Language of document : ECLI:EU:C:2024:16

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C22/23

„Citadeles nekustamie īpašumi” SIA

κατά

Valsts ieņēmumu dienests

[αίτηση του Administratīvā rajona tiesa
(διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ – Έννοια του “φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών” – Ιδιοκτήτης ακινήτου που έχει συνάψει συμβάσεις μίσθωσης με νομικά πρόσωπα – Συγκατάθεση στην καταχώριση του εν λόγω ακινήτου ως καταστατικής έδρας – Άρθρο 4 – Επέκταση της έννοιας των “υπόχρεων οντοτήτων” σε επαγγελματικούς κλάδους ή κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός των αναφερομένων στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849»






I.      Εισαγωγή

1.        Πρέπει εκμισθωτής ο οποίος εκμισθώνει ακίνητο ιδιοκτησίας του σε εταιρία και ο οποίος έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από αυτήν του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής της έδρας να θεωρηθεί ως «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (2) και πρέπει, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστεί ως «υπόχρεη οντότητα» που οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία;

2.        Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το ερώτημα που καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά αίτηση του Administratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ μιας εταιρίας και της αρμόδιας αρχής της Λεττονίας σχετικά με πρόστιμο που της επέβαλε η δεύτερη για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο της έννοιας του «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» σύμφωνα με την οδηγία 2015/849, καθώς και να παράσχει διευκρινίσεις ως προς τη δυνατότητα των κρατών μελών να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας σε υπόχρεες οντότητες εκτός εκείνων που μνημονεύονται ρητώς σε αυτήν.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.»

5.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, και παράγραφος 7, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις ακόλουθες υπόχρεες οντότητες:

[...]

3)      στα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων:

α)      ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φορολογικούς συμβούλους, και κάθε άλλο πρόσωπο που δεσμεύεται να παρέχει, είτε άμεσα είτε μέσω άλλων προσώπων με τα οποία το εν λόγω άλλο πρόσωπο συνδέεται, υλική βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές σχετικά με φορολογικά θέματα, ως κύρια επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα·

β)      συμβολαιογράφους και άλλους ελεύθερους επαγγελματίες νομικούς, όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στον σχεδιασμό ή στη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:

i)      την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων·

[...]

γ)      φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευματικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου αʹ ή βʹ·

δ)      μεσίτες ακινήτων, μεταξύ άλλων όταν ενεργούν ως ενδιάμεσοι για την εκμίσθωση ακινήτων, αλλά μόνο σε σχέση με συναλλαγές για τις οποίες το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται σε 10 000 [ευρώ] ή περισσότερο·

[...]

7.      Κατά την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα που θεωρείται, λόγω της φύσεώς της, ιδιαίτερα επιδεκτική να χρησιμοποιηθεί ή να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»

6.        Το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

7)      ως “φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών” νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο μέσω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας παρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη:

α)      συστήνει εταιρίες ή άλλα νομικά πρόσωπα·

β)      ασκεί καθήκοντα διευθυντή ή γραμματέα εταιρίας, εταίρου προσωπικής εταιρίας ή κατόχου ανάλογης θέσης σε σχέση με άλλα νομικά πρόσωπα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει αντίστοιχα καθήκοντα·

γ)      παρέχει καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρία, προσωπική εταιρία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μηχανισμό·

δ)      ασκεί καθήκοντα καταπιστευματοδόχου σε εταιρεία ρητής καταπιστευματικής διαχείρισης (express trust) ή ανάλογο νομικό μόρφωμα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

ε)      ασκεί καθήκοντα μετόχου εξ ονόματος άλλου προσώπου, εκτός εταιρίας εισηγμένης σε ρυθμιζόμενη αγορά η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης κατά την ενωσιακή νομοθεσία ή υπόκειται σε ισοδύναμα διεθνή πρότυπα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα.»

7.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει του κινδύνου, ότι το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας επεκτείνεται στο σύνολό της ή εν μέρει σε επαγγελματικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων, εκτός των υπόχρεων οντοτήτων του άρθρου 2, παράγραφος 1, που ασχολούνται με δραστηριότητες ιδιαίτερα επιδεκτικές σε χρήσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.      Εφόσον κράτος μέλος επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε επαγγελματικούς κλάδους ή κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 2, παράγραφος 1, ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά.»

8.        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντός των ορίων της νομοθεσίας της Ένωσης.»

Β.      Το λεττονικό δίκαιο

9.        Στο λεττονικό δίκαιο οι διατάξεις σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας περιλαμβάνονται στον Noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas un terorisma un proliferācijas finansēšanas novēršanas likums (νόμο για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής), της 17ης Ιουλίου 2008 (3) (στο εξής: λεττονικός νόμος για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), ο οποίος τροποποιήθηκε με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μεταφορά της οδηγίας 2015/849 στη λεττονική έννομη τάξη.

10.      Ο νόμος αυτός, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει στο άρθρο 1, σημείο 10, την έννοια του «παρέχοντος υπηρεσίες για τη σύσταση και τη λειτουργία νομικού μορφώματος ή νομικού προσώπου». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πρόκειται για νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο συνάπτει επιχειρηματική σχέση με πελάτη και παρέχει, μεταξύ άλλων, κατά το στοιχείο γʹ της ίδιας διάταξης, «καταστατική έδρα, ταχυδρομική διεύθυνση, διεύθυνση του τόπου συναλλαγών και άλλες σχετικές υπηρεσίες σε νομικά μορφώματα ή νομικά πρόσωπα».

