Language of document : ECLI:EU:C:2024:33

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 11ης Ιανουαρίου 2024(1)

Υπόθεση C563/22

SN,

LN, εκπροσωπούμενη από την SN,

κατά

Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite

[αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad
(διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Άσυλο – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι ανιθαγενείς οι οποίοι ζητούν τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα – Ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής που έτυχαν της συνδρομής της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA) – Άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα – Παύση της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA – Προϋποθέσεις για την αυτοδίκαιη υπαγωγή στα ευεργετήματα της οδηγίας 2011/95 – Έννοια της φράσεως “[σ]ε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο” – Βαρύτητα των στοιχείων τα οποία σχετίζονται με τις γενικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν στη Λωρίδα της Γάζας – Άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συνθήκες διαβίωσης που συνιστούν “απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση” – Ελάχιστος απαιτούμενος βαθμός σοβαρότητας της καταστάσεως – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 40 – Μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας – Υποχρέωση επανεκτίμησης στοιχείων τα οποία σχετίζονται με τη γενική κατάσταση και τα οποία έχουν ήδη εξετασθεί – Άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη – Αρχή της μη επαναπροώθησης»






I.      Εισαγωγή

1.        Η Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (στο εξής: UNRWA) συστάθηκε μετά την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση του 1948, με αποστολή την παροχή άμεσης αρωγής και την εκπόνηση προγραμμάτων για την εκτέλεση έργων προς όφελος των ανιθαγενών παλαιστινιακής καταγωγής που είναι εγγεγραμμένοι σε αυτήν (2). Στη ζώνη επιχειρήσεών της περιλαμβάνονται η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Συρία, η Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής Ιερουσαλήμ) και η Λωρίδα της Γάζας. Μετά από διαδοχικές ανανεώσεις, η τρέχουσα εντολή της UNRWA έχει παραταθεί έως τις 30 Ιουνίου 2026 (3).

2.        Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, SN και LN, είναι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής οι οποίες διέμεναν στη Λωρίδα της Γάζας και είναι εγγεγραμμένες στην UNRWA. Ζητούν άσυλο στη Βουλγαρία για δεύτερη φορά, μετά την απόρριψη των αρχικών αιτήσεών τους για την παροχή διεθνούς προστασίας από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να τους χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν της lex specialis του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (4). Κατά τη διάταξη αυτήν, οι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής οι οποίοι έτυχαν της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA αποκλείονται από το καθεστώς πρόσφυγα. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος αποκλεισμός αίρεται εφόσον η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει «παύσει».

3.        Το ζήτημα που εγείρεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι προφανώς σημαντικό όσο και ευαίσθητο –ιδίως υπό το πρίσμα των γεγονότων που διαδραματίζονται στη Λωρίδα της Γάζας μετά τις επιθέσεις που εξαπέλυσε η Χαμάς κατά του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023: λαμβανομένων υπόψη των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στην εν λόγω περιοχή, μπορεί να θεωρηθεί ότι η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA έχει «παύσει», χωρίς να απαιτείται να αποδεικνύουν οι ενδιαφερόμενοι ότι οι συνθήκες αυτές αφορούν ή θίγουν ειδικώς τους αιτούντες λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικής καταστάσεώς τους;

4.        Η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε πριν από τα ως άνω γεγονότα. Συγκεκριμένα, το αίτημα των SN και LN, καθώς και τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, αφορούν την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας όπως αυτή είχε διαμορφωθεί πριν ή κατά την υποβολή της από 9ης Αυγούστου 2022 εν λόγω αίτησης. Ωστόσο, όπως θα εξηγήσω στις παρούσες προτάσεις, κατά την εκτίμηση στην οποία θα πρέπει να προβούν το αιτούν δικαστήριο ή οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατάσταση η οποία επικρατεί στην εν λόγω περιοχή επί του παρόντος και για την οποία πλείονα όργανα και εκπρόσωποι των Ηνωμένων Εθνών έχουν εκφράσει έντονη ανησυχία (5).

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το διεθνές δίκαιο

1.      Η Σύμβαση της Γενεύης (6) 

5.        Το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης ορίζει τα εξής:

«Η Σύμβασις αύτη δεν εφαρμόζεται επί προσώπων άτινα απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής παρεχομένης ουχί υπό του Υπάτου Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών διά τους πρόσφυγας αλλά εκ μέρους ετέρου οργάνου ή Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών.

Όταν η ως άνω προστασία ή συνδρομή παύση παρεχομένη δι’ οιανδήποτε αιτίαν χωρίς συγχρόνως να έχη οριστικώς ρυθμισθή η τύχη των προσώπων τούτων, συμφώνως προς τας υπό της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών ληφθείσας σχετικάς αποφάσεις, τα πρόσωπα ταύτα θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων.»

6.         Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επιχειρήσεών της, η UNRWA εμπίπτει στην έννοια του «ετέρου οργάνου ή Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών [πλην] του Υπάτου Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών διά τους πρόσφυγας» κατά το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης.

2.      Συναφή ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών

α)      Ψηφίσματα εκδοθέντα πριν από τις 7 Οκτωβρίου 2023

7.        Η Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εξέδωσαν πλείονα ψηφίσματα σχετικά με την UNWRA ή με την κατάσταση στην περιοχή όπου δραστηριοποιείται, κατόπιν της συστάσεως της εν λόγω υπηρεσίας. Κατά το ψήφισμα 74/83 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, της 13ης Δεκεμβρίου 2019:

«Η Γενική Συνέλευση,

[...]

Έχοντας επίγνωση των αυξανόμενων αναγκών των Παλαιστίνιων προσφύγων σε όλες τις περιοχές δράσης, ήτοι την Ιορδανία, τον Λίβανο, την Αραβική Δημοκρατία της Συρίας και τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη,

Εκφράζοντας την έντονη ανησυχία της για την ιδιαιτέρως δύσκολη κατάσταση των Παλαιστινίων προσφύγων που ζουν υπό κατοχή, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια, την ευημερία και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσής τους,

Εκφράζοντας την έντονη ανησυχία της ιδίως για τη σοβαρή ανθρωπιστική κρίση και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες των Παλαιστινίων προσφύγων στη Λωρίδα της Γάζας, και υπογραμμίζοντας τη σημασία της επείγουσας καθώς και της ανθρωπιστικής βοήθειας, αλλά και των επειγουσών προσπαθειών ανοικοδόμησης,

[...]

3.      Υπογραμμίζει την ανάγκη να συνεχιστεί το έργο της [UNRWA], καθώς και τη σημασία της απρόσκοπτης ασκήσεως των δραστηριοτήτων της και της παροχής των υπηρεσιών της, συμπεριλαμβανομένης της επείγουσας βοήθειας, με στόχο την καλή διαβίωση, την προστασία και την ανθρώπινη ανάπτυξη των Παλαιστινίων προσφύγων, καθώς και τη σταθερότητα της περιοχής, εν αναμονή της δίκαιης διευθετήσεως του ζητήματος των Παλαιστινίων προσφύγων·

4.      Καλεί όλους τους δωρητές να συνεχίσουν να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την κάλυψη των αναμενόμενων αναγκών της [UNRWA], ιδίως όσον αφορά τις αυξημένες δαπάνες και ανάγκες που προκύπτουν από τις συγκρούσεις και την αστάθεια στην περιοχή και τη σοβαρή κοινωνικοοικονομική και ανθρωπιστική κρίση, ιδιαίτερα στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, αλλά και των αναγκών περί των οποίων γίνεται μνεία στις πρόσφατες εκκλήσεις έκτακτης ανάγκης, ανάκαμψης και ανοικοδόμησης, καθώς και στα σχέδια για τη Λωρίδα της Γάζας […]

[…]».

(a)    Ψηφίσματα εκδοθέντα από τις 7 Οκτωβρίου 2023 και εφεξής

8.        Στον απόηχο των γεγονότων που διαδραματίζονται στη Λωρίδα της Γάζας από τις 7 Οκτωβρίου 2023 και εφεξής, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε, στις 27 Οκτωβρίου 2023, ψήφισμα με τίτλο «Προστασία των αμάχων και τήρηση των νομικών και ανθρωπιστικών υποχρεώσεων», με το οποίο απηύθυνε έκκληση για «άμεση, μόνιμη και διαρκή ανθρωπιστική εκεχειρία που θα οδηγήσει σε παύση των εχθροπραξιών» στη Λωρίδα της Γάζας (7). Στο ψήφισμα αυτό, η Γενική Συνέλευση επισημαίνει, μεταξύ άλλων, «τη σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης», εκφράζει τη λύπη της για «τις βαριές απώλειες μεταξύ των αμάχων και τη γενικευμένη καταστροφή» και την έντονη ανησυχία της «για την καταστροφική ανθρωπιστική κρίση στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς και για τις τεράστιες συνέπειές της για τον άμαχο πληθυσμό, αποτελούμενο –κατά μεγάλο μέρος– από παιδιά».

9.        Ακολούθως, στις 15 Νοεμβρίου 2023, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 2712 (2023), με το οποίο απηύθυνε έκκληση, μεταξύ άλλων, για επείγουσα και παρατεταμένη παύση των εχθροπραξιών στη Λωρίδα της Γάζας για ανθρωπιστικούς λόγους (8).

10.      Στις 12 Δεκεμβρίου 2023, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε ψήφισμα που φέρει τον τίτλο «Προστασία αμάχων και εκπλήρωση νομικών και ανθρωπιστικών υποχρεώσεων» (9). Με το συγκεκριμένο ψήφισμα, ζητούσε άμεση παύση των εχθροπραξιών στη Λωρίδα της Γάζας για ανθρωπιστικούς λόγους και διασφάλιση πρόσβασης για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στην περιοχή. Επανέλαβε επίσης ότι εξακολουθούσε να ζητεί τη συμμόρφωση των εμπλεκομένων στη σύρραξη προς το διεθνές δίκαιο, ιδίως όσον αφορά την προστασία των αμάχων, και την άνευ όρων άμεση απελευθέρωση όλων των ομήρων.

11.      Στις 22 Δεκεμβρίου 2023, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 2720 (2023) (10), στο οποίο υπενθυμίζει όλα τα σχετικά ψηφίσματά του, ιδίως δε το ψήφισμα 2712 (2023). Μεταξύ άλλων, εξέφραζε «έντονη ανησυχία για την εξαιρετικά σοβαρή και ραγδαίως επιδεινούμενη ανθρωπιστική κρίση στη Λωρίδα της Γάζας και τον σοβαρότατο αντίκτυπό της στον άμαχο πληθυσμό», επισήμαινε «επείγουσα ανάγκη για πλήρη, ταχεία, ασφαλή και ανεμπόδιστη πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Λωρίδα της Γάζας και στο σύνολο των εδαφών της» και σημείωνε τις «ανησυχητικές αναφορές ως προς το ζήτημα αυτό εκ μέρους της ηγεσίας των Ηνωμένων Εθνών και ανθρωπιστικών οργανώσεων». Διακήρυσσε εκ νέου τη «σοβαρή ανησυχία του για τις δυσανάλογες επιπτώσεις που έχει η σύγκρουση στις ζωές και την ευημερία παιδιών, γυναικών και άλλων αμάχων που τελούν σε ευάλωτη κατάσταση».

Β.      Το δίκαιο της Ένωσης

α)      Η οδηγία 2011/95

12.      Το άρθρο 12 της οδηγίας 2011/95, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα», ορίζει τα εξής:

«1.      Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα εφόσον:

α)      εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 1 σημείου Δ, της σύμβασης της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR. Σε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση των προσώπων αυτών σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τα εν λόγω πρόσωπα θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας·

[...]».

β)      Η οδηγία 2013/32 (11)

13.      Κατά το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταγενέστερες αιτήσεις»:

«1.      Όταν ένα πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε κράτος μέλος προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει τα περαιτέρω διαβήματα ή τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης στο πλαίσιο της εξέτασης της προηγούμενης αίτησης ή της εξέτασης της [απόφασης κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση επανεξέτασης ή ένδικο βοήθημα], εφόσον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λάβουν υπόψη τους και να εξετάσουν όλα τα στοιχεία στα οποία βασίζονται τα περαιτέρω διαβήματα ή η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο αυτό.

[…]»

Γ.      Το εθνικό δίκαιο

14.      Η οδηγία 2011/95 και η οδηγία 2013/32 μεταφέρθηκαν στο βουλγαρικό δίκαιο με τον Zakon za ubezhishteto i bezhantsite (νόμο περί ασύλου και προσφύγων, στο εξής: ZUB).

15.      Τα άρθρα 8 και 9 του ZUB παραθέτουν εκ νέου, κατ’ ουσίαν, τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβλέπονται στην οδηγία 2011/95. Το περιεχόμενο του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ZUB αντιστοιχεί σε εκείνο του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

16.      Κατά το άρθρο 75, παράγραφος 2, του ZUB:

«Κατά την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, αξιολογούνται όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, [...] που σχετίζονται με την προσωπική κατάσταση του αιτούντος ή με τη χώρα καταγωγής του […]».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

17.      Η SN, γεννηθείσα το 1995, καθώς και η θυγατέρα της LN, είναι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής. Εγκατέλειψαν τη Λωρίδα της Γάζας τον Ιούλιο του 2018 και παρέμειναν στην Αίγυπτο για 45 ημέρες και στην Τουρκία για επτά μήνες. Αφού διήλθαν παρανόμως από την Ελλάδα, εισήλθαν στη βουλγαρική επικράτεια μαζί με τον KN, σύζυγο της SN και πατέρα της LN.

18.      Στις 22 Μαρτίου 2019, οι SN και LN υπέβαλαν αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας στην Darzhavna agentsia za bezhantsite (Εθνική υπηρεσία για τους πρόσφυγες, Βουλγαρία, στο εξής: DAB). Προς στήριξη των αιτήσεών τους επικαλούνταν διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων την έλλειψη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και την αστάθεια στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς και τη σχεδόν μόνιμη κατάσταση ένοπλης σύρραξης, απότοκο της στρατιωτικής δράσης του Ισραήλ και των εντάσεων μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς. Η SN ανέφερε επίσης ότι η ζωή του KN είχε κινδυνεύσει πλειστάκις από βομβιστικές επιθέσεις ενώ αυτός βρισκόταν στην εργασία του, καθώς και ότι η οικία τους βρισκόταν κοντά σε αστυνομικό τμήμα, το οποίο συχνά αποτελούσε στόχο πυραυλικών επιθέσεων.

19.      Στις αιτήσεις τους, οι SN και LN δεν ανέφεραν ότι ήταν εγγεγραμμένες στην UNRWA.

