Language of document : ECLI:EU:C:2024:18

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Yποθέσεις C-662/22 έως C-667/22

Airbnb Ireland UC (C-662/22)

Expedia Inc. (C-663/22)

Google Ireland Limited (C-664/22)

Amazon Services Europe Sàrl (C-665/22 και C-667/22)

EG Vacation Rentals Ireland Limited (C-666/22)

κατά

Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni

[αιτήσεις του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio
(διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1150 – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Άρθρο 3 – Τεχνικές προδιαγραφές σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας – Εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης την υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο φορέων παροχής υπηρεσιών επικοινωνίας και πληρωμής οικονομικής εισφοράς»






I.      Εισαγωγή

1.        Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις τις οποίες αφορούν οι παρούσες προτάσεις σχετίζονται με την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1150 (2) και των οδηγιών 2000/31/ΕΚ (3), 2006/123/ΕΚ (4) και (ΕΕ) 2015/1535 (5). Τα ερωτήματα αυτά ανάγονται στην αμφισβήτηση από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης (στο εξής: πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών) της ρύθμισης που θέσπισε η Ιταλική Δημοκρατία, η οποία τους επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο και διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με τη δομή τους και την οικονομική τους κατάσταση.

2.        Τα εν λόγω ερωτήματα παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία, αφενός, να αποφανθεί, για πρώτη φορά, επί της ερμηνείας του κανονισμού 2019/1150 και επί του περιθωρίου χειρισμών που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του.

3.        Αφετέρου, παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διευκρινίσει αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση με την οποία ένα κράτος μέλος εφαρμόζει τις επίμαχες υποχρεώσεις στους φορείς παροχής υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος εγκατάστασής τους. Επισημαίνω, με κίνδυνο να προκαταλάβω τις επόμενες παρατηρήσεις μου, ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 θεσπίζει μηχανισμό ο οποίος δεν επιτρέπει την εφαρμογή των εν λόγω υποχρεώσεων στους παρόχους αυτούς.

4.        Βεβαίως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο μηχανισμός του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 παρέχει ιδιαιτέρως ευρεία προστασία στους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση έναντι των μέτρων που λαμβάνουν κράτη μέλη άλλα από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένοι. Εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης κατά την έκδοση της οδηγίας αυτής, η οποία εντάσσεται στο δικό της ιστορικό πλαίσιο, ήταν να θεσπίσει ένα βασικό καθεστώς το οποίο να προστατεύει ειδικώς την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας εντός της Ένωσης.

5.        Υπό το πρίσμα αυτό, η οδηγία 2000/31 αποσκοπεί στην προσαρμογή των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη λύσεων στις προκλήσεις που θέτει η ανάπτυξη του διαδικτύου. Ταυτοχρόνως, η εν λόγω οδηγία αποτέλεσε σημείο εκκίνησης για την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των επιγραμμικών υπηρεσιών (6). Εάν παρίσταται ανάγκη, ο νομοθέτης μπορεί, ακόμη και πρέπει, να παρέμβει και να εισαγάγει εναρμονισμένες λύσεις προσαρμοσμένες στην κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα (7). Τέτοιες παρεμβάσεις έχουν γίνει κατά την πάροδο των ετών (8) και η Digital Services Act (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) (9) αποτελεί χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα.

6.        Επιπλέον, ο οικονομικός χαρακτήρας των πληροφοριών που πρέπει να παρέχουν οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών βάσει των επίμαχων υποχρεώσεων μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι πληροφορίες αυτές είναι χρήσιμες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης των εν λόγω παρόχων με τις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Ωστόσο, ο μηχανισμός του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 δεν εφαρμόζεται στον φορολογικό τομέα (10). Από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, η νομιμότητα των μέτρων που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (11). Εντούτοις, ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι οι επίμαχες υποχρεώσεις σχετίζονται με την ανάγκη διασφάλισης της εκτέλεσης φορολογικών υποχρεώσεων.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 2019/1150

7.        Το άρθρο 15 του κανονισμού 2019/1150, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιβολή», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.      Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες με τους οποίους θεσπίζουν τα μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος κανονισμού και διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Τα προβλεπόμενα μέτρα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.»

8.        Το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρακολούθηση», προβλέπει τα εξής:

«Η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στις σχέσεις ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες τους και ανάμεσα στις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης και στους χρήστες εταιρικών ιστότοπων. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή συλλέγει σχετικές πληροφορίες και παρακολουθεί τις αλλαγές στις ανωτέρω σχέσεις, μεταξύ άλλων εκπονώντας και σχετικές μελέτες. Τα κράτη μέλη επικουρούν την Επιτροπή παρέχοντας, όποτε τους ζητηθεί, κάθε συλλεγείσα σχετική πληροφορία, μεταξύ άλλων και για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η Επιτροπή δύναται, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 18, να επιδιώξει να συλλέξει πληροφορίες από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.»

2.      Η οδηγία 2015/1535

9.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

β)      “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

[...]

ε)      “κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες”: απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο στοιχείο β) και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες που ορίζονται στο ίδιο σημείο.

[...]

στ)      “τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 7, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

[...]»

10.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.»

11.      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Τα άρθρα 5 και 6 δεν εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών ή στις εκούσιες συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη μέλη:

α)      συμμορφώνονται προς τις πράξεις δεσμευτικού χαρακτήρα της Ένωσης που έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση τεχνικών προδιαγραφών ή κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες·

[...]».

3.      Η οδηγία 2000/31

12.      Η οδηγία 2000/31 ορίζει, στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, την έννοια των «υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας» παραπέμποντας στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 (12).

13.      Κατά τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31, ως «συντονισμένος τομέας» νοούνται «οι προϋποθέσεις που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών προκειμένου για φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για γενικές διατάξεις ή για διατάξεις σχεδιασμένες ειδικά για τον τομέα αυτό».

14.      Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εσωτερική αγορά», έχει ως εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του οι οποίες εμπίπτουν στο συντονισμένο τομέα.

2.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα.

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)      τα μέτρα πρέπει:

i) να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

–        δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,

[...]

ii) να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·

iii) να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς·

β)      πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, το κράτος μέλος:

–        έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,

–        έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα.

5.      Τα κράτη μέλη μπορούν, σε έκτακτες περιπτώσεις, να παρεκκλίνουν από τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο β). Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος κρίνει ότι πρόκειται για επείγουσα κατάσταση.

6.      Με την επιφύλαξη της δυνατότητας του κράτους μέλους να λάβει τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τη συμβατότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων προς το κοινοτικό δίκαιο το ταχύτερο δυνατό. Εάν συμπεράνει ότι το μέτρο δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή ζητεί από το εν λόγω κράτος μέλος να μη λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα ή να τερματίσει επειγόντως τα ληφθέντα μέτρα.»

4.      Η οδηγία 2006/123

15.      Το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη σέβονται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εδρεύουν.

[...]

Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από απαιτήσεις που δεν τηρούν τις ακόλουθες αρχές:

α)      μη εισαγωγή διακρίσεων: οι απαιτήσεις δεν πρέπει να εισάγουν, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, ανάλογα με το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν·

β)      αναγκαιότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος·

γ)      αναλογικότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου.

2.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε πάροχο ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, επιβάλλοντας οποιαδήποτε από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

[...]

β)      την υποχρέωση για τον πάροχο να εξασφαλίζει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής σε μητρώο [...]·

[...]».

Β.      Το ιταλικό δίκαιο

16.      Στην ιταλική έννομη τάξη, τα μέτρα που αποσκοπούν στην εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150 –ήτοι, ειδικότερα, η απόφαση αριθ. 14/2021 (13) και η απόφαση αριθ. 200/2021 (14), και πιθανώς η απόφαση αριθ. 161/2021 (15)– θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 1, παράγραφοι 515 έως 517, του legge n. 178 – Bilancio di previsione dello Stato per l’anno finanziario 2021 e bilancio pluriennale per il triennio 2021-2023 (νόμου 178 περί κρατικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2021 και περί πολυετούς προϋπολογισμού για την τριετία 2021-2023, της 30ής Δεκεμβρίου 2020) (16) (στο εξής: νόμος 178/2020), ο οποίος τροποποίησε τον legge n. 249 – «Istituzione dell'Autorita’ per le garanzie nelle comunicazioni e norme sui sistemi delle telecomunicazioni e radiotelevisivo» (νόμο 249 περί ίδρυσης της ρυθμιστικής αρχής επικοινωνιών και περί κανόνων για τα συστήματα τηλεπικοινωνιών και ραδιοτηλεόρασης, της 31ης Ιουλίου 1997) (17) (στο εξής: νόμος 249/1197), ο οποίος είχε θεσπίσει την AGCOM.

1.      Ο νόμος 249/1997 και οι τροποποιήσεις του με τον νόμο 178/2020, καθώς και με την απόφαση αριθ. 666/2008 και τις τροποποιήσεις της με την απόφαση αριθ. 200/2021 (18)

17.      Το άρθρο 1, παράγραφος 6, του νόμου 249/1997 τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 515, του νόμου 178/2020, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Με σκοπό την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, ιδίως μέσω της έκδοσης κατευθυντήριων γραμμών, της προώθησης κωδίκων δεοντολογίας και της συλλογής σχετικών πληροφοριών, το άρθρο 1 του νόμου [249/1997] τροποποιείται ως εξής:

a)      στην παράγραφο 6:

[...]

2)      στοιχείο c), [...] προστίθεται το ακόλουθο [κείμενο]:

“14-bis [το συμβούλιο της AGCOM] διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], ιδίως με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, την προώθηση κωδίκων δεοντολογίας και τη συλλογή σχετικών πληροφοριών”·

[...]»

18.      Οι διατάξεις του νόμου 178/2020 επέβαλαν ορισμένες υποχρεώσεις στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών που προσφέρουν υπηρεσίες στην Ιταλία, ακόμη και αν δεν είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, ήτοι, μεταξύ άλλων, πρώτον, την υποχρέωση εγγραφής στο registro degli operatori di comunicazione (μητρώο φορέων παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών, στο εξής: ROC) και, δεύτερον, την υποχρέωση καταβολής ετήσιας εισφοράς στην AGCOM.

19.      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την υποχρέωση εγγραφής στο ROC, στις 26 Νοεμβρίου 2008, η AGCOM εξέδωσε την delibera n. 666/08/CONS, Regolamento per l’organizzazione e la tenuta del [ROC] (απόφαση αριθ. 666/08/CONS περί κανονισμού για την οργάνωση και την τήρηση του [ROC]) (19) (στο εξής: απόφαση αριθ. 666/2008). Το άρθρο 2 του παραρτήματος A της απόφασης αριθ. 666/2008 απαριθμεί τις κατηγορίες των οντοτήτων που υποχρεούνται να εγγραφούν στο ROC.

20.      Στις 17 Ιουνίου 2021, η AGCOM εξέδωσε την απόφαση αριθ. 200/2021. Με την απόφαση αυτή, η AGCOM τροποποίησε το παράρτημα A της απόφασης αριθ. 666/2008, περιλαμβάνοντας στον κατάλογο των κατηγοριών των οντοτήτων που υποχρεούνται να εγγραφούν στο ROC τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στον κανονισμό 2019/1150, οι οποίοι, μολονότι δεν είναι εγκατεστημένοι και δεν διαμένουν στην εθνική επικράτεια, παρέχουν ή προσφέρουν την παροχή τέτοιων υπηρεσιών στους επιχειρηματικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν στην Ιταλία. Η AGCOM τροποποίησε επίσης το παράρτημα B της απόφασης αριθ. 666/2008, επεκτείνοντας στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών την υποχρέωση να υποβάλλουν, κατά την υποβολή της αίτησης εγγραφής τους στο ROC, δηλώσεις σχετικά με την εταιρική δομή τους και την ασκούμενη δραστηριότητα, καθώς και την υποχρέωση υποβολής μεταγενέστερων ετήσιων δηλώσεων.

21.      Η απόφαση αριθ. 666/2008 προβλέπει ότι η εγγραφή στο ROC υπόκειται σε απαιτήσεις σχετικές με τη διαδικασία και τις κοινοποιήσεις. Συγκεκριμένα, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών οφείλουν, μεταξύ άλλων, να συλλέγουν και εν συνεχεία να κοινοποιούν στην AGCOM μια σειρά πληροφοριών σχετικά με την εταιρική δομή τους, να γνωστοποιούν στην AGCOM, εντός αυστηρών προθεσμιών (30 ημερών), κάθε μεταβολή ελέγχου και ιδιοκτησιακού καθεστώτος, ή ακόμη κάθε μεταβίβαση του 10 % ή περισσότερο (ή του 2 % στην περίπτωση των εισηγμένων εταιριών) των μετοχών τους (20), να παρέχουν στην AGCOM ετήσιες κοινοποιήσεις και να την κρατούν συνεχώς ενήμερη για κάθε τροποποίηση των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν (21). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εκτίμησή του, δεν επιτρέπεται στις εταιρίες που έχουν εγγραφεί στο ROC «να αποκομίζουν, άμεσα ή μέσω άλλων οντοτήτων που ελέγχουν ή με τις οποίες συνδέονται [...] έσοδα τα οποία υπερβαίνουν το 20% των συνολικών εσόδων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος επικοινωνιών» (22).

22.      Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις αυτές υπόκεινται σε κυρώσεις τις οποίες το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει ως «σημαντικές». Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες συναφώς, επισημαίνεται ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1, παράγραφοι 29 έως 32, του νόμου 249/1997 (23). Οι εν λόγω κυρώσεις περιλαμβάνουν πρόστιμα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την αναστολή των δραστηριοτήτων του παρόχου στην Ιταλία, ή ακόμη και ποινικές κυρώσεις. Η AGCOM μπορεί επίσης να διατάξει την αυτεπάγγελτη εγγραφή ενός παρόχου στο ROC.

23.      Δεύτερον, όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής ετήσιας εισφοράς στην AGCOM, το άρθρο 1, παράγραφος 517, του νόμου 178/2020 προβλέπει, «για την κάλυψη του συνολικού ποσού των διοικητικών δαπανών που ανακύπτουν κατά την άσκηση των καθηκόντων ρύθμισης, εποπτείας, επίλυσης διαφορών και επιβολής κυρώσεων, που ανατίθενται στην [AGCOM] από τον νόμο στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 515», την προσθήκη, στο άρθρο 1 του legge n. 266 – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge finanziaria 2006) [νόμου αριθ. 266, της 23ης Δεκεμβρίου 2005, περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (δημοσιονομικού νόμου του 2006)] (24) (στο εξής: νόμος 266/2005), της ακόλουθης παραγράφου: «66bis. Στο πλαίσιο της πρώτης εφαρμογής, για το έτος 2021, το ποσό της εισφοράς που βαρύνει τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, στοιχείο a, σημείο 5, του νόμου αριθ. 249/1997 καθορίζεται σε 1,5 τοις χιλίοις επί των εσόδων που πραγματοποιήθηκαν στην ημεδαπή, ακόμη και αν καταχωρίστηκαν στους ισολογισμούς των εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, και τα οποία συνδέονται με την αξία της παραγωγής που αναγράφεται στον ισολογισμό της προηγούμενης χρήσης, ή, για τις οντότητες που δεν υποχρεούνται να καταρτίσουν τον ισολογισμό αυτόν, με αντίστοιχα στοιχεία άλλων λογιστικών εγγραφών που πιστοποιούν τη συνολική αξία της παραγωγής. Για κάθε επόμενο έτος, τυχόν μεταβολή του ύψους και των όρων της εισφοράς θα αποφασίζονται από την [AGCOM] σύμφωνα με την παράγραφο 65, με ανώτατο όριο το 2 τοις χιλίοις επί των εσόδων που αποτιμώνται σύμφωνα με την προηγούμενη περίοδο.»

2.      Η απόφαση του προέδρου της AGCOM αριθ. 14/2021

24.      Με την απόφαση αριθ. 14/2021 (25) διευκρινίστηκαν το ύψος και οι όροι καταβολής, από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών, της εισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 66bis, του νόμου 266/2005.

3.      Η απόφαση αριθ. 397/2013 και οι τροποποιήσεις της με την απόφαση αριθ. 161/2021

25.      Στις 25 Ιουνίου 2013, η AGCOM εξέδωσε την delibera n. 397/13/CONS, Informativa economica di sistema (απόφαση αριθ. 397/13/CONS, περί οικονομικής αναφοράς συστήματος) (στο εξής: απόφαση αριθ. 397/2013). Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της απόφασης αυτής απαριθμεί τις κατηγορίες προσώπων που υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην AGCOM έγγραφο με τίτλο «Informativa economica di sistema» (οικονομική αναφορά συστήματος) (στο εξής: IES).

26.      Με την απόφαση αριθ. 161/2021 (26), η AGCOM επεξέτεινε στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών την υποχρέωση να της κοινοποιούν την IES όταν δραστηριοποιούνται στην ιταλική επικράτεια, επικαλούμενη την ανάγκη να «συλλέγονται σε ετήσια βάση σχετικές πληροφορίες και να λαμβάνονται μέτρα για τη διασφάλιση της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του [κανονισμού 2019/1150]» καθώς και την «άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στην [AGCOM] με τον [νόμο 178/2020]».

27.      Κατά την απόφαση αυτή, η IES είναι «ετήσια αναφορά την οποία πρέπει να υποβάλλουν οι φορείς παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών και η οποία αφορά τα προσωπικά και οικονομικά δεδομένα σχετικά με την ασκούμενη από τις οικείες οντότητες δραστηριότητα, με σκοπό τη συλλογή των στοιχείων που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση συγκεκριμένων νομικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η αποτίμηση του ολοκληρωμένου συστήματος επικοινωνιών (SIC) και ο έλεγχος των κατώτατων ορίων συγκέντρωσης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, οι αναλύσεις της αγοράς και ενδεχόμενων δεσποζουσών θέσεων ή, εν πάση περιπτώσει, των επιζήμιων για την πολυφωνία, η ετήσια έκθεση και οι έρευνες, καθώς και με σκοπό την επικαιροποίηση της στατιστικής βάσης των φορέων παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών».

28.      Στην πράξη, η εν λόγω απόφαση επιβάλλει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών την υποχρέωση να διαβιβάζουν σημαντικές και ακριβείς πληροφορίες εγγενείς στην οικονομική τους κατάσταση. Ενδεικτικώς, οι οντότητες που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε ιστότοπο διαδικτυακών πωλήσεων πρέπει να αναφέρουν τα συνολικά έσοδα από τον εν λόγω ιστότοπο, τα τέλη συνδρομής και τα πάγια τέλη (εγγραφής, σύνδεσης, συνδρομής, κ.λπ.) για τη χρήση της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων από χρήστες εγκατεστημένους στην Ιταλία για την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στους καταναλωτές, καθώς και τις πάγιες και μεταβλητές προμήθειες επί των πωλήσεων (ή το καθαρό ποσό των πωλήσεων) που πραγματοποιούνται μέσω της συγκεκριμένης πλατφόρμας.

