Language of document : ECLI:EU:T:2013:259

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑147/09 καιT‑148/09

Trelleborg Industrie SAS

και

Trelleborg AB

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών — Έννοια της διαρκούς ή επαναλαμβανόμενης παραβάσεως — Παραγραφή — Ασφάλεια δικαίου — Ίση μεταχείριση — Πρόστιμα — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 17ης Μαΐου 2013

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή — Δέσμη ενδείξεων — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο — Απόφαση ως προς την οποία ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες — Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· άρθρο 6 § 2 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ορισμένα χρονικά διαστήματα της υπό εξέταση συνολικής περιόδου — Δεν ασκεί επιρροή — Διακοπή της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση — Επαναλαμβανόμενη παράβαση — Έννοια — Συνέπειες σε θέματα παραγραφής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 2, 25 § 2 και 31)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ερμηνεία — Κείμενα διατυπωμένα σε περισσότερες από μία γλώσσες — Αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων — Λαμβάνεται υπόψη η γενική οικονομία και ο σκοπός της επίμαχης ρυθμίσεως

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Περιεχόμενο

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία — Αποτέλεσμα

(Άρθρα 81 § 1 EΚ και 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 §§ 2 και 3, και 31)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 50-53)

2.      Σε θέματα ανταγωνισμού, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα διαπράξεως της παραβάσεως. Πάντως, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα παύσης της παραβάσεως.

Συναφώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Τέτοια στοιχεία και τέτοιες συμπτώσεις καθιστούν δυνατό να αποκαλυφθούν όχι μόνον η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό μορφών συμπεριφοράς ή συμφωνιών, αλλά και η διάρκεια μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συνεχούς συμπεριφοράς και η περίοδος εφαρμογής μιας συμφωνίας που συνήφθη κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

Περαιτέρω, τέτοια παράβαση μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την αιτιολογία ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία της εν λόγω σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του πανομοιότυπου αντικειμένου τους που συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της.

Όσον αφορά την απουσία αποδείξεων για την ύπαρξη συμφωνίας σε ορισμένα χρονικά διαστήματα ή, τουλάχιστον, για την εφαρμογή της συμφωνίας από την επιχείρηση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η παράβαση για ορισμένα χρονικά διαστήματα δεν εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διήρκεσε για συνολικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όταν η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε περισσότερα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, μεταξύ των οποίων μεσολαβούν κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν έχει σημασία όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, αρκεί οι διάφορες πράξεις που αποτελούν μέρος της παραβάσεως να έχουν μόνον ένα σκοπό και να εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Συναφώς, πολλά κριτήρια είναι λυσιτελή για την εκτίμηση του αν μια παράβαση είναι ενιαία, ήτοι η ταυτότητα του αντικειμένου των επίμαχων πρακτικών, η ταυτότητα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, η ταυτότητα των επιχειρήσεων που μετείχαν σε αυτές και η ταυτότητα των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή τους. Επιπλέον, η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των επίμαχων πρακτικών είναι επίσης στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εξέταση αυτή.

Επομένως, όσον αφορά τη διαρκή παράβαση, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να συναγάγει ότι η παράβαση —ή η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση— δεν διεκόπη, ακόμα και αν δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για την παράβαση σχετικά με ορισμένες συγκεκριμένες περιόδους, καθόσον οι επιμέρους πράξεις οι οποίες συναποτελούν την εν λόγω παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και δύνανται να ενταχθούν στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η δε διαπίστωση αυτή πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη ενός συνολικού σχεδίου. Επομένως, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η έννοια της διαρκούς παραβάσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επιβολής προστίμου για το σύνολο της ληφθείσας υπόψη παραβατικής περιόδου και καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής, ήτοι την ημερομηνία από την οποία έπαυσε η διαρκής παράβαση. Πάντως, οι κατηγορούμενες για συμπαιγνία επιχειρήσεις δύνανται να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο, προβάλλοντας ενδείξεις ή αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύοντα ότι, αντιθέτως, η παράβαση —ή η συμμετοχή τους σε αυτή— δεν συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των ίδιων αυτών περιόδων.

Περαιτέρω, πρέπει να διακριθεί η έννοια της επαναλαμβανόμενης παραβάσεως από την έννοια της διαρκούς παραβάσεως, εφόσον η διάκριση αυτή επιβεβαιώνεται, κατά τα λοιπά, με τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

Αντιθέτως, όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση διακόπηκε και η επιχείρηση μετείχε στην παράβαση πριν και μετά τη διακοπή αυτή, η εν λόγω παράβαση δύναται να θεωρηθεί ως επαναλαμβανόμενη αν —όπως για τη διαρκή παράβαση— υπάρχει ενιαίος σκοπός τον οποίο επιδιώκει πριν και μετά τη διακοπή αυτή, όπερ συνάγεται από την ταυτότητα σκοπών των επίμαχων πρακτικών, των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κυριότερων λεπτομερειών εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των πρακτικών αυτών. Συνεπώς, η παράβαση είναι ενιαία και επαναλαμβανόμενη και μολονότι η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο για όλη την παραβατική περίοδο, δεν μπορεί, αντιθέτως, να επιβάλει πρόστιμο για την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η παράβαση είχε διακοπεί. Επομένως, μεμονωμένες παραβάσεις στις οποίες έλαβε μέρος η ίδια επιχείρηση, για τις οποίες όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη κοινού σκοπού, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ενιαία παράβαση —διαρκής ή επαναλαμβανόμενη— και συνιστούν μεμονωμένες παραβάσεις.

(βλ. σκέψεις 56-63, 83, 88, 89)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 73, 74)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 96, 97)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 110-114)