Language of document : ECLI:EU:T:2011:68

Υπόθεση T-110/07

Siemens AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των έργων εξοπλισμού μεταγωγής με μόνωση αερίου – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Κατανομή της αγοράς – Επιπτώσεις εντός της κοινής αγοράς – Έννοια του όρου “διαρκής παράβαση” – Διάρκεια της παραβάσεως – Παραγραφή – Πρόστιμα – Αναλογικότητα – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Πρωτοστατούσα επιχείρηση – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Σκοπός αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Επαρκής διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία επί υποθέσεων ανταγωνισμού – Δυνατότητα εφαρμογής του

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· άρθρο 6 § 2 ΕΕ)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Επίκληση δέσμης ενδείξεων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Επίκληση, από την Επιτροπή, δηλώσεων άλλων εμπλεκομένων στην παράβαση επιχειρήσεων – Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

5.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου – Κριτήρια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεως αιτιάσεων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Εύρος του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25)

9.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Περιεχόμενο της αρχής – Όρια – Δικαίωμα της επιχειρήσεως να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας – Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύμπραξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Παράβαση – Ενιαίος χαρακτήρας της παραβάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25 § 2)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 4 και 6)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Μη δεσμευτική ή εξαντλητική απαρίθμηση των κριτηρίων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Αύξηση της τάξεως μεγέθους των προστίμων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση ή την υποκινεί

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2, τρίτη περίπτωση)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 22 και 29)

1.      Για να διαπιστωθεί αν μια εναρμονισμένη πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι περιττό να εξετάζονται οι επιπτώσεις της, όταν προκύπτει ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Τούτο ισχύει, κατ’ αναλογία, και για το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).

(βλ. σκέψη 40)

2.      Το τεκμήριο της αθωότητας, όπως απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καταλέγεται στα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου και όπως, εξάλλου, επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, αποτελούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

Λόγω της φύσεως των συγκεκριμένων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και της αυστηρότητας των κυρώσεων που αυτές επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας διέπει, μεταξύ άλλων, τις διαδικασίες σχετικά με παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, οι οποίες επισύρουν πρόστιμα ή κυρώσεις. Η αρχή αυτή πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο προσφυγής με αίτημα την ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Η αμφιβολία του δικαστή λειτουργεί υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου.

(βλ. σκέψεις 44-45)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να προβάλει συγκεκριμένα και συγκλίνοντα στοιχεία που αποδεικνύουν την παράβαση και θεμελιώνουν αταλάντευτα την πεποίθηση ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο κάθε αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζει η Επιτροπή να πληροί οπωσδήποτε τα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή. Η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως στηριζόμενη αποκλειστικά στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά, αρκεί οι επιχειρήσεις αυτές να αποδείξουν τη συνδρομή περιστάσεων που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα, καθιστώντας δυνατή την υποκατάσταση άλλης εύλογης εξηγήσεως στην εξήγηση βάσει της οποίας η Επιτροπή διαπίστωσε την παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Επομένως, η διαφορετική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών έχει σημασία μόνον όταν η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά. Αντιθέτως, η εξήγηση αυτή καθίσταται άνευ σημασίας όταν η παράβαση δεν συνάγεται απλώς, αλλά αποδεικνύεται με αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, βάσει της αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, η παράβαση μπορεί να αποδειχθεί με κάθε αποδεικτικό μέσο, οπότε η ύπαρξη εναλλακτικής εξηγήσεως καθίσταται άνευ σημασίας όταν η παράβαση έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο με αποδεικτικά στοιχεία πέραν των εγγράφων.

(βλ. σκέψεις 46-49, 51)

4.      Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα με τα οποία μπορεί να αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), στο κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων. Ειδικότερα, καμία διάταξη ή γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται κατά επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, το βάρος αποδείξεως των αντίθετων στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ πράξεων, το οποίο φέρει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιτηρήσεως της καλής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη.