11.      Το άρθρο 3 του λεττονικού νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ορίζει τα εξής:

«(1)      Ως υπόχρεες οντότητες κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται τα πρόσωπα τα οποία ασκούν τις εξής οικονομικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες:

[...]

4)      οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και άλλοι ανεξάρτητοι φορείς παροχής νομικών υπηρεσιών, εφόσον, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό του πελάτη τους, παρέχουν συνδρομή στον σχεδιασμό ή στη διενέργεια συναλλαγών, συμμετέχουν σε αυτές ή ασκούν άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες που σχετίζονται με συναλλαγές προς όφελος των πελατών τους και αφορούν:

α)      την αγορά και πώληση ακινήτων [ή] εταιρικών μεριδίων σε εμπορικές εταιρίες,

[...]

5)      οι φορείς παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία νομικών μορφωμάτων ή νομικών προσώπων·

6)      οι μεσίτες ακινήτων.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η υπόθεση της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία της κύριας δίκης

12.      Η Citadeles nekustamie īpašumi SIA (στο εξής: Citadeles), προσφεύγουσα της κύριας δίκης, είναι εμπορική εταιρία καταχωρισμένη στη Λεττονία, της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αγορά και πώληση ακινήτων, καθώς και στην εκμίσθωση και διαχείριση των ακινήτων αυτών.

13.      Κατά το χρονικό διάστημα από τις 14 Σεπτεμβρίου 2021 έως τις 4 Φεβρουαρίου 2022, η Valsts ieņēmumu dienests (εθνική φορολογική αρχή, Λεττονία) (στο εξής: VID) διενήργησε έλεγχο στη Citadeles σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατόπιν του οποίου συντάχθηκε έκθεση ελέγχου.

14.      Στην εν λόγω έκθεση ελέγχου, η VID διαπίστωσε ότι η Citadeles είχε εκμισθώσει ακίνητο ιδιοκτησίας της συνάπτοντας συμβάσεις μίσθωσης με μισθωτές, συμπεριλαμβανομένων νομικών προσώπων και νομικών μορφωμάτων, τα οποία είχαν καταχωρίσει το συγκεκριμένο ακίνητο ως καταστατική τους έδρα.

15.      Σύμφωνα με τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης ελέγχου, η Citadeles είχε παραλείψει να δηλώσει στη VID τη δραστηριότητα του «παρέχοντος υπηρεσίες σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία νομικών μορφωμάτων ή νομικών προσώπων» βάσει του λεττονικού νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τον συγκεκριμένο νόμο.

16.      Βάσει των πορισμάτων αυτών, η VID, με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2022, επέβαλε στη Citadeles πρόστιμο ύψους 1 000 ευρώ λόγω μη τήρησης των απαιτήσεων του λεττονικού νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με απόφαση του γενικού διευθυντή της VID της 15ης Ιουνίου 2022 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

17.      Η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται στον ισχυρισμό της VID ότι η εμπορική δραστηριότητα της Citadeles συνιστά παροχή υπηρεσιών σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία νομικών μορφωμάτων ή νομικών προσώπων, δεδομένου ότι, με τις επίμαχες συμβάσεις μίσθωσης, η εν λόγω εταιρία είχε επιτρέψει στους μισθωτές να καταχωρίσουν το συγκεκριμένο ακίνητο ως καταστατική τους έδρα. Πρέπει, επομένως, κατά τη VID, να θεωρηθεί η Citadeles ως υπόχρεη οντότητα σύμφωνα με τον λεττονικό νόμο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

18.      Με προσφυγή που κατέθεσε η Citadeles στις 15 Ιουλίου 2022, ενώπιον του Administratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου), ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

19.      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Citadeles ισχυρίζεται ότι δεν έχει την ιδιότητα της υπόχρεης οντότητας κατά την έννοια της οδηγίας 2015/849 και του λεττονικού νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και ότι, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται να τηρεί τις απαιτήσεις του νόμου αυτού, αντιθέτως προς όσα διαπίστωσε η VID. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της, η Citadeles ασχολείται με τη διαχείριση και την εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων και δεν παρέχει «υπηρεσίες σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία νομικών μορφωμάτων ή νομικών προσώπων» κατά την έννοια του ως άνω νόμου. Η Citadeles υποστηρίζει ότι στις συναφθείσες συμβάσεις μίσθωσης ορίζεται απλώς ως δικαίωμα των μισθωτών η δυνατότητά τους να καταχωρίζουν το μίσθιο ως καταστατική τους έδρα και ότι η καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος δεν εξαρτάται από το εάν ο μισθωτής έχει καταχωρίσει ή όχι το μίσθιο ως καταστατική του έδρα. Η Citadeles ισχυρίζεται ότι δεν έχει αναλάβει να παρέχει, και δεν παρέχει, στους μισθωτές οποιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες εκτός από τη μίσθωση εγκαταστάσεων.

Β.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

20.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ορισμός του «παρέχοντος υπηρεσίες σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία νομικών μορφωμάτων ή νομικών προσώπων» κατά τον λεττονικό νόμο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αντιστοιχεί στον ορισμό του «φορέα παροχής [...] εταιρικών υπηρεσιών» του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2015/849.

21.      Εντούτοις, ούτε στη διάταξη αυτή ούτε και σε κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας 2015/849 διευκρινίζεται εάν ο όρος «εταιρικές υπηρεσίες», οι οποίες συνίστανται στην παροχή καταστατικής έδρας, επιχειρηματικής διεύθυνσης, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης και άλλων σχετικών υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά ειδική υπηρεσία η οποία δεν απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων ούτε συνδέεται με μια τέτοια συναλλαγή.

