Language of document : ECLI:EU:C:2024:79

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 25ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-112/22 και C-223/22

CU (C112/22)

ND (C223/22)

Ποινική διαδικασία

παρισταμένων των:

Procura della Repubblica Tribunale di Napoli,

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS)

[αίτηση του Tribunale di Napoli (πρωτοδικείου Νάπολης, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Ίση μεταχείριση – Κοινωνική αρωγή – Προϋπόθεση διαμονής επί τουλάχιστον δέκα έτη και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη»






1.        Είναι ευρέως γνωστό ότι οι οικονομικές κρίσεις που σηματοδότησαν τις αρχές του 20ού αιώνα έχουν εντείνει σημαντικά τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Για την αντιμετώπισή τους διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν επιλέξει να εφαρμόσουν πολιτικές ανακατανομής των πόρων, οι οποίες στην Ιταλία έχουν κυρίως λάβει τη μορφή της «οικονομικής στήριξης προς υπηκόους». Ειδικότερα, το ζήτημα της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους έχει λάβει ισχυρή πολιτική διάσταση, η οποία αναμφίβολα αποτελεί το υπόβαθρο των υπό κρίση υποθέσεων.

2.        Ιδωμένες από αμιγώς νομικής άποψης οι υπό κρίση υποθέσεις, οι οποίες έχουν ως αφετηρία δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως του Tribunale di Napoli (πρωτοδικείου Νάπολης, Ιταλία), παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (2), και ειδικότερα επί του ζητήματος κατά πόσο συνάδει με την ανωτέρω διάταξη της οδηγίας η προϋπόθεση διαμονής στην Ιταλία επί τουλάχιστον δέκα έτη και αδιαλείπτως κατά τα δύο έτη πριν από την υποβολή της αίτησης, προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η χορήγηση της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους.

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Κρίσιμα στις υπό κρίση υποθέσεις είναι τα άρθρα 4 έως 7 και 9 έως 11 της οδηγίας 2003/109, καθώς και το άρθρο 34 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

Β.      Το ιταλικό δίκαιο

4.        Το άρθρο 2 (με τίτλο «Δικαιούχοι»), παράγραφος 1, της decreto-legge n. 4 «Disposizioni urgenti in materia di reddito di cittadinanza e di pensioni» [πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4, της 28ης Ιανουαρίου 2019 (GURI αριθ. 23, της 28ης Ιανουαρίου 2019), περί επειγουσών διατάξεων σχετικά με την οικονομική στήριξη προς υπηκόους και τις συντάξεις], όπως κυρώθηκε και τροποποιήθηκε από τον legge n. 26 «Conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 28 gennaio 2019, αριθ. 4, recante disposizioni urgenti in materia di reddito di cittadinanza e di pensioni» [νόμο 26, της 28ης Μαρτίου 2019 (GURI αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 2019) περί της μετατροπής σε νόμο, κατόπιν τροποποίησης, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4, της 28ης Ιανουαρίου 2019, περί επειγουσών διατάξεων σχετικών με την οικονομική στήριξη προς υπηκόους και τις συντάξεις] (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019), έχει ως εξής:

«Η [οικονομική στήριξη προς υπηκόους] χορηγείται σε μέλη νοικοκυριών τα οποία, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως και καθ’ όλη τη διάρκεια καταβολής της παροχής, πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:  

a)      όσον αφορά τις προϋποθέσεις σχετικά με την ιθαγένεια, τη διαμονή και την παραμονή, το αιτούν την παροχή μέλος πρέπει σωρευτικά:

1)      να έχει την ιταλική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μέλος της οικογένειάς του, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο b, του decreto legislativo 6 febbraio 2007, n. 30 (νομοθετικού διατάγματος 30 της 6ης Φεβρουαρίου 2007), να έχει δικαίωμα παραμονής ή δικαίωμα μόνιμης διαμονής ή να είναι υπήκοος τρίτης χώρας και να κατέχει άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος στην ΕΕ·

2)      να είναι κάτοικος Ιταλίας επί τουλάχιστον δέκα έτη, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, υπολογιζόμενα από τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, και καθ’ όλη τη διάρκεια της καταβολής της παροχής, διαμένει στην Ιταλία αδιαλείπτως.

[...]»

