Language of document : ECLI:EU:C:2024:49

Υπόθεση C128/21

Lietuvos notarų rūmai κ.λπ.

κατά

Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba

(αίτηση του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Έννοιες της “επιχειρήσεως” και των “αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων” – Αποφάσεις του συμβολαιογραφικού συλλόγου κράτους μέλους περί καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των αμοιβών – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Απαγόρευση – Απουσία δικαιολογητικού λόγου – Πρόστιμο – Επιβολή στην ένωση επιχειρήσεων και τα μέλη της – Αυτουργός της παραβάσεως»

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Παραδεκτό – Ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης – Ερωτήματα που αφορούν την ουσία της υποθέσεως – Παραδεκτά ερωτήματα

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 42-44)

2.        Συμπράξεις – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών – Κριτήρια εκτιμήσεως – Εκτίμηση βάσει της συνδρομής πλειόνων παραγόντων οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην καθοριστικοί – Συμπράξεις οι οποίες εκτείνονται σε ολόκληρο το έδαφος κράτους μέλους

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 48-54)

3.        Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Επιχείρηση – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Έννοια – Δραστηριότητα συμβολαιογράφου – Ελεύθερο επάγγελμα – Εμπίπτει

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 55-59)

4.        Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Επιχείρηση – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Δραστηριότητες που άπτονται της ασκήσεως προνομιών δημόσιας εξουσίας – Δεν εμπίπτουν – Δραστηριότητες συμβολαιογράφου στον τομέα των ακινήτων – Δραστηριότητες που μπορούν να διαχωριστούν από την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας – Εμπίπτουν

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 61-68, διατακτ. 1)

5.        Συμπράξεις – Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων – Έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων – Επαγγελματικός σύλλογος – Κριτήρια εκτιμήσεως – Συμβολαιογραφικός Σύλλογος κράτους μέλους – Απουσία κρατικής επέμβασης ή ελέγχου – Εμπίπτει – Δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να ελέγξουν τη νομιμότητα των αποφάσεων του εν λόγω συλλόγου – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 70-82)

6.        Συμπράξεις – Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων – Έννοια – Κανόνες οι οποίοι εναρμονίζουν τον τρόπο υπολογισμού του ύψους των αμοιβών των συμβολαιογράφων κράτους μέλους και οι οποίοι θεσπίζονται από τον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο του εν λόγω κράτους μέλους – Δεσμευτικός χαρακτήρας – Εμπίπτουν

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 83-87, διατακτ. 2)

7.        Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διάκριση μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό παράβαση – Επαρκής διαπίστωση

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 91-93)

8.        Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων – Κανόνες οι οποίοι καθιερώνουν μηχανισμό υπολογισμού του ύψους των αμοιβών των συμβολαιογράφων ο οποίος επιβάλλει στους συμβολαιογράφους, για ορισμένες δραστηριότητες, να επιλέγουν την υψηλότερη τιμή – Οριζόντιος καθορισμός των τιμών – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 94-96, 104, 105, διατακτ. 3)

9.        Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων – Κανόνες οι οποίοι καθιερώνουν μηχανισμό υπολογισμού του ύψους των αμοιβών των συμβολαιογράφων ο οποίος επιβάλλει στους συμβολαιογράφους, για ορισμένες δραστηριότητες, να επιλέγουν την υψηλότερη τιμή – Δικαιολόγηση υπό το πρίσμα θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος – Προϋπόθεση – Απουσία περιορισμού ως εκ του αντικειμένου – Εξαίρεση – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 §§ 1 και 3 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 97-103)

10.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 109-112)

11.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Ένωση επιχειρήσεων – Καταλογισμός της παραβάσεως στην ένωση επιχειρήσεων που θεωρείται αυτουργός της παραβάσεως καθώς και στις επιχειρήσεις μέλη του οργάνου διοικήσεως της εν λόγω ενώσεως – Επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην παράβαση αποκλειστικώς ως μέλη της εν λόγω ενώσεως – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση υπό το πρίσμα του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου – Αποκλείεται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 113-121, 129, διατακτ. 4)

12.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Κύκλος εργασιών που μπορεί να ληφθεί υπόψη – Κύκλος εργασιών του συνόλου των επιχειρήσεων που συνιστούν ένωση επιχειρήσεων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

(βλ. σκέψεις 123-128)

Σύνοψη

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας, στο εξής: αιτούν δικαστήριο), το Δικαστήριο διευκρίνισε σε ποιο βαθμό οι αποφάσεις μιας επαγγελματικής οργάνωσης, όπως ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος κράτους μέλους, οι οποίες αποσκοπούν στη ρύθμιση του τρόπου υπολογισμού του ύψους των αμοιβών που οφείλονται για την άσκηση από τους συμβολαιογράφους ορισμένων δραστηριοτήτων, εμπίπτουν στην απαγόρευση των περιοριστικών του ανταγωνισμού αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, που προβλέπεται στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρίνισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέλη ενός τέτοιου συλλόγου μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού την οποία διέπραξε η ένωση.