(βλ. σκέψη 50)

5.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, το μόνο πρόσφορο κριτήριο προς εκτίμηση των προσκομιζομένων αποδείξεων έγκειται στην αξιοπιστία τους. Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που διέπουν την απόδειξη, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε, τον αποδέκτη του και την αξιοπιστία του περιεχομένου του. Ιδιαίτερη σημασία έχει το αν το έγγραφο έχει καταρτιστεί σε άμεση χρονική συνάφεια με τα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, οι δηλώσεις που αντίκεινται στα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία.

Επομένως, πρέπει να χαρακτηριστεί ως στοιχείο με υψηλή αποδεικτική αξία η μαρτυρία προσώπου το οποίο, καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της συμπράξεως, ήταν εκ των εκπροσώπων ενός εκ των σημαντικότερων μετεχόντων στη σύμπραξη και, ως εκ τούτου, είναι άμεσος μάρτυρας των περιστατικών που καταθέτει.

(βλ. σκέψεις 54, 75)

6.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η υποβολή αιτήματος περί εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, προς μείωση του προστίμου, δεν δημιουργεί οπωσδήποτε παρότρυνση προσκομίσεως παραποιημένων αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, κάθε προσπάθεια παραπλανήσεως της Επιτροπής μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά την ειλικρίνεια, καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος, με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως από την ανακοίνωση περί συνεργασίας.

Αν, όμως, οι δηλώσεις επιχειρήσεως στην οποία προσάπτεται παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού αμφισβητούνται από άλλες επιχειρήσεις στις οποίες επίσης προσάπτεται συμμετοχή σε κοινή ρύθμιση, οι δηλώσεις αυτές δεν αρκούν προς απόδειξη της υπάρξεως και του περιεχομένου της κοινής ρυθμίσεως, εφόσον δεν τεκμηριώνονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 65-66)

7.      Η αντίρρηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λαμβάνουν όντως γνώση των πράξεων που τους προσάπτει η Επιτροπή, πράγμα που συμβαίνει όταν η τελική απόφαση δεν καταλογίζει στους ενδιαφερομένους παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στηρίζεται μόνο σε πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις. Ενώ οι παραβάσεις που καταλογίζονται σε επιχείρηση βάσει αποφάσεως δεν πρέπει να διαφέρουν από τις γνωστοποιηθείσες με την ανακοίνωση αιτιάσεων, δεν ισχύει εντούτοις το ίδιο για τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη, διότι, ως προς αυτά, αρκεί να έχει δοθεί στις επιχειρήσεις αυτές η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί όλων των προσαπτομένων σε αυτές πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι καμία διάταξη δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, νέα έγγραφα τα οποία θεωρεί ότι υποστηρίζουν την άποψή της, υπό τον όρον ότι παρέχεται στις επιχειρήσεις ο αναγκαίος χρόνος προκειμένου να διατυπώσουν συναφώς την άποψή τους.

(βλ. σκέψεις 86-87)

8.      Η πλευρά ή η αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού είναι εκείνη που οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, αποδεικνύοντας, επαρκώς κατά νόμο τα περιστατικά που συνιστούν την παράβαση. Εξάλλου, η επιχείρηση που επικαλείται προς όφελός της μέσο άμυνας έναντι της διαπιστώσεως μιας παραβάσεως οφείλει να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις επικλήσεως αυτού του μέσου άμυνας, οπότε η εν λόγω αρχή υποχρεούται να παραθέσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Η γενική αρχή ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όλα τα στοιχεία της υποστάσεως της παραβάσεως, περιλαμβανομένης της διάρκειάς της, τα οποία ενδεχομένως επηρεάζουν τις τελικές διαπιστώσεις της όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό περί παραγραφής, τη συνδρομή της οποίας οφείλει, καταρχήν, να αποδείξει αυτή.

Συγκεκριμένα, απαραίτητη προϋπόθεση για την προβολή τέτοιου αμυντικού ισχυρισμού είναι να έχει αποδειχθεί η διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και η ημερομηνία παύσεώς της. Πλην όμως, τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν προς αντιστροφή του βάρους αποδείξεως σε βάρος της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Αφενός, η διάρκεια της παραβάσεως, της οποίας η διαπίστωση προϋποθέτει να έχει προσδιοριστεί η ημερομηνία λήξεώς της, αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως, το βάρος αποδείξεως της οποίας φέρει η Επιτροπή, ανεξαρτήτως του ότι η αμφισβήτηση των στοιχείων αυτών αποτελεί επίσης μέρος του αμυντικού ισχυρισμού περί παραγραφής. Αφετέρου, το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η μη παραγραφή της διωκόμενης από την Επιτροπή παραβάσεως, βάσει του κανονισμού 1/2003, συνιστά αντικειμενικό έννομο κριτήριο που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας δικαίου και, συνεπώς, προϋπόθεση του κύρους της αποφάσεως με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί το κριτήριο αυτό ακόμη και αν η επιχείρηση δεν προβάλλει σχετικό αμυντικό ισχυρισμό.