5.        Το άρθρο 7 (με τίτλο «Κυρώσεις), παράγραφος 1, της εν λόγω πράξης νομοθετικού περιεχομένου έχει ως εξής:

«Εκτός εάν η πράξη συνιστά σοβαρότερo αδίκημα, όποιος, με σκοπό να λάβει αχρεωστήτως την παροχή του άρθρου 3, υποβάλλει ή χρησιμοποιεί ψευδείς δηλώσεις ή έγγραφα που πιστοποιούν μη αληθή γεγονότα ή παραλείπει να παράσχει τις οφειλόμενες πληροφορίες, τιμωρείται με φυλάκιση δύο έως έξι ετών.»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

6.        Από τις απαντήσεις του αιτούντος δικαστηρίου επί της αίτησης παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι CU και ND είναι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίες έχουν αποκτήσει το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στην Ιταλία. Η Pubblico Ministero della Procura della Repubblica presso il Tribunale di Napoli (Εισαγγελία του πρωτοδικείου Νάπολης, Ιταλία) ζήτησε την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη με την κατηγορία της διάπραξης του αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019. Στις 27 Αυγούστου 2020 και στις 9 Οκτωβρίου 2020, αντίστοιχα, οι κατηγορούμενες υπέγραψαν αιτήσεις για τη λήψη της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους πιστοποιώντας ψευδώς στις αιτήσεις αυτές ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις χορήγησης της εν λόγω παροχής, ιδίως την προβλεπόμενη από την εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου προϋπόθεση περί τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής στην Ιταλία. Οι CU και ND έλαβαν κατά τον τρόπο αυτόν, αχρεωστήτως, ποσά ύψους 3 414,40 ευρώ και 3 186,66 ευρώ, αντίστοιχα.

7.        Το Tribunale di Napoli (πρωτοδικείο Νάπολης) εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019 συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι η εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου προβλέπει προϋπόθεση διαμονής στην Ιταλία επί τουλάχιστον δέκα έτη και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, προκειμένου ένα πρόσωπο να λάβει την οικονομική στήριξη προς υπηκόους ως παροχή κοινωνικής αρωγής, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στους υπηκόους τρίτων χωρών, ακόμη και αν είναι κάτοχοι άδειας παραμονής επί μακρόν διαμένοντος, σε σχέση με τους Ιταλούς υπηκόους.

8.        Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου η παροχή με την ονομασία «οικονομική στήριξη προς υπηκόους» εμπίπτει σε έναν από τους τρεις τομείς που μνημονεύονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, δηλαδή την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι κατά τη θέσπιση της επίμαχης νομοθετικής ρύθμισης το Ιταλικό κράτος εξέφρασε τη βούλησή του να περιορίσει την επιβαλλόμενη από το εν λόγω άρθρο 11 ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία στα βασικά πλεονεκτήματα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν προβλεπόταν τέτοιος περιορισμός, αυτός θα αντέβαινε προς το εν λόγω άρθρο 11, για τον λόγο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019, με την οικονομική στήριξη προς υπηκόους χορηγείται ένα ουσιώδες επίπεδο παροχών εντός των ορίων των διαθέσιμων πόρων.

9.        Η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι κρίσιμη για την έκδοση της απόφασης επί των υποθέσεων των κύριων δικών, δεδομένου ότι, αν η προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο 2, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019 δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση των καταλογιζόμενων ποινικών αδικημάτων.

10.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι κατά την εκτίμησή του η προϋπόθεση περί δεκαετούς διαμονής στην Ιταλία, αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, είναι δυσμενής για τους υπηκόους τρίτων χωρών που απολαύουν ειδικής προστασίας δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης, όπως είναι οι επί μακρόν διαμένοντες, οι οποίοι έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής σε κράτος μέλος της Ένωσης, αφού έχουν διαμείνει σε αυτό επί πέντε έτη σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/109. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιταλούς υπηκόους που επανεγκαθίστανται στην Ιταλία μετά από περίοδο διαμονής σε άλλο κράτος μέλος. Διακρίσεις υφίστανται επίσης λόγω της επίμαχης στις κύριες δίκες εθνικής νομοθετικής διάταξης οι δικαιούχοι καθεστώτος πρόσφυγα, οι οποίοι δυνάμει του άρθρου 29 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), θα έπρεπε να λαμβάνουν την αναγκαία συνδρομή, από άποψη κοινωνικής αρωγής, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως οι υπήκοοι των κρατών μελών.

11.      Στο πλαίσιο αυτό το Tribunale di Napoli (πρωτοδικείο Νάπολης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς το άρθρο 18 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 45 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1)], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2003/109], το άρθρο 29 της [οδηγίας 2011/95], το άρθρο 34 του [Χάρτη] και τα άρθρα 30 και 31 του [Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, της [πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019], καθόσον, με το να εξαρτά την παροχή της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους από την προϋπόθεση διαμονής στην Ιταλία επί τουλάχιστον δέκα έτη (και την πρόσθετη προϋπόθεση αδιάλειπτης διαμονής κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, υπολογιζόμενα από τον χρόνο υποβολής της αίτησης, καθώς και καθ’ όλη τη διάρκεια της καταβολής της παροχής), επιφυλάσσει δυσμενή μεταχείριση στους Ιταλούς υπηκόους, στους υπηκόους [της Ένωσης] που έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής ή στους [υπηκόους τρίτων χωρών] που είναι επί μακρόν διαμένοντες [στην Ιταλία] για χρονικό διάστημα μικρότερο των δέκα ετών ή για διάστημα δέκα ετών, αλλά όχι αδιαλείπτως διαμένοντες κατά τα δύο τελευταία από τα έτη αυτά, σε σχέση με τις ίδιες κατηγορίες που διαμένουν επί δέκα έτη στην Ιταλία, και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

