Language of document : ECLI:EU:T:2016:411

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2016 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των θαλάσσιων σωλήνων – Συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών, κατανομή των αγορών και ανταλλαγές ευαίσθητων εμπορικώς πληροφοριών – Καταλογισμός της συνιστώσας παράβαση συμπεριφοράς – Αρχή της οικονομικής συνέχειας – Αρχή της προσωπικής ευθύνης – Πρόστιμα – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Ηγετικός ρόλος – Ανώτατο όριο του 10 % – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑146/09 RENV,

Parker Hannifin Manufacturing Srl, πρώην Parker ITR Srl, με έδρα το Corsico (Ιταλία),

Parker-Hannifin Corp., με έδρα το Mayfield Heights, Οχάιο (Ηνωμένες Πολιτείες),

εκπροσωπούμενες από τους B. Amory, F. Marchini Camia και É. Barbier de La Serre, δικηγόρους,

προσφεύγουσες

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους V. Bottka, S. Noë και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες), κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τις προσφεύγουσες, και, επικουρικώς, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση ή την ουσιαστική μείωση του ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: M. Junius, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό εξέταση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς αφορώσας σύμπραξη στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων, για την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις με την απόφαση C(2009) 428 τελικό, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2        Αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν ένδεκα εταιρίες, μεταξύ των οποίων οι Bridgestone Corporation και Bridgestone Industrial Limited (στο εξής, από κοινού: Bridgestone), η The Yokohama Rubber Company Limited (στο εξής: Yokohama), η Dunlop Oil & Marine Limited (στο εξής: DOM), η πρώτη προσφεύγουσα, Parker ITR Srl (νυν Parker Hannifin Manufacturing Srl, στο εξής: Parker ITR), η δεύτερη προσφεύγουσα, Parker-Hannifin Corp (στο εξής: Parker‑Hannifin) και η Manuli Rubber Industries SpA (στο εξής: Manuli).

3        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι, από το 1986 έως το 2007, μια ομάδα επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων είχε μετάσχει σε παγκόσμιας κλίμακας σύμπραξη και τους επέβαλε πρόστιμα συνολικού ποσού 131 000 000 ευρώ.

4        Η εταιρία ITR Rubber (μετέπειτα Parker ITR), συσταθείσα στις 27 Ιουνίου 2001 από τη μητρική της εταιρία, ITR SpA, στο πλαίσιο του ομίλου Saiag, δραστηριοποιήθηκε στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων από 1ης Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία η ITR της μεταβίβασε τα στοιχεία του ενεργητικού της στον τομέα αυτό, προκειμένου να μεταπωληθούν στην Parker‑Hannifin, στο πλαίσιο του ομίλου Parker. Η πώληση της ITR Rubber στην Parker-Hannifin έλαβε χώρα την 31η Ιανουαρίου 2002.

5        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να αποκλείσει την εφαρμογή της αρχής της προσωπικής ευθύνης και να εφαρμόσει εν προκειμένω την αρχή της οικονομικής συνέχειας, καθόσον η Parker ITR ήταν η οικονομική διάδοχος της συνδεόμενης με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριότητας της ITR και της Saiag SpA και έπρεπε, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που είχαν διαπράξει οι ITR και Saiag, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία της μεταβιβάστηκαν τα στοιχεία ενεργητικού στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων. Η Parker-Hannifin κρίθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της Parker ITR από της ημερομηνίας αποκτήσεώς της, στις 31 Ιανουαρίου 2002. Έτσι, η Επιτροπή έκρινε ότι η Parker ITR ήταν υπεύθυνη για την παράβαση για το διάστημα από 1ης Απριλίου 1986 έως 2 Μαΐου 2007 και της επέβαλε πρόστιμο ποσού 25 610 000 ευρώ, η δε Parker‑Hannifin κρίθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνη για μέρος του ποσού αυτού ύψους 8 320 000 ευρώ.

6        Στις 9 Απριλίου 2009, η Parker ITR και η Parker-Hannifin άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή, με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που τις αφορούσε και, επικουρικώς, τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

7        Με την απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Parker ITR και Parker-Hannifin κατά Επιτροπής (T‑146/09, στο εξής: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, EU:T:2013:258), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας δεν εφαρμοζόταν σε καταστάσεις όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως και ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η αρχή της προσωπικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο, εν προκειμένω, για μεταβίβαση από τις εμπλεκόμενες στη σύμπραξη επιχειρήσεις, ήτοι από τη Saiag και τη θυγατρική της ITR, μέρους των δραστηριοτήτων της δεύτερης σε ανεξάρτητο τρίτον, ήτοι στην Parker-Hannifin, καθώς η ίδρυση της ITR Rubber και η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού σε αυτήν από την ITR συνίστατο, ουσιαστικά, σε πράξη αναθέσεως σε θυγατρική του κλάδου της σχετικής με τους σωλήνες από καουτσούκ δραστηριότητας, εντασσόμενη στον σκοπό πωλήσεώς της στην Parker-Hannifin (σκέψη 115 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου). Δεν υφίστατο όμως κανένας δεσμός μεταξύ της μεταβιβάζουσας επιχειρήσεως, Saiag ή ITR, και της προς ην η μεταβίβαση επιχειρήσεως, Parker-Hannifin (σκέψη 116 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου). Αντιθέτως, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προσωπικής ευθύνης, εναπέκειτο στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι οι ITR και Saiag ευθύνονταν για την παράβαση έως την 1η Ιανουαρίου 2002 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρήσει υπεύθυνη την ITR Rubber (νυν Parker ITR) για το προ της ημερομηνίας αυτής χρονικό διάστημα (σκέψεις 118 και 119 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον διαπίστωνε τη συμμετοχή της Parker ITR στην παράβαση για το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και καθόρισε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Parker ITR σε 6 400 000 ευρώ, όρισε δε ότι η Parker-Hannifin ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη για μέρος του ποσού αυτού ύψους 6 300 000 ευρώ.

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2013, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

9        Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin (C‑434/13 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2014:2456), έκρινε κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε πεπλανημένως ενώσει δύο διακριτές διαδικασίες, καθόσον είχε λάβει υπόψη αποκλειστικώς τη μεταβίβαση της ITR Rubber στην Parker-Hannifin ενώ είχε προηγηθεί μεταβίβαση στο εσωτερικό του ομίλου των στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber, η οποία ήταν κρίσιμη για την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας (σκέψεις 46, 49 και 54 της αναιρετικής αποφάσεως). Η αρχή αυτή εφαρμόζεται, κατά το Δικαστήριο, λόγω των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της ITR και της θυγατρικής της ITR Rubber που της ανήκε κατά 100 % κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού στη δεύτερη (σκέψη 55 της αναιρετικής αποφάσεως). Παρά ταύτα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η κατάσταση οικονομικής συνέχειας θα μπορούσε να αποκλειστεί λόγω της απουσίας πραγματικών δεσμών, υπό τη μορφή πραγματικής ασκήσεως από την ITR αποφασιστικής επιρροής επί της ITR Rubber, όπερ δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως πρωτοδίκως (σκέψεις 56 και 65 της αναιρετικής αποφάσεως). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αναίρεσε τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής.

10      Λεπτομερής περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ιδίως σχετικά με τον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων, του ιστορικού των προσφευγουσών, της διοικητικής διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνονται στις σκέψεις 1 έως 34 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και στις σκέψεις 6 έως 17 της αναιρετικής αποφάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Κατόπιν της εκδόσεως της αναιρετικής αποφάσεως και σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο έκτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

12      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του έκτου τμήματος να μετάσχει στην εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε άλλον δικαστή προς συμπλήρωση της συνθέσεως του τμήματος.

13      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Φεβρουαρίου 2016.

15      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που διαπιστώνει ότι η Parker ITR είναι υπεύθυνη για την παράβαση από την 1η Απριλίου 1986 έως τις 31 Ιανουαρίου 2002·

–        να μειώσει ουσιωδώς το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα που αφορούν τις διαδικασίες T‑146/09, C‑434/13 P και T‑146/09 RENV.

 Σκεπτικό

 Ως προς την έκταση της προσφυγής μετά την αναπομπή της

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αποφαινόμενο κατόπιν αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν, στον βαθμό που αποτυπώνονται σε ένα από τα σημεία του διατακτικού της αναιρεθείσας από το Δικαστήριο αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένων των λόγων που απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως αλυσιτελείς ή των λόγων που έγιναν δεκτοί απλώς συνεπεία της αποδοχής λόγου ο οποίος πρέπει να επανεξεταστεί κατόπιν της αναπομπής.

18      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν στις παρατηρήσεις τους ότι παραιτούνται από τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο και ένατο λόγο ακυρώσεως.

19      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής κατόπιν αναπομπής, να προβεί σε εκτίμηση de novo αιτιάσεων που δεν προβλήθηκαν στο πλαίσιο της αρχικής προσφυγής ή εκείνων, που αφού απορρίφθηκαν επί της ουσίας από το Γενικό Δικαστήριο, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αναιρέσεως, ιδίως εκείνων που αφορούν το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι αποκλείεται νέα εξέταση στο πλαίσιο προσφυγής κατόπιν αναπομπής στον βαθμό που αφορά ζητήματα επί των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε οριστικώς με την αναιρετική απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

20      Επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 18, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν από τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο και ένατο λόγο ακυρώσεως.

21      Ακολούθως υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ισχύει για το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, όταν η αναίρεση κρίνεται βάσιμη και η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.

22      Επομένως, κατόπιν της αναιρέσεως από το Δικαστήριο και της αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 215 του Κανονισμού Διαδικασίας, επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως του Δικαστηρίου και καλείται να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει ο προσφεύγων, εξαιρουμένων των σημείων του διατακτικού που δεν αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο καθώς και των εκτιμήσεων που συνιστούν το αναγκαίο θεμέλιο των εν λόγω σημείων, καθόσον τούτα αποκτούν ισχύ δεδικασμένου (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 83).

23      Εν προκειμένω, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ανέπεμψε την υπόθεση σε αυτό προκειμένου να αποφανθεί επί του βασίμου της προσφυγής και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Ως εκ τούτου, κατόπιν της αναπομπής της προσφυγής από το Δικαστήριο, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, δεσμευόμενο ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την αναιρετική απόφαση, επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της προσφυγής τους, στον βαθμό που συνιστούν τη βάση των σημείων 1 έως 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο.

24      Συναφώς, από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου απορρέει ότι τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της στηρίζονται στην αποδοχή από το Γενικό Δικαστήριο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πέμπτου και έκτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες καθώς και επί των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν κατά την εξέταση των λόγων αυτών.

25      Τέλος, όσον αφορά τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών με την οποία αμφισβήτησαν την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής τους με το σκεπτικό ότι δεν είχαν ασκήσει ανταναίρεση με χωριστό δικόγραφο, διαφορετικό από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά της κρίσεως αυτής.