Πάντως, η κατανομή αυτή του βάρους αποδείξεως μπορεί παρά ταύτα να διαφοροποιηθεί, εφόσον η μία πλευρά επικαλείται πραγματικά στοιχεία τα οποία είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας τεκμαίρεται ότι η απόδειξη έχει προσκομισθεί. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή αποδείξει την ύπαρξη συμφωνίας, εναπόκειται στην επιχείρηση που μετείχε στη συμφωνία να αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε από τη συμφωνία, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει με σαφήνεια η βούλησή της να απέχει από την εν λόγω συμφωνία και η γνωστοποίηση της βουλήσεως αυτής στις λοιπές μετέχουσες επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψεις 173-176)

9.      Η θεμελιώδης αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς το υποστατό και τη σημασία των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων που επικαλείται η Επιτροπή. Επομένως, η απάντηση επιχειρήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής δεν μπορεί να αποτελέσει επιβαρυντικό στοιχείο για άλλη εμπλεκόμενη στην έρευνα επιχείρηση, εφόσον αυτή δεν είχε πρόσβαση στην εν λόγω απάντηση πριν την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής.

Αντιθέτως, η εν λόγω αρχή δεν επιτάσσει να παρέχεται στις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη διοικητική διαδικασία, δυνατότητα εξετάσεως των μαρτύρων που καταθέτουν ενώπιον της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 189, 199)

10.    Η επιχείρηση που δεν αποστασιοποιείται δημοσίως από την παράβαση στην οποία μετείχε ή δεν την καταγγέλλει στις διοικητικές αρχές ενθαρρύνει τη συνέχιση της παραβάσεως και δυσχεραίνει την αποκάλυψή της, οπότε η σιωπηρή αυτή αποδοχή της παραβάσεως συνιστά ενδεχομένως συνέργεια ή παθητική συμμετοχή στην παράβαση.

(βλ. σκέψη 222)

11.    Πολλά είναι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί αν μια παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) είναι ενιαία ή όχι και, συγκεκριμένα, το αν οι συγκεκριμένες πρακτικές είχαν κοινό ή διαφορετικό αντικείμενο, το αν αφορούν κοινά προϊόντα και υπηρεσίες, το αν μετείχαν σε αυτές οι ίδιες επιχειρήσεις και το αν χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες μέθοδοι για την εφαρμογή τους. Άλλα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη είναι η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής των επίμαχων πρακτικών.

Όσον αφορά την έννοια του κοινού στόχου των πρακτικών που θίγουν τον ανταγωνισμό, το αν ένα σύνολο συμφωνιών και πρακτικών αντίθετων στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ συνιστά ενιαία και συνεχή παράβαση εξαρτάται αποκλειστικά από αντικειμενικά στοιχεία, όπως είναι ο κοινός στόχος των εν λόγω συμφωνιών και πρακτικών. Το κριτήριο αυτό πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενο των συμφωνιών ή των πρακτικών αυτών και να μη συγχέεται με το υποκειμενικό στοιχείο της προθέσεως της επιχειρήσεως να μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Αντιθέτως, το υποκειμενικό στοιχείο της προθέσεως μπορεί και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της συμμετοχής της κάθε επιχειρήσεως σε μια τέτοια ενιαία και διαρκή συμφωνία. Συναφώς, αρκεί το ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση εισήλθε εκ νέου στη σύμπραξη, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για την ίδια σύμπραξη στην οποία μετείχε στο παρελθόν. Για να μπορεί να προβληθεί σε βάρος της ότι πρόκειται για ενιαία παράβαση, αρκεί ακόμη και το ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση γνώριζε τα προαναφερθέντα ουσιώδη κριτήρια, τα οποία στηρίζουν τη διαπίστωση περί ενιαίας παραβάσεως, έστω και αν η ίδια δεν συμπέρανε ότι επρόκειτο για τέτοια παράβαση.

