Language of document : ECLI:EU:C:2024:146

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 22ας Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 107 ΣΛΕΕ – Έννοια του όρου “ενίσχυση” – Πλεονέκτημα – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Διαιτητική απόφαση καθορίζουσα μειωμένα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας – Καταλογισμός διαιτητικής απόφασης στο κράτος – Κανονισμός (ΕE) 2015/1589 – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Απόφαση κρίνουσα ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑701/21 P και C‑739/21 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν, αντιστοίχως, στις 19 Νοεμβρίου 2021 και την 1η Δεκεμβρίου 2021,

Μυτιληναίος AE – Όμιλος Επιχειρήσεων, με έδρα το Μαρούσι (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Β. Χριστιανό, Δ. Διακόπουλο, Γ. Καρύδη, Α. Πολίτη, Π. Σελέκο και Μ. Χ. Βλάχου, δικηγόρους,

αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑701/21 P,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Ε. Μπουρτζάλα, Α. Οικονόμου, Ε. Σαλακά, Χ. Συνοδινό, Χ. Ταγαρά, δικηγόρους, και τον D. Waelbroeck, avocat, και στη συνέχεια από τους Ε. Μπουρτζάλα, Ε. Σαλακά, Χ. Συνοδινό και Χ. Ταγαρά, δικηγόρους,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ, H. Γεωργιόπουλο και P.‑J. Loewenthal,

καθής πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από την:

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J. Möller και D. Klebs και στη συνέχεια από τον J. Möller,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

και

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και P.‑J. Loewenthal,

αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑739/21 P,

υποστηριζόμενη από την:

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J. Möller και D. Klebs και στη συνέχεια από τον J. Möller,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ), με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Ε. Μπουρτζάλα, Α. Οικονόμου, Ε. Σαλακά, Χ. Συνοδινό, Χ. Ταγαρά, δικηγόρους, και τον D. Waelbroeck, avocat, και στη συνέχεια από τους Ε. Μπουρτζάλα, Ε. Σαλακά, Χ. Συνοδινό και Χ. Ταγαρά, δικηγόρους,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Μυτιληναίος AE – Όμιλος Επιχειρήσεων, με έδρα το Μαρούσι, εκπροσωπούμενη από τους Δ. Διακόπουλο, Ν. Κεραμιδά και Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu‑Matei, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2023,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, η Μυτιληναίος AE – Όμιλος Επιχειρήσεων (στο εξής: Μυτιληναίος) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούν την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑639/14 RENV, T‑352/15 και T‑740/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:604), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το έγγραφο COMP/E3/ΟΝ/AB/ark *2014/61460 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2014, με το οποίο η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ) ενημερώθηκε για τη θέση των καταγγελιών της στο αρχείο (στο εξής: επίδικο έγγραφο), την απόφαση C(2015) 1942 final της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 2015, στην υπόθεση SA.38101 (2015/NN) (πρώην 2013/CP) σχετικά με εικαζόμενη κρατική ενίσχυση προς την Αλουμίνιον Α.Ε. με τη μορφή τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας κάτω του κόστους κατόπιν διαιτητικής απόφασης (ΕΕ 2015, C 219, σ. 2, στο εξής: πρώτη επίδικη απόφαση), και την απόφαση C(2017) 5622 final της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2017, στην υπόθεση SA.38101 (2015/NN) (πρώην 2013/CP) σχετικά με εικαζόμενη κρατική ενίσχυση προς την Αλουμίνιον Α.Ε. με τη μορφή τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας κάτω του κόστους κατόπιν διαιτητικής απόφασης (ΕΕ 2017, C 291, σ. 2, στο εξής: δεύτερη επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[...]

η)      “ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

3        Το άρθρο 4 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής», ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4 του παρόντος άρθρου.

2.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά (“απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της ΣΛΕΕ που εφαρμόσθηκε.

4.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (“απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).

[...]»

4        Οι ανωτέρω διατάξεις περιλαμβάνονταν και στον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 2015/1589.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 53 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας.

6        Οι υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούν τρεις συναφείς διαφορές, οι οποίες ανέκυψαν διαδοχικώς και αφορούν κατ’ ουσίαν το κατά πόσον συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης το τιμολόγιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: επίμαχο τιμολόγιο) το οποίο η ΔΕΗ, παραγωγός και προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος ελέγχεται από το Ελληνικό Δημόσιο, υποχρεούται να χρεώνει δυνάμει διαιτητικής απόφασης στον κύριο πελάτη της, ήτοι τη Μυτιληναίος, παραγωγό αλουμινίου.

7        Στις 4 Αυγούστου 2010 η ΔΕΗ και η Μυτιληναίος υπέγραψαν πλαίσιο συμφωνίας σχετικά με το τιμολόγιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που επρόκειτο να εφαρμοστεί κατά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2010 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, καθώς και σχετικά με τους όρους φιλικού διακανονισμού προβαλλόμενης οφειλής της Μυτιληναίος προς τη ΔΕΗ, οφειλής η οποία είχε σωρευθεί από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2010.

8        Βάσει των κριτηρίων που προβλέπονταν στο εν λόγω πλαίσιο συμφωνίας, η Μυτιληναίος και η ΔΕΗ διαπραγματεύθηκαν το περιεχόμενο ενός σχεδίου σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, άνευ όμως αποτελέσματος, καθόσον δεν κατέληξαν σε συμφωνία ως προς το τιμολόγιο που θα χρέωνε η ΔΕΗ στη Μυτιληναίος για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.

9        Στο πλαίσιο συνυποσχετικού διαιτησίας που υπέγραψαν στις 16 Νοεμβρίου 2011, η Μυτιληναίος και η ΔΕΗ συμφώνησαν να αναθέσουν την επίλυση της διαφοράς τους στη μόνιμη διαιτησία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (Ελλάδα) (στο εξής: ΡΑΕ), σύμφωνα με το άρθρο 37 του νομού 4001/2011, για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις (ΦΕΚ Aʹ 179/22.8.2011, στο εξής: νόμος 4001/2011).

10      Σύμφωνα με το εν λόγω συνυποσχετικό διαιτησίας, το διαιτητικό δικαστήριο κλήθηκε να καθορίσει, βάσει των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαχθεί μεταξύ της ΔΕΗ και της Μυτιληναίος, ένα τιμολόγιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που θα ανταποκρινόταν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Μυτιληναίος και θα κάλυπτε τουλάχιστον το βαρύνον τη ΔΕΗ κόστος.

11      Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2013 (στο εξής: διαιτητική απόφαση), το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ έταμε τη διαφορά.

12      Με απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, το Εφετείο Αθηνών (Ελλάδα) απέρριψε την αγωγή ακύρωσης που είχε ασκήσει η ΔΕΗ κατά της διαιτητικής απόφασης.

13      Στις 23 Δεκεμβρίου 2013 η ΔΕΗ υπέβαλε καταγγελία (στο εξής: καταγγελία του 2013) στην Επιτροπή υποστηρίζοντας ότι η διαιτητική απόφαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

14      Με το επίδικο έγγραφο, η Επιτροπή ενημέρωσε τη ΔΕΗ για την περάτωση της έρευνας της καταγγελίας του 2013.

15      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2014, η ΔΕΗ άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T‑639/14, με αίτημα την ακύρωση του επίδικου εγγράφου.

16      Στις 25 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε την πρώτη επίδικη απόφαση, με την οποία περιορίστηκε στην εκτίμηση του ζητήματος εάν ο καθορισμός και η εφαρμογή του επίμαχου τιμολογίου συνιστούσαν παροχή πλεονεκτήματος στη Μυτιληναίος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Προς τούτο, εξέτασε κατά πόσον η ΔΕΗ, ως δημόσια επιχείρηση, αποδεχόμενη να επιλύσει τη διαφορά της με τη Μυτιληναίος μέσω προσφυγής στη διαδικασία διαιτησίας και συμμορφούμενη προς τη διαιτητική απόφαση, είχε ενεργήσει σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Κατέληξε στο συμπέρασμα, αφενός, ότι πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχε παρασχεθεί κανένα πλεονέκτημα στη Μυτιληναίος, και, αφετέρου, ότι, εφόσον στην πρώτη επίδικη απόφαση αποτυπώθηκε η οριστική θέση της επί του ζητήματος, έπρεπε να θεωρηθεί ότι το επίδικο έγγραφο είχε αντικατασταθεί από την εν λόγω απόφαση.