26      Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 94 έως 97 της αναιρετικής αποφάσεως, κρίθηκαν τα ακόλουθα:

«94.      […] στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αβάσιμο τον όγδοο λόγο της προσφυγής, καθόσον αφορούσε τη μετά την 1η Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο, περιλαμβανομένου του διαστήματος από την 1η μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2002, κατά το οποίο η ITR Rubber δεν ανήκε ακόμη στον όμιλο Parker‑Hannifin.

95.      Η εκτίμηση που έκανε το Γενικό Δικαστήριο αντικατοπτρίζεται στη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε για να υπολογίσει εκ νέου το ύψος του προστίμου σε βάρος της Parker ITR, καθώς και στο σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο δεν διέκρινε μεταξύ, αφενός, του διαστήματος από την 1η μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2002, και, αφετέρου, του διαστήματος μετά την ημερομηνία αυτή.

96.      Επομένως, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και έταμε, στο πλαίσιο του όγδοου λόγου της προσφυγής, το νομικό ζήτημα που έθεσαν η Parker ITR και η Parker‑Hannifin, απορρίπτοντας τα επιχειρήματά τους.

97.      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι οι αναιρεσίβλητες δεν άσκησαν ανταναίρεση με χωριστό δικόγραφο, διαφορετικό από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 176, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί του όγδοου λόγου της προσφυγής, το επιχείρημα που διατυπώνουν σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.»

27      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων του Δικαστηρίου, και δη της σκέψεως 97 της αναιρετικής αποφάσεως, στον βαθμό που ο όγδοος λόγος απορρίφθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου για το χρονικό διάστημα μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, το σημείο αυτό της εν λόγω αποφάσεως, καθώς δεν αποτέλεσε αντικείμενο ανταναιρέσεως και, ως εκ τούτου, δεν αναιρέθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

28      Ωστόσο, με τη σκέψη 228 της αποφάσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αλυσιτελή τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, λόγω της αποδοχής του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορούσε το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και δεν εξέτασε τις αιτιάσεις περί παραβιάσεως των αρχών της προσωπικής ευθύνης και της αναλογικότητας και περί ελλιπούς αιτιολογίας, κατά το μέρος που αφορούσαν το εν λόγω χρονικό διάστημα.

29      Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, η κρίση του επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως στηρίχθηκε, όσον αφορά την προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο, στην αποδοχή του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η δε αποδοχή αυτή αποτελεί, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις σκέψεις 253 και 255 της εν λόγω αποφάσεως, το αναγκαίο θεμέλιο των σημείων 1 έως 3 του διατακτικού της τα οποία αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο.

30      Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί επί της ουσίας ως προς τον όγδοο λόγο ακυρώσεως όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

31      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η εξέταση του όγδοου λόγου ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

32      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εξετάσει το βάσιμο της προσφυγής κατόπιν αναπομπής αποφαινόμενο επί του πρώτου, του πέμπτου, του έκτου και, υπό τους προπεριγραφέντες στη σκέψη 31 όρους, του όγδοου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά τον εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης στην Parker ITR για την προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο

33      Ο πρώτος προβαλλόμενος από τις προσφεύγουσες λόγος ακυρώσεως διακρίνεται σε τρία σκέλη τα οποία αφορούν, το πρώτο, παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, το δεύτερο, κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και, το τρίτο, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

34      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων που αφορούν τους δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber

35      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ειδικότερα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας βάσει των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber οι οποίοι μνημονεύονται για πρώτη φορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά μείζονα δε λόγο καθώς η εφαρμογή αυτή αποκλίνει από την προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, στο πλαίσιο της οποίας εφαρμοζόταν η αρχή της προσωπικής ευθύνης.

36      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επιχειρηματολογία αυτή, την οποία προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους επί της προσφυγής κατόπιν αναπομπής, συνιστά νέο λόγο ακυρώσεως που προστέθηκε στον αρχικώς προβληθέντα λόγο και ο οποίος μεταβάλλει το περιεχόμενο αυτού και, ως εκ τούτου, δεν είναι παραδεκτός.

37      Ασφαλώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως όπως διατυπώθηκε στην προσφυγή δεν περιείχε καμία αναφορά στην έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά, ειδικότερα, την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας λόγω των υφιστάμενων δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber.

38      Ωστόσο, αφενός, υπενθυμίζεται ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και μπορεί να εξεταστεί σε κάθε στάδιο της δίκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψεις 48 έως 50).

39      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες προέβαλαν στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον καταλογισμό στην ITR Rubber της ευθύνης για την παραβατική περίοδο προ της 1ης Ιανουαρίου 2002, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομικής συνέχειας, καθόσον η Επιτροπή παρεξέκλινε από την προηγούμενη πρακτική της η οποία στηριζόταν στην αρχή της προσωπικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις τους κατόπιν της αναιρετικής αποφάσεως σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας ως προς την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας βάσει των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber μπορούν να θεωρηθούν ως στενώς συνδεόμενα με εκείνα που είχαν προβληθεί στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και ως ανάπτυξη των επιχειρημάτων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Απριλίου 2010, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, T‑456/05 και T‑457/05, EU:T:2010:168, σκέψη 199).

40      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται να θεωρηθούν τα επιχειρήματα αυτά παραδεκτά στον βαθμό που συνδέονται με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου θα πρέπει να εξεταστούν.

 Ως προς τον καταλογισμό στην Parker ITR της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε η ITR κατά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα

41      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλογίζοντας στην Parker ITR την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η ITR κατά το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002, ημερομηνίας κατά την οποία η Parker ITR άρχισε τις δραστηριότητές της στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων, εφαρμόζοντας την αρχή της οικονομικής συνέχειας και παραβιάζοντας την αρχή της προσωπικής ευθύνης.

–       Ως προς την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας

42      Υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 46 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«46.      […] [Δ]ιαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποκλείοντας στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία διαρθρωτική σχέση μεταξύ μεταβιβάζοντος, ήτοι της Saiag […] ή της θυγατρικής της ITR […], και του αποκτώντος, που θεωρήθηκε ότι ήταν η Parker-Hannifin, ένωσε στην εκτίμησή του δύο διακριτές διαδικασίες. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι σε πρώτο στάδιο η ITR […] μεταβίβασε τις δραστηριότητές της στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων σε μία από τις θυγατρικές της, πριν μεταβιβάσει, σε δεύτερο στάδιο, τη θυγατρική αυτή στην Parker-Hannifin.»

43      Στις σκέψεις 50 έως 53 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε τα ακόλουθα όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας:

«50.      […] [Ό]ταν εξετάζεται αν υφίσταται κατάσταση οικονομικής συνέχειας, κρίσιμη ημερομηνία για να κριθεί αν πρόκειται για μεταβίβαση δραστηριοτήτων στο εσωτερικό ενός ομίλου ή για μεταβίβαση μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων είναι η ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

51.      Ακόμη και αν απαιτείται κατά την ημερομηνία αυτή να υφίστανται διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί, σύμφωνα με την αρχής της προσωπικής ευθύνης, ότι οι δύο οντότητες αποτελούν μία ενιαία επιχείρηση, δεν απαιτείται, πάντως, βάσει του σκοπού που υπηρετεί η αρχή της οικονομικής συνέχειας, οι δεσμοί αυτοί να διατηρούνται καθ’ όλο το εναπομένον διάστημα της παραβάσεως ή μέχρι την έκδοση της αποφάσεως με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις για την παράβαση […]

52.      Κατά τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, δεν απαιτείται οι διαρθρωτικοί δεσμοί που επιτρέπουν να αποδειχθεί η ύπαρξη καταστάσεως οικονομικής συνέχειας να διαρκούν για κάποιο ελάχιστο διάστημα, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί παρά να προσδιορίζεται κατά περίπτωση και αναδρομικά.

53.      […] όσον αφορά τη συνεκτίμηση, προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται οικονομική συνέχεια, του σκοπού που υπηρετείται με τη μεταβίβαση δραστηριοτήτων, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επίσης επιτάσσει να μη ληφθεί υπόψη, ως μη κρίσιμο, το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η μεταβιβάζουσα εταιρία δημιουργήθηκε και έλαβε τα στοιχεία του ενεργητικού ενόψει μεταγενέστερης μεταβιβάσεως σε ανεξάρτητο τρίτο. Η συνεκτίμηση του οικονομικού λόγου για τον οποίο δημιουργείται μια θυγατρική καθώς και του σκοπού που υπηρετείται περισσότερο ή λιγότερο μακροπρόθεσμα με τη μεταβίβαση της θυγατρικής αυτής σε τρίτη εταιρία θα εισήγε, στην πραγματικότητα, στην εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας υποκειμενικά κριτήρια που δεν συμβιβάζονται με την εφαρμογή της αρχής αυτής κατά τρόπο διαφανή και προβλέψιμο.»

44      Στις σκέψεις 54 έως 56 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας ως εξής:

«54.      […] όσον αφορά τη διαπίστωση που γίνεται στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία η Επιτροπή, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, έπρεπε να κρίνει ότι για την παράβαση που διαπράχθηκε πριν από τη μεταφορά δραστηριοτήτων ευθύνονται οι προηγούμενοι φορείς εκμεταλλεύσεως, επισημαίνεται ότι η διαπίστωση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο ενός εσφαλμένου συλλογισμού, βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε εξαρχής την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας. Κατά πάγια, όμως, νομολογία, όταν αποδειχθεί οικονομική συνέχεια, το γεγονός ότι η επιχείρηση που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται δεν εμποδίζει, καθεαυτό, την επιβολή κυρώσεως στην επιχείρηση στην οποία αυτή μεταβίβασε τις οικονομικές της δραστηριότητες […]

55.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να λάβει υπόψη τους δεσμούς που υπήρχαν μεταξύ της ITR […] και της ITR Rubber κατά την ημερομηνία μεταφοράς δραστηριοτήτων μεταξύ των εταιριών αυτών, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε κατάσταση οικονομικής συνέχειας, λόγω της απουσίας διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της μεταβιβάζουσας και της αποκτώσας εταιρίας, οι οποίες θεώρησε ότι ήταν η Saiag […] ή η ITR […], αφενός, και η Parker‑Hannifin, αφετέρου.

56.      Ένα τέτοιο σφάλμα θα μπορούσε, ωστόσο, να μην ασκεί επιρροή σε περίπτωση που η κατάσταση οικονομικής συνέχειας θα έπρεπε να αποκλειστεί ούτως ή άλλως λόγω της απουσίας πραγματικών δεσμών μεταξύ της ITR […] και της ITR Rubber. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αναλυθεί το επιχείρημα των αναιρεσίβλητων κατά το οποίο ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ύπαρξη καταστάσεως οικονομικής συνέχειας, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να εξετάσει στην επίδικη απόφαση αν η ITR Rubber όντως τελούσε υπό τον πραγματικό έλεγχο της ITR […]».

45      Πρώτον από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις απορρέει ότι, για την εξέταση του καταλογισμού της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε η ITR κατά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, πρέπει να ληφθεί υπόψη η μεταβίβαση στο εσωτερικό του ομίλου των δραστηριοτήτων στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων από την ITR στην ITR Rubber.