20.      Με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2019, ο Predsedatel της DAB (προϊστάμενος της DAB) απέρριψε τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας των SN και LN. Ο προϊστάμενος της DAB έκρινε ότι οι SN και LN δεν είχαν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Λωρίδα της Γάζας επειδή διέτρεχαν πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε επειδή αντιμετώπιζαν άλλες σοβαρές απειλές. Έκρινε επίσης ότι ούτε η SN ούτε η LN θα κινδύνευαν να αντιμετωπίσουν τέτοιες απειλές αν επέστρεφαν στη Λωρίδα της Γάζας, δεδομένου ότι δεν αποδείκνυαν ότι η απειλή τις αφορούσε ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς τους. Επιπλέον, και μολονότι στην απόφαση Elgafaji (12) το Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει μια ένοπλη σύρραξη μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε τα πρόσωπα που ζητούν διεθνή προστασία να μην απαιτείται να αποδείξουν ότι η απειλή τα αφορά ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς τους, εντούτοις δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή συνιστούσε, κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, ένοπλη σύρραξη παρόμοια με εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου. Τέλος, ο προϊστάμενος της DAB έκρινε ότι οι SN και LN είχαν τη δυνατότητα να παραμείνουν στην Αίγυπτο ή την Τουρκία και ότι μετέβησαν στη Βουλγαρία με αποκλειστικό σκοπό να επωφεληθούν από τις ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες.

21.      Αφότου εξαντλήθηκαν τα διαθέσιμα μέσα ένδικης προστασίας, η απόφαση αυτή κατέστη απρόσβλητη.

22.      Στις 21 Αυγούστου 2020, οι SN και LN υπέβαλαν εκ νέου αιτήσεις διεθνούς προστασίας. Προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία της εγγραφής τους στην UNRWA και υποστήριξαν ότι, ως εκ τούτου, στην περίπτωσή τους ήταν εφαρμοστέα η lex specialis του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Υποστήριξαν ότι, με βάση τη διάταξη αυτή, δικαιούνταν αυτοδικαίως την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα, διότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι η προστασία ή συνδρομή της UNRWA προς αυτές έχει «παύσει».

23.      Το Intervyuirasht na DAB (όργανο ακροάσεων της DAB) έκρινε παραδεκτές τις μεταγενέστερες αιτήσεις των SN και LN.

24.      Προς στήριξη των αιτήσεών τους περί χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα, οι SN και LN προσκόμισαν διάφορα έγγραφα τα οποία αποδείκνυαν, κατ’ αυτές, ότι, το 2020, οι συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρούσε η UNRWA στη Λωρίδα της Γάζας ήταν ιδιαιτέρως δυσμενείς κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

25.      Ειδικότερα, η SN υποστήριξε ότι η κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας τα τελευταία χρόνια βαίνει επιδεινούμενη, ιδίως μετά την πανδημία της COVID‑19. Προέβαλε ότι η ανεργία ήταν ιδιαίτερα υψηλή και ότι όσοι εργάζονταν δεν αμείβονταν. Επισήμανε επίσης ότι είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας, ότι τα σχολεία παρέμεναν κλειστά και ότι η Χαμάς εφάρμοζε με ιδιαίτερη αυστηρότητα την απαγόρευση εξόδου των κατοίκων από τις οικίες τους και εξαπέλυε επανειλημμένες επιθέσεις κατά του Ισραήλ. Η εν λόγω προσφεύγουσα της κύριας δίκης εξήγησε ότι, λόγω της γειτνίασης της οικίας της οικογένειας με αστυνομικό τμήμα, το ήμισυ αυτής είχε καταστραφεί από πλήγματα πυραύλων και ότι, το 2014, προκλήθηκε ζημιά στην οροφή της οικίας η οποία τις υποχρέωσε να μεταστεγαστούν για χρονικό διάστημα δύο ετών.

26.      Με απόφαση της 14ης Μαΐου 2021, ο Zamestnik-predsedatel της DAB (αναπληρωτής προϊστάμενος της DAB) απέρριψε τις μεταγενέστερες αιτήσεις των SN και LN. Ο αναπληρωτής προϊστάμενος της DAB διευκρίνισε ότι παρέλκει η εξέταση του συνόλου των στοιχείων επί των οποίων βασίζονταν οι αιτήσεις αυτές, δεδομένου ότι επρόκειτο για «μεταγενέστερες αιτήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση του ζητήματος αν έπρεπε να αναγνωρισθεί στις SN και LN η ιδιότητα του πρόσφυγα μπορούσε να περιορισθεί, πρώτον, στην απόδειξη ή μη της ύπαρξης «νέων στοιχείων», δεύτερον, στην αξιολόγηση του κατά πόσον τα στοιχεία αυτά ήταν κρίσιμα για την προσωπική τους κατάσταση ή για την κατάσταση στη χώρα καταγωγής τους και, τρίτον, στο αν προσκομίζονται επαρκείς αποδείξεις προς τεκμηρίωση των εν λόγω στοιχείων.

27.      Ο αναπληρωτής προϊστάμενος της DAB αποφάνθηκε ότι το γεγονός ότι οι SN και LN ήταν εγγεγραμμένες στην UNRWA, μολονότι προβαλλόταν ως «νέο στοιχείο», δεν ήταν κρίσιμο για την εκτίμηση περί της προσωπικής κατάστασης των SN και LN. Καταρχάς, οι SN και LN είχαν πράγματι τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA κατά το παρελθόν, ο μόνος δε λόγος για τον οποίο δεν τύγχαναν πλέον της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής ήταν ότι είχαν εγκαταλείψει οικειοθελώς τη ζώνη επιχειρήσεων του συγκεκριμένου οργανισμού. Κατά δεύτερον, ουδείς λόγος υπήρχε για να θεωρηθεί ότι οι SN και LN δεν θα τύγχαναν εκ νέου της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA σε περίπτωση επιστροφής τους στη Λωρίδα της Γάζας. Επιπλέον, ο αναπληρωτής προϊστάμενος της DAB διαπίστωσε ότι, από τους ισχυρισμούς των SN και LN σχετικά με τη γενική κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας, δεν προέκυπτε ότι αυτές αντιμετώπιζαν προσωπικά κίνδυνο δίωξης ή άλλες σοβαρές απειλές. Η απουσία τέτοιου είδους απειλών συνεπαγόταν ότι οι αιτούσες δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

28.      Οι SN και LN προσέβαλαν την ως άνω απόφαση ενώπιον του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Ειδικότερα, η SN προέβαλε το επιχείρημα ότι η επιστροφή της στη Λωρίδα της Γάζας (από κοινού με την LN) θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να απέχουν από την απομάκρυνση, απέλαση ή έκδοση οποιουδήποτε προσώπου προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.

29.      Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, πώς θα πρέπει να ερμηνεύεται σε τέτοια περίπτωση το άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, το οποίο αφορά τις μεταγενέστερες αιτήσεις. Επισημαίνει ότι, προς στήριξη των μεταγενέστερων αιτήσεών τους, οι SN και LN προσκόμισαν αποδείξεις της εγγραφής τους στην UNRWA, στοιχείο το οποίο δεν είχαν γνωστοποιήσει στο πλαίσιο των προηγούμενων αιτήσεών τους. Ωστόσο, επισημαίνει ότι κανένα από τα στοιχεία που μνημόνευσαν οι SN και LN σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψαν τη Λωρίδα της Γάζας δεν μπορεί να θεωρηθεί «νέο», δεδομένου ότι το σύνολο των στοιχείων αυτών είχε ήδη εξετασθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας επί των προηγούμενων αιτήσεών τους.

30.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η προστασία ή συνδρομή της UNRWA προς τις SN και LN έχει «παύσει», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, λαμβανομένης υπόψη της γενικής κατάστασης που επικρατεί στη Λωρίδα της Γάζας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η γενική αυτή κατάσταση, η οποία έχει επιδεινωθεί κατά τα τελευταία έτη, έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει την ικανότητα της UNRWA να παρέχει αποτελεσματική προστασία ή συνδρομή στους ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής στη Λωρίδα της Γάζας. Επιπλέον, η UNRWA λαμβάνει ανεπαρκή χρηματοδότηση και αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.

31.      Συναφώς, το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) κάνει μνεία του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Απριλίου 2018, σχετικά με την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας (13), στο οποίο διαλαμβάνεται ότι η περιοχή αυτή έχει περιέλθει «σε μια επιδεινούμενη, άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση». Επιπλέον, παραπέμπει στο από Μαρτίου 2022 έγγραφο με τίτλο «UNHCR Position on Returns to Gaza» [κείμενο θέσεων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες σχετικά με την επιστροφή στη Λωρίδα της Γάζας] (14), στο οποίο η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) επισημαίνει ότι οι άμαχοι που εγκαταλείπουν τη Λωρίδα της Γάζας δεν θα πρέπει να επαναπροωθούνται διά της βίας στην περιοχή αυτή, λόγω της ύπαρξης αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με σοβαρές καταγγελίες για παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και λόγω της συνεχιζόμενης αστάθειας.

32.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι SN και LN θα περιέλθουν σε κατάσταση «έσχατης υλικής στερήσεως», κατά την έννοια της αποφάσεως Jawo (15), εάν υποχρεωθούν να επιστρέψουν στη Λωρίδα της Γάζας. Κατά την εν λόγω απόφαση, οι SN και LN θα έπρεπε να αποδείξουν ότι η επιστροφή τους στη Λωρίδα της Γάζας θα είχε ως συνέπεια να περιέλθουν σε κατάσταση η οποία θα τις εμπόδιζε να αντιμετωπίσουν τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες τους, όπως είναι μεταξύ άλλων η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε την ψυχική ή σωματική υγεία τους ή θα τις περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εάν η LN (που είναι ανήλικο τέκνο) υποχρεωθεί να επιστρέψει στη Λωρίδα της Γάζας, η ευημερία και η ασφάλειά της θα τεθούν οπωσδήποτε σε κίνδυνο. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι λόγοι που ώθησαν τις SN και LN να εγκαταλείψουν τη Λωρίδα της Γάζας δεν σχετίζονται με κάποια σοβαρή απειλή για την προσωπική τους ασφάλεια, αλλά αποκλειστικώς με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή.

33.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(1)      Προκύπτει από το άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ ότι, σε περίπτωση που κριθεί παραδεκτή η εξέταση μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας την οποία έχει υποβάλει ανιθαγενής αιτών παλαιστινιακής καταγωγής λόγω της εγγραφής του στην UNRWA [Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή], η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να λάβουν υπόψη τους και να εξετάσουν όλα τα στοιχεία στα οποία βασίζονται τα περαιτέρω διαβήματα στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης περιλαμβάνει επίσης, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, την υποχρέωση να εξετασθούν, πέραν των νέων στοιχείων ή περιστάσεων που αποτελούν αντικείμενο της μεταγενέστερης αίτησης, οι λόγοι για τους οποίους ο αιτών αποχώρησε από τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, εφόσον η εν λόγω υποχρέωση ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95; Εξαρτάται η εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης από το γεγονός ότι οι λόγοι για τους οποίους το πρόσωπο αυτό αποχώρησε από τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA είχαν ήδη εξετασθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας επί της πρώτης αίτησης [διεθνούς] προστασίας, η οποία περατώθηκε με απρόσβλητη απορριπτική απόφαση, χωρίς όμως ο αιτών να έχει επικαλεστεί ή να έχει αποδείξει, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, την εγγραφή του στην UNRWA;

(2)      Προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 ότι η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω διάταξη φράση “[σ]ε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο” εφαρμόζεται στην περίπτωση ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής ο οποίος ήταν εγγεγραμμένος στην UNRWA και τύγχανε συνδρομής από την UNRWA στην πόλη της Γάζας με τρόφιμα, υπηρεσίες υγείας και εκπαιδευτικές υπηρεσίες και ο οποίος, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι συντρέχει προσωπική απειλή για τον ίδιο, αποχώρησε από την πόλη της Γάζας οικειοθελώς και νομίμως, εφόσον ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στην υπό κρίση υπόθεση:

–      η αξιολόγηση της γενικής κατάστασης που επικρατούσε κατά τον χρόνο της αποχώρησης ως μιας άνευ προηγουμένου ανθρωπιστικής κρίσης, η οποία χαρακτηριζόταν από ελλείψεις τροφίμων, πόσιμου νερού, υπηρεσιών υγείας, φαρμάκων, καθώς και από προβλήματα υδροδότησης και ηλεκτροδότησης, καταστροφές κτιρίων και υποδομών, ανεργία·

–      η δυσχέρεια συνέχισης της παροχής συνδρομής και υπηρεσιών από την UNRWA στη Γάζα, μεταξύ άλλων με τη μορφή τροφίμων και υπηρεσιών υγείας, λόγω του σημαντικού ελλείμματος στον προϋπολογισμό της UNRWA και της συνεχούς αύξησης του αριθμού των ατόμων που έχουν ανάγκη συνδρομής από την εν λόγω υπηρεσία, [το οποίο σημαίνει ότι] η γενική κατάσταση που επικρατεί στη Γάζα υπονομεύει τις δραστηριότητες της UNRWA;

Προσήκει διαφορετική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα για τον λόγο και μόνον ότι ο αιτών είναι ευάλωτο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, ήτοι ανήλικο τέκνο;

(3)      Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 την έννοια ότι αιτών διεθνή προστασία ο οποίος είναι Παλαιστίνιος πρόσφυγας εγγεγραμμένος στην UNRWA μπορεί να επιστρέψει στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA από την οποία αποχώρησε, και συγκεκριμένα στην πόλη της Γάζας, εάν, κατά τον χρόνο εκδίκασης της προσφυγής του κατά απορριπτικής απόφασης,

–      δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες ότι ο εν λόγω αιτών θα μπορούσε να τύχει της συνδρομής της UNRWA όσον αφορά τα τρόφιμα, τις υπηρεσίες υγείας, τα φάρμακα και την ιατρική περίθαλψη, καθώς και την εκπαίδευση,

–      οι πληροφορίες σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στην πόλη της Γάζας και σχετικά με την UNRWA, οι οποίες περιλαμβάνονται στο κείμενο θέσεων της UNHCR [Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες], που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2022, σχετικά με την επιστροφή στη Λωρίδα της Γάζας, αξιολογήθηκαν ως λόγοι που δικαιολογούν την αποχώρηση από τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA και τη μη επιστροφή,

[–]      συμπεριλαμβανομένου ότι, σε περίπτωση επιστροφής εκεί, ο αιτών θα μπορεί να διαμείνει υπό συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης;

Λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης που επικρατεί στη Λωρίδα της Γάζας κατά τον προεκτεθέντα χρόνο και στο μέτρο που ο αιτών διεθνή προστασία χρήζει της συνδρομής της UNRWA όσον αφορά τα τρόφιμα, τις υπηρεσίες υγείας, τα φάρμακα και την ιατρική περίθαλψη, εμπίπτει η προσωπική κατάσταση του εν λόγω αιτούντος, για τους σκοπούς της εφαρμογής και της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 του Χάρτη, στο πεδίο εφαρμογής της περιλαμβανόμενης στο σημείο 4 του διατακτικού της απόφασης του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C 163/17, EU:C:2019:218), ερμηνείας σχετικά με την έσχατη υλική στέρηση κατά το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Πρέπει, με βάση τις πληροφορίες σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στην πόλη της Γάζας και σχετικά με την UNRWA, το ζήτημα της επιστροφής στην πόλη της Γάζας να απαντηθεί διαφορετικά, για τον λόγο και μόνον ότι το πρόσωπο που ζητεί προστασία είναι ανήλικο τέκνο, λαμβανομένης υπόψη της προάσπισης του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού και της διασφάλισης της καλής διαβίωσης και της κοινωνικής του ανάπτυξης, καθώς και της προστασίας και της ασφάλειάς του;

(4)      Ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα:

Έχει, στην υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95, και ειδικότερα η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω διάταξη φράση “τα εν λόγω πρόσωπα θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας”, την έννοια ότι:

Α)      στην περίπτωση αιτούντος προστασία ο οποίος είναι Παλαιστίνιος ανιθαγενής εγγεγραμμένος στην UNRWA εφαρμόζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του Χάρτη, επειδή, σε περίπτωση επιστροφής στην πόλη της Γάζας, ο αιτών θα διέτρεχε τον κίνδυνο να υποβληθεί σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, καθόσον θα μπορούσε να περιέλθει σε έσχατη υλική στέρηση, και επειδή ο εν λόγω αιτών εμπίπτει, όσον αφορά τη χορήγηση επικουρικής προστασίας, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, [στοιχείο βʹ], της οδηγίας 2011/95,

ή

Β)      η διάταξη αυτή, στην περίπτωση αιτούντος προστασία ο οποίος είναι Παλαιστίνιος ανιθαγενής εγγεγραμμένος στην UNRWA, προϋποθέτει την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα από το εν λόγω κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της ανωτέρω οδηγίας, και την αυτοδίκαιη χορήγηση στον αιτούντα αυτόν του καθεστώτος του πρόσφυγα, εφόσον ο αιτών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ή παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με το σημείο 2 του διατακτικού της απόφασης του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, El Kott κ.λπ. (C 364/11, EU:C:2012:826), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ως προς τον εν λόγω αιτούντα οι περιστάσεις που είναι κρίσιμες για τη χορήγηση επικουρικής προστασίας κατά το άρθρο 15 [στοιχείο βʹ] της οδηγίας 2011/95;»

34.      Η από 9 Αυγούστου 2022 αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2022. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Ανάλυση

35.      Η οδηγία 2011/95 ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι αιτούντες άσυλο προκειμένου να τύχουν διεθνούς προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εν λόγω οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της γενικής οικονομίας και του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση ότι όλα τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας, τηρουμένων της Σύμβασης της Γενεύης και των κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λοιπών συναφών συμβάσεων. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της εν λόγω οδηγίας, κατά την ερμηνεία των διατάξεών της πρέπει επίσης να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται με τον Χάρτη (16).

36.       Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, το περιεχόμενο του οποίου αντιστοιχεί σε εκείνο του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης, περιγράφει λεπτομερώς το ειδικό νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην περίπτωση των ανιθαγενών παλαιστινιακής καταγωγής οι οποίοι έτυχαν της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA. Όπως εξηγώ στις προτάσεις μου στην υπόθεση OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (17), η εν λόγω διάταξη περιέχει τόσο μια ρήτρα αποκλεισμού όσο και μια ρήτρα υπαγωγής.

37.      Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 ορίζει ότι, εάν ένα πρόσωπο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο Δ, της Σύμβασης της Γενεύης, αποκλείεται από τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, κατά τον ίδιο τρόπο που το πρόσωπο αυτό αποκλείεται και από το καθεστώς πρόσφυγα δυνάμει της εν λόγω Σύμβασης. Μολονότι τούτο δεν ορίζεται ρητώς ούτε στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, ούτε στο άρθρο 1, σημείο Δ, της Σύμβασης της Γενεύης, η ρήτρα αποκλεισμού που περιέχουν οι εν λόγω διατάξεις έχει εφαρμογή, στην πράξη, μόνο στην περίπτωση ανιθαγενών παλαιστινιακής καταγωγής και, ειδικότερα, μόνο εκείνων που έχουν τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA (18).

38.      Αφετέρου, σε περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει «παύσει», η εν λόγω ρήτρα αποκλεισμού δεν βρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής και τα πρόσωπα αυτά «θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα» της οδηγίας 2011/95 (όπως ακριβώς θα δικαιούνται επίσης αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της Σύμβασης της Γενεύης). Ο ενδιαφερόμενος επωφελείται από τα ευεργετήματα αυτά «αυτομάτως» (19) –χωρίς να απαιτείται να πληροί τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους λοιπούς αιτούντες άσυλο. Ωστόσο, το καθεστώς του πρόσφυγα δεν χορηγείται αυτομάτως ούτε ανεπιφύλακτα, καθώς, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, για παράδειγμα, να εξακριβώνουν πάντοτε αν συντρέχει στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου κάποιος άλλος λόγος αποκλεισμού από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, στο άρθρο 12, παράγραφος 2, και στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας (20), διατάξεις που έχουν εφαρμογή όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι ο ενδιαφερόμενος έχει διαπράξει συγκεκριμένα εγκλήματα ή έχει υπάρξει ηθικός αυτουργός αυτών, ή έχει άλλως συμμετάσχει στη διάπραξή τους.

39.      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston στις προτάσεις της στην υπόθεση Bolbol (21), το άρθρο 1, στοιχείο Δ, της Σύμβασης της Γενεύης θεσπίστηκε στον απόηχο ενός ιδιαίτερου πλαισίου. Συντάχθηκε λίγο μετά την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση του 1948 με στόχο, μεταξύ άλλων, την πρόληψη μιας μαζικής εξόδου από τη γεωγραφική περιοχή που αποτελούσε την Παλαιστίνη και, ταυτόχρονα, τη διασφάλιση της συνέχειας της προστασίας των ανιθαγενών παλαιστινιακής καταγωγής –τους οποίους η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει ως πρόσφυγες (22)– με αποτελεσματικά μέσα προστασίας ή συνδρομής, έως ότου διευθετηθεί οριστικά η κατάστασή τους σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών (23).

40.      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η αληθής έννοια του σκοπού του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας ή συνδρομής των ανιθαγενών παλαιστινιακής καταγωγής από την UNRWA, και όχι απλώς η διασφάλιση της υπάρξεως οργάνου ή οργανισμού επιφορτισμένου με την παροχή της ως άνω συνδρομής ή προστασίας (24).

41.      Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά ένα ειδικό ζήτημα διαδικασίας, σχετικό με το ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι SN και LN ζητούν για δεύτερη φορά τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα. Το εν λόγω δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν οφείλουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, σε περίπτωση κατά την οποία ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής υποβάλλει τέτοια «μεταγενέστερη αίτηση», κατόπιν απόρριψης της αρχικής του αίτησης, να επανεξετάσουν τα πραγματικά στοιχεία που σχετίζονται με τους λόγους για τους οποίους ο ενδιαφερόμενος εγκατέλειψε τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, ακόμη και όταν τα συγκεκριμένα στοιχεία αυτά έχουν ήδη εξετασθεί από τις εν λόγω αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας επί της αρχικής αίτησης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι, κατά την προηγούμενη διαδικασία, οι αρμόδιες εθνικές αρχές είχαν εξετάσει τα εν λόγω στοιχεία προκειμένου να κρίνουν αν ο ενδιαφερόμενος πληρούσε τα γενικά κριτήρια χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα, και όχι αν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή του η lex specialis του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 (για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε γνωστοποιήσει ότι ήταν εγγεγραμμένος στην UNRWA) (A).

42.      Το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία θα εξετάσω από κοινού, έχουν ευρύτερο και ευαίσθητο χαρακτήρα. Όπως επισήμανα ανωτέρω στην εισαγωγή, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει, κατ’ ουσίαν, αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA έχει «παύσει», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, όσον αφορά αιτούντες οι οποίοι είχαν τύχει της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής και οι οποίοι διέμεναν στη Λωρίδα της Γάζας, λαμβανομένων υπόψη των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στην περιοχή αυτή, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί ότι οι συνθήκες αυτές αφορούν ή θίγουν ειδικώς τους αιτούντες λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικής καταστάσεώς τους (B).

43.      Το τέταρτο προδικαστική ερώτημα αφορά τη σχέση –και την ενδεχόμενη αλληλοεπικάλυψη– μεταξύ των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου ένα πρόσωπο να δύναται να υπαχθεί αυτοδικαίως στο καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 και εκείνων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να χορηγηθεί στο ίδιο πρόσωπο επικουρική προστασία (Γ).

Α.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος: η ανάγκη επανεξέτασης πραγματικών στοιχείων που έχουν ήδη εξετασθεί στο πλαίσιο προηγούμενης διαδικασίας, στηριζόμενης σε διαφορετική νομική βάση

44.      Όπως έχω επισημάνει, οι αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας των SN και LN που αποτελούν αντικείμενο της κύριας δίκης είναι «μεταγενέστερες αιτήσεις». Κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, ως «μεταγενέστερη αίτηση» νοείται «η περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη [απρόσβλητης] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης».

45.      Το αιτούν δικαστήριο δεν θέτει το ζήτημα αν η οδηγία 2013/32, η οποία περιέχει τους διαδικαστικούς κανόνες που οφείλουν εν γένει να τηρούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, έχει εφαρμογή στην περίπτωση ανιθαγενών παλαιστινιακής καταγωγής οι οποίοι έτυχαν της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA. Δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά αποκλείονται, καταρχήν, από το καθεστώς πρόσφυγα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, ευλόγως εγείρεται το ζήτημα αν αποκλείονται και από την εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων της οδηγίας 2013/32 (ή έστω ορισμένων εξ αυτών). Ως προς το εν λόγω ζήτημα, επισημαίνω ωστόσο ότι η τελευταία αυτή οδηγία δεν περιέχει καμία διάταξη που να κατατείνει προς τούτο. Επιπλέον, φρονώ ότι είναι λογικό οι διαδικαστικοί κανόνες που περιέχονται στην οδηγία να έχουν εφαρμογή και για τα εν λόγω πρόσωπα. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι για τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα στα πρόσωπα αυτά δεν ισχύουν (κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95) οι ίδιες ουσιαστικές προϋποθέσεις που ισχύουν για τους λοιπούς αιτούντες άσυλο, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί οι διαφορετικές αυτές ουσιαστικές προϋποθέσεις θα έπρεπε να επιφέρουν, βάσει της οδηγίας 2013/32, την εφαρμογή διαφορετικών διαδικαστικών κανόνων για την εξέταση των αιτήσεων των εν λόγω προσώπων.

46.      Στις αρχικές τους αιτήσεις διεθνούς προστασίας (οι οποίες απορρίφθηκαν από την DAB), οι SN και LN δεν είχαν αναφέρει το γεγονός ότι ήταν εγγεγραμμένες στην UNRWA, ούτε ότι είχε εφαρμογή στην περίπτωσή τους το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει διαβιβασθεί στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ο λόγος απόρριψης των αρχικών αιτήσεων από την DAB ήταν ότι οι αιτούσες δεν πληρούσαν τα γενικά κριτήρια που απαιτούνται για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως αυτά ορίζονται από την εν λόγω οδηγία και ιδίως από το άρθρο 5, παράγραφος 1, και από το άρθρο 6 αυτής. Επομένως, δεν αποτέλεσε λόγο απόρριψης των αιτήσεων αυτών η εφαρμογή του ειδικού κανόνα του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.

47.      Οι μεταγενέστερες αιτήσεις των SN και LN διαφέρουν από τις πρώτες καθόσον οι αιτούσες μνημονεύουν την εγγραφή τους στην UNRWA και επικαλούνται το δικαίωμά τους υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν της διάταξης αυτής. Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι οι SN και LN είναι εγγεγραμμένες στην UNRWA αποτελεί «νέο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, και του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32. Κατά τις εν λόγω διατάξεις, ένα στοιχείο μπορεί να θεωρείται «νέο» αν προκύπτει μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως του αιτούντος ή όταν ο αιτών το υποβάλλει για πρώτη φορά στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αιτήσεώς του (25). Επομένως, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, ένα «νέο στοιχείο» δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην μεταγενέστερο της εκδόσεως απρόσβλητης αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως του ενδιαφερομένου (26). Παρά το γεγονός ότι οι SN και LN ήταν ήδη εγγεγραμμένες στην UNRWA κατά τον χρόνο υποβολής της αρχικής τους αιτήσεως για την παροχή διεθνούς προστασίας, το στοιχείο αυτό ουδόλως γνωστοποιήθηκε στην DAB μέχρι την υποβολή των μεταγενέστερων αιτήσεών τους. Το εν λόγω «νέο στοιχείο» καθιστά δυνατή την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 και, επομένως, παρέχει στις SN και LN τη δυνατότητα επιλογής μιας διαφορετικής νομικής βάσης προκειμένου να διεκδικήσουν το δικαίωμα χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα.

48.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η DAB είχε την υποχρέωση, κατά την επί της ουσίας εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων των SN και LN, να λάβει υπόψη όχι μόνον το γεγονός ότι οι αιτούσες ήταν εγγεγραμμένες στην UNRWA (στο εξής: νέο στοιχείο), αλλά και τα λοιπά πραγματικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον φάκελό τους και τα οποία είχαν ήδη εξετασθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία, ιδίως δε τα στοιχεία σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι αιτούσες εγκατέλειψαν τη Λωρίδα της Γάζας. Οι λόγοι αυτοί σχετίζονται με τις γενικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στη Λωρίδα της Γάζας πριν από την αναχώρηση των LN και SN από την περιοχή.

49.      Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, η οποία, κατά την άποψή του, επιβάλλει υποχρέωση των αρμόδιων εθνικών αρχών να εξετάζουν, σε κάθε περίπτωση, όλα τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η μεταγενέστερη αίτηση.