17      Η Επιτροπή διαπίστωσε, κατά συνέπεια, ότι η διαιτητική απόφαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2015, η ΔΕΗ άσκησε προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T‑352/15, με αίτημα την ακύρωση της πρώτης επίδικης απόφασης.

19      Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2016, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑639/14, EU:T:2016:77), το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑639/14, για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη επίδικη απόφαση είχε ρητώς αντικαταστήσει το επίδικο έγγραφο.

20      Στις 22 Απριλίου 2016 η ΔΕΗ άσκησε αναίρεση κατά της διάταξης αυτής.

21      Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2017, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (C‑228/16 P, EU:C:2017:409), το Δικαστήριο αναίρεσε τη διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2016, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑639/14, EU:T:2016:77), και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, επιφυλασσόμενο ως προς τα δικαστικά έξοδα.

22      Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, η υπόθεση T‑639/14 φέρει πλέον τον αριθμό T‑639/14 RENV.

23      Στις 14 Αυγούστου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε τη δεύτερη επίδικη απόφαση, με την οποία έκρινε εκ νέου, ανακαλώντας και αντικαθιστώντας ρητώς τόσο το επίδικο έγγραφο όσο και την πρώτη επίδικη απόφαση, ότι η διαιτητική απόφαση δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Οι λόγοι που εκτίθενται προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, οι οποίοι βασίζονται στην τήρηση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και στην απουσία πλεονεκτήματος, είναι πανομοιότυποι με εκείνους που εκτίθενται στην πρώτη επίδικη απόφαση.

24      Με έγγραφα της 24ης Αυγούστου 2017, ήτοι κατόπιν της έκδοσης της δεύτερης επίδικης απόφασης, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι οι προσφυγές στις υποθέσεις T‑639/14 RENV και T‑352/15 είχαν καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη έπρεπε να καταργηθεί.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Νοεμβρίου 2017, η ΔΕΗ άσκησε προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T‑740/17, με αίτημα την ακύρωση της δεύτερης επίδικης απόφασης.

26      Με απόφαση του προέδρου του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2020, οι υποθέσεις T‑639/14 RENV, T‑352/15 και T‑740/17 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

27      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το επίδικο έγγραφο καθώς και την πρώτη επίδικη απόφαση και τη δεύτερη επίδικη απόφαση, καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδά της καθώς και σε εκείνα στα οποία είχε υποβληθεί η ΔΕΗ και καταδίκασε τη Μυτιληναίος στα δικαστικά έξοδά της.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

 Η υπόθεση C701/21 P

28      Με την αίτηση αναιρέσεως, η Μυτιληναίος, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει, και

–        να καταδικάσει τη ΔΕΗ στα δικαστικά έξοδα.

29      Η ΔΕΗ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να αποφανθεί οριστικά επί της υπό κρίση διαφοράς, και

–        να καταδικάσει τη Μυτιληναίος στα έξοδα της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας.

 Η υπόθεση C739/21 P

30      Με την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Μυτιληναίος, ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την προσφυγή στην υπόθεση T‑740/17 ή, επικουρικώς, να απορρίψει τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως καθώς και το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως·

–        να κρίνει ότι οι προσφυγές στις υποθέσεις T‑639/14 RENV και T‑352/15 έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί, και

–        να καταδικάσει τη ΔΕΗ στα δικαστικά έξοδα.

31      Η ΔΕΗ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη και να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας, ή

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως, να αποφανθεί οριστικά επί της προσφυγής στις υποθέσεις T‑639/14 RENV, T‑352/15 και T‑740/17 και να απορρίψει το αίτημα της Επιτροπής περί κατάργησης της δίκης στις υποθέσεις T‑639/14 RENV και T‑352/15.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

32      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 2022, επετράπη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής στις υποθέσεις C‑701/21 P και C‑739/21 P.

33      Αφού άκουσε τους διαδίκους, το Δικαστήριο, με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2023, διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑701/21 P και C‑739/21 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

34      Προς στήριξη της αίτησης αναιρέσεως στην υπόθεση C‑701/21 P, η Μυτιληναίος, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως.

35      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως και αφορά τις αρχές nemo auditur propriam turpitudinem allegans και nemo potest venire contra factum proprium.

36      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και τον χαρακτηρισμό των διαιτητικών δικαστηρίων ως κρατικών οργάνων.

37      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 2015/1589 όσον αφορά, αφενός, την ύπαρξη αμφιβολιών ή σοβαρών δυσχερειών, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης των καταγγελιών, σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και, αφετέρου, το βάρος αποδείξεως.

38      Προς στήριξη της αίτησης αναιρέσεως στην υπόθεση C‑739/21 P, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Μυτιληναίος και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προβάλλει έναν μόνο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως την προϋπόθεση περί «πλεονεκτήματος» που πρέπει να πληροί ένα κρατικό μέτρο προκειμένου να μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C701/21 P με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών nemo auditur propriam turpitudinem allegans και nemo potest venire contra factum proprium

39      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Μυτιληναίος περιλαμβάνει δύο σκέλη και αφορά το τμήμα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

40      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Μυτιληναίος προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να απαντήσει στα επιχειρήματά της με τα οποία επιχειρούσε να αποδείξει ότι η άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως από τη ΔΕΗ προσέκρουε στις αρχές nemo auditur propriam turpitudinem allegans και nemo potest venire contra factum proprium, οι οποίες απαγορεύουν στον προσφεύγοντα να αμφισβητήσει ως παράνομο κάτι που ο ίδιος έχει προηγουμένως πράξει εκουσίως.

41      Η Μυτιληναίος υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η ΔΕΗ έχει την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι είχε εν προκειμένω έννομο συμφέρον. Προβάλλει ότι τόσο η ίδια όσο και η Επιτροπή είχαν υποστηρίξει συναφώς ότι η άσκηση από τη ΔΕΗ των δικονομικών δικαιωμάτων της ήταν καταχρηστική, καθόσον παραβίαζε τις εν λόγω αρχές. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να απαντήσει στα επιχειρήματά τους, έκρινε εσφαλμένως, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ΔΕΗ είχε εν προκειμένω έννομο συμφέρον.

42      Η Μυτιληναίος διευκρινίζει ότι τα επιχειρήματα αυτά, όπως συνοψίζονται στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφορούσαν τη συγκεκριμένη δικονομική τακτική της ΔΕΗ και το έννομο συμφέρον της και ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν στηρίζονταν σε ταύτιση της κατάστασης της ΔΕΗ, ως επιχείρησης ελεγχόμενης από το Ελληνικό Δημόσιο, με την κατάσταση του εν λόγω κράτους μέλους.

43      Η Μυτιληναίος υπενθυμίζει, συναφώς, ότι η εφαρμογή των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να επεκταθεί έως του σημείου να καλύψει καταχρηστικές πρακτικές επιχειρήσεων (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, Vonk Dairy Products, C‑279/05, EU:C:2007:18, σκέψη 31).

44      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Μυτιληναίος υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε με εσφαλμένη αιτιολογία το επιχείρημα περί παραβίασης της αρχής nemo potest venire contra factum proprium.

45      Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αντιπαρήλθε το σχετικό με την αρχή αυτή ζήτημα, το οποίο συνδέεται με το έννομο συμφέρον της ΔΕΗ, για να εξετάσει το άσχετο με το επιχείρημα αυτό ζήτημα της ταύτισης της ΔΕΗ με το Ελληνικό Δημόσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του επιχειρήματος.

46      Η ΔΕΗ αντιτείνει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Μυτιληναίος είναι προδήλως απαράδεκτος και προδήλως αβάσιμος.