2)      Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς το άρθρο 18 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 45 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2003/109], το άρθρο 29 της [οδηγίας 2011/95], το άρθρο 34 του [Χάρτη] και τα άρθρα 30 και 31 του [Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, της [πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019], στον βαθμό που επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων, οι οποίοι μπορούν να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής σε κράτος μέλος της ΕΕ αφού έχουν διαμείνει επί πέντε έτη στο κράτος μέλος υποδοχής, και των επί μακρόν διαμενόντων που έχουν διαμείνει [στην Ιταλία] επί δέκα έτη, και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη;

3)      Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς το άρθρο 18 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 45 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2003/109] και το άρθρο 29 της [οδηγίας 2011/95], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, της [πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019], η οποία επιβάλλει στους Ιταλούς υπηκόους, στους υπηκόους [της Ένωσης] και στους υπηκόους [τρίτων χωρών] υποχρέωση δεκαετούς διαμονής (και υποχρέωση αδιάλειπτης διαμονής κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη) προκειμένου να δικαιούνται να λάβουν την οικονομική στήριξη προς υπηκόους;

4)       Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς το άρθρο 18 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 45 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2003/109], το άρθρο 29 της [οδηγίας 2011/95], το άρθρο 34 του [Χάρτη] και τα άρθρα 30 και 31 του [Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, της [πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4], στον βαθμό που υποχρεώνει τους Ιταλούς υπηκόους, τους υπηκόους [της Ένωσης] και τους υπηκόους [τρίτων χωρών] να δηλώσουν, προκειμένου να λάβουν την οικονομική στήριξη προς υπηκόους, ότι έχουν διαμείνει επί δέκα έτη, και αδιαλείπτως τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, στην Ιταλία, προβλέποντας σοβαρές ποινικές κυρώσεις για την περίπτωση ψευδούς δήλωσης;»

12.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι ανωτέρω, καθώς και οι CU και ND, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις 3 Οκτωβρίου 2023.

III. Ανάλυση

Α.      Το νομικό πλαίσιο ανάλυσης

13.      Κατά τη γενική συνέλευση της 2ας Μαΐου 2023 το Δικαστήριο αποφάσισε βάσει του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας να ζητήσει από το αιτούν δικαστήριο να του παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με το νομικό καθεστώς των κατηγορουμένων στις κύριες ποινικές διαδικασίες, σχετικά με την πράξη του δικαίου της Ένωσης, την οποία το αιτούν δικαστήριο κρίνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, και σχετικά με το ποιες είναι οι ειδικότερες διατάξεις της εν λόγω πράξης των οποίων η ερμηνεία είναι, κατά την κρίση του, αναγκαία προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί των διαφορών που έχει επιληφθεί.

14.      Το αιτούν δικαστήριο με τις απαντήσεις του στην αίτηση αυτή, οι οποίες διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο στις 9 Ιουνίου 2023 επί της υπόθεσης C-223/22 και στις 13 Ιουνίου 2023 επί της υπόθεσης C‑112/22, επισήμανε ότι αμφότερες οι κατηγορούμενες είναι υπήκοοι τρίτων χωρών που έχουν αποκτήσει καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στην Ιταλία. Στην απάντηση που δόθηκε επί της υπόθεσης C-112/22 το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η διάταξη της οποίας η ερμηνεία είναι χρήσιμη για την έκδοση απόφασης είναι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109. Αντιθέτως, στην απάντηση επί της υπόθεσης C-223/22 το αιτούν δικαστήριο επισήμανε εκ νέου την ανάγκη ερμηνείας όλων των διατάξεων που μνημονεύονται στα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο.

15.      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των διευκρινίσεων η νομική ανάλυση θα διαρθρωθεί ως εξής. Αρχικώς, θα εκθέσω την άποψή μου επί των ενστάσεων που προέβαλαν οι μετέχοντες στις διαδικασίες σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και το παραδεκτό των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως (υποενότητες Β και Γ). Στη συνέχεια, θα εξετάσω ιδίως το ζήτημα της συμβατότητας με την οδηγία 2003/109 της προϋπόθεσης περί διαμονής, που προβλέπει η σχετική ιταλική νομοθεσία (υποενότητα Δ).

Β.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

16.      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οικονομική στήριξη προς υπηκόους, όπως προβλέπεται στην πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019, συνίσταται σε ένα συμπλήρωμα στο οικογενειακό εισόδημα, ανερχόμενο στο ποσό των 6 000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο, στο οποίο μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον συμπλήρωμα για τα νοικοκυριά που μισθώνουν κατοικία, ανερχόμενο στο ποσό των 3 360 ευρώ ετησίως κατ’ ανώτατο όριο. Η παροχή αυτή χορηγείται για συνεχές χρονικό διάστημα έως δεκαοκτώ μηνών και μπορεί να ανανεωθεί.