29.      Η παράλειψη διαβίβασης της IES ή η κοινοποίηση ανακριβών δεδομένων συνεπάγεται την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 29 και 30, του νόμου 249/1997.

III. Τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22

30.      Η Airbnb Ireland UC (στο εξής: Airbnb), η οποία εδρεύει στην Ιρλανδία, διαχειρίζεται την ομώνυμη διαδικτυακή πύλη κτηματομεσιτικής διαμεσολάβησης μέσω της οποίας μπορούν να έρχονται σε επαφή, αφενός, εκμισθωτές που διαθέτουν ορισμένο κατάλυμα προς μίσθωση και, αφετέρου, πρόσωπα που αναζητούν τέτοιου είδους κατάλυμα, και η οποία εισπράττει από τον πελάτη το ποσό για τη διάθεση του καταλύματος πριν από την έναρξη της μίσθωσης και διαβιβάζει το ποσό αυτό στον εκμισθωτή μετά την έναρξη της μίσθωσης, εφόσον δεν υπάρξει οιαδήποτε αμφισβήτηση εκ μέρους του μισθωτή.

31.      Η Amazon Services Europe Sàrl (στο εξής: Amazon), η οποία εδρεύει στο Λουξεμβούργο, διαχειρίζεται διαδικτυακή πλατφόρμα μέσω της οποίας φέρνει σε επαφή τρίτους πωλητές με καταναλωτές, ώστε να μπορούν να διενεργούνται μεταξύ τους συναλλαγές με αντικείμενο την πώληση αγαθών.

32.      Οι τροποποιήσεις του εθνικού νομικού πλαισίου που επήλθαν με τον νόμο 178/2020 και τις αποφάσεις αριθ. 200/2021 και αριθ. 14/2021 είχαν ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στην Airbnb και στην Amazon, υπό την ιδιότητά τους ως παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, η υποχρέωση εγγραφής στο ROC και, ως εκ τούτου, κοινοποίησης μιας σειράς πληροφοριών στην AGCOM, καθώς και η καταβολή οικονομικής εισφοράς στην τελευταία.

33.      Αμφότερες η Airbnb και η Amazon άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των αποφάσεων αριθ. 200/2021 και αριθ. 14/2021. Οι ως άνω εταιρίες υποστηρίζουν ότι ο νόμος 178/2020 και οι εν λόγω αποφάσεις αντιβαίνουν στον κανονισμό 2019/1150 καθώς και στις οδηγίες 2000/31, 2006/123 και 2015/1535.

34.      Συναφώς, πρώτον, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, αφενός, το άρθρο 15 του κανονισμού 2019/1150 αναθέτει στα κράτη μέλη την αποστολή να μεριμνούν για την «κατάλληλη» και «αποτελεσματική» εφαρμογή του. Επιπλέον, τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες με τους οποίους θεσπίζουν τα μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασης του εν λόγω κανονισμού και διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Αφετέρου, το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού προσθέτει ότι η Επιτροπή παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο του κανονισμού αυτού, συλλέγει σχετικές πληροφορίες και παρακολουθεί τις αλλαγές στις σχέσεις ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες τους και ανάμεσα στις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης και στους χρήστες εταιρικών ιστότοπων, μεταξύ άλλων εκπονώντας και σχετικές μελέτες.

35.      Μολονότι, κατά τον εθνικό νομοθέτη, η υποχρέωση εγγραφής στο ROC αποτελεί εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί στην ενημέρωση της AGCOM, κυρίως, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τη διοικητική οργάνωση των οντοτήτων που υπόκεινται σε αυτήν, χωρίς να παρέχει την παραμικρή ένδειξη ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός 2019/1150 ούτε ως προς τη διαφάνεια και τον δίκαιο χαρακτήρα των σχέσεων με τους επιχειρηματικούς χρήστες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εθνικός νομοθέτης θεσπίζει έναν έλεγχο εντελώς διαφορετικό και αντίθετο προς εκείνον που προβλέπεται για την εφαρμογή του ως άνω κανονισμού, ο οποίος είναι απρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος έλεγχος δεν αφορά την αποτελεσματική τήρηση από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών των υποχρεώσεων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός για τη διασφάλιση της διαφάνειας και του δίκαιου χαρακτήρα των συμβατικών σχέσεων με τους επιχειρηματικούς χρήστες, αλλά τα εγγενή υποκειμενικά στοιχεία των παρόχων αυτών.

36.      Δεύτερον, αφενός, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι διατάξεις σχετικά με την εγγραφή στο ROC εισάγουν ειδικώς μια γενική απαίτηση για την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και ότι, επομένως, έπρεπε να ανακοινωθούν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που προβλέπει η οδηγία 2015/1535. Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, τα επίμαχα εθνικά μέτρα φαίνεται ότι μπορούν να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών ενός παρόχου της κοινωνίας της πληροφορίας εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, το ως άνω δικαστήριο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα μέτρα αυτά να έπρεπε να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, σύμφωνα με την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31.

37.      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, όπως αυτή ορίζεται στις οδηγίες 2000/31 και 2006/123, και εκτιμά ότι η υποχρέωση εγγραφής στο ROC μπορεί να συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

38.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των λύσεων που προβλέπει η οδηγία 2000/31 για τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, η υποχρέωση εγγραφής στο ROC την οποία προβλέπουν ο νόμος 178/2020 και η απόφαση αριθ. 200/2021, καθώς και η επιβολή οικονομικής εισφοράς, ενδέχεται να συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, στο μέτρο που επιβάλλονται από κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος των υπηρεσιών.

39.      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πάντοτε στο πλαίσιο της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ότι η οδηγία 2006/123 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από πάροχο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος. Παραπέμποντας στην απόφαση Schnitzer (27), παρατηρεί ότι η επιβολή στον ως άνω πάροχο υποχρεώσεων εγγραφής στο ROC και καταβολής οικονομικής εισφοράς ενδέχεται να συνιστά παραβίαση της αρχής αυτής, στο μέτρο που οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις συνεπάγονται οικονομικές και διοικητικές επιβαρύνσεις που μπορούν να παρακωλύσουν τη λειτουργία της κοινής αγοράς και να καθυστερήσουν, να περιπλέξουν ή να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή υπηρεσιών εντός του κράτους μέλους υποδοχής.

40.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου), με διατάξεις της 10ης Οκτωβρίου 2022, οι οποίες περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 και 21 Οκτωβρίου 2022, αντιστοίχως, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθεται ο [κανονισμός 2019/1150] σε εθνική διάταξη η οποία, με σκοπό την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, μεταξύ άλλων, μέσω της έκδοσης κατευθυντήριων γραμμών, της προώθησης κωδίκων δεοντολογίας και της συλλογής σχετικών πληροφοριών, επιβάλλει στους [παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών] την υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο, η οποία συνεπάγεται τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή τους και την καταβολή οικονομικής εισφοράς, πέραν της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσής της;

2)      Επιβάλλει η [οδηγία 2015/1535] στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα με τα οποία προβλέπεται για τους [παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών] η επιβολή της υποχρέωσης εγγραφής σε μητρώο, η οποία συνεπάγεται τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή τους και την καταβολή οικονομικής εισφοράς, πέραν της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσής της; Σε καταφατική περίπτωση, επιτρέπει η οδηγία [αυτή] σε ιδιώτη να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή των μέτρων που δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή;

3)      Απαγορεύει το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 σε εθνικές αρχές να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, με σκοπό την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, μεταξύ άλλων, μέσω της έκδοσης κατευθυντήριων γραμμών, της προώθησης κωδίκων δεοντολογίας και της συλλογής σχετικών πληροφοριών, προβλέπουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα, όπως την εγγραφή σε μητρώο, η οποία συνεπάγεται τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή τους και την καταβολή οικονομικής εισφοράς, πέραν της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσής της;

4)      Απαγορεύουν η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123 σε εθνικές αρχές να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, με σκοπό την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, μεταξύ άλλων, μέσω της έκδοσης κατευθυντήριων γραμμών, της προώθησης κωδίκων δεοντολογίας και της συλλογής σχετικών πληροφοριών, προβλέπουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα, όπως την εγγραφή σε μητρώο, η οποία συνεπάγεται τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή τους και την καταβολή οικονομικής εισφοράς, πέραν της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσής της;

5)      Επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/31 στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα με τα οποία προβλέπεται για τους [παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών] η επιβολή της υποχρέωσης εγγραφής σε μητρώο, η οποία συνεπάγεται τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή τους και την καταβολή οικονομικής εισφοράς, πέραν της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσής της; Σε καταφατική περίπτωση, επιτρέπει η οδηγία [αυτή] σε ιδιώτη να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή των μέτρων που δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή;»

Β.      Οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22

41.      Η Google Ireland Limited (στο εξής: Google), η οποία εδρεύει στην Ιρλανδία, παρέχει επιγραμμικές υπηρεσίες διαφήμισης και εκμεταλλεύεται την ομώνυμη μηχανή αναζήτησης σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).

42.      Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2019, η AGCOM προέβη στην αυτεπάγγελτη εγγραφή της Google στο ROC, με την αιτιολογία ότι η επιχείρηση αυτή ήταν φορέας παροχής υπηρεσιών πρακτορείας στον τομέα της διαφήμισης στο διαδίκτυο και ότι, μολονότι είχε την έδρα της στην αλλοδαπή, πραγματοποιούσε έσοδα στην Ιταλία.

43.      Κατόπιν της εγγραφής αυτής, με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2020, η AGCOM επέβαλε στην Google την καταβολή οικονομικής εισφοράς στις λειτουργικές δαπάνες της για το έτος 2020.

44.      Η Google προσέβαλε τις εν λόγω αποφάσεις της AGCOM ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου).

45.      Κατόπιν των τροποποιήσεων του εθνικού νομικού πλαισίου που επήλθαν με τον νόμο 178/2020 και με την απόφαση αριθ. 200/2021, οι οποίες θεσπίστηκαν από τον Ιταλό νομοθέτη και την AGCOM, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τον κανονισμό 2019/1150, η Google τροποποίησε τα αιτήματά της ζητώντας επίσης την ακύρωση της ως άνω απόφασης, κατά το μέρος που επεξέτεινε την υποχρέωση εγγραφής στο ROC και στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών.

46.      Η EG Vacation Rentals Ireland Limited (στο εξής: EGVR), η οποία εδρεύει στην Ιρλανδία, διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται μια διαδικτυακή πλατφόρμα καθώς και διάφορα εργαλεία και λειτουργίες διαθέσιμες μέσω της πλατφόρμας αυτή που παρέχουν τη δυνατότητα, αφενός, στους ιδιοκτήτες και διαχειριστές ακινήτων να δημοσιεύουν αγγελίες σχετικά με ακίνητα και, αφετέρου, στους ταξιδιώτες να επιλέγουν τα ακίνητα αυτά καθώς και να αλληλεπιδρούν με τους ως άνω ιδιοκτήτες και διαχειριστές για την εκμίσθωσή τους.

47.      Οι τροποποιήσεις του εθνικού νομικού πλαισίου που μνημονεύονται στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων είχαν ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στην EGVR η υποχρέωση εγγραφής στο ROC και, κατά συνέπεια, η υποχρέωση κοινοποίησης μιας σειράς πληροφοριών στην AGCOM, καθώς και καταβολής οικονομικής εισφοράς στην τελευταία. Η EGVR άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου) με αίτημα την ακύρωση της απόφασης αριθ. 200/2021.

48.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Google και η EGVR υποστήριξαν ότι ο νόμος 178/2020 και η απόφαση αριθ. 200/2021, κατά το μέρος που τους επιβάλλουν τις επίμαχες υποχρεώσεις, αντιβαίνουν στην αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, στον κανονισμό 2019/1150 και σε πλείονες οδηγίες.

49.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει, πρώτον, επικαλούμενο τις οδηγίες 2000/31 και 2006/123, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στα σημεία 37 έως 39 των παρουσών προτάσεων, ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, στην εξασφάλιση της οποίας αποσκοπούν οι οδηγίες αυτές, μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τις επίμαχες στις κύριες δίκες υποχρεώσεις.

50.      Δεύτερον, καθόσον εκτιμά ότι οι διατάξεις σχετικά με την εγγραφή στο ROC εισάγουν μια γενική απαίτηση για την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και ενδέχεται να μπορούν να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών ενός παρόχου της κοινωνίας της πληροφορίας εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι υποχρεώσεις κοινοποίησης που προβλέπονται στις οδηγίες 2000/31 και 2015/1535 έχουν εφαρμογή στα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών μέτρα.

51.      Τρίτον, προβάλλοντας την ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη που παρατίθεται στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι ο κανονισμός 2019/1150 θεσπίζει ένα σύνολο κανόνων ώστε να διασφαλιστεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς. Υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός αυτός προβλέπει, στο άρθρο 15, ότι κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και καθορίζει τα μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασής του, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Επισημαίνει ότι, κατά τον εθνικό νομοθέτη, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις προσφεύγουσες των κύριων δικών δικαιολογούνται από την αποστολή της AGCOM, η οποία συνίσταται στον καθορισμό και τη συλλογή από τους φορείς του τομέα της αγοράς που τελεί υπό την εποπτεία της, των λογιστικών και εξωλογιστικών στοιχείων που θεωρούνται κρίσιμα για την άσκηση των θεσμικών καθηκόντων της. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα αν ο σκοπός αυτός δικαιολογεί την εγγραφή στο ROC καθώς και τις εξ αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις και τις απαγορεύσεις και αν οι υποχρεώσεις και οι απαγορεύσεις που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες των κύριων δικών τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.

52.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου), με διατάξεις της 10ης Οκτωβρίου 2022, οι οποίες περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2022, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποκλείει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εφαρμογή εθνικών διατάξεων, όπως το άρθρο 1, παράγραφοι 515 [έως] 517, του legge n. 178 (νόμου 178) [...], οι οποίες προβλέπουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα, όπως την εγγραφή σε ειδικό μητρώο και την επιβολή οικονομικής εισφοράς; Ειδικότερα, αντιβαίνει η εν λόγω εθνική διάταξη στο άρθρο 3 της [οδηγίας 2000/31] βάσει της οποίας ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας [...] υπόκειται στη νομοθεσία […] του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος;

2)       Αποκλείει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εφαρμογή εθνικών διατάξεων, όπως το άρθρο 1, παράγραφοι 515 [έως] 517, του legge n. 178 (νόμου 178) [...], το οποίο προβλέπει για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα; Ειδικότερα, αντιτίθενται η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 56 [ΣΛΕΕ], καθώς και οι ανάλογες αρχές που απορρέουν από τις οδηγίες [2006/123] και [2000/31], σε εθνικό μέτρο το οποίο προβλέπει για τους μεσάζοντες που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, αλλά δεν είναι εγκατεστημένοι εκεί, πρόσθετες υποχρεώσεις σε σχέση με εκείνες που προβλέπονται στη χώρα καταγωγής για την άσκηση της ίδιας δραστηριότητας;

3)      Επέβαλε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, η οδηγία [2015/1535] στο ιταλικό κράτος την υποχρέωση να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τη θέσπιση της υποχρέωσης εγγραφής στο ROC, η οποία προβλέπεται για τους [παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών], και –ειδικότερα– έχει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 την έννοια ότι ιδιώτης εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος πλην της Ιταλίας μπορεί να αντιταχθεί στο γεγονός ότι εφαρμόζονται έναντι αυτού τα μέτρα τα οποία έχει λάβει ο Ιταλός νομοθέτης [στο άρθρο 1, παράγραφοι 515 έως 517, του legge n. 178 (νόμου 178)] και τα οποία δύνανται να περιορίσουν την ελεύθερη παροχή μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών, όταν τα μέτρα αυτά δεν έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη;

4)      Αντιτίθενται ο κανονισμός [2019/1150] και, ειδικότερα, το άρθρο 15, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας, σε ρύθμιση κράτους μέλους ή σε μέτρο λαμβανόμενο από εθνική ανεξάρτητη αρχή που επιβάλλει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ορισμένο κράτος μέλος την υποχρέωση εγγραφής στο [(ROC)], από την οποία απορρέουν διάφορες υποχρεώσεις τυπικού και διαδικαστικού χαρακτήρα, [ήτοι] υποχρεώσεις καταβολής εισφορών και απαγορεύσεις πραγματοποίησης κερδών που υπερβαίνουν ορισμένο ποσό;»

Γ.      Η υπόθεση C-663/22

53.      Η Expedia Inc. είναι εταιρία με έδρα το Seattle (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), η οποία διαχειρίζεται ηλεκτρονικές πλατφόρμες για την παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών κρατήσεων καταλυμάτων και ταξιδίων.

54.      Με την απόφαση αριθ. 161/2021, η AGCOM επεξέτεινε στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης –κατηγορία στην οποία αναμφισβήτητα υπάγεται η Expedia σύμφωνα με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως– την υποχρέωση να της κοινοποιούν την IES όταν δραστηριοποιούνται στην ιταλική επικράτεια.

55.      Η ως άνω απόφαση εκδόθηκε ρητώς στο πλαίσιο της άσκησης του καθήκοντος που ανατίθεται στην AGCOM με το άρθρο 1, παράγραφος 6, στοιχείο c, σημείο 14bis, του νόμου 249/1997, το οποίο συνίσταται στη διασφάλιση της κατάλληλης και αποτελεσματικής επιβολής της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150, ιδίως μέσω της ετήσιας συλλογής σχετικών πληροφοριών.

56.      Η Expedia άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου) με αίτημα την ακύρωση της απόφασης αριθ. 161/2021. Η ως άνω εταιρία υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 2019/1150 δεν προβλέπει την εφαρμογή του με την απόφαση αριθ. 161/2021. Στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός εισάγει ένα μέτρο εναρμόνισης διαπνεόμενο από την αρχή της αναλογικότητας, δεν παρέχει τη δυνατότητα επιβάρυνσης των διαδικαστικών απαιτήσεων που επιβάλλονται στους φορείς παροχής υπηρεσιών, είτε αυτοί είναι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης είτε όχι.

57.      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία υποχρέωσης διαβίβασης της IES με τον κανονισμό 2019/1150.