22.      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατά το λεττονικό δίκαιο, μέχρι τις 31 Ιουλίου 2021, μια εταιρία, προκειμένου να μπορεί να εγγραφεί στο εμπορικό μητρώο, έπρεπε υποχρεωτικώς να προσκομίσει την εκ μέρους του κυρίου του ακινήτου συγκατάθεση στην καταχώριση του μισθίου ως καταστατικής έδρας. Δεδομένου ότι οι συμβάσεις μίσθωσης που εξετάστηκαν από τη VID είχαν συναφθεί πριν από την 1η Αυγούστου 2021, η περιληφθείσα στις εν λόγω συμβάσεις συγκατάθεση της Citadeles θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απλή συγκατάθεση που είχε παρασχεθεί προς εκπλήρωση των απαιτήσεων του εμπορικού νόμου και όχι ως ειδική εταιρική υπηρεσία. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, από 1ης Αυγούστου 2021, η χορήγηση μιας τέτοιας συγκατάθεσης δεν είναι πλέον απαραίτητη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο εκμισθωτής ακινήτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φορέας παροχής εταιρικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2015/849.

23.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διακρίνει τις περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται καταστατική έδρα ως ειδικότερη υπηρεσία προκειμένου να αποκτηθεί μια διεύθυνση που να αντιστοιχεί είτε απλώς σε μια διεύθυνση «γραμματοκιβωτίου» είτε σε διεύθυνση στην οποία πραγματοποιούνται μεν ορισμένες συναλλαγές αλλά στην οποία το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα δεν ασκεί πραγματικά οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα σε καθημερινή βάση.

24.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ότι η έννοια του «φορέα παροχής [...] εταιρικών υπηρεσιών»,  κατά το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2015/849, δεν περιλαμβάνει την εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 8 και από άλλες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, από τις οποίες προκύπτει ότι η οδηγία τυγχάνει εφαρμογής στους συμβολαιογράφους και σε άλλους ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς, καθώς και στους μεσίτες ακινήτων, ενώ, αντιθέτως, οι φορείς παροχής εταιρικών υπηρεσιών θεωρούνται, βάσει της ίδιας οδηγίας, διακριτές οντότητες οι οποίες δεν έχουν σχέση με τις συναλλαγές επί ακινήτων.

25.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, της οδηγίας 2015/849, είναι δυνατή η ευρύτερη θεώρηση από τα κράτη μέλη των δραστηριοτήτων που ασκούνται από ιδιώτες και οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν στην επίτευξη παράνομου σκοπού. Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι δυνατόν να υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες ο εκμισθωτής ιδιόκτητων ακινήτων ενδέχεται να εμπλέκεται, κατά τη σύναψη συμβάσεων μίσθωσης, σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, προκειμένου δε να περιοριστεί το ενδεχόμενο τέτοιων περιπτώσεων, θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί και αυτός ως φορέας παροχής εταιρικών υπηρεσιών στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες εκμισθώνει ακίνητα ιδιοκτησίας του στον μισθωτή και ο μισθωτής καταχωρίζει τα εν λόγω ακίνητα ως καταστατική του έδρα και ασκεί σε αυτά εμπορική δραστηριότητα.

26.      Εξάλλου, τίθεται επίσης το ερώτημα εάν πρέπει να θεωρείται φορέας παροχής εταιρικών υπηρεσιών οποιοδήποτε πρόσωπο που εκμισθώνει ακίνητα ιδιοκτησίας του, ώστε, στην περίπτωση που ένα ακίνητο εκμισθώνεται από φυσικό πρόσωπο να πρέπει να ισχύουν για το εν λόγω πρόσωπο οι ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα.

27.       Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “φορέας παροχής [...] εταιρικών υπηρεσιών”, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι αφορά διαφορετική υπηρεσία η οποία δεν απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων ούτε συνδέεται με μια τέτοια συναλλαγή, ανεξαρτήτως του εάν ο εκμισθωτής έχει παράσχει ή όχι τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από τον μισθωτή του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής του έδρας και στη διενέργεια συναλλαγών σε αυτό;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει ο όρος “φορέας παροχής [...] εταιρικών υπηρεσιών”, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι, στην περίπτωση που το ακίνητο εκμισθώνεται από φυσικό πρόσωπο, θα πρέπει να ισχύουν για το εν λόγω πρόσωπο οι ίδιες προϋποθέσεις όπως και για το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα, ανεξαρτήτως των πραγματικών περιστάσεων, για παράδειγμα του αριθμού των ακινήτων που το εν λόγω φυσικό πρόσωπο κατέχει και εκμισθώνει, του ότι η δραστηριότητα της εκμίσθωσης του ακινήτου δεν συνδέεται με την οικονομική του δραστηριότητα, ή άλλων περιστάσεων;»

28.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Ιανουαρίου 2023. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Citadeles, η VID και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι διέθετε επαρκή στοιχεία ώστε να αποφανθεί επί της υποθέσεως χωρίς διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί από το Δικαστήριο εάν η έννοια του «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη σε ειδική υπηρεσία η οποία δεν απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη αποκλειστικά στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων ούτε συνδέεται με μια τέτοια συναλλαγή, ανεξαρτήτως του εάν ο εκμισθωτής έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από τον μισθωτή του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής του έδρας και στη διενέργεια συναλλαγών σε αυτό.