46      Δεύτερον, από την αναιρετική απόφαση προκύπτει ότι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της οικονομικής συνέχειας είναι εκείνη της μεταβιβάσεως των επίμαχων δραστηριοτήτων.

47      Τρίτον, από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην αναιρετική απόφαση προκύπτει ότι δεν απαιτείται να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της μεταβιβάσεως, από την Saiag και τη θυγατρική της ITR, των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων στην Parker-Hannifin, εταιρία του ομίλου Parker, διά της αναθέσεως σε θυγατρική των δραστηριοτήτων αυτών, ήτοι διά της συστάσεως της εταιρίας ITR Rubber. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, ο σκοπός και ο οικονομικός λόγος μιας τέτοιας πράξεως δεν αποτελούν κρίσιμους παράγοντες.

48      Τέταρτον, προκύπτει ότι, μετά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων στο εσωτερικό του ομίλου μεταξύ της ITR και της θυγατρικής της, που της ανήκει κατά 100 %, ITR Rubber, λαμβανομένων υπόψη των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ αυτών των δύο εταιριών κατά την ημερομηνία της επίμαχης μεταβιβάσεως, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 2002, η εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας δεν μπορεί να αποκλειστεί εν προκειμένω.

49      Τέλος, από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου απορρέει ότι, παρά τους διαρθρωτικούς δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber, η εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας θα μπορούσε να αποκλειστεί εν προκειμένω λόγω της απουσίας πραγματικού ελέγχου της ITR επί της ITR Rubber, υπό τη μορφή πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένη εκτός και αν ανατραπεί, από την Parker ITR και την Parker‑Hannifin, το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber, κατά την ημερομηνία της επίμαχης μεταβιβάσεως στο εσωτερικό του ομίλου Saiag, την 1η Ιανουαρίου 2002.

–       Ως προς το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής

50      Στην αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά την ημερομηνία μεταβιβάσεως των παραβατικών δραστηριοτήτων από την ITR στην ITR Rubber, οι εν λόγω δύο εταιρίες συνδέονταν από οικονομικής απόψεως υπό τη μορφή δεσμού μητρικής εταιρίας με την κατεχόμενη από αυτήν κατά 100 % θυγατρική της και αποτελούσαν μέρος της ίδιας επιχειρήσεως. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη αυτών των διαρθρωτικών δεσμών.

51      Το Δικαστήριο υπογράμμισε συναφώς, στη σκέψη 62 της αναιρετικής αποφάσεως, ότι εναπέκειτο στις προσφεύγουσες να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber με την προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ώστε να θεμελιώσουν ότι η θυγατρική επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

52      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 65 και 66 της αναιρετικής αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να εξετάσει, προκειμένου να εξακριβώσει αν η Επιτροπή είχε εφαρμόσει ορθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση την αρχή της οικονομικής συνέχειας, τα στοιχεία που του είχαν προσκομίσει οι προσφεύγουσες ως προς την ύπαρξη ή την απουσία πραγματικών δεσμών υπό τη μορφή καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber.

53      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής κατόπιν της αναπομπής στο Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν τα στοιχεία τα οποία προσκόμισαν οι προσφεύγουσες επαρκούν για να αποδείξουν ότι η θυγατρική ITR Rubber επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

54      Το Γενικό Δικαστήριο καλείται να προβεί στον έλεγχο αυτό προκειμένου να καταλογίσει την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η μητρική εταιρία, ITR, στη θυγατρική της, ITR Rubber, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρέθεσε το Δικαστήριο στη σκέψη 58 της αναιρετικής αποφάσεως. Κατά τη νομολογία αυτή, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της που παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι το εν λόγω τεκμήριο ισχύει. Πάντως, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό και εναπόκειται στις οντότητες που επιθυμούν να το ανατρέψουν να προσκομίσουν κάθε στοιχείο σχετικά με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας που αυτές θεωρούν ότι είναι ικανό να θεμελιώσει ότι η θυγατρική και η μητρική εταιρία δεν συνιστούν ενιαία οικονομική οντότητα, αλλά ότι η θυγατρική επιδεικνύει αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά (βλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής C‑97/08 P, EU:C:2009:536, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Μαΐου 2013, Eni κατά Επιτροπής, C‑508/11 P, EU:C:2013:289, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψεις 105 έως 111).

–       Ως προς την ανατροπή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής

55      Οι προσφεύγουσες επικαλούνται την απουσία καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που ακολουθούν.

56      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, από τη σύστασή της ως εταιρία, στις 27 Ιουνίου 2001, έως την 1η Ιανουαρίου 2002, η ITR Rubber δεν άσκησε καμία οικονομική δραστηριότητα, οπότε, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η ITR δεν ήταν σε θέση να ασκήσει οποιαδήποτε καθοριστική επιρροή ή να απευθύνει οποιαδήποτε εμπορική οδηγία προς τη θυγατρική της.

57      Αρκεί συναφώς η επισήμανση ότι, όπως απορρέει ειδικότερα από τις σκέψεις 56 επ. της αναιρετικής αποφάσεως και όπως οι ίδιες οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη καταστάσεως οικονομικής συνέχειας είναι εκείνη της μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων της ITR στην ITR Rubber. Ως εκ τούτου, τα σχετικά με το χρονικό διάστημα προ της μεταβιβάσεως αυτής επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες είναι αλυσιτελή.

58      Οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι, από της μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων της ITR στην ITR Rubber, την 1η Ιανουαρίου 2002, η δεύτερη εταιρία ακολούθησε τη συνήθη πορεία των επίμαχων εργασιών και άσκησε, επομένως, τις δραστηριότητες που της μεταβιβάστηκαν.

59      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δυνάμει του άρθρου 7.21 της συμβάσεως μεταβιβάσεως στην Parker-Hannifin, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και της 31ης Ιανουαρίου 2002, ούτε η Saiag ούτε η ITR ούτε η ITR Rubber μπορούσαν να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων στον τομέα του καουτσούκ ικανό να επηρεάσει τα συμφέροντα της Parker-Hannifin, ως μελλοντικού αγοραστή, χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της. Τούτο όχι μόνον εμπόδιζε την Saiag και την ITR να ασκήσουν οποιαδήποτε επιρροή, κατά μείζονα δε λόγο καθοριστική επιρροή, επί της ITR Rubber, αλλά περαιτέρω παρείχε στην Parker-Hannifin το δικαίωμα να ελέγχει την ITR Rubber από κοινού με την ITR.

60      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 7.21 της συμβάσεως μεταβιβάσεως, ο πωλητής, ITR, αναλάμβανε ειδικότερα τη δέσμευση λειτουργίας και διευθύνσεως της ITR Rubber κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών, απαιτείτο δε η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του αγοραστή για κάθε απόφαση πέραν της εν λόγω συνήθους πορείας των εργασιών. Συγκεκριμένα, η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του αγοραστή ήταν αναγκαία ιδίως σχετικά με τροποποιήσεις αφορώσες το μισθολογικό καθεστώς των εργαζομένων, τη διανομή μερισμάτων, τις κεφαλαιουχικές δαπάνες άνω των 100 000 ευρώ ή την πώληση στοιχείων του ενεργητικού εκτός της συνήθους πορείας των εργασιών.

61      Καταρχάς δεν αμφισβητείται ότι ημερομηνία μεταβιβάσεως της εταιρίας ITR Rubber στην Parker-Hannifin είναι η 31η Ιανουαρίου 2002. Επομένως, το γεγονός ότι είχε προβλεφθεί στη σύμβαση μεταβιβάσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2001 ο τρόπος με τον οποίο η ITR Rubber έπρεπε να διευθύνεται μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ημερομηνίας πραγματικής ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβίβαση του ελέγχου της εταιρίας αυτής από τον πωλητή στην αγοραστή. Συγκεκριμένα, όπως αναγνωρίζουν και οι ίδιες οι προσφεύγουσες, οι προβλέψεις αυτές απέβλεπαν στη διαφύλαξη των συμφερόντων του αγοραστή ώστε η εταιρία ή τα επίμαχα στοιχεία ενεργητικού, και δη η αξία τους, να διατηρηθούν έως την ημερομηνία ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως σε κατάσταση που να απηχεί όσα είχε συνεκτιμήσει ο αγοραστής κατά την υπογραφή της συμβάσεως μεταβιβάσεως.

62      Περαιτέρω, οι υποχρεώσεις αυτές του πωλητή έναντι του αγοραστή για το καλούμενο μεσοδιάστημα προ της ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως καίτοι ισοδυναμούν, για τον αγοραστή, με δικαιώματα ιδίως όσον αφορά την προηγούμενη έγκριση όλων των πράξεων πέραν της συνήθους πορείας των εργασιών, ήταν, εκ της φύσεώς τους, προσωρινές και συνέχιζαν να εξαρτώνται από την πραγματική ολοκλήρωση της συναλλαγής.

63      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 7.21 της συμβάσεως μεταβιβάσεως, η ITR ανέλαβε τη δέσμευση λειτουργίας και διευθύνσεως της ITR Rubber κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής της συμβάσεως και της ημερομηνίας ολοκληρώσεως της πράξεως. Μια τέτοια, όμως, δέσμευση συνεπαγόταν ότι η ITR μπορούσε πράγματι να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη διεύθυνση της ITR Rubber. Βεβαίως, η ITR έπρεπε να λαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Parker-Hannifin για αποφάσεις πέραν της συνήθους πορείας των εργασιών. Παρά ταύτα, η ITR είχε την εξουσία και την υποχρέωση, βάσει της συμβάσεως μεταβιβάσεως, να διασφαλίσει τη συνήθη πορεία των εργασιών της ITR Rubber. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η υποχρέωση αυτή, την οποία ανέλαβε η ITR με τη σύμβαση μεταβιβάσεως, είναι μάλλον ενδεικτική του ότι η θυγατρική εταιρία ITR Rubber δεν επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

64      Πράγματι, μολονότι, κατά το λεγόμενο «μεσοδιάστημα» αυτό, η ITR Rubber δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελεγχόμενη από την Parker-Hannifin, δεν μπορεί εντούτοις ούτε να θεωρηθεί ως αυτόνομη οντότητα, δυνάμενη να αποφασίζει για τις δραστηριότητές της κατά τρόπο απολύτως ανεξάρτητο, στον βαθμό που η ITR διασφάλιζε ότι η ITR Rubber δεν θα παρεξέκλινε, ιδίως στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής της, από τη συνήθη πορεία των εργασιών. Επομένως, λόγω της δεσμεύσεως που ανέλαβε η μητρική της εταιρία, η ITR Rubber δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει μονομερώς, για παράδειγμα, να τροποποιήσει την εμπορική πολιτική της ή να παύσει τις δραστηριότητές της, όπερ θα ήταν δυνατό αν η ITR Rubber ήταν απολύτως αυτόνομη οντότητα.

65      Εξάλλου, η ITR ήταν επίσης εκείνη η οποία, την 1η Ιανουαρίου 2002, μεταβίβασε στην ITR Rubber τα μόνα στοιχεία του ενεργητικού που η ίδια κατείχε, ενώ στο παρελθόν, όπως επιβεβαιώνουν οι προσφεύγουσες, η ITR Rubber ήταν εταιρία άνευ στοιχείων ενεργητικού και δραστηριότητας.