58.      Παραπέμποντας στα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού 2019/1150, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η IES, η οποία επεκτάθηκε στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ακριβώς με σκοπό τη συλλογή σε ετήσια βάση σχετικών πληροφοριών και τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της κατάλληλης και αποτελεσματικής επιβολής της εφαρμογής του κανονισμού αυτού, συνεπάγεται τη διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν κυρίως τα έσοδα των ως άνω παρόχων. Ωστόσο, οι πληροφορίες αυτές δεν περιέχουν την παραμικρή ένδειξη ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός ούτε ως προς τη διαφάνεια και τον δίκαιο χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των παρόχων αυτών και των επιχειρηματικών χρηστών. Επομένως, η εσωτερική έννομη τάξη φαίνεται να εισάγει έλεγχο εντελώς διαφορετικό και αντίθετο προς τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού και απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, στο μέτρο που ο έλεγχος αυτός δεν αφορά την αποτελεσματική τήρηση από τους εν λόγω παρόχους των υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός 2019/1150 για τη διασφάλιση της διαφάνειας και του δίκαιου χαρακτήρα των συμβατικών σχέσεων με τους επιχειρηματικούς χρήστες, αλλά την οικονομική τους κατάσταση.

59.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου), με διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Οκτωβρίου 2022, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθενται ο [κανονισμός 2019/1150] και, ειδικότερα, το άρθρο 15, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας, σε νομοθεσία κράτους μέλους ή σε μέτρο λαμβανόμενο από εθνική ανεξάρτητη αρχή –όπως αυτά που αναφέρονται στο σκεπτικό– που επιβάλλει στους αλλοδαπούς παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης την υποχρέωση υποβολής αναφοράς η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες άσχετες με τους σκοπούς του κανονισμού αυτού;

2)      Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται για τη διαβίβαση της [IES] σχετίζονται με την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του [κανονισμού 2019/1150] και εξυπηρετούν την εφαρμογή αυτή;»

Δ.      Η υπόθεση C-665/22

60.      Η Amazon διαχειρίζεται διαδικτυακή πλατφόρμα μέσω της οποίας φέρνει σε επαφή τρίτους πωλητές με καταναλωτές, ώστε να μπορούν να διενεργούνται μεταξύ τους συναλλαγές με αντικείμενο την πώληση αγαθών.

61.      Οι τροποποιήσεις του εθνικού νομικού πλαισίου που επήλθαν με τον νόμο 178/2020 και την απόφαση αριθ. 161/2021, οι οποίες θεσπίστηκαν, αντιστοίχως, από τον Ιταλό νομοθέτη και από την AGCOM, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τον κανονισμό 2019/1150, είχαν ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στην Amazon, υπό την ιδιότητά της ως παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, η υποχρέωση διαβίβασης της IES στην AGCOM.

62.      Η Amazon άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου) με αίτημα την ακύρωση της απόφασης αριθ. 161/2021. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Amazon υποστήριξε ότι η απόφαση αριθ. 161/2021, στο μέτρο που της επιβάλλει την υποχρέωση να διαβιβάσει την IES στην AGCOM, αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στον κανονισμό 2019/1150 και σε πλείονες οδηγίες.

63.      Οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις C-663/22 και C-665/22 ζητούν την ακύρωση της απόφασης αριθ. 161/2021. Επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με την προσφεύγουσα στην πρώτη υπόθεση, η προσφεύγουσα στη δεύτερη υπόθεση είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή είναι αντίθετη όχι μόνο προς τον κανονισμό 2019/1150, αλλά και προς την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και προς πλείονες οδηγίες.

64.      Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τον κανονισμό 2019/1150 και την ερμηνεία του, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες παρόμοιες με εκείνες που εγείρει στην υπόθεση C-663/22 (28).

65.      Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η προβλεπόμενη από την απόφαση αριθ. 161/2021 υποχρέωση κοινοποίησης της IES στην AGCOM μπορεί να συνιστά, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/31, παράνομο περιορισμό της αρχής αυτής. Προσθέτει ότι δεν φαίνεται να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες παρέχουν στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να θεσπίζει περιορισμούς, μεταξύ άλλων υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η κοινοποίηση της IES στην AGCOM προβλέφθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 και, επομένως, για την έμμεση προστασία των καταναλωτών, το αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με τα έσοδα είναι εντελώς δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανονισμού ούτε με την τήρηση των υποχρεώσεων που αυτός προβλέπει.

66.      Εξάλλου, όσον αφορά την εν λόγω αρχή, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2000/31, η γενικότερη οδηγία 2006/123 ορίζει, στο άρθρο 16, παράγραφος 1, ότι τα κράτη μέλη σέβονται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εδρεύουν και δεν εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από απαιτήσεις που δεν τηρούν τις αρχές που θέτει η διάταξη αυτή.

67.      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από την οδηγία 2015/1535, οι διατάξεις σχετικά με τη διαβίβαση της IES εισάγουν μια γενική απαίτηση για την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και, επομένως, έπρεπε να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή. Υποστηρίζει ότι η απόφαση αριθ. 161/2021 αποσκοπεί κυρίως στη ρύθμιση των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και, ειδικότερα, των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει ότι η πρόθεση λήψης μέτρων που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

68.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου), με διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2022, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθεται ο κανονισμός [2019/1150] σε εθνική διάταξη η οποία, προκειμένου, ειδικότερα, να διασφαλισθεί η κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, μεταξύ άλλων, μέσω της συλλογής σχετικών πληροφοριών, επιβάλλει στους [παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ] την υποχρέωση να διαβιβάζουν περιοδικά σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους;

2)      Βάσει του κανονισμού [2019/1150], μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην [IES] και αφορούν κυρίως τα πραγματοποιούμενα έσοδα είναι σχετικές με τον σκοπό που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός και εξυπηρετούν τον σκοπό αυτόν;

3)      Επιβάλλει η οδηγία [2015/1535] στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα με τα οποία προβλέπεται για τους [παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών] η επιβολή της υποχρέωσης διαβίβασης αναφοράς που περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση της οποίας συνεπάγεται την επιβολή προστίμου; Σε καταφατική περίπτωση, επιτρέπει η οδηγία [αυτή] σε ιδιώτη να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή των μέτρων που δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή;

4)      Απαγορεύει το άρθρο 3 της οδηγίας [2000/31] σε εθνικές αρχές να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], προβλέπουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα, όπως τη διαβίβαση αναφοράς η οποία περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή προστίμου;

5.      Απαγορεύουν η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16 της οδηγίας [2006/123], καθώς και η οδηγία [2000/31], σε εθνικές αρχές να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], προβλέπουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικού και χρηματικού χαρακτήρα, όπως τη διαβίβαση αναφοράς η οποία περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή προστίμου;

6)      Επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2000/31] στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα με τα οποία προβλέπεται για τους [παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών] η επιβολή της υποχρέωσης διαβίβασης αναφοράς που περιλαμβάνει σχετικές πληροφορίες για τα έσοδά τους, η παράβαση της οποίας συνεπάγεται την επιβολή προστίμου; Σε καταφατική περίπτωση, επιτρέπει η οδηγία σε ιδιώτη να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή των μέτρων που δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή;»

IV.    Οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου

69.      Γραπτές παρατηρήσεις σε όλες τις υποθέσεις κατέθεσαν οι προσφεύγουσες των κύριων δικών, η Ιταλική, η Τσεχική και η Ιρλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Στις υποθέσεις αυτές δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

70.      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2022, οι υποθέσεις C-662/22 και C-667/22, αφενός, και οι υποθέσεις C-664/22 και C‑666/22, αφετέρου, ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης. Οι υποθέσεις C‑663/22 και C-665/22 δεν αποτέλεσαν αντικείμενο παρόμοιας απόφασης.

71.      Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη των κοινών σημείων που υφίστανται μεταξύ των υποθέσεων αυτών, κρίθηκε σκόπιμο να διατυπωθούν κοινές προτάσεις επ’ αυτών.

V.      Ανάλυση

72.      Οι υπό κρίση υποθέσεις ανάγονται στα αιτήματα, τα οποία υπέβαλαν οι προσφεύγουσες των κύριων δικών, για την ακύρωση εθνικών μέτρων που τους επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις. Κατ’ ουσίαν, οι επίμαχες υποχρεώσεις στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22 και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22 αφορούν την εγγραφή στο ROC, η οποία συνεπάγεται τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών για τη δομή των οικείων παρόχων (29) και την καταβολή ετήσιας εισφοράς στην AGCOM, ενώ οι επίμαχες στις υποθέσεις C-663/22 και C-665/22 υποχρεώσεις αφορούν την κοινοποίηση της IES. Οι υποχρεώσεις αυτές επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία η οποία, τουλάχιστον εν μέρει, είναι κρίσιμη για όλες τις υπό κρίση υποθέσεις (30).

73.      Εξάλλου, τα περισσότερα από τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις συνοψίζονται, κατ’ ουσίαν, σε τρία αλληλένδετα ερωτήματα.

74.      Το πρώτο είναι αν ο κανονισμός 2019/1150 αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα με τα οποία ο νομοθέτης κράτους μέλους επιβάλλει, με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού αυτού, ορισμένες υποχρεώσεις στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών (τίτλος B).

75.      Το δεύτερο ερώτημα είναι αν, υπό το πρίσμα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, καθώς και των οδηγιών 2000/31 και 2006/123, οι επίμαχες σε όλες αυτές τις υποθέσεις υποχρεώσεις μπορούν να επιβληθούν σε πάροχο επιγραμμικών υπηρεσιών εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο το οποίο προέβλεψε τις εν λόγω υποχρεώσεις (τίτλος Γ).

76.      Το τρίτο ερώτημα αφορά το κατά πόσον τα εθνικά μέτρα με τα οποία εισάγονται οι επίμαχες υποχρεώσεις έπρεπε να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που προβλέπουν οι οδηγίες 2000/31 και 2015/1535 (τίτλος Δ).

77.      Διευκρινίζω ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑663/22 αφορά μόνον το πρώτο από τα τρία αυτά ερωτήματα. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης στην υπόθεση αυτή δεν είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και φρονώ ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν αποκλειστικώς τον κανονισμό 2019/1150. Πράγματι, οι μηχανισμοί του άρθρου 56 ΣΛΕΕ καθώς και των οδηγιών 2000/31 και 2006/123 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών δεν έχουν εφαρμογή στους παρόχους υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτο κράτος εκτός της Ένωσης (31). Το αιτούν δικαστήριο δεν υποβάλλει επίσης ερώτημα σχετικά με την οδηγία 2015/1535.

78.      Προτού αναλύσω τα τρία αυτά ερωτήματα, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C-663/22 και C‑665/22 (τίτλος A).

Α.      Επί του παραδεκτού

1.      Στην υπόθεση C-663/22

79.      Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C-663/22. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, τα δύο υποβληθέντα ερωτήματα είναι αντιφατικά, καθόσον το αιτούν δικαστήριο, αφενός, επισημαίνει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους, ότι η υποχρέωση διαβίβασης της IES στην AGCOM δεν σχετίζεται με την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150 και, αφετέρου, ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει τη συνάφεια και τη χρησιμότητα των πληροφοριών που πρέπει να παρασχεθούν με την IES υπό το πρίσμα του σκοπού του εν λόγω κανονισμού, πράγμα που θα συνεπαγόταν την πραγματοποίηση εκτιμήσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αλλά σε εκείνη του αιτούντος δικαστηρίου.

80.      Συναφώς, πρώτον, αντιλαμβάνομαι τη θέση της Ιταλικής Κυβέρνησης υπό την έννοια ότι η αντίφαση την οποία επισημαίνει απορρέει από το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο, αφενός, αναφέρει ότι οι πληροφορίες που περιέχονται σε μια IES είναι «άσχετες με τους σκοπούς του κανονισμού 2019/1150» (πρώτο προδικαστικό ερώτημα) και, αφετέρου, ζητεί να διευκρινιστεί αν οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι συναφείς και χρήσιμες για την «κατάλληλη και αποτελεσματική» εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα), πράγμα το οποίο θα πρέπει να καθορίσει το Δικαστήριο βάσει των δικών του εκτιμήσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

81.      Βεβαίως, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, με αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, ανεξαρτήτως της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, η απόφαση αριθ. 161/2021 εμπίπτει στις αρμοδιότητες της AGCOM. Συγκεκριμένα, στο σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο νόμος 178/2020 αναθέτει στην AGCOM αποκλειστικά την αποστολή να διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150. Εντούτοις, η ίδια ορολογία χρησιμοποιείται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, του οποίου γίνεται επίκληση στο πρώτο ερώτημα, κατά το οποίο κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται η επίμαχη αντίφαση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οφείλεται στις αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ως προς την ορθή ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού.

82.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω να αναλυθούν από κοινού τα δύο προδικαστικά ερωτήματα από τη μόνη σχετική με το δίκαιο της Ένωσης σκοπιά, ήτοι εκείνη του κανονισμού 2019/1150, εξετάζοντας αν ο κανονισμός αυτός αντιτίθεται σε μέτρα όπως αυτά που απορρέουν από τον νόμο 178/2020. Στην περίπτωση αυτή, δεν υφίσταται η αντίφαση που επισημαίνει η Ιταλική Κυβέρνηση και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο των προδικαστικών ερωτημάτων.

83.      Δεύτερον, όσον αφορά την εκτίμηση της Ιταλικής Κυβέρνησης ότι η διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων καλεί το Δικαστήριο να προβεί σε εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, επισημαίνεται ότι, μολονότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ερμηνεύσει τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους, μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις απαιτούμενες διευκρινίσεις όσον αφορά τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ενδέχεται να αντιτίθενται στους κανόνες αυτούς.

2.      Στην υπόθεση C-665/22

84.      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-665/22 είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της χρησιμότητας των επίμαχων υποχρεώσεων για την ορθή εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150. Κατά την εν λόγω Κυβέρνηση, η ως άνω διενέργεια ερμηνείας, καθόσον συνεπάγεται διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο παραλείπει τελείως να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο πρέπει να θεωρηθεί ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών δεν είναι σχετικό και χρήσιμο.

85.      Συναφώς, παρατηρείται βεβαίως ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ερμηνεύσει τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους. Εντούτοις, όπως υπενθύμισα στο σημείο 83 των παρουσών προτάσεων, μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις απαιτούμενες διευκρινίσεις όσον αφορά τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ενδέχεται να αντιτίθενται στους κανόνες αυτούς.

86.      Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-663/22 και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-665/22 είναι παραδεκτά.

Β.      Επί του κανονισμού 2019/1150

87.      Πολλά από τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις αφορούν τον κανονισμό 2019/1150 (32).

88.      Μολονότι δεν είναι διατυπωμένα κατά τρόπο πανομοιότυπο και δεν αφορούν τα ίδια εθνικά μέτρα, τα επίμαχα ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν ο κανονισμός 2019/1150 αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα που λαμβάνονται με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

89.      Ειδικότερα, οι επίμαχες στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C‑667/22 καθώς και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22 υποχρεώσεις, ήτοι εκείνες που αφορούν την εγγραφή στο ROC και την καταβολή ετήσιας εισφοράς στην AGCOM, επεκτάθηκαν στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150, «με σκοπό την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης» (33). Ομοίως, η επίμαχη στις υποθέσεις C-663/22 και C-665/22 υποχρέωση, ήτοι η υποχρέωση διαβίβασης της IES στην AGCOM (στις ιταλικές αρχές), επιβλήθηκε στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 (34).

90.      Βεβαίως, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις, είναι σκόπιμο να τεθεί πρωτίστως το ερώτημα αν οι διατάξεις για την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150 υπερισχύουν των μηχανισμών που θεσπίζουν οι οδηγίες 2000/31 και 2006/123 όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, καθώς και των μηχανισμών που θεσπίζουν η πρώτη ως άνω οδηγία και η οδηγία 2015/1535 όσον αφορά τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που προβλέπουν οι δύο τελευταίες. Πράγματι, οι τρεις αυτές οδηγίες μπορούν να εμποδίσουν ένα κράτος μέλος να επιβάλει τους δικούς του κανόνες στους παρόχους υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, εάν, αφενός, τα επίμαχα στις κύριες δίκες εθνικά μέτρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής μιας από τις εν λόγω οδηγίες και η οδηγία αυτή εμποδίζει ένα κράτος μέλος να επιβάλει τα συγκεκριμένα μέτρα σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και εάν, αφετέρου, οι εν λόγω οδηγίες δεν προβλέπουν εξαίρεση για τον κανονισμό 2019/1150 και τα εθνικά μέτρα εφαρμογής του, δεν έχει σημασία αν οι επίμαχες στις κύριες δίκες υποχρεώσεις απορρέουν ή όχι από τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

91.      Εντούτοις, οι οδηγίες 2000/31 και 2006/123 δεν φαίνεται να έχουν εφαρμογή στην υπόθεση C-663/22 (35), οπότε το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί στην κύρια δίκη στην υπόθεση αυτή, πρέπει να εφαρμόσει μόνον τον κανονισμό 2019/1150. Πράγματι, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται επίσης στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτο κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι οι επαγγελματίες χρήστες τους είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και προσφέρουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους σε καταναλωτές που βρίσκονται στην Ένωση (36).

92.      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρώτον, όσον αφορά τις υποθέσεις πλην της C-663/22, το ζήτημα που τίθεται είναι πρωτίστως αν οι πράξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, όπως, μεταξύ άλλων, η οδηγία 2000/31, ή εκείνες που αφορούν την υποχρέωση κοινοποίησης, όπως, μεταξύ άλλων, η οδηγία 2015/1535, εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να επιβάλει υποχρεώσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη σε πάροχο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος. Δεύτερον, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν οι οδηγίες αυτές επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση στα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τελευταίο αυτό ερώτημα, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν οι επίμαχες σε όλες τις υποθέσεις υποχρεώσεις απορρέουν από τα μέτρα εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Θα αναλύσω τα ζητήματα αυτά στα μέρη των παρουσών προτάσεων που αφορούν, αντιστοίχως, την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών (τίτλος Γ) και τις υποχρεώσεις κοινοποίησης (τίτλος Δ).

93.      Όσον αφορά την υπόθεση C-663/22, το ζήτημα που τίθεται είναι αν ο κανονισμός 2019/1150 και, ιδίως, τα άρθρα του 15 και 16 έχουν την έννοια ότι δικαιολογούν τη θέσπιση εθνικής ρύθμισης η οποία επιβάλλει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών την υποχρέωση να υποβάλλουν περιοδικά αναφορά που περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση και η οποία προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Το παρόν πρώτο μέρος των προτάσεων αυτών (τίτλος B) είναι αφιερωμένο στο ως άνω ζήτημα.

1.      Η εφαρμογή ενός κανονισμού

94.      Υπενθυμίζεται ότι ένας κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, οπότε οι διατάξεις του δεν απαιτούν, κατ’ αρχήν, κανένα μέτρο εφαρμογής των κρατών μελών. Εντούτοις, για την εφαρμογή ορισμένων από τις διατάξεις αυτές ενδέχεται να απαιτείται η λήψη τέτοιων μέτρων (37). Επομένως, ένα κράτος μέλος δύναται να θεσπίζει εθνικά μέτρα εφαρμογής των κανονισμών ακόμη και αν δεν του παρέχεται ρητώς σχετική εξουσιοδότηση (38).