30.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, ως «“φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών” νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο μέσω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας παρέχει» υπηρεσία συνιστάμενη στην παροχή «καταστατικής έδρας, επιχειρηματικής διεύθυνσης, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρία, προσωπική εταιρία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μηχανισμό».

31.      Με το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί εάν, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια επιχείρηση παρέσχε «εταιρικές υπηρεσίες» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, λόγω του ότι εκμίσθωσε ακίνητο ιδιοκτησίας της σε εταιρίες, παρέχοντας ρητώς, με τις συμβάσεις μίσθωσης, τη συγκατάθεσή της στην καταχώριση από τις μισθώτριες εταιρίες του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής τους έδρας. Αν γινόταν δεκτό ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η εν λόγω επιχείρηση παρέσχε «εταιρικές υπηρεσίες» κατά την έννοια της οδηγίας 2015/849, τότε η συγκεκριμένη επιχείρηση θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «υπόχρεη οντότητα» και, ως εκ τούτου, θα όφειλε να είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ως άνω οδηγία, καθώς και από τις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο.

32.      Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, επιβάλλεται η ερμηνεία της έννοιας των «υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849.

2.      Επί της ερμηνείας του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849

33.      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης επιβάλλεται η συνεκτίμηση όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (4).

34.      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη γραμματική ανάλυση του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, επισημαίνεται ότι από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ρητώς ότι o ορισμός του είδους των «υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» (5) που διαλαμβάνεται σε αυτή αφορά υπηρεσία συνιστάμενη στην παροχή «καταστατικής έδρας, επιχειρηματικής διεύθυνσης, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών υπηρεσιών» για εταιρίες ή κάθε άλλο παρεμφερές νομικό μόρφωμα (6).

35.      Ωστόσο, μια υπηρεσία που συνίσταται στην παροχή «καταστατικής έδρας, επιχειρηματικής διεύθυνσης, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης» δεν συμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, με μια υπηρεσία συνιστάμενη απλώς στην εκμίσθωση ενός ακινήτου. Συγκεκριμένα, η πρώτη υπηρεσία έχει διαφορετικό και ευρύτερο περιεχόμενο.

36.      Η ύπαρξη καταστατικής έδρας ή, τουλάχιστον, επιχειρηματικής, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας και, γενικότερα, κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας. Η καταστατική έδρα είναι κατά κανόνα απαραίτητη για τη σύσταση και τη λειτουργία μιας εταιρίας, καθόσον επιτρέπει στις αρχές και σε κάθε άλλο πρόσωπο που έχει σχέση με την εταιρία να έρχεται σε επικοινωνία με αυτήν, έχοντας ένα σημείο επαφής για την παραλαβή της αλληλογραφίας ή για οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία.

37.      Επομένως, η υπηρεσία που συνίσταται στην παροχή «καταστατικής έδρας» ή «επιχειρηματικής διεύθυνσης, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης» συνεπάγεται την παροχή ενός σημείου επαφής για επαγγελματικούς ή διοικητικούς σκοπούς για την οικεία εταιρία ή το οικείο νομικό μόρφωμα. Αντιθέτως, το αντικείμενο της απλής εκμίσθωσης ακινήτου συνίσταται αποκλειστικά στην ανάληψη της υποχρέωσης απόδοσης της χρήσης του ακινήτου έναντι καταβολής μισθώματος για τη χρήση του ακινήτου αυτού.

38.      Ασφαλώς, μια υπηρεσία συνιστάμενη στην παροχή «καταστατικής έδρας» ή «επιχειρηματικής διεύθυνσης, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης» μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να περιλαμβάνει και την εκμίσθωση του ακινήτου που χρησιμοποιείται για την εγκατάσταση της εν λόγω έδρας ή που παρέχεται ως διεύθυνση. Ωστόσο, η εκμίσθωση του ακινήτου δεν είναι ούτε επαρκές ούτε απαραίτητο στοιχείο για αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Αφενός, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, η συγκεκριμένη υπηρεσία προϋποθέτει κάτι περισσότερο από την απλή εκμίσθωση του ακινήτου. Αφετέρου, είναι πολύ πιθανό μια επιχείρηση να αναλάβει την υποχρέωση να παράσχει καταστατική έδρα ή επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση σε ένα νομικό μόρφωμα χωρίς να συνάψει σύμβαση μίσθωσης με το τελευταίο για το ακίνητο στο οποίο εγκαθίσταται η έδρα ή το οποίο παρέχεται ως διεύθυνση.

39.      Εξάλλου, η χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» στο κείμενο του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 (7) καταδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να ορίσει το συγκεκριμένο είδος εταιρικών υπηρεσιών όχι αποκλειστικά ως περιοριζόμενο στη παροχή –βάσει μίσθωσης ή σε άλλη βάση– ενός χώρου στον οποίο η εταιρία ή η νομική οντότητα μπορεί να εγκαταστήσει την καταστατική της έδρα ή την επιχειρηματική, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνσή της, αλλά ότι απαίτησε περαιτέρω να παρέχονται και «οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες».

40.      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει ότι η απλή παραχώρηση της χρήσης ενός ακινήτου στο οποίο εγκαθίσταται η «καταστατική έδρα» ή το οποίο παρέχεται ως «επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση» δεν αρκεί για την ένταξη των υπηρεσιών στην έννοια των «εταιρικών υπηρεσιών», όπως αυτές ορίζονται στην επίμαχη διάταξη. Προς τούτο, αντιθέτως, είναι απαραίτητο να παρέχονται και «οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες», δηλαδή πρόσθετες υπηρεσίες οι οποίες –όπως προκύπτει από την απόδοση της προμνησθείσας διάταξης στη γερμανική γλώσσα (8)– πρέπει να είναι σχετικές με την παροχή καταστατικής έδρας ή επιχειρηματικής, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης.