50.      Είναι γεγονός ότι στην εν λόγω διάταξη γίνεται πράγματι λόγος για τη συγκεκριμένη υποχρέωση. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 40, παράγραφος 1, όπως την αντιλαμβάνομαι, αφορά δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η πρώτη προκύπτει όταν ο αιτών, προτού καταστεί απρόσβλητη η απόφαση επί της πρώτης αίτησής του για διεθνή προστασία, είτε προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα είτε υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος. Τούτο θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, ενόσω εκκρεμεί διαδικασία προσφυγής κατά της απόφασης των αρμόδιων εθνικών αρχών. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία η απόφαση έχει μεν ήδη καταστεί απρόσβλητη, πλην όμως το οικείο εθνικό δίκαιο επιτρέπει την επανάληψη της διαδικασίας εφόσον έχει προκύψει «νέο στοιχείο» (27).

51.      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η περίπτωση της κύριας δίκης, όπου αποτέλεσμα της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης αποτελεί η εκ νέου διεξαγωγή διαδικασίας ασύλου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές επί διαφορετικής νομικής βάσης (η οποία είναι εν προκειμένω το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95), δεν φαίνεται να εμπίπτει σε καμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, δεν θεωρώ πειστικό το επιχείρημα ότι από τη συγκεκριμένη ειδική διάταξη μπορεί να συναχθεί γενική υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που προβάλλονται με μεταγενέστερη αίτηση.

52.      Τούτου λεχθέντος, επισημαίνω ότι η Βουλγαρική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να εστιάσει την ανάλυσή του στο άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 και όχι στο άρθρο 40, παράγραφος 1. Υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία έχει κινηθεί εκ νέου η διαδικασία ασύλου, όπως εν προκειμένω, και αντιθέτως προς το άρθρο 40, παράγραφος 1 (28), έχει εφαρμογή το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση θεωρεί ότι, με βάση τις διατάξεις των παραγράφων αυτών, δεν απαιτείται κατά τη νέα αυτή διαδικασία η επανεξέταση στοιχείων που έχουν ήδη εξετασθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία ασύλου. Κατά την άποψη της εν λόγω κυβερνήσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας επί της δεύτερης αιτήσεως πρέπει να εξετασθεί μόνον το «νέο στοιχείο».

53.      Μολονότι συμφωνώ με την άποψη της Βουλγαρικής Κυβέρνησης ότι το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, διαφωνώ με την ερμηνεία που προτείνει η εν λόγω κυβέρνηση. Φρονώ ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να αρκεστούν απλώς στην εξέταση του «νέου στοιχείου».

54.      Συναφώς, είναι γεγονός ότι από το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, θεωρούμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, αυτής (29), προκύπτει ότι μόνον η ύπαρξη «νέων στοιχείων» μπορεί να αποτρέψει την κήρυξη μεταγενέστερης αίτησης απαράδεκτης. Επομένως, καταρχήν (30), κατά το στάδιο εξέτασης του παραδεκτού μιας τέτοιας αίτησης, κρίσιμα είναι μόνον τα «νέα στοιχεία». Δεν ισχύει το ίδιο, ωστόσο, όταν η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται επί της ουσίας (αφότου έχει κριθεί παραδεκτή). Τα δύο αυτά στάδια δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους.

55.      Συγκεκριμένα , το άρθρο 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 καθιστά σαφές ότι, αφ’ ης στιγμής οι αρμόδιες εθνικές αρχές υπεισέλθουν στην επί της ουσίας εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, δεν μπορούν να επιφυλάξουν διαφορετική μεταχείριση στην αίτηση αυτή απλώς και μόνον επειδή δεν αποτελεί αίτηση που υποβάλλεται για πρώτη φορά από τον αιτούντα. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι κατά το στάδιο της επί της ουσίας εξέτασης της αίτησης έχουν πράγματι εφαρμογή οι βασικές αρχές και εγγυήσεις που μνημονεύονται στο κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας. Στο κεφάλαιο δε αυτό προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση σχετικά με το αν ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας πρέπει να λαμβάνεται σε ατομική βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, και δη μόνον «μετά τη δέουσα εξέταση» (31).

56.      Δεν αντιλέγω ότι ορισμένα από τα πραγματικά στοιχεία που έχουν ήδη εξετάσει οι αρμόδιες εθνικές αρχές κατά την προηγούμενη διαδικασία ασύλου ενδέχεται να είναι πανομοιότυπα με εκείνα που καλούνται να συνεκτιμήσουν κατά την εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης του ενδιαφερομένου, ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δύο διαδικασίες διαφέρουν ως προς τη νομική τους βάση. Για παράδειγμα, ενδέχεται ο ενδιαφερόμενος –όπως φαίνεται να συμβαίνει και εν προκειμένω– να προβάλλει τους ίδιους λόγους προς αιτιολόγηση της εκ μέρους του εγκατάλειψης της χώρας ή της περιοχής καταγωγής του. Ωστόσο, φρονώ ότι αυτό δεν απαλλάσσει τις αρχές από την υποχρέωση να εκτιμήσουν εκ νέου αν τα εν λόγω πραγματικά στοιχεία ευσταθούν και αν είναι κρίσιμα (32). Η εν λόγω υποχρέωση πρέπει να τηρείται σε περιπτώσεις όπως εκείνη της κύριας δίκης, όπου η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται υπό το πρίσμα νομικής βάσης (του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95) διαφορετικής από εκείνη βάσει της οποίας διεξήχθη η προηγούμενη διαδικασία. Σε τέτοια περίπτωση, τα κρίσιμα στοιχεία –ακόμη και αν έχουν ήδη εξετασθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία– θα πρέπει να επανεκτιμηθούν υπό το πρίσμα των ειδικότερων κριτηρίων του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95.

57.      Όπως εξήγησα στα σημεία 36 έως 38 των παρουσών προτάσεων, η ως άνω διάταξη περιέχει ειδικό κανόνα σχετικά με το δικαίωμα χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα, διακριτό από τα γενικά κριτήρια που καθορίζονται, ιδίως, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6 της οδηγίας 2011/95. Οσάκις οι αρμόδιες εθνικές αρχές εφαρμόζουν το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, δεν υποχρεούνται να κρίνουν αν, με γνώμονα τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την περιοχή καταγωγής του, ο ενδιαφερόμενος έχει «βάσιμο φόβο δίωξης», όπως θα όφειλαν να πράξουν στο πλαίσιο των γενικών κριτηρίων χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα τα οποία καθορίζονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, η συγκεκριμένη προϋπόθεση περί «βάσιμου φόβου δίωξης» δεν είναι κρίσιμη για την εκτίμηση που οφείλουν να διενεργήσουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οποία εστιάζει στο ζήτημα αν έχει «παύσει» η προστασία ή η συνδρομή της UNRWΑ. Ο όποιος λόγος για τον οποίο το πρόσωπο αυτό εγκατέλειψε την περιοχή καταγωγής του πρέπει, στο εν λόγω πλαίσιο, να εξετασθεί με αποκλειστικό γνώμονα τη συγκεκριμένη απαίτηση.

58.      Θεωρώ εύλογη την υπόθεση ότι τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο ενδιαφερόμενος διαβιούσε στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA υπό δυσμενείς υλικές συνθήκες και ότι εγκατέλειψε τη ζώνη αυτή συνεπεία των συγκεκριμένων δυσμενών υλικών συνθηκών διαβίωσης (όπως φαίνεται ότι συνέβη με τις SN και LN στην υπόθεση της κύριας δίκης) μπορούν να συνεκτιμηθούν προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί αμφοτέρων των ζητημάτων, ήτοι περί του αν έχει «παύσει» η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA προς τον ενδιαφερόμενο, ώστε ο τελευταίος να δύναται να υπαχθεί αυτοδικαίως στο καθεστώς του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, καθώς και περί του αν θα πρέπει να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο το καθεστώς πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν των γενικών κριτηρίων που ορίζονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας. Ωστόσο, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να αξιολογήσουν τα ίδια αυτά αποδεικτικά στοιχεία υπό διαφορετικό πρίσμα, ανάλογα με το αν γίνεται επίκληση της μίας ή της άλλης νομικής βάσης. Στο πλαίσιο διαδικασίας βασιζόμενης στα γενικά κριτήρια χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα που ορίζει η οδηγία 2011/95 (και όχι στο άρθρο της 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ), οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα εξετάσουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο ενδιαφερόμενος διαβιούσε υπό δυσμενείς υλικές συνθήκες υπό διαφορετική οπτική γωνία –σε σχέση με εκείνη που επιβάλλει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ–, καθόσον πρέπει να εστιάσουν, μεταξύ άλλων, την προσοχή στο ζήτημα αν η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης του ενδιαφερομένου θα μπορούσε να θεωρηθεί «πράξη δίωξης» (33), και όχι στο αν συμβάλλει στην τεκμηρίωση του γεγονότος ότι έχει παύσει η προστασία ή συνδρομή της UNRWA.

59.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι, κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, βασιζόμενης στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να επανεξετάζουν υπό το πρίσμα των ειδικότερων νομικών κριτηρίων που ορίζει η εν λόγω διάταξη τα πραγματικά στοιχεία που έχουν ήδη εξετάσει στο πλαίσιο προηγούμενης διαδικασίας, βασιζόμενης όχι στην εν λόγω διάταξη, αλλά στα γενικά κριτήρια χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα τα οποία πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

2.      Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος: η παύση της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA υπό το πρίσμα των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν σε τμήμα της ζώνης επιχειρήσεών της

60.      Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, κατ’ ουσίαν, αν θα πρέπει να θεωρείται ότι η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA έχει «παύσει», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν τύχει της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής, λαμβανομένων υπόψη των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στη Λωρίδα της Γάζας και χωρίς τα πρόσωπα αυτά να πρέπει να αποδείξουν ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες τα αφορούν ή τα θίγουν ειδικώς για λόγους που άπτονται της προσωπικής καταστάσεώς τους. Διερωτάται επίσης κατά πόσον μπορεί να διαφοροποιείται η απάντηση στο ερώτημα αυτό όταν οι αιτούντες είναι ανήλικα τέκνα.

61.      Υπενθυμίζω ότι, προκειμένου να τύχει εφαρμογής η ρήτρα υπαγωγής την οποία περιέχει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, αρκεί –όπως ρητώς προβλέπει η εν λόγω διάταξη– να έχει παύσει η παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς όπως η UNRWA «για οποιοδήποτε λόγο».

62.      Διευκρινίζοντας την έννοια της εν λόγω διατύπωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η παύση της προστασίας ή συνδρομής που παρέχει η UNRWA επέρχεται όχι μόνο σε περίπτωση κατάργησης του συγκεκριμένου οργανισμού, αλλά και όταν η απόφαση του ενδιαφερόμενου προσώπου να εγκαταλείψει τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεώς του (34). Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται σε προσωπική κατάσταση σοβαρής ανασφάλειας (πρώτη απαίτηση) (35), καθώς και στην περίπτωση που ο εν λόγω οργανισμός αδυνατεί να του διασφαλίσει, εντός της ζώνης επιχειρήσεών του, συνθήκες διαβίωσης οι οποίες συνάδουν προς την αποστολή του, η οποία έγκειται στο να διασφαλίζει «αξιοπρεπείς» συνθήκες διαβίωσης (36) (δεύτερη απαίτηση).

63.      Προκειμένου να εξακριβώσουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές αν πληρούνται οι ως άνω απαιτήσεις –και αν ως εκ τούτου ο ενδιαφερόμενος δικαιούται αυτοδικαίως τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα δυνάμει της οδηγίας 2011/95–, οφείλουν όχι μόνο να εξετάσουν τους λόγους που υποχρέωσαν τον αιτούντα να εγκαταλείψει τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, αλλά και να εκτιμήσουν αν η επιστροφή του στην περιοχή είναι δυνατή επί του παρόντος. Το Δικαστήριο κατέστησε απολύτως σαφές ότι οι αρχές υπέχουν την υποχρέωση αυτή με την απόφασή του Secretary of State for the Home Department (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (37), όπου έκρινε ότι οι εν λόγω αρχές οφείλουν να εξακριβώσουν αν είναι δυνατή επί του παρόντος η επιστροφή στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά στοιχεία ως έχουν όχι μόνον κατά το χρονικό σημείο της αναχώρησης του εν λόγω προσώπου από τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, αλλά και κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εξετάζεται η αίτησή του (38).

64.      Επομένως, όσον αφορά τα πρόσωπα που διαβιούσαν στη Λωρίδα της Γάζας, όπου το επίπεδο ανασφάλειας και οι συνθήκες διαβίωσης μεταβάλλονται ραγδαία, ιδίως μετά τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην περιοχή από τις 7 Οκτωβρίου 2023, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, πέραν των λόγων που οδήγησαν τα πρόσωπα αυτά στην αρχική τους απόφαση να την εγκαταλείψουν, πληροφορίες ακριβείς και επίκαιρες που αφορούν τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί επί του παρόντος στην περιοχή.

65.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν συνέτρεχαν προσωπικές απειλές για την ασφάλεια των SN και LN προτού αυτές εγκαταλείψουν τη Λωρίδα της Γάζας και ότι οι αιτούσες εγκατέλειψαν την περιοχή οικειοθελώς. Ωστόσο, το ίδιο δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά το έτος 2018, όταν οι SN και LN εγκατέλειψαν τη Λωρίδα της Γάζας, στην περιοχή βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη «μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση, η οποία χαρακτηριζόταν από ελλείψεις τροφίμων, πόσιμου νερού, υπηρεσιών υγείας, φαρμάκων, καθώς και από προβλήματα υδροδότησης και ηλεκτροδότησης, καταστροφές κτιρίων και υποδομών, και από ανεργία».

66.      Όσον αφορά δε το χρονικό διάστημα μετά την αναχώρηση των SN και LN από την περιοχή, το αιτούν δικαστήριο τονίζει τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η UNRWA στην προσπάθειά της να συνεχίσει την παροχή συνδρομής και υπηρεσιών στη Λωρίδα της Γάζας (μεταξύ άλλων με τη μορφή τροφίμων και υπηρεσιών υγείας). Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, ακόμη και πριν από τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην περιοχή από τις 7 Οκτωβρίου 2023, δεν υπήρχαν ασφαλείς πληροφορίες ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στη Λωρίδα της Γάζας, οι SN και LN θα μπορούσαν να λάβουν από την UNRWA τα τρόφιμα, τα φάρμακα, τις υπηρεσίες υγείας ή την εκπαίδευση που έχουν ανάγκη. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί οποιοσδήποτε ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής να επιστρέψει στη συγκεκριμένη περιοχή.