95.      Κατόπιν εξέτασης των εφαρμοστέων διατάξεων του συγκεκριμένου κανονισμού, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των σκοπών του, μπορεί να προσδιοριστεί αν αυτές απαγορεύουν, επιβάλλουν ή παρέχουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα εφαρμογής και, ιδίως στην τελευταία αυτή περίπτωση, να προσδιοριστεί αν κάποιο συγκεκριμένο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται σε κάθε κράτος μέλος (39).

96.      Με τα μέτρα εφαρμογής, τα κράτη μέλη οφείλουν να μην παρακωλύουν την άμεση εφαρμογή ενός κανονισμού, να μην αποκρύπτουν τη φύση του ως πράξης του δικαίου της Ένωσης και να μην υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι διατάξεις του (40). Οσάκις η εφαρμογή ενός κανονισμού απόκειται στις εθνικές αρχές, η προσφυγή στους εθνικούς κανόνες δεν είναι δυνατή παρά μόνον κατά το αναγκαίο για την ορθή εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού μέτρο και καθόσον τούτο δεν θίγει το πεδίο εφαρμογής και την αποτελεσματικότητά του (41).

97.      Στο πλαίσιο της ως άνω εφαρμογής, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (42), όπως, μεταξύ άλλων, της αρχής της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή, η οποία δεσμεύει, ιδίως, τις νομοθετικές και κανονιστικές αρχές των κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, επιτάσσει τα μέσα που προβλέπει μια διάταξη να είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οικεία ρύθμιση της Ένωσης σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

98.      Υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί ο σκοπός του κανονισμού 2019/1150 και να προσδιοριστούν οι κρίσιμες διατάξεις για την εφαρμογή του από τα κράτη μέλη και, σε δεύτερο στάδιο, στη βάση αυτή, να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο ακριβέστερα ενδεικτικά στοιχεία που θα του επιτρέψουν να εξακριβώσει αν τα μέτρα με τα οποία ο εθνικός νομοθέτης επέβαλε τις επίμαχες υποχρεώσεις συνιστούν πράγματι μέτρα εφαρμογής του κανονισμού αυτού και είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

2.      Ο κανονισμός 2019/1150 και ο σκοπός του

99.      Σκοπός του κανονισμού 2019/1150 είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της δημιουργίας ενός δίκαιου, προβλέψιμου, βιώσιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός της εσωτερικής αγοράς (43). Προς τούτο, ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ, αφενός, των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών και, αφετέρου, των επιχειρηματικών χρηστών των υπηρεσιών αυτών καθώς και των χρηστών εταιρικών ιστότοπων, σε σχέση με επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης, προκειμένου οι υπηρεσίες αυτές να παρέχονται με διαφανή και δίκαιο τρόπο και να μπορούν, ως εκ τούτου, οι επαγγελματίες χρήστες να έχουν εμπιστοσύνη στις εν λόγω υπηρεσίες (44).

100. Πιο συγκεκριμένα, ο κανονισμός 2019/1150 θεσπίζει στοχευμένες υποχρεώσεις όσον αφορά το περιεχόμενο των όρων και προϋποθέσεων και την τροποποίησή τους (άρθρο 3), τον περιορισμό, την αναστολή και τη διακοπή μιας υπηρεσίας (άρθρο 4), τη διαφάνεια της κατάταξης (άρθρο 5), τα παρεπόμενα προϊόντα και υπηρεσίες (άρθρο 6), τη διακριτική μεταχείριση (άρθρο 7), τους καταχρηστικούς ειδικούς συμβατικούς όρους (άρθρο 8), την πρόσβαση σε δεδομένα (άρθρο 9), τις καταγγελίες και τη διαμεσολάβηση (άρθρα 11 έως 14).

101. Η πλειονότητα των υποχρεώσεων αυτών αφορά τους παρόχους υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης καλύπτονται μόνο από τις διατάξεις του κανονισμού 2019/1150 σχετικά με την κατάταξη (άρθρο 5), τη διακριτική μεταχείριση (άρθρο 7) και τις δικαστικές διαδικασίες σχετικά με προσφυγές που αφορούν μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού (άρθρο 14).

102. Συναφώς, σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιέχονται στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, μόνον η προσφεύγουσα της κύριας δίκης στην υπόθεση C-664/22, ήτοι η Google, φαίνεται να εμπίπτει στην κατηγορία των παρόχων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης. Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διάκριση που γίνεται με τον κανονισμό 2019/1150 μεταξύ των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των παρόχων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης. Τούτο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία φαίνεται να επιβάλλει πανομοιότυπες ή τουλάχιστον ανάλογες υποχρεώσεις στις δύο αυτές κατηγορίες παρόχων. Ακόμη σημαντικότερο, στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, τα νομικά ζητήματα που εγείρουν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας και του δικαίου της Ένωσης είναι σε κάθε περίπτωση πανομοιότυπα.

103. Όσον αφορά τις διατάξεις του κανονισμού 2019/1150 που είναι κρίσιμες για την εφαρμογή του από τα κράτη μέλη, το αιτούν δικαστήριο ορθώς εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου στα άρθρα 15 και 16 αυτού.

104. Συγκεκριμένα, σε πρώτο στάδιο, το άρθρο 16 του κανονισμού 2019/1150, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρακολούθηση» («Überwachung» στη γερμανική γλώσσα, «Monitoring» στην αγγλική γλώσσα, «Monitoraggio» στην ιταλική γλώσσα και «Monitorowanie» στην πολωνική γλώσσα), σε συνδυασμό με το άρθρο 18 αυτού, κατανέμει τους ρόλους μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών όσον αφορά την παρακολούθηση το αντικτύπου του εν λόγω κανονισμού και την επανεξέταση του τελευταίου.

105. Η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα παρακολούθησης και επανεξέτασης. Συγκεκριμένα, το ως άνω θεσμικό όργανο, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο του κανονισμού 2019/1150 στις σχέσεις ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες τους και ανάμεσα στις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης και στους χρήστες εταιρικών ιστότοπων (45). Επιπλέον, η Επιτροπή πρέπει να επανεξετάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον εν λόγω κανονισμό και να παρακολουθεί στενά τα αποτελέσματά του στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών (46).

106. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή συλλέγει σχετικές πληροφορίες και παρακολουθεί τις αλλαγές στις ανωτέρω σχέσεις (47). Το εν λόγω θεσμικό όργανο δύναται να επιδιώξει να συλλέξει τέτοιες πληροφορίες, καθώς και εκείνες που είναι αναγκαίες για τη διενέργεια επανεξέτασης του κανονισμού 2019/1150 από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών (48).

107. Όσον αφορά τα κράτη μέλη, ο ρόλος τους συνίσταται στο να «επικουρούν την Επιτροπή [στα καθήκοντά της παρακολούθησης] παρέχοντας, όποτε τους ζητηθεί, κάθε συλλεγείσα σχετική πληροφορία, μεταξύ άλλων και για συγκεκριμένες περιπτώσεις» (49). Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο οριζόμενος ρόλος των κρατών μελών απηχεί την αιτιολογική σκέψη 47, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2019/1150, η οποία ορίζει ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει, κατόπιν παραγγελίας, να παράσχουν στην Επιτροπή κάθε συναφή πληροφορία που διαθέτουν». Παρόμοια διατύπωση χρησιμοποιείται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε χρήσιμη πληροφορία «που διαθέτουν» και που ενδέχεται να χρειαστεί η Επιτροπή για τους σκοπούς του καθήκοντός της επανεξέτασης.

108. Σε δεύτερο στάδιο, το άρθρο 15 του κανονισμού 2019/1150, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιβολή» («Durchsetzung» στη γερμανική γλώσσα, «Enforcement» στην αγγλική γλώσσα, «Applicazione» στην ιταλική γλώσσα και «Egzekwowanie» στην πολωνική γλώσσα), ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 46 του κανονισμού αυτού (50), προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την κατάλληλη και αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής του κανονισμού αυτού και, στην παράγραφο 2, ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες με τους οποίους θεσπίζουν τα (αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά) μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασης του εν λόγω κανονισμού και διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Επομένως, η αποστολή παρακολούθησης και επανεξέτασης του κανονισμού 2019/1150 ανατίθεται κατά κύριο λόγο στην Επιτροπή, η δε αποστολή διασφάλισης της κατάλληλης και αποτελεσματικής επιβολής της εφαρμογής του κανονισμού αυτού ανατίθεται στα κράτη μέλη.

109. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κράτη μέλη, αφενός, «έχουν τη δυνατότητα να αναθέσουν σε υφιστάμενες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, την επιβολή του [κανονισμού 2019/1150]» και, αφετέρου, δεν υποχρεούνται να προβλέπουν «αυτεπάγγελτη επιβολή ή να επιβάλλουν πρόστιμα» (51).

110. Ανεξαρτήτως του δικαιώματος των επιχειρηματικών χρηστών και των χρηστών εταιρικών ιστότοπων να προσφεύγουν ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου του κράτους μέλους, για την αντιμετώπιση τυχόν μη συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις του κανονισμού 2019/1150 (52), προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στις οργανώσεις, τις ενώσεις που εκπροσωπούν επιχειρηματικούς χρήστες ή χρήστες εταιρικών ιστότοπων καθώς και, ενδεχομένως, σε ορισμένους δημόσιους οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη (53), να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, με αίτημα τη διακοπή ή την απαγόρευση των παραβιάσεων των κανόνων του εν λόγω κανονισμού (54). Κάθε κράτος μέλος πρέπει να συλλέγει τις σχετικές με τους εν λόγω φορείς πληροφορίες και να τις κοινοποιεί στην Επιτροπή (55).

111. Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που έχουν θεσπιστεί, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους αρμόδιους δημόσιους φορείς ή στις αρμόδιες αρχές τη δημιουργία μητρώων παράνομων πράξεων για τις οποίες έχει εκδοθεί δικαστική εντολή από εθνικά δικαστήρια (56).

112. Επομένως, ο κανονισμός 2019/1150 δεν προδικάζει κατηγορηματικά τον μηχανισμό μέσω του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή του από τα κράτη μέλη, τα οποία μπορούν να επιλέξουν μηχανισμό ιδιωτικής επιβολής (private enforcement) (57) και να τον συμπληρώσουν με τον μηχανισμό δημόσιας επιβολής (public enforcement).

3.      Η συλλογή πληροφοριών και η εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150

113. Προς τον δεδηλωμένο σκοπό της διασφάλισης της εφαρμογής μιας πράξης του δικαίου της Ένωσης, όπως ο κανονισμός 2019/1150, ένα κράτος μέλος μπορεί να συλλέγει μόνον πληροφορίες σχετικές με τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός και τους σκοπούς του. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα σημεία 96 και 97 των παρουσών προτάσεων, τα μέτρα εφαρμογής ενός κανονισμού, η εφαρμογή του οποίου εναπόκειται στις εθνικές αρχές κράτους μέλους, πρέπει να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) και αναγκαία (να μην υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο) για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η νομοθεσία της Ένωσης.

114. Ο κανονισμός 2019/1150 αναφέρει, στα άρθρα 16 και 18, ότι τα κράτη μέλη ενδέχεται να «διαθέτουν» ορισμένες πληροφορίες σχετικές με την παρακολούθηση του αντικτύπου του κανονισμού αυτού και την επανεξέτασή του. Εντούτοις, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να συλλέγει αυθαιρέτως επιλεγμένες πληροφορίες για τον λόγο ότι αυτές θα μπορούσαν να ζητηθούν στη συνέχεια από την Επιτροπή κατά την άσκηση της αποστολής της παρακολούθησης και επανεξέτασης. Συγκεκριμένα, η συλλογή πληροφοριών υπό το πρόσχημα αυτό θα παρείχε στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να παρακάμψει τις απαιτήσεις που μνημονεύονται στο προηγούμενο σημείο. Εξάλλου, ο εν λόγω κανονισμός δεν επιβάλλει ενεργητική υποχρέωση στα κράτη μέλη να συλλέγουν τις πληροφορίες που ενδεχομένως χρειάζεται η Επιτροπή για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Οι πληροφορίες αυτές υποβάλλονται μόνον «όποτε τους ζητηθεί» από το εν λόγω θεσμικό όργανο. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να επιδιώξει να συλλέξει πληροφορίες από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

115. Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος μπορεί να διαθέτει ορισμένες πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της άσκησης της υποχρέωσής του να εφαρμόζει τον κανονισμό 2019/1150.

116. Συγκεκριμένα, εάν, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση που του επιβάλλει το άρθρο 15 του κανονισμού 2019/1150, ένα κράτος μέλος έχει επίσης επιλέξει έναν μηχανισμό δημόσιας επιβολής για την εφαρμογή του ως άνω κανονισμού, πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει στην επιφορτισμένη με το καθήκον αυτό αρχή τις πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να προλαμβάνει ή να επιβάλλει κυρώσεις για τις παραβάσεις των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ή, τουλάχιστον, να εντοπίζει τις παραβάσεις αυτές και, ενδεχομένως, να τις καταγράφει.

117. Σε συνέχεια της συλλογιστικής αυτής, στο μέτρο που κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να προβλέπει κατάλληλο και αποτελεσματικό μηχανισμό για την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150 (ιδιωτικής ή και δημόσιας επιβολής), καθώς και, κατά περίπτωση, να τροποποιεί ή να προσαρμόζει τον υφιστάμενο μηχανισμό, λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης της κατάστασης της αγοράς, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συλλέγει τις αναγκαίες προς τούτο πληροφορίες από τους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο έδαφός του.

118. Ενδεικτικά, και στις δύο περιπτώσεις που μνημονεύονται στα σημεία 116 και 117 των παρουσών προτάσεων, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να αφορούν τους όρους υπό τους οποίους οι οικονομικοί φορείς παρέχουν τις υπηρεσίες τους (οι οποίοι είναι κρίσιμοι για τον εντοπισμό και, κατά περίπτωση, για τη δίωξη των παραβιάσεων του κανονισμού 2019/1150 και την αξιολόγηση της έκτασης του κινδύνου που συνδέεται με τις παραβιάσεις αυτές), καθώς και το μέγεθος της αγοράς και τον αριθμό των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν (ιδίως, για τον προσδιορισμό των πόρων που απαιτούνται για την εφαρμογή του μηχανισμού επιβολής του κανονισμού αυτού). Εξάλλου, η συστηματική συλλογή τέτοιων πληροφοριών θα καθιστούσε δυνατή την παρακολούθηση ορισμένων τάσεων καθώς και, αφενός, τη λήψη απόφασης σχετικά με τον τρόπο τροποποίησης των υφιστάμενων στο εθνικό δίκαιο μηχανισμών προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του κανονισμού 2019/1150 και, αφετέρου, τη στήριξη της Επιτροπής στα καθήκοντά της παρακολούθησης και επανεξέτασης.

4.      Εκτίμηση

119. Στην προκειμένη περίπτωση, οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών με την IES αφορούν κυρίως την οικονομική τους κατάσταση.

120. Συναφώς, στην υπόθεση C-663/22, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στην IES είναι «αναμφισβήτητα χρήσιμες για τα καθήκοντα της ενεργού [και] προληπτικής έναντι ενδεχόμενων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού παρακολούθησης, τα οποία δεν μπορούν να ασκηθούν χωρίς πλήρη και στοχευμένη γνώση όλων των δραστηριοποιούμενων φορέων». Η ως άνω Κυβέρνηση επισημαίνει, στη συνέχεια, ότι οι πληροφορίες αυτές χρησιμεύουν για τη συνολική εκτίμηση της αξίας της ιταλικής αγοράς, για τον καθορισμό της βαρύτητας κάθε φορέα στην αγορά αυτή και την κατανόηση της οικονομικής δυναμικής του, καθώς και για την επαλήθευση της ακρίβειας και της πληρότητας των παρεχόμενων στοιχείων (58).

121. Συναφώς, πρώτον, όπως μνημόνευσα στο σημείο 118 των παρουσών προτάσεων, ένα κράτος μέλος μπορεί να έχει συμφέρον να καθορίσει το μέγεθος της αγοράς των επιγραμμικών υπηρεσιών. Εντούτοις, η αξία της αγοράς και η σημασία των φορέων στην αγορά αυτή δεν αποτελούν εύχρηστα δεδομένα για την απόκτηση πληροφοριών σχετικών με την επίτευξη του σκοπού του κανονισμού 2019/1150, ήτοι τη δημιουργία ενός δίκαιου, προβλέψιμου, βιώσιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός της εσωτερικής αγοράς. Εν πάση περιπτώσει, ο εντοπισμός ενδεχόμενων «στρεβλώσεων του ανταγωνισμού», στον οποίο αναφέρεται η Ιταλική Κυβέρνηση, δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τον σκοπό του κανονισμού αυτού. Πράγματι, ο τελευταίος δεν θίγει το δίκαιο της Ένωσης που ισχύει στον τομέα του ανταγωνισμού (59).

122. Δεύτερον, οι πληροφορίες που απαιτούνται από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών βάσει του κανονισμού 2019/1150 έχουν σημασία μάλλον για τους χρήστες, ιδίως όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρεχόμενης υπηρεσίας. Αντιθέτως, οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών ουδόλως υποχρεούνται να ενημερώνουν τους χρήστες για την οικονομική τους κατάσταση, οπότε, από την άποψη του ως άνω κανονισμού, δεν τίθεται ζήτημα ακρίβειας των πληροφοριών αυτών.

123. Τρίτον, οφείλω να ομολογήσω ότι δυσκολεύομαι να διακρίνω τη σχέση μεταξύ, αφενός, της οικονομικής κατάστασης ενός παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών και, αφετέρου, των ρυθμίσεων για την παροχή των υπηρεσιών του στους επιχειρηματικούς χρήστες. Εάν υφίσταται τέτοια σχέση, δεν μπορεί παρά να είναι έμμεση. Συγκεκριμένα, αφενός, η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση διατείνεται ότι σκοπός του κανονισμού 2019/1150 είναι να προσδιορίζει και να αξιολογεί τον δίκαιο χαρακτήρα των συμβατικών όρων που θέτουν οι πλατφόρμες στους επιχειρηματικούς χρήστες εντός της Ένωσης. Αφετέρου, δεν είναι σαφές πώς μπορούν να συναχθούν πληροφορίες σχετικές με την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού από πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση ενός παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών.