66      Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, έως την ολοκλήρωση της πράξεως, η μεταβίβαση της ITR Rubber στην Parker-Hannifin δεν ήταν οριστική. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, κατά το εν λόγω μεσοδιάστημα, η ITR, ως ιδιοκτήτρια του 100 % της ITR Rubber, είχε την εξουσία, εκτιθέμενη βεβαίως σε υποχρέωση αποζημιώσεως του μελλοντικού αγοραστή ειδικότερα διά των μηχανισμών αποζημιώσεως που προβλέπονται στην ίδια τη σύμβαση, να μην προβεί στη μεταβίβαση.

67      Τρίτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το χρονικό διάστημα του ενός μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου η ITR κατείχε το 100 % της ITR Rubber κατόπιν της μεταβιβάσεως των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων και προτού ισχύσει η μεταβίβαση στην Parker-Hannifin, ήταν πολύ σύντομο ώστε η ITR ή η Saiag να μπόρεσαν να ασκήσουν καθοριστική επιρροή επί της ITR Rubber, ακόμη και αν είχαν τέτοια εξουσία.

68      Πρέπει να επισημανθεί ότι η διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η ITR κατείχε το 100 % της ITR Rubber κατόπιν της μεταβιβάσεως των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων δεν μπορεί αυτή καθαυτή να αποτελεί στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι, κατά το διάστημα αυτό, η ITR Rubber επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

69      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι επίμαχες δραστηριότητες μεταβιβάστηκαν πράγματι στην ITR Rubber, την 1η Ιανουαρίου 2002, η ITR κατείχε κατά 100 % τη θυγατρική της εταιρία και ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω, βάσει της συμβάσεως μεταβιβάσεως στην Parker-Hannifin η οποία υπογράφηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2001, η ITR έπρεπε να διασφαλίζει, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, τη λειτουργία και τη διεύθυνση της ITR Rubber κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών.

70      Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 66, έως τον χρόνο της πραγματικής ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως στην Parker-Hannifin, η ITR είχε την εξουσία αποφάσεως επί της μεταβιβάσεως της ITR Rubber, η οποία μπορούσε να ασκηθεί οποτεδήποτε προ της ολοκληρώσεως της πράξεως. Εξάλλου, η ημερομηνία ολοκληρώσεως της πράξεως δεν είχε εκ προοιμίου οριστεί με τη σύμβαση μεταβιβάσεως, στον βαθμό που υπέκειτο ειδικότερα σε ορισμένες αναγκαίες προϋποθέσεις. Έτσι, μολονότι η απόκτηση της ITR Rubber από την Parker-Hannifin έλαβε χώρα την 31η Ιανουαρίου 2002, θα μπορούσε εντούτοις να λάβει χώρα σε άλλον χρόνο, και δη μεταγενεστέρως.

71      Επομένως, το γεγονός ότι εν τέλει το χρονικό διάστημα μεταξύ της μεταβιβάσεως των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων στην ITR Rubber και της μεταβιβάσεως της εταιρίας αυτής στην Parker-Hannifin διήρκεσε μόλις ένα μήνα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι η ITR Rubber, καίτοι θυγατρική κατά 100 % της ITR, επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

72      Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκή για την απόδειξη ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης και της 31ης Ιανουαρίου 2002, η ITR Rubber επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της κατά 100 % θυγατρικής της, ITR Rubber.

73      Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομικής συνέχειας, η Parker ITR μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της ITR, της προκατόχου της, εξαιτίας της μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού μέσω των οποίων διαπράχθηκε η παράβαση στην ITR Rubber, δεδομένων των δεσμών που υπήρχαν κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως μεταξύ της ITR και της ITR Rubber, ιδίως της κατοχής κατά 100 % του κεφαλαίου της, από την οποία τεκμαίρεται η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής της.

74      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003

75      Κατά το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003, οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή όσον αφορά την επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών υπόκεινται σε πενταετή προθεσμία παραγραφής, η οποία, στην περίπτωση των διαρκών ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεων, αρχίζει από την ημέρα παύσεως της παραβάσεως. Η προθεσμία αυτή διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής ή της αρχής ανταγωνισμού κράτους μέλους η οποία αποβλέπει στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παραβάσεως.

76      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι υφίστανται εν προκειμένω αντικειμενικές, κρίσιμες και συγκλίνουσες ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι μόνος σκοπός της διαπιστώσεως της ευθύνης της Parker ITR για την παράβαση που διέπραξαν οι προκάτοχοί της ήταν η καταστρατήγηση της παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003.

77      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, έχει διακριτική ευχέρεια ως προς τον προσδιορισμό των αποδεκτών αποφάσεως σε περίπτωση οικονομικής διαδοχής, την οποία ορθώς άσκησε.

78      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας τύγχανε εφαρμογής λόγω των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber κατά τη μεταβίβαση των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων, καθόσον το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber δεν ανετράπη. Επομένως, ο καταλογισμός στην ITR Rubber της ευθύνης για την ενιαία και διαρκή παράβαση από την 1η Απριλίου 1986 έως την 2α Μαΐου 2007 οφείλεται, όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ITR, η προκάτοχός της, συμμετείχε στην παράβαση, σε εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, ορθώς εφαρμόστηκε. Ως εκ τούτου, ο καταλογισμός αυτός δεν μπορεί να συνιστά απόρροια καταχρήσεως εξουσίας και καταστρατηγήσεως του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες.

79      Επομένως, η προθεσμία παραγραφής η σχετική με αυτήν την ενιαία και διαρκή παράβαση η οποία καταλογίστηκε στην Parker ITR άρχισε μόλις την 2α Μαΐου 2007, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, αφού κίνησε τη διαδικασία διερευνήσεως, προέβη σε σειρά ελέγχων ειδικώς στην Parker ITR. Ως εκ τούτου, η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις στην Parker ITR για την παράβαση αυτή δεν είχε εν προκειμένω παραγραφεί.

80      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες περί καταχρήσεως εξουσίας και καταστρατηγήσεως του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003.

 Ως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

81      Ως προς την αιτίαση περί μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας προκειμένου να διαπιστωθεί η ευθύνη της Parker ITR για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα και όσον αφορά τους υφιστάμενους δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber.

82      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63· της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑301/96, EU:C:2003:509, σκέψη 87, και της 22ας Ιουνίου 2004, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑42/01, EU:C:2004:379, σκέψη 66).

83      Στις αιτιολογικές σκέψεις 327 έως 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τη συλλογιστική βάσει της οποίας είχε απορρίψει την εφαρμογή της αρχής της προσωπικής ευθύνης και εφάρμοσε την αρχή της οικονομικής συνέχειας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, αφού παρέθεσε τις καταστάσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή έκρινε ότι είχε εφαρμογή η αρχή της προσωπικής ευθύνης, επισήμανε ότι, αντιθέτως, όταν ο υπεύθυνος της παραβάσεως παύει να υφίσταται, λόγω απορροφήσεώς του από άλλη νομική οντότητα, πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη η απορροφώσα οντότητα. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 328, η Επιτροπή διατύπωσε την αρχή σύμφωνα με την οποία, όταν μια επιχείρηση μεταβιβάζει μέρος των δραστηριοτήτων της σε άλλη, οσάκις ο μεταβιβάζων και ο αποκτών συνδέονται μεταξύ τους με οικονομικούς δεσμούς, η ευθύνη για την προηγούμενη συμπεριφορά του μεταβιβάζοντος μπορεί να μεταφερθεί στον αποκτώντα, ακόμη και αν μεταβιβάζων εξακολουθεί να υφίσταται.

84      Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμποντας στην εκτεθείσα στην αιτιολογική σκέψη 328 συλλογιστική, η Επιτροπή προσδιόρισε τα στοιχεία βάσει των οποίων, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομικής συνέχειας, είχε καταλογίσει στην ITR Rubber, μετέπειτα Parker ITR, την ευθύνη για την παράβαση για το προ της 31ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, ήτοι την ύπαρξη οικονομικών δεσμών μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της κατεχόμενης κατά 100 % θυγατρικής της.

85      Περαιτέρω επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε τα σε απάντηση της ανακοινώσεως αιτιάσεως προβληθέντα από τις προσφεύγουσες επιχειρήματα με τα οποία αμφισβητούσαν την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας, επικαλούμενες ειδικότερα την ανυπαρξία δεσμών μεταξύ, αφενός, της Parker ITR, πρώην ITR Rubber και, αφετέρου, της ITR και του ομίλου Saiag.

86      Στις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απάντησε στα επιχειρήματα αυτά, επισημαίνοντας ιδίως ότι, ακόμη και αν η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber είχε πραγματοποιηθεί με σκοπό τη μεταγενέστερη πώλησή τους στην Parker-Hannifin, η μεταβίβαση είχε λάβει χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο οι δύο αυτές επιχειρήσεις ανήκαν στον ίδιο όμιλο, όπερ, κατά την απορρέουσα από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, ETI κ.λπ. (C‑280/06, EU:C:2007:775) νομολογία, συνεπαγόταν ότι η ευθύνη της ITR αποδόθηκε στην ITR Rubber, βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι η μεταγενέστερη διάρρηξη των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber δεν δύναται να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

87      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει στην εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας στη συγκεκριμένη περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων όσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber, απαντώντας στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία.

88      Όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω της εφαρμογής της αρχής της οικονομικής συνέχειας έναντι της ITR Rubber και όχι έναντι της DOM, ενώ η επιχείρηση αυτή τελούσε, κατά τις προσφεύγουσες, σε σχεδόν πανομοιότυπη κατάσταση, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η DOM, η οποία έχει συσταθεί από τον όμιλο Unipoly, απέκτησε τα στοιχεία ενεργητικού στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων του ομίλου BTR. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της DOM, η μεταβίβαση των επίμαχων στοιχείων ενεργητικού πραγματοποιήθηκε μεταξύ εταιριών οι οποίες δεν συνδέονταν με διαρθρωτικούς δεσμούς, ήτοι μεταξύ, αφενός, της BTR και, αφετέρου, της DOM, στο πλαίσιο του ομίλου Unipoly.

90      Αντιθέτως, στην περίπτωση της ITR Rubber, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, σύμφωνα με την αναιρετική απόφαση, εκείνη που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων από την ITR στην ITR Rubber, μητρική και θυγατρική εταιρία αντιστοίχως, στο πλαίσιο του ομίλου Saiag, καθόσον ο σκοπός και ο οικονομικός λόγος μιας τέτοιας πράξεως, όπως προκύπτει από την σκέψη 53 της αναιρετικής αποφάσεως, δεν αποτελούν κρίσιμους παράγοντες.