41.      Επομένως, και υπό το πρίσμα αυτό, το είδος των υπηρεσιών στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 φαίνεται να διαφέρει ως προς τη φύση του από την απλή εκμίσθωση ακινήτων σε μια εταιρία. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη υπηρεσία απαιτεί, κατ’ αρχήν, ενεργότερη συμμετοχή εκ μέρους του εκμισθωτή, ο οποίος πρέπει να παρέχει και πρόσθετες υπηρεσίες που να είναι σχετικές με την παροχή του χώρου όπου είναι εγκατεστημένη η καταστατική έδρα ή μια επιχειρηματική, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση. Οι υπηρεσίες αυτές θα μπορούσαν, επί παραδείγματι, να περιλαμβάνουν υπηρεσίες συνιστάμενες στην παροχή ενός σημείου επαφής για τις διοικητικές δραστηριότητες της οντότητας, υπηρεσίες διαχείρισης αλληλογραφίας ή άλλες παρεμφερείς υπηρεσίες (9).

42.      Αντιθέτως, η απλή συγκατάθεση την οποία παρέχει ο εκμισθωτής στο πλαίσιο της σύμβασης μίσθωσης προκειμένου να καταχωρίσει ο μισθωτής το μισθωμένο ακίνητο ως καταστατική του έδρα και να διενεργεί συναλλαγές σε αυτό δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια των «οποιωνδήποτε άλλων σχετικών υπηρεσιών» κατά το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849. Πράγματι, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, στο πλαίσιο της σύμβασης μίσθωσης ενός ακινήτου, το δικαίωμα χρήσης της διεύθυνσης του μισθίου, μεταξύ άλλων, ως καταστατικής έδρας ή ως επιχειρηματικής, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης αποτελεί απλώς ένα παρεπόμενο δικαίωμα που απορρέει από την κύρια παροχή –ήτοι την παραχώρηση της χρήσης του συγκεκριμένου ακινήτου–, για την άσκηση του οποίου δεν απαιτείται η ενεργός συμμετοχή του εκμισθωτή. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται καν για υπηρεσία παρεχόμενη από τον εκμισθωτή αλλά απλώς για ρητή συγκατάθεση αυτού στη χρήση του ακινήτου για συγκεκριμένο σκοπό (10).

43.      Εξάλλου, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η συγκατάθεση αυτή είχε δοθεί λόγω της ύπαρξης διάταξης του εθνικού δικαίου –η οποία εν συνεχεία καταργήθηκε– βάσει της οποίας, για την καταχώριση εταιρίας στο εμπορικό μητρώο, απαιτούνταν η υποχρεωτική προσκόμιση της συγκατάθεσης του κυρίου του ακινήτου. Μια τέτοια ρητή συγκατάθεση ήταν, επομένως, de jure απαραίτητη σε όλες τις μισθώσεις ακινήτων σε εταιρίες οι οποίες είχαν την πρόθεση να εγκαταστήσουν την καταστατική τους έδρα στο μισθωμένο ακίνητο. Επομένως, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις αυτές, η εν λόγω συγκατάθεση συνιστά ένα είδος άδειας που χορηγείται προς ικανοποίηση εκ του νόμου απαιτήσεων και όχι μια υπηρεσία παρεχομένη προς εταιρίες. Εξάλλου, το γεγονός ότι, εν προκειμένω, το μισθωθέν ακίνητο αποτελεί τον τόπο από τον οποίο ασκείται πράγματι η εμπορική δραστηριότητα των οικείων εταιριών ενισχύει τον πραγματικό χαρακτήρα της επίμαχης συναλλαγής.

44.      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η γραμματική ανάλυση του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας της διατάξεως αυτής υπό την έννοια ότι το είδος των «εταιρικών υπηρεσιών» στο οποίο αναφέρεται η συγκεκριμένη διάταξη αφορά υπηρεσίες διαφορετικές από την απλή εκμίσθωση ακινήτου σε εταιρίες, τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν ο εκμισθωτής έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από τον μισθωτή του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής του έδρας. Αυτού του είδους οι υπηρεσίες δεν είναι, επομένως, δυνατό να ταυτίζονται με την απλή παραχώρηση της χρήσης του μισθωμένου ακινήτου.

45.      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 επιρρωννύεται και από τη συστηματική ερμηνεία των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.

46.      Ειδικότερα, όπως ορθώς παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι στις «υπόχρεες οντότητες» περιλαμβάνονται οι «συμβολαιογράφ[οι] και άλλ[οι] ελεύθερ[οι] επαγγελματίες νομικ[οί] όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας [...] στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στον σχεδιασμό ή στη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με [...] την αγορά και πώληση ακινήτων» και οι «μεσίτες ακινήτων, μεταξύ άλλων όταν ενεργούν ως ενδιάμεσοι για την εκμίσθωση ακινήτων, αλλά μόνο σε σχέση με συναλλαγές για τις οποίες το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται σε 10 000 [ευρώ] ή περισσότερο».

47.      Εν αντιθέσει, όμως, προς ό,τι ισχύει για αυτά τα είδη υπόχρεων οντοτήτων, το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 δεν συνδέει, πόσο μάλλον δεν εξαρτά τον ορισμό των «φορέων παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» από τις συναλλαγές επί ακινήτων. Η διαπίστωση αυτή συνηγορεί επίσης υπέρ της ερμηνείας της διατάξεως αυτής υπό την έννοια ότι οι υπηρεσίες που μνημονεύονται σε αυτήν είναι διαφορετικής φύσεως από την απλή εκμίσθωση ακινήτων σε εταιρίες.