(βλ. σκέψεις 241, 246, 253)

12.    Κατά το σημείο 1 A, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΑΧ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παράβασης να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες και οι επιπτώσεις της συμπεριφοράς εκάστης επιχειρήσεως στον ανταγωνισμό, ιδίως όταν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που έχουν διαπράξει παράβαση. Αντιθέτως, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν ότι η πραγματική οικονομική δυνατότητα ή οι επιπτώσεις της συμπεριφοράς εκάστης επιχειρήσεως πρέπει να εξετάζονται βάσει συγκεκριμένου κριτηρίου, όπως το μερίδιό τους στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) ή εντός της κοινής αγοράς. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δύναται να εφαρμόσει το κριτήριο που θεωρεί πρόσφορο βάσει των περιστάσεων εκάστης υποθέσεως.

(βλ. σκέψη 279)

13.    Η σοβαρότητα των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων περιλαμβάνονται η συμπεριφορά εκάστης των επιχειρήσεων, ο ρόλος που διαδραμάτισε εκάστη από αυτές στη δημιουργία των εναρμονισμένων πρακτικών, το κέρδος που αποκόμισαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Κοινότητας.

Επομένως, αφενός, είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου τόσο ο ολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορούν να παράσχουν ένδειξη για την έκτασή της. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει, αφετέρου, να προσδίδεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα ποσά αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, ο ορθός καθορισμός του προστίμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού υπολογισμού που στηρίζεται στον ολικό κύκλο εργασιών. Έτσι έχουν ιδίως τα πράγματα όταν τα οικεία εμπορεύματα δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο ένα μικρό ποσοστό κύκλου εργασιών.

Η απαρίθμηση των στοιχείων που δύνανται να ληφθούν υπόψη προς εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν είναι δεσμευτική ούτε εξαντλητική. Επομένως, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να λάβει υπόψη της άλλα στοιχεία ή να προσδώσει μικρότερη σημασία σε κάποιο από τα προαναφερθέντα στοιχεία ή, ακόμη, να μην τα λάβει καν υπόψη της, εφόσον κρίνει ότι έτσι επιβάλλουν οι περιστάσεις της υποθέσεως.

Εξάλλου, η «αξία των οικείων εμπορευμάτων» αποτελεί ένδειξη του ποσοστού του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων που προέρχεται από τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της συμπράξεως και όχι ένδειξη του μεγέθους της αγοράς των προϊόντων αυτών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

(βλ. σκέψεις 286-288)

14.    Η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων δεν αποτελεί νομικό πλαίσιο για την επιβολή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή διαθέτει, στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003, διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του προστίμου, ώστε να καθοδηγεί τις επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται από τον κανονισμό 1/2003, αν τούτο κρίνεται απαραίτητο προς εξασφάλιση της εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού απαιτεί η Επιτροπή να μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

Επομένως, οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων που έχει επιβάλει παλαιότερα. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο να αποφασίσει η Επιτροπή ανά πάσα στιγμή αύξηση του προστίμου σε σχέση με το παρελθόν.

(βλ. σκέψεις 290-291)

15.    Όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται εφόσον η Επιτροπή αναφέρει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως που της επέτρεψαν να εκτιμήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, χωρίς να οφείλει να παραθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου.

