπτουν από τη σύναψη της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική – Αφετηρία της παραγραφής της αξιώσεως επιστροφής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑810/21 έως C‑813/21,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείο Βαρκελώνης, Ισπανία) με αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2021, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 20 Δεκεμβρίου 2021, στο πλαίσιο των δικών

Caixabank SA, πρώην Bankia SA,

κατά

WE,

XA (C‑810/21),

και

Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA

κατά

TB,

UK (C‑811/21),

και

Banco Santander SA

κατά

OG (C‑812/21),

και

OK,

PI

κατά

Banco Sabadell SA (C‑813/21),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Spineanu‑Matei, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Caixabank SA, εκπροσωπούμενη από τον J. Gutiérrez de Cabiedes Hidalgo de Caviedes, abogado,

–        οι WE, XA, TB, UK, OG, OK και PI, εκπροσωπούμενοι από τον J. Fraile Mena, procurador, και τον F. García Domínguez, abogado,

–        η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, εκπροσωπούμενη από τους J. M. Rodríguez Cárcamo και A. M. Rodríguez Conde, abogados,

–        η Banco Santander SA, εκπροσωπούμενη από τους M. García-Villarrubia Bernabé και C. Vendrell Cervantes, abogados,

–        η Banco Sabadell SA, εκπροσωπούμενη από τους G. Serrano Fenollosa και R. Vallina Hoset, abogados,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Ballesteros Panizo και την A. Pérez-Zurita Gutiérrez,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, στην υπόθεση C‑810/21, της Caixabank SA, πρώην Bankia SA, αφενός, και των WE και XA, αφετέρου, στην υπόθεση C‑811/21, της Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, αφενός, και των TB και UK, αφετέρου, στην υπόθεση C‑812/21, της Banco Santander SA, αφενός, και του OG, αφετέρου, και, στην υπόθεση C‑813/21, των OK και PI, αφενός, και της Banco Sabadell SA, αφετέρου, σχετικά με τις συνέπειες της ακυρώσεως καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανόμενης σε συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων συναφθείσες μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

β)      “καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες».

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

5        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Το ισπανικό δίκαιο

 Ο καταλανικός αστικός κώδικας

6        Το άρθρο 121‑20 του Ley 29/2002, primera Ley del Código Civil de Cataluña (νόμου 29/2002, πρώτου νόμου του αστικού κώδικα της Καταλονίας), της 30ής Δεκεμβρίου 2002 (BOE αριθ. 32, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, στο εξής: καταλανικός αστικός κώδικας), προβλέπει τα εξής:

«Οι πάσης φύσεως αξιώσεις παραγράφονται μετά την πάροδο δέκα ετών, εκτός αν κάποιος έχει αποκτήσει προηγουμένως το δικαίωμα με χρησικτησία ή αν ο παρών Κώδικας ή οι ειδικοί νόμοι ορίζουν άλλως.»

7        Το άρθρο 121‑23 του καταλανικού αστικού κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«Η παραγραφή αρχίζει όταν, επί γεννηθείσας και δικαστικώς επιδιώξιμης αξιώσεως, ο δικαιούχος γνωρίζει ή δύναται ευλόγως να γνωρίζει τις περιστάσεις επί των οποίων ερείδεται η αξίωση και το πρόσωπο κατά του οποίου αυτή μπορεί να προβληθεί.»

8        Το άρθρο 121‑11 του ως άνω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Λόγοι διακοπής της παραγραφής είναι:

a)      Η άσκηση αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων, ακόμη και αν αυτή απορριφθεί για δικονομικούς λόγους.

b)      Η κίνηση της διαδικασίας διαιτησίας σχετικά με την απαίτηση.

c)      Η εξώδικη όχληση για την ικανοποίηση της απαιτήσεως.

d)      Η αναγνώριση του δικαιώματος ή η παραίτηση από την παραγραφή από το πρόσωπο έναντι του οποίου μπορεί να αντιταχθεί η αξίωση εντός της προθεσμίας παραγραφής.»

 Ο αστικός κώδικας

9        Το άρθρο 1303 του Código Civil (αστικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

«Κηρυχθείσας άκυρης της ενοχής, οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να αποδώσουν αμοιβαίως τα πράγματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως με τους καρπούς τους, καθώς και το τίμημα με τους αναλογούντες τόκους, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των επόμενων άρθρων.»