47      Κατά την άποψή της, τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι διατυπωμένα κατά τρόπο ασαφή και αμφίσημο. Υποστηρίζει ότι η Μυτιληναίος δεν διευκρινίζει σε ποια από τις προσφυγές ακύρωσης της ΔΕΗ αναφέρεται ούτε σε τι συνίσταται η φερόμενη πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε σε τι έγκειται η φερόμενη ως καταχρηστική και αντιφατική συμπεριφορά της ΔΕΗ.

48      Επικουρικώς, η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

49      Προκειμένου να εξεταστεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Μυτιληναίος στην υπόθεση C‑701/21, πρέπει, πρώτον, να εξακριβωθεί εάν ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός, πράγμα που αμφισβητεί η ΔΕΗ.

50      Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί, αφενός, ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά της σκέψης 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία εντάσσεται στο εκτιθέμενο στις σκέψεις 64 έως 195 της εν λόγω απόφασης σκεπτικό σχετικά με την προσφυγή στην υπόθεση T‑740/17. Επομένως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ΔΕΗ, από την αίτηση αναιρέσεως προκύπτει σαφώς ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως αφορά την προμνησθείσα προσφυγή ακυρώσεως.

51      Αφετέρου, η διατύπωση του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αρκούντως σαφής ώστε να γίνει αντιληπτό ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός, για έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη του επιχειρήματος περί παραβίασης των αρχών nemo auditur propriam turpitudinem allegans και nemo potest venire contra factum proprium και, αφετέρου, για πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτοντας το επιχείρημα αυτό βάσει εκτιμήσεων άσχετων προς το ζήτημα της φερόμενης ως καταχρηστικής συμπεριφοράς της ΔΕΗ. Η αναιρεσείουσα διευκρινίζει στην αίτηση αναιρέσεως ότι η ΔΕΗ, ασκώντας την προσφυγή, επιδίωξε καταχρηστικώς να αντλήσει όφελος από τον φερόμενο ως παράνομο χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης, στη χορήγηση της οποίας είχε συμβάλει η ίδια ως επιχείρηση ελεγχόμενη από το Ελληνικό Δημόσιο.

52      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑701/21 P είναι παραδεκτός.

53      Όσον αφορά, δεύτερον, την ουσία του λόγου αυτού, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού αναιρέσεως, αιτιολόγησε, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την απόρριψη του επιχειρήματος που αφορά την αρχή nemo auditur propriam turpitudinem allegans. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 91 ότι «η Επιτροπή αβασίμως προβάλλει παραβίαση της αρχής του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν δύναται να επωφεληθεί από την ίδια του την παρανομία. Το επιχείρημα αυτό αποτελεί απλώς μια άλλη παραλλαγή του επιχειρήματος που αποσκοπεί στο να ταυτιστεί η κατάσταση της προσφεύγουσας με εκείνη του Ελληνικού Δημοσίου και στο να της καταλογιστεί η ενδεχόμενη ικανοποίηση των ελληνικών αρχών με το αποτέλεσμα της διαδικασίας διαιτησίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει». Η αιτιολογία αυτή, αν και συνοπτική, αρκεί ώστε η Μυτιληναίος να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το επιχείρημά της και το Δικαστήριο να ασκήσει συναφώς τον δικαστικό έλεγχό του.

54      Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

55      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Μυτιληναίος προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο επίσης στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

56      Είναι αληθές ότι, απαντώντας στο επιχείρημα περί παραβίασης εκ μέρους της ΔΕΗ της αρχής κατά την οποία ουδείς δύναται να επωφεληθεί από την ίδια του την παρανομία, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε κατ’ ουσίαν, στην εν λόγω σκέψη 91, να κρίνει ότι η κατάσταση της ΔΕΗ δεν μπορούσε να ταυτιστεί με εκείνη της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, όπως επισήμανε η Μυτιληναίος, υποστηρίζοντας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ΔΕΗ είχε παραβιάσει την αρχή αυτή, η Μυτιληναίος δεν είχε ισχυριστεί ότι η κατάσταση της ΔΕΗ ταυτιζόταν με εκείνη της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά ότι η ΔΕΗ δεν μπορούσε βασίμως να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα διαιτητικής διαδικασίας στην οποία η επιχείρηση αυτή είχε συναινέσει.

57      Τούτου δοθέντος, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 86 έως 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το ζήτημα εάν, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και της Μυτιληναίος, η ΔΕΗ είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τη δεύτερη επίδικη απόφαση και, ως εκ τούτου, η σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ερμηνευθεί εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.

58      Πράγματι, στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά της οποίας δεν βάλλει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της αίτησης αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και της Μυτιληναίος, η οποία βασιζόταν σε ταύτιση του Ελληνικού Δημοσίου με τη ΔΕΗ, προκειμένου να καταλογιστεί στην τελευταία η προβαλλόμενη ικανοποίηση των ελληνικών αρχών με το αποτέλεσμα της διαδικασίας διαιτησίας, και σε σύγκριση της κατάστασης της ΔΕΗ με την κατάσταση μιας τοπικής αρχής. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στην ίδια σκέψη, ότι η ΔΕΗ είχε εκθέσει εμπεριστατωμένα τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε, αφενός, ότι η οικονομική κατάστασή της επηρεαζόταν από τη διαιτητική απόφαση, καθόσον η απόφαση αυτή της επέβαλλε να χρεώνει την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στη Μυτιληναίος κάτω του κόστους παραγωγής της, και, αφετέρου, ότι το επίδικο έγγραφο καθώς και η πρώτη επίδικη απόφαση και η δεύτερη επίδικη απόφαση με τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο οι καταγγελίες της την εμπόδιζαν να υποβάλει τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ενδεχόμενη ακύρωση, μεταξύ άλλων, της δεύτερης επίδικης απόφασης, για τον λόγο ότι η Επιτροπή αντιμετώπιζε αμφιβολίες ή σοβαρές δυσχέρειες σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, θα μπορούσε να ωφελήσει τη ΔΕΗ, ακριβώς επειδή θα υποχρέωνε την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας η ΔΕΗ θα μπορούσε να επικαλεστεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις που της παρέχονται βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

59      Στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά της οποίας επίσης δεν βάλλει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ομοίως το επιχείρημα της Επιτροπής και της Μυτιληναίος ότι τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που βλάπτουν τη ΔΕΗ, τα οποία συνδέονται με το επίμαχο τιμολόγιο, δεν οφείλονται στη δεύτερη επίδικη απόφαση, αλλά στη διαιτητική απόφαση. Το ανωτέρω επιχείρημα απερρίφθη με την αιτιολογία, αφενός, ότι, με τη δεύτερη επίδικη απόφαση, η Επιτροπή είχε αρνηθεί να χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας διαιτησίας ως μέτρο ενίσχυσης, όπως είχε ζητήσει η ΔΕΗ, και, αφετέρου, ότι η ΔΕΗ είχε προσάψει στην Επιτροπή ακριβώς ότι παρέλειψε παρανόμως να εξετάσει, με την απόφαση αυτή, κατά πόσον το επίμαχο τιμολόγιο συνεπαγόταν τη χορήγηση πλεονεκτήματος. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείτο από το γεγονός ότι η ΔΕΗ είχε οικειοθελώς υπαγάγει τη διαφορά της με τη Μυτιληναίος σε διαιτησία, καθόσον η ενέργεια αυτή δεν συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην ότι η ίδια θα δεχόταν a priori τη διαιτητική απόφαση, την οποία εξάλλου προσέβαλε ανεπιτυχώς ενώπιον του Εφετείου Αθηνών.

60      Επομένως, από τις δύο αυτές σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει η Επιτροπή και η Μυτιληναίος προκειμένου να αποδείξουν ότι, λόγω του ελέγχου του Ελληνικού Δημοσίου επί της ΔΕΗ, η θέση της τελευταίας ταυτιζόταν με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, το οποίο δεν είχε κανένα συμφέρον να αμφισβητήσει απόφαση της Επιτροπής περί μη κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με μέτρο που το ίδιο είχε λάβει, όπως και το επιχείρημα ότι η ΔΕΗ δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα διαιτητικής διαδικασίας στην οποία η εν λόγω επιχείρηση είχε συναινέσει.