91      Από τις διαπιστώσεις της αναιρετικής αποφάσεως, που παρατέθηκαν στις σκέψεις 42 και 43 ανωτέρω, προκύπτει ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίστανται διαρθρωτικοί και πραγματικοί δεσμοί μεταξύ της εταιρίας που συμμετείχε στην παράβαση και της θυγατρικής στην οποία μεταβιβάστηκαν τα στοιχεία του ενεργητικού μέσω των οποίων διαπράχθηκε η παράβαση με σκοπό τη μεταγενέστερη πώληση σε τρίτο όμιλο. Αντιθέτως, κατά τη νομολογία αυτή, η αρχή της οικονομικής συνέχειας δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα στοιχεία του ενεργητικού μέσω των οποίων διαπράχθηκε η παράβαση μεταβιβάζονται σε θυγατρική η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο του αποκτώντος ομίλου και η οποία δεν έχει διαρθρωτικούς δεσμούς με τον πωλητή.

92      Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, εφαρμόζοντας την αρχή της οικονομικής συνέχειας έναντι της ITR Rubber και απορρίπτοντας την αρχή αυτή όσον αφορά την DOM, ενέργησε παραβιάζοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς οι δύο καταστάσεις δεν είναι παρόμοιες.

93      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά την παράνομη προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του φερόμενου ηγετικού ρόλου της στην παράβαση

94      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, πρώτον, το γεγονός ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001, καθώς τούτο δεν αποδείχθηκε επαρκώς από την Επιτροπή, δεύτερον, τον καταλογισμό αυτού του φερόμενου ηγετικού ρόλου της ITR στην ITR Rubber και, τρίτον, την προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR.

95      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στο σύνολό τους, τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε αποδεικνύουν ότι η ITR συνέβαλε στην εκ νέου πλήρη λειτουργικότητα της συμπράξεως και ιδίως διασφάλισε την κρίσιμη παράμετρο της επιστροφής της Yokohama και της συμμετοχής της στη σύμπραξη. Τούτο δικαιολογούσε την προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου κατά ποσοστό 30 %. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γεγονός ότι μνημονεύει την Parker ITR δικαιολογείται, διότι η οντότητα αυτή ήταν η οικονομική διάδοχος της ITR.

 Ως προς τον καταλογισμό στην ITR Rubber του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR

96      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά τη μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση της Parker ITR και όχι της ITR ως έχουσας ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Parker ITR, αρχικώς καλούμενη ITR Rubber, δεν υφίστατο ακόμη, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στην σκέψη 73 ανωτέρω, σύμφωνα με την αρχή της οικονομικής συνέχειας, η Parker ITR έπρεπε να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της ITR και για το διάστημα προ της συστάσεως της ITR Rubber, στις 27 Ιουνίου 2001. Επομένως, και χωρίς να προδικάζεται η ουσία της αιτιάσεως περί του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι αναφέρθηκε στην Parker ITR, πρώην ITR Rubber, όσον αφορά τον ηγετικό ρόλο που αποδόθηκε στην ITR κατά το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001.

 Ως προς τον ηγετικό ρόλο που αποδόθηκε στην ITR

97      Στην αιτιολογική σκέψη 243 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001, η ITR συντόνιζε τη σύμπραξη από κοινού με την M. W.

98      Κατά πάγια νομολογία, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από περισσότερες επιχειρήσεις, πρέπει να εκτιμάται, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού των προστίμων, ο αντίστοιχος ρόλος που διαδραμάτισε στην παράβαση καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές επί όσο χρόνο συμμετείχε στην εν λόγω παράβαση. Προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ρόλος του «επικεφαλής» (ηγετικός ρόλος) που έχουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις στο πλαίσιο μιας συμπράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, στο μέτρο που στις επιχειρήσεις αυτές πρέπει, ακριβώς για τον λόγο αυτό, να καταλογίζεται ειδική ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις (βλ., απόφαση της 11ης Ιουλίου 2014, Sasol κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑541/08, EU:T:2014:628, σκέψη 355 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η παράγραφος 28 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) περιλαμβάνει, στον τίτλο «Επιβαρυντικές περιστάσεις», μη εξαντλητικό κατάλογο των περιστάσεων οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο ηγετικός ρόλος στην παράβαση.

100    Για να χαρακτηριστεί μια επιχείρηση ως ηγετική της συμπράξεως, η επιχείρηση αυτή πρέπει να αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για την οικεία σύμπραξη ή να έχει ειδική και συγκεκριμένη ευθύνη ως προς τη λειτουργία της. Αυτό μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, από το γεγονός αυτό ότι η επιχείρηση, διά συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, έδωσε, χωρίς να υποχρεούται, σημαντική ώθηση στη σύμπραξη ή από ένα σύνολο ενδείξεων περί του ότι η επιχείρηση είναι απολύτως αφοσιωμένη στην εξασφάλιση της σταθερότητας και της επιτυχίας της συμπράξεως (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, EU:T:2006:74, σκέψεις 299, 300, 351, 370 έως 375 και 427, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 198).

101    Τούτο ισχύει και όταν η επιχείρηση μετείχε στις συναντήσεις της συμπράξεως εξ ονόματος άλλης επιχειρήσεως, η οποία απουσίαζε, και την ενημέρωνε σχετικά με τα αποτελέσματα των εν λόγω συναντήσεων (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, EU:T:2006:74, σκέψη 439). Το ίδιο ισχύει και όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο για την πρακτική λειτουργία της συμπράξεως, παραδείγματος χάρη διοργανώνοντας μεγάλο αριθμό συναντήσεων, συλλέγοντας και διανέμοντας πληροφοριακά στοιχεία στο πλαίσιο της συμπράξεως και διατυπώνοντας πολύ συχνά προτάσεις σχετικά με τη λειτουργία της συμπράξεως (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Koninklijke Wegenbouw Stevin κατά Επιτροπής, T‑357/06, EU:T:2012:488, σκέψη 284).

102    Τέλος, δύο επιχειρήσεις, ή και μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων, μπορούν να χαρακτηριστούν ταυτοχρόνως ως έχουσες ηγετικό ρόλο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, EU:T:2006:74, σκέψεις 439 και 440, και της 26ης Απριλίου 2007, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, EU:T:2007:115, σκέψη 561).

103    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή ήταν σε θέση, βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, να διαπιστώσει ορθώς ότι η ITR είχε πράγματι διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη μεταξύ της 11ης Ιουνίου 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

104    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να θεμελιώσει τον ηγετικό ρόλο που διαδραμάτισε η ITR, η Επιτροπή στηρίχθηκε, όχι μόνον στις σχετικές δηλώσεις της Yokohama, αλλά και στα ακόλουθα στοιχεία, που επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις αυτές.

105    Πρώτον, η Επιτροπή στηρίχθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως σε τηλεομοιοτυπίες τις οποίες απέστειλε η ITR σε άλλα μέλη της συμπράξεως. Τα έγγραφα αυτά, τα οποία αποτελούν μέρος της δικογραφίας, δεν αμφισβητήθηκαν παρά ταύτα από τις προσφεύγουσες, οι οποίες όμως αμφισβητούν την ερμηνεία που της απέδωσε η Επιτροπή. Τα εν λόγω έγγραφα, με ημερομηνίες από τον Ιούνιο του 1999 έως τον Ιούνιο του 2001, καταδεικνύουν μεταξύ άλλων ότι η ITR και τα λοιπά μέλη της συμπράξεως είχαν τακτική επικοινωνία, ακόμα και κατά το μετά τον Ιανουάριο του 2000 χρονικό διάστημα, όπερ οι ίδιες οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

106    Αφενός, από την επικοινωνία αυτή προκύπτει ότι ο εργαζόμενος της ITR, M. P., εμφανίστηκε ο ίδιος ως συντονιστής μιας υπο-ομάδας συμμετεχόντων στο πλαίσιο της συμπράξεως, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει τις δηλώσεις της Yokohama.

107    Αφετέρου, από την επικοινωνία αυτή απορρέει ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, ο συγκεκριμένος εργαζόμενος της ITR ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγκεντρώσει εμπιστευτικές πληροφορίες από τους άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη, ιδίως από τις Yokohama και Trelleborg, και να συντονίσει τη συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς. Προκύπτει, επίσης, από έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή ότι η ITR μερίμνησε ειδικότερα να διασφαλίσει τον συνυπολογισμό στη σύμπραξη κοινού μεριδίου αγοράς με την Yokohama και να διευκολύνει τη συμμετοχή της εταιρίας αυτής σε συναντήσεις.

108    Δεύτερον, όσον αφορά τις τηλεομοιοτυπίες που απέστειλε η ITR στις 11 και 21 Ιουνίου 1999, οι οποίες μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι αφορούσαν μελλοντικούς διαγωνισμούς δεν αναιρεί το ότι η ITR ήταν συντονιστής της συμπράξεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απεστάλησαν οι τηλεομοιοτυπίες αυτές. Αυτός ακριβώς ο συντονισμός των στρατηγικών που έπρεπε να ακολουθήσουν οι μετέχοντες στη σύμπραξη σχετικά με μελλοντικούς διαγωνισμούς καταλογίζεται στην ITR.

109    Τρίτον, τα έγγραφα με ημερομηνία του Οκτωβρίου 1999, τα οποία μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 189 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποδεικνύουν ειδικότερα ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, ο εκπρόσωπος της ITR άρχισε στενή συνεργασία με τη Yokohama και εκπλήρωσε και άλλα καθήκοντα συντονισμού ορισμένων μελών της συμπράξεως που συνέβαλαν στη λειτουργία της, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες.

110    Τέταρτον, όσον αφορά τις ανακοινώσεις που απέστειλε η ITR τον Δεκέμβριο του 1999 μετά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 10 Δεκεμβρίου 1999, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως του αν οι προτάσεις του εκπροσώπου της ITR έγιναν εν τέλει ή όχι δεκτές, το ίδιο το γεγονός, το οποίο δε αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες, ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος ανέλαβε να αποστείλει τέτοιες ανακοινώσεις είναι δηλωτικό του ότι ανέλαβε εξέχοντα ρόλο στη διατήρηση και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων της συμπράξεως έπειτα από τη συνάντηση αυτή.

111    Πέμπτον, όσον αφορά την προεδρεία της συναντήσεως αυτής, είναι ασφαλώς σαφές ότι τα πρακτικά δεν περιέχουν σαφείς αναφορές σχετικά με το πρόσωπο το οποίο τη διασφάλισε. Παρά ταύτα, πέραν των σχετικών δηλώσεων της Yokohama, η Επιτροπή στηρίχθηκε, χωρίς να αντικρουστεί ως προς το ζήτημα αυτό από τις προσφεύγουσες, στα έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι η ITR είχε αποστείλει πρόσκληση για τη συνάντηση αυτή στη Yokohama και είχε προβεί σε ανακοινώσεις μετά τη συνάντηση, καθώς και στο γεγονός ότι η παρέμβασή της κατά τη συνάντηση περιλήφθηκε τελευταία στα πρακτικά. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν τουλάχιστον ενδείξεις ενός εξέχοντος ρόλου κατά την προετοιμασία, τη διεξαγωγή και τη συνέχεια της συναντήσεως αυτής.