Εν προκειμένω, το όργανο διοικήσεως του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Λιθουανίας, ήτοι το προεδρείο, θέσπισε κανόνες για την αποσαφήνιση των μεθόδων υπολογισμού των αμοιβών που οφείλονται στους συμβολαιογράφους για την άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων τους (1) (στο εξής: διευκρινιστικές αποφάσεις). Δυνάμει των εν λόγω διευκρινιστικών αποφάσεων, το ποσό των αμοιβών που χρεώνουν οι συμβολαιογράφοι καθορίζεται στο υψηλότερο ποσό της κλίμακας τιμών που προβλέπεται από τον προσωρινό πίνακα αμοιβών που καταρτίζει ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.

Η Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba (Επιτροπή Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στο εξής: Επιτροπή Ανταγωνισμού), εκτιμώντας ότι, με την έκδοση των εν λόγω διευκρινιστικών αποφάσεων, ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, ενεργώντας μέσω του οργάνου διοικήσεώς του, ήτοι του προεδρείου, και τα μέλη του προεδρείου είχαν εμμέσως καθορίσει το ύψος των αμοιβών που χρέωναν οι συμβολαιογράφοι και, επομένως, είχαν παραβεί, μεταξύ άλλων, το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, επέβαλε στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο και στους οκτώ συμβολαιογράφους που είναι μέλη του προεδρείου του κυρώσεις, και δη πρόστιμα, με απόφαση της 26ης Απριλίου 2018.

Η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν οι αποδέκτες της εν λόγω αποφάσεως έγινε εν μέρει δεκτή σε πρώτο βαθμό. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα προδικαστικά ερωτήματα.

Με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, αν οι συμβολαιογράφοι της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, όταν ασκούν τις δραστηριότητες τις οποίες αφορούν οι επίμαχες διευκρινιστικές αποφάσεις, πρέπει να θεωρούνται «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εν συνεχεία, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν οι διευκρινιστικές αποφάσεις πρέπει να χαρακτηριστούν ως περιοριστικές του ανταγωνισμού αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων και, τέλος, σε περίπτωση που γίνει δεκτός ο ως άνω χαρακτηρισμός, αν είναι δυνατή η επιβολή προστίμων τόσο στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο όσο και σε καθέναν από τους συμβολαιογράφους μέλη του προεδρείου του.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο εξετάζει αν πρέπει να αποκλειστεί εκ προοιμίου η εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζουν ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος και η Λιθουανική Κυβέρνηση, οι διευκρινιστικές αποφάσεις δεν είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι διευκρινιστικές αυτές αποφάσεις καλύπτουν το σύνολο του εδάφους της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στο μέτρο που, ως αποφάσεις του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, είναι υποχρεωτικές για το σύνολο των συμβολαιογράφων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος. Επομένως, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση των αγορών σε εθνικό επίπεδο και, ως εκ τούτου, την παρεμπόδιση της οικονομικής αλληλοδιείσδυσης που επιδιώκει η Συνθήκη ΛΕΕ. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έννοια του «εμπορίου μεταξύ κρατών μελών» δεν περιορίζεται στο διασυνοριακό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, αλλά έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, το οποίο καλύπτει κάθε διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της εγκατάστασης. Ακόμη δε και αν ένας συμβολαιογράφος δεν θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να παρέχει υπηρεσίες σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το επάγγελμα του συμβολαιογράφου υπόκειται, κατ’ αρχήν, στην ελευθερία εγκατάστασης. Ωστόσο, κανόνες όπως οι διευκρινιστικές αποφάσεις, οι οποίες αφορούν μια θεμελιώδη πτυχή της ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος στο οικείο κράτος μέλος, μπορούν κατ’ αρχήν να επηρεάσουν αισθητά την επιλογή των υπηκόων άλλων κρατών μελών να εγκατασταθούν στο πρώτο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσουν το εν λόγω επάγγελμα. Εξάλλου, υπήκοοι κρατών μελών άλλων από τη Δημοκρατία της Λιθουανίας μπορούν να προσφεύγουν στις υπηρεσίες των συμβολαιογράφων που είναι εγκατεστημένοι στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος. Επομένως, οι επίμαχες στην κύρια δίκη διευκρινιστικές αποφάσεις, στο μέτρο που θα έπρεπε να χαρακτηριστούν ως συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων ή αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, το Δικαστήριο εξετάζει, κατά πρώτον, το ζήτημα αν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ μπορεί να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης. Προς τούτο, το Δικαστήριο εξετάζει, πρώτον, αν οι συμβολαιογράφοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις, δεύτερον, αν ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων και, τρίτον, αν οι επίμαχες στην κύρια δίκη διευκρινιστικές αποφάσεις πρέπει να θεωρηθούν ως αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων.

Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι συμβολαιογράφοι που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος κράτους μέλους πρέπει να χαρακτηρίζονται ως επιχειρήσεις όταν ασκούν δραστηριότητες όπως οι μνημονευόμενες στις διευκρινιστικές αποφάσεις. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που οι συμβολαιογράφοι ασκούν ελεύθερο επάγγελμα το οποίο συνεπάγεται, ως κύρια δραστηριότητα, την παροχή πλειόνων διαφορετικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής, ασκούν, κατ’ αρχήν, οικονομική δραστηριότητα Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει (2) ότι δραστηριότητες όπως αυτές που μνημονεύονται στις διευκρινιστικές αποφάσεις (3) δεν εμπίπτουν, κατά τρόπο άμεσο και ειδικό, στην άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας, η οποία δεν έχει οικονομικό χαρακτήρα.

Περαιτέρω, ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος είναι ένωση επιχειρήσεων και όχι δημόσια αρχή. Λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, ο εν λόγω σύλλογος έχει τα χαρακτηριστικά οργάνωσης επιφορτισμένης με τη ρύθμιση του επαγγέλματος, ως τέτοια δε οργάνωση υπόκειται στην εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού. Εξάλλου, το προεδρείο αποτελείται αποκλειστικώς από μέλη του οικείου επαγγέλματος, τα οποία εκλέγονται αποκλειστικώς από τους συναδέλφους τους, ενώ το Λιθουανικό Δημόσιο δεν παρεμβαίνει ούτε στον διορισμό των εν λόγω μελών ούτε στη λήψη των αποφάσεών του. Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι τα λιθουανικά δικαστήρια δύνανται να ελέγχουν τη νομιμότητα των αποφάσεων του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου δεν συνεπάγεται ότι ο εν λόγω σύλλογος λειτουργεί υπό τον πραγματικό έλεγχο του κράτους,

Τέλος, κανόνες όπως οι διευκρινιστικές αποφάσεις συνιστούν αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, ήτοι αποφάσεις οι οποίες αποτελούν έκφραση της βουλήσεως των εκπροσώπων των μελών ενός επαγγέλματος να επιτύχουν από τα μέλη αυτά την υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο πλαίσιο της οικονομικής τους δραστηριότητας. Εξάλλου, ο καθορισμός της τιμής μέσω δεσμευτικής πράξεως πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά απόφαση, υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο, έχοντας διαπιστώσει ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη διευκρινιστικές αποφάσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, εξετάζει αν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη διευκρινιστικές αποφάσεις εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθόσον μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», ο οποίος απαγορεύεται από την εν λόγω διάταξη. Πράγματι, ένας μηχανισμός υπολογισμού του ύψους των αμοιβών, όπως αυτός ο οποίος προβλέπεται από τις διευκρινιστικές αποφάσεις, οδηγεί ακριβώς στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών των σχετικών υπηρεσιών.

Συναφώς, το επιχείρημα του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου και της Λιθουανικής Κυβέρνησης ότι οι διευκρινιστικές αυτές αποφάσεις επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς δεν δύναται να ευδοκιμήσει στην προκειμένη περίπτωση. Ασφαλώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως από την απόφαση Wouters κ.λπ. (4), προκύπτει ότι ορισμένες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές μπορούν να θεωρηθούν ότι δικαιολογούνται από την επιδίωξη θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συμπεριφορές, αυτές καθεαυτές, δεν είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό και ότι η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό έχουν δεόντως τεκμηριωθεί. Ωστόσο, η εν λόγω νομολογία δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση συμπεριφορών οι οποίες είναι σε τέτοιο βαθμό επιζήμιες για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ως «αντικείμενο» την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευσή του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τέτοιες συμπεριφορές, μπορεί να γίνει επίκληση μόνον της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

Κατά τρίτον, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού δύναται να επιβάλει πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο, ως ένωση επιχειρήσεων που διέπραξε την παράβαση, καθώς και σε κάθε συμβολαιογράφο μέλος του οργάνου διοικήσεως της εν λόγω ενώσεως.

Ως προς το σημείο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, εφόσον αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν, κατ’ αρχήν, να επιβάλουν στον αυτουργό της παραβάσεως πρόστιμο αρκούντως αποτρεπτικό και σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, «ένωση επιχειρήσεων», όπως ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, μπορεί να συνιστά τον αυτουργό παραβάσεως της εν λόγω διατάξεως.

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαπιστωθείσα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συνίσταται στην έκδοση των διευκρινιστικών αποφάσεων, οι οποίες αποτελούν αποφάσεις του προεδρείου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Ωστόσο, οι αποφάσεις του προεδρείου δεσμεύουν τον εν λόγω Σύλλογο, οπότε οι αποφάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως αποφάσεις του ίδιου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Επομένως, ο τελευταίος πρέπει να θεωρηθεί ως ο αυτουργός της παραβάσεως που διαπίστωσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην υπόθεση της κύριας δίκης.