61      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, τον λόγο για τον οποίο έπρεπε να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της Μυτιληναίος, τα οποία, όπως παρατέθηκαν στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σκέψη κατά της οποίας δεν βάλλει η αίτηση αναιρέσεως, σκοπούσαν απλώς να στηρίξουν τη θέση των ανωτέρω ότι η ΔΕΗ δεν θα μπορούσε να καταγγείλει ως κρατική ενίσχυση μια σύμβαση την οποία δεν θεωρούσε πλέον αποδοτική, προκειμένου να παύσει να δεσμεύεται από αυτήν.

62      Κατά τα λοιπά, η Μυτιληναίος δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η δεύτερη επίδικη απόφαση επηρεάζει τη νομική κατάσταση και τα συμφέροντα της ΔΕΗ, ως ενδιαφερόμενου μέρους, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589.

63      Όσον αφορά την καταγγελία του 2013, η ΔΕΗ είχε υποστηρίξει ότι η Επιτροπή όφειλε να κρίνει ότι το δυνάμενο να συνιστά κρατική ενίσχυση μέτρο, ήτοι η διαιτητική απόφαση και όχι η απόφαση υπαγωγής σε διαιτησία, της επέβαλλε να εφαρμόζει τιμολόγια κάτω του κόστους και ότι, ως εκ τούτου, η απόφαση για την εφαρμογή τέτοιων τιμολογίων δεν μπορούσε να καταλογιστεί σε αυτήν, ως επιχείρηση ελεγχόμενη από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά ήταν άμεσα καταλογιστέα στο εν λόγω κράτος μέλος μέσω του διαιτητικού δικαστηρίου.

64      Μολονότι εναπόκειτο ασφαλώς στην Επιτροπή να εξακριβώσει εάν τούτο συνέβαινε εν προκειμένω, εντούτοις, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να κλονίσει τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος της επιχείρησης αυτής προς προσβολή της απόφασης της Επιτροπής με την οποία απερρίφθη η εν λόγω καταγγελία χωρίς να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας. Διαφορετική συλλογιστική θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα του ελέγχου των κρατικών μέτρων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

65      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C701/21 P και επί του μοναδικού λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C739/21 P με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

66      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Μυτιληναίος στην υπόθεση C‑701/21 P αποτελείται από δύο σκέλη, εκ των οποίων το δεύτερο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή στην υπόθεση C‑739/21 P.

67      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Μυτιληναίος υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στις σκέψεις 160 έως 163 και 185 έως 191 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 107 ΣΛΕΕ και παραβίασε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

68      Επισημαίνεται συναφώς ότι οι σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά των οποίων βάλλει το πρώτο αυτό σκέλος στηρίζονται στην παραδοχή, όπως αυτή εκτίθεται στις σκέψεις 150 έως 159 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το κρατικό μέτρο που μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση ήταν η διαιτητική απόφαση.

69      Δεδομένου ότι τόσο το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Μυτιληναίος όσο και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής βάλλουν κατά των σκέψεων αυτών, πρέπει να προταχθεί η εξέταση του δευτέρου αυτού σκέλους και του εν λόγω λόγου αναιρέσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Μυτιληναίος υποστηρίζει ότι μη νομίμως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 150 έως 159 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το επίμαχο διαιτητικό δικαστήριο έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «ως όργανο που ασκεί εξουσία εμπίπτουσα στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας».

71      Συναφώς, υπενθυμίζει ότι οι διαφορές του άρθρου 37, παράγραφος 1, του νόμου 4001/2011 υπάγονται σε διαιτησία βάσει σύμβασης. Πράγματι, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι οργανώνεται μόνιμη διαιτησία υπό τη ΡΑΕ, ενώπιον της οποίας μπορούν να άγονται διαφορές που ανακύπτουν στον τομέα της ενέργειας, κατόπιν ειδικής έγγραφης συμφωνίας, ήτοι συνυποσχετικού διαιτησίας μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, δυνάμει του άρθρου 37, παράγραφος 2, του νόμου αυτού.

72      Κατά τη Μυτιληναίος, πρώτον, το γεγονός ότι ενδεχόμενη παρέμβαση διαιτητικού δικαστηρίου σε επίλυση διαφοράς προβλέπεται από τον νόμο δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο αυτό έχει συσταθεί δυνάμει του νόμου αυτού, όπως εσφαλμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

73      Δεύτερον, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με τη φύση των αποφάσεων των διαιτητικών δικαστηρίων που προβλέπονται από τον νόμο 4001/2011, δεν είναι καθοριστική εν προκειμένω για να εκτιμηθεί εάν τα δικαστήρια αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικά, καθόσον η κρίση αυτή αφορά τη δεσμευτικότητα των εν λόγω αποφάσεων, την οποία το Γενικό Δικαστήριο συγχέει με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας των διαιτητικών δικαστηρίων, ήτοι την υποχρέωση υποβολής μιας διαφοράς στην κρίση τους.

74      Η Μυτιληναίος υποστηρίζει επίσης ότι ούτε η δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων των κατά τον νόμο 4001/2011 διαιτητικών δικαστηρίων ενώπιον τακτικού δικαστηρίου περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αρκεί για τον χαρακτηρισμό των διαιτητικών αυτών δικαστηρίων ως κρατικών δικαστηρίων. Και τούτο διότι μια διαιτητική απόφαση δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα, ήτοι σε έφεση και αναίρεση, στα οποία υπόκεινται οι αποφάσεις των τακτικών δικαστηρίων, αλλά σε αγωγή ακύρωσης, την οποία  θεσπίζει ειδικώς το άρθρο 897 του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αγωγή ακυρώσεως ασκείται για περιορισμένους μόνον λόγους. Επομένως, η ελληνική πολιτική δικονομία προβλέπει δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων, ο οποίος είναι περιορισμένος σε σχέση με τον έλεγχο που ασκείται επί των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων, με αποτέλεσμα να διακρίνει σαφώς τους δύο μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Βάσει των σκέψεων αυτών, η εκτίμηση που περιέχεται στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης καταδεικνύει, κατά την άποψή της, τις σημαντικές διαφορές που παρουσιάζουν τα διαιτητικά δικαστήρια, ως εκ της φύσεως και της λειτουργίας τους, σε σχέση με τα τακτικά δικαστήρια.

75      Τέλος, η Μυτιληναίος προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει εάν το επίμαχο διαιτητικό δικαστήριο είχε υποχρεωτική δικαιοδοσία. Υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, ελλείπει ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας στην περίπτωση διαιτητικών οργάνων που έχουν συσταθεί με σύμβαση, εφόσον οι συμβαλλόμενοι δεν υπέχουν καμιά νομική ή πραγματική υποχρέωση να υποβάλουν σε αυτά τις διαφορές τους, οι δε δημόσιες αρχές του οικείου κράτους μέλους ούτε παρεμβαίνουν στην επιλογή της διαιτητικής οδού ούτε μπορούν να επεμβαίνουν αυτεπαγγέλτως στην εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον των οργάνων αυτών. Αντιθέτως, μόνον η νομοθετική πρόβλεψη περί μονομερούς υποβολής διαφοράς στη δικαιοδοσία διαιτητικού δικαστηρίου θα μπορούσε, κατά την άποψή της, να προσδώσει χαρακτήρα κρατικού δικαστηρίου στον διαιτητικό σχηματισμό. Εκτιμά ότι, εν προκειμένω, αφενός, ο νόμος 4001/2011 δεν περιέχει καμία τέτοια διάταξη και, αφετέρου, η υπαγωγή σε διαιτησία βασίστηκε αποκλειστικά σε συμφωνία των μερών, ελλείψει της οποίας, η ΔΕΗ ή η Μυτιληναίος θα μπορούσαν να προσφύγουν στα τακτικά δικαστήρια για την επίλυση της διαφοράς τους.