48.      Όσον αφορά, τέλος, την τελολογική ερμηνεία, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η οδηγία 2015/849 έχει ως κύριο σκοπό να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δεδομένου ότι οι διατάξεις της αποβλέπουν στην καθιέρωση, σύμφωνα με μια προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, ενός συνόλου προληπτικών και αποτρεπτικών μέτρων, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ροές παράνομου χρήματος να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη (11).

49.      Συναφώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος ένας εκμισθωτής, στο πλαίσιο της εκμίσθωσης ακινήτου ιδιοκτησίας του σε νομικά πρόσωπα ή νομικά μορφώματα που έχουν καταχωρίσει το συγκεκριμένο ακίνητο ως καταστατική τους έδρα, να εμπλέκεται σε δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ένας τέτοιος κίνδυνος θα μπορούσε, ιδίως, να υφίσταται στην περίπτωση των αποκαλούμενων «οντοτήτων-γραμματοθυρίδων», ήτοι νομικών προσώπων ή νομικών μορφωμάτων τα οποία δεν ασκούν καμία επιχειρηματική δραστηριότητα στους μισθωμένους χώρους και τα οποία τους χρησιμοποιούν αποκλειστικά για την τύποις καταχώριση της καταστατικής έδρας τους. Ειδικότερα, η καταχώριση ενός νομικού μορφώματος, η οποία κανονικά επιδιώκεται για νόμιμους λόγους, ενδέχεται να γίνεται και καταχρηστικά, με μοναδικό σκοπό, παραδείγματος χάριν, την απόκτηση πρόσβασης στο εθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω του ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού για την κατάθεση κεφαλαίων, ακόμη και αν δεν υφίσταται πραγματικός δεσμός με την οικεία χώρα.

50.      Εντούτοις, αφενός, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στα σημεία 38 και 41 των παρουσών προτάσεων, η απλή εκμίσθωση ενός ακινήτου δεν αρκεί για τη σύσταση «οντότητας-γραμματοθυρίδας», καθόσον άλλες πρόσθετες υπηρεσίες –όπως αυτές που παρατίθενται στα παραδείγματα του σημείου 41– είναι αναγκαίες προς τούτο. Επομένως, το γεγονός ότι ο εκμισθωτής, ο οποίος απλώς εκμισθώνει ακίνητο ιδιοκτησίας του σε εταιρία ή σε άλλη νομική οντότητα που έχει εγκαταστήσει σε αυτό την καταστατική έδρα της, δεν χαρακτηρίζεται ως «υπόχρεη οντότητα» κατά την οδηγία 2015/849 δεν φαίνεται κατ’ αρχήν να δημιουργεί κίνδυνο καταστρατήγησης των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.

51.      Αφετέρου, και υπό την επιφύλαξη των εκτιμήσεων στις οποίες θα προβώ στα σημεία 55 επ. των παρουσών προτάσεων, συμμερίζομαι την άποψη που εκθέτει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, κατά την οποία τυχόν ερμηνεία της επίμαχης διάταξης υπό την έννοια ότι κάθε εκμισθωτής ακινήτου ιδιοκτησίας του ο οποίος το εκμισθώνει σε εταιρία που έχει την καταστατική της έδρα στο συγκεκριμένο ακίνητο και ασκεί σε αυτό τη δραστηριότητά της πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «υπόχρεη οντότητα» κατά την έννοια της οδηγίας 2015/849 και, ως εκ τούτου, να υπόκειται στις απαιτήσεις που απορρέουν από τη διαλαμβανόμενη στην εν λόγω οδηγία ρύθμιση δεν θα συνέβαλλε κατ’ ανάγκην στην επίτευξη των σκοπών της, όπως αυτοί εκτίθενται στο σημείο 48 κατωτέρω. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα συνεπαγόταν την επέκταση της έννοιας της «υπόχρεης οντότητας» και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή σε πολύ μεγάλο αριθμό υποκειμένων, των οποίων η δραστηριότητα –δηλαδή η απλή εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων– δεν είναι, κατ’ αρχήν, ιδιαίτερα πιθανό να συνδέεται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

52.      Υπό τις συνθήκες αυτές, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα κατά πόσον μια τέτοια ερμηνεία της επίμαχης διάταξης είναι συμβατή με τις επιταγές που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι η ερμηνεία αυτή είναι κατάλληλη να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και ότι δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών (12).

53.      Από τη γραμματική, συστηματική και τελολογική ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι ο όρος «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι αφορά ειδική υπηρεσία η οποία δεν είναι δυνατόν να απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη απλώς στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων, τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν ο εκμισθωτής έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από τον μισθωτή του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής του έδρας και στη διενέργεια συναλλαγών σε αυτό.

3.      Επί της επεκτάσεως από τα κράτη μέλη του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2015/849 σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων

54.      Τούτων δοθέντων, πρέπει περαιτέρω να επισημανθεί ότι στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης και τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 7, της οδηγίας 2015/849. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, ο θεμιτός σκοπός περί αποτροπής της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθιστά δυνατή μια ευρεία θεώρηση από τα κράτη μέλη των δραστηριοτήτων που ασκούνται από ιδιώτες και που μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη παράνομων σκοπών. Επομένως, προκειμένου να περιοριστεί το ενδεχόμενο ο εκμισθωτής ενός ακινήτου ιδιοκτησίας του να εμπλέκεται, όταν συνάπτει συμβάσεις μίσθωσης, σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυτός ως φορέας παροχής εταιρικών υπηρεσιών.

