Language of document : ECLI:EU:C:2024:70

Υπόθεση C58/22

Parchetul de pe lângă Curtea de Apel Craiova

(αίτηση του Curtea de Apel Craiova για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 25ης Ιανουαρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 50 – Αρχή ne bis in idem – Ποινική δίωξη ασκηθείσα in rem – Διάταξη εισαγγελέα για θέση της υπόθεσης στο αρχείο – Παραδεκτό μεταγενέστερης ποινικής δίωξης ασκηθείσας in personam για τις ίδιες πράξεις – Προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου για ορισμένο πρόσωπο – Απαίτηση περί λεπτομερούς διερεύνησης – Μη εξέταση πιθανού μάρτυρα – Μη εξέταση του ενδιαφερομένου ως “υπόπτου”»

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Αίτημα ερμηνείας του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Εθνική ρύθμιση που συνιστά μέτρο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 51 § 1· απόφαση-πλαίσιο 2003/568 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 4· απόφαση 2006/928 της Επιτροπής, παράρτημα)

(βλ. σκέψεις 40-42)

2.        Θεμελιώδη δικαιώματα – Αρχή ne bis in idem – Προϋποθέσεις εφαρμογής – Ύπαρξη προγενέστερης αμετάκλητης αποφάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της πολιτείας – Αμετάκλητη απόφαση στηριζόμενη σε εκτίμηση της υπόθεσης επί της ουσίας κατόπιν λεπτομερούς διερεύνησης – Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50)

(βλ. σκέψεις 48, 52, 61, 62, 64)

3.        Θεμελιώδη δικαιώματα – Αρχή ne bis in idem – Πεδίο εφαρμογής – Εισαγγελική διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο χωρίς να έχει εξεταστεί η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου – Δεν εμπίπτει

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50)

(βλ. σκέψεις 70, 71, 73-75 και διατακτ.)

Σύνοψη

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως του Curtea de Apel Craiova (εφετείου Craiova, Ρουμανία), το Δικαστήριο παρέχει διευκρινίσεις ως προς τα δύο συστατικά στοιχεία, «bis» και «idem», της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (1), στο πλαίσιο υπόθεσης στην οποία η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος ενός προσώπου σε μεταγενέστερη διαδικασία έπαυσε λόγω της ύπαρξης, σε προγενέστερη διαδικασία, εισαγγελικής διάταξης για θέση της υπόθεσης στο αρχείο από την οποία δεν προκύπτει προδήλως ότι εξετάστηκε η νομική κατάσταση του προσώπου αυτού ως ποινικώς υπευθύνου για τις πράξεις που στοιχειοθετούν το διωκόμενο αδίκημα.

Στις 30 Απριλίου 2015, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του συνεταιρισμού BX, η πρόεδρος του συνεταιρισμού, η NR, ζήτησε από ορισμένους υπαλλήλους να καταβάλουν οφειλόμενο από την ίδια χρηματικό ποσό, επ’ απειλή καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους. Δεδομένου ότι το αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε, η NR συνέταξε και υπέγραψε αποφάσεις για την καταγγελία των συγκεκριμένων συμβάσεων εργασίας.

Οι θιγόμενοι υπάλληλοι υπέβαλαν τότε δύο εγκλήσεις κατά της NR, εκ των οποίων η μία πρωτοκολλήθηκε στην Parchet de pe lângă Judecătoria Slatina (εισαγγελία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina, Ρουμανία), υπό τον αριθμό 673/P/2016, και η άλλη στην Parchet de pe lângă Tribunalul Olt (εισαγγελία πρωτοδικών της περιφέρειας Olt, Ρουμανία), υπό τον αριθμό 47/P/2016.

Στην υπόθεση 673/P/2016, ο αρμόδιος εισαγγελέας, αφού άσκησε ποινική δίωξη in rem για το αδίκημα της εκβίασης, εν συνεχεία εξέδωσε, στηριζόμενος στην έκθεση του επιληφθέντος της έρευνας αστυνομικού ανακριτικού υπαλλήλου, διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο (στο εξής: επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο). Η διάταξη αυτή δεν προσβλήθηκε από τους εγκαλούντες εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας. Επιπλέον, η εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης την οποία διέταξε ο προϊστάμενος της εισαγγελίας δεν επικυρώθηκε από το τμήμα προδικασίας του αρμόδιου δικαστηρίου.

Στην υπόθεση 47/P/2016, ασκήθηκε ποινική δίωξη in personam σε βάρος της NR για το αδίκημα της δωροληψίας, η οποία κατέληξε στην έκδοση, από το Tribunalul Olt (πρωτοδικείο της περιφέρειας Olt, Ρουμανία), αποφάσεως περί καταδίκης της NR σε στερητική της ελευθερίας ποινή με αναστολή. Κατόπιν έφεσης την οποία άσκησε η NR, το αιτούν δικαστήριο, εφετείο Craiova, εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση, με την ποινική απόφαση 1207/2020, λόγω φερόμενης παραβίασης της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη.

Επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Parchet de pe lângă Curtea de Apel Craiova (εισαγγελία εφετών Craiova, Ρουμανία) κατά της ανωτέρω εφετειακής αποφάσεως, το Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) απεφάνθη, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς το αιτούν δικαστήριο είχε κρίνει ότι είχε εφαρμογή η αρχή ne bis in idem, δεδομένου ότι πριν από τη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο δεν είχε εξετασθεί η υπόθεση 673/P/2016 επί της ουσίας και ότι η εν λόγω διάταξη δεν είχε αιτιολογηθεί δεόντως, όπερ συνεπάγεται ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε εξαλειφθεί η ποινική αξίωση της πολιτείας. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο αυτό αναίρεσε την ποινική απόφαση 1207/2020 και ανέπεμψε την υπόθεση προς επανεξέτασή της από το αιτούν δικαστήριο.

Στο πλαίσιο της προαναφερθείσας επανεξέτασης, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με το κατά πόσον έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem εξαρτάται από μια διττή προϋπόθεση, ήτοι, αφενός, ότι υπάρχει προγενέστερη αμετάκλητη απόφαση (προϋπόθεση «bis») και, αφετέρου, ότι η προγενέστερη απόφαση και οι μεταγενέστερες διώξεις ή αποφάσεις αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά (προϋπόθεση «idem»).

Όσον αφορά την προϋπόθεση «bis», για να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί «[αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου» σε σχέση με ορισμένο πρόσωπο για τα πραγματικά περιστατικά που του καταλογίζονται, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, πρέπει, κατά πρώτον, να έχει εξαλειφθεί αμετάκλητα η ποινική αξίωση της πολιτείας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι, αφενός, οι εγκαλούντες της κύριας δίκης δεν προσέβαλαν εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας την επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο και, αφετέρου, η αίτηση για επικύρωση της εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης την οποία διέταξε ο προϊστάμενος της εισαγγελίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina απορρίφθηκε, προκύπτει ότι, στην υπόθεση 673/P/2016, η ποινική αξίωση της πολιτείας έχει εξαλειφθεί αμετάκλητα και ότι η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο έχει καταστεί αμετάκλητη, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο.

Κατά δεύτερον, για να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί «[αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου» όσον αφορά ορισμένο πρόσωπο για τα πραγματικά περιστατικά που του καταλογίζονται, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, επιβάλλεται η απόφαση για την παύση της ποινικής δίωξης να έχει εκδοθεί κατόπιν εκτιμήσεως της υπόθεσης επί της ουσίας και όχι απλώς για δικονομικούς λόγους. Εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ότι η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο πληροί την προϋπόθεση σχετικά με την επί της ουσίας εκτίμηση της υπόθεσης 673/P/2016 μόνον εφόσον περιέχει εκτίμηση επί των ουσιαστικών στοιχείων του προβαλλόμενου αδικήματος, όπως, μεταξύ άλλων, ανάλυση σχετικά με την ποινική ευθύνη της NR, ως φερόμενης αυτουργού του αδικήματος. Πλην όμως, η μη εξέταση των μαρτύρων που ήταν παρόντες κατά τη συνεδρίαση του συνεταιρισμού BX της 30ής Απριλίου 2015 θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη περί του ότι δεν διεξήχθη τέτοια ανάλυση, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο.

Όσον αφορά την προϋπόθεση «idem», από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη προκύπτει ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει την άσκηση ποινικής δίωξης ή την επιβολή ποινικής κύρωσης σε βάρος του ίδιου προσώπου περισσότερες από μία φορές για την ίδια παράβαση. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, προκειμένου να κριθεί αν, όσον αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο, έχει εκδοθεί «αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, πρέπει να προκύπτει σαφώς από την απόφαση που εκδόθηκε όσον αφορά το συγκεκριμένο πρόσωπο ότι, κατά την έρευνα που προηγήθηκε της έκδοσης της απόφασης αυτής, ανεξαρτήτως του αν η έρευνα κινήθηκε in rem ή in personam, εξετάστηκε αν το εν λόγω πρόσωπο τελεί σε νομική κατάσταση ποινικώς υπευθύνου για τις πράξεις που στοιχειοθετούν τα διωκόμενα αδικήματα και, σε περίπτωση διάταξης εισαγγελίας για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, τούτο αποκλείστηκε. Σε περίπτωση που δεν συντρέχει τέτοια περίσταση, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή και, κατά συνέπεια, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αθωωθεί αμετάκλητα, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη.


1      Κατά τη διάταξη αυτή, «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».