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Υπόθεση C810/21

10      Στις 4 Φεβρουαρίου 2004 οι WE και XA συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου (στο εξής: σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑810/21) με την Bankia, η οποία το 2021 συγχωνεύθηκε με την Caixabank.

11      Το τελευταίο τιμολόγιο σχετικά με τα έξοδα που απέρρεαν από τη σύμβαση αυτή, το οποίο αφορούσε τα έξοδα συμβολαιογράφου, καταχωρίσεως και διαχειρίσεως της εν λόγω συμβάσεως, εξοφλήθηκε από τους WE και XA στις 4 Μαΐου 2004.

12      Στις 16 Ιανουαρίου 2018 οι WE και XA άσκησαν αγωγή με αίτημα την ακύρωση ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑810/21, κατά την οποία ο δανειολήπτης όφειλε να καταβάλει όλα τα έξοδα που απέρρεαν από τη σύναψη της συμβάσεως.

13      Η Bankia αντέκρουσε την αγωγή υποστηρίζοντας ότι η αξίωση επιστροφής είχε παραγραφεί, διότι είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της δεκαετούς παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 121 20 του καταλανικού αστικού κώδικα.

14      Με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, το Juzgado de Primera Instancia n° 50 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 50 Βαρκελώνης, Ισπανία) απέρριψε την ένσταση παραγραφής την οποία προέβαλε η Bankia και υποχρέωσε την τράπεζα αυτή να καταβάλει το ποσό των 468,48 ευρώ το οποίο είχε καταβληθεί για έξοδα συμβολαιογράφου, καταχωρίσεως και διαχειρίσεως της συμβάσεως δανείου στην υπόθεση C‑810/21. Η Bankia άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείου Βαρκελώνης, Ισπανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

 Υπόθεση C811/21

15      Στις 20 Ιανουαρίου 2004 οι TB και UK συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου (στο εξής: σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑811/21) με την Banco Bilbao Vizcaya Argentaria.

16      Το τελευταίο τιμολόγιο σχετικά με τα έξοδα που απέρρεαν από τη σύμβαση αυτή, το οποίο αφορούσε τα έξοδα συμβολαιογράφου, καταχωρίσεως και διαχειρίσεως της εν λόγω συμβάσεως, εξοφλήθηκε από τους TB και UK στις 15 Μαρτίου 2004.

17      Στις 16 Ιανουαρίου 2018 οι TB και UK άσκησαν αγωγή με αίτημα την ακύρωση ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑811/21, κατά την οποία ο δανειολήπτης όφειλε να καταβάλει όλα τα έξοδα που απέρρεαν από τη σύναψη της συμβάσεως.

18      Η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria αντέκρουσε την αγωγή υποστηρίζοντας ότι η αξίωση επιστροφής είχε παραγραφεί, διότι είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της δεκαετούς παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 121‑20 του καταλανικού αστικού κώδικα.

19      Με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, το Juzgado de Primera Instancia n° 50 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 50 της Βαρκελώνης) απέρριψε την ένσταση παραγραφής την οποία προέβαλε η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria και υποχρέωσε την τράπεζα αυτή να καταβάλει το ποσό των 499,61 ευρώ το οποίο είχε καταβληθεί για έξοδα συμβολαιογράφου, καταχωρίσεως και διαχειρίσεως της συμβάσεως δανείου στην υπόθεση C‑811/21. Η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείου Βαρκελώνης), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

 Υπόθεση C812/21

20      Στις 17 Δεκεμβρίου 2004 ο OG συνήψε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου (στο εξής: σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑812/21) με την Banco Santander.

21      Το τελευταίο τιμολόγιο σχετικά με τα έξοδα της συμβάσεως αυτής, το οποίο αφορούσε τα έξοδα συμβολαιογράφου, καταχωρίσεως και διαχειρίσεως της εν λόγω συμβάσεως, εξοφλήθηκε από τον OG στις 18 Μαρτίου 2005.