17.      Η χορήγηση της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους εξαρτάται αφενός από μια δήλωση των ενήλικων μελών της οικογένειας, με την οποία τα μέλη αυτά βεβαιώνουν ότι είναι άμεσα διαθέσιμα να εργασθούν, και αφετέρου από το κατά πόσο ακολουθεί κάθε τέτοιο μέλος τη δική του εξατομικευμένη πορεία με στόχο την απασχόληση και την κοινωνική ενσωμάτωση, η οποία περιλαμβάνει δραστηριότητες στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου, την απόκτηση νέων επαγγελματικών δεξιοτήτων, την ολοκλήρωση σπουδών και λοιπές υποχρεώσεις, οι οποίες καθορίζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες, με στόχο την ένταξη στην αγορά εργασίας και την κοινωνική ενσωμάτωση. Η πορεία αυτή αποκτά επίσημο χαρακτήρα με τη σύναψη της σύμβασης για την απασχόληση, η οποία ουσιαστικά έχει ως αντικείμενο την ενεργό αναζήτηση εργασίας και την αποδοχή των κατάλληλων προσφορών, ή με τη σύναψη της σύμβασης για την κοινωνική ενσωμάτωση, η οποία υπογράφεται στις δημοτικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της φτώχειας.

18.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα, για τον λόγο ότι η εθνική νομοθετική ρύθμιση σχετικά με την οικονομική στήριξη προς υπηκόους εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης αυτής, η οικονομική στήριξη προς υπηκόους δεν αποτελεί μέτρο κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας με σκοπό την εξασφάλιση ορισμένου επιπέδου εισοδήματος στους ενδιαφερομένους. Αντιθέτως, πρόκειται για σύνθετο μέτρο, το οποίο αποσκοπεί εν γένει στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού. Δεδομένου ότι δεν εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης στις διαφορές των κύριων δικών, το Δικαστήριο πρέπει εν προκειμένω να κρίνει εαυτό αναρμόδιο.

19.      Στο πλαίσιο αυτό η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους από το αιτούν δικαστήριο. Η αμφισβήτηση αυτή στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην απόφαση 19 της 10ης Ιανουαρίου 2022 του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ιταλία).

20.      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) κλήθηκε να αποφανθεί επί της συνταγματικότητας του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019, το οποίο απαιτεί, μεταξύ των διαφόρων προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για τη λήψη της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους, οι υπήκοοι τρίτων χωρών να είναι κάτοχοι άδειας παραμονής επί μακρόν διαμένοντος στην ΕΕ. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να αποφανθεί επί του ζητήματος αν, δεδομένου ότι η οικονομική στήριξη προς υπηκόους αποσκοπεί στην ικανοποίηση πρωταρχικών ανθρώπινων αναγκών, ένας τέτοιος περιορισμός του κύκλου των δικαιούχων της παροχής αυτής συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 του ιταλικού Συντάγματος.

21.      Με την απόφασή του το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) υπενθύμισε ότι, όπως είχε ήδη κάνει δεκτό, «οι κανόνες που διέπουν την οικονομική στήριξη προς υπηκόους χαρακτηρίζουν μια πορεία επανένταξης στην αγορά εργασίας που βαίνει πέραν της αμιγώς οικονομικής αρωγής», και ότι η εν λόγω παροχή «δεν έχει αμιγώς χαρακτήρα μέτρου κοινωνικής αρωγής, ακριβώς διότι συνοδεύεται από μια πορεία κατάρτισης και ενσωμάτωσης που περιλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται τον αποκλεισμό από την εν λόγω πορεία με διάφορους τρόπους».

22.      Στη συνέχεια, το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκανε δεκτό ότι «καίτοι η οικονομική στήριξη προς υπηκόους παρουσιάζει και χαρακτηριστικά μέτρου καταπολέμησης της φτώχειας, δεν έχει ωστόσο λάβει τον χαρακτήρα παροχής κοινωνικής αρωγής που αποσκοπεί στην ικανοποίηση πρωταρχικής ανθρώπινης ανάγκης, αλλά επιδιώκει διαφορετικούς και πιο διαρθρωμένους σκοπούς ενεργού πολιτικής απασχόλησης και κοινωνικής ενσωμάτωσης» και, ως εκ τούτου, απέρριψε ως αβάσιμο το ζήτημα συνταγματικότητας που του είχε τεθεί.

23.      Φρονώ ότι η εκτίμηση αυτή του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) σχετικά με τον χαρακτηρισμό της οικονομικής στήριξης προς υπηκόους δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 ούτε, συνακόλουθα, την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των υπό κρίση προδικαστικών ερωτημάτων.