67.      Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να προβεί σε ιδία εκτίμηση των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στη Λωρίδα της Γάζας, ούτε των προσωπικών περιστάσεων των αιτουσών της κύριας δίκης. Πράγματι, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να εφαρμόζει κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά μόνον να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Εν προκειμένω, στο αιτούν δικαστήριο (ή, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες εθνικές αρχές) εναπόκειται να εξακριβώσουν, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, τις γενικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν επί του παρόντος στη Λωρίδα της Γάζας, αν οι SN και LN δικαιούνται τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα με βάση το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Εντούτοις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να διευκρινίσει τα νομικά κριτήρια που οφείλουν να εφαρμόσουν συναφώς το αιτούν δικαστήριο ή οι εν λόγω αρχές, καθώς και να προσδιορίσει ποιες περιστάσεις είναι κρίσιμες στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής.

68.      Το ζήτημα που θα πρέπει να επιλυθεί συναφώς είναι αν αρκεί η επίκληση, εκ μέρους προσώπου το οποίο έχει τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA στη ζώνη επιχειρήσεων του εν λόγω οργανισμού ή σε τμήμα αυτής, των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στην περιοχή προκειμένου να διαπιστωθεί ότι έχει «παύσει» η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

1.      Επί της σχετικής βαρύτητας των στοιχείων που αφορούν τις γενικές συνθήκες διαβίωσης…

69.      Επισημαίνεται ότι, στις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 –και στις οποίες, ως εκ τούτου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές βασίζονται στα γενικά κριτήρια προκειμένου να κρίνουν αν θα πρέπει να χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα που προβλέπει η εν λόγω οδηγία (κριτήρια που ορίζονται λεπτομερώς, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6 της οδηγίας αυτής)–, το γεγονός ότι ο αιτών αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα ή την περιοχή καταγωγής του, να εκτεθεί σε αναξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, κακομεταχείριση, αδιακρίτως ασκούμενη βία ή σε άλλη σοβαρή βλάβη δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού την αυτοδίκαιη υπαγωγή του αιτούντος στο καθεστώς του πρόσφυγα.

70.      Κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω γενικών κριτηρίων, το καθεστώς του πρόσφυγα χορηγείται μόνον αν ο αιτών άσυλο έχει «βάσιμο φόβο δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 6 της οδηγίας 2011/95. Περίπτωση «βάσιμου φόβος δίωξης» συντρέχει μόνον εφόσον οι σχετικές πράξεις αποτελούν «πράξεις δίωξης» (κατά το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής), διενεργούνται από συγκεκριμένους υπεύθυνους δίωξης (που απαριθμούνται στο άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας) και σχετίζονται με συγκεκριμένους λόγους δίωξης (οι οποίοι περιγράφονται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95).

71.      Ωστόσο, αν ο ενδιαφερόμενος αντιμετωπίζει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ακόμη και αν αυτή δεν συνιστά «βάσιμο φόβο δίωξης», μπορεί να δικαιούται επικουρικής προστασίας, η οποία αποτελεί διαφορετική μορφή διεθνούς προστασίας (39) (οι προϋποθέσεις της οποίας περιγράφονται λεπτομερώς στο άρθρο 15 της ίδιας οδηγίας). Μπορεί επίσης να γεννάται γενικότερη υποχρέωση των κρατών μελών να απέχουν από την επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου στη χώρα ή την περιοχή καταγωγής του, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (40) και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει ότι «[κ]ανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση».

72.      Οσάκις είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/98, απαιτείται διαφορετική ανάλυση.

73.      Όπως εξήγησα, η εν λόγω διάταξη εξαρτά το δικαίωμα χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα στους ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής που έχουν τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA από το αν η προστασία ή η συνδρομή αυτή έχει «παύσει». Όπως επισημαίνω στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων, η αποστολή της UNRWA έγκειται στο να διασφαλίζει «αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης» για τα πρόσωπα που τελούν υπό την προστασία ή τη συνδρομή της, μεριμνώντας για τις στοιχειώδεις ανάγκες τους (όπως είναι, μεταξύ άλλων, η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση). Δεδομένου ότι η απαγόρευση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4 του Χάρτη (το οποίο προβλέπει ότι «[κ]ανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση», διάταξη ισοδύναμη με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ) συνδέεται ευθέως με τη θετική υποχρέωση για προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (41), θεωρώ –τουλάχιστον– σαφές ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αποστολή της UNRWA έχει «παύσει» εφόσον υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τα εν λόγω πρόσωπα, σε περίπτωση επιστροφής τους στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA (ή σε τμήμα αυτής), να εκτεθούν σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη, για τον λόγο ότι δεν θα ήταν δυνατή η αντιμετώπιση των πλέον στοιχειωδών τους αναγκών (την οποία οφείλει να διασφαλίζει η UNRWA). Τέτοια μεταχείριση συνιστούν οι αναξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, η κακομεταχείριση, η αδιακρίτως ασκούμενη βία, καθώς και άλλες σοβαρές βλάβες, οι οποίες συνεπάγονται πρόκληση σωματικού ή ψυχολογικού άλγους ή υποβολή σε σωματικό ή ψυχολογικό βασανισμό με ιδιαιτέρως επαχθή χαρακτήρα λόγω εντάσεως και διαρκείας που υπερβαίνουν τον βαθμό σοβαρότητας που απαιτείται κατά την εν λόγω διάταξη (42), και ο οποίος είναι ο ίδιος που απαιτείται κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (43). Πρωτίστως, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η σοβαρή βλάβη είναι έργο συγκεκριμένων υπευθύνων ή ότι σχετίζεται με ειδικό λόγο και, ως εκ τούτου, συνιστά «δίωξη».

74.      Κατά συνέπεια, εάν ένα πρόσωπο που έχει τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA εκτίθεται σε κακομεταχείριση που υπερβαίνει αυτόν τον βαθμό σοβαρότητας –επειδή η UNRWA αδυνατεί να διασφαλίσει την ικανοποίηση των στοιχειωδών του αναγκών (44)–, τότε θα πρέπει να θεωρείται ότι πληρούνται αμφότερες οι απαιτήσεις που παρέθεσα στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να θεωρείται ότι ο ενδιαφερόμενος «εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει» τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA για λόγους «ανεξαρτήτους της βουλήσεώς του» και ότι, για τον λόγο αυτό, πρέπει να του αναγνωρισθεί αυτοδικαίως η ιδιότητα πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95.

75.      Διευκρινίζω ότι, όπως μόλις εξήγησα, ο κίνδυνος έκθεσης σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη δεν γεννά αφ’ εαυτού γενικό δικαίωμα χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, όσον αφορά ειδικά τους ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής που έχουν τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA και το ζήτημα αν δικαιούνται τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, η εν λόγω διάταξη επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία. Υπενθυμίζω ότι, όπως έχω εξηγήσει στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων, η διεθνής κοινότητα έχει ήδη αναγνωρίσει ως πρόσφυγες τους ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής. Ο λόγος για τον οποίο οι τελευταίοι αποκλείονται από το καθεστώς πρόσφυγα βάσει της οδηγίας 2011/95 έγκειται στο ότι γίνεται εκ προοιμίου δεκτό ότι τους παρέχει αποτελεσματική προστασία ή συνδρομή η UNRWA, η οποία θεωρείται ότι μεριμνά για τις στοιχειώδεις ανάγκες τους (όπως είναι, μεταξύ άλλων, η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση) και ότι διασφαλίζει ότι τυγχάνουν αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης. Η δικαιολόγηση του αποκλεισμού αυτού αίρεται εάν η αδυναμία της UNRWA να διασφαλίσει την ικανοποίηση των εν λόγω στοιχειωδών αναγκών συνεπάγεται έκθεση των συγκεκριμένων προσώπων σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

76.      Τούτου λεχθέντος, είμαι της γνώμης ότι το ζήτημα αν τα στοιχεία σχετικά με την επιδείνωση των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA ή σε μέρος αυτής μπορεί να επαρκούν προς απόδειξη του ότι ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή, σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη και ότι, ως εκ τούτου, η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA προς αυτόν έχει «παύσει», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, εξαρτάται ακριβώς από τον βαθμό μιας τέτοιας επιδείνωσης.

77.      Α φενός, συμφωνώ με την άποψη ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA ή σε μέρος αυτής είναι δυσμενέστερες εκείνων που θα μπορούσε να απολαύει ο ενδιαφερόμενος αν του αναγνωριζόταν η ιδιότητα του πρόσφυγα σε ένα κράτος μέλος δεν αρκεί προκειμένου να γίνει δεκτό ότι εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εν λόγω περιοχή (45). Αφετέρου, θεωρώ ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εν λόγω γενικές συνθήκες διαβίωσης να καθίστανται τόσο ανυπόφορες ώστε να μπορούν να θεωρηθούν «αναξιοπρεπείς» για όλους τους ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής που διαμένουν εκεί (α). Μεταξύ των δύο αυτών οριακών περιπτώσεων, το ζήτημα αν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος «εξαναγκάστηκε» λόγω των ίδιων αυτών (έστω και λιγότερο δυσμενών) γενικών συνθηκών διαβίωσης να εγκαταλείψει τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA εξαρτάται, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, από το αν ανήκει σε ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα (β) ή από το αν πρέπει να θεωρείται ιδιαιτέρως ευάλωτο πρόσωπο ή πρόσωπο που θίγεται ιδιαιτέρως εξαιτίας της προσωπικής καταστάσεώς του (γ).

α)      Καταστάσεις στις οποίες οι γενικές συνθήκες διαβίωσης είναι «αναξιοπρεπείς» για οποιονδήποτε

78.      Υπενθυμίζω ότι, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Elgafaji το Δικαστήριο έκρινε, σε σχέση με το ζήτημα αν χωρεί παροχή επικουρικής προστασίας λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ότι υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε απειλή κατά της ζωής (46).

79.      Περαιτέρω, στην απόφαση Jawo το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει (αν και όχι στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95) (47) ότι σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ενδέχεται να υφίστανται, στην πράξη, δυσλειτουργίες ή συστημικές ελλείψεις τόσο σοβαρές, ώστε οι αιτούντες διεθνή προστασία να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο, σε περίπτωση μεταφοράς ή επιστροφής στις περιοχές αυτές, να τύχουν μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 4 του Χάρτη. Υπό τέτοιες συνθήκες, αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο μεταφοράς ή επιστροφής οποιουδήποτε αιτούντος άσυλο στις εν λόγω γεωγραφικές περιοχές (48) λόγω των γενικών συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν εκεί, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος ότι ανήκει σε ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα αιτούντων άσυλο (για παράδειγμα, επειδή είναι ανήλικο τέκνο), ή ότι είναι ιδιαιτέρως ευάλωτος λόγω της προσωπικής του κατάστασης (για παράδειγμα, λόγω ασθένειας), ή ότι είναι ιδιαιτέρως πιθανό να θιγεί από τις γενικές αυτές συνθήκες, εκ νέου εξαιτίας προσωπικών περιστάσεων (για παράδειγμα, επειδή η οικία του βρίσκεται σε περιοχή που είναι ιδιαίτερα πιθανό να αποτελέσει στόχο βίαιων ενεργειών).

80.      Τ έτοια απαγόρευση γενικού χαρακτήρα δικαιολογείται μόνον σε ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτός ο ιδιαιτέρως αυξημένος βαθμός σοβαρότητας δεν καταλαμβάνει καταστάσεις οι οποίες απλώς χαρακτηρίζονται από μεγάλη ανασφάλεια ή από έντονη επιδείνωση των γενικών συνθηκών διαβιώσεως του ενδιαφερομένου (49). Απαιτείται διαπίστωση περί της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου ότι το πρόσωπο που θα υποχρεωθεί να επιστρέψει στην επίμαχη περιοχή μπορεί να περιέλθει, εξαιτίας των εν λόγω σοβαρών δυσλειτουργιών ή συστημικών ελλείψεων, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως, η οποία θα τον εμπόδιζε να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως είναι μεταξύ άλλων η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε την ψυχική ή σωματική υγεία του ή θα τον περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (50).

81.      Φρονώ ότι η ίδια ratio μπορεί να τύχει εφαρμογής και στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Καταρχάς, το άρθρο 4 του Χάρτη αποτελεί διάταξη οριζόντιας εφαρμογής, οπότε η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία της εν λόγω διάταξης δεν αφορά περιοριστικώς συγκεκριμένη πράξη του παραγώγου δικαίου. Δεύτερον, ουδόλως μπορεί –τουλάχιστον– να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σε μέρος της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA (εν προκειμένω, η Λωρίδα της Γάζας) να διαπιστώνονται συστημικές ελλείψεις τόσο σοβαρές (για παράδειγμα, εξαιτίας ένοπλης σύρραξης ή στρατιωτικού αποκλεισμού, ή, κατά τη διατύπωση του αιτούντος δικαστηρίου, μιας «άνευ προηγουμένου ανθρωπιστικής κρίσης»), ώστε να υφίσταται ουσιώδης κίνδυνος για οποιοδήποτε πρόσωπο υποχρεωθεί να επιστρέψει στην περιοχή να περιέλθει –λόγω της παρουσίας του και μόνον στη συγκεκριμένη περιοχή– σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως η οποία θα το εμπόδιζε να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως είναι μεταξύ άλλων η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε την ψυχική ή σωματική υγεία του ή θα το περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και, επομένως, αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

82.      Σε τέτοιες περιπτώσεις, φρονώ ότι αρκεί να προσκομίζονται αποδείξεις σχετικά με τις γενικές συνθήκες διαβίωσης, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τον αιτούντα να αποδείξει ότι οι γενικές αυτές συνθήκες είναι «αναξιοπρεπείς» για τον ίδιο προσωπικά (για παράδειγμα, λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης κατάστασής του) ή ότι θίγεται ειδικώς από τις συνθήκες αυτές λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικής του κατάστασης (για παράδειγμα, λόγω του ότι η οικία του βρίσκεται σε δρόμο που βάλλεται τακτικά από πυραυλικές επιθέσεις, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση των SN και LN) (51).

83.      Ωστόσο, ακόμη και στην ανωτέρω περίπτωση θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης μπορούν πράγματι να θεωρούνται «αναξιοπρεπείς» και, επομένως, αντίθετες προς το άρθρο 4 του Χάρτη ουσιαστικά για οποιονδήποτε, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να είναι τόσο σοβαρές ώστε να θίγουν κάθε πρόσωπο, ανεξαρτήτως προσωπικών περιστάσεων ή ταυτότητας. Εφόσον τούτο πράγματι συμβαίνει, τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι, πρώτον, κάθε αιτών άσυλο ο οποίος θα υποχρεωθεί να επιστρέψει στην περιοχή αυτή θα περιέλθει σε προσωπική κατάσταση σοβαρής ανασφάλειας (η πρώτη απαίτηση που μνημόνευσα στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων), καθώς και, δεύτερον, ότι η UNRWA αδυνατεί να του διασφαλίσει, εντός της ζώνης επιχειρήσεών της, συνθήκες διαβίωσης οι οποίες συνάδουν προς την αποστολή της, που έγκειται στο να διασφαλίζει «αξιοπρεπείς» συνθήκες διαβίωσης μεριμνώντας για την κάλυψη των στοιχειωδών του αναγκών (η δεύτερη απαίτηση). Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η προστασία ή συνδρομή του εν λόγω οργανισμού προς κάθε τέτοιον αιτούντα έχει «παύσει», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95.