112    Έκτον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το ότι η ITR ξεκίνησε στενή συνεργασία με τη Yokohama, όπερ προκύπτει από πλήθος εγγράφων για τα οποία γίνεται ειδικότερα μνεία στις αιτιολογικές σκέψεις 219 και 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία αποδεικνύουν ότι η ITR οργάνωσε συναντήσεις με τη Yokohama και διατήρησε αλληλογραφία σχετική με τη συνεργασία αυτή όχι μόνο με τη Yokohama, αλλά και με άλλα μέλη της συμπράξεως, και τούτο ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2000 και Ιουνίου 2001.

113    Αφενός, το γεγονός ότι ανέλαβε ενεργά να διασφαλίσει τη συμμετοχή της Yokohama, μιας από τις δύο ιαπωνικές επιχειρήσεις του τομέα, και, κατόπιν τούτου, να διασφαλίσει τη συμμετοχή στη σύμπραξη δύο των επιχειρήσεων που εκπροσωπούν σχεδόν το ένα τέταρτο της παγκόσμιας αγοράς, μπορεί να θεωρηθεί αυτό καθαυτό ως κρίσιμο στοιχείο για την εκ νέου λειτουργία και την ενίσχυση της συμπράξεως.

114    Αφετέρου, το γεγονός ότι ανακοίνωσε πληροφορίες σχετικές με τη συνεργασία αυτή στα άλλα μέλη της συμπράξεως συνέτεινε στο να βεβαιωθούν για αυτή την πτυχή της συμπράξεως και, λόγω τούτου, για την εν γένει λειτουργία της.

115    Συναφώς, τα πρακτικά της συναντήσεως της 11ης και 12ης Ιουνίου 2001 επιβεβαιώνουν ότι, κατά τον χρόνο αυτό, στο πλαίσιο της συμπράξεως, η Yokohama και η ITR θεωρούνταν τόσο στενά συνεργαζόμενοι φορείς εντός της αγοράς ώστε να τους αποδοθεί κοινό μερίδιο.

116    Έτσι, αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συνεργασία με τη Yokohama και τη συμμετοχή της στη σύμπραξη την οποία διασφάλισε η ITR μπορούν δικαίως να θεωρηθούν ότι στηρίζουν τη διαπίστωση της Επιτροπής περί του ηγετικού ρόλου στη σύμπραξη τον οποίο απέδωσε στην ITR.

117    Έβδομον, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη στενή συνεργασία μεταξύ Yokohama και ITR, αφορούν κατ’ ελάχιστον το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τον Ιούνιο του 2001. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, από τον Οκτώβριο του 2001, η ITR δεν ήταν πλέον επιφορτισμένη με τον συντονισμό της συμμετοχής της Yokohama στη σύμπραξη, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε την 30ή Σεπτεμβρίου 2001 ως την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσαν οι δραστηριότητες της ITR ως εταιρίας με ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη.

118    Βάσει του συνόλου των στοιχείων που μόλις εξετάστηκαν, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη κατ’ ελάχιστον για το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001.

119    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θεωρούν ότι αντικρούουν τη θέση ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη.

120    Καταρχάς, το γεγονός ότι οι Yokohama και ITR είχαν ενδιαφέρον, από εμπορικής απόψεως, για τους σκοπούς της συμπράξεως δεν κλονίζει το ότι η συμμετοχή της Yokohama στη σύμπραξη κατέστη ευκολότερη λόγω της βοήθειας που της παρείχε η ITR, ως συντονίστρια, κατά το χρονικό διάστημα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή.

121    Ακολούθως, ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, όπως οι Bridgestone και DOM, καθώς και η M. W. ή οι επιχειρήσεις της, που διασφάλισαν τη διαχείριση και τον παγκόσμιο συντονισμό της συμπράξεως για μεγάλα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια της υπάρξεώς της, και το γεγονός ότι τα μέλη αυτά εκλαμβάνονταν από τα λοιπά μέλη ως κύριοι συντονιστές της συμπράξεως, δεν αντιτίθεται στον ρόλο του επικεφαλής που απέδωσε η Επιτροπή στην ITR. Ειδικώς όσον αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 11ης Ιουνίου 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2001, τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η M. W., και δη διά των επιχειρήσεών της, ήταν η μόνη συντονίστρια της συμπράξεως. Πράγματι τα καθήκοντα συντονισμού που εκπλήρωνε η ITR κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν είναι ικανά να αποκλείσουν το ότι ένας κύριος συντονιστής διασφάλιζε την παγκόσμια διεύθυνση της συμπράξεως. Αυτή η συνύπαρξη επεξηγεί ειδικότερα το γεγονός ότι η ITR δεν ήταν παρούσα σε όλες τις συναντήσεις της συμπράξεως.

122    Τέλος, η αμφισβήτηση εκ μέρους των άλλων μελών του ρόλου της ITR ως συντονίστριας της συμπράξεως και η μη επισημοποίηση του ρόλου αυτού δεν αναιρεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η ITR ενεργούσε ως συντονίστρια, τουλάχιστον της ομάδας ITR/Yokohama και διασφάλιζε ορισμένο συντονισμό με άλλα μέλη της συμπράξεως, ιδίως μετά τη συνάντηση της 10ης Δεκεμβρίου 1999. Συγκεκριμένα, οι εκφρασθείσες αμφιβολίες, ιδίως από την Manuli τον Ιούνιο του 1999 σχετικά με τον ευρωπαϊκό συντονιστή της συμπράξεως, δεν δύνανται να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα διάφορα έγγραφα που παρουσίασε η Επιτροπή και τα οποία αποδεικνύουν ότι η ITR πράγματι είχε αναλάβει δραστηριότητες συντονισμού μεταξύ των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, και τούτο ανεξαρτήτως του ζητήματος αν και για ποιο διάστημα συγκεκριμένες υποομάδες λειτούργησαν επισήμως στο πλαίσιο της συμπράξεως.

 Ως προς την προσαύξηση του προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR

123    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την προσαύξηση κατά 30 % που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR, η οποία, κατ’ αυτές, δεν είναι δικαιολογημένη, ιδίως σε σχέση με το ίδιο επίπεδο προσαυξήσεως που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, η οποία εξασφάλισε τον συντονισμό της συμπράξεως επί ένδεκα έτη.

124    Στο σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπεται ότι το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να αυξηθεί, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως το ότι η επιχείρηση έχει ηγετικό ρόλο στην παράβαση.

125    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η επιχείρηση που χαρακτηρίζεται ως επικεφαλής της συμπράξεως φέρει ιδιαίτερη ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens κατά Επιτροπής, T‑110/07, EU:T:2011:68, σκέψη 367).

126    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, κατά τον καθορισμό του ποσού κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν οφείλει να εφαρμόζει για τον σκοπό αυτό συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (αποφάσεις της 6ης Απριλίου 1995, Martinelli κατά Επιτροπής, T‑150/89, EU:T:1995:70, σκέψη 59· της 14ης Μαΐου 1998, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, T‑352/94, EU:T:1998:103, σκέψη 268, και της 13ης Ιουλίου 2011, Polimeri Europa κατά Επιτροπής, T‑59/07, EU:T:2011:361, σκέψη 251).

127    Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 118 και 119 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη μεταξύ της 11ης Ιουνίου 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

128    Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 457 έως 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις, όσον αφορά την ITR, η Επιτροπή παρέπεμψε μεταξύ άλλων στις διαπιστώσεις περί του ρόλου που διαδραμάτισε ο εκπρόσωπος της ITR κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου 1999 και Σεπτεμβρίου 2001. Η Επιτροπή διευκρίνισε στο σημείο αυτό ότι η ITR είχε εξασφαλίσει τον συντονισμό μέρους της συμπράξεως παραλλήλως προς τα καθήκοντα συντονισμού που είχε αναλάβει η M. W. και επισήμανε ότι ακριβώς κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα αποκαταστάθηκε η λειτουργία της συμπράξεως έπειτα από μια περίοδο αστάθειας.

129    Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η σύμπραξη διήλθε μια περίοδο σχετικής αδράνειας κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1997 έως τον Ιούνιο του 1999. Όπως ειδικότερα επισημάνθηκε στις σκέψεις 105 και 108 ανωτέρω, ακριβώς από τον Ιούνιο του 1999 η ITR ανέλαβε δραστηριότητες συντονισμού ορισμένων από τους μετέχοντες στη σύμπραξη.

130    Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμβολή της ITR ήταν αποφασιστική για την άρση των ενδοιασμών ορισμένων μελών της συμπράξεως και την αποκατάσταση της λειτουργίας της.

131    Συγκεκριμένα, όπως αναγνωρίζουν οι ίδιες οι προσφεύγουσες, η ITR άρχισε στενότερη συνεργασία με την Yokohama, συντονίζοντας τη συμμετοχή των δύο επιχειρήσεων στη σύμπραξη, ενώ η επιχείρηση αυτή είχε εκφράσει ενδοιασμούς ως προς τη συμμετοχή της στη σύμπραξη λόγω των άσχημων σχέσεών της με την ιαπωνική ανταγωνίστριά της, Bridgestone. Αυτή η αντιπαλότητα προ της αποκαταστάσεως της λειτουργίας της συμπράξεως το 1999, στην οποία συνέβαλε η παρέμβαση της ITR, αναγνωρίστηκε από τις ίδιες τις προσφεύγουσες.

132    Επομένως, η προσαύξηση κατά 30 % που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου της φαίνεται δικαιολογημένη από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

133    Στον βαθμό που με τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με το ότι η ίδια προσαύξηση κατά 30 % εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου ενώ η εταιρία αυτή είχε αναλάβει τον συντονισμό της συμπράξεως επί ένδεκα έτη θεωρείται ότι προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να εξεταστεί, με γνώμονα την προπαρατεθείσα στη σκέψη 88 νομολογία, αν οι δύο καταστάσεις είναι παρόμοιες.

134    Όσον αφορά την προσαύξηση κατά 30 % του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, η Επιτροπή παραπέμπει, στις αιτιολογικές σκέψεις 458 και 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις διαπιστώσεις σύμφωνα με τις οποίες, κατά το χρονικό διάστημα των ένδεκα ετών μεταξύ 1986 και 1997, η Bridgestone διασφάλιζε τον συντονισμό της συμπράξεως, ιδίως για τους Ιάπωνες μετέχοντες ενώ η Dunlop/DOM συντόνιζε τη σύμπραξη για τους ευρωπαίους μετέχοντες.

135    Επομένως, από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τις διαπιστώσεις της σχετικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις προκύπτει ότι, μολονότι η Bridgestone ανέλαβε τον συντονισμό της συμπράξεως για ορισμένους μετέχοντες για χρονικό διάστημα ένδεκα ετών, η ITR, από πλευράς της, ανέλαβε τον συντονισμό ορισμένων μετεχόντων στη σύμπραξη επί δύο έτη.

136    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δύο καταστάσεις δεν είναι παρόμοιες ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 88 ανωτέρω, η ίδια μεταχείριση των δύο καταστάσεων φαίνεται αντικειμενικά δικαιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι καίτοι η ITR ανέλαβε δραστηριότητες συντονισμού μόνον για δύο έτη, οι δραστηριότητες αυτές συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιτυχή επαναλειτουργία της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως και της ευθύνης για αυτήν, φαίνεται δικαιολογημένο να είναι η προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου για τις δραστηριότητες συντονισμού της ITR σε χρόνο κρίσιμο για τη σύμπραξη εξίσου υψηλή με εκείνη που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, για τις δραστηριότητές της συντονισμού που καλύπτουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

137    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως, ότι εφάρμοσε τον ίδιο συντελεστή προσαυξήσεως στα ποσά των επιβληθέντων στην Parker ITR και στην Bridgestone προστίμων.