124. Ως εκ τούτου, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της αρχής της αναλογικότητας, φρονώ ότι ο κανονισμός 2019/1150 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δικαιολογεί τη θέσπιση των επίμαχων στην υπόθεση C-663/22 εθνικών μέτρων. Τα εν λόγω εθνικά μέτρα δεν αποτελούν μέτρα εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα προδικαστικά ερωτήματα στην ως άνω υπόθεση, ο σκοπός των μέτρων αυτών δεν σχετίζεται με τον σκοπό του εν λόγω κανονισμού, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέτρα αυτά εντάσσονται στα όρια εντός των οποίων ένα κράτος μέλος μπορεί να λάβει μέτρα εφαρμογής του.

125. Επομένως, προτείνω να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-663/22, όπως αναδιατυπώθηκαν στο σημείο 93 των παρουσών προτάσεων, η απάντηση ότι ο κανονισμός 2019/1150 και, ιδίως, τα άρθρα 15 και 16 αυτού έχουν την έννοια ότι δεν δικαιολογούν τη θέσπιση εθνικής ρύθμισης η οποία επιβάλλει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών την υποχρέωση να υποβάλλουν περιοδικά αναφορά με πληροφορίες σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση και η οποία προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής. Στο μέτρο που μια τέτοια ρύθμιση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, ο εν λόγω κανονισμός δεν αντιτίθεται στη ρύθμιση αυτή.

5.      Συμπληρωματικές παρατηρήσεις

126. Η ως άνω προτεινόμενη απάντηση δεν σημαίνει ότι ο κανονισμός 2019/1150 αντιτίθεται στα επίμαχα εθνικά μέτρα. Εντούτοις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αντλήσει τις συνέπειες του γεγονότος ότι, αφενός, ο νόμος 178/2020 ανέθεσε στην AGCOM το καθήκον να «διαφυλάσσει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του [εν λόγω] κανονισμού, ιδίως μέσω [...] της συλλογής σχετικών πληροφοριών» και ότι, αφετέρου, όπως προκύπτει από το προοίμιο της απόφασης αριθ. 161/2021, η AGCOM επεξέτεινε επί της βάσης αυτής στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών την υποχρέωση να της διαβιβάζουν την IES .

127. Αντιθέτως, αν, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που θα παράσχει το Δικαστήριο με την εκδοθησόμενη απόφαση, το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται σχέση μεταξύ του σκοπού του κανονισμού 2019/1150 και των επίμαχων εθνικών μέτρων, εναπόκειται στο τελευταίο να εξακριβώσει αν τα μέτρα αυτά είναι πρόσφορα και αναγκαία.

128. Προσωπικά, φρονώ ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στα σημεία 121 έως 123 των παρουσών προτάσεων, υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα των πληροφοριών που πρέπει να παρέχουν οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση για την επίτευξη του σκοπού του εν λόγω κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν άλλες πληροφορίες η συλλογή των οποίων είναι λιγότερο επαχθής για τους φορείς της αγοράς και οι οποίες καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού αυτού.

3.      Επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΣΛΕΕ και των οδηγιών 2000/31 και 2006/123

129. Πολλά από τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν το ζήτημα αν οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις προσκρούουν στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα αφορούν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ (60) καθώς και τις οδηγίες 2000/31 και 2006/123 (61).

130. Οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις είναι, αφενός, η εγγραφή στο ROC, η οποία συνεπάγεται τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών για την οργάνωση του παρόχου και την καταβολή οικονομικής εισφοράς καθώς και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και, αφετέρου, η διαβίβαση της IES, υποχρεώσεις των οποίων η παράβαση συνεπάγεται την επιβολή χρηματικών κυρώσεων.

131. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των μηχανισμών που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να αναλυθούν ανεξάρτητα (62). Εν προκειμένω, η ανάλυση πρέπει να αφορά τις υποχρεώσεις εγγραφής στο ROC, διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με τη δομή του παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών, διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με την οικονομική του κατάσταση με τη μορφή IES και καταβολής οικονομικής εισφοράς.

132. Προκαταρκτικώς, τίθεται το ερώτημα αν τα επίμαχα εθνικά μέτρα πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/31, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2006/123 ή υπό το πρίσμα αμφοτέρων. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει κατ’ αρχάς να εξακριβωθεί αν τα επίμαχα εθνικά μέτρα εμπίπτουν στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών.

1.      Επί της οδηγίας 2000/31

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

133. Η έννοια των «υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας» αποτελεί κεντρική έννοια της οδηγίας 2000/31, μολονότι η οδηγία δεν την ορίζει. Συγκεκριμένα, η ως άνω οδηγία παραπέμπει στον ορισμό που δίδει η οδηγία 2015/1535.

134. Συναφώς, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ο χαρακτηρισμός των υπηρεσιών που παρέχονται από τις προσφεύγουσες των κύριων δικών ως «υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας» είναι προφανής (63) ή, τουλάχιστον, φαίνεται ότι δεν αμφισβητείται στις υποθέσεις που αφορούν την οδηγία 2000/31 (64). Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες που να καθιστούν δυνατή την επαλήθευση του εν λόγω χαρακτηρισμού και δεδομένου ότι φαίνεται δικαιολογημένος υπό το πρίσμα των γενικών περιγραφών των υπηρεσιών στις οποίες προέβη το ως άνω δικαστήριο (65), εκκινώ από την παραδοχή ότι οι υπηρεσίες των προσφευγουσών των κύριων δικών εμπίπτουν στην έννοια των «υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας».

135. Μια άλλη βασική έννοια της οδηγίας 2000/31 είναι η έννοια του «συντονισμένου τομέα». Αυτός καλύπτει τις απαιτήσεις σχετικά με την ανάληψη δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας και την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, οι οποίες έχουν γενικό χαρακτήρα, καθώς και τις απαιτήσεις που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή για τις εν λόγω υπηρεσίες (66).

136. Ο πάροχος των ως άνω υπηρεσιών υπόκειται στις εμπίπτουσες στον συντονισμένο τομέα απαιτήσεις που ορίζει το κράτος μέλος εγκατάστασής του (το κράτος μέλος προέλευσης) (67). Το κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται ο εν λόγω πάροχος (κράτος μέλος προορισμού) δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αυτών «για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα» (68). Επομένως, ο μηχανισμός του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 εισάγει την αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών μελών των προϋποθέσεων πρόσβασης (και άσκησης) της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (69).

137. Κατ’ εξαίρεση, το κράτος μέλος προορισμού μπορεί να παρεκκλίνει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31 λαμβάνοντας μέτρα «σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας.

138. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22, καθώς και στην υπόθεση C-665/22, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα με τα οποία ένα κράτος μέλος επιβάλλει σε φορέα παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος α) υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο, β) υποχρέωση διαβίβασης σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή του, γ) υποχρέωση διαβίβασης σχετικών πληροφοριών για την οικονομική του κατάσταση και δ) υποχρέωση καταβολής οικονομικής εισφοράς, πέραν της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων αυτών. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, και λαμβανομένης υπόψη της διευκρίνισης σχετικά με τον κανονισμό 2019/1150, η οποία παρατίθεται στο σημείο 92 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το γεγονός ότι τα εν λόγω εθνικά μέτρα θεσπίστηκαν με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα της εφαρμογής του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής.

139. Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρώτον, πρέπει να διαπιστωθεί, κατ’ αρχάς, αν οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις επιβάλλουν απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31, στη συνέχεια, αν η επιβολή των υποχρεώσεων αυτών συνιστά παρέκκλιση από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και, τέλος, αν τα μέτρα που λαμβάνονται για την επιβολή των εν λόγω υποχρεώσεων πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας αυτής. Σε δεύτερο στάδιο, πρέπει να εξεταστεί ο αντίκτυπος του κανονισμού 2019/1150 στο αποτέλεσμα της ανάλυσης σχετικά με την οδηγία 2000/31.

β)      Οι απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα

1)      Έκθεση του προβλήματος

140. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις συνιστούν απαιτήσεις εμπίπτουσες στον συντονισμένο τομέα, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.

141. Αντιθέτως, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι υποχρεώσεις εγγραφής στο ROC και διαβίβασης της IES ισοδυναμούν με απλή υποχρέωση ενημέρωσης. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν εμποδίζουν τον πάροχο επιγραμμικών υπηρεσιών να ασκεί νομίμως τη δραστηριότητά του. Η εν λόγω κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι προσφεύγουσες των κύριων δικών στις υποθέσεις C-662/22 και C-665/22 εξακολουθούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους ενώ δεν είναι εγγεγραμμένες στο ROC.

142. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η παράβαση των επίμαχων υποχρεώσεων επισύρει σημαντικές κυρώσεις. Επιπλέον, φαίνεται ότι η AGCOM μπορεί να διατάξει την αναστολή των δραστηριοτήτων ενός παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών και, όσον αφορά την εγγραφή στο ROC, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε αυτή (70). Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει την ακρίβεια των ισχυρισμών αυτών. Αντιθέτως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις διευκρινίσεις που θα του επιτρέψουν να κρίνει αν οι υποχρεώσεις αυτές εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα.

2)      Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την έκταση του συντονισμένου τομέα

143. Η έννοια του «συντονισμένου τομέα», η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31, καλύπτει τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ένας πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών και οι οποίες αφορούν «την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» ή την «άσκηση [τέτοιας δραστηριότητας]» (στο εξής, αντιστοίχως: απαιτήσεις ανάληψης και απαιτήσεις άσκησης).

144. Από την άποψη του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31, η διάκριση μεταξύ των απαιτήσεων ανάληψης και των απαιτήσεων άσκησης δεν έχει πρακτικές συνέπειες. Εντούτοις, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να εξετάσω τη διάκριση αυτή προκειμένου να παράσχω στο αιτούν δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την έκταση του συντονισμένου τομέα.

145. Συναφώς, πρώτον, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι απαιτήσεις ανάληψης και άσκησης επιβάλλονται σχεδόν ανεξαιρέτως από το κράτος μέλος προέλευσης.

146. Πράγματι, σύμφωνα με τη λογική του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31, η ικανοποίηση των απαιτήσεων που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα και τις οποίες ορίζει το κράτος μέλος προέλευσης επιτρέπει στον φορέα παροχής υπηρεσιών να δραστηριοποιείται τόσο στην αγορά του κράτους μέλους αυτού όσο και στην αγορά κάθε άλλου κράτους μέλους. Το κράτος μέλος προέλευσης μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του οι οποίες εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα (71). Ο έλεγχος αυτός, ο οποίος πραγματοποιείται στην πηγή, πρέπει να προστατεύει αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον, τούτο δε όχι μόνο για τους χρήστες της χώρας του κράτους μέλους προέλευσης αλλά επίσης για το σύνολο των χρηστών της Ένωσης (72).

147. Επομένως, κάθε κράτος μέλος έχει ιδιαίτερη ευθύνη όσον αφορά τον καθορισμό των απαιτήσεων που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα που διακυβεύονται όχι μόνο στο κράτος μέλος προέλευσης, αλλά και σε κάθε άλλο κράτος μέλος. Σε αντίθετη περίπτωση, το κράτος μέλος προέλευσης θα μπορούσε να προκαλέσει στο κράτος μέλος προορισμού την ενεργοποίηση του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31. Επομένως, η έκταση του συντονισμένου τομέα πρέπει να είναι επαρκής για να διασφαλιστεί στην πηγή η νομιμότητα και ο αποτελεσματικός έλεγχος των δραστηριοτήτων της κοινωνίας της πληροφορίας όχι μόνο προς το συμφέρον του κράτους μέλους προέλευσης, αλλά και προς το συμφέρον κάθε κράτους μέλους (73).

148. Δεύτερον, το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31 διευκρινίζει ότι οι απαιτήσεις ανάληψης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, «[αυτές] σχετικά με τα προσόντα, την έγκριση ή την κοινοποίηση», ενώ οι απαιτήσεις άσκησης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, «[αυτές] σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη διαφήμιση και τη σύναψη συμβάσεων, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών». Αντιθέτως, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο οριζόμενος συντονισμένος τομέας «καλύπτει μόνον προϋποθέσεις σχετικά με δραστηριότητες σε απευθείας σύνδεση (on-line)» (74), εξαιρουμένων εκείνων που ισχύουν για τα ίδια τα αγαθά, για την παράδοσή τους και για τις υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα (75).

149. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μόνον το «επιγραμμικό στοιχείο» είναι κρίσιμο από την άποψη του συντονισμένου τομέα. Επομένως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ο μη εδαφικός χαρακτήρας της δραστηριότητας στην οποία επιβάλλονται οι απαιτήσεις που καλύπτονται από τον τομέα αυτόν.

150. Οι επιγραμμικές υπηρεσίες δεν προσφέρονται για υπαγωγή στην έννοια της εδαφικότητας: ο φορέας παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος σε ένα κράτος μέλος μπορεί να λειτουργεί σε διαρκή και συνεχή βάση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους χωρίς να εγκατασταθεί ή έστω να μεταβαίνει σε αυτό.

151. Όπως είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω σε άλλο πλαίσιο (76), όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, το διαδίκτυο έχει μεταβάλλει δραστικά τις κατηγορίες που έχουν καθιερωθεί στον «πραγματικό» κόσμο. Πράγματι, μολονότι η Συνθήκη συνδέει, αφενός, τη διαρκή άσκηση της δραστηριότητας σε ένα κράτος μέλος με μόνιμη εγκατάσταση στο ίδιο αυτό κράτος μέλος και, αφετέρου, την προσωρινή άσκηση της δραστηριότητας με την απουσία τέτοιας εγκατάστασης, εντούτοις το διαδίκτυο καθιστά δυνατή τη διαρκή άσκηση δραστηριότητας σε ένα κράτος μέλος χωρίς την ύπαρξη σταθερής εγκατάστασης σε αυτό.

152. Η υιοθέτηση της λογικής της ελευθερίας εγκατάστασης σε μια τέτοια περίπτωση θα οδηγούσε στο άτοπο ο φορέας παροχής υπηρεσιών ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος προορισμού της υπηρεσίας του να θεωρείται εντούτοις εγκατεστημένος σε αυτό και να οφείλει να συμμορφώνεται προς τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους όχι μόνον όσον αφορά τη δραστηριότητά του καθεαυτήν, αλλά και όσον αφορά τη σύσταση και τη λειτουργία της επιχείρησής του. Τούτο γίνεται δε ακόμη πιο άτοπο αν αναλογιστεί κανείς ότι οι δραστηριότητες που ασκούνται στο διαδίκτυο συχνά απευθύνονται σε πολλά ή και σε όλα τα κράτη μέλη.

153. Συγκεντρώνοντας τις σχετικές διατάξεις υπό τον τίτλο «Εσωτερική αγορά» (77), η οδηγία 2000/31 δεν λαμβάνει ρητώς θέση ως προς τη διάκριση μεταξύ ελευθερίας εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της αρχής του ελέγχου στην πηγή, καθώς και για τους λόγους που εκτέθηκαν στα σημεία 149 έως 152 των παρουσών προτάσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο μηχανισμός του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 στηρίζεται στη λογική ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να πληροί τους όρους λειτουργίας στην αγορά τους οποίες θέτει το εκάστοτε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται. Αντιθέτως, στο μέτρο που ο μηχανισμός αυτός επιδιώκει να αποτρέψει μια τέτοια κατάσταση, ο συντονισμένος τομέας πρέπει να καλύπτει και τους όρους που καθορίζουν τη νομιμότητα της δραστηριότητας που ασκείται στην αγορά.

154. Τρίτον, η έκταση του συντονισμένου τομέα πρέπει να καλύπτει τους όρους που καθορίζουν τη νομιμότητα της δραστηριότητας μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας. Συγκεκριμένα, ο «μη εδαφικός» χαρακτήρας μιας τέτοιας δραστηριότητας καθιστά συχνά δυνατή, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την de facto στόχευση της πελατείας ενός κράτους μέλους χωρίς να προσκρούει στους περιορισμούς που απορρέουν από την έννοια του «εδάφους». Το γεγονός ότι ένας φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί, χωρίς να πληροί μία από τις απαιτήσεις αυτές, να συνεχίσει τη δραστηριότητά του στο έδαφος ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να αποκλείσει τη συγκεκριμένη απαίτηση από τον συντονισμένο τομέα.

155. Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι ο συντονισμένος τομέας καλύπτει τόσο τις απαιτήσεις ανάληψης όσο και τις απαιτήσεις άσκησης και η οδηγία 2000/31 δεν προσδίδει έννομες συνέπειες στη διάκριση αυτή, μπορεί εντούτοις να γίνει διάκριση μεταξύ τους. Πράγματι, αφενός, οι απαιτήσεις άσκησης, «όπως [οι] απαιτήσεις που αφορούν τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας [ή] την ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών» (78), έχουν ως αντικείμενο να υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ασκείται η δραστηριότητα μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά νόμιμο τρόπο, έναντι του κοινού, των καταναλωτών και άλλων οικονομικών φορέων. Επομένως, συνιστούν ρυθμίσεις του τρόπου άσκησης της δραστηριότητας αυτής ως προς την οριζόντια πτυχή της. Αφετέρου, οι απαιτήσεις ανάληψης αφορούν τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ο φορέας παροχής υπηρεσιών, κυρίως έναντι του κράτους μέλους και των αρχών του, για την έναρξη και την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά νόμιμο τρόπο, στο κράτος μέλος προέλευσης και, κατ’ επέκταση, στην αγορά οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.

156. Υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών πρέπει να καθοριστεί αν οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα.

3)      Εκτίμηση

157. Πρώτον, όσον αφορά την υποχρέωση εγγραφής στο ROC, η παράβαση της οποίας επισύρει σημαντικές κυρώσεις και στην οποία το κράτος μέλος προορισμού μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως, η υποχρέωση αυτή συνιστά απαίτηση που εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα.

158. Πράγματι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι ένας φορέας παροχής υπηρεσιών, χωρίς να εκπληρώσει την υποχρέωση εγγραφής στο ROC, μπορεί de facto να προβεί στην έναρξη και την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω απαίτηση δεν αφορά την ανάληψη της δραστηριότητας αυτής κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31. Εξάλλου, όσον αφορά την εγγραφή σε μητρώο, δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιηθεί κατά την έναρξη της δραστηριότητας: πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας αυτής προκειμένου η τελευταία να είναι νόμιμη.

159. Δεύτερον, όσον αφορά την υποχρέωση διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με τη δομή και την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες αυτές είναι χρήσιμες, ή ακόμη και αναγκαίες, προκειμένου η AGCOM να μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά της ρύθμισης, εποπτείας, επίλυσης διαφορών και επιβολής κυρώσεων. Συναφώς, σύμφωνα με την αρχή του ελέγχου της δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας στην πηγή, τα καθήκοντα αυτά εκτελούνται, προς το συμφέρον κάθε κράτους μέλους, από το κράτος μέλος προέλευσης. Επομένως, η υποχρέωση κοινοποίησης των πληροφοριών που καθιστούν δυνατή την άσκηση του εν λόγω ελέγχου πρέπει να εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα.