β)      Καταστάσεις στις οποίες ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι ανήκει σε ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα

84.      Σε καταστάσεις που δεν εμφανίζουν τον βαθμό σοβαρότητας περί του οποίου έγινε λόγος στην προηγούμενη ενότητα των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι απαιτείται προσέγγιση που να αφήνει περιθώριο διαφοροποιήσεων. Συγκεκριμένα, καταστάσεις που δεν επηρεάζονται από συστημικές ελλείψεις τόσο σοβαρές ώστε να καθιστούν τις γενικές συνθήκες διαβίωσης «αναξιοπρεπείς» –και ως εκ τούτου αντίθετες προς το άρθρο 4 του Χάρτη– ουσιαστικά για οποιονδήποτε, δεν αποκλείεται πάντως να καθιστούν «αναξιοπρεπείς» τις συνθήκες διαβίωσης για συγκεκριμένες, ιδιαιτέρως ευάλωτες ομάδες προσώπων (ή για συγκεκριμένα ιδιαιτέρως ευάλωτα πρόσωπα, όπως θα εξηγήσω στην επόμενη ενότητα), καθόσον δεν τους παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες τους.

85.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, κατά πόσον το γεγονός ότι η αιτούσα είναι ανήλικο τέκνο διαφοροποιεί τον βαθμό σοβαρότητας που απαιτείται να εμφανίζουν οι γενικές συνθήκες διαβίωσης στη Λωρίδα της Γάζας προκειμένου να θεωρηθούν «αναξιοπρεπείς».

86.      Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εκτίμηση του κατά πόσον υφίσταται «πραγματικό[ς] κίνδυνο[ς] […] απάνθρωπη[ς] ή εξευτελιστική[ς] μεταχείριση[ς] κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη» εξαρτάται πράγματι από την τυχόν ιδιαιτέρως ευάλωτη κατάσταση του εκάστοτε αιτούντος άσυλο (52). Εξάλλου, το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει ότι η εκτίμηση περί του ελάχιστου βαθμού σοβαρότητας που πρέπει να χαρακτηρίζει τη μεταχείριση προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ είναι «εκ των πραγμάτων σχετική» (53).

87.      Όσον αφορά τα ανήλικα τέκνα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επανειλημμένως τονίσει, στη σχετική με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ νομολογία του, ότι πρόκειται για ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα, με ιδιαίτερες ανάγκες, οι οποίες διαφέρουν, ιδίως από την άποψη της προστασίας και της ασφάλειας, από εκείνες των ενηλίκων (54). Η νομολογία αυτή αποτυπώνεται σε διάφορες πράξεις του περί ασύλου δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι, για παράδειγμα, τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι συνθήκες διαβίωσης που παρέχονται στα ανήλικα τέκνα αφότου έχουν υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα (55), αλλά και εν αναμονή της απόφασης περί παροχής διεθνούς προστασίας, συνάδουν προς τις ανάγκες τους και ανταποκρίνονται στην ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση τους (56). Ως εκ τούτου, φαίνεται να γίνεται γενικώς αποδεκτό ότι ορισμένες συνθήκες διαβίωσης μπορεί να θεωρηθούν «αναξιοπρεπείς» για τα ανήλικα τέκνα εν γένει, ακόμη και αν δεν ισχύει το ίδιο για τους ενήλικες (57).

88.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, θεωρώ σαφές ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης –μολονότι δεν έχουν επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να γεννάται σοβαρός κίνδυνος βλάβης ουσιαστικά για οποιοδήποτε πρόσωπο– εκθέτουν κάθε ανήλικο τέκνο σε σοβαρό κίνδυνο βλάβης, μη συμβατό με το άρθρο 4 του Χάρτη, λόγω του γεγονότος ότι τα ανήλικα τέκνα αποτελούν ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα αιτούντων άσυλο.

89.      Σε τέτοιες περιπτώσεις, φρονώ ότι τα πρόσωπα που ανήκουν στην εν λόγω ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα (ή σε οποιαδήποτε άλλη ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα) δεν απαιτείται να αποδείξουν ότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης είναι «αναξιοπρεπείς» –και επομένως αντίθετες προς το άρθρο 4 του Χάρτη– προσωπικά για τα ίδια, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί, πρώτον, ότι οι εν λόγω γενικές συνθήκες διαβίωσης είναι τόσο δυσμενείς ώστε να θεωρούνται «αναξιοπρεπείς» για όλα τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας και, δεύτερον, ότι ο αιτών αποτελεί πράγματι μέλος της ομάδας αυτής λόγω των σχετικών προσωπικών του περιστάσεων (για παράδειγμα, της ηλικίας, του φύλου ή κάποιας συγκεκριμένης πάθησης ή αναπηρίας).

γ)      Περιπτώσεις στις οποίες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει ότι βρίσκεται σε ιδιαιτέρως ευάλωτη κατάσταση ή ότι θίγεται ειδικώς λόγω των γενικών συνθηκών διαβίωσης εξαιτίας της προσωπικής καταστάσεώς του 

90.      Όπως επισήμανα στο σημείο 84 των παρουσών προτάσεων, η νομολογία του Δικαστηρίου καταδεικνύει ότι υπάρχουν επίσης ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες οι γενικές συνθήκες διαβίωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν «αναξιοπρεπείς» –και, ως εκ τούτου, αντίθετες προς το άρθρο 4 του Χάρτη–, ούτε ουσιαστικά για οποιονδήποτε ούτε για μία ή περισσότερες ιδιαιτέρως ευάλωτες ομάδες προσώπων. Εντούτοις, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί οι συνθήκες διαβίωσης να έχουν καταστεί «αναξιοπρεπείς» για συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία είτε θα πρέπει να θεωρούνται ιδιαιτέρως ευάλωτα λόγω προσωπικών περιστάσεων (58)είτε θίγονται ειδικώς από τις ίδιες γενικές συνθήκες διαβίωσης λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς τους (για παράδειγμα, λόγω του ότι η οικία τους βρίσκεται σε δρόμο που αποτελεί τακτικά στόχο πυραυλικών επιθέσεων). Συγκεκριμένα, όπως έχει εξηγήσει ο γενικός εισαγγελέας Μ. Wathelet, «η δυνατότητα των κρατών μελών να παραβλέπουν πραγματικό και αποδεδειγμένο κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως τον οποίο διατρέχει αιτών άσυλο με το πρόσχημα ότι ο κίνδυνος αυτός δεν προκύπτει από συστημικές ελλείψεις [...] είναι προδήλως αντίθετη προς τον απόλυτο χαρακτήρα της […] απαγορεύσεως [του άρθρου 4 του Χάρτη]» (59).

91.      Το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει τη συλλογιστική αυτή στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Πράγματι, στην απόφασή του OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), η οποία αφορούσε πρόσωπο που έπασχε από ιδιαιτέρως σοβαρή ασθένεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA πρέπει να θεωρείται ότι έχει «παύσει» όταν ο οργανισμός αυτός δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει σε πρόσωπο με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά την πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη και θεραπευτική αγωγή χωρίς τις οποίες το οικείο πρόσωπο διατρέχει πραγματικό κίνδυνο επικείμενου θανάτου ή έκθεσης σε σοβαρή, ραγδαία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ή σε σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του (60).

92.      Σε περιπτώσεις όπως εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), οι γενικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν σε τμήμα της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA δεν ήταν αφ’ εαυτών τόσο σοβαρές ώστε να στοιχειοθετούν μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη για τους πάντες, ούτε καν για συγκεκριμένη ομάδα προσώπων. Ωστόσο, ο αιτών είχε τη δυνατότητα να προβάλει ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις οι οποίες τον καθιστούσαν ιδιαιτέρως ευάλωτο, με αποτέλεσμα οι εν λόγω γενικές συνθήκες διαβίωσης να καθίστανται, ειδικά για τον ίδιο, αφόρητες και «αναξιοπρεπείς» (και, επομένως, αντίθετες προς την εν λόγω διάταξη).

2.      Παραμένει όμως η ανάγκη εξατομικευμένης εκτίμησης κατά περίπτωση

93.      Μόλις εξήγησα αναλυτικά, στις προηγούμενες ενότητες, τρεις πιθανές περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να θεωρείται ότι έχει «παύσει» η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA λόγω της αδυναμίας του οργανισμού αυτού να διασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για τους ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής που έτυχαν της προστασίας ή της συνδρομής του, μεριμνώντας, κατ’ ουσίαν, για την ικανοποίηση των στοιχειωδών τους αναγκών, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση.

94.      Κατά τη γνώμη μου, η σχετική βαρύτητα που θα πρέπει να αποδίδεται, αφενός μεν, στις γενικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA ή σε μέρος αυτής, αφετέρου δε, στις προσωπικές περιστάσεις του ενδιαφερομένου, διαφοροποιείται αναλόγως του για ποια από τις τρεις αυτές περιπτώσεις πρόκειται. Στις δύο πρώτες, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω γενικές συνθήκες διαβίωσης είναι «αναξιοπρεπείς» προσωπικά για τον ενδιαφερόμενο, επειδή είναι τόσο δυσμενείς ώστε να μπορούν να θεωρηθούν «αναξιοπρεπείς» και, επομένως, αντίθετες προς το άρθρο 4 του Χάρτη, είτε γενικώς για τους πάντες είτε για κάποια ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα προσώπων στην οποία ανήκει ο ενδιαφερόμενος. Στην τρίτη περίπτωση, ωστόσο, θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει ότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης είναι «αναξιοπρεπείς» για τον ίδιο προσωπικά, προβάλλοντας είτε την ιδιαιτέρως ευάλωτη κατάστασή του είτε άλλες ειδικές περιστάσεις που τον αφορούν.

95.      Επισημαίνω περαιτέρω τα εξής. Εντούτοις, και μολονότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν σε μέρος της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA αποτελούν πάντοτε κρίσιμο στοιχείο κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν έχει «παύσει» η προστασία ή η συνδρομή του οργανισμού αυτού κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, θα πρέπει ωστόσο να λαμβάνονται υπόψη αυστηρά και μόνον στο πλαίσιο εξατομικευμένης εκτίμησης. Για την ακρίβεια, το Δικαστήριο είχε τονίσει την ανάγκη αυτή ήδη στην απόφασή του Abed El Karem El Kott κ.λπ.  (61). Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση που οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξετάζουν αν ένα πρόσωπο δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να τυγχάνει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA για λόγους που εκφεύγουν του ελέγχου του και είναι ανεξάρτητοι της βουλήσεώς του, θα πρέπει να προβαίνουν σε εξατομικευμένη εκτίμηση όλων των κρίσιμων στοιχείων.

96.      Υπό το πρίσμα της ανωτέρω νομολογίας, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι γενικού χαρακτήρα στοιχεία τα οποία αφορούν τις γενικές συνθήκες διαβίωσης στην οικεία ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA ή σε μέρος αυτής (εν προκειμένω στη Λωρίδα της Γάζας) πρέπει πάντοτε να εντάσσονται στο πλαίσιο μιας εξατομικευμένης εκτίμησης. Ακόμη και στην πρώτη από τις προαναφερθείσες τρεις περιπτώσεις, το καθεστώς του πρόσφυγα δεν χορηγείται αυτομάτως στους πάντες. Όπως ανέφερα ήδη στο σημείο 83 των παρουσών προτάσεων, ο ενδιαφερόμενος πρέπει οπωσδήποτε να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος αυτού, απαιτείται δε εξατομικευμένη εκτίμηση προκειμένου να διαπιστωθεί όχι μόνον ότι ο αιτών έχει πράγματι τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA στην οικεία περιοχή (ή σε μέρος αυτής), αλλά και ότι, κατά τον χρόνο της εκτιμήσεως αυτής, οι γενικές συνθήκες διαβίωσης στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή μπορούν να θεωρηθούν «αναξιοπρεπείς» ουσιαστικά για οποιονδήποτε, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή, ο αιτών θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε απειλή, αντίθετο προς το άρθρο 4 του Χάρτη, απλώς και μόνον λόγω της παρουσίας του στη συγκεκριμένη περιοχή και χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει ότι θα εκτίθετο στον κίνδυνο αυτό για λόγους που τον αφορούν ειδικά.

97.      Θα πρέπει οπωσδήποτε να τονιστεί η ανάγκη μιας τέτοιας εξατομικευμένης εκτίμησης. Αν δεν υπήρχε αυτή η απαίτηση, τότε το σύστημα που έχει καθιερωθεί με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 θα καθίστατο, από μια άποψη, ισοδύναμο με εκείνο της οδηγίας 2001/55/ΕΕ (62), διά του οποίου παρέχεται προσωρινή προστασία (μια διαφορετική μορφή προστασίας, λιγότερο εκτεταμένη από την προστασία που παρέχει το καθεστώς του πρόσφυγα ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας) σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων, χωρίς να απαιτείται από αυτούς να υποβάλουν ατομική αίτηση και, ως εκ τούτου, να υποβληθούν σε εξατομικευμένη εκτίμηση. Η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας επιφυλάσσεται αποκλειστικά για συγκεκριμένες, πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, και μόνον κατόπιν επίσημης απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η απόφαση που εκδόθηκε όσον αφορά τα πρόσωπα που διέμεναν στην Ουκρανία και εκτοπίστηκαν στις 24 Φεβρουαρίου 2022 ή αργότερα συνεπεία της εισβολής των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων) (63). Κατά τη γνώμη μου, ο μηχανισμός που καθιερώνει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 δεν μπορεί να υποκαταστήσει εκείνον της οδηγίας 2001/55.