138    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως προσαύξηση μόνον 30 % στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, παρά το εκτεταμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ως άνω εταιρία διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη, μια τέτοια παρανομία, διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου, δεν δικαιολογεί την αποδοχή του λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens κατά Επιτροπής, T‑110/07, EU:T:2011:68, σκέψη 358 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

139    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και έλλειψη αιτιολογίας που καθιστά πλημμελή την προσαύξηση που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Parker-Hannifin προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που φέρεται ότι είχε η Parker ITR

140    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προσωπικής ευθύνης καθόσον έλαβε υπόψη τον ηγετικό ρόλο που αποδόθηκε στην ITR από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001 προκειμένου να αυξήσει το ποσό του μέρους του προστίμου για το οποίο η Parker-Hannifin ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Προβάλλουν, περαιτέρω, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους εφάρμοσε προσαύξηση 30 % στο ποσό του προστίμου για το οποίο η Parker‑Hannifin θεωρήθηκε υπεύθυνη.

141    Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον η συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική της, γίνεται δεκτό ότι οι εταιρίες αυτές αποτελούν μέρος, κατά το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως, της ιδίας οικονομικής ενότητας και απαρτίζουν επομένως μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δύναται επομένως να κρίνει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται από κοινού για τη συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά της θυγατρικής της κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, ότι ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του ποσού του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου (βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142    Επιπλέον, έχει κριθεί ότι, κατά τον καθορισμό των εξωτερικών σχέσεων των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλετών, δηλαδή τη σχέση μεταξύ της Επιτροπής και των διαφόρων προσώπων που συναποτελούν την επιχείρηση και μπορεί να κληθούν να καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην επιχείρηση αυτή, η δράση της Επιτροπής υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, καθόσον οφείλει ιδίως να τηρεί την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η οποία επιτάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, το ύψος του εις ολόκληρον οφειλόμενου προστίμου να καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως που προσάπτεται ατομικώς στη συγκεκριμένη επιχείρηση και με τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κ.λπ. κατά Siemens Österreich κ.λπ., C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψη 52).

143    Αυτή η αντίληψη περί αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης η οποία καθιστά δυνατό στην Επιτροπή να απαιτεί από μία εκ των μητρικών εταιριών την καταβολή προστίμου για τις παραβάσεις που προσάπτονται, όσον αφορά άλλο χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως, σε επιχείρηση της οποίας ουδέποτε αποτέλεσε μέρος αντιβαίνει στην αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψεις 126 έως 133).

144    Ειδικότερα, μια εταιρία δεν μπορεί να θεωρείται υπεύθυνη για παραβάσεις τις οποίες διέπραξαν κατά τρόπο ανεξάρτητο οι θυγατρικές της πριν την ημερομηνία της αποκτήσεώς τους, δεδομένου ότι οι θυγατρικές πρέπει να ευθύνονται οι ίδιες για την συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά την οποία εκδήλωσαν πριν την απόκτησή τους, ενώ η εταιρία που τις απέκτησε δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη (αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, Cascades κατά Επιτροπής, C‑279/98 P, EU:C:2000:626, σκέψεις 77 έως 79, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 65).

145    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, επιβάλλεται να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας προσαύξηση 30 % στο ποσό του προστίμου που κλήθηκε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker‑Hannifin.

146    Υπενθυμίζεται συναφώς η διαπίστωση στη σκέψη 118 ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη για το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001. Καμία δραστηριότητα της ITR ή της διαδόχου της, ITR Rubber, πέραν του διαστήματος αυτού δεν τους καταλογίστηκε ως προσδίδουσα χαρακτήρα ηγετικού ρόλου, όπερ εξάλλου η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

147    Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η ITR Rubber, στην οποία, την 1η Ιανουαρίου 2002, η μητρική της εταιρία κατά τον χρόνο εκείνο, η ITR, μεταβίβασε τα στοιχεία ενεργητικού στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων, πωλήθηκε στην Parker-Hannifin, στο πλαίσιο του ομίλου Parker, στις 31 Ιανουαρίου 2002. Έτσι, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεώρησε την εταιρία Parker-Hannifin ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της Parker ITR, από την ημερομηνία αποκτήσεώς της, στις 31 Ιανουαρίου 2002.

148    Εξάλλου, επιβάλλεται να υπομνησθεί η μεθοδολογία την οποία ακολούθησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

149    Συγκεκριμένα, πρώτον, η Επιτροπή προέβη στον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, ως ακολούθως:

–        στις αιτιολογικές σκέψεις 420 έως 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι επίμαχες πωλήσεις έπρεπε να υπολογιστούν βάσει της μέσης ετήσιας αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους κύριους κατασκευαστές θαλάσσιων σωλήνων εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) κατά τις τρεις πλήρεις οικονομικές χρήσεις προ της παύσεως της παραβάσεως, ήτοι 32 710 069 ευρώ·

–        λαμβανομένης υπόψη της παγκόσμιας κλίμακας της παραβάσεως, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 429 έως 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός αυτός επί τα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς που είχε κάθε μετέχων και ότι, στην περίπτωση της Parker ITR, το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά ανερχόταν σε 12,1 %·

–        μετά τον εν λόγω πολλαπλασιασμό, στην αιτιολογική σκέψη 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο ποσό των 3 955 777 ευρώ, για τις πωλήσεις της Parker ITR·

–        λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως, στην αιτιολογική σκέψη 445, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, της φύσεως της παραβάσεως, των γεωγραφικών της διαστάσεων και του σωρευτικού μεριδίου της οικείας αγοράς, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το 25 % της αξίας των πωλήσεων·

–        λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διάρκεια 19 ετών και 5 ημερών για την Parker ITR και 5 ετών, 3 μηνών και 3 ημερών για την Parker-Hannifin, από όπου προέκυψαν πολλαπλασιαστές 19 και 5,5 αντιστοίχως·

–        στην αιτιολογική σκέψη 449, η Επιτροπή επισήμανε ότι έπρεπε να προστεθεί επιπλέον ποσό ίσο προς το 25 % της αξίας των πωλήσεων, ως πρόσθετο ποσό αποτρεπτικού χαρακτήρα·

–        η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, από τις προπεριγραφείσες πράξεις, προέκυπταν βασικά ποσά ύψους 19 700 000 ευρώ για την Parker ITR και 6 400 000 ευρώ για την Parker-Hannifin.

150    Σε δεύτερο στάδιο, αφού κατέληξε σε δύο βασικά ποσά, ήτοι ένα βασικό ποσό για την Parker ITR και ένα βασικό ποσό για την Parker-Hannifin, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 30 % το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Parker ITR ώστε να ληφθούν υπόψη οι επιβαρυντικές περιστάσεις.

151    Ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 471 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσαύξησε κατά 30 % τα βασικά ποσά για την Parker ITR, οπότε προέκυψε ποσό 25 610 000 ευρώ, αλλά και για την Parker-Hannifin, οπότε προέκυψε ποσό 8 320 000 ευρώ.

152    Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, ενώ η Επιτροπή θεώρησε ως αλληλεγγύως υπεύθυνη την Parker-Hannifin μόνον από την 31η Ιανουαρίου 2002, το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin εξαιτίας της ευθύνης αυτής προσαυξήθηκε κατά 30 % λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως που αφορούσε τον ηγετικό ρόλο της ITR μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001, χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Parker-Hannifin δεν είχε κανέναν δεσμό με την ITR ή τη διάδοχό της, ITR Rubber.

153    Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ποσό του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin δεν καθορίστηκε σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξε ατομικώς η θυγατρική της, ITR Rubber, μετά την απόκτησή της στις 31 Ιανουαρίου 2002.

154    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας προσαύξηση 30 % επί του ποσού του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin, λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως που αφορούσε τον ηγετικό ρόλο της ITR μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

155    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο έκτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλουν οι προσφεύγουσες, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των επιχειρημάτων σχετικά με την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως τα οποία προέβαλαν στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου.

156    Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η ακύρωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον εφαρμόστηκε προσαύξηση 30 % στο ποσό του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin, λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως που αφορά τον ηγετικό ρόλο της ITR μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

 Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

157    Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, επιβάλλεται η εξέταση του όγδοου λόγου τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002.

158    Στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις οι οποίες αντλούνται, η πρώτη, από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η δεύτερη, από παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, και, η τρίτη, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

159    Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή:

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81 ΕΚ] ή του άρθρου [82 ΕΚ] [...]

Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

[...]»

160    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ειδικότερα η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑408/12 P, EU:C:2014:2153). Στη σκέψη 60 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«[…] [Σ]τις περιπτώσεις κατά τις οποίες […] μια επιχείρηση η οποία θεωρείται από την Επιτροπή ως υπεύθυνη για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ αποκτάται από άλλη επιχείρηση στο πλαίσιο της οποίας διατηρεί, ως θυγατρική, την ιδιότητα της χωριστής οικονομικής οντότητας, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της καθεμίας από τις ως άνω οικονομικές οντότητες προκειμένου να εφαρμόσει σε αυτές, όπου απαιτείται, το ανώτατο όριο του 10 %.»

161    Εξάλλου, με τις σκέψεις 63 και 64 της αποφάσεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑408/12 P, EU:C:2014:2153), το Δικαστήριο έκρινε τα ακόλουθα:

«63.      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει ο καθορισμός, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, ενός ανωτάτου ορίου ίσου με το 10 % του κύκλου εργασιών της κάθε επιχειρήσεως η οποία μετέσχε στην παράβαση είναι ιδίως να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η επιβολή ενός προστίμου με ύψος μεγαλύτερο από αυτό το ανώτατο όριο να υπερβαίνει την ικανότητα πληρωμής την οποία έχει η επιχείρηση κατά την ημερομηνία κατά την οποία κρίνεται ως υπεύθυνη για την παράβαση και της επιβάλλεται χρηματική κύρωση από την Επιτροπή.

64.      Η διαπίστωση που πραγματοποιείται στη προηγούμενη σκέψη επιβεβαιώνεται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, που επιτάσσει, σχετικά με το ανώτατο όριο του 10 %, τον υπολογισμό του ορίου αυτού βάσει της εταιρικής χρήσεως του έτους που προηγείτο της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία τιμωρείται η παράβαση. Η απαίτηση αυτή τηρείται όμως πλήρως όταν, όπως εν προκειμένω, το ανώτατο αυτό όριο καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει του κύκλου εργασιών της θυγατρικής, σε ό,τι αφορά το πρόστιμο που επιβάλλεται αποκλειστικώς στην ίδια, για το διάστημα πριν την απόκτησή της από τη μητρική εταιρία […] Συνεπώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι μεταβολές όσον αφορά τη διάρθρωση της ευθυνόμενης επιχειρήσεως ως οικονομικής οντότητας λαμβάνονται όντως υπόψη κατά την επιμέτρηση του προστίμου.»