24.      Πράγματι, η διάταξη αυτή παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό των εννοιών «κοινωνική ασφάλιση», «κοινωνική αρωγή» και «κοινωνική προστασία». Το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτό ότι η παραπομπή αυτή σημαίνει ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει κατά πόσον συγκεκριμένο εθνικό μέτρο συνιστά παροχή που εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες της εν λόγω διάταξης (3). Η τελευταία αυτή εκτίμηση δεν συνιστά παρά ειδική έκφραση του γενικού κανόνα που στηρίζεται στην απαίτηση περί σαφούς διάκρισης των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, σύμφωνα με τον οποίο κανόνα το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, οπότε μόνο ο εθνικός δικαστής που έχει υποβάλει το προδικαστικό ερώτημα μπορεί να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων (4). Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αποσαφήνισε ότι η οικονομική στήριξη προς υπηκόους εμπίπτει σε μία από τις τρεις κατηγορίες του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, οπότε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.

25.      Βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο, μπορεί να του παράσχει, με βάση τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που του έχουν υποβληθεί, μεταξύ άλλων, στοιχεία βάσει των οποίων να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί (5). Ωστόσο, η εν λόγω νομολογία, μολονότι επιτρέπει στο Δικαστήριο να συμπεριλάβει στην απάντησή του στοιχεία εθνικού δικαίου πρόσφορα να εξυπηρετήσουν τον ανωτέρω σκοπό, εντούτοις, δεν του επιτρέπει να ερμηνεύει το εν λόγω δίκαιο.

26.      Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται αποκλειστικά επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης βάσει του πραγματικού και νομικού πλαισίου όπως αυτό εκτίθεται από το αιτούν δικαστήριο, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει ούτε να ελέγξει την ακρίβεια του πλαισίου αυτού με βάση απόφαση εθνικού δικαστηρίου, έστω και ανώτατου.

27.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να υιοθετηθεί ο χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου από το αιτούν δικαστήριο και, επομένως, να θεωρηθεί η οικονομική στήριξη προς υπηκόους ως παροχή που εμπίπτει στην έννοια της «κοινωνικής αρωγής» του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109. Συνεπώς, δεδομένου ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται εν προκειμένω, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως.

Γ.      Επί του παραδεκτού

28.      Η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστήριξαν, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτες σύμφωνα με το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

29.      Ειδικότερα, οι δύο αυτοί μετέχοντες στις διαδικασίες υποστήριξαν ότι οι αποφάσεις περί παραπομπής είναι ελλιπείς όσον αφορά το καθεστώς των κατηγορουμένων των κύριων ποινικών διαδικασιών. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο κατά την ανάπτυξη των απαντήσεών του επί των προδικαστικών ερωτημάτων, διευκρινίζει ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών προϋπόθεση διαμονής εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, των ημεδαπών και των πολιτών της Ένωσης, καθώς και των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, ενώ τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν πράξεις που αφορούν όλες αυτές τις κατηγορίες προσώπων. Πρόκειται, ωστόσο, για νομικά καθεστώτα ασυμβίβαστα μεταξύ τους, τα οποία δεν μπορούν να συνυπάρχουν στο πρόσωπο των κατηγορουμένων των υπό κρίση υποθέσεων.

30.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να παρέχει έναν ελάχιστο αριθμό διευκρινίσεων όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία και τη σχέση που υφίσταται, κατά το εν λόγω δικαστήριο, μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εθνικής νομοθεσίας (6).

31.      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο επί της αιτήσεως παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο, συνάγεται ότι τα υπό κρίση προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά, καθόσον αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2003/109 (7).

Δ.      Επί της ουσίας

32.      Με τα ερωτήματά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει προς το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία, αφενός, εξαρτά την παροχή ενός μέτρου κοινωνικής αρωγής προς τους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες από την προϋπόθεση διαμονής στο οικείο κράτος μέλος επί τουλάχιστον δέκα έτη και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη και, αφετέρου, προβλέπει την επιβολή ποινικής κύρωσης για την περίπτωση ψευδούς δήλωσης σχετικά με την προϋπόθεση αυτή.

33.      Επιβάλλονται ορισμένες προκαταρκτικές διευκρινίσεις, προκειμένου να καθοριστεί το νομικό καθεστώς στο οποίο εντάσσεται η διάταξη παράγωγου δικαίου την οποία το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει.

34.      Βασικό νομοθέτημα του νομικού πλαισίου της Ένωσης στον τομέα της νόμιμης μετανάστευσης, η οδηγία 2003/109 αποσκοπεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 2, 4, 6 και 12, στη διασφάλιση της ενσωματώσεως των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν και νομίμως εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη και, προς τον σκοπό αυτόν, στην εξομοίωση των δικαιωμάτων των εν λόγω υπηκόων προς τα δικαιώματα των οποίων απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης, ιδίως με την καθιέρωση ίσης μεταχειρίσεως σε σύγκριση με τους πολίτες αυτούς σε ένα ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων (8).