160. Τρίτον, όσον αφορά την οικονομική εισφορά, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, προορίζεται να καλύψει το συνολικό ποσό των διοικητικών δαπανών που προκαλούνται στην Ιταλία από την άσκηση των καθηκόντων ρύθμισης, εποπτείας, επίλυσης διαφορών και επιβολής κυρώσεων που έχουν ανατεθεί στην AGCOM. Το ύψος της καθορίζεται σε συνάρτηση με τα έσοδα που πραγματοποιούνται στο εν λόγω κράτος μέλος.

161. Η υποχρέωση καταβολής της εν λόγω εισφοράς αποτελεί επίσης απαίτηση που εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα. Συγκεκριμένα, αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας της διαρκούς πρόσβασης ενός φορέα παροχής υπηρεσιών στην αγορά ενός κράτους μέλους. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή του ελέγχου στην πηγή της δραστηριότητας παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η εισφορά αυτή πρέπει να ζητείται από τον φορέα ο οποίος, σύμφωνα με την ως άνω αρχή, πρέπει να ασκεί έλεγχο επί του παρόχου προς το συμφέρον του κράτους μέλους εγκατάστασής του και κάθε άλλου κράτους μέλους.

162. Λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας της οδηγίας 2000/31 την οποία προτείνω, οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις συνιστούν απαιτήσεις εμπίπτουσες στον συντονισμένο τομέα κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

γ)      Ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών

163. Περαιτέρω, τίθεται το ερώτημα αν η επιβολή των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεων σε φορέα παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών αυτών και, ως εκ τούτου, παρεκκλίνει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να προσδιοριστεί σε ποια περίπτωση ένα μέτρο που λαμβάνει το κράτος μέλος προορισμού περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Εν προκειμένω, τίθεται επίσης το ερώτημα αν η νομολογία σχετικά με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του μηχανισμού που θεσπίζεται με την οδηγία αυτή.

1)      Η μη εφαρμογή της νομολογιακής τάσης σχετικά με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ

164. Οι μετέχοντες στη διαδικασία παραπέμπουν, με τις παρατηρήσεις τους, σε μια νομολογιακή τάση σχετικά με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία δεν συνιστά περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου αυτού εθνική νομοθεσία η οποία δεσμεύει όλους τους φορείς που ασκούν δραστηριότητες επί του εθνικού εδάφους και δεν σκοπεί στη ρύθμιση των προϋποθέσεων που αφορούν την άσκηση της παροχής υπηρεσιών των οικείων επιχειρήσεων και της οποίας τα περιοριστικά αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είναι υπερβολικά αβέβαια και έμμεσα για να μπορεί η υποχρέωση την οποία θεσπίζει να θεωρηθεί ικανή να αποτελέσει εμπόδιο στην ανωτέρω ελευθερία (79).

165. Εντούτοις, εκτιμώ ότι η εν λόγω νομολογία δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31.

166. Συγκεκριμένα, αφενός, οι απαιτήσεις άσκησης που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα δεν μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της νομολογίας αυτής, στο μέτρο που, κατ’ εξοχήν, «σκοπούν στη ρύθμιση των προϋποθέσεων που αφορούν την άσκηση της παροχής υπηρεσιών των οικείων επιχειρήσεων».

167. Αφετέρου, και ακόμη πιο σημαντικό, όσον αφορά κάθε απαίτηση που εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πρόσβασης, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, μέσω μιας οδηγίας, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να εξειδικεύσει τους λεπτομερείς κανόνες για την άσκηση μιας θεμελιώδους ελευθερίας της εσωτερικής αγοράς και να θέσει όρους για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς αυτής ακόμη πιο ευνοϊκούς από εκείνους που προβλέπει το πρωτογενές δίκαιο.

168. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31, ο οποίος στηρίζεται στην ιδέα του ελέγχου στην πηγή και εισάγει την αρχή του κράτους μέλους προέλευσης καθώς και την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών μελών των προϋποθέσεων πρόσβασης και άσκησης (80). Η επιβολή απαιτήσεων που βαίνουν πέραν εκείνων που ισχύουν στο κράτος μέλος προέλευσης προσκρούει στην αρχή αυτή. Η ως άνω ερμηνεία αποτυπώνεται στη σχετική με τον μηχανισμό αυτόν νομολογία του Δικαστηρίου.

2)      Περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας υπό το πρίσμα της νομολογίας

169. Στην απόφαση eDate Advertising κ.λπ. (81), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών διασφαλίζεται, βάσει του μηχανισμού που καθιερώνει το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31, μέσω της υπαγωγής των υπηρεσιών αυτών στο νομικό καθεστώς του κράτους μέλους εγκατάστασης των φορέων παροχής τους. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω φορείς παροχής υπηρεσιών δεν μπορούν να υπόκεινται σε αυστηρότερες απαιτήσεις από εκείνες που προβλέπει το ουσιαστικό δίκαιο που ισχύει στα αντίστοιχα κράτη μέλη προέλευσής τους (82).

170. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Airbnb Ireland (83), το αιτούν δικαστήριο στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι τα επίμαχα εθνικά μέτρα που προέβλεπαν την υποχρέωση κατοχής επαγγελματικής ταυτότητας είχαν περιοριστικό χαρακτήρα για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Η παραδοχή αυτή επιβεβαιώθηκε ρητώς από το Δικαστήριο (84). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν ισχύει η απαίτηση κατοχής επαγγελματικής ταυτότητας, ιδίως, για παρόχους υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλος προορισμού, η απαίτηση αυτή καθιστά, ως εκ τούτου, δυσχερέστερη την παροχή υπηρεσιών στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος (85). Φρονώ ότι, με τη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο θέλησε να επισημάνει στον απόηχο της απόφασης eDate Advertising κ.λπ. (86), ότι η εν λόγω απαίτηση καθιστά την παροχή υπηρεσιών στο κράτος μέλος προορισμού πιο δυσχερή από ό,τι είναι στο κράτος μέλος προέλευσης σύμφωνα με τις ισχύουσες στο εν λόγω κράτος μέλος εθνικές διατάξεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα.

171. Στην απόφαση A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (87), το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά τέσσερις απαιτήσεις που θεσπίστηκαν από το κράτος μέλος προορισμού ότι, κατ’ ουσίαν, μια απαγόρευση ικανή να περιορίσει τη δυνατότητα του παρόχου υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να γίνει γνωστός στους δυνητικούς πελάτες του στο κράτος μέλος προορισμού ή να προσελκύσει τους πελάτες αυτούς και να προωθήσει την υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης των προϊόντων του πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζει την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

172. Μολονότι η διατύπωση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο διαφέρει από εκείνη των αποφάσεων eDate Advertising κ.λπ. (88) και Airbnb Ireland (89), το Δικαστήριο, στην απόφαση A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (90), ακολούθησε τη συλλογιστική των εν λόγω αποφάσεων. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητήθηκε ότι ο συγκεκριμένος πάροχος ασκούσε τη δραστηριότητά του σύμφωνα με τις εμπίπτουσες στον συντονισμένο τομέα απαιτήσεις που ίσχυαν στο κράτος μέλος προέλευσης (91). Επομένως, μια απαίτηση που έθετε αυστηρότερες προϋποθέσεις όσον αφορά τη συμπεριφορά του παρόχου παραβίαζε κατ’ ανάγκην το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 200/31. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ (92) για να διαπιστώσει αν τα επίμαχα εθνικά μέτρα ενείχαν περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 4, της εν λόγω οδηγίας.

173. Από τις τρεις αυτές αποφάσεις συνάγω ότι, στο έδαφος κράτους μέλους, η υπαγωγή της δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας σε απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα και οι οποίες βαίνουν πέραν εκείνων που ισχύουν στο κράτος μέλος προέλευσης περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία της υπηρεσίας αυτής και, ως εκ τούτου, μπορεί να απορρέει μόνον από μέτρο λαμβανόμενο βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31.

174. Εξάλλου, η εκτίμηση ότι η νομολογιακή τάση σχετικά με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, η οποία μνημονεύθηκε στο σημείο 164 των παρουσών προτάσεων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 φαίνεται να επιρρωννύεται από τη νομολογία σχετικά με την εν λόγω διάταξη του πρωτογενούς δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη απαίτηση αποτελούσε ήδη αντικείμενο ελέγχου στο κράτος μέλος προέλευσης.

3)      Νομολογία σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

175. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υποστήριξε, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπίστωσης παράβασης (93), ότι η υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο και οι σοβαρές κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής καθιστούσαν την εγγραφή στο εν λόγω μητρώο ουσιώδη προϋπόθεση για την άσκηση δραστηριοτήτων στο έδαφος του κράτους μέλους που προέβλεψε την εν λόγω υποχρέωση. Το Δικαστήριο, αφού επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι η επίμαχη υποχρέωση εφαρμοζόταν και σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος ο οποίος, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού, πληρούσε ήδη διατυπώσεις ισότιμες προς εκείνες που απαιτούνταν δυνάμει της εν λόγω υποχρέωσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ (94).

176. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και με οδηγία η οποία προβλέπει κατ’ ουσίαν σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης της επαγγελματικής πείρας που αποκτήθηκε στη χώρα προέλευσης, ότι η καθιερωθείσα από το κράτος μέλος υποδοχής διαδικασία χορήγησης άδειας δεν πρέπει ούτε να καθυστερεί ούτε να περιπλέκει την άσκηση του δικαιώματος ενός εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος προσώπου να παρέχει τις υπηρεσίες του εντός του πρώτου κράτους, εφόσον πραγματοποιήθηκε η εξέταση των προϋποθέσεων πρόσβασης στις σχετικές δραστηριότητες και διαπιστώθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Άπαξ πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, η τυχόν απαίτηση εγγραφής στο μητρώο βιοτεχνών του κράτους μέλους υποδοχής δεν μπορεί παρά να είναι αυτόματη, και δεν μπορεί ούτε να αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή υπηρεσιών ούτε να συνεπάγεται διοικητικά έξοδα για το σχετικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ούτε να δημιουργεί υποχρέωση καταβολής εισφορών στο βιοτεχνικό επιμελητήριο (95).

177. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει στο ίδρυμα που δραστηριοποιείται στο έδαφος του κράτους αυτού την υποχρέωση να υποβάλλει αναφορές περί «υπόπτων» πράξεων και τις «ζητούμενες» πληροφορίες απευθείας σε αρχή του κράτους μέλους υποδοχής συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον συνεπάγεται δυσκολίες και πρόσθετες δαπάνες για τις δραστηριότητες που ασκούνται υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και προστίθεται στους ελέγχους που ήδη πραγματοποιούνται εντός του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το εν λόγω ίδρυμα, αποθαρρύνοντας έτσι το ίδρυμα αυτό να ασκήσει τις εν λόγω δραστηριότητες (96).

178. Εν κατακλείδι, λαμβανομένης υπόψη της εκτίμησης που εκτίθεται στο σημείο 173 των παρουσών προτάσεων, η επιβολή των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεων σε φορέα παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών αυτών και, ως εκ τούτου, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31.

δ)      Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31

179. Τα μέτρα που εισάγουν παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να πληρούν τόσο τις ουσιαστικές όσο και τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2000/31. Οι εν λόγω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές (97).

180. Στο μέτρο που οι τυπικές προϋποθέσεις αφορούν την υποχρέωση κοινοποίησης, θα τις αναλύσω, μαζί με την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπει η οδηγία 2015/1535, στο τελευταίο μέρος των προτάσεών μου και θα εστιάσω στο σημείο αυτό μόνο στις ουσιαστικές προϋποθέσεις. Ωστόσο, πριν προβώ στην ανάλυσή τους, θα ήθελα να διατυπώσω μια παρατήρηση σχετικά με τη φύση των μέτρων παρέκκλισης.

1)      Η φύση των μέτρων παρέκκλισης

181. Σε διαφορετικό πλαίσιο, έχω ήδη προκρίνει την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία γενικές και αφηρημένες διατάξεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «μέτρα», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31. Επομένως, παραπέμπω στην ανάλυση που διαλαμβάνεται στις εν λόγω προτάσεις (98), στις οποίες κατέληξα στο συμπέρασμα, κατ’ ουσίαν, ότι τα προβλεπόμενα από τη συγκεκριμένη διάταξη μέτρα πρέπει να είναι αρκούντως στοχευμένα. Το Δικαστήριο ακολούθησε τα κύρια επιχειρήματα της εν λόγω ανάλυσης στην απόφαση Google Ireland κ.λπ. (99), σύμφωνα με την οποία η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στα «μέτρα που στρέφονται κατά συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τη διάταξη αυτή, γενικά και αφηρημένα μέτρα τα οποία αφορούν μια περιγραφόμενη με γενικούς όρους κατηγορία συγκεκριμένων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και εφαρμόζονται αδιακρίτως σε κάθε φορέα παροχής της εν λόγω κατηγορίας υπηρεσιών.

182. Εν προκειμένω, τα μέτρα με τα οποία ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει τις επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις αφορούν κάθε πάροχο επιγραμμικών υπηρεσιών, χωρίς καν να στοχεύουν συγκεκριμένο τομέα ή το κράτος μέλος προέλευσης των υπηρεσιών αυτών. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά δεν εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 και ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί, με τα εν λόγω μέτρα, να παρεκκλίνει από την αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας.

183. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν τα επίμαχα εθνικά μέτρα πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31. Εντούτοις, θα συνεχίσω την ανάλυσή μου χάριν πληρότητας και προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στους προβληματισμούς του αιτούντος δικαστηρίου καθώς και στα επιχειρήματα των διαδίκων.

184. Υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το εν λόγω περιοριστικό μέτρο πρέπει να είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, της προστασίας της δημόσιας υγείας, της δημόσιας ασφάλειας ή της προστασίας των καταναλωτών, να στρέφεται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει πράγματι τους στόχους αυτούς ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να τους βλάψει και να είναι ανάλογο προς τους εν λόγω στόχους. Θα εξετάσω τους ως άνω όρους με τη σειρά αυτή.

2)      Ο σκοπός των επίμαχων εθνικών μέτρων

185. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα επίμαχα εθνικά μέτρα θεσπίστηκαν με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150. Η Ιταλική Κυβέρνηση συμμερίζεται την άποψη αυτή και προσθέτει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν στον εντοπισμό και στη διαχείριση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (100).

186. Υπενθυμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 2019/1150 είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της δημιουργίας ενός δίκαιου, προβλέψιμου, βιώσιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός της εν λόγω αγοράς. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα εθνικά μέτρα αποσκοπούν στη διασφάλιση του σκοπού αυτού, δυσκολεύομαι να εντοπίσω τους λόγους βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκουν έναν από τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31.

187. Συγκεκριμένα, μπορούν εύκολα να αποκλειστούν οι σκοποί που αφορούν τη δημόσια τάξη, την προστασία της δημόσιας υγείας και τη δημόσια ασφάλεια. Αντιθέτως, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα κατά πόσον τα εθνικά αυτά μέτρα επιδιώκουν σκοπό σχετικό με την προστασία των καταναλωτών.

188. Ωστόσο, η προστασία των καταναλωτών δεν περιλαμβάνει την προστασία των επιχειρήσεων και ο κανονισμός 2019/1150 θεσπίζει μόνο κανόνες σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών και επαγγελματιών χρηστών.

189. Βεβαίως, για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του, ο κανονισμός 2019/1150 λαμβάνει υπόψη τον τόπο στον οποίο βρίσκονται οι καταναλωτές στους οποίους απευθύνονται οι δραστηριότητες των επαγγελματιών χρηστών (101). Επιπλέον, ο εν λόγω κανονισμός αναγνωρίζει, στην αιτιολογική σκέψη 3, την ύπαρξη μιας σχέσης μεταξύ «της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων» και της βελτίωσης της εμπιστοσύνης του καταναλωτή προς την οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών.

190. Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η σχέση αυτή είναι απλώς έμμεση. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι ο κανονισμός 2019/1150 επιβεβαιώνει ότι «οι απευθείας επιπτώσεις που η ανάπτυξη της οικονομίας των πλατφορμών αυτών έχει για τους καταναλωτές καλύπτονται από άλλους τομείς του ενωσιακού δικαίου, και ειδικότερα από το κεκτημένο σε θέματα προστασίας των καταναλωτών» (102).

191. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις δεν φαίνεται να επιδιώκουν κανέναν από τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31.

3)      Μέτρο που λαμβάνεται κατά υπηρεσίας που βλάπτει πράγματι έναν από τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31 ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους σκοπούς αυτούς.

192. Ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε η Ιταλική Κυβέρνηση παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την ουσιαστική προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2000/31.

193. Επομένως, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία που να του παρέχουν τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει λυσιτελώς το κανονιστικό περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης. Εν πάση περιπτώσει, ελλείψει στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι η επίμαχη υπηρεσία βλάπτει πράγματι ή ενδέχεται να βλάψει κάποιον από τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31, το κράτος μέλος προορισμού δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

4)      Αναλογικότητα

194. Όπως προκύπτει από την ανάλυσή μου, τα επίμαχα εθνικά μέτρα δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημεία i και ii, της οδηγίας 2000/31. Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αναλογικότητα των μέτρων αυτών. Εντούτοις, χάριν πληρότητας, θα αναλύσω εν συντομία την προϋπόθεση της αναλογικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της εν λόγω οδηγίας.

195. Δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης, κάθε μέτρο παρέκκλισης πρέπει να είναι ανάλογο προς έναν από τους στόχους που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31. Επιπλέον, ένα τέτοιο μέτρο πρέπει επίσης να είναι, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη, «αναγκαίο» για την επίτευξη του οικείου στόχου.

196. Υπό το πνεύμα αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, όσον αφορά τις δύο αυτές προϋποθέσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη η νομολογία σχετικά με τα άρθρα 34 και 56 ΣΛΕΕ προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα της επίμαχης εθνικής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που οι εν λόγω προϋποθέσεις συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες από την τήρηση των οποίων εξαρτάται κάθε εμπόδιο στις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στα εν λόγω άρθρα της Συνθήκης ΛΕΕ (103).

197. Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

198. Συναφώς, από τον κανονισμό 2019/1150 προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ του σκοπού του κανονισμού αυτού και της προστασίας των καταναλωτών είναι απλώς έμμεση και ότι «οι απευθείας επιπτώσεις που η ανάπτυξη της οικονομίας των πλατφορμών αυτών έχει για τους καταναλωτές καλύπτονται από άλλους τομείς του ενωσιακού δικαίου» (104). Επομένως, ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης θεωρεί ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού δεν είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών. Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

ε)      Προκαταρκτικό συμπέρασμα

199. Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μου σχετικά με την οδηγία 2000/31, τα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικά μέτρα δεν συνιστούν μέτρα παρέκκλισης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 (105) και, εν πάση περιπτώσει, δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη. Επομένως, τα εθνικά αυτά μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν στους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που είναι εγκατεστημένοι σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που τα έλαβε.