Όσον αφορά τους συμβολαιογράφους που απαρτίζουν το προεδρείο, αυτοί προκύπτει ότι ενήργησαν αποκλειστικώς υπό την ιδιότητά τους ως μελών του προεδρείου, χωρίς να έχουν μετάσχει με άλλον τρόπο στην κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσα παράβαση. Εντούτοις, η Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε επιβάλει ατομικά πρόστιμα στα μέλη του προεδρείου, με σκοπό τη διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος των επιβληθεισών για την εν λόγω παράβαση κυρώσεων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το ισχύον κατά τον χρόνο εκείνο λιθουανικό δίκαιο, δεν ήταν δυνατή η επιβολή στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο και μόνον ενός προστίμου αρκούντως υψηλού ώστε να έχει το αποτρεπτικό αυτό αποτέλεσμα.

Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της προσωπικής ευθύνης, η οποία επιτάσσει την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού μόνο στην οντότητα που την διέπραξε, αντιτίθεται στην ως άνω προσέγγιση. Εξάλλου, το γεγονός ότι το ισχύον κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης λιθουανικό δίκαιο δεν προέβλεπε τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως του κύκλου εργασιών των μελών του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου για τον υπολογισμό του προστίμου το οποίο έπρεπε να του επιβάλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεν εμπόδιζε την ως άνω εθνική αρχή ανταγωνισμού να λάβει υπόψη τον εν λόγω κύκλο εργασιών. Συγκεκριμένα, τόσο από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσο και από το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 (5), το οποίο είναι επίσης κρίσιμο για τον προσδιορισμό των εξουσιών των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν ιδίως η παράβαση που διέπραξε η ένωση επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, το πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί στην εν λόγω ένωση πρέπει, προς τον σκοπό καθορισμού αποτρεπτικής κυρώσεως, να υπολογίζεται με βάση τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε το σύνολο των επιχειρήσεων μελών της εν λόγω ενώσεως στην αγορά που έχει επηρεασθεί από την παράβαση, ακόμη και αν οι επιχειρήσεις αυτές δεν συμμετείχαν πράγματι στην παράβαση. Επιπροσθέτως, το άρθρο 23, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των μελών της και η ένωση δεν είναι αξιόχρεη, η ένωση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει συνεισφορές από τα μέλη της προκειμένου να καλύψει το ποσό του προστίμου και ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να απαιτήσει την καταβολή του προστίμου απευθείας από οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις οι εκπρόσωποι των οποίων ανήκαν στα εμπλεκόμενα όργανα λήψης αποφάσεων της ένωσης και, στη συνέχεια, από οποιοδήποτε μέλος της ένωσης που δραστηριοποιούνταν στην αγορά στην οποία διαπράχθηκε η παράβαση.

Κατά συνέπεια, μια εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν δύναται να προβεί στην επιβολή ατομικών προστίμων στις επιχειρήσεις μέλη του οργάνου διοικήσεως της ενώσεως επιχειρήσεων που διέπραξε την παράβαση, όταν οι επιχειρήσεις μέλη δεν είναι συναυτουργοί της εν λόγω παραβάσεως.


1      Οι επίμαχες δραστηριότητες είναι οι εξής:


      –      η θεώρηση δικαιοπραξιών σύστασης υποθήκης και η περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, σε περιπτώσεις στις οποίες οι συμβαλλόμενοι δεν δηλώνουν την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου και σε περιπτώσεις σύστασης υποθήκης επί πλειόνων ακινήτων βάσει ενιαίας πράξης,


      –      η κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, η σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων, η παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών σε περιπτώσεις σύστασης δουλείας επί πλειόνων ακινήτων βάσει ενιαίας σύμβασης,


      –      η επικύρωση σύμβασης ανταλλαγής, σε περιπτώσεις συμβατικής ανταλλαγής τμημάτων πλειόνων περιουσιακών στοιχείων.


2      Πρβλ. αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑392/15, EU:C:2017:73, σκέψεις 119, 120 και 125 έως 127), της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑50/08, EU:C:2011:335, σκέψη 97), και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑157/09, EU:C:2011:794, σκέψη 72).


3      Ήτοι η συμβολαιογραφική δραστηριότητα της θεωρήσεως πράξεων με αντικείμενο την ανάληψη μονομερούς δεσμεύσεως ή τη σύναψη συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν προϊόν της ελεύθερης βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, η σύσταση υποθηκών, η απλή περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, καθώς και η σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων και η παροχή από τους συμβολαιογράφους συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών.


4      Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2002:98).


5      Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).