76      Προς στήριξη του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καταρχάς, τα κριτήρια που μνημονεύονται στις σκέψεις 153, 155 και 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι η άσκηση από τα διαιτητικά δικαστήρια που έχουν συσταθεί δυνάμει του νόμου 4001/2011 των αυτών δικαιοδοτικών καθηκόντων με εκείνα των τακτικών δικαστηρίων, η εφαρμογή από τα δικαστήρια αυτά των διατάξεων του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και ο νομικώς δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεών τους, οι οποίες συνιστούν εκτελεστούς τίτλους και έχουν ισχύ δεδικασμένου, εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.

77      Εν συνεχεία, προβάλλει ότι ούτε το κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι η δυνατότητα προσβολής απόφασης διαιτητικού δικαστηρίου που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011 ενώπιον τακτικού δικαστηρίου, αναδεικνύει οιανδήποτε ιδιαιτερότητα των διαιτητικών αυτών δικαστηρίων σε σχέση με κάθε άλλη διαιτησία στην Ελλάδα. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν η απόφαση ενός τέτοιου διαιτητικού δικαστηρίου μπορεί να προσβληθεί, για συγκεκριμένους λόγους, ενώπιον τακτικού δικαστηρίου, με αίτημα την ακύρωση ή την αναγνώριση της ανυπαρξίας της διαιτητικής απόφασης, εντούτοις, το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη διαιτητική απόφαση που εκδίδεται στην Ελλάδα. Επομένως, κατά την άποψή της, όχι μόνον το στοιχείο αυτό δεν καταδεικνύει κάποια ιδιαιτερότητα των διαιτητικών δικαστηρίων που συνιστώνται δυνάμει του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011, αλλά, αντιθέτως, η περιορισμένη δυνατότητα προσβολής των διαιτητικών αποφάσεων που εκδίδουν τα εν λόγω δικαστήρια διαφοροποιεί τις αποφάσεις αυτές από εκείνες των τακτικών δικαστηρίων, οι οποίες κατά κανόνα υπόκεινται σε έφεση στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να αμφισβητηθούν οι πραγματικές ή νομικές εκτιμήσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

78      Τέλος, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το στοιχείο που μνημονεύεται στη σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι η υποχρέωση των μερών που δέχονται να υπαγάγουν τη διαφορά τους στη διαιτησία του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011 να επιλέγουν τους διαιτητικούς δικαστές βάσει καταλόγου που συντάσσεται με απόφαση του προέδρου της ΡΑΕ, διαφοροποιεί πράγματι τη διαιτησία αυτή από κάθε άλλη διαιτησία, δεδομένου ότι δεν υφίσταται γενική υποχρέωση των μερών που προσφεύγουν σε διαιτησία στην Ελλάδα να ορίζουν τους διαιτητικούς δικαστές βάσει συγκεκριμένου καταλόγου. Εντούτοις, το στοιχείο αυτό αποτελεί, κατά την άποψή της, μια απλή διαδικαστική λεπτομέρεια και δεν παρουσιάζει καμία ιδιαιτερότητα που θα δικαιολογούσε την εξομοίωση των διαιτητικών δικαστηρίων του εν λόγω άρθρου 37 με τακτικό ελληνικό δικαστήριο.

79      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η εξομοίωση του επίμαχου διαιτητικού δικαστηρίου με τακτικό ελληνικό δικαστήριο αντιβαίνει στη νομολογία σχετικά με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

80      Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή διακρίνει, κατά την άποψή της, μεταξύ δύο κατηγοριών διαιτητικών δικαστηρίων.

81      Η πρώτη από τις κατηγορίες αυτές περιλαμβάνει τα διαιτητικά δικαστήρια των οποίων η δικαιοδοσία στηρίζεται σε συμφωνία των μερών και τα οποία δεν θεωρούνται δικαστήρια κράτους μέλους. Τα διαιτητικά αυτά δικαστήρια αποτελούν τον κανόνα, διότι η προσφυγή σε διαιτησία απαιτεί συνήθως συμφωνία των μερών. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αρνηθεί να αναγνωρίσει ως δικαστήρια κράτους μέλους όργανα αρμόδια για την εμπορική διαιτησία, για άλλου είδους διαιτησίες που βασίζονται στη συναίνεση των μερών ή για διαιτησίες που βασίζονται σε διμερή επενδυτική συμφωνία.

82      Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα διαιτητικά δικαστήρια των οποίων η δικαιοδοσία είναι υποχρεωτική εκ του νόμου, ανεξαρτήτως της βούλησης των μερών, και τα οποία μπορούν να θεωρηθούν δικαστήρια κράτους μέλους εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχτεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ότι διαιτητικό δικαστήριο ιδρυθέν διά νόμου, του οποίου οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές για τους διαδίκους και η δικαιοδοσία του δεν εξαρτάται από συμφωνία των μερών, δύναται να θεωρηθεί δικαστήριο κράτους μέλους.

83      Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα διαιτητικά δικαστήρια του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011 εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία, δεδομένου ότι για την υπαγωγή διαφοράς σε αυτά απαιτείται έγγραφη συμφωνία των μερών, όπως εξάλλου διευκρίνισε το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 9, 90 και 232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Κατά τα λοιπά, οι ελληνικές δημόσιες αρχές δεν παρενέβησαν ούτε στην επιλογή της διαιτητικής οδού από τη ΔΕΗ και τη Μυτιληναίος ούτε επενέβησαν αυτεπαγγέλτως στην εξέλιξη της διαιτησίας. Επομένως, τα εν λόγω διαιτητικά δικαστήρια δεν έχουν, κατά την άποψή της, υποχρεωτική δικαιοδοσία, ήτοι δικαιοδοσία ανεξάρτητα από τη βούληση των μερών.

84      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στην εσφαλμένη εξομοίωση του επίμαχου διαιτητικού δικαστηρίου με τα τακτικά ελληνικά δικαστήρια, έκρινε επίσης εσφαλμένως ότι η διαιτητική απόφαση, ως δικαστική απόφαση, συνιστούσε κρατικό μέτρο και ότι η ίδια όφειλε, επομένως, να εκτιμήσει εάν η απόφαση αυτή παρείχε πλεονέκτημα στη Μυτιληναίος εξετάζοντας το ύψος του επίμαχου τιμολογίου σε σχέση με την τιμή της αγοράς. Στην πραγματικότητα, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, κατά την άποψή της, να εκλάβει την προσφυγή στο διαιτητικό δικαστήριο ως ιδιωτική μέθοδο επίλυσης διαφορών και να καταλήξει συνεπώς στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή είχε εφαρμογή στην απόφαση της ΔΕΗ να συναινέσει στη διευθέτηση της διαφοράς της με τη Μυτιληναίος μέσω διαιτησίας, διότι η απόφαση αυτή της ΔΕΗ, ως δημόσιας επιχείρησης, ήταν το μοναδικό κρατικό μέτρο εν προκειμένω.

85      Η ΔΕΗ αντιτείνει ότι το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

86      Υποστηρίζει, συγκεκριμένα, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν «εξομοίωσε» το επίμαχο διαιτητικό δικαστήριο και τη διαιτητική απόφαση, αντιστοίχως, με τακτικό δικαστήριο και με δικαστική απόφαση. Στην πραγματικότητα, το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε ρητώς, στη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τη διαιτητική απόφαση από τις αποφάσεις των τακτικών ελληνικών δικαστηρίων και περιορίστηκε, στη σκέψη 159 της απόφασης αυτής, να χαρακτηρίσει το διαιτητικό δικαστήριο ως «όργανο που ασκεί εξουσία εμπίπτουσα στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας». Επιπλέον, κατά την άποψή της, άσκηση δημόσιας εξουσίας επιτελούν πλείστα άλλα όργανα του κράτους, χωρίς, εκ του λόγου αυτού, να «εξομοιώνονται» με τα διαιτητικά ή τακτικά δικαστήρια. Κατά τα λοιπά, υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον το διαιτητικό δικαστήριο «προσομοιάζει με τακτικό ελληνικό δικαστήριο», ενώ, στη σκέψη 231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ανέφερε ότι «η διαιτητική απόφαση μπορεί να συγκριθεί με απόφαση τακτικού ελληνικού δικαστηρίου».