35.      Η οδηγία 2003/109 καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, καθώς και των συναφών δικαιωμάτων, και τις προϋποθέσεις διαμονής στα άλλα κράτη μέλη για τους υπηκόους τρίτων χωρών που απολαύουν του καθεστώτος αυτού. Το καθεστώς αυτό αντιστοιχεί στο πλέον προχωρημένο στάδιο ενσωμάτωσης για υπήκοο τρίτης χώρας, πέραν της απόκτησης της ιθαγένειας του κράτους μέλους υποδοχής.

36.      Πρέπει να προσδιοριστούν οι διατάξεις της οδηγίας που ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

37.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Το άρθρο 5 προβλέπει προϋποθέσεις απόκτησης του καθεστώτος αυτού. Κατά την παράγραφο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου άρθρου, ο υπήκοος τρίτης χώρας θα πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθένειας, για να μην αποτελέσει βάρος για το οικείο κράτος μέλος (9). Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι η χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος μπορεί να απορριφθεί για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Το άρθρο 7 θεσπίζει διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την εξέταση της αίτησης για την απόκτηση του εν λόγω καθεστώτος και το άρθρο 9 ρυθμίζει τις προϋποθέσεις ανάκλησης και απώλειας του καθεστώτος αυτού.

38.      Όπως επισήμανα ανωτέρω, το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, άπαξ αποκτηθεί, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών απολαύουν, εκτός της ενισχυμένης προστασίας από την απέλαση, ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής.

39.      Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, αυτή η ίση μεταχείριση αφορά τους τομείς που απαριθμούνται σε αυτό, μεταξύ άλλων, την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία (στοιχείο δʹ), όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4 του ίδιου άρθρου.

40.      Δεδομένου ότι το επίμαχο εν προκειμένω μέτρο εντάσσεται, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, σε έναν από τους τομείς αυτούς, όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο, η οικονομική στήριξη προς υπηκόους εμπίπτει στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

41.      Επομένως, η επιταγή της ίσης μεταχείρισης εφαρμόζεται εν προκειμένω.

42.      Πριν εξετάσω κατά πόσον τηρείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 δεν εφαρμόζεται κατ’ αναλογία εν προκειμένω λόγω της διαφορετικής φύσης, αφενός, των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και, αφετέρου, των δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες.

43.      Τα πρώτα δικαιώματα απονέμονται στους υπηκόους των κρατών μελών από τη Συνθήκη. Η ιδέα που διέπει την προαναφερθείσα νομολογία είναι ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 «αποτελεί ειδικότερη έκφραση, στον συγκεκριμένο τομέα της χορηγήσεως κοινωνικών πλεονεκτημάτων, του κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με τη διάταξη αυτή» (10). Συνεπώς, όταν τίθεται το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης μεταξύ εργαζομένων υπηκόων ενός κράτους μέλους και ημεδαπών εργαζομένων στον τομέα των κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων, πρέπει να εκτιμάται αν η διαφορετική μεταχείριση που απορρέει από εθνικό μέτρο επιδιώκει θεμιτό σκοπό και συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

44.      Τα δεύτερα δικαιώματα πηγάζουν από την πράξη παράγωγου δικαίου που είναι η οδηγία 2003/109. Πράγματι, στις αποφάσεις επί της ερμηνείας του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, το Δικαστήριο δεν έχει κάνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή αποτελεί «ειδικότερη έκφραση» άρθρου της Συνθήκης (11).

45.      Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ήδη προβλέψει περιοριστικά στην οδηγία 2003/109 τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την ίση μεταχείριση μεταξύ υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες και ημεδαπών υπηκόων (12), η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπηκόων, οι οποίοι βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση, συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της ως άνω οδηγίας.

46.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η νομολογία σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων μπορεί να χρησιμεύσει μόνο για να εξακριβωθεί κατά πόσον συντρέχει διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες σε σχέση με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής και κατά πόσον βρίσκονται σε ανάλογες καταστάσεις.

47.      Εν προκειμένω, όσον αφορά τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων των δύο αυτών κατηγοριών υπηκόων, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ιταλική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η οικονομική στήριξη προς υπηκόους αποτελεί μέτρο ιδιαίτερα περίπλοκο από διοικητικής άποψης, δεδομένου ότι κατά την εφαρμογή του είναι αναγκαία η τήρηση των ειδικών συμβάσεων για κάθε ενδιαφερόμενο νοικοκυριό, η συνεχής παρακολούθηση της εκτέλεσης των συμβάσεων αυτών και η καταβολή σημαντικών ποσών από τα δημόσια ταμεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά την άποψη της εν λόγω κυβέρνησης, ο εθνικός νομοθέτης ορθώς επιφύλαξε την παροχή αυτή μόνο στους υπηκόους που διατηρούν ισχυρό και μόνιμο δεσμό τόσο με την ιταλική αγορά εργασίας όσο και εν γένει με την ιταλική κοινωνία.