55.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει επισημανθεί από το Δικαστήριο, η οδηγία 2015/849 προβαίνει απλώς σε ελάχιστη εναρμόνιση, δεδομένου ότι το άρθρο της 5 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, καθόσον οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην ενίσχυση της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντός των ορίων του δικαίου της Ένωσης (13).

56.      Με πάγια πλέον νομολογία του, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η φράση «αυστηρότερες διατάξεις» κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/849 μπορεί να αφορά όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες τα κράτη μέλη εκτιμούν ότι ενέχουν αυξημένο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 5 περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», του κεφαλαίου I, που επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», της οδηγίας αυτής, τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις διατάξεις που εμπίπτουν στον τομέα τον οποίο διέπει η συγκεκριμένη οδηγία (14).

57.      Επομένως, η οδηγία 2015/849 καταλείπει ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τόσο τον προσδιορισμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας όσο και τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη, την αποφυγή ή τουλάχιστον την παρακώλυση τέτοιων δραστηριοτήτων (15).

58.      Επιπλέον, η οδηγία 2015/849 αναγνωρίζει περαιτέρω ότι τα κράτη μέλη μπορεί να ενδιαφέρονται με διαφορετικό τρόπο για διαφορετικούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι μπορεί να εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη κατάσταση κάθε κράτους μέλους και μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με πλείονες παραμέτρους, όπως η γεωγραφική θέση ή η οικονομική ή κοινωνική κατάστασή του (16).

59.      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που τους καταλείπεται στο συγκεκριμένο τομέα, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2015/849 θεωρώντας ως «υπόχρεες οντότητες» επαγγελματικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός εκείνων που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης στο κάθε κράτος μέλος.

60.      Εντούτοις, η σχετική προς τούτο διάταξη της οδηγίας 2015/849 δεν είναι εκείνη την οποία παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι το άρθρο 2, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, η συγκεκριμένη διάταξη δεν αφορά τον προσδιορισμό των υπόχρεων οντοτήτων αλλά την αξιολόγηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποκλειστικά για τους σκοπούς του άρθρου 2.

61.      Αντιθέτως, η σχετική διάταξη είναι το άρθρο 4 της οδηγίας 2015/849, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει του κινδύνου, ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας επεκτείνεται στο σύνολό της ή εν μέρει σε επαγγελματικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων, εκτός των υπόχρεων οντοτήτων του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας που ασχολούνται με δραστηριότητες ιδιαίτερα επιδεκτικές σε χρήσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

62.      Από την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 2 προκύπτει ότι, εφόσον κράτος μέλος επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2015/849 σε επαγγελματικούς κλάδους ή κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 2, ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά.

63.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2015/849 δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να λάβει χώρα μια τέτοια επέκταση. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του δυναμικού χαρακτήρα τόσο των οικονομικών σχέσεων όσο και των εγκληματικών δραστηριοτήτων, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό ότι το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε οι αρχές της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο να μην καθορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες κατά τρόπο εξαντλητικό τους επαγγελματικούς κλάδους και τις κατηγορίες επιχειρήσεων που αποτελούν υπόχρεες οντότητες, υπό την προϋπόθεση ότι οι λοιπές υπόχρεες οντότητες, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849, στις οποίες επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας αυτής, διευκρινίζονται μεταγενέστερα με πράξεις που δεν έχουν κατ’ ανάγκην τυπική ισχύ νόμου, πλην όμως δημοσιεύονται προσηκόντως (17).

64.      Εντούτοις, η επέκταση από τα κράτη μέλη της έννοιας της «υπόχρεης οντότητας» σε οντότητες εκτός των αναφερομένων στην οδηγία 2015/849 είναι δυνατή μόνον εφόσον, πρώτον –όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής–, οι οντότητες αυτές «ασχολούνται με δραστηριότητες ιδιαίτερα επιδεκτικές σε χρήσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» και, δεύτερον, η επέκταση αυτή πραγματοποιείται με αυστηρή τήρηση του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ που διασφαλίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

65.      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει in concreto εάν, στο πλαίσιο της λεττονικής έννομης τάξης, πρέπει μια επιχείρηση όπως η Citadeles, η οποία απλώς εκμίσθωσε ακίνητο ιδιοκτησίας της και, προς τούτο, συνήψε συμβάσεις μίσθωσης με μισθωτές, παρέχοντας ρητώς τη συγκατάθεσή της στην καταχώριση από τους μισθωτές του εν λόγω ακίνητου ως καταστατικής τους έδρας, να θεωρηθεί ότι ανήκει σε επαγγελματικό κλάδο ή σε κατηγορία επιχειρήσεων που δεν υπάγονται στις υπόχρεες οντότητες του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849, στον οποίο επαγγελματικό κλάδο ή κατηγορία επιχειρήσεων η Δημοκρατία της Λεττονίας έχει επεκτείνει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας, το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που προβλέπει η προμνησθείσα οδηγία.

66.      Συναφώς, είναι εντούτοις αμφίβολον κατά πόσον ισχύει αυτό. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέφερε ρητώς ότι δεν είχε λάβει καμία πληροφόρηση από την Κυβέρνηση της Λεττονίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849, ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας είχε επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους ή κατηγορίες επιχειρήσεων, και συγκεκριμένα στα πρόσωπα που εκμισθώνουν ακίνητα ιδιοκτησίας τους.