87      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο όντως εξομοίωσε το επίμαχο διαιτητικό δικαστήριο με τακτικό ελληνικό δικαστήριο, θα επρόκειτο, κατά την άποψή της, για απλό παραλληλισμό τακτικών και διαιτητικών δικαστηρίων ως προς το ειδικό και συγκεκριμένο ζήτημα του ελέγχου των αποφάσεων διαιτητικών δικαστηρίων υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων καθώς και ως προς το κατά πόσον μια κρατική ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί μέσω διαιτητικών αποφάσεων.

88      Δεύτερον, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του επίμαχου διαιτητικού δικαστηρίου τα οποία εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 153 έως 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η ΔΕΗ διευκρινίζει ότι η Μυτιληναίος περιορίζεται μόνο στην αμφισβήτηση των χαρακτηριστικών που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 153 και 157 της απόφασης αυτής και στον ισχυρισμό ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον μη υποχρεωτικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου.

89      Συναφώς, η ΔΕΗ παρατηρεί, καταρχάς, ότι η Μυτιληναίος αμφισβητεί ότι το διαιτητικό δικαστήριο είχε συσταθεί δυνάμει του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011. Ωστόσο, όπως αναφέρει, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην πραγματικότητα, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το χαρακτηριστικό λόγω του οποίου το διαιτητικό δικαστήριο προσομοιάζει με τακτικό δικαστήριο είναι το γεγονός ότι επιτελεί «δικαιοδοτική λειτουργία ίδια με εκείνη των τακτικών δικαστηρίων» και ότι «η κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας στερεί από τα τακτικά δικαστήρια τη δικαιοδοσία τους». Κατά την άποψή της, η δευτερεύουσα πρόταση «διαιτητικά δικαστήρια που έχουν συσταθεί δυνάμει του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011» χρησιμοποιείται στη σκέψη 153 με σκοπό απλώς και μόνο να περιορίσει την ανωτέρω κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στο επίμαχο εν προκειμένω διαιτητικό δικαστήριο.

90      Εν συνεχεία, όσον αφορά το χαρακτηριστικό του διαιτητικού δικαστηρίου που συνίσταται στον περιορισμένο δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων, το οποίο εξετάστηκε στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η ΔΕΗ φρονεί ότι το επιχείρημα της Μυτιληναίος είναι απαράδεκτο, καθόσον η τελευταία δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ο «περιορισμένος δικαστικός έλεγχος» διαφοροποιεί τον έλεγχο που ασκείται επί των διαιτητικών αποφάσεων με βάση τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων από τον έλεγχο που ασκείται επί των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων.

91      Κατά την άποψή της, το επιχείρημα αυτό είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο. Πρώτον, το γεγονός ότι ο ασκούμενος από το Εφετείο Αθηνών έλεγχος επί της διαιτητικής απόφασης είναι πιο περιορισμένος από τον έλεγχο που ασκείται στο πλαίσιο «γνήσιας» έφεσης είναι αδιάφορο ως προς την εκτίμηση του κατά πόσον είναι δυνατή η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης δυνάμει μιας τέτοιας απόφασης. Πράγματι, όπως η ίδια υποστηρίζει, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2019, Μυτιληναίος Ανώνυμος Εταιρία – Όμιλος Επιχειρήσεων (C‑332/18 P, EU:C:2019:1065, σκέψη 68), έκρινε ότι είναι δυνατή η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που εκδίδει τακτικό ελληνικό δικαστήριο παρά τον περιορισμένο χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου που ασκείται στο πλαίσιο των ασφαλιστικών μέτρων. Δεύτερον, η ΔΕΗ παρατηρεί ότι η αντίθεση διαιτητικής απόφασης προς τη δημόσια τάξη συγκαταλέγεται στους περιορισμένους λόγους για τους οποίους μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση μιας τέτοιας απόφασης. Δεδομένου ακριβώς ότι η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων εμπίπτει στη δημόσια τάξη, εκτιμά ότι το επιχείρημα της Μυτιληναίος είναι αλυσιτελές. Τρίτον, το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο προβλέπει δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων από τακτικό δικαστήριο κατόπιν αγωγής ακύρωσης που ασκείται από τον ηττηθέντα ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου διάδικο καταδεικνύει, κατά την άποψή της, ότι οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να εκτελεστούν χωρίς να «επικυρωθούν» από τακτικό κρατικό δικαστήριο. Επομένως, μια διαιτητική απόφαση δεν εκτελείται απλώς ως τέτοια, αλλά μάλλον ως απόφαση που έχει επικυρωθεί από τακτικό δικαστήριο. Επιπλέον, η προϋπόθεση σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού μέτρου ενίσχυσης στο κράτος πληρούται σε περίπτωση «εμπλοκής δημοσίων αρχών» στη λήψη του μέτρου αυτού. Εκτιμά ότι το Εφετείο Αθηνών, το οποίο, εν προκειμένω, εξέτασε την ασκηθείσα κατά της διαιτητικής απόφασης αγωγή ακύρωσης και την απέρριψε, συνιστά αναμφιβόλως τέτοια δημόσια αρχή.

92      Τέλος, όσον αφορά το ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το κριτήριο περί υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου, η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι η Μυτιληναίος δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το κριτήριο αυτό, το οποίο είναι θεμιτό για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πρέπει επίσης να πληρούται προκειμένου οι διαιτητικές αποφάσεις να αντιμετωπίζονται όπως οι αποφάσεις των τακτικών δικαστηρίων όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

93      Κατά την άποψή της, το επιχείρημα αυτό είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

94      Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται, αφενός, ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αναφέρεται σε «δικαστήριο κράτους μέλους», ενώ το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στις ενισχύσεις που χορηγούνται «από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους». Κατά την άποψή της, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στην έννοια του «κράτους» κατά την τελευταία αυτή διάταξη εμπίπτει ένα ευρύ φάσμα φορέων που ασκούν δημόσια εξουσία, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα. Εκτιμά ότι, εν προκειμένω, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι εάν το επίμαχο διαιτητικό δικαστήριο ενήργησε ως «δικαστήριο κράτους μέλους», αλλά εάν μπορούσε να θεωρηθεί ως «όργανο που ασκεί εξουσία εμπίπτουσα στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας». Υποστηρίζει ότι, κατά την εξέταση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε παραλληλισμό με την περίπτωση της χορήγησης κρατικής ενίσχυσης δυνάμει απόφασης τακτικού δικαστηρίου. Άλλωστε, χαρακτηριστικό των οργάνων που ασκούν «εξουσία εμπίπτουσα στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας» είναι, κατά την άποψή της, η μονομερής επιβολή της βουλήσεώς τους, όπως συνέβη με τη βούληση που διατυπώθηκε με τη διαιτητική απόφαση, η οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο Αθηνών.

95      Αφετέρου, εκτιμά ότι οι αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων, είτε αυτά συνιστώνται δυνάμει εθνικής νομοθεσίας είτε δυνάμει διμερούς επενδυτικής συμφωνίας, αποτελούν μέτρα με τα οποία μπορεί να χορηγηθεί κρατική ενίσχυση. Η ΔΕΗ επισημαίνει συναφώς ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ. (C‑638/19 P, EU:C:2022:50), με αντικείμενο απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου καταλογιστέα, όπως εν προκειμένω, στο κράτος, η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου δεν ήταν υποχρεωτική.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

96      Υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι, «με τη διαιτητική απόφαση, το διαιτητικό δικαστήριο έλαβε νομικώς δεσμευτική απόφαση για τον καθορισμό του επίμαχου τιμολογίου, η οποία, εάν δεν ανταποκρινόταν στους συνήθεις όρους της αγοράς, θα μπορούσε να παρέχει πλεονέκτημα [στη Μυτιληναίος] και, ως εκ τούτου, να αποτελεί κρατική ενίσχυση μη κοινοποιηθείσα από την Ελληνική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ», και, αφετέρου, ότι «το διαιτητικό δικαστήριο, όπως έχει συσταθεί στο πλαίσιο της ΡΑΕ δυνάμει του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011, η διαδικασία διαιτησίας που διεξάγεται ενώπιόν του και οι αποφάσεις του έχουν χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα των τακτικών ελληνικών δικαστηρίων, των υποθέσεων που δικάζουν και των αποφάσεων που εκδίδουν».