22      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2017 ο OG άσκησε αγωγή με αίτημα την ακύρωση ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑812/21, κατά την οποία ο δανειολήπτης όφειλε να καταβάλει όλα τα έξοδα που απέρρεαν από τη σύναψη της συμβάσεως.

23      Η Banco Santander αντέκρουσε την αγωγή υποστηρίζοντας ότι η αξίωση επιστροφής είχε παραγραφεί, διότι είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της δεκαετούς παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 121‑20 του καταλανικού αστικού κώδικα.

24      Με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, το Juzgado de Primera Instancia n° 50 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 50 Βαρκελώνης) απέρριψε την ένσταση παραγραφής την οποία προέβαλε η Banco Santander και υποχρέωσε την τράπεζα αυτή να καταβάλει το ποσό των 589,60 ευρώ το οποίο είχε καταβληθεί για έξοδα συμβολαιογράφου, καταχωρίσεως και διαχειρίσεως της συμβάσεως δανείου στην υπόθεση C‑812/21. Η Banco Santander άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείου Βαρκελώνης), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

 Υπόθεση C813/21

25      Στις 14 Ιουλίου 2006 οι OK και PI συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου (στο εξής: σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑813/21) με την Banco Sabadell.

26      Το τελευταίο τιμολόγιο σχετικά με τα έξοδα που απέρρεαν από τη σύμβαση αυτή, το οποίο αφορούσε τα έξοδα συμβολαιογράφου, καταχωρίσεως και διαχειρίσεως της εν λόγω συμβάσεως, εξοφλήθηκε από τους OK και PI στις 4 Οκτωβρίου 2006.

27      Αφού προέβησαν, στις 15 Νοεμβρίου 2017, σε εξώδικη όχληση της Banco Sabadell, την οποία η εν λόγω τράπεζα αγνόησε, οι OK και PI άσκησαν, στις 15 Δεκεμβρίου 2017, αγωγή με αίτημα την ακύρωση ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβαση δανείου στην υπόθεση C‑813/21, κατά την οποία ο δανειολήπτης όφειλε να καταβάλει όλα τα έξοδα που απέρρεαν από τη σύναψη της συμβάσεως.

28      Η Banco Sabadell αντέκρουσε την αγωγή υποστηρίζοντας ότι η αξίωση επιστροφής είχε παραγραφεί, διότι είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της δεκαετούς παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 121‑20 του καταλανικού αστικού κώδικα.

29      Με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2021, το Juzgado de Primera Instancia n° 50 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 50 Βαρκελώνης) έκανε δεκτή την ένσταση παραγραφής της αξιώσεως επιστροφής εξόδων την οποία προέβαλε η Banco Sabadell. Οι OK και PI άσκησαν έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείου Βαρκελώνης), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

30      Το αιτούν δικαστήριο στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑810/21 έως C‑813/21 μνημονεύει τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η άσκηση αγωγής επιστροφής μπορεί να υπόκειται σε παραγραφή, υπό την προϋπόθεση ότι το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής καθώς και η διάρκειά της δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος του καταναλωτή να αξιώσει την εν λόγω επιστροφή.

31      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η παραγραφή είναι σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δύο παράμετροι, ήτοι, αφενός, η διάρκεια της παραγραφής και, αφετέρου, το χρονικό σημείο ενάρξεώς της.

32      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Αυτόνομη Κοινότητα της Καταλονίας διαθέτει δική της νομοθεσία, η οποία αποκλίνει, από ορισμένες απόψεις, από την ισπανική νομοθεσία και ότι ο καταλανικός αστικός κώδικας ορίζει δεκαετή παραγραφή, η οποία είναι διπλάσια από την προβλεπόμενη στον ισπανικό αστικό κώδικα παραγραφή για τις ενοχικές αξιώσεις.

33      Συναφώς, εκτιμά ότι, εν προκειμένω, η επίμαχη στις κύριες δίκες δεκαετής παραγραφή δεν παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας, στο μέτρο που ο χρόνος αυτός είναι επαρκής για να μπορέσει ο καταναλωτής να προετοιμάσει και να ασκήσει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία του εθνικού δικαίου όσον αφορά τον καθορισμό της αφετηρίας της εν λόγω παραγραφής που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να λάβει γνώση της υπάρξεως καταχρηστικής ρήτρας και να ασκήσει αγωγή με αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η ρήτρα αυτή.