200. Εντούτοις, πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν το συμπέρασμα αυτό κλονίζεται από την οδηγία 2006/123 και, αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες υποχρεώσεις απορρέουν από τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150, από τον εν λόγω κανονισμό.

2.      Επί της οδηγίας 2006/123

201. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην οδηγία 2006/123 σε πολλά από τα προδικαστικά ερωτήματα (106).

202. Όπως προκύπτει από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, όλα αυτά τα ερωτήματα αφορούν το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη σέβονται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εδρεύουν. Η εν λόγω οδηγία ορίζει επίσης τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί να παρεκκλίνει από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Οι προϋποθέσεις αυτές διαφέρουν από εκείνες του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31.

203. Από την ανάλυσή μου προκύπτει ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν επιτρέπει την επιβολή των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεων σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν η οδηγία 2006/123 μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα της εφαρμογής του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31.

204. Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123 προβλέπει ότι οι διατάξεις των πράξεων που ρυθμίζουν τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών σε ειδικούς τομείς υπερισχύουν των διατάξεων της οδηγίας αυτής σε περίπτωση σύγκρουσης. Ο μηχανισμός του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 αφορά μόνον τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας και την ελεύθερη κυκλοφορία τους εντός της Ένωσης. Επομένως, η τελευταία αυτή διάταξη αφορά τόσο την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένο τομέα όσο και την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας. Επομένως, αποτελεί lex specialis σε σχέση με το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123 και υπερισχύει αυτού (107).

205. Ως εκ περισσού, ασφαλώς, όπως υποστηρίζουν και οι διάδικοι, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν υφίσταται εν προκειμένω «σύγκρουση», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123. Εντούτοις, εν πάση περιπτώσει, η οδηγία αυτή δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποτέλεσμα της εφαρμογής του μηχανισμού του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 ούτε να οδηγήσει στην επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα επίμαχα εθνικά μέτρα σε φορέα παροχής υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

206. Πράγματι, σε περίπτωση «σύγκρουσης», το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123 πρέπει να υποχωρήσει έναντι του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31. Ελλείψει «σύγκρουσης», ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι δύο αυτές διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν ταυτοχρόνως, η πρώτη δεν μπορεί να επισκιάσει το γεγονός ότι τα επίμαχα εθνικά μέτρα δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει η δεύτερη.

207. Επομένως, παρέλκει η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την οδηγία 2006/123.

3.      Επί του άρθρου 56 ΣΛΕΕ

208. Όπως επισήμανα στο σημείο 129 των παρουσών προτάσεων, τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών παραπέμπουν τόσο στις οδηγίες 2000/31 και 2006/123 όσο και στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

209. Εντούτοις, η ερμηνεία των εν λόγω οδηγιών αρκεί για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα ο οποίος έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης σε ενωσιακό επίπεδο πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, αλλά αυτές του εν λόγω μέτρου εναρμόνισης (108). Στον βαθμό που οι εν λόγω οδηγίες προσδιορίζουν τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς οι οποίες καθορίζονται από το πρωτογενές δίκαιο, παρέλκει η εξέταση του τελευταίου. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που αφορούν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ για την έκδοση απόφασης από το αιτούν δικαστήριο.

4.      Επί της επιρροής του κανονισμού 2019/1150

210. Απομένει ακόμη το ζήτημα αν, στο πλαίσιο του μηχανισμού του άρθρου 3, της οδηγίας 2000/31, πρέπει να τύχουν διαφορετικής μεταχείρισης τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150. Η ανάλυση του ζητήματος αυτού παρουσιάζει διττό ενδιαφέρον.

211. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως επισήμανα ήδη στο πρώτο μέρος των παρουσών προτάσεων, τα επίμαχα στην υπόθεση C-663/22 και, κατ’ επέκταση, στην υπόθεση C-665/22 εθνικά μέτρα δεν συνιστούν μέτρα εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 (109). Ωστόσο, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί τις εκτιμήσεις μου στην υπόθεση C-665/22, η οποία αφορά πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει αν η έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής των μέτρων αυτών στον εν λόγω πάροχο τίθεται εν αμφιβόλω λόγω του γεγονότος ότι τα συγκεκριμένα μέτρα αποτελούν μέτρα εφαρμογής του ως άνω κανονισμού.

212. Αφετέρου, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις που καλύπτονται από τις παρούσες προτάσεις, στο μέτρο που αυτές αφορούν την υποχρέωση εγγραφής στο ROC και καταβολής οικονομικής εισφοράς.

213. Συναφώς, αφενός, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/31 ορίζει ότι η οδηγία αυτή συμπληρώνει το ισχύον δίκαιο της Ένωσης περί υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και δεν θίγει το επίπεδο προστασίας, ιδίως της δημόσιας υγείας και των συμφερόντων του καταναλωτή, όπως θεσπίζεται σε πράξεις της Ένωσης και στις εθνικές νομοθετικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή τους «στο μέτρο που δεν περιορίζεται έτσι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας». Αφετέρου, από το άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1150 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου.

214. Είναι προφανές ότι η οδηγία 2000/31 έχει εφαρμογή στον τομέα αυτόν. Επομένως, ένα μέτρο εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 δεν υπερισχύει του μηχανισμού του άρθρου 3 της ως άνω οδηγίας. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι θεσπίστηκαν εθνικά μέτρα με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού αυτού δεν μπορεί να επηρεάσει την έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής των μέτρων αυτών που απορρέει από τον εν λόγω μηχανισμό.

5.      Πρόταση

215. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα προδικαστικά ερωτήματα στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22 και στην υπόθεση C-665/22, όπως αναδιατυπώθηκαν στο σημείο 138 των παρουσών προτάσεων, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα με τα οποία ένα κράτος μέλος επιβάλλει σε φορέα παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος α) υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο, β) υποχρέωση διαβίβασης σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή του, γ) υποχρέωση διαβίβασης σχετικών πληροφοριών για την οικονομική του κατάσταση και δ) υποχρέωση καταβολής οικονομικής εισφοράς, πέραν της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων αυτών. Το γεγονός ότι τα εν λόγω εθνικά μέτρα θεσπίστηκαν με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 δεν μπορεί να επηρεάσει την έλλειψη δυνατότητας εφαρμογή τους στον ως άνω φορέα παροχής υπηρεσιών.

Δ.      Επί των υποχρεώσεων προηγούμενης κοινοποίησης των εθνικών μέτρων που προβλέπουν οι οδηγίες 2000/31 και 2015/1535

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων

216. Αρκετά από τα προδικαστικά ερωτήματα στις υπό κρίση υποθέσεις σχετικά με τους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στο αντίστοιχο κράτος μέλος προέλευσής τους αφορούν τις υποχρεώσεις προηγούμενης κοινοποίησης που προβλέπουν οι οδηγίες 2000/31 και 2015/1535 (110).

217. Από πρακτικής απόψεως, η ανάλυση των ερωτημάτων αυτών είναι περιττή αν το Δικαστήριο συμμεριστεί την άποψή μου όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2000/31.

218. Συγκεκριμένα, τα επίμαχα εθνικά μέτρα φαίνεται να επιβάλλουν απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31, και περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Επομένως, από την άποψη της οδηγίας αυτής, τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν στους φορείς παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο που έλαβε τα μέτρα αυτά.

219. Εξάλλου, φρονώ ότι τα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικά μέτρα δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, για τον λόγο ότι τα μέτρα αυτά έχουν γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα (111). Εν πάση περιπτώσει, η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζει τη διαπίστωση που διατυπώνεται στο σημείο 217 των παρουσών προτάσεων. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να καταστρατηγήσει τον μηχανισμό του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής και να επιβάλει απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα με ένα γενικό και αφηρημένο μέτρο.

220. Ωστόσο, χάριν πληρότητας και για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί την ανάλυσή μου σχετικά με την οδηγία 2000/31, θα εξετάσω στη συνέχεια τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία και από την οδηγία 2015/1535.

2.      Έκθεση του προβλήματος

221. Η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποίησης που προβλέπουν οι οδηγίες 2000/31 και 2015/1535 συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των οικείων μέτρων έναντι των ιδιωτών (112).

222. Βεβαίως, η παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης που προβλέπει η οδηγία 2000/31 συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του εθνικού μέτρου έναντι των φορέων παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους προέλευσης, ενώ η παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης που προβλέπει η οδηγία 2015/1535 συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω μέτρου έναντι των φορέων παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε οποιοδήποτε κράτος μέλος. Ωστόσο, όλες οι υποθέσεις στις οποίες το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει ερώτημα σχετικά με την υποχρέωση κοινοποίησης (πλην της υποθέσεως C-663/22) αφορούν παρόχους υπηρεσιών εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη πλην της Ιταλίας.

223. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρεώσεις κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την οδηγία 2000/31 ή σύμφωνα με την οδηγία 2015/1535.

224. Ωστόσο, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι τα επίμαχα εθνικά μέτρα δεν αποτελούν τεχνικούς κανόνες που πρέπει να κοινοποιούνται δυνάμει της οδηγίας 2015/1535. Προσθέτω ότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, η επιχειρηματολογία αυτή εγείρει ένα νέο ζήτημα σχετικά με την οριοθέτηση του περιεχομένου των υποχρεώσεων κοινοποίησης που προβλέπουν οι οδηγίες 2000/31 και 2015/1535.

225. Δεύτερον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα επίμαχα εθνικά μέτρα δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης για τον λόγο ότι συνιστούν μέτρα εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150.

226. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν τα δύο αυτά επιχειρήματα τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, το περιεχόμενο της υποχρέωσης κοινοποίησης που προβλέπεται τόσο από την οδηγία 2000/31 όσο και από την οδηγία 2015/1535 και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο του κανονισμού 2019/1150 στην ύπαρξη της υποχρέωσης αυτής.

3.      Η υποχρέωση κοινοποίησης υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/31

227. Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31, το οικείο κράτος μέλος, πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, πρέπει να έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο πάροχος της σχετικής υπηρεσίας την πρόθεσή του να λάβει συγκεκριμένα περιοριστικά μέτρα.

228. Το περιεχόμενο της υποχρέωσης κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/31 καθορίζεται, αφενός, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής καθώς και από την κεντρική έννοιά της, ήτοι την έννοια του «συντονισμένου τομέα», και, αφετέρου, από τη φύση των μέτρων με τα οποία ένα κράτος μέλος μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

229. Συγκεκριμένα, ο συντονισμένος τομέας, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31, καλύπτει τις απαιτήσεις γενικού χαρακτήρα και εκείνες που προβλέπονται ειδικά για τους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή για τις υπηρεσίες αυτές (άρθρο 2, στοιχείο ηʹ). Το κράτος μέλος προορισμού δεν μπορεί, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αυτών για λόγους που αφορούν τον συντονισμένο τομέα (άρθρο 3, παράγραφος 2). Επομένως, η υποχρέωση κοινοποίησης την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας καλύπτει μόνον τα μέτρα που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα και περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

230. Εξάλλου, το περιεχόμενο της υποχρέωσης κοινοποίησης καθορίζεται από τη φύση των μέτρων με τα οποία ένα κράτος μέλος μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που προέρχονται από κράτος μέλος. Από τις παρούσες προτάσεις προκύπτει ότι τα γενικά και αφηρημένα μέτρα τα οποία αφορούν μια περιγραφόμενη με γενικούς όρους κατηγορία συγκεκριμένων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και εφαρμόζονται αδιακρίτως σε κάθε φορέα παροχής της εν λόγω κατηγορίας υπηρεσιών δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «μέτρα» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 (113). Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από την απόφαση Google Ireland κ.λπ. , τα εν λόγω εθνικά μέτρα δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της ως άνω οδηγίας. Τα επίμαχα εθνικά μέτρα έχουν αυτόν τον γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα και φαίνεται να εφαρμόζονται αδιακρίτως σε κάθε φορέα παροχής ορισμένων κατηγοριών υπηρεσιών.

231. Κατά συνέπεια, αφενός, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν υπείχε υποχρέωση να κοινοποιήσει τα επίμαχα εθνικά μέτρα γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/31. Αφετέρου, και ακόμη πιο σημαντικό, τα εν λόγω μέτρα ουδόλως μπορούν να εφαρμοστούν στους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που είναι εγκατεστημένοι σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που τα έλαβε (114). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα εν λόγω εθνικά μέτρα αποτελούν μέτρα εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να επηρεάσει την έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής τους (115).

232. Η ανάλυσή μου θα μπορούσε να ολοκληρωθεί στο σημείο αυτό. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται και στην οδηγία 2015/1535, θα εξετάσω περαιτέρω το ζήτημα αν τα επίμαχα εθνικά μέτρα έπρεπε να κοινοποιηθούν δυνάμει της οδηγίας αυτής. Διευκρινίζω ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν επηρεάζει το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των εν λόγω εθνικών μέτρων έναντι των φορέων παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που είναι εγκατεστημένοι σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο που τα έλαβε.

4.      Η υποχρέωση κοινοποίησης υπό το πρίσμα της οδηγίας 2015/1535

233. Η υποχρέωση κοινοποίησης ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535, το οποίο προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι το κράτος μέλος οφείλει να γνωστοποιεί πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα.

234. Επομένως, η έννοια του «τεχνικού κανόνα» βρίσκεται στον πυρήνα της οδηγίας 2015/1535 και καθορίζει το περιεχόμενο της υποχρέωσης κοινοποίησης που επιβάλλει η οδηγία αυτή. Η ως άνω έννοια ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, για να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «τεχνικός κανόνας» μια εθνική ρύθμιση που άπτεται μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, δεν πρέπει μόνο να χαρακτηρίζεται ως «κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες», όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, αλλά να είναι επίσης υποχρεωτική de jure ή de facto, μεταξύ άλλων, για την παροχή της οικείας υπηρεσίας ή τη χρησιμοποίησή της σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του (116).

235. Κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες συνιστά, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2015/1535, η απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και την άσκησή τους, «ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες [αυτές]» (117).

236. Συναφώς, τα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικά μέτρα αφορούν ρητώς τις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και τις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης. Οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν, κατ’ εξοχήν, υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας (118).

237. Βεβαίως, τα επίμαχα εθνικά μέτρα απλώς επεκτείνουν τις προϋφιστάμενες υποχρεώσεις και στις δύο αυτές κατηγορίες φορέων παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν, πριν από τις τροποποιήσεις που επέφεραν τα μέτρα αυτά, οι εν λόγω υποχρεώσεις βάρυναν τους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Πράγματι, ο ορισμός της έννοιας του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες» δεν απαιτεί ένα εθνικό μέτρο να αφορά αποκλειστικώς τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας. Αρκεί το επίμαχο μέτρο να αφορά την υπηρεσία αυτή κατά τρόπο σαφή και εύστοχο , ακόμη και ως προς ορισμένες επί μέρους διατάξεις (119). Όπως επισήμανα στο σημείο 236 των παρουσών προτάσεων, τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

238. Επομένως, τα επίμαχα εθνικά μέτρα συνιστούν «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες», κατά την έννοια της οδηγίας 2015/1535. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα και, επομένως, πρέπει να θεωρηθούν ως «τεχνικοί κανόνες». Κατά συνέπεια, έπρεπε να κοινοποιηθούν βάσει της ως άνω οδηγίας. Σε αντίθετη περίπτωση, ένας ιδιώτης μπορεί να προβάλει το μη αντιτάξιμο των εν λόγω κανόνων έναντι αυτού.

239. Τέλος, απομένει να καθοριστεί αν παρά ταύτα μπορεί να γίνει επίκληση των επίμαχων εθνικών μέτρων έναντι ιδιώτη στην περίπτωση που συνιστούν μέτρα εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150.

240. Βεβαίως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2015/1535 προβλέπει ότι η υποχρέωση κοινοποίησης δεν εφαρμόζεται στις «νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών ή στις εκούσιες συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη μέλη [...] συμμορφώνονται προς τις πράξεις δεσμευτικού χαρακτήρα της Ένωσης που έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση [...] κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες».

241. Η εξαίρεση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2015/1535 καλύπτει τις εθνικές διατάξεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι θεσπίστηκαν για λόγους συμμόρφωσης με δεσμευτική πράξη του δικαίου της Ένωσης (120). Ωστόσο, όταν μια πράξη του δικαίου της Ένωσης αφήνει στα κράτη μέλη σημαντικό περιθώριο χειρισμών, τα εθνικά μέτρα εφαρμογής δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εθνικές διατάξεις που συμμορφώνονται προς την εν λόγω δεσμευτική πράξη (121).

242. Η μόνη διάταξη του κανονισμού 2019/1150 που περιέχει ακριβέστερες ενδείξεις όσον αφορά το περιθώριο χειρισμών των κρατών μελών είναι το άρθρο 15. Κατά το άρθρο αυτό, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, καθώς και να καθορίζει τους κανόνες με τους οποίους θεσπίζει τα (αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά) μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασης του κανονισμού αυτού και να διασφαλίζει την εφαρμογή τους. Αντιθέτως, καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν παρέχει ενδείξεις ως προς το περιθώριο χειρισμών που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη συλλογή των κρίσιμων για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού πληροφοριών.

243. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα εθνικά μέτρα δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2015/1535. Κατά συνέπεια, έπρεπε να κοινοποιηθούν βάσει της ως άνω οδηγίας. Σε αντίθετη περίπτωση, ένας ιδιώτης μπορεί να προβάλει το μη αντιτάξιμο των εν λόγω κανόνων έναντι αυτού.

VI.    Πρόταση

244. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) ως εξής:

1)      Στην υπόθεση C-663/22:

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1150 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και, ιδίως, τα άρθρα 15 και 16 αυτού

έχουν την έννοια ότι:

δεν δικαιολογούν τη θέσπιση εθνικής ρύθμισης η οποία επιβάλλει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης την υποχρέωση να υποβάλλουν περιοδικά αναφορά με πληροφορίες σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση και η οποία προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής.

Στο μέτρο που μια τέτοια ρύθμιση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, ο εν λόγω κανονισμός δεν αντιτίθεται στη ρύθμιση αυτή.

2)      Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22, καθώς και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22 και στην υπόθεση C‑665/22:

Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»)

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα με τα οποία ένα κράτος μέλος επιβάλλει σε φορέα παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος α) υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο, β) υποχρέωση διαβίβασης σχετικών πληροφοριών για την οργάνωσή του, γ) υποχρέωση διαβίβασης σχετικών πληροφοριών για την οικονομική του κατάσταση και δ) υποχρέωση καταβολής οικονομικής εισφοράς, και προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων αυτών.

