Language of document : ECLI:EU:T:2007:31

Υπόθεση T-91/05

Sinara Handel GmbH

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Παρεμπίπτοντα ζητήματα — Ένσταση απαραδέκτου — Αγωγή αποζημιώσεως — Διαφυγόν κέρδος — Αίτημα επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ — Αναρμοδιότητα»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Αγωγή αποζημιώσεως — Αντικείμενο — Αίτημα αποζημιώσεως που στηρίζεται στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και στρέφεται κατά της Κοινότητας — Αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Έλεγχος της φύσεως της αγωγής

(Άρθρα 234, εδ. 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, 235 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ· κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 243 έως 246)

2.      Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία του δικογράφου

(Άρθρο 288 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 19 και 46, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

1.      Το άρθρο 235 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 288 ΕΚ παρέχει στο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των αγωγών αποζημιώσεως για ζημία που καταλογίζεται στην Κοινότητα, ενώ τα εθνικά δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να αποφαίνονται επί αγωγών επιστροφής ποσών αχρεωστήτως εισπραχθέντων από εθνικό οργανισμό βάσει κοινοτικής ρυθμίσεως, η οποία στη συνέχεια κηρύχθηκε ανίσχυρη.

Για τον λόγο αυτό, το κοινοτικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται αιτήματος αποζημιώσεως που υποβλήθηκε βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να εξακριβώσει την αληθή φύση της αγωγής που ασκείται ενώπιόν του απλώς και μόνον επειδή η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά από την οποία γεννάται δικαίωμα αποζημιώσεως καταλογίζεται σε ένα κοινοτικό όργανο.

Βάσει του ελέγχου αυτού συνάγεται ότι, όπως επιβεβαιώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 243 έως 246 του κανονισμού 2913/92 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, η εκδίκαση αιτήματος, το οποίο, μολονότι κατά τον ενάγοντα σκοπεί στην αποκατάσταση αποθετικής ζημίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά αίτηση επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλε επιχείρηση κατ’ εφαρμογή κοινοτικού κανονισμού τον οποίο θεωρεί παράνομο, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κοινοτικών αλλά των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία πρέπει να αποφανθούν επί του βάσιμου του αιτήματος αυτού υποβάλλοντας, εφόσον διατηρούν αμφιβολίες ως προς το κύρος της κοινοτικής ρυθμίσεως, αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά τη διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ.

Συγκεκριμένα, η προβαλλόμενη ζημία, μολονότι όπως υπολογίσθηκε δεν αντιστοιχεί ακριβώς στο καταβληθέν ποσό των δασμών, καθόσον η ενάγουσα επιχείρηση, για να καθορίσει το ύψος της αιτούμενης αποζημιώσεως, συνυπολόγισε τους φόρους επί των κερδών που θα έπρεπε να καταβάλει αν δεν είχε υποχρέωση καταβολής των εν λόγω δασμών, απορρέει άμεσα, κατ’ ανάγκην και αποκλειστικά από την καταβολή των ως άνω δασμών αντιντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 47-53, 60, 79)

2.      Για να διασφαλισθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η ασφάλεια δικαίου είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή ή η αγωγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνακόλουθο και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο. Η αγωγή με την οποία ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατό να προσδιορισθεί, μεταξύ άλλων, η ζημία που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη και, ειδικότερα, ο χαρακτήρας και η έκταση της ζημίας αυτής. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός με το δικόγραφο της αγωγής της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας και του ύψους της αιτουμένης αποζημιώσεως, ο δε ενάγων οφείλει να αποδείξει, ή τουλάχιστον να επικαλεσθεί, στο δικόγραφο της αγωγής του, την ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων.

Το γεγονός ότι τα κοινοτικά δικαστήρια μπορούν να αποφανθούν, με παρεμπίπτουσα απόφαση, επί της καταρχήν υπάρξεως ευθύνης της Κοινότητας, επιφυλασσόμενα ως προς τον ακριβή καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως, ο οποίος παραπέμπεται σε μεταγενέστερη απόφαση, δεν απαλλάσσει τον ενάγοντα από την υποχρέωση τηρήσεως των ελαχίστων τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Επίσης, ενάγων που ζητεί από το Πρωτοδικείο την έκδοση τέτοιας παρεμπίπτουσας αποφάσεως οφείλει να προσκομίσει τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να προσδιορισθεί η συμπεριφορά που καταλογίζεται στην Κοινότητα, ο χαρακτήρας και η φύση της ζημίας που προκλήθηκε και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας και να επισημάνει τους λόγους που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τον κανόνα βάσει του οποίου το δικόγραφο της αγωγής απαιτείται να περιέχει αριθμητικώς εκπεφρασμένη εκτίμηση της προβαλλομένης ζημίας.

Εν πάση περιπτώσει, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί κατά τρόπο θεωρητικό και αφηρημένο ως προς την κατάλληλη μέθοδο υπολογισμού της αποθετικής ζημίας που υπέστη μια επιχείρηση. Στην ενάγουσα επιχείρηση απόκειται να προσδιορίσει επαρκώς τα διάφορα στοιχεία αυτού του διαφυγόντος κέρδους.

(βλ. σκέψεις 108-111, 119-121)