48.      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως ισχυρίζεται η Ιταλική Κυβέρνηση, υπάρχουν δυσκολίες διοικητικής και οικονομικής φύσης, φρονώ ότι οι δυσκολίες αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν με κανένα τρόπο γιατί η κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπει η οδηγία 2003/109, έχουν διεκπεραιώσει τη διαδικασία και έχουν εκπληρώσει τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω οδηγία, δεν είναι ανάλογη προς την κατάσταση στην οποία τελούν οι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής που έχουν τις ίδιες οικονομικές ανάγκες (13). Προσθέτω ότι σε πιο πρόσφατη απόφαση, το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι οι δύο αυτές κατηγορίες υπηκόων δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι βρίσκονται μεταξύ τους σε διαφορετική κατάσταση λόγω των αντίστοιχων δεσμών τους με το κράτος μέλος υποδοχής, καθότι μια τέτοια θεώρηση είναι αντίθετη με την εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης ότι το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος συνεπάγεται το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τους ημεδαπούς υπηκόους, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109 (14).

49.      Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον η επίμαχη στις κύριες δίκες προϋπόθεση εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ίδιων αυτών κατηγοριών υπηκόων, φρονώ ότι η απάντηση πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι καταφατική.

50.      Βεβαίως, η προϋπόθεση αυτή απαιτείται από όλους όσοι αξιώνουν την οικονομική στήριξη προς υπηκόους, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για υπηκόους τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες ή για ημεδαπούς υπηκόους. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή ίση μεταχείριση απαγορεύει μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας του οικείου υπηκόου (άμεσες διακρίσεις). Πράγματι, εκτείνεται σε κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή δυσμενούς διάκρισης η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποίησης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (έμμεσες διακρίσεις).

51.      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε διαφοροποίηση λόγω κατοικίας, όπως και αυτή που εισάγεται εν προκειμένω μέσω της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών προϋπόθεσης, ενέχει τον κίνδυνο να αποβεί περισσότερο σε όφελος των ημεδαπών υπηκόων, δεδομένου ότι οι μη διαμένοντες στην ημεδαπή είναι συνήθως άτομα τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής (15). Το ίδιο ισχύει και με τη διάκριση λόγω διάρκειας της διαμονής, όταν η μεταχείριση των ημεδαπών συγκρίνεται με εκείνη των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος μετά από νόμιμη διαμονή πέντε ετών στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους.

52.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες έχουν ενσωματωθεί ικανοποιητικά στην ιταλική κοινωνία, καθόσον χαίρουν των ίδιων δικαιωμάτων με τους Ιταλούς υπηκόους (εξαιρουμένων των πολιτικών δικαιωμάτων), διαθέτουν ελάχιστο εισόδημα και στέγη και γνωρίζουν επαρκώς την ιταλική γλώσσα. Επομένως, κατά την άποψη της εν λόγω Κυβέρνησης, η δυνατότητα των υπηκόων αυτών να πληρούν την επίμαχη στις κύριες δίκες προϋπόθεση είναι κατ’ ουσίαν ανάλογη με εκείνη των Ιταλών υπηκόων. Ωστόσο, φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν αναιρεί τη διαπίστωση που εκτίθεται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων.

53.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες προϋπόθεση διαμονής ενδέχεται επίσης να ασκεί επιρροή και στην περίπτωση των Ιταλών υπηκόων που επανεγκαθίστανται στην Ιταλία μετά από περίοδο διαμονής σε άλλο κράτος μέλος. Φρονώ ότι ούτε η περίσταση αυτή μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, για να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως μέτρο συνεπαγόμενο έμμεση διάκριση, δεν χρειάζεται το μέτρο αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την ευνοϊκή μεταχείριση του συνόλου των ημεδαπών ή να περιάγει σε δυσμενέστερη μοίρα αποκλειστικώς και μόνον τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών χωρίς να θίγει τους ημεδαπούς (16).

54.      Τέλος, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει το ζήτημα της συμβατότητας προς την οδηγία 2003/109 εθνικής διάταξης, όπως το άρθρο 7, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019, η οποία προβλέπει ποινή φυλάκισης δύο έως έξι ετών, ιδίως σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης σχετικά με την επίμαχη στις κύριες δίκες προϋπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο 2, της εν λόγω πράξης νομοθετικού περιεχομένου.

55.      Το νομικό καθεστώς μιας τέτοιας κύρωσης δεν προβλέπεται από την οδηγία 2003/109 και, ως εκ τούτου, διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι το καθεστώς αυτό συνάδει με την εν λόγω οδηγία.

56.      Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης προϋπόθεση αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος που επιφέρει την επίμαχη κύρωση.

