Language of document : ECLI:EU:F:2008:162

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2008

Υπόθεση F-106/05

T

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Καταλογισμός των αναρρωτικών αδειών στην ετήσια άδεια – Απώλεια αποδοχών – Αίτηση μεταφοράς της ετήσιας άδειας – Απαράδεκτο – Αίτηση αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η T ζητεί, στην ουσία, πρώτον, να ακυρωθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες ορισμένες απουσίες της το 2004 και το 2005 θεωρήθηκαν αδικαιολόγητες, οι απουσίες αυτές καταλογίστηκαν στις ετήσιες άδειές της και οι αποδοχές της μειώθηκαν, δεύτερον, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής με την οποία αρνήθηκε να υπερβεί τις 12 ημέρες η μεταφορά στο 2005 των ετησίων αδειών που δεν ελήφθησαν κατά το 2004 και, τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) το ποσό των 5 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Διαδικασία προ της ασκήσεως αγωγής – Αίτηση αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από πράξη η οποία ανακλήθηκε

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμία για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως – Υπολογισμός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2· κανονισμός 1182/71 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 4)

3.      Υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Δικαιολόγηση της ασθένειας – Προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού – Τεκμήριο νομιμότητας της απουσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 59 §§ 1 και 3)

1.      Στο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), όταν ο ενδιαφερόμενος θέλει να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι του προκλήθηκε από βλαπτική πράξη η οποία στη συνέχεια ανακλήθηκε από τη διοίκηση, η διαδικασία προ της ασκήσεως αγωγής δεν δύναται να αρχίσει με την υποβολή διοικητικής ενστάσεως, δεδομένου ότι τεκμαίρεται ότι ουδέποτε υπήρξε βλαπτική πράξη. Κατά συνέπεια, στον ενδιαφερόμενο απόκειται να υποβάλει στη διοίκηση αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και ακολούθως, σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αυτής, διοικητική ένσταση κατά της απορρίψεως.

Αντιθέτως, στην περίπτωση που η ανάκληση της βλαπτικής πράξεως έγινε μετά την εμπρόθεσμη υποβολή διοικητικής ενστάσεως, θα ήταν αντίθετο προς το όλο σύστημα της διαδικασίας να απαιτηθεί να κινήσει ο ενδιαφερόμενος νέα διαδικασία προ της ασκήσεως αγωγής και να υποβάλει στη διοίκηση αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Στον ενδιαφερόμενο απόκειται μόνον, αφότου η διοίκηση αποφανθεί ρητώς ή σιωπηρώς επί της διοικητικής του ενστάσεως, να ασκήσει εμπροθέσμως αγωγή για αποκατάσταση της φερόμενης βλάβης που προκλήθηκε από την ανακληθείσα πράξη.

(βλ. σκέψεις 94 και 95)

2.      Εφόσον ο ΚΥΚ αποτελεί πράξη του Συμβουλίου, και ελλείψει ειδικών κανόνων περί των προθεσμιών του άρθρου 90 του ΚΥΚ, οι εφαρμοστέοι κανόνες επί των προθεσμιών της παραγράφου 2 της τελευταίας διατάξεως, η οποία ορίζει ότι η διοικητική ένσταση πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών, είναι οι περιεχόμενοι στο άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1182/71 περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες.

(βλ. σκέψεις 98 και 99)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 2 Μαΐου 1985, 38/84, K κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1985, σ. 1267, σκέψη 20· 15 Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 223, σκέψεις 8 και 9

ΠΕΚ: 26 Σεπτεμβρίου 1996, T‑192/94, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑425 και II‑1229, σκέψη 28· 30 Μαΐου 2002, T‑197/00, Onidi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑69 και II‑325, σκέψη 50

3.      Όταν υπάλληλος που απουσιάζει λόγω ασθενείας έχει προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό, η διοίκηση, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 59, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, δύναται να θεωρήσει αδικαιολόγητη την απουσία αυτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι από τον ιατρικό έλεγχο στον οποίο υπέβαλε τον υπάλληλο προέκυψε ότι o τελευταίος ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του ή, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος αμφισβήτησε τη βασιμότητα των πορισμάτων του ιατρικού ελέγχου, ότι ο ανεξάρτητος ιατρός που ορίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως επιβεβαίωσε τα εν λόγω πορίσματα. Μόνον όταν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η διοίκηση δύναται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 59, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, να καταλογίσει την αδικαιολόγητη απουσία στην ετήσια άδεια του υπαλλήλου και, σε περίπτωση εξαντλήσεως της άδειας αυτής, να μειώσει τις αποδοχές του για την αντίστοιχη περίοδο.

(βλ. σκέψη 112)