Ειδικότερα, η παράθεση των αριθμητικών στοιχείων που επηρέασαν, ιδίως όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά τον καθορισμό των προστίμων είναι μια ευχέρεια που είναι επιθυμητό να χρησιμοποιεί η Επιτροπή, αλλά η οποία βαίνει πέραν των επιταγών που απορρέουν από την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 311-312)

16.    Για να χαρακτηριστεί ως «πρωτοστατούσα», η επιχείρηση πρέπει να αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για τη σύμπραξη και να έχει ειδική και συγκεκριμένη ευθύνη ως προς τη λειτουργία της. Το γεγονός αυτό πρέπει να εξεταστεί σφαιρικά σε σχέση με το πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως. Ο χαρακτηρισμός μιας επιχειρήσεως ως «πρωτοστατούσας» έχει γίνει δεκτός, μεταξύ άλλων, όταν αποδείχθηκε ότι η επιχείρηση άσκησε καθήκοντα συντονιστή της συμπράξεως, μεταξύ άλλων οργανώνοντας και επανδρώνοντας με προσωπικό τη γραμματεία που ήταν επιφορτισμένη με τη λειτουργία της συμπράξεως, ή όταν η εν λόγω επιχείρηση επιτελεί κεντρικό ρόλο για τη λειτουργία της συμπράξεως, διοργανώνοντας π.χ. μεγάλο αριθμό συναντήσεων, συγκεντρώνοντας και διανέμοντας στοιχεία στο πλαίσιο της συμπράξεως, αναλαμβάνοντας την εκπροσώπηση ορισμένων μελών στο πλαίσιο της συμπράξεως ή διατυπώνοντας προτάσεις σχετικά με τη λειτουργία της συμπράξεως. Είναι βεβαίως δυνατόν να χαρακτηριστούν ως πρωτοστατούσες δύο ή και περισσότερες επιχειρήσεις ταυτοχρόνως, ιδίως στην περίπτωση των συμπράξεων με μεγάλο αριθμό μετεχόντων.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του σημείου 2, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ επιχειρήσεως που «πρωτοστατεί» στην παράβαση και επιχειρήσεως που έχει «προτρέψει» άλλες επιχειρήσεις να μετάσχουν σε αυτή. Συγκεκριμένα, ενώ ο ρόλος του υποκινητή αφορά το χρονικό σημείο της συστάσεως ή της διευρύνσεως μιας συμπράξεως, ο ρόλος της πρωτοστατούσας επιχειρήσεως αφορά τη λειτουργία της εν λόγω συμπράξεως. Επομένως, η πρωτοστατούσα στην παράβαση επιχείρηση και η υποκινήτρια της παραβάσεως δεν βρίσκονται σε όμοια κατάσταση, οπότε η διαφορετική μεταχείριση της επιχειρήσεως που έχει χαρακτηριστεί ως υποκινήτρια σε σχέση με την επιχείρηση που έχει χαρακτηριστεί ως πρωτοστατούσα δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 337, 345, 348)

17.    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή κακώς παρέλειψε να χαρακτηρίσει μια επιχείρηση ως πρωτοστατούσα, παρά τον σημαντικό ρόλο της στο πλαίσιο της συμπράξεως, το νομικό αυτό σφάλμα προς όφελος τρίτου δεν δικαιολογεί να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου.

(βλ. σκέψη 358)

18.    Η μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων που μετείχαν σε παραβάσεις του κοινοτικού δίκαίου του ανταγωνισμού θεμελιώνεται στην εκτίμηση ότι η συνεργασία αυτή διευκολύνει την Επιτροπή στη διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, στον τερματισμό της.

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 29 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, η εν λόγω ανακοίνωση δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να ενημερώσουν την Επιτροπή για την ύπαρξη συμπράξεως. Λόγω της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία έχουν αντλήσει από την ως άνω ανακοίνωση οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να συνεργασθούν με την Επιτροπή, η Επιτροπή υποχρεούται, ως εκ τούτου, να συμμορφωθεί προς την εν λόγω ανακοίνωση κατά την εκτίμηση της συνεργασίας της επιχειρήσεως ενόψει του καθορισμού του επιβλητέου σε αυτήν προστίμου.

Εντός των ορίων που χαράσσει η ανακοίνωση περί συνεργασίας, η Επιτροπή διαθέτει, πάντως, διακριτική ευχέρεια όταν εκτιμά αν τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει οικειοθελώς προσκομίσει μια επιχείρηση διαθέτουν πρόσθετη αποδεικτική αξία κατά την έννοια της παραγράφου 22 της ανακοινώσεως και αν πρέπει να μειωθεί το πρόστιμο της επιχειρήσεως αυτής κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ανακοινώσεως.

(βλ. σκέψεις 374-376)