97      Προς στήριξη της διαπίστωσης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, στις σκέψεις 153 έως 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πέντε κριτήρια για να καταλήξει στο συμπέρασμα, στη σκέψη 158 της εν λόγω απόφασης, ότι «τα διαιτητικά δικαστήρια που έχουν συσταθεί και λειτουργούν σύμφωνα με το άρθρο 37 του νόμου 4001/2011 αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κρατικού δικαιοδοτικού συστήματος» και, στη σκέψη 159 της ίδιας απόφασης, ότι το επίμαχο διαιτητικό δικαστήριο «πρέπει να χαρακτηρισθεί, όπως και τα τακτικά ελληνικά δικαστήρια, ως όργανο που ασκεί εξουσία εμπίπτουσα στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας».

98      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπό το πρίσμα της εκτίμησης που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 151 έως 159 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 160 της απόφασης αυτής, ότι το επίμαχο τιμολόγιο, όπως καθορίστηκε με τη διαιτητική απόφαση, συνιστούσε μη κοινοποιηθέν κρατικό μέτρο.

99      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατά συνέπεια, ότι το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ έπρεπε να χαρακτηριστεί ως όργανο που ασκεί εξουσία εμπίπτουσα στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας και ότι, ως εκ τούτου, οι αποφάσεις του μπορούσαν να καταλογιστούν στην Ελληνική Δημοκρατία, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, για τον λόγο και μόνον ότι το δικαστήριο αυτό αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κρατικού δικαιοδοτικού συστήματος καθόσον μπορούσε να εξομοιωθεί με τακτικό ελληνικό δικαστήριο. Ωστόσο, η συλλογιστική αυτή ενέχει πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο.

100    Κατά πρώτον, τα κριτήρια στα οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 153 έως 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκειμένου να εξομοιώσει το επίμαχο διαιτητικό δικαστήριο με τακτικό κρατικό δικαστήριο είναι, πρώτον, ότι τα διαιτητικά δικαστήρια που συνιστώνται δυνάμει του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011 επιτελούν δικαιοδοτική λειτουργία ίδια με εκείνη των τακτικών δικαστηρίων, και μάλιστα τα αντικαθιστούν, καθόσον η κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας στερεί τα τακτικά δικαστήρια από τη δικαιοδοσία τους, δεύτερον, ότι οι διαιτητικοί δικαστές, οι οποίοι επιλέγονται βάσει καταλόγου συντασσόμενου με απόφαση του προέδρου της ΡΑΕ, πρέπει να αποδεικνύουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους πριν από τον διορισμό τους, τρίτον, ότι οι διαδικασίες ενώπιον των διαιτητικών δικαστηρίων διέπονται, ειδικώς, από τις διατάξεις του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, συμπληρωματικώς, από τον κανονισμό διαιτησίας της ΡΑΕ, τέταρτον, ότι οι αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων είναι νομικώς δεσμευτικές, έχουν ισχύ δεδικασμένου και αποτελούν εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, πέμπτον, ότι οι αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων δύνανται να προσβληθούν ενώπιον τακτικού δικαστηρίου.

101    Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών του, κανένα από τα κριτήρια αυτά δεν επιτρέπει τη διαφοροποίηση των διαιτητικών δικαστηρίων του άρθρου 37 του νόμου 4001/2011 από οποιοδήποτε άλλο διαιτητικό δικαστήριο συνιστάται με σύμβαση.

102    Συγκεκριμένα, πρώτον, κάθε διαιτητικό δικαστήριο που συνιστάται με σύμβαση αντικαθιστά τα τακτικά δικαστήρια, δεύτερον, η διαδικασία ενώπιον ενός τέτοιου δικαστηρίου διέπεται κατά κανόνα από τον νόμο, ο οποίος, τρίτον, μπορεί να προσδώσει στις αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου δεσμευτικό χαρακτήρα, ισχύ δεδικασμένου και εκτελεστότητα και, τέταρτον, οι αποφάσεις αυτές μπορούν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να προσβληθούν ενώπιον τακτικού δικαστηρίου.

103    Στο πλαίσιο αυτό, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, το γεγονός ότι, εν προκειμένω, οι διαιτητικοί δικαστές επιλέγονται βάσει καταλόγου ο οποίος συντάσσεται με απόφαση του προέδρου της ΡΑΕ και πρέπει να αποδεικνύουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους πριν από τον διορισμό τους διαφοροποιεί πράγματι το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ από άλλα συνιστώμενα με σύμβαση διαιτητικά δικαστήρια των οποίων οι διαιτητικοί δικαστές δεν επιλέγονται κατ’ ανάγκην βάσει καταλόγου όπως αυτός που συντάσσει ο πρόεδρος της ΡΑΕ. Εντούτοις, από το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το διαιτητικό αυτό δικαστήριο διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο διαιτητικό δικαστήριο συνιστάται με σύμβαση, δεδομένου ότι δεν αποτελεί παρά ένα αμιγώς διαδικαστικό στοιχείο το οποίο δεν επηρεάζει τη λειτουργία ή τη φύση του εν λόγω δικαστηρίου.

104    Κατά δεύτερον, όπως υποστηρίζουν η Μυτιληναίος και η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να εξετάσει εάν το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ είχε, όπως συμβαίνει καταρχήν στην περίπτωση των δικαστηρίων που αποτελούν τμήμα του κρατικού δικαιοδοτικού συστήματος, υποχρεωτική δικαιοδοσία, ήτοι δικαιοδοσία που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των μερών.

105    Ένα τέτοιο στοιχείο θα μπορούσε πράγματι να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ διαφέρει από διαιτητικό δικαστήριο συνιστώμενο με σύμβαση του οποίου η δικαιοδοσία στηρίζεται σε συνυποσχετικό διαιτησίας, ήτοι σε ειδική συμφωνία που αντικατοπτρίζει την αυτονομία της βούλησης των εμπλεκόμενων μερών (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2014, Ascendi Beiras Litoral e Alta, Auto Estradas das Beiras Litoral e Alta, C‑377/13, EU:C:2014:1754, σκέψη 27, και της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ., C‑638/19 P, EU:C:2022:50, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης εκτίμησης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ μπορούσε να εξομοιωθεί με τακτικό δικαστήριο και ότι η διαιτητική απόφαση αποτελούσε κρατικό μέτρο δυνάμενο να συνιστά κρατική ενίσχυση.

107    Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να κλονιστεί από τα επιχειρήματα της ΔΕΗ.

108    Καταρχάς, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ. (C‑638/19 P, EU:C:2022:50).

109    Συγκεκριμένα, αφενός, το διαιτητικό δικαστήριο που εξέδωσε την επίμαχη στην ανωτέρω υπόθεση διαιτητική απόφαση δεν είχε συσταθεί με σύμβαση αλλά βάσει διμερούς επενδυτικής συμφωνίας. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η οποία υπομνήσθηκε συνοπτικώς στις σκέψεις 143 και 144 της ανωτέρω απόφασης, η συναίνεση κράτους μέλους στη δυνατότητα να αχθεί ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτησίας προβλεπόμενης σε διμερή επενδυτική συμφωνία, σε αντίθεση με τη συναίνεση που παρέχεται στο πλαίσιο διαδικασίας εμπορικής διαιτησίας, δεν θεμελιώνεται σε συγκεκριμένη συμφωνία με αυτονομία της βούλησης των εμπλεκόμενων μερών, αλλά απορρέει από συνθήκη στο πλαίσιο της οποίας δύο κράτη μέλη συναινούν γενικά και εκ των προτέρων να εξαιρέσουν από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους υπέρ της διαιτητικής διαδικασίας διαφορές οι οποίες δύνανται να αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