98.      Υπενθυμίζω, επιπλέον, ότι, όπως εξήγησα στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, προτού προβούν στη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν επίσης να εξακριβώσουν, σε κάθε περίπτωση, ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου κάποιος άλλος λόγος αποκλεισμού από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, στο άρθρο 12, παράγραφος 2, και στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας (64). Οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, ότι το καθεστώς πρόσφυγα δεν χορηγείται σε ανιθαγενή παλαιστινιακής καταγωγής (ακόμη και αν έχει τύχει της προστασίας ή συνδρομής της UNRWA) αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι έχει διαπράξει συγκεκριμένα εγκλήματα (εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα εκτός της χώρας ασύλου ή άλλες πράξεις που αντιβαίνουν προς τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών) ή ότι υπήρξε ηθικός αυτουργός των εγκλημάτων αυτών ή συμμετείχε άλλως στη διάπραξή τους. Στα εγκλήματα αυτά θα πρέπει να νοηθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι περιλαμβάνεται και η διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών, καθώς και κάθε μορφή συμμετοχής ή ηθικής αυτουργίας στη διάπραξη τέτοιων ενεργειών (με πλέον πρόσφατο παράδειγμα τις ενέργειες που διέπραξε η Χαμάς κατά του Ισραήλ).

99.      Επομένως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το γεγονός ότι οι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής δικαιούνται αυτοδικαίως των ευεργετημάτων της οδηγίας 2011/95 κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας, εφόσον έχει παύσει η προστασία ή συνδρομή της UNRWA, δεν συνεπάγεται ανεπιφύλακτο δικαίωμα των προσώπων αυτών να τους χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα (65).

Γ.      Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος: η σχέση μεταξύ του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 και των διατάξεων περί επικουρικής προστασίας

100. Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα –ο σκοπός και η σημασία του οποίου είναι, ομολογουμένως, μάλλον δυσνόητα εκ πρώτης όψεως– αφορά τη σχέση μεταξύ του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 (διάταξης που παρέχει, υπό προϋποθέσεις, στους ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής το δικαίωμα αυτοδίκαιης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα) και των διατάξεων της ίδιας οδηγίας περί «επικουρικής προστασίας» –η οποία, όπως έχω επισημάνει στο σημείο 71 των παρουσών προτάσεων, αποτελεί διαφορετική (και λιγότερο εκτεταμένη) (66) μορφή διεθνούς προστασίας από εκείνη που παρέχει το καθεστώς του πρόσφυγα.

101. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, πρώτον, αν η αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει εφαρμογή στην περίπτωση ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής ο οποίος, αν και δεν δικαιούται τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, εντούτοις μπορεί να δικαιούται επικουρική προστασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας. Το δικαίωμα ενός τέτοιου προσώπου στην επικουρική προστασία θα μπορούσε να βασιστεί στο ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, θα περιερχόταν σε κατάσταση «έσχατης υλικής στερήσεως», παρόμοια με εκείνη που περιγράφεται στο σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.

102. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, όταν εξετάζουν αν ένα πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα που απαριθμούνται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο την αρχή της μη επαναπροώθησης, αλλά και τα στοιχεία εκείνα που είναι κρίσιμα για να διαπιστωθεί αν το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται επικουρική προστασία βάσει του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας.

103. Όπως εξήγησα στις προτάσεις μου στην υπόθεση OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (67), το ιδιαίτερο καθεστώς στο οποίο υπάγονται οι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής βάσει της οδηγίας 2011/95 αφορά αποκλειστικώς τη δυνατότητα να τους χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, και όχι επικουρική προστασία (68). Επομένως, τα πρόσωπα αυτά έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για την υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 18 της εν λόγω οδηγίας όπως κάθε άλλος αιτών άσυλο, και δεν αποκλείονται από το καθεστώς αυτό.

104. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να αναγνωριστεί ένα πρόσωπο ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας εκτίθενται λεπτομερώς στα κεφάλαια ΙΙ και V της οδηγίας 2011/95. Επί της ουσίας, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο ενδιαφερόμενος αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Η έννοια της «σοβαρής βλάβης» ορίζεται στο άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, συνίσταται δε σε «θανατική ποινή ή εκτέλεση» (άρθρο 15, στοιχείο αʹ), «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του» (άρθρο 15, στοιχείο βʹ) ή «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας [του αιτούντος] λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης» (άρθρο 15, στοιχείο γʹ).

105. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θεωρώ προφανές ότι η βαρύτητα της βλάβης την οποία θα κινδύνευε να υποστεί ένας ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής σε περίπτωση επιστροφής του στην οικεία ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA κάλλιστα μπορεί να προσεγγίζει τα επίπεδα των περιπτώσεων «σοβαρής βλάβης» που απαριθμούνται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, για παράδειγμα επειδή ισοδυναμεί με «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία» (άρθρο 15, στοιχείο βʹ), ενώ ταυτόχρονα μπορεί να είναι τέτοια ώστε να οδηγεί στη διαπίστωση ότι η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA προς το πρόσωπο αυτό έχει «παύσει», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας. Σε αμφότερα τα νομικά αυτά καθεστώτα (αναγνώρισης της ιδιότητας του «πρόσφυγα» κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ή παροχής «επικουρικής προστασίας» κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, στοιχείο βʹ) είναι δυνατόν, κατ’ ουσίαν, να λαμβάνεται υπόψη βλάβη παρόμοιας βαρύτητας, συγκεκριμένα δε «απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση» αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

106. Επιπλέον, όσον αφορά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, στην απόφαση Elgafaji (69), ότι, μολονότι η ύπαρξη κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις για την παροχή επικουρικής προστασίας συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, υπάρχουν ωστόσο ορισμένες εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει μια ένοπλη σύρραξη μπορεί να είναι τόσο υψηλός, ώστε τα πρόσωπα που ζητούν την παροχή διεθνούς προστασίας να μην απαιτείται να αποδείξουν ότι η απειλή τα αφορά ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς τους. Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει ενστερνιστεί, κατ’ ουσίαν, τη λογική που περιέγραψα στην προηγούμενη ενότητα. Η σχέση μεταξύ της δυνατότητας του αιτούντος να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του και του βαθμού της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται ώστε να αναγνωριστεί ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας είναι αντιστρόφως ανάλογη. Κατά συνέπεια, οι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής που αντιμετωπίζουν αδιακρίτως ασκούμενη βία μπορούν να ζητήσουν προστασία βάσει οποιουδήποτε από τα δύο αυτά νομικά καθεστώτα (είτε εκείνου της αναγνωρίσεως της ιδιότητας του «πρόσφυγα» κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 είτε εκείνου της παροχής «επικουρικής προστασίας» κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας).

107. Ωστόσο, παρά τις μεταξύ τους ομοιότητες, τα δύο αυτά καθεστώτα αποκλείονται αμοιβαίως. Όχι μόνον δεν μπορεί ένα πρόσωπο να απολαμβάνει ταυτοχρόνως τα ευεργετήματα αμφοτέρων, αλλά και η υπαγωγή σε καθένα από τα καθεστώτα αυτά δεν θα πρέπει ποτέ να εξαρτάται από την υπαγωγή στο έτερο. Επομένως, προκειμένου να εξακριβωθεί αν ένα πρόσωπο μπορεί να υπαχθεί αυτοδικαίως στο καθεστώς του πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, παρέλκει η εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών εξέταση του κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις παροχής «επικουρικής προστασίας».

108. Αντιστρόφως, πρόσωπο ως προς το οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προκειμένου να θεωρηθεί ότι έχει «παύσει» η προστασία της UNRWA, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, για παράδειγμα επειδή ο πραγματικός κίνδυνος να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στον οποίο θα εκτίθετο σε περίπτωση επιστροφής του στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA δεν σχετίζεται με την αποστολή του οργανισμού αυτού (70), διατηρεί τη δυνατότητα να ζητήσει –και να λάβει, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις– «επικουρική προστασία».

109. Επιπλέον, αν πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία υποχρεωθεί να επιστρέψει στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA και να αντιμετωπίσει «αναξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης» ή «έσχατη υλική στέρηση», τότε είναι σαφές ότι συντρέχει περίπτωση παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Υπενθυμίζω ότι η εφαρμογή της αρχής αυτής δεν περιορίζεται στους έχοντες δικαίωμα χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα (71). Κατά συνέπεια, η αρχή της μη επαναπροώθησης έχει εφαρμογή –και πρέπει να τηρείται– ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου καθεστώτος (καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος επικουρικής προστασίας) τις προϋποθέσεις του οποίου πληροί ο ενδιαφερόμενος.

V.      Πρόταση

110. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) ως ακολούθως:

(1)      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας,

έχει την έννοια ότι σε περίπτωση κατά την οποία ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής που ζητεί τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 προβάλλει ορισμένα στοιχεία τα οποία έχουν ήδη εξετασθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές κατά τη διαδικασία εξέτασης προηγούμενης αίτησής του, βασιζόμενης σε άλλες διατάξεις της ίδιας οδηγίας, το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει τις εν λόγω αρχές από την υποχρέωση να εξετάσουν εκ νέου τα συγκεκριμένα στοιχεία, στο πλαίσιο του εκ μέρους τους ελέγχου του ζητήματος αν έχει «παύσει» η προστασία ή συνδρομή κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

(2)      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95

έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA ή σε μέρος αυτής να διαπιστώνονται συστημικές ελλείψεις τόσο σοβαρές ώστε να υφίσταται ουσιώδης κίνδυνος για οποιοδήποτε πρόσωπο υποχρεωθεί να επιστρέψει στην περιοχή να περιέλθει σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως η οποία θα το εμπόδιζε να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως είναι η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε την ψυχική ή σωματική υγεία του ή θα το περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και, επομένως, αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη. Σε τέτοια περίπτωση, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι έχει «παύσει» η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, δεν απαιτείται να αποδείξει ο ενδιαφερόμενος ότι οι γενικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν στη συγκεκριμένη περιοχή ή σε μέρος αυτής είναι αναξιοπρεπείς για τον ίδιο προσωπικά, διότι οι γενικές συνθήκες διαβιώσεως μπορούν να θεωρηθούν «αναξιοπρεπείς» ουσιαστικά για οποιονδήποτε. Ωστόσο, το δικαίωμα χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα δεν είναι ανεπιφύλακτο ακόμη και σε τέτοια περίπτωση. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ζητήσει την παροχή διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, εξακολουθεί να απαιτείται εξατομικευμένη εκτίμηση προκειμένου να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, ότι δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, στο άρθρο 12, παράγραφος 2, και στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αξιολόγησης, δεν ασκεί επιρροή το ζήτημα αν ο ενδιαφερόμενος δικαιούται «επικουρική προστασία» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, της ίδιας οδηγίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Βλ. ψήφισμα 302 (IV) της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 8ης Δεκεμβρίου 1949. Σύμφωνα με τις «Ενοποιημένες οδηγίες περί επιλεξιμότητας και εγγραφής» της UNRWA (διαθέσιμες στην ιστοσελίδα: https://www.unrwa.org/sites/default/files/2010011995652.pdf), η προστασία ή η συνδρομή της UNRWA παρέχεται σε πρόσωπα που πληρούν τα «κριτήρια [του εν λόγω οργανισμού] για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες» (δηλαδή, σε κάθε πρόσωπο με συνήθη διαμονή στην Παλαιστίνη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιουνίου 1946 και 15ης Μαΐου 1948 που απώλεσε την εστία και τα υπάρχοντά του λόγω της συρράξεως του 1948, καθώς και στους απογόνους των προσώπων αυτών εκ πατρικής γραμμής, συμπεριλαμβανομένων των νομίμως υιοθετημένων τέκνων), καθώς και σε ορισμένες άλλες κατηγορίες προσώπων που μνημονεύονται ως «άλλα εγγεγραμμένα πρόσωπα». Στο έγγραφο αυτό επισημαίνεται ότι «[ό]λες οι αιτήσεις εγγραφής στην UNRWA εξετάζονται ενδελεχώς από το αρμόδιο για την επιλεξιμότητα και την εγγραφή προσωπικό της UNRWA και [ότι] οι αποφάσεις περί επιλεξιμότητας για την παροχή των υπηρεσιών της UNRWA λαμβάνονται επί εξατομικευμένης βάσεως».


3      Βλ. ψήφισμα αριθ. 77/123 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, της 12ης Δεκεμβρίου 2022.


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


5      Πέραν του ανησυχητικού αριθμού των ανθρώπινων απωλειών μεταξύ του άμαχου πληθυσμού από τις 7 Οκτωβρίου 2023 και εφεξής, έχει αναφερθεί και μεγάλος αριθμός απωλειών μεταξύ των μελών του προσωπικού της UNRWA που δραστηριοποιείται στη συγκεκριμένη περιοχή. Στις 27 Οκτωβρίου 2023, ο António Guterres, Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, δήλωσε ότι «[το] σύστημα ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα αντιμετωπίζει κίνδυνο πλήρους κατάρρευσης, με αδιανόητες συνέπειες για περισσότερους από 2 εκατομμύρια αμάχους» (βλ. «Δήλωση του Γενικού Γραμματέα – σχετικά με την ανθρωπιστική κατάσταση στη Γάζα», διαθέσιμη στον ιστότοπο των Ηνωμένων Εθνών). Απευθυνόμενος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 30 Οκτωβρίου 2023, ο γενικός επίτροπος της UNRWA, Philippe Lazzarini, δήλωσε ότι «[τ]ο υπάρχον σύστημα παροχής βοήθειας προς τη Γάζα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, εκτός εάν υπάρξει πολιτική βούληση για να επιτευχθεί ουσιαστική ροή εφοδιασμού που θα ανταποκρίνεται στις πρωτοφανείς ανθρωπιστικές ανάγκες» (https://www.unrwa.org/newsroom/official-statements/un-security-council-emergency-briefing-situation-middle-east). Στις 7 Δεκεμβρίου 2023, ο P. Lazzarini ενημέρωσε γραπτώς τον Dennis Francis, Πρόεδρο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ότι «η ικανότητα της UNRWA να εκτελέσει στη Γάζα την εντολή την οποία της χορήγησε η Γενική Συνέλευση [ήταν πλέον] ουσιωδώς περιορισμένη, στοιχείο που έχει άμεσες και οδυνηρές συνέπειες όσον αφορά την εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών ανθρωπιστική βοήθεια και τις ζωές των αμάχων στη Γάζα», και ότι η ανθρωπιστική κατάσταση στη συγκεκριμένη περιοχή ήταν «απελπιστική» (https://www.unrwa.org/resources/un-unrwa/letter-unrwa-commissioner-general-philippe-lazzarini-un-general-assembly). Στις 29 Δεκεμβρίου 2023 επισήμανε επίσης ότι «η παροχή ιδιαιτέρως αναγκαίας και επείγουσας βοήθειας εξακολουθεί να είναι ποσοτικώς περιορισμένη και να αντιμετωπίζει προβλήματα διοικητικής μέριμνας» (https://www.unrwa.org/newsroom/official-statements/gaza-strip-unrwa-calls-unimpeded-and-safe-access-deliver-much-needed). Επιπλέον, τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Λωρίδα της Γάζας από τις 7 Οκτωβρίου 2023 και εφεξής έχουν οδηγήσει στην έκδοση σχετικών ψηφισμάτων τόσο από τη Γενική Συνέλευση όσο και από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο των ψηφισμάτων αυτών παρατίθενται στα σημεία 8 έως 11 των παρουσών προτάσεων.