162    Από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, ως προς το ποσό του προστίμου των 25 610 000 ευρώ που επιβλήθηκε στην Parker ITR, η Parker-Hannifin κρίθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για ποσό 8 320 000 ευρώ. Εξ αυτού απορρέει ότι το μέρος του προστίμου που πρέπει να θεωρηθεί ότι επιβλήθηκε αποκλειστικώς στην Parker ITR ανέρχεται σε 17 290 000 ευρώ. Παρά ταύτα, λόγω του σφάλματος που διαπιστώθηκε με τη σκέψη 154 ανωτέρω και του συμπεράσματος στη σκέψη 156 ανωτέρω, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η προσαύξηση 30 % που εφαρμόστηκε στο βασικό ποσό του προστίμου των 6 400 000 ευρώ που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin. Κατόπιν τούτων, το μέρος του προστίμου που πρέπει να θεωρηθεί ως πράγματι αποκλειστικώς επιβληθέν στην Parker ITR ανέρχεται σε 19 210 000 ευρώ.

163    Όσον αφορά τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ της Parker ITR και της Parker-Hannifin που έλαβε υπόψη η Επιτροπή όπως περιγράφεται ειδικότερα στην αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR κρίθηκε υπεύθυνη αποκλειστικώς αφορά τη συμμετοχή στην παράβαση της οικονομικής προκατόχου της, ITR, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Απριλίου 1986 και της 31ης Δεκεμβρίου 2001, καθώς και τη δική της συμμετοχή για το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης και της 31ης Ιανουαρίου 2002. Μόνο από την 31η Ιανουαρίου 2002 θεωρήθηκε υπεύθυνη η Parker-Hannifin ως μητρική εταιρία της Parker ITR και, βάσει τούτου, η Parker-Hannifin θεωρήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη μαζί με την Parker ITR για μέρος του προστίμου.

164    Στην αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, στηριζόμενη στον κύκλο εργασιών που περιλαμβάνεται στο τμήμα της αποφάσεως περί των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία, επισήμανε ότι τα ποσά των επιβληθέντων στις επιχειρήσεις αυτές προστίμων δεν υπερέβαιναν το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Ως προς τις προσφεύγουσες, στην αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών σε παγκόσμια κλίμακα που πραγματοποίησε η Parker-Hannifin για το οικονομικό έτος 2006 που έληξε στις 30 Ιουνίου ανερχόταν στα 7 410 εκατομμύρια ευρώ.

165    Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη αποκλειστικώς τον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Parker-Hannifin για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, και όσον αφορά το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR θεωρήθηκε αποκλειστικώς υπεύθυνη, συγκεκριμένα για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

166    Όπως, όμως, ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, στον βαθμό που αυτό το ανώτατο όριο δεν καθορίστηκε βάσει μόνον του κύκλου εργασιών της Parker ITR όσον αφορά το μέρος του προστίμου που της επιβλήθηκε αποκλειστικώς και, κατ’ ανάγκην, όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, η Επιτροπή έσφαλε κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 64).

167    Κατόπιν των ανωτέρω, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως, όπως οριοθετήθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να απαιτείται η εξέταση της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του λόγου αυτού.

168    Εκ του γεγονότος αυτού, επιβάλλεται περαιτέρω η ακύρωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν υπολόγισε, βάσει μόνον του κύκλου εργασιών της Parker ITR, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR θεωρήθηκε αποκλειστικώς υπεύθυνη για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

 Ως προς την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας

169    Η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας η οποία απονέμεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, στο Γενικό Δικαστήριο από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 τού παρέχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου της νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του και, κατ’ επέκταση, να καταργεί, μειώνει ή αυξάνει το ποσό του προστίμου ή της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία να ασκεί την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας, όταν υποβάλλεται στην κρίση του το ζήτημα του ποσού του προστίμου, και μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του αυτή τόσο για να μειώνει όσο και για να αυξάνει το ποσό αυτό (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψεις 61 και 62).

170    Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός του ποσού του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της, όταν αποφαίνεται δυνάμει της εξουσίας του πλήρους δικαιοδοσίας. Πρέπει να προβαίνει σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, T‑11/06, EU:T:2011:560, σκέψη 266 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

171    Εξάλλου, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, και η διάρκειά της.

172    Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα.

173    Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το ποσό του προστίμου δεν πρέπει εξάλλου να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως που πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

174    Συναφώς, απορρέει από τη νομολογία, και δη από την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑408/12 P, EU:C:2014:2153), ότι, για την εφαρμογή του ανώτατου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών της επίμαχης θυγατρικής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 97). Υπό τις περιστάσεις αυτές, καθόσον πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του ομίλου Parker, αλλά αποκλειστικώς της θυγατρικής Parker ITR, προκειμένου να προσαρμοστεί το ποσό του προστίμου αναλόγως της ικανότητας πληρωμής που έχει αυτή, επιβάλλεται, για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του 10 %, να ληφθεί ως βάση ο συνολικός κύκλος εργασιών της Parker ITR, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών πωλήσεων στο πλαίσιο του ομίλου.

175    Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως, μεταξύ άλλων, η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως και η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176    Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με τα οποία ακυρώθηκε το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο στις Parker ITR και Parker-Hannifin και, κατόπιν των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, καθορίστηκε το ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου σε 6 400 000 ευρώ, ως προς το οποίο η Parker-Hannifin ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη για ποσό 6 300 000 ευρώ.

177    Κατόπιν της αναπομπής της προσφυγής τους στο Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλαν συνηγορούν υπέρ της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, κατ’ επέκταση, υπέρ της ασκήσεως από το Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας για τη μείωση του ποσού του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου.

178    Εν προκειμένω, έχοντας υπόψη την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του έκτου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως, καθώς και τα διαπιστωθέντα στις ανωτέρω σκέψεις 154 και 166 σφάλματα, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ενδεδειγμένο, πέραν της μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως την οποία έκρινε αναγκαία στις σκέψεις 156 και 168 ανωτέρω, να ασκήσει την αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας την οποία του παρέχει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 και να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στις προσφεύγουσες.

179    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες περιστάσεις.

180    Πρώτον, από τη δικογραφία συνάγεται, βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η σύμπραξη συνιστούσε σοβαρή παράβαση, δεδομένου ότι αντικείμενό της ήταν η ανάθεση του αντικειμένου διαγωνισμών, ο καθορισμός των τιμών, ο καθορισμός των ποσοστώσεων, ο καθορισμός των όρων των πωλήσεων, η γεωγραφική κατανομή της αγοράς και η ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τους όγκους πωλήσεων και την υποβολή προσφορών. Εξάλλου, επρόκειτο για σύμπραξη με παγκόσμιες διαστάσεις.

181    Δεύτερον, όσον αφορά ειδικώς τη διάρκεια της παραβάσεως, αφενός, υπενθυμίζεται ότι η ITR Rubber (μετέπειτα Parker ITR) θεωρήθηκε, ορθώς, υπεύθυνη για τη συμμετοχή στην παράβαση της οικονομικής προκατόχου της ITR, για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 1986 και 31ης Δεκεμβρίου 2001 καθώς και για τη δική της συμμετοχή για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2002 και 2ας Μαΐου 2007. Αφετέρου, ορθώς θεωρήθηκε ως αλληλεγγύως υπεύθυνη η Parker-Hannifin, ως μητρική εταιρία της Parker ITR, για το χρονικό διάστημα μεταξύ 31ης Ιανουαρίου 2002 και 2ας Μαΐου 2007.

182    Τρίτον, αποδείχθηκε ότι η ITR διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001, ένα διάστημα κρίσιμο για τη σύμπραξη, κατόπιν μιας περιόδου σχετικής απραξίας, και συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχή αποκατάσταση της λειτουργίας της συμπράξεως. Αντιθέτως, καμία δραστηριότητα της ITR ή της προκατόχου της, ITR Rubber, πέραν του διαστήματος αυτού δεν τους καταλογίστηκε ως έχουσα χαρακτήρα ηγετικού ρόλου.

183    Δεδομένων των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το πρόστιμο ποσού 19 210 000 ευρώ, όπως επιβλήθηκε από την Επιτροπή αποκλειστικώς στην Parker ITR, παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής κυρώσεως της διαπιστωθείσας παράνομης συμπεριφοράς κατά τρόπο που να μην είναι αμελητέος και να παραμένει επαρκώς αποτρεπτικός. Οποιοδήποτε πρόστιμο ανώτερο του ποσού αυτού θα ήταν δυσανάλογο προς την παράβαση αυτή.

184    Πάντως, λόγω του ανώτατου ορίου του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να ληφθεί υπόψη, για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, ήτοι της Parker ITR, που πραγματοποιήθηκε κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε της αποφάσεως περί επιβολής του επίμαχου προστίμου, ήτοι, στην περίπτωση της Parker ITR, το οικονομικό έτος 2008, που έληξε στις 30 Ιουνίου. Συνεπώς, από τον ισολογισμό της 30ής Ιουνίου 2008 της Parker ITR, που προσαρτήθηκε στις υποβληθείσες παρατηρήσεις έπειτα από την αναιρετική απόφαση, και δη από τη σελίδα 18 του ισολογισμού προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών πωλήσεων, για το οικονομικό έτος 2008 ανέρχεται σε 135 457 283 ευρώ.

185    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ποσό του προστίμου για το οποίο η Parker ITR πρέπει να θεωρηθεί αποκλειστικώς υπεύθυνη εν προκειμένω δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών που αναφέρεται στη σκέψη 184 ανωτέρω, ήτοι 13 545 728 ευρώ.

186    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου για το οποίο η Parker-Hannifin πρέπει να θεωρηθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, της σοβαρότητας της παραβάσεως καθώς και του ότι η συμμετοχή της στην παράβαση, ως μητρικής εταιρίας της Parker ITR, άρχισε μόλις από την απόκτησή της, στις 31 Ιανουαρίου 2002 ενώ δεν είχε πλέον ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη, και να καθοριστεί σε 6 400 000 ευρώ.

187    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το συνολικό ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου πρέπει να καθοριστεί σε 19 945 728 ευρώ, το δε ποσό για το οποίο η Parker-Hannifin πρέπει να θεωρηθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη ανέρχεται σε 6 400 000 ευρώ.

188    Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

189    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

190    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να οριστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες), καθόσον εφαρμόστηκε προσαύξηση 30 % επί του ποσού του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως η Parker-Hannifin Corp., λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως του ηγετικού ρόλου της ITR SpA μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001 και καθόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν υπολόγισε, βάσει μόνον του κύκλου εργασιών της Parker ITR Srl, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], όσον αφορά το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR θεωρήθηκε αποκλειστικώς υπεύθυνη για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

2)      Καθορίζει το ποσό του επιβληθέντος στην Parker Hannifin Manufacturing Srl, πρώην Parker ITR, προστίμου σε 19 945 728 ευρώ, από το δε ποσό αυτό η Parker-Hannifin είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη για 6 400 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Οι Parker Hannifin Manufacturing, Parker-Hannifin και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Frimodt Nielsen

Schwarcz

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουλίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.