Language of document : ECLI:EU:T:2005:274

Υπόθεση T-148/04

TQ3 Travel Solutions Belgium SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών — Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Παροχή υπηρεσιών ταξιδιωτικού πρακτορείου για τις μετακινήσεις των υπαλλήλων των θεσμικών οργάνων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

2.      Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Υπερβολικά χαμηλή προσφορά — Υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να ακούσει τον υποβαλόντα προσφορά

(Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 139)

3.      Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Ανάθεση των συμβάσεων — Κριτήρια αναθέσεως — Επιλογή της αναθέτουσας αρχής — Όριο — Προσφυγή σε κριτήρια που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς — Επιτρέπεται η χρήση όχι αποκλειστικά οικονομικών κριτηρίων

4.      Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Ανάθεση των συμβάσεων — Αξιολόγηση των προσφορών βάσει των ιδίων των προσφορών

1.      Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να ληφθεί απόφαση συνάψεως συμβάσεως βάσει προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και ο έλεγχος του Πρωτοδικείου πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψη 47)

2.      Στον τομέα της συνάψεως των κοινοτικών δημοσίων συμβάσεων, το άρθρο 139 του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι η αναθέτουσα αρχή έχει την υποχρέωση να παράσχει στον υποβαλόντα προσφορά τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει, και μάλιστα να δικαιολογήσει, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσφοράς του, προτού απορρίψει την εν λόγω προσφορά, αν θεωρεί ότι η προσφορά αυτή είναι υπερβολικά χαμηλή, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποχρέωση ελέγχου της σοβαρότητας μιας προσφοράς απορρέει από την προηγούμενη ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη φερεγγυότητά της. Συγκεκριμένα, το ως άνω άρθρο έχει ως κύριο αντικείμενο το να επιτραπεί στον υποβαλόντα προσφορά να μην αποκλεισθεί από τη διαδικασία χωρίς να έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει το περιεχόμενο της προσφοράς του, η οποία φαίνεται υπερβολικά χαμηλή.

(βλ. σκέψη 49)

3.      Προκειμένου να προσδιορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, έκαστο των κριτηρίων αναθέσεως της συμβάσεως που λαμβάνει υπόψη η αναθέτουσα αρχή δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι αμιγώς οικονομικής φύσεως, δοθέντος ότι δεν μπορεί να αποκλείεται ότι άλλοι μη αμιγώς οικονομικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάζουν την αξία μιας προσφοράς κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής.

(βλ. σκέψη 51)

4.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, η ποιότητα των προσφορών πρέπει να αξιολογείται βάσει των ιδίων των προσφορών και όχι βάσει της εμπειρίας που απέκτησαν οι διαγωνιζόμενοι από τη συνεργασία τους με την αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο προγενεστέρων συμβάσεων ή βάσει κριτηρίων επιλογής, όπως η τεχνική ικανότητα των υποψηφίων, τα οποία ήδη χρησιμοποιήθηκαν κατά το στάδιο της επιλογής των υποψηφιοτήτων και τα οποία δεν μπορούν εκ νέου να ληφθούν υπόψη για τη σύγκριση των προσφορών.

(βλ. σκέψη 86)