57.      Επομένως, αν το Δικαστήριο αποφασίσει, σύμφωνα με την πρότασή μου, ότι η προϋπόθεση αυτή προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει ούτε το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο 2, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4/2019, ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 1, της πράξης αυτής.

58.      Πράγματι, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν το αιτούν δικαστήριο, η μη εφαρμογή της εθνικής διάταξης που προβλέπει την εν λόγω προϋπόθεση διαμονής έχει ως αποτέλεσμα να μην πληρούται πλέον το αντικειμενικό στοιχείο που προσδίδει χαρακτήρα αξιόποινης πράξης στη δήλωση των κατηγορουμένων, και, κατά συνέπεια, να μην υφίσταται το ποινικό αδίκημα εν γένει. Ειδικότερα, το ανεφάρμοστο της διάταξης που προβλέπει την εν λόγω προϋπόθεση διαμονής καθιστά άνευ αποτελέσματος το περιεχόμενο της ψευδούς δήλωσης κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 4/2019.

59.      Ως εκ τούτου, η ποινική κύρωση που προβλέπεται σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης σχετικά με την επίμαχη στις κύριες δίκες προϋπόθεση αντιβαίνει επίσης προς το δίκαιο της Ένωσης (17).

60.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα πρόσβασης σε εθνικό μέτρο κοινωνικής αρωγής από την προϋπόθεση διαμονής στο οικείο κράτος μέλος επί τουλάχιστον δέκα έτη και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη και προβλέπει την επιβολή ποινικής κύρωσης για την περίπτωση ψευδούς δήλωσης σχετικά με την προϋπόθεση αυτή.

IV.    Πρόταση

61.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί από το Δικαστήριο η εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του Tribunale di Napoli (πρωτοδικείου Νάπολης, Ιταλία):

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα πρόσβασης σε εθνικό μέτρο κοινωνικής αρωγής από την προϋπόθεση διαμονής στο οικείο κράτος μέλος επί τουλάχιστον δέκα έτη και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη και προβλέπει την επιβολή ποινικής κύρωσης για την περίπτωση ψευδούς δήλωσης σχετικά με την προϋπόθεση αυτή.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2004, L 16, σ. 44.


3      Πρβλ. αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 77 και 81), και της 28ης Οκτωβρίου 2021, ASGI κ.λπ. (C‑462/20, EU:C:2021:894, σκέψη 30).


4      Βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Ferrovienord (C‑363/21 και C‑364/21, EU:C:2023:563, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


5      Βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, Fastweb κ.λπ. (Συχνότητα χρέωσης) (C‑468/20, EU:C:2023:447, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


6      Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Ortiz Mesonero (C‑366/18, EU:C:2019:757, σκέψεις 31 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


7      Διευκρινίζω ότι, δεδομένου ότι το Δικαστήριο μνημονεύει το άρθρο 34, παράγραφος 3, του Χάρτη αποκλειστικά προς υποβοήθηση της ερμηνείας του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2003/109 (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 81 και 92), η εν λόγω διάταξη δεν ασκεί επιρροή στις περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, έχει ήδη δοθεί καταφατική απάντηση στο ζήτημα του κατά πόσον εφαρμόζεται η οδηγία. Όσον αφορά τα άρθρα 30 και 31 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κάνει δεκτό ότι δεν είναι αρμόδιο να τα ερμηνεύσει. Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 70).


8      Βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Landeshauptmann von Wien (Απώλεια του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος) (C‑432/20, EU:C:2022:39, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2003/109.


10      Βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 35).


11      Αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233, ιδίως σκέψη 75), και της 25ης Νοεμβρίου 2020, Istituto nazionale della previdenza sociale (Οικογενειακές παροχές για τους επί μακρόν διαμένοντες) (C‑303/19, EU:C:2020:958, ιδίως σκέψη 34).


12      Βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva (C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 29).


13      Βλ., όσον αφορά τις διοικητικές δυσκολίες, απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 75).


14      Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Istituto nazionale della previdenza sociale (Οικογενειακές παροχές για τους επί μακρόν διαμένοντες) (C‑303/19, EU:C:2020:958, σκέψη 34).


15      Βλ., ιδίως, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Caisse pour l’avenir des enfants (Tέκνο του συζύγου μεθοριακού εργαζομένου) (C‑802/18, EU:C:2020:269, σκέψη 56).


16      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Zyla (C‑272/17, EU:C:2019:49, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Όσον αφορά τη μη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης ενός μηχανισμού κυρώσεων, όταν επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση υποχρέωσης η οποία δεν συνάδει, αφ’ εαυτής, προς το δίκαιο της Ένωσης, βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2022, Landespolizeidirektion Steiermark (Μέγιστο χρονικό διάστημα των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα) (C‑368/20 και C‑369/20, EU:C:2022:298, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, Ciola (C‑224/97, EU:C:1999:212, σκέψη 33).