34      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, αντιθέτως προς τις συμβατικές ρήτρες τις οποίες το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει στο πλαίσιο υποθέσεων των οποίων είχε επιληφθεί, ρήτρα, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, βάσει της οποίας ο δανειολήπτης επιβαρύνεται με όλα τα έξοδα συνάψεως της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου εξαντλεί τα αποτελέσματά της με την πληρωμή από τον καταναλωτή του τελευταίου τιμολογίου σχετικά με τα έξοδα αυτά. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ωστόσο ότι η νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία προθεσμία τριών ετών από την ημερομηνία του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι ικανή να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία απονέμει η οδηγία 93/13 δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω. Θεωρεί συναφώς ότι η ανωτέρω νομολογία στηρίζεται στο γεγονός ότι η παραγραφή μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν ακόμη πραγματοποιηθούν όλες οι πληρωμές.

35      Προσέτι, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εκ μέρους του καταναλωτή γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να αφορά αποκλειστικώς τα πραγματικά στοιχεία που στοιχειοθετούν τον καταχρηστικό χαρακτήρα ή αν πρέπει επίσης να καλύπτει τη νομική αξιολόγηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, αν η γνώση του καταναλωτή πρέπει να αφορά μόνον τα ως άνω πραγματικά στοιχεία, η ημερομηνία εξοφλήσεως του τελευταίου τιμολογίου θα μπορούσε να αποτελεί την αφετηρία της παραγραφής, λαμβανομένου υπόψη ότι, εν προκειμένω, η επίμαχη στις κύριες δίκες ρήτρα εξήντλησε τα αποτελέσματά της με την εν λόγω πληρωμή.

36      Εντούτοις, σε περίπτωση που η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας επιβάλλει να είναι σε θέση ο καταναλωτής να εκτιμήσει νομικώς τα εν λόγω πραγματικά στοιχεία, θα πρέπει επιπλέον να καθορισθούν, προς τούτο, οι πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση του μέσου καταναλωτή. Συναφώς, αφού εξέθεσε τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια σαφώς παγιωμένη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων θα παρείχε στον Ισπανό καταναλωτή τη δυνατότητα να έχει πλήρη γνώση, από νομικής απόψεως, του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένης συμβατικής ρήτρας.

37      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένης ρήτρας πρέπει να υπάρχει πριν από την έναρξη της παραγραφής, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, ή πριν από τη συμπλήρωσή της. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι, σε αντίθεση με την πενταετή παραγραφή που προβλέπει ο ισπανικός αστικός κώδικας, η παραγραφή είναι δεκαετής εντός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του καταλανικού αστικού κώδικα και, αφετέρου, ότι η άσκηση της αγωγής ευνοείται στο εθνικό νομικό σύστημα, στο μέτρο που η απλή εξώδικη όχληση αποτελεί λόγο διακοπής της παραγραφής και έχει ως αποτέλεσμα να εκκινεί εκ νέου ο χρόνος παραγραφής στο σύνολό του.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείο Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Είναι συμβατό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε περίπτωση άσκησης αγωγής με αίτημα την εφαρμογή των σχετικών με την επιστροφή αποτελεσμάτων της αναγνωρίσεως της ακυρότητας ρήτρας που υποχρεώνει τον δανειολήπτη να καταβάλει τα έξοδα για τη σύναψη της σύμβασης, να υπόκειται η άσκηση αγωγής σε δεκαετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τότε που η ρήτρα εξήντλησε τα αποτελέσματά της με την πραγματοποίηση της τελευταίας πληρωμής, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο ο καταναλωτής γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την καταχρηστικότητα [της εν λόγω ρήτρας] ή απαιτείται να διαθέτει ο καταναλωτής συμπληρωματικές πληροφορίες για τη νομική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών;

β)      Σε περίπτωση που απαιτείται γνώση για τη νομική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να εξαρτηθεί από την ύπαρξη πάγιας νομολογίας για την ακυρότητα της ρήτρας ή μπορεί το εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη του και άλλες διαφορετικές περιστάσεις;

2.      Σε περίπτωση που η αγωγή με αίτημα την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών υπόκειται σε μακρά προθεσμία παραγραφής δέκα ετών, σε ποιο χρονικό σημείο οφείλει ο καταναλωτής να είναι σε θέση να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας και τα δικαιώματα που του απονέμει η οδηγία [93/13], πριν την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής ή πριν την παρέλευσή της;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

39      Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα περιλαμβάνει δύο σκέλη και ότι στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αυτού πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο σκέλος.