6      Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, αριθ. 2545 (1954), σ. 150], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης).


7      A/RES/ES‑10/21, διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://digitallibrary.un.org/record/4025940?ln=en.


8      S/RES/2712 (2023), διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://unscr.com/en/resolutions/doc/2712.


9      A/RES/ES‑10/22, διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://digitallibrary.un.org/record/4031196?ln=en.


10      S/RES/2720(2023), διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://documents-dds-ny.un.org/doc/UNDOC/GEN/N23/424/87/PDF/N2342487.pdf?OpenElement.


11      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).


12      Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009 (C‑465/07, EU:C:2009:94).


13      ΕΕ 2019, C 390, σ. 108.


14      Διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.refworld.org/docid/6239805f4.html.


15      Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019 (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 92).


16      Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2020, EZ κατά Bundesrepublik Deutschland (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) (C‑238/19, EU:C:2020:945, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      C‑294/22 (EU:C:2023:388, σημεία 19 έως 21). Βλ., επίσης, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2023, OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑294/22, EU:C:2023:733, σκέψεις 30 και 31).


18      Συνεπώς η ρήτρα αυτή δεν καταλαμβάνει τα πρόσωπα που απλώς δικαιούνταν να τύχουν –αλλά δεν έτυχαν πράγματι– προστασίας ή συνδρομής από τον εν λόγω οργανισμό (βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol, C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψη 51).


19      Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 71· στο εξής: απόφαση Abed El Karem El Kott κ.λπ.).


20      Πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston (C‑31/09, EU:C:2010:119, σημεία 41 και 43).


22      Bλ. UNHCR Guidelines on International Protection [Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας για τη Διεθνή Προστασία], αριθ. 13, σημείο 2. Όπως αντιλαμβάνομαι, ακριβώς επειδή οι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής έχουν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες από τη διεθνή κοινότητα, μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να υπάγονται αυτοδικαίως στο καθεστώς του πρόσφυγα βάσει της Σύμβασης της Γενεύης (και της οδηγίας 2011/95), δηλαδή χωρίς να πρέπει να πληρούν τα γενικά κριτήρια για τη χορήγηση του καθεστώτος.


23      Βλ., επίσης, απόφαση Abed El Karem El Kott κ.λπ. (σκέψη 62). Το ζήτημα αυτό δεν έχει μέχρι στιγμής επιλυθεί.


24      Πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2023, OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑294/22, EU:C:2023:733, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Επιπλέον, κατά το άρθρο 40, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί το «νέο στοιχείο» κατά την προηγούμενη διαδικασία.


26      Βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) (C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50), καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αιτήσεως) (C‑216/22, EU:C:2023:646, σημείο 34).


27      Σχετικά με τις δύο περιπτώσεις που εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, βλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova (C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 98), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας) (C-18/20, EU:C:2021:710, σκέψη 23).


28      Συναφώς, η Βουλγαρική Κυβέρνηση παραπέμπει στην απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) (C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50).


29      Δυνάμει της διατάξεως αυτής, μεταγενέστερες αιτήσεις μπορούν να κηρυχθούν απαράδεκτες μόνον εάν δεν προέκυψαν ή δεν υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95. Επίσης, το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας καθιστά σαφές ότι το «νέο στοιχείο» πρέπει να «αυξάν[ει] σημαντικά τις πιθανότητες» χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.


30      Προφανώς, το κατά πόσον ένα «νέο στοιχείο» «αυξάν[ει] σημαντικά τις πιθανότητες» χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς συσχέτιση με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, οπότε ενδέχεται οι αρχές, εν πάση περιπτώσει, να πρέπει να λάβουν υπόψη τους και άλλα στοιχεία κατά το στάδιο εξέτασης του παραδεκτού.


31      Βλ. άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32.


32      Αν κατά την προηγούμενη διαδικασία ασύλου είχε κριθεί ότι κάποιο πραγματικό στοιχείο δεν ήταν κρίσιμο, ενδέχεται οι αρμόδιες εθνικές αρχές να το είχαν απορρίψει χωρίς να εξετάσουν αν τεκμηριωνόταν από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ενδέχεται να πρέπει να επανεξετασθεί αν ευσταθεί το στοιχείο αυτό.


33      Η έννοια της «πράξ[εως] δίωξης» ορίζεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2011/95.


34      Βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2023, OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑294/22, EU:C:2023:733, σκέψεις 34 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, η απλή απουσία από τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, χωρίς καμία ένδειξη ότι ο ενδιαφερόμενος εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη ζώνη αυτήν, ή η εκούσια απόφαση εγκατάλειψής της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παύση της προστασίας ή συνδρομής.


35      Συναφώς, προσθέτω ότι, όπως εξηγώ στις προτάσεις μου στην υπόθεση OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑294/22, EU:C:2023:388, σημείο 40), ο όρος «σοβαρός κίνδυνος» σχετίζεται με το υποστατό του κινδύνου να υλοποιηθούν πράγματι οι σχετικές απειλές για την προσωπική ασφάλεια και να επηρεαστεί η ασφάλεια του προσώπου εάν αυτό παραμείνει στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA. Προκειμένου δε οι απειλές αυτές να θεωρούνται απειλές για την «προσωπική ασφάλεια», θα πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές (με άλλα λόγια, θα πρέπει η υλοποίησή τους να συνεπάγεται σοβαρή βλάβη).


36      Βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Secretary of State for the Home Department (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑349/20, EU:C:2022:151, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland κατά XT (Καθεστώς πρόσφυγα ενός ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑507/19, EU:C:2021:3, σκέψεις 44 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022 (C‑349/20, EU:C:2022:151, σκέψεις 56 και 57). Η απόφαση εκείνη αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12), η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/95. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη ήταν όμοια με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της τελευταίας αυτής οδηγίας.


38      Όπ.π. (σκέψη 58).


39      Βλ. άρθρο 2, στοιχεία αʹ, εʹ και ζʹ, της οδηγίας 2011/95.


40      Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, η έννοια και η εμβέλεια του άρθρου 4 του Χάρτη είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.


41      Πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επισημαίνω ότι ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλεται κατά το άρθρο 1 του Χάρτη. Όπως έχει διευκρινίσει η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak, «κατά το άρθρο 1 του Χάρτη, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου δεν πρέπει να είναι μόνο “σεβαστή”, αλλά “και να προστατεύεται”. Παρόμοια θετική προστατευτική λειτουργία ενυπάρχει και στο άρθρο 4 του Χάρτη» (βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις NS κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:610, σημείο 112).


42      Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), για να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (διάταξης ισοδύναμης με το άρθρο 4 του Χάρτη), η μεταχείριση πρέπει να εμφανίζει έναν ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Ιουνίου 2010, Gäfgen κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2010:0601JUD002297805, § 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη βαρύτητα της βλάβης είναι ίδια με εκείνη που απαιτείται κατά το άρθρο 4 αυτού. Επισημαίνω εν παρόδω ότι το αιτούν δικαστήριο, μνημονεύοντας –στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα– την αρχή της μη επαναπροώθησης, παραπέμπει ρητώς όχι μόνο στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, αλλά και στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν έχει εφαρμογή οσάκις οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξετάζουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, διότι εντάσσεται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας 2011/95 και η εφαρμογή της περιορίζεται στις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού και μόνον, ενώ το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας. Ωστόσο, θεωρώ προφανές ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 αποτελεί απλώς ειδική έκφανση της γενικής αυτής αρχής, την οποία οφείλουν πάντοτε να τηρούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.


44      Ανεξάρτητα από την αιτία της αδυναμίας αυτής της UNRWA.


45      Πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2023, OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑294/22, EU:C:2023:733, σκέψη 45).


46      Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009 (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 43). Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, CF και DN κατά Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής») (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψεις 27 και 28), και, πιο πρόσφατα, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, X κ.λπ. κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Έννοια της σοβαρής βλάβης) (C‑125/22, EU:C:2023:843, σκέψεις 40 και 41).


47      Βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019 (C‑163/17, EU:C:2019:218). Η απόφαση εκείνη αφορούσε το ζήτημα αν το άρθρο 4 του Χάρτη απέκλειε τη μεταφορά αιτούντος άσυλο προς το κράτος μέλος το οποίο ήταν υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του παροχής διεθνούς προστασίας λόγω προβαλλόμενων συστημικών ελλείψεων ως προς τη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής στο εν λόγω κράτος μέλος. Σχετικά με το ίδιο ζήτημα, βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, NS κ.λπ. (C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 81 και 86 έως 94).


48      Βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 85).


49      Όπ.π. (σκέψη 91).


50      Όπ.π. (σκέψεις 92 και 93).


51      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, X κ.λπ. κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Έννοια της σοβαρής βλάβης) (C‑125/22, EU:C:2023:843, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C.K. κ.λπ. (C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 73).


53      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Απριλίου 1978, Tyrer κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1978:0425JUD000585672, § 30).


54      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Νοεμβρίου 2014, Tarakhel κατά Ελβετίας (CE:ECHR:2014:1104JUD00292171, § 99). Συναφώς, το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι τα ανήλικα τέκνα έχουν ιδιαίτερες ανάγκες που συνδέονται, ιδίως, με την ηλικία τους και την έλλειψη ανεξαρτησίας τους, αλλά και με την ιδιότητά τους ως αιτούντων άσυλο.


55      Βλ. άρθρο 20, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, η οποία συγκαταλέγει τα ανήλικα τέκνα μεταξύ των «ευάλωτων προσώπων» (μαζί με τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, τους ηλικιωμένους και τις εγκύους, μεταξύ άλλων). Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι το άρθρο 20, παράγραφος 3, εντάσσεται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας 2011/95. Το κεφάλαιο αυτό, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας» (και στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ), αφορά τις εγγυήσεις που οφείλουν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη υπέρ των προσώπων στα οποία έχει ήδη χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, και όχι πριν από τη χορήγησή του. Εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι αυτό δεν αποκλείει επίκληση της διάταξης αυτής ως ενδεικτικής του γεγονότος ότι οι ανήλικοι αναγνωρίζονται εν γένει ως ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα αιτούντων άσυλο.


56      Βλ., συναφώς, το άρθρο 21 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96).


57      Προσθέτω ότι στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2011/95 διαλαμβάνεται ότι «[τ]ο “μείζον συμφέρον του παιδιού” θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της [εν λόγω] οδηγίας», καθώς και ότι, «[κ]ατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του». Το περιεχόμενο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης αντιστοιχεί σε εκείνο του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, το οποίο πρέπει να τηρείται σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά.


58      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, κατ’ ουσίαν, ότι μια κατάσταση η οποία δεν συνιστά έσχατη υλική στέρηση για τους πάντες μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως για τον αιτούντα που είναι σε θέση να αποδείξει ότι στην περίπτωσή του συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες υποδηλώνουν ότι βρίσκεται σε ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 95). Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ. (C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 73), η οποία αφορούσε αιτούσα άσυλο που αντιμετώπιζε ιδιαιτέρως σοβαρά προβλήματα ψυχιατρικής φύσης, ήτοι επιλόχεια κατάθλιψη και περιοδικές αυτοκτονικές τάσεις. Συναφώς, υπενθυμίζω επίσης ότι το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί, όσον αφορά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ότι η εκτίμηση περί του αν η μεταχείριση που υπέστη, ή που κινδυνεύει να υποστεί, ένα πρόσωπο εμφανίζει τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας εξαρτάται «από το σύνολο των συνθηκών της εκάστοτε περιπτώσεως, ιδίως τη διάρκεια της μεταχείρισης και τον σωματικό και ψυχολογικό της αντίκτυπο, σε ορισμένες δε περιπτώσεις το φύλο, την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του θύματος» (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Νοεμβρίου 2014, Tarakhel κατά Ελβετίας, CE:ECHR:2014:1104JUD002921712, § 118).


59      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση Jawo (C‑163/17, EU:C:2018:613, σημείο 86).


60      Βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2023, OFPRA (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑294/22, EU:C:2023:733, σκέψεις 46 και 48 και το διατακτικό).


61      Βλ. σκέψη 64 της απόφασης εκείνης.


62      Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων (ΕΕ 2001, L 212, σ. 12).


63      Βλ. εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/382 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2022, που διαπιστώνει την ύπαρξη μαζικής εισροής εκτοπισθέντων από την Ουκρανία κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/55/ΕΚ και έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή προσωρινής προστασίας (ΕΕ 2022, L 71, σ. 1).


64      Πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


65      Βλ. απόφαση Abed El Karem El Kott κ.λπ. (σκέψη 75).


66      Για παράδειγμα, η άδεια διαμονής που χορηγείται στην περίπτωση αυτή μπορεί να έχει συντομότερη ισχύ (βλ. άρθρο 24 της οδηγίας 2011/95). Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θέτουν περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην κοινωνική αρωγή (βλ. άρθρο 29 της ίδιας οδηγίας).


67      C‑294/22 (EU:C:2023:388, σημείο 29).


68      Βλ. απόφαση Abed El Karem El Kott κ.λπ. (σκέψη 68).


69      Βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009 (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψεις 36, 37 και 39).


70      Όπως εξηγώ στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων, η δεύτερη απαίτηση εφαρμογής της ρήτρας υπαγωγής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 είναι η αδυναμία της UNRWA να διασφαλίσει στον ενδιαφερόμενο, εντός της ζώνης επιχειρήσεών της, συνθήκες διαβίωσης οι οποίες συνάδουν προς την αποστολή της. Η αποστολή της UNRWA έγκειται στο να διασφαλίζει «αξιοπρεπείς» συνθήκες διαβίωσης μεριμνώντας για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών των προσώπων που τελούν υπό την προστασία της. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, αν ο ενδιαφερόμενος έχει διαπράξει έγκλημα το οποίο επισύρει τη θανατική ποινή βάσει της ισχύουσας στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA νομοθεσίας, η συγκεκριμένη αυτή βλάβη δεν σχετίζεται με την αποστολή της UNRWA, ωστόσο θα μπορούσε να καταστήσει τον ενδιαφερόμενο δικαιούχο «επικουρικής προστασίας» δυνάμει του άρθρου 15, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.


71      Καθόσον η διάταξη αυτή προβλέπει ότι «[κ]ανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση» (η υπογράμμιση δική μου).