110    Αφετέρου, με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ. (C‑638/19 P, EU:C:2022:50), το Δικαστήριο περιορίστηκε να εξετάσει εάν, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή ήταν ratione temporis αρμόδια να ασκήσει τις αρμοδιότητές της δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Προς τούτο, έκρινε, στη σκέψη 123 της εν λόγω απόφασης, ότι το καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το χρονικό σημείο χορήγησης μιας κρατικής ενίσχυσης στους δικαιούχους της με συγκεκριμένο μέτρο είναι η απόκτηση από τους δικαιούχους βέβαιου δικαιώματος λήψης της ενίσχυσης και η αντίστοιχη δέσμευση του κράτους μέλους να τη χορηγήσει. Μολονότι, στη σκέψη 124 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ ουσίαν ότι το δικαίωμα αυτό είχε χορηγηθεί αποκλειστικώς και μόνο με την επίμαχη στην υπόθεση εκείνη διαιτητική απόφαση, ουδόλως συνήγαγε εξ αυτού ότι η οικεία διαιτητική απόφαση συνιστούσε, αυτή καθεαυτήν, κρατική ενίσχυση. Αντιθέτως, το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 80 και 131 της απόφασης αυτής, διευκρίνισε ότι δεν ήταν αρμόδιο, στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η ίδια απόφαση, να κρίνει κατά πόσον το επίμαχο στην υπόθεση εκείνη μέτρο, ήτοι η διαιτητική απόφαση, συνιστούσε, από ουσιαστικής απόψεως, «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

111    Περαιτέρω, το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η αγωγή ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης απορρίφθηκε από ελληνικό δικαστήριο, ήτοι το Εφετείο Αθηνών, δεν σημαίνει ότι η εν λόγω απόφαση μπορεί, για τον λόγο αυτόν και μόνο, να καταλογιστεί στο Ελληνικό Δημόσιο. Πράγματι, ο ασκούμενος από το δικαστήριο αυτό δικαστικός έλεγχος αφορά μόνον τη νομιμότητα της διαιτητικής απόφασης, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί πράξη αποκλειστικώς καταλογιστέα στο διαιτητικό όργανο που την εξέδωσε. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καθεαυτήν η θέσπιση κρατικής ενίσχυσης δεν μπορεί να προκύψει από δικαστική απόφαση, δεδομένου ότι η θέσπιση αυτή προϋποθέτει εκτίμηση σκοπιμότητας ξένη προς το λειτούργημα του δικαστή (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 76). Ως εκ τούτου, η ύπαρξη τέτοιας δικαστικής απόφασης δεν αρκεί, εν πάση περιπτώσει, προκειμένου η διαιτητική απόφαση, όπως επικυρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου Αθηνών, να χαρακτηριστεί ως μέτρο δυνάμενο να συνιστά κρατική ενίσχυση.

112    Τέλος, ο ισχυρισμός της ΔΕΗ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξομοίωσε στην πραγματικότητα το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ με δικαιοδοτικό όργανο έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση με τη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην οποία αναφέρεται ρητώς ότι «το διαιτητικό δικαστήριο πρέπει να εξομοιωθεί με τακτικό κρατικό δικαστήριο».

113    Επομένως, εν προκειμένω, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της διαφοράς μεταξύ ΔΕΗ και Μυτιληναίος και των χαρακτηριστικών των καθηκόντων που οικειοθελώς τα μέρη αυτά ανέθεσαν στο διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι το μόνο κρατικό μέτρο που θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση ήταν η απόφαση της ΔΕΗ να συνάψει το συνυποσχετικό διαιτησίας με τη Μυτιληναίος, δεδομένου ότι η ΔΕΗ ελέγχεται από το Ελληνικό Δημόσιο, και, αφετέρου, ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η απόφαση αυτή είχε παράσχει πλεονέκτημα στη Μυτιληναίος, έπρεπε να εξακριβωθεί εάν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε λάβει, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, την απόφαση αυτή με τους ίδιους όρους.

114    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν άλλως εάν η διαιτητική διαδικασία στο σύνολό της, ήτοι από τη σύναψη του συνυποσχετικού διαιτησίας μέχρι την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ήταν αποτέλεσμα μηχανισμού που το Ελληνικό Δημόσιο είχε επιβάλει στις οικείες επιχειρήσεις με σκοπό την καταστρατήγηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων μέσω της διαδικασίας αυτής. Πράγματι, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα είχε συναινέσει, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, να ενταχθεί σε έναν τέτοιο μηχανισμό. Εντούτοις, η ΔΕΗ δεν υποστήριξε ότι η σύναψη του συνυποσχετικού διαιτησίας με τη Μυτιληναίος τής είχε επιβληθεί παρά τη θέλησή της από το Ελληνικό Δημόσιο με σκοπό τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στη Μυτιληναίος.

115    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Μυτιληναίος και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ούτε το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως ούτε ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της Μυτιληναίος.

 Επί των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

117    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

118    Τούτο ισχύει, εν προκειμένω, ως προς τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, καθώς και ως προς το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑740/17, με τους οποίους η ΔΕΗ προσήψε, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 107 ΣΛΕΕ καθόσον δεν εξέτασε, με τη δεύτερη επίδικη απόφαση, το επίμαχο τιμολόγιο, όπως αυτό προέκυψε από τη διαιτητική απόφαση, προτού αποκλείσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος και ότι περιορίστηκε να εξετάσει εάν, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε, υπό τις ίδιες περιστάσεις, συνάψει το συνυποσχετικό διαιτησίας με τους ίδιους όρους.

119    Πράγματι, αρκεί να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 9, 90 και 232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η ΔΕΗ και η Μυτιληναίος είχαν οικειοθελώς υπαχθεί στη διαιτησία της ΡΑΕ, διαπίστωση που δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 96 έως 105 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, υποχρεωμένη, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, να αναλύσει το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης προκειμένου να εξακριβώσει εάν η απόφαση της ΔΕΗ να συνάψει τη συμφωνία διαιτησίας είχε παράσχει πλεονέκτημα στη Μυτιληναίος κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

120    Επομένως, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως καθώς και το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑740/17 πρέπει να απορριφθούν.

121    Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα λοιπά σκέλη του πέμπτου αυτού λόγου ακυρώσεως ούτε τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως στην υπόθεση T‑740/17, εκ των οποίων ο πρώτος αφορούσε εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης της 31ης Μαΐου 2017, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (C‑228/16 P, EU:C:2017:409), ο δεύτερος παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των υποχρεώσεων που υπείχε από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 και, ειδικότερα, προσβολή του δικαιώματος ακρόασης της ΔΕΗ, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο έκτος παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 107, παράγραφος 1, και του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και με την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, και ο έβδομος πρόδηλη πλάνη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, καθόσον η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια στην πρώτη καταγγελία που είχε υποβάλει η ΔΕΗ το 2012 δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ με την αιτιολογία ότι η καταγγελία αυτή είχε καταστεί άνευ αντικειμένου κατόπιν της διαιτητικής απόφασης.

122    Δεδομένου ότι η εξέταση των εν λόγω σκελών και λόγων ακυρώσεως απαιτεί περίπλοκες εκτιμήσεις επί των πραγματικών περιστατικών, για τις οποίες το Δικαστήριο δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία πραγματικά στοιχεία, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τα εν λόγω σκέλη και λόγους ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί εκείνο επ’ αυτών.

123    Τέλος, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να συναγάγει τις συνέπειες από την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί των προσφυγών που αποτελούν το αντικείμενο των υποθέσεων T‑639/14 RENV και T‑740/17, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης στις υποθέσεις αυτές.

 Επί των δικαστικών εξόδων

124    Δεδομένης της αναπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, ΔEH κατά Επιτροπής (T639/14 RENV, T352/15 και T740/17, EU:T:2021:604).

2)      Αναπέμπει τις υποθέσεις T639/14 RENV, T352/15 και T740/17 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αποφανθεί εκείνο επί των προβληθέντων ενώπιόν του λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων επί των οποίων δεν αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λυκούργος

Spineanu-Matei

Bonichot

Rodin

 

Rossi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Φεβρουαρίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο πρόεδρος του τμήματος

A. Calot Escobar

 

Κ. Λυκούργος


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.