Το γεγονός ότι τα εν λόγω εθνικά μέτρα θεσπίστηκαν με δεδηλωμένο σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 δεν μπορεί να επηρεάσει την έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής τους στον ως άνω φορέα παροχής υπηρεσιών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης (ΕΕ 2019, L 186, σ. 57).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).


5      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1).


6      Βλ. αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2000/31, η οποία αναφέρει ότι η οδηγία αυτή «δεν προδικάζει τυχόν μελλοντική εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ούτε μελλοντική νομοθεσία που θα θεσπιστεί σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο».


7      Βεβαίως, το Δικαστήριο δεν παραβλέπει την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, ιδίως, κατά την ερμηνεία της Συνθήκης (βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις X και Visser, C-360/15 και C-31/16, EU:C:2017:397, σημεία 1 έως 5). Ωστόσο, σε έναν εναρμονισμένο τομέα, είναι πιο δύσκολο να ληφθεί υπόψη η πραγματικότητα αυτή κατά περίπτωση και η παρέμβαση του Ευρωπαίου νομοθέτη είναι ακόμη πιο αναγκαία.


8      Βλ., ενδεικτικά, οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 335, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2012, L 18, σ. 7), και κανονισμό (ΕΕ) 2021/784 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2021, σχετικά με την πρόληψη της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο (ΕΕ 2021, L 172, σ. 79).


9      Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) (ΕΕ 2022, L 277, σ. 1).


10      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.


11      Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Airbnb Ireland και Airbnb Payments UK (C-83/21, EU:C:2022:1018, σκέψη 38).


12      Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2015/1535, όριζε τις «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» ως τις «υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας [98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18) (στο εξής: οδηγία 98/34)]». Από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2015/1535, η αναφορά αυτή πρέπει να νοείται ως αναφορά στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της τελευταίας αυτής οδηγίας.


13      Provvedimento presidenziale n. 14/21/PRES, recante «Misura e modalità di versamento del contributo dovuto all’[Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni (AGCOM)] per l’anno 2021 dai soggetti che operano nel settore dei servizi di intermediazione online e dei motori di ricerca online» (απόφαση του προέδρου αριθ. 14/21/PRES, «Ύψος και όροι καταβολής της οφειλόμενης στη [ρυθμιστική αρχή επικοινωνιών (AGCOM)] εισφοράς για το έτος 2021 από τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στον τομέα των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης»), της 5ης Νοεμβρίου 2021 (GURI αριθ. 304, της 23ης Δεκεμβρίου 2021) (στο εξής: απόφαση αριθ. 14/2021), η οποία κυρώθηκε από την AGCOM με την delibera n. 368/21/CONS (απόφαση αριθ. 368/21/CONS).


14      Delibera n. 200/21/CONS – Modifiche alla delibera n. 666/08/CONS recante «regolamento per la tenuta del [ROC]» a seguito dell’entrata in vigore della legge 30 dicembre 2020, n. 178, recante Bilancio di previsione dello Stato per l’anno finanziario 2021 e bilancio pluriennale per il triennio 2021-2023 (απόφαση αριθ. 200/21/CONS για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 666/08 μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αριθ. 178/2020) (στο εξής: απόφαση αριθ. 200/2021).


15      Delibera n. 161/21/CONS. Modifiche alla delibera n. 397/13 (απόφαση αριθ. 161/21/CONS, για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 397/13) (στο εξής: απόφαση αριθ. 161/2021).


16      Τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 322, της 30ής Δεκεμβρίου 2020.


17      Τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 169, της 25ης Αυγούστου 1997.


18      Το μέρος αυτό του νομικού πλαισίου είναι κρίσιμο για τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑662/22 και C-667/22, τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22 καθώς και, στο μέτρο που αφορά τον νόμο 178/2020, τις υποθέσεις C-663/22 και C-665/22.


19      GURI αριθ. 25, της 31ης Ιανουαρίου 2009.


20      Βλ. άρθρα 8 και 9 του παραρτήματος A της απόφασης αριθ. 666/2008.


21      Βλ. παράρτημα B και άρθρα 10 και 11 του παραρτήματος A της απόφασης αριθ. 666/2008.


22      Σχετικά με τη σημασία της απαγόρευσης αυτής για τις παρούσες προτάσεις, βλ. υποσημείωση 29.


23      Βλ. παράρτημα A της απόφασης αριθ. 666/2008 και, ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 5, και το άρθρο 9, παράγραφος 7.


24      Τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 211, της 29ης Δεκεμβρίου 2005.


25      Το μέρος αυτό του νομικού πλαισίου είναι κρίσιμο για τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑662/22 και C-667/22.


26      Το μέρος αυτό του νομικού πλαισίου είναι κρίσιμο για τις υποθέσεις C-663/22 και C-665/22.


27            Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003 (C-215/01, EU:C:2003:662).


28      Βλ. σημείο 58 των παρουσών προτάσεων.


29      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει, όπως προκύπτει από το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22, ότι απαγορεύεται στις εταιρίες που είναι εγγεγραμμένες στο ROC να πραγματοποιούν κέρδη που υπερβαίνουν ορισμένο ποσό (βλ. σημείο 21 των παρουσών προτάσεων). Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η EGVR προέβαλε την απαγόρευση αυτή στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Όπως και η Ιταλική Κυβέρνηση, το ως άνω θεσμικό όργανο επισημαίνει ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο δεν προβλέπει πλέον τέτοια απαγόρευση. Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που, αφενός, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει τον λόγο για τον οποίο εκτιμά ότι η απαγόρευση αυτή δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης και δεν εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου επ’ αυτής στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22 και, αφετέρου, δεν είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η εν λόγω απαγόρευση προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, θα εστιάσω στο γεγονός ότι η εγγραφή στο ROC συνεπάγεται τη διαβίβαση σημαντικών πληροφοριών σχετικά με τη δομή των εν λόγω παρόχων.


30      Συναφώς, διευκρινίζω ότι η αναφορά από το αιτούν δικαστήριο του άρθρου 1, παράγραφος 516, του νόμου 178/2020, στα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C-664/22 και C-666/22, είναι, κατά τη γνώμη μου, παντελώς αλυσιτελής. Η διάταξη αυτή, της οποίας το γράμμα δεν παρατίθεται καν στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, δεν φαίνεται να σχετίζεται με τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι «[ο]ι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν με την επιφύλαξη του άρθρου 27, παράγραφος 1-bis, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή [...]». Το συγκεκριμένο δε άρθρο του εν λόγω κώδικα αφορά την αρμοδιότητα για την άσκηση αγωγής κατά αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.


31      Πρβλ., όσον αφορά την οδηγία 2000/31 και το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, Viagogo (C-70/22, EU:C:2023:350, σκέψεις 25 έως 31 και 33). Όσον αφορά την οδηγία 2006/123, βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 36, τρίτη περίοδος, κατά την οποία «η έννοια του παρόχου δεν καλύπτει τα υποκαταστήματα εταιρειών τρίτων χωρών σε κράτος μέλος, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο [56 ΣΛΕΕ], η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών ισχύουν μόνο για τις εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της [Ένωσης]».


32      Ήτοι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑662/22 και C-667/22, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22, τα δύο προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-663/22, καθώς και το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-665/22.


33      Βλ. τη διατύπωση του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22.


34      Βλ. τη διατύπωση του πρώτου, του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-665/22. Στο ίδιο πνεύμα, η επίμαχη στις υποθέσεις C-663/22 και C-665/22 απόφαση αριθ. 161/2021, με την οποία η υποχρέωση διαβίβασης της IES επεκτάθηκε στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών, εκδόθηκε «προκειμένου να συλλέγονται σε ετήσια βάση σχετικές πληροφορίες και να λαμβάνονται μέτρα για τη διασφάλιση της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του [κανονισμού 2019/1150]» καθώς και (για) την «άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στην [AGCOM] με τον [νόμο 178/2020]». Βλ. σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.


35      Βλ. σημείο 77 των παρουσών προτάσεων.


36      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, και αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 2019/1150.


37      Βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ. (C-645/19, EU:C:2021:483, σκέψεις 109 και 110).


38      Βλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας (C-541/16, EU:C:2018:251, σκέψεις 31 έως 33).


39      Βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Ursa Major Services (C-814/18, EU:C:2020:27, σκέψη 35).


40      Πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, Finanzamt Österreich (Οικογενειακά επιδόματα για εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα) (C-372/20, EU:C:2021:962, σκέψη 48).


41      Βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Adidas (C-223/98, EU:C:1999:500, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


42      Βλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας (C-541/16, EU:C:2018:251, σκέψεις 49 και 50). Πρβλ., επίσης, διάταξη της 16ης Ιανουαρίου 2014, Dél-Zempléni Nektár Leader Nonprofit (C-24/13, EU:C:2014:40, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Βλ. αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 2019/1150.


44      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, και αιτιολογικές σκέψεις 7 και 51 του κανονισμού 2019/1150.


45      Βλ. άρθρο 16, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2019/1150


46      Βλ. άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/1150.


47      Βλ. άρθρο 16, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2019/1150.


48      Βλ. άρθρο 16, τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 2019/1150.


49      Βλ. άρθρο 16, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 2019/1150.


50      Η αιτιολογική σκέψη 46 του κανονισμού 2019/1150 αναφέρει ότι «[θ]α πρέπει να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την επαρκή και αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ήδη διαφορετικά συστήματα επιβολής, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να συγκροτήσουν νέους εθνικούς φορείς επιβολής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέσουν σε υφιστάμενες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, την επιβολή του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν αυτεπάγγελτη επιβολή ή να επιβάλλουν πρόστιμα».


51      Βλ. αιτιολογική σκέψη 46, τρίτη και τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 2019/1150.


52      Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 9, του κανονισμού 2019/1150.


53      Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1150.


54      Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/1150, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 45 αυτού.


55      Βλ. αιτιολογική σκέψη 45, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2019/1150.


56      Συγκεκριμένα, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/1150 προβλέπει ότι «[η] Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές και πληροφορίες μεταξύ τους βάσει μητρώων παράνομων πράξεων για τις οποίες έχει εκδοθεί δικαστική εντολή από εθνικά δικαστήρια, εκεί όπου έχουν δημιουργηθεί τέτοια μητρώα από αρμόδιους δημόσιους φορείς ή αρμόδιες αρχές».


57      Πρβλ. Franck, J.-U., «Individual Private Rights of Action under the Platform-to-Business Regulation», European Business Law Review, 2023, τόμος 34, αριθ.4, σ. 528.


58      Χάριν πληρότητας, ανάλογη επιχειρηματολογία επαναλαμβάνεται όσον αφορά την υποχρέωση των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών να εγγράφονται σε μητρώο συνεπαγόμενο τη διαβίβαση σημαντικών πληροφοριών για την οργάνωσή τους, η οποία μνημονεύεται σε άλλες υποθέσεις που καλύπτονται από τις παρούσες προτάσεις.


59      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1150.


60      Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ μνημονεύεται στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22, καθώς και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-665/22.


61      Είναι βεβαίως αληθές ότι στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22 αναφέρεται μόνο το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123, χωρίς να μνημονεύεται η οδηγία 2000/31. Εντούτοις, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις αυτές παραπέμπουν στην τελευταία αυτή οδηγία.


62      Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με εκείνη που ακολούθησε το Δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Airbnb Ireland και Airbnb Payments UK, C-83/21, EU:C:2022:1018, σκέψη 41) και του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31 [βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (C-649/18, EU:C:2020:764, σκέψη 46)].


63      Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, αυτό συμβαίνει στις υποθέσεις C-665/22 και C-666/22.


64      Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, αυτό συμβαίνει στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22 και στην υπόθεση C-664/22.


65      Βλ., όσον αφορά τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, ενδεικτικά, απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, Airbnb Ireland (C-674/20, EU:C:2022:303, σκέψη 31), και, όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται από τους εμπορικούς φορείς εκμετάλλευσης διαδικτυακών μηχανών αναζήτησης, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, VG Media (C‑299/17, EU:C:2019:716, σκέψη 30).


66      Βλ. άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31.


67      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31.


68      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31.


69      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση LEA (C-10/22, EU:C:2023:437, σημείο 49).


70      Αυτό έπραξε η AGCOM στην υπόθεση C-664/22. Βλ. σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.


71      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31.


72      Βλ. αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/31.


73      Πρβλ., επίσης, Crabit, E., «La directive sur le commerce électronique: le projet “Méditerranée”», Revue du droit de l’Union européenne, 2000, αριθ. 4, σ. 767.


74      Βλ. αιτιολογική σκέψη 21, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2000/31.


75      Βλ. άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2000/31.


76      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση LEA (C-10/22, EU:C:2023:437, σημεία 61, 63 και 64).


77      Τίτλος του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31. Η ασάφεια αυτή εκδηλώνεται στη νομική βάση της εν λόγω οδηγίας, η οποία αφορά τόσο την ελευθερία εγκατάστασης όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 1, 5 και 6 αυτής.


78      Βλ. άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο i, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31.


79      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2022, Instituto do Cinema e do Audiovisual (C‑411/21, EU:C:2022:836, σκέψη 29), η οποία αφορά τέλος με σκοπό τη χρηματοδότηση της προώθησης και της διάδοσης κινηματογραφικών και οπτικοακουστικών έργων Βλ. επίσης, όσον αφορά τις υποχρεώσεις σχετικά με τον φορολογικό τομέα που εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31, αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2022, Airbnb Ireland (C-674/20, EU:C:2022:303, σκέψη 42), και της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Airbnb Ireland και Airbnb Payments UK (C-83/21, EU:C:2022:1018, σκέψη 45).


80      Βλ. σημείο 136 των παρουσών προτάσεων.


81      Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011 (C-509/09 και C-161/10, EU:C:2011:685, σκέψη 66). Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, G (C-292/10, EU:C:2012:142, σκέψη 70).


82      Πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ. (C-509/12 και C-161/12, EU:C:2011:685, σκέψεις 66 και 67).


83      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (C-390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 71).


84      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C-390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 81).


85      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C-390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 82).


86      Πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011 (C-509/09 και C-161/10, EU:C:2011:685, σκέψη 66).


87      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C-649/18, EU:C:2020:764, σκέψεις 61 και 62).


88      Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011 (C-509/09 και C-161/10, EU:C:2011:685).


89      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (C-390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 71).


90      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C-649/18, EU:C:2020:764).


91      Βλ. σκέψη 7 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση αυτή, κατά την οποία «δεν αμφισβητείται ότι η [οικεία] εταιρία νομιμοποιείται να πωλεί φάρμακα στο κοινό στις Κάτω Χώρες όπου είναι νομίμως εγκατεστημένη».


92      Πρβλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Google Ireland κ.λπ. (C-376/22, EU:C:2023:467, σημείο 55).


93      Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-358/98, EU:C:2000:114, σκέψη 11).


94      Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-358/98, EU:C:2000:114, σκέψεις 13 και 14).


95      Βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Schnitzer (C-215/01, EU:C:2003:662, σκέψεις 36 και 37).


96      Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Jyske Bank Gibraltar (C-212/11, EU:C:2013:270, σκέψη 59).


97      Πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C-390/18, EU:C:2019:1112, σκέψεις 83 και 99).


98      Βλ. προτάσεις μου στις υποθέσεις Airbnb Ireland (C-390/18, EU:C:2019:336, σημεία 134 και 135), LEA (C-10/22, EU:C:2023:437, σημείο 51), και Google Ireland κ.λπ. (C-376/22, EU:C:2023:467, σημείο 54).


99      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023 (C-376/22, EU:C:2023:835, σκέψη 60).


100      Βλ. σημείο 120 των παρουσών προτάσεων.


101      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, και αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 2019/1150.


102      Βλ. αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 2019/1150.


103      Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (C-649/18, EU:C:2020:764, σκέψη 64).


104      Βλ. σημείο 190 των παρουσών προτάσεων.


105      Βλ. σημεία 181 και 182 των παρουσών προτάσεων.


106      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C-666/22, καθώς και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-665/22 αφορούν την οδηγία 2006/123.


107      Πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C-390/18, EU:C:2019:1112, σκέψεις 40 έως 42). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Star Taxi App (C-62/19, EU:C:2020:692, σημείο 90).


108      Βλ., όσον αφορά την οδηγία 2000/31, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (C-649/18, EU:C:2020:764, σκέψη 34), και, όσον αφορά την οδηγία 2006/123, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Rina Services κ.λπ. (C-593/13, EU:C:2015:399, σκέψεις 23 επ.).


109      Βλ. σημείο 125 των παρουσών προτάσεων.


110      Συγκεκριμένα, τις υποχρεώσεις αυτές αφορούν το δεύτερο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-662/22 και C-667/22, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-664/22 και C‑666/22, καθώς και το τρίτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-665/22.


111      Βλ. σημεία 181 και 182 των παρουσών προτάσεων.


112      Βλ., όσον αφορά τις οδηγίες 2000/31 και 2015/1535, αντιστοίχως, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C-390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 100), και της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Star Taxi App (C-62/19, EU:C:2020:980, σκέψη 57).


113      Βλ. σημεία 181 και 182 των παρουσών προτάσεων.


114      Βλ. σημείο 219 των παρουσών προτάσεων.


115      Βλ. σημείο 214 των παρουσών προτάσεων.


116      Βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Star Taxi App (C-62/19, EU:C:2020:980, σκέψη 61).


117      Το άρθρο 1 παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2015/1535 παρέχει, στο δεύτερο εδάφιό του, δύο πρόσθετες διευκρινίσεις συναφώς. Συγκεκριμένα, αφενός, ένας κανόνας θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας όταν, αν ληφθεί υπόψη η αιτιολογία και το κείμενό του, έχει συγκεκριμένο σκοπό και αντικείμενο, είτε εξ ολοκλήρου είτε σε επί μέρους διατάξεις, να ρυθμίσει με σαφή και εύστοχο τρόπο τις υπηρεσίες αυτές. Αφετέρου, ένας κανόνας δεν θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας όταν αφορά τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση.


118      Βλ. σημείο 134 των παρουσών προτάσεων.


119      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Falbert κ.λπ. (C‑255/16, EU:C:2017:983, σκέψεις 35 και 36), η οποία εκδόθηκε υπό το καθεστώς της οδηγίας που ίσχυε πριν από την οδηγία 2015/1535, ήτοι της οδηγίας 98/34, ότι εθνικός κανόνας που επιδιώκει σαφώς την επέκταση υφιστάμενου κανόνα σε υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.


120      Πρβλ., όσον αφορά το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34, το οποίο προέβλεπε παρόμοια εξαίρεση, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C-500/03, EU:C:2005:515, σκέψη 33).


121      Πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Unilever (C-443/98, EU:C:2000:496, σκέψη 29).