40      Επιπλέον, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξετασθεί από κοινού με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος και επί του δευτέρου ερωτήματος

41      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία, κατόπιν της ακυρώσεως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας βάσει της οποίας τα έξοδα συνάψεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου βαρύνουν τον καταναλωτή, η αξίωση για την επιστροφή των εξόδων αυτών υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή με αφετηρία το χρονικό σημείο κατά το οποίο η συγκεκριμένη ρήτρα εξαντλεί τα αποτελέσματά της με την πραγματοποίηση της τελευταίας καταβολής ποσού των εν λόγω εξόδων, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή το κατά πόσον ο καταναλωτής τελεί σε γνώση της νομικής αξιολογήσεως των στοιχείων που στοιχειοθετούν τον καταχρηστικό χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν οι ανωτέρω διατάξεις έχουν την έννοια ότι η γνώση αυτή πρέπει να έχει αποκτηθεί πριν από την έναρξη της παραγραφής ή πριν από τη συμπλήρωσή της.

42      Υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Όσον αφορά το αντιτάξιμο παραγραφής σε αγωγή που ασκεί καταναλωτής με σκοπό την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών λόγω καταχρηστικών ρητρών κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, αρκεί η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει μεν αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση αγωγής με αίτημα να διαπιστωθεί η ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, αλλά ορίζει προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής για τη δικαστική επιδίωξη των αποτελεσμάτων της διαπιστώσεως αυτής με επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Επομένως, το να αντιτάσσεται παραγραφή σε αγωγές με αντικείμενο την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, τις οποίες ασκούν καταναλωτές προκειμένου να ζητήσουν την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν από την οδηγία 93/13, δεν αντιβαίνει, αυτό καθεαυτό, στην αρχή της αποτελεσματικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή της εν λόγω παραγραφής δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η ανωτέρω οδηγία (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 40).

45      Όσον αφορά, ειδικότερα, την αρχή της αποτελεσματικότητας, επισημαίνεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας [απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, D.B.P. κ.λπ. (Ενυπόθηκο δάνειο σε ξένο νόμισμα), C‑80/21 έως C‑82/21, EU:C:2022:646, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46      Όσον αφορά την ανάλυση των χαρακτηριστικών της επίμαχης στις κύριες δίκες προθεσμίας παραγραφής, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η ανάλυση αυτή πρέπει να αφορά τη διάρκεια της προθεσμίας και τις ρυθμίσεις εφαρμογής της, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου κινήσεως της εν λόγω προθεσμίας (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Συναφώς, για να θεωρηθεί σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας, η προθεσμία παραγραφής πρέπει να είναι ουσιαστικά επαρκής για την εκ μέρους του καταναλωτή προετοιμασία και άσκηση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος για την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 93/13, ιδίως υπό τη μορφή αξιώσεων επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Επομένως, όσον αφορά το χρονικό σημείο ενάρξεως προθεσμίας παραγραφής, μια τέτοια προθεσμία μπορεί να συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας αποκλειστικώς και μόνον εάν ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση των δικαιωμάτων του πριν από την έναρξη ή την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η νομολογιακή ερμηνεία των εθνικών δικονομικών κανόνων που έχουν εφαρμογή στις υποθέσεις των κύριων δικών, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι εν λόγω κανόνες προβλέπουν ότι η δεκαετής παραγραφή της αξιώσεως του καταναλωτή για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων εξόδων σχετικά με συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου δεν εκκινεί πριν ο καταναλωτής λάβει γνώση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας σε εκτέλεση της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι καταβολές αυτές, δεν απαιτεί ο καταναλωτής να έχει λάβει γνώση όχι μόνον των πραγματικών αυτών περιστατικών, αλλά και της νομικής αξιολογήσεώς τους, η οποία προϋποθέτει ότι ο καταναλωτής έχει επίσης γνώση των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 93/13.

50      Εντούτοις, για να είναι σύμφωνες με την αρχή της αποτελεσματικότητας, οι ρυθμίσεις εφαρμογής της προθεσμίας παραγραφής δεν αρκεί να προβλέπουν ότι ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, αφενός, αν τελεί σε γνώση των δικαιωμάτων τα οποία αντλεί από την οδηγία 93/13 και, αφετέρου, αν διαθέτει επαρκή χρόνο ώστε να είναι όντως σε θέση να προετοιμάσει και να ασκήσει ένδικο βοήθημα για την προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων.

51      Επομένως, προθεσμία παραγραφής όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες προθεσμία παραγραφής της αξιώσεως επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων εξόδων ενυπόθηκου δανείου δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας, καθόσον οι ρυθμίσεις εφαρμογής της δεν λαμβάνουν υπόψη τα δύο τελευταία αυτά στοιχεία.

52      Όσον αφορά το ζήτημα αν ο καταναλωτής πρέπει να έχει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας και των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 93/13 πριν αρχίσει η παραγραφή της αξιώσεως επιστροφής ή πριν από τη συμπλήρωσή της, επισημαίνεται ότι η προϋπόθεση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, κατά την οποία η προθεσμία παραγραφής μπορεί να είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας μόνον αν ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση των δικαιωμάτων αυτών πριν από την έναρξη της εν λόγω προθεσμίας ή πριν από την παρέλευσή της, διαμορφώθηκε από τη νομολογία του Δικαστηρίου για την κατά περίπτωση εξέταση της συμβατότητας συγκεκριμένης προθεσμίας παραγραφής, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις εφαρμογής που καθορίζει το οικείο εθνικό δίκαιο, με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

53      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 45 έως 47 της παρούσας απόφασης, οσάκις το Δικαστήριο ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα χρήσιμα στοιχεία βάσει των οποίων αυτό θα εκτιμήσει τη συμβατότητα εθνικού δικονομικού κανόνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της εθνικής έννομης τάξεως που του έχουν υποβληθεί από το αιτούν δικαστήριο, και όχι μόνον έναν κανόνα που αφορά κάποια από τις πτυχές της επίμαχης προθεσμίας παραγραφής εξεταζόμενο μεμονωμένα.

54      Επομένως, εθνικός κανόνας κατά τον οποίο η προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν ο καταναλωτής λάβει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας και των δικαιωμάτων τα οποία αντλεί από την οδηγία 93/13, ο οποίος φαίνεται a priori σύμφωνος προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, ενδέχεται εντούτοις να παραβιάζει την εν λόγω αρχή αν η διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής δεν είναι ουσιαστικά επαρκής ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να προετοιμάσει και να ασκήσει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα για την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλεί από την ανωτέρω οδηγία.

55      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία, κατόπιν της ακυρώσεως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας βάσει της οποίας τα έξοδα συνάψεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου βαρύνουν τον καταναλωτή, η αξίωση για την επιστροφή των εξόδων αυτών υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή με αφετηρία το χρονικό σημείο κατά το οποίο η συγκεκριμένη ρήτρα εξαντλεί τα αποτελέσματά της με την πραγματοποίηση της τελευταίας καταβολής ποσού των εν λόγω εξόδων, χωρίς να θεωρείται ότι ασκεί συναφώς επιρροή το κατά πόσον ο καταναλωτής τελεί σε γνώση της νομικής αξιολογήσεως των πραγματικών αυτών περιστατικών. Το κατά πόσον οι ρυθμίσεις για την εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής συνάδουν με τις ανωτέρω διατάξεις πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των ρυθμίσεων αυτών στο σύνολό τους.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

56      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία, για τον καθορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της παραγραφής της αξιώσεως του καταναλωτή για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως σε εκτέλεση καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, η ύπαρξη πάγιας εθνικής νομολογίας σχετικά με την ακυρότητα παρόμοιων ρητρών λογίζεται ως απόδειξη ότι πληρούται η προϋπόθεση της γνώσεως, εκ μέρους του οικείου καταναλωτή, του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας και των εντεύθεν έννομων συνεπειών.

57      Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής ευρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένος να προσχωρήσει στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενό τους (απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Κατά δεύτερον, η προνομιακή θέση στην οποία ευρίσκεται ο επαγγελματίας όσον αφορά το επίπεδο πληροφορήσεως που διαθέτει παραμένει προνομιακή και μετά τη σύναψη της συμβάσεως. Επομένως, οσάκις ο καταχρηστικός χαρακτήρας ορισμένων τυποποιημένων ρητρών έχει διαπιστωθεί από πάγια εθνική νομολογία, μπορεί να αναμένεται από τα τραπεζικά ιδρύματα να ενημερώνονται σχετικώς και να ενεργούν αναλόγως (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, CAJASUR Banco, C‑35/22, EU:C:2023:569, σκέψη 32).

59      Αντιθέτως, δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι το επίπεδο πληροφορήσεως του καταναλωτή, χαμηλότερο από αυτό του επαγγελματία, ενσωματώνει τη γνώση της εθνικής νομολογίας στον τομέα του δικαίου προστασίας των καταναλωτών, έστω και αν η νομολογία αυτή έχει σαφώς παγιωθεί.

60      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 προκύπτει ότι η προστασία που παρέχει η εν λόγω οδηγία εξαρτάται από τους σκοπούς για τους οποίους ενεργεί ένα φυσικό πρόσωπο, ήτοι σκοπούς οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Μολονότι, όμως, μπορεί να απαιτηθεί από τους επαγγελματίες να ενημερώνονται για τις νομικές πτυχές που αφορούν τις ρήτρες τις οποίες αναλαμβάνουν με πρωτοβουλία τους να ενσωματώσουν στις συμβάσεις τις οποίες συνάπτουν με καταναλωτές στο πλαίσιο της συνήθους εμπορικής δραστηριότητας, ιδίως υπό το πρίσμα της εθνικής νομολογίας σχετικά με τις ρήτρες αυτές, δεν μπορεί να αναμένεται παρόμοια συμπεριφορά από τους καταναλωτές, λαμβανομένου υπόψη του περιστασιακού ή ακόμη και εξαιρετικού χαρακτήρα της συνάψεως συμβάσεως περιέχουσας τέτοια ρήτρα.

61      Βάσει των ανωτέρω, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία, για τον καθορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της παραγραφής της αξιώσεως του καταναλωτή για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως σε εκτέλεση καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, η ύπαρξη πάγιας εθνικής νομολογίας σχετικά με την ακυρότητα παρόμοιων ρητρών λογίζεται ως απόδειξη ότι πληρούται η προϋπόθεση της γνώσεως, εκ μέρους του οικείου καταναλωτή, του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας και των εντεύθεν έννομων συνεπειών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία, κατόπιν της ακυρώσεως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας βάσει της οποίας τα έξοδα συνάψεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου βαρύνουν τον καταναλωτή, η αξίωση για την επιστροφή των εξόδων αυτών υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή με αφετηρία το χρονικό σημείο κατά το οποίο η συγκεκριμένη ρήτρα εξαντλεί τα αποτελέσματά της με την πραγματοποίηση της τελευταίας καταβολής ποσού των εν λόγω εξόδων, χωρίς να θεωρείται ότι ασκεί συναφώς επιρροή το κατά πόσον ο καταναλωτής τελεί σε γνώση της νομικής αξιολογήσεως των πραγματικών αυτών περιστατικών. Το κατά πόσον οι ρυθμίσεις για την εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής συνάδουν με τις ανωτέρω διατάξεις πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των ρυθμίσεων αυτών στο σύνολό τους.

2)      Η οδηγία 93/13

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία, για τον καθορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της παραγραφής της αξιώσεως του καταναλωτή για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως σε εκτέλεση καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, η ύπαρξη πάγιας εθνικής νομολογίας σχετικά με την ακυρότητα παρόμοιων ρητρών λογίζεται ως απόδειξη ότι πληρούται η προϋπόθεση της γνώσεως, εκ μέρους του οικείου καταναλωτή, του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας και των εντεύθεν έννομων συνεπειών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.