Language of document : ECLI:EU:T:2012:501

Υπόθεση T‑387/09

Applied Microengineering Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πέμπτο πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Συμβάσεις που αφορούν τα σχέδια “Formation of a New Design House for MST”‘ και “Assessment of a New Anodic Bonder” — Ανάκτηση μέρους καταβληθείσας χρηματοπιστωτικής εισφοράς — Απόφαση αποτελούσα εκτελεστό τίτλο — Απόφαση τροποποιούσα κατά τη διάρκεια της δίκης την προσβαλλόμενη απόφαση — Νομική βάση της προσφυγής — Φύση των προβαλλομένων λόγων — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Αρχή της χρηστής διοικήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Σεπτεμβρίου 2012

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή κατά αποφάσεως που αποτελεί εκτελεστό τίτλο — Απόφαση που μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει του άρθρου 230 ΕΚ — Παραδεκτό — Λόγοι προσφυγής που αφορούν συμβατικές διατάξεις και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο — Απαράδεκτο

(Άρθρα 230 ΕΚ, 238 ΕΚ, 249 ΕΚ και 256 ΕΚ)

2.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις — Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως — Ανταλλαγή πληροφοριών με την Επιτροπή πριν από την υπογραφή της συμβάσεως που δεν συνιστούν συγκεκριμένη διαβεβαίωση ή υπόσχεση — Παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Δεν υφίσταται

3.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής περί ανακτήσεως μέρους καταβληθείσας χρηματοπιστωτικής εισφοράς στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος — Ανάγκη επισυνάψεως της εκθέσεως του οικονομικού ελέγχου — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 253 ΕΚ)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Αντισυμβαλλόμενος της Επιτροπής που δεν ενημέρωσε για την αλλαγή διευθύνσεως — Αποστολή αλληλογραφίας στην παλιά διεύθυνση — Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως — Δεν υφίσταται — Νέα διεύθυνση της οποίας γίνεται μνεία στην αλληλογραφία που απευθύνθηκε σε οικονομικό ελεγκτή και διαβιβάστηκε στην Επιτροπή — Λήξη της διάρκειας ισχύος της συμβάσεως — Δεν ασκεί επιρροή

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 41)

1.      Οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα και εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων που προβλέπει το άρθρο 249 ΕΚ.

Αντιθέτως, οι αποφάσεις που αποτελούν εκτελεστό τίτλο, για τις οποίες πρόκειται στο άρθρο 256 ΕΚ, συγκαταλέγονται, ελλείψει αντίθετης μνείας στη Συνθήκη ΕΚ, σε αυτές που αφορά το άρθρο 249 ΕΚ, το βάσιμο των οποίων μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ. Αυτό συμβαίνει ειδικότερα αν απόφαση που αποτελεί τίτλο εκτελεστό εκδίδεται για την είσπραξη απαιτήσεως βάσει συμβάσεως που συνήφθη από θεσμικό όργανο.

Επιληφθείς προσφυγής ακυρώσεως βάσει των διατάξεων του άρθρου 230 ΕΚ, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εκτιμήσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως έναντι της Συνθήκης ΕΚ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της και, επομένως, του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται βάσει του άρθρου 238 ΕΚ, ο προσφεύγων μπορεί να προσάψει στο αντισυμβαλλόμενο θεσμικό όργανο μόνο παραβάσεις των συμβατικών διατάξεων ή παραβιάσεις του εφαρμοστέου επί της συμβάσεως δικαίου.

Επομένως, οι λόγοι ακυρώσεως προσφυγής που βάλλει κατά αποφάσεως αποτελούσας εκτελεστό τίτλο, οι οποίοι αντλούνται από παραβάσεις των συμβατικών διατάξεων και του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

(βλ. σκέψεις 36, 38-41)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 57-62)

3.      Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή έχει εκδοθεί. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό, αφενός, στον δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας και, αφετέρου, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου για να μπορέσουν να υπερασπισθούν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη.

Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που έχουν προβάλει ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως.

Πράγματι, οσάκις ο ενδιαφερόμενος έχει μετάσχει ενεργά στη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους η διοίκηση εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αποτελεί συνάρτηση του γενικότερου πλαισίου που δημιουργεί η συνεργασία αυτή. Στην περίπτωση αυτή, οι απαιτήσεις της νομολογίας στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι πολύ μειωμένες.

Υπό την έννοια αυτή, οσάκις η Επιτροπή, αναφερόμενη στην έκθεση ελέγχου, αποκαλύπτει επαρκώς σαφώς, στο πλαίσιο αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε την ανάκτηση μέρους χρηματοπιστωτικής εισφοράς που καταβλήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος, καθιστά δυνατόν στον ενδιαφερόμενο να επικαλεστεί τα δικαιώματά του ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και στον τελευταίο να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει επισυναφθεί σ’ αυτήν η εν λόγω έκθεση ελέγχου.

(βλ. σκέψεις 64-67, 72)

4.      Μεταξύ των εγγυήσεων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Στο πλαίσιο της ανακτήσεως μέρους εισφοράς που καταβλήθηκε βάσει ερευνητικού προγράμματος, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, όσον αφορά την επιστολή η οποία ενημέρωνε τον προσφεύγοντα για τη λήξη της διαδικασίας ελέγχου και η οποία απεστάλη με συστημένη επιστολή, με βεβαίωση παραλαβής, στη διεύθυνση που είχε υποδείξει ο ενδιαφερόμενος στην Επιτροπή, το γεγονός ότι ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο ελλείψει γνωστοποιήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου προς την Επιτροπή της αλλαγής της διευθύνσεώς του. Πράγματι, αφενός, μόνο το γεγονός ότι η διάρκεια ισχύος της συμβάσεως είχε λήξει δεν απάλλασσε τον προσφεύγοντα από την υποχρέωση ενημερώσεως της Επιτροπής για την αλλαγή της διευθύνσεώς του, εφόσον ήταν σε εξέλιξη διαδικασία ελέγχου. Αφετέρου, η απλή μνεία της διευθύνσεώς του στο πλαίσιο της υπογραφής της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του προσφεύγοντος προς τον ελεγκτή δεν ήταν δυνατόν να αρκεί για να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί ορθώς για την αλλαγή διευθύνσεως, ακόμη και αν η εν λόγω ηλεκτρονική αλληλογραφία διαβιβάσθηκε από τον ελεγκτή στην Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 76, 80)