4.      Πρόταση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

67.      Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι αφορά ειδική υπηρεσία η οποία δεν είναι δυνατό να απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη απλώς στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων, τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν ο εκμισθωτής έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από τον μισθωτή του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής του έδρας και στη διενέργεια συναλλαγών σε αυτό.

Β.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

68.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ο όρος «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που το ακίνητο εκμισθώνεται από φυσικό πρόσωπο, ισχύουν για το εν λόγω πρόσωπο οι ίδιες προϋποθέσεις όπως και για το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα, ανεξαρτήτως των πραγματικών περιστάσεων, όπως επί παραδείγματι του αριθμού των ακινήτων που το εν λόγω φυσικό πρόσωπο κατέχει και εκμισθώνει, του ότι η δραστηριότητα της εκμίσθωσης του ακινήτου δεν συνδέεται με την οικονομική του δραστηριότητα, ή άλλων περιστάσεων.

69.      Δεδομένου ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε για την περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, εφόσον το Δικαστήριο ερμηνεύσει το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849 υπό την έννοια που πρότεινα στο σημείο 67 των παρουσών προτάσεων, παρέλκει η απάντηση στο συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα.

70.      Εν πάση περιπτώσει, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτο. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά, έστω και εν μέρει, εκμίσθωση ακινήτου από φυσικό πρόσωπο.

71.      Επομένως, τυχόν απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υπό τις περιστάσεις αυτές θα ισοδυναμούσε προδήλως με διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί υποθετικού ζητήματος, κατά παράβαση της αποστολής που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (18).

V.      Πρόταση

72.      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία) ως εξής:

Ο όρος «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής,

έχει την έννοια ότι:

αφορά ειδική υπηρεσία η οποία δεν είναι δυνατό να απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη απλώς στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων, τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν ο εκμισθωτής έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από τον μισθωτή του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής του έδρας και στη διενέργεια συναλλαγών σε αυτό.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018 (ΕΕ 2018, L 156, σ. 43) (στο εξής: οδηγία 2015/849).


3      Latvijas Vēstnesis, 2008, αριθ. 116.


4      Βλ., προσφάτως, αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2023, VB (Ενημέρωση του ερήμην καταδικασθέντος) (C‑430/22 και C‑468/22, EU:C:2023:458, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 81).


5      Στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και εʹ, της οδηγίας 2015/849 ορίζονται άλλων ειδών «υπηρεσίες καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών».


6      Η υπογράμμιση δική μου.


7      Πρέπει συναφώς να σημειωθεί ότι σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις της επίμαχης διάταξης χρησιμοποιείται κατά τα φαινόμενα ένας συμπλεκτικός σύνδεσμος που αντιστοιχεί στη λέξη «et» της γαλλικής γλώσσας. Επί παραδείγματι, στην απόδοση στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται η λέξη «y», στη γερμανική γλώσσα η λέξη «und», στην αγγλική γλώσσα η λέξη «and», στην ιταλική και την πορτογαλική γλώσσα η λέξη «e», στη λιθουανική γλώσσα η λέξη «ir», στην ολλανδική γλώσσα η λέξη «en», στην πολωνική γλώσσα η λέξη «i», στη ρουμανική γλώσσα η λέξη «și» και στη σλοβακική γλώσσα η λέξη «a».


8      Στην απόδοση στη γερμανική γλώσσα του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε τους όρους «und anderer damit zusammen hängender Dienstleistungen», δηλαδή κατά λέξη «και άλλες σχετικές υπηρεσίες», ήτοι σχετικές με την παροχή «καταστατικής έδρας, επιχειρηματικής διεύθυνσης, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης». Η εξέταση της απόδοσης στην αγγλική γλώσσα, στην οποία χρησιμοποιείται η φράση «other related services», της απόδοσης στην πολωνική γλώσσα, στην οποία χρησιμοποιείται η φράση «i innych pokrewnych usługdocume», καθώς και της απόδοσης στην ισπανική, την ιταλική και την πορτογαλική γλώσσα επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη ερμηνεία.


9      Άλλες πρόσθετες υπηρεσίες, που συνήθως προσφέρονται στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να περιλαμβάνουν την ειδική υπηρεσία προώθησης τηλεομοιοτυπίας και τηλεφωνικών κλήσεων, τη συγκέντρωση τραπεζικών καταστάσεων, τη διάθεση αιθουσών συνεδριάσεων για τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ή άλλων διοικητικών οργάνων της εταιρίας, την επαφή με εξειδικευμένους φορείς παροχής άλλων υπηρεσιών, όπως, επί παραδείγματι, υπηρεσιών ταξινόμησης αυτοκινήτων.


10      Ελλείψει ρητής απαγόρευσης στη σύμβαση μίσθωσης, θα μπορούσε μάλιστα να θεωρηθεί ότι η συγκατάθεση αυτή παρέχεται από τον εκμισθωτή σιωπηρώς, στον βαθμό που αφορά χρήση του μισθίου η οποία δεν είναι εκτός της συνήθους χρήσης.


11      Βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψεις 33 και 34 και μνημονευόμενη νομολογία).


12      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2023, PrivatBank κ.λπ. (C‑78/21, EU:C:2023:137, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 46).


14      Βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 47), και, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 77).


15      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:381, σημεία 44 επ.).


16      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:381, σημείο 45).


17      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 51). Συναφώς, βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, το σκεπτικό που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας G. Pitruzzella στην υπόθεση Rodl & Partner (C‑562/20, EU:C:2022:381, σημεία 54 έως 57).


18      Βλ., αντί πολλών, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ. (C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψεις 82 και 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).