Language of document : ECLI:EU:C:2005:311

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER

της 26ης Μαΐου 2005 1(1)

Υπόθεση C-176/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Περιβάλλον – Προστασία μέσω του ποινικού δικαίου – Νομική βάση – Απόφαση-πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ – Ακυρότητα – Εναρμόνιση της ποινικής αξιολογήσεως ορισμένων πράξεων – Αρμοδιότητα της Κοινότητας βάσει του άρθρου 175 ΕΚ»





I –    Εισαγωγή

1.        Η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 6, της Συνθήκης ΕΕ, προσβάλλει την απόφαση-πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο) (2). Κατ’ αυτήν, η επιλεγείσα βάση είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι το νομικό έρεισμα πρέπει να βρεθεί στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ και όχι στον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ, όπως έπραξε το Συμβούλιο.

2.        Πίσω από τη συνοπτική αυτή προβληματική κρύβεται ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας, που άπτεται των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, δεδομένου ότι, αφής στιγμής γίνει δεκτό ότι για την προστασία του περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτείται συντονισμένη δράση μέσω της ποινικής αξιολογήσεως των σοβαρότερων παραβάσεων (3), πρέπει να διευκρινιστεί αν η θέσπιση των αναγκαίων συντονιστικών μέτρων εμπίπτει στον τρίτο πυλώνα, που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου, βάσει του άρθρου 34 ΕΕ, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 ΕΕ, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, ή στον πρώτο πυλώνα, καθόσον η θέσπιση αυτής συνιστά κοινοτική δράση κατά την έννοια του άρθρου 175 ΕΚ (4).

3.        Οι θέσεις που διατυπώθηκαν με τα διάφορα υπομνήματα και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση φαίνεται να είναι σαφώς οριοθετημένες, όχι μόνο όσον αφορά τους ισχυρισμούς που εκτίθενται σε κάθε περίπτωση, αλλά και όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη επιχειρηματολογία. Η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, υιοθετούν τη δεύτερη από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, ενώ το Συμβούλιο και τα ένδεκα κράτη μέλη που το υποστηρίζουν (5) υιοθετούν την πρώτη θέση.

4.        Οι συνέπειες από την επιλογή της μιας ή της άλλης θέσεως είναι σημαντικές. Αν προκριθεί η «ενωσιακή» εναλλακτική επιλογή, η δύναμη εναρμονίσεως είναι μικρότερη εφόσον, πέραν του γεγονότος ότι οι αποφάσεις-πλαίσιο δεν παράγουν άμεσα αποτέλεσμα, δεν μπορεί κατά της ελαττωματικής μεταφοράς τους στο εσωτερικό δίκαιο να ασκηθεί προσφυγή κατά παραλείψεως, όπως αυτή που προβλέπει το άρθρο 226 ΕΚ, αλλ’ επιπλέον η προδικαστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, για να αποκτήσει υποχρεωτικό χαρακτήρα, υπόκειται στην αποδοχή των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 35 ΕΕ. Οι σκέψεις αυτές εξηγούν το συμφέρον της Επιτροπής να στηρίξει την αρμοδιότητα στον πρώτο πυλώνα.

5.        Προτού αρχίσω την εξέταση της προσφυγής, πρέπει να εκθέσω το κανονιστικό πλαίσιο και τα στάδια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α –      Το κοινοτικό δίκαιο

1.      Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

6.        Ένας από τους σκοπούς της Κοινότητας συνίσταται στην επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος (άρθρο 2 ΕΚ) με την ανάπτυξη μιας κατάλληλης τομεακής πολιτικής (άρθρο 3 ΕΚ, παράγραφος 1, στοιχείο λ΄) και με την ένταξη των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής προστασίας στον καθορισμό και την εφαρμογή των λοιπών κοινοτικών πολιτικών προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη (άρθρο 6 ΕΚ).

7.        Το άρθρο 174 ΕΚ προβλέπει τους σκοπούς της περιβαλλοντικής δράσης (παράγραφοι 1 και 2), καθώς και τα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για την εκπόνησή της (παράγραφος 3), ενώ το άρθρο 175 ΕΚ ορίζει τις διαδικασίες θεσπίσεως των σχετικών διατάξεων (παράγραφοι 1 έως 3), των οποίων η χρηματοδότηση και η εκτέλεση εναπόκειται στα κράτη μέλη (παράγραφος 4) στα οποία, εν πάση περιπτώσει, επιτρέπεται, βάσει του άρθρου 176 ΕΚ, να θεσπίζουν αυστηρότερα μέτρα υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι αντίθετα προς τη Συνθήκη.

8.        Κατά συνέπεια, το άρθρο 174, παράγραφος 4, ΕΚ προβλέπει συντρέχουσα ευθύνη στον τομέα αυτό (6), η οποία καθιστά δυνατή την από κοινού ή χωριστή συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς.

9.        Όσον αφορά την Κοινότητα, η αρμοδιότητα ασκείται, εν γένει, μέσω της διαδικασίας της «συναποφάσεως» την οποία ορίζει το άρθρο 251 ΕΚ, έστω και αν, όσον αφορά τους τομείς που διαλαμβάνονται στο άρθρο 175, παράγραφος 2, ΕΚ (7), το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει μόνο του, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.

2.      Η πρόταση οδηγίας σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (8)

10.      Βάσει του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή υπέβαλε, σύμφωνα με το προπαρατεθέν άρθρο 251 ΕΚ, πρόταση οδηγίας αποσκοπούσα να εξασφαλίσει αυστηρότερη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, με τον ορισμό, εντός της Κοινότητας, μιας ελάχιστης σειράς αδικημάτων (άρθρο 1).

11.      Το άρθρο 3 του υποβληθέντος κειμένου επιβάλλει την ποινική αξιολόγηση ορισμένων πράξεων (9) που τελούνται εκ προθέσεως ή τουλάχιστον εκ βαρείας αμελείας και το άρθρο 4 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να τιμωρούν την τέλεση, τη συμμετοχή ή την ηθική αυτουργία με «αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις», συμπεριλαμβανομένων των στερητικών της ελευθερίας ποινών. Προβλέπει επίσης, τόσο για τα φυσικά όσο για τα νομικά πρόσωπα, και άλλα είδη κυρώσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι χρηματικές ποινές ή τα πρόστιμα, η έκπτωση από ορισμένα δικαιώματα και η θέση υπό δικαστική εποπτεία.

Β –      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.      Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

12.      Η Ένωση, που αποτελεί ένα νέο στάδιο στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, βασίζεται στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, συμπληρούμενες με τις πολιτικές και τις μορφές συνεργασίας που θεσπίζονται με την ίδια τη Συνθήκη ΕΕ (άρθρο 1). Έτσι, διακρίνονται τρεις πυλώνες:

–        ο πρώτος, που τιτλοφορείται «κοινοτικός πυλώνας»,

–        ο δεύτερος, που περιλαμβάνει την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλεια (τίτλος V).

–        ο τρίτος πυλώνας, που αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (τίτλος VI).

13.      Ο τρίτος πυλώνας αποσκοπεί, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στο να παρέχει στους πολίτες υψηλά επίπεδα προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με την ανάπτυξη από κοινού δράσης μεταξύ των κρατών μελών στους προαναφερθέντες τομείς, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας μέσω προσέγγισης, όπου είναι αναγκαίο, των εθνικών κανόνων ποινικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 31, στοιχείο ε΄, (άρθρο 29).

14.      Η δικαστική συνεργασία περιλαμβάνει την προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄).

15.      Ένα από τα μέσα που προβλέπονται προς τούτο συνίσταται στην απόφαση-πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Όπως και οι οδηγίες που εμπίπτουν στον πρώτο πυλώνα, οι αποφάσεις-πλαίσιο επιβάλλουν ένα αποτέλεσμα, αφήνοντας στις εσωτερικές αρχές την επιλογή του τύπου και των μέσων αλλά, ωστόσο, ουδέποτε παράγουν άμεσο αποτέλεσμα (άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄).

16.      Οι αρμοδιότητες που εμπίπτουν στον τρίτο πυλώνα μπορούν να μεταβιβαστούν στην Κοινότητα για να τις ασκήσει στο πλαίσιο του τίτλου IV της Συνθήκης ΕΚ, στον τομέα των θεωρήσεων, του ασύλου, της μετανάστευσης και των λοιπών πολιτικών σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (άρθρο 42).

17.      Το περιεχόμενο της Συνθήκης ΕΕ δεν θίγει τις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ούτε και τις μετέπειτα συνθήκες που τις τροποποίησαν ή τις συμπλήρωσαν (άρθρο 47).

2.      Η απόφαση-πλαίσιο

18.      Το Συμβούλιο, επικαλούμενο τα άρθρα 29, 31, στοιχείο ε΄, και 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συνθήκης ΕΕ, με σκοπό να υπάρξει αυστηρή και συντονισμένη αντιμετώπιση των προσβολών του περιβάλλοντος (δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη), θέσπισε την απόφαση-πλαίσιο την οποία προσβάλλει η Επιτροπή.

19.      Τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως-πλαίσιο επιβάλλουν στα κράτη μέλη να χαρακτηρίζουν ως ποινικά αδικήματα την εκ προθέσεως ή εξ αμελείας τέλεση ορισμένων πράξεων (10) ενώ το άρθρο 4 επεκτείνει την καταστολή στη συμμετοχή και στην ηθική αυτουργία.

20.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, προβλέπει «ουσιαστικές, αναλογικές και αποτρεπτικές» κυρώσεις, μεταξύ των οποίων πρέπει να περιλαμβάνονται, στις σοβαρότερες τουλάχιστον περιπτώσεις, στερητικές της ελευθερίας ποινές που μπορούν να καταλήγουν σε έκδοση και, όπως αναφέρει η παράγραφος 2, μπορούν παράλληλα να επιβάλλονται και άλλες κυρώσεις και μέτρα (11).

21.      Το άρθρο 6 ρυθμίζει την ευθύνη, εκ πράξεως ή εκ παραλείψεως, των νομικών προσώπων (12) και το άρθρο 7 ορίζει τις κυρώσεις που πρέπει να τους επιβάλλονται (13).

22.      Από τις περιγραφείσες διατάξεις προκύπτει ότι η απόφαση-πλαίσιο αποτελεί σχεδόν αντίγραφο της προτάσεως οδηγίας, πράγμα το οποίο αναγνωρίζεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη, γνωστού όντος ότι η έβδομη αιτιολογική σκέψη εξηγεί ότι το Συμβούλιο την εξέτασε αλλά δεν την ενέκρινε, καθόσον υπερέβαινε τις αρμοδιότητες που η Συνθήκη ΕΚ απονέμει στην Κοινότητα (14).

23.      Το άρθρο 8 αφορά τη στηριζόμενη στο έδαφος δικαιοδοσία και το άρθρο 9 αφορά την έκδοση και την άσκηση ποινικής δίωξης εκ μέρους κράτους που δεν εκδίδει τους υπηκόους του.

III – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

24.      Πέραν της Επιτροπής και του Συμβουλίου, το Κοινοβούλιο, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η Γερμανία, η Δανία, η Ισπανία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία μετέσχον στη διαδικασία ως παρεμβαίνοντες και κατέθεσαν επίσης γραπτές παρατηρήσεις.

25.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, που διεξήχθη στις 5 Απριλίου 2005, οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας και του καθού, καθώς και οι εκπρόσωποι των παρεμβαινόντων, παρέστησαν για να εκθέσουν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, εξαιρουμένων της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.

IV – Ανάλυση της προσφυγής

Α –      Η οριοθέτηση της συζήτησης

26.      Η διαφορά αφορά κατ’ ουσίαν τα άρθρα 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαίσιο και δεν αφορά τα άρθρα 8 έως 12. Αυτό που αμφισβητείται δεν είναι η αρμοδιότητα του Συμβουλίου να θεσπίζει τα άρθρα αυτά (15), αλλά η υποχρέωση που του επιβάλλεται να απόσχει δυνάμει της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, την οποία προβλέπει το άρθρο 47 ΕΕ (16) καθόσον, δυνάμει της Συνθήκης της Ρώμης, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων για ορισμένες προσβολές του περιβάλλοντος.

27.      Κατά συνέπεια, η συζήτηση μετατίθεται από τον τρίτο πυλώνα προς τον πρώτο για να αναλυθεί το ζήτημα αν μια νομική βάση επιτρέπει στην Κοινότητα να παρέμβει στον τομέα αυτό εξουδετερώνοντας τις αρμοδιότητες της Ένωσης. Επί του σημείου αυτού υπήρξε επίσης συναίνεση στο γεγονός ότι δεν υφίσταται στο κοινοτικό δίκαιο γενική εξουσία, ρητή ή σιωπηρή, που να επιτρέπει την επιβολή ποινικών κυρώσεων (17).

28.      Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αγαστής συνεργασίας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 10 ΕΚ, όλοι αναγνωρίζουν στην Κοινότητα, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της έννομης τάξεώς της, τη δυνατότητα να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν κυρώσεις για τις πράξεις που την παραβιάζουν. Ωστόσο, οι διάδικοι και οι παρεμβαίνοντες διαφωνούν ως προς το αν, δυνάμει της εξουσίας αυτής, η Κοινότητα μπορεί να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να προβούν στην ποινική αξιολόγηση ορισμένων πραγματικών περιστατικών.

29.      Για τη λύση απαιτείται ενδελεχής εξέταση των αποφάσεων που απονέμουν στα κοινοτικά θεσμικά όργανα τη νομοθετική αρμοδιότητα στον τομέα του ποινικού δικαίου.

Β –      Η νομολογία σχετικά με την εξουσία επιβολής κυρώσεων της Κοινότητας

30.      Στην απόφαση Ámsterdam Bulb (18) το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει ρητής διατάξεως στην κοινοτική έννομη τάξη που να προβλέπει κυρώσεις για τη μη τήρησή της εκ μέρους των ιδιωτών, οι εθνικές νομοθεσίες μπορούν να προβλέπουν τις κυρώσεις που τα κράτη μέλη θεωρούν κατάλληλες (σκέψη 33) (19). Η θέση αυτή στηρίζεται στο καθήκον των κρατών να εξασφαλίζουν την εκπλήρωση των ευρωπαϊκών υποχρεώσεών τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ) (σκέψη 32).

31.      Με τις προτάσεις που διατύπωσε στην υπόθεση αυτή, ο γενικός εισαγγελέας Capotorti εξηγεί τη δικαιολογία της προηγούμενης λύσης. Στο σημείο 4, αφού υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τα κράτη μέλη πρέπει να απέχουν από τη λήψη μέτρων που τροποποιούν έναν κοινοτικό κανονισμό, ακόμη και αν το πράττουν για να προστατέψουν την εφαρμογή του, εξηγεί ότι η πρόβλεψη μιας ποινικής κυρώσεως δεν μεταβάλλει το περιεχόμενο μιας κοινοτικής πράξεως, καθόσον κάθε κατασταλτικός κανόνας που συνοδεύει έναν κύριο κανόνα συμπεριφοράς στηρίζεται στην υπόθεση ότι μια συμπεριφορά παραβιάζει τον κανόνα αυτό και, κατά συνέπεια, τον προϋποθέτει με το δικό του περιεχόμενο. Περαιτέρω, προσθέτει ότι η ποικιλία της παρεχόμενης με το μέσο αυτό προστασίας απορρέει από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των εθνικών καθεστώτων, στα οποία καταφεύγει η Συνθήκη ΕΚ για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Συμπερασματικώς, αναφέρει ότι το μόνο όριο για τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων εκ μέρους των κρατών μελών αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία οι κυρώσεις αυτές προβλέπονται ήδη από τους κοινοτικούς κανόνες.

32.      Έτσι, τρεις ιδέες συνάγονται από την απόφαση Ámsterdam Bulb: (1) το κατασταλτικό σύστημα που αποσκοπεί στην προστασία της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαίου αυτού· (2) ελλείψει κοινοτικών μέτρων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα κυρώσεως που θεωρούν αναγκαία· (3) στην περίπτωση αυτή, είναι ελεύθερα να επιλέγουν τις κυρώσεις που θεωρούν ως πλέον αρμόζουσες, μολονότι το σύστημα αυτό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην διαφορές.

33.      Η πρώτη ιδέα στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι η κοινοτική κύρωση επιβάλλεται με την ίδια ισχύ που έχει το νομικό μέσο που την προβλέπει, δηλαδή είτε κανονισμός είτε οδηγία. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Κοινότητα δεν έχει ποινικές αρμοδιότητες, πρέπει να περιορίζεται στην πρόβλεψη αστικών και διοικητικών κυρώσεων. Αυτό προκύπτει από τη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο γενικός εισαγγελέας Capotorti στο τέλος του προπαρατεθέντος σημείου των προτάσεών του στην εν λόγω υπόθεση, όπου συνάγει ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος προσθέτει ποινικές διατάξεις στην κοινοτική ρύθμιση, με σκοπό να ενισχύσει την εφαρμογή της, δεν συνιστά παραβίαση των αρχών του κοινοτικού δικαίου, εφόσον, και μου φαίνεται σκόπιμο να το προσθέσω, τηρούνται οι εγγυήσεις που διέπουν την άσκηση κάθε εξουσίας επιβολής κυρώσεων και, ειδικότερα, ο κανόνας non bis in idem (20).

34.      Στην απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, η οποία είναι ευρύτερα γνωστή υπό την ονομασία «Ελληνικό καλαμπόκι» (21), το Δικαστήριο επανέλαβε τη διατύπωση της σκέψεως 32 της αποφάσεως Ámsterdam Bulb, χωρίς να παραθέσει την απόφαση αυτή (σκέψη 23), αλλά προσέθεσε δύο προϋποθέσεις που αφορούν τη νομιμότητα των εθνικών πειθαρχικών μέτρων που λαμβάνονται για την ενίσχυση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου: (1) ότι για τις παραβάσεις πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις υπό προϋποθέσεις, ουσιαστικές και διαδικαστικές, ανάλογες με τις ισχύουσες για τις παραβιάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσης και σημασίας και (2) ότι τα εν λόγω μέτρα πρέπει να προσδίδουν στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα (σκέψη 24). Στις προτάσεις που διατύπωσε στην υπόθεση αυτή, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro είχε υποστηρίξει ότι το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επιβάλλουν τις προσήκουσες κυρώσεις στους παραβάτες του κοινοτικού δικαίου ούτως ώστε να μην παραβλάπτεται η αποτελεσματικότητά του (σημείο 12, δεύτερη παράγραφος) (22).

35.      Έτσι, είναι ανοικτή για τα κράτη μέλη η οδός της εκριζώσεως των συμπεριφορών που είναι αντίθετες προς την κοινοτική έννομη τάξη, τόσο όταν η έννομη αυτή τάξη δεν αναφέρει τίποτα επί του θέματος όσο και όταν περιέχει συναφώς ρητές διατάξεις· η εθνική ρύθμιση προϋποθέτει συμπληρωματική προστασία, αλλά, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 17 της αποφάσεως Drexl (23), το κοινοτικό δίκαιο θέτει ορισμένα όρια και απαιτεί η κύρωση να είναι ισοδύναμη με εκείνη που εφαρμόζεται για την καταπολέμηση των εθνικών παραβάσεων (αρχή της εξομοιώσεως ή της ισοδυναμίας) και ότι, επιπλέον, πρέπει να είναι αποτελεσματική.

36.      Η διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1990, C-2/88, Zwartveld κ.λπ. (24) που εκδόθηκε στο πλαίσιο ενός παρεμπίπτοντος διαδικαστικού ζητήματος που αφορούσε αίτηση δικαστικής αρωγής υποβληθείσα από τον Rechter-commissaris του Arrondissementsrechtbank de Groningen, επιβεβαίωσε την απόφαση «Ελληνικό καλαμπόκι» κατά τρόπο που δεν εμφαίνεται ρητώς αλλά προκύπτει από το πνεύμα της και από το πνεύμα της αποφάσεως Ámsterdam Bulb: τα κράτη μέλη μπορούν και πρέπει να εγγυώνται την τήρηση της Συνθήκης επιβάλλοντας, εν ανάγκη, και ποινικές κυρώσεις (σκέψη 17).

37.      Η διαδικασία φαίνεται να ολοκληρώνεται με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Nunes και de Matos (25), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί ενός προδικαστικού ερωτήματος που του υπέβαλε το Tribunal de Círculo de Porto, με το οποίο ζητούσε να καθοριστεί αν ένα κράτος μέλος έχει αρμοδιότητα να αξιολογεί ποινικά συμπεριφορές αντίθετες προς τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, μολονότι η κοινοτική ρύθμιση επιβάλλει μόνο κύρωση αστικού χαρακτήρα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παρεμβάσεις που στηρίζονται στο άρθρο 10 ΕΚ περιλαμβάνουν μέτρα ποινικού χαρακτήρα και διευκρίνισε ότι:

–        αν το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα μέτρο για την εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων του, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα προβλέψουν· αν προβλέπει τέτοια μέτρα, τα κράτη μέλη έχουν συμπληρωματικό ρόλο που αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των κανόνων αυτών·

–        οι εθνικές αρχές είναι αρμόδιες να επιλέγουν το είδος των κυρώσεων, έστω και αν αυτές πρέπει να είναι παρεμφερείς με εκείνες που επιβάλλονται για τις παραβάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσεως και σημασίας και, επιπλέον, οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

38.      Εν κατακλείδι, το Συμβούλιο και οι διάδικοι που το υποστηρίζουν ορθώς ισχυρίζονται ότι η νομολογία δεν αναγνωρίζει ρητώς καμία κοινοτική αρμοδιότητα βάσει της οποίας να μπορούν να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να αξιολογούν ποινικά τις συμπεριφορές που εμποδίζουν την υλοποίηση των σκοπών που διαλαμβάνονται στις Συνθήκες.

39.      Από την ανάλυση του παραγώγου δικαίου μπορούμε να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα.

Γ –      Το παράγωγο δίκαιο

40.      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2241/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου για τις αλιευτικές δραστηριότητες (26), καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2847/97 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτική (27), που τον αντικαθιστά, αφήνουν στα κράτη μέλη την ελευθερία επιλογής της κυρώσεως που επιβάλλεται για τις παραβάσεις των κανόνων που διέπουν τον τομέα αυτόν. Όσον αφορά τον πρώτο από τους κανονισμούς αυτούς, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται με την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (28), στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε το αν οι διαδικασίες, άλλες διοικητικές και άλλες ποινικές, που προβλέπει η εσωτερική ρύθμιση εκπληρώνουν τις κοινοτικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη διατήρηση και τον έλεγχο των αλιευτικών πόρων.

41.      Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (29), αφού ανέφερε ότι το φαινόμενο αυτό έπρεπε να καταπολεμηθεί κυρίως με ποινικές κυρώσεις (τέταρτη αιτιολογική σκέψη), υποχρεώνει απλώς τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή του περιεχομένου της προβλέποντας κυρώσεις επιβαλλόμενες σε περίπτωση παραβάσεως (άρθρο 14), υπό την επιφύλαξη των αυστηρότερων ρυθμίσεων που θεσπίζονται για την καταπολέμηση των πράξεων αυτών (άρθρο 15).

42.      Η οδηγία 2002/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής (30), απαιτεί από τα κράτη μέλη να κολάζουν, με «αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές» κυρώσεις την τέλεση, τη συμμετοχή, την ηθική αυτουργία και την απόπειρα τελέσεως ορισμένων πράξεων (άρθρα 1 έως 3)· ο ποινικός χαρακτήρας των διώξεων αυτών δεν είναι ωστόσο απόλυτος στην απόφαση-πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002 (31).

43.      Ενίοτε, η ποινική κύρωση καθίσταται αναγκαία καθόσον αποτελεί τη μόνη που πληροί τις προϋποθέσεις που όρισε η απόφαση «Ελληνικό καλαμπόκι», ήτοι το να είναι η κύρωση «αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική».

Δ –      Η αόριστη νομική έννοια της «αποτελεσματικής, ανάλογης και αποτρεπτικής κυρώσεως»

44.      Η έννοια αυτή, θεωρούμενη in abstracto, έχει ασαφή όρια, αλλά όπως όλες οι έννοιες του είδους αυτού αποσαφηνίζεται όταν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες πραγματικότητες, ειδικότερα όταν λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει.

45.      Η διατύπωση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο δεν επελέγη τυχαίως καθόσον, με την αναφορά στην αποτελεσματικότητα, τον ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα της κυρώσεως, υποδηλώνονται οι βασικές προϋποθέσεις προκειμένου ο κοινοτικός κανόνας, παρά την παράβασή του, να τυγχάνει πλήρους εφαρμογής. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κάθε καταδίκη ανταποκρίνεται σε ένα διττό σκοπό γενικής και ειδικής προλήψεως, καθόσον κολάζει τον υπεύθυνο με την εφαρμογή του προσήκοντος κανόνα δικαίου και απειλεί το σύνολο των πολιτών με μια τιμωρία του ίδιου είδους σε περίπτωση τελέσεως μιας ομοίως απαγορευομένης πράξεως, ο κατάλογος των δυνητικών κυρώσεων είναι πληρέστατος.

46.      Ενίοτε, αρκεί να αποκατασταθεί η κατάσταση που υφίστατο πριν από την παράβαση. Η υποχρέωση αυτή όμως, που δεν έχει κατασταλτικό χαρακτήρα υπό στενή έννοια και η οποία συνήθως αποκαλείται «κύρωση αστικού χαρακτήρα», πρέπει συχνά, για να επιτευχθούν οι ως άνω σκοποί προλήψεως, να συμπληρωθεί με stricto sensu κυρώσεις, των οποίων η ένταση πρέπει να ποικίλει ανάλογα με τη σημασία του βλαπτομένου εννόμου αγαθού και της κοινωνικής απαξίας της εγκληματικής συμπεριφοράς.

47.      Ανάλογα με τη σημασία της απαντήσεως, πρέπει να διακριθούν οι ποινικές κυρώσεις, που συνιστούν τον υψηλότερο βαθμό, από τις διοικητικές κυρώσεις. Αμφότερες αποτελούν εκδηλώσεις του ius puniendi του κράτους και διέπονται από τις ίδιες οντολογικές αρχές (32). Ωστόσο, ο λιγότερο αυστηρός χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων εξασθενεί τις εγγυήσεις που πρέπει να διέπουν την εφαρμογή τους, μολονότι, όπως έχω σημειώσει στις προτάσεις που διατύπωσα στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (33), πρέπει σε αμφότερες τις περιπτώσεις να τηρούνται παρόμοιες αρχές (34).

48.      Φαίνεται προφανές ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Συμβουλίου και ορισμένων από τους παρεμβαίνοντες, ουδείς είναι σε θέση να εκτιμήσει καλύτερα τη δυνατότητα εφαρμογής, το προσήκον και το δυναμικό μιας κατασταλτικής αντίδρασης απ’ ό,τι οι εθνικές νομοθετικές εξουσίες. Αυτή είναι η θέση που υποστήριξα για να κριθεί, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, το ζήτημα αν είναι επαρκείς ορισμένες εθνικές διαδικαστικές προθεσμίες για την άσκηση αγωγών προς υπεράσπιση δικαιωμάτων αναγνωριζομένων από την κοινοτική έννομη τάξη (35), υπό την επιφύλαξη ότι ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να τηρείται σε προφανείς περιπτώσεις (36), στις οποίες η Κοινότητα είναι καταφανώς αρμόδια για να προβεί στην εν λόγω εκτίμηση.

49.      Δεν πρέπει να λησμονείται ότι αρμόδια για την προστασία της κοινοτικής έννομης τάξεως είναι τα θεσμικά της όργανα, μολονότι τίποτα δεν τα εμποδίζει να υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να κολάζουν τις πράξεις που θίγουν αυτή την έννομη τάξη. Μόνο στο μέτρο στο οποίο, λόγω της ελλείψεως των απαραίτητων στοιχείων εκτιμήσεως, τα θεσμικά αυτά όργανα δεν μπορούν να παράσχουν την πλήρως ενδεδειγμένη απάντηση, το καθήκον αυτό ανατίθεται στους εθνικούς νομοθέτες. A contrario, αν ο καθορισμός της «αποτελεσματικής, ανάλογης και αποτρεπτικής» κυρώσεως είναι προφανής, κανένας ουσιώδης λόγος δεν απαγορεύει να αφεθεί η επιλογή της κυρώσεως αυτής σε εκείνους που είναι καθ’ ύλην αρμόδιοι (37).

50.      Με άλλα λόγια, μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό ότι η ενδεδειγμένη κύρωση για, επί παραδείγματι, τις προσβολές κατά της ζωής ή την αποπλάνηση ανηλίκων πρέπει να έχει ποινικό χαρακτήρα, οπότε, αν τα προστατευόμενα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με τις παραβάσεις αυτές συνιστούσαν έναν από τους σκοπούς της Κοινότητας, ουδείς θα συζητούσε την αρμοδιότητα των νομοθετικών της οργάνων να απαιτήσουν από τα κράτη μέλη την άσκηση ποινικής διώξεως.

51.      Το επόμενο στάδιο συνίσταται συνεπώς στο να εξεταστεί αν η προστασία του περιβάλλοντος, για την οποία, σύμφωνα με όσα εξέθεσα ανωτέρω στα σημεία 6 έως 9, αρμόδια είναι αναμφίβολα η Κοινότητα, απαιτεί ποινική προστασία. Η διαδικασία «κοινοτικοποίησής» της εντάσσεται στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής.

Ε –      Η προστασία του περιβάλλοντος στην Κοινότητα

52.      Στις προτάσεις που διατύπωσα στις 30 Νοεμβρίου 2004, στην υπόθεση Deponienzweckverband Eiterköpfe, επί της οποίας το Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 14 Απριλίου 2006, υποστήριξα ότι, ναι μεν οι συντάκτες των συνθηκών δεν ασχολήθηκαν αρκετά με το περιβάλλον και τη διατήρησή του, πλην όμως, ήδη το 1972, η διάσκεψη των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, που συγκλήθηκε στο Παρίσι, αποφάσισε να ορίσει μια ειδική πολιτική για τον τομέα αυτόν (38) και πρότεινε να χρησιμοποιηθεί η προστασία που προσφέρουν τα άρθρα 100 και 235 της Συνθήκης ΕΚ (39) (νυν άρθρα94 ΕΚ και 308 ΕΚ).

53.      Το Δικαστήριο ακολούθησε τη σύσταση αυτή και θεώρησε το προπαρατεθέν άρθρο 100 (40) ως βάση των κανόνων στον τομέα αυτό κρίνοντας, με την απόφαση ADBHU (41), ότι η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να θεωρείται «ένας από τους ουσιώδεις σκοπούς της Κοινότητας» (σκέψη 13), ιδέα που επαναλήφθηκε πολλά έτη αργότερα, μετά τη θέσπιση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (42) στην απόφαση Επιτροπή κατά Δανίας (σκέψη 8) (43).

54.      Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη προσέθεσε στη Συνθήκη ΕΚ ένα ειδικό τμήμα –τον τίτλο VII (νυν τίτλο XIX) (44)– που περιλαμβάνει τα άρθρα 130 Ρ και 130 Σ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 174 ΕΚ και 175 ΕΚ) και το άρθρο 130 T (νυν άρθρο 176 ΕΚ), στα οποία πρέπει να προστεθεί το άρθρο 100 Α, παράγραφος 3 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ, παράγραφος 3), που υποχρεώνει την Επιτροπή να λαμβάνει ως βάση των προτάσεων που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 1 «ένα υψηλό επίπεδο προστασίας» του περιβάλλοντος.

55.      Οι νέες αυτές διατάξεις έθεσαν την προστασία του περιβάλλοντος στον πυρήνα της κοινοτικής δράσης, την οποία διαπνέει και καθοδηγεί, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (σκέψεις 22 έως 24) (45), κατόπιν δε, με την υπογραφή της Συνθήκης ΕΕ στο Μάαστριχτ, η εν λόγω προστασία κατέστη ένας από τους σκοπούς της Κοινότητας.

56.      Σήμερα, η επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου προστασίας και βελτίωσης του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου συγκαταλέγονται μεταξύ των κοινοτικών σκοπών (άρθρο 2 ΕΚ) και απαιτούν μια ειδική δράση (άρθρο 3 ΕΚ, παράγραφος 1, στοιχείο λ΄). Επιπλέον, «οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη» (άρθρο 6 ΕΚ). Η μέριμνα αυτή εμφανίζεται επίσης σαφώς σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης: στο προπαρατεθέν άρθρο 95 ΕΚ ή στο άρθρο 161 ΕΚ, που προβλέπει τη δημιουργία ενός Ταμείου Συνοχής που θα «συμμετέχει χρηματοδοτικώς σε σχέδια περιβάλλοντος […]».

57.      Η προστασία του περιβάλλοντος άνοιξε το δρόμο για μια κανονιστική αναγνώριση αρχών, όπως είναι η αρχή της προλήψεως ή της προληπτικής δράσεως (άρθρο 174 ΕΚ, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο), που διέπουν ευρείς τομείς του κοινοτικού δικαίου στους οποίους η φύση, η ζωή και η ακεραιότητα των προσώπων έχουν καθολική διάσταση λόγω της παγκοσμιοποίησης των απειλών που συνοδεύουν την τεχνολογική και βιομηχανική πρόοδο (46).

58.      Η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (47) διατηρεί την προοπτική αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο II-97, που στηρίζεται στο άρθρο 2 ΕΚ, «το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης»· το άρθρο III-119 επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 6 ΕΚ. Οι διατάξεις III-233 και III-234 αναπαράγουν κατ’ ουσίαν τα άρθρα 174ΕΚ έως 176 ΕΚ.

59.      Δεν χωρεί συνεπώς καμία αμφιβολία ως προς το ότι, όπως ανέφερα στο σημείο 51 των παρουσών προτάσεων, το «περιβάλλον» αποτελεί αρμοδιότητα της Κοινότητας και συνιστά επίσης έννομο αγαθό η υπεράσπιση του οποίου διαπνέει τις λοιπές πολιτικές, πράγμα που αποτελεί μια προστατευτική δραστηριότητα η οποία, επιπλέον, μπορεί να χαρακτηριστεί ουσιώδης σκοπός του κοινοτικού συστήματος.

60.      Η περιβαλλοντική μέριμνα δεν είναι αποκλειστικά ευρωπαϊκή και έχει λάβει καθολική διάσταση.

 ΣΤ –      Η παγκοσμιοποίηση της «περιβαλλοντικής πολιτικής»

61.      Διάφορα διεθνή σύμφωνα και συμφωνίες επιδιώκουν να δώσουν απαντήσεις για την αντιμετώπιση της διαρκούς φθοράς των οικοσυστημάτων και της ζωής στον πλανήτη.

62.      Η διαδικασία που ακολουθείται στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, μετά τη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη από τις 5 έως τις 16 Ιουνίου 1972, και η οποία περιλαμβάνει σημαντικά στάδια, αποτελεί σχετικό παράδειγμα (48). Η διάσκεψη αυτή κατέστη σημαντικό γεγονός καθόσον επέσυρε την προσοχή του κόσμου στη σοβαρότητα της περιβαλλοντικής κατάστασης με μια διακήρυξη για το περιβάλλον, στην οποία εξαγγέλλονται είκοσι επτά αρχές για την προστασία των φυσικών πόρων.

63.      Ο παγκόσμιος Χάρτης για τη φύση του 1982 (49) εμβάθυνε τους καθορισθέντες σκοπούς ενισχύοντας τις υποχρεώσεις σχετικά με τους κανόνες δράσης και ενσωματώνοντας τον Χάρτη στις εθνικές έννομες τάξεις.

64.      Η δήλωση του Ρίο, που εγκρίθηκε από τις κυβερνήσεις που μετείχαν στη συνάντηση κορυφής των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το περιβάλλον και την ανάπτυξη, η οποία πραγματοποιήθηκε στην πόλη αυτή της Βραζιλίας τον Ιούνιο του 1992, σημείωσε ένα αποφασιστικό βήμα. Η σημασία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και η ευρεία συναίνεση που επετεύχθη για την έγκρισή της της δίδουν ιδιαίτερη σημασία ως καθολικής συμφωνίας που αποτελεί καρπό της κοινής συνείδησης, η οποία στηρίζεται στην ανάγκη προστασίας του πλανήτη για τις μέλλουσες γενεές.

65.      Η σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές το 1992 και το πρωτόκολλο του Κιότο του 1997, που τη θέτει σε εφαρμογή με σκοπό τη μείωση της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (50), συμβολίζουν δύο νέα στάδια στη μη αντιστρέψιμη διαδικασία, στην οποία εντάσσεται επίσης το πρωτόκολλο για τη βιοποικιλότητα, που υπογράφηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Ιανουαρίου 2000, στο πλαίσιο της διασκέψεως των συμβαλλομένων μερών της Συμβάσεως για τη βιολογική ποικιλία, που εγκρίθηκε επίσης κατά τη συνάντηση κορυφής του Ρίο.

Ζ –      Το δικαίωμα σε ένα κατάλληλο περιβάλλον και η δημόσια ευθύνη για την προστασία του

66.      Οι έννοιες της «βιώσιμης ανάπτυξης» και της «ποιότητας ζωής» που χρησιμοποιούνται στη Συνθήκη ΕΚ συνδέονται στενά με την έννοια του «περιβάλλοντος» και υποδηλώνουν μια υποκειμενική διάσταση που δεν μπορεί να αγνοείται κατά την προστασία και τη βελτίωση του περιβάλλοντος. Στο γεωφυσικό πεδίο που αντιπροσωπεύει το περιβάλλον, η ποιότητα ζωής διασφαλίζεται ως δικαίωμα των πολιτών το οποίο γεννάται από διάφορους παράγοντες, ορισμένους υλικούς (ορθολογική χρήση των πόρων και βιώσιμη ανάπτυξη) και άλλους πιο διανοητικούς (πρόοδος και πολιτιστική ανάπτυξη). Αφής στιγμής υπερβεί κανείς το αναγκαίο ποσοτικό όριο για την επιβίωση, επιχειρεί, να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή από ποιοτική άποψη (51).

67.      Έτσι, το δικαίωμα στην απόλαυση ενός υγιούς περιβάλλοντος θεωρείται ότι παρέχεται όχι σε ένα άτομο ως τέτοιο, αλλά στο μέλος της κοινότητας, εντός της οποίας μοιράζεται με άλλους κοινά συμφέροντα κοινωνικής φύσεως (52). Ορισμένα συντάγματα των κρατών μελών της Κοινότητας αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό κατά τον χρόνο θεσπίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως-πλαίσιο (53). Έτσι, το άρθρο 20a του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας  (54) ορίζει ότι το κράτος «αναλαμβάνοντας έτσι επίσης την ευθύνη του απέναντι στις μέλλουσες γενεές (55), προστατεύει τα φυσικά θεμέλια της ζωής στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης». Στην Ισπανία, μεταξύ των αρχών που διέπουν την κοινωνική και οικονομική ζωή, το άρθρο 45 του Συντάγματος (56) προβλέπει το δικαίωμα εκάστου να «απολαύει ενός κατάλληλου περιβάλλοντος για την ανάπτυξη του προσώπου» (57). Το άρθρο 66, παράγραφος 1, του Συντάγματος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (58) χρησιμοποιεί ανάλογους όρους. Στη Σουηδία, το άρθρο 18, παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙ, του νόμου της 24ης Νοεμβρίου 1994 (59), που τροποποιεί τον νόμο περί κυβερνήσεως, προβλέπει το δικαίωμα προσβάσεως στη φύση.

68.      Το δικαίωμα αυτό συμπληρώνεται από τις σύστοιχες υποχρεώσεις των δημοσίων οργάνων. Είδαμε ανωτέρω τη διατύπωση του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης. Το άρθρο 45, παράγραφος 2, του ισπανικού συντάγματος επιβάλλει στις δημόσιες αρχές να μεριμνούν για την ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων, «με σκοπό την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, καθώς και την προάσπιση και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στηριζόμενες σε μια απαραίτητη συλλογική αλληλεγγύη». Στην ίδια προοπτική, το φιλανδικό σύνταγμα (60) αναφέρεται στην κοινή ευθύνη για τη διατήρηση της φύσης και της ποικιλίας, καθώς και του περιβάλλοντος (άρθρο 20), ενώ το ελληνικό σύνταγμα (άρθρο 24, παράγραφος 1) (61), το σύνταγμα των Κάτω Χωρών (άρθρο 21) (62) και το πορτογαλικό σύνταγμα (άρθρο 9, στοιχείο e) υποχρεώνουν τις αρχές να το προστατεύουν. Στην Ιταλία, η υποχρέωση της Δημοκρατίας να προστατεύει το τοπίο, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του Συντάγματος (63), επεκτάθηκε στην προστασία του περιβάλλοντος και του εδάφους (64).

69.      Η υποκειμενική διάσταση αυτής της περιβαλλοντικής μέριμνας είναι παρούσα σιωπηρώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της 7ης Δεκεμβρίου 2000 (65), αφού τονίσει στο προοίμιο ότι η Ένωση εδράζεται στις αδιαίρετες και οικουμενικές αξίες της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, προβλέπει στο κεφάλαιο που αφιερώνεται στην αλληλεγγύη, δίπλα από τα κοινωνικά δικαιώματα, έναν κανόνα που προβλέπει ότι οι πολιτικές της Ένωσης ενσωματώνουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και τη βελτίωση της ποιότητάς του σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης (άρθρο 37). Η διάταξη αυτή, όπως έχω ήδη αναφέρει, αποτελεί τμήμα της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (άρθρο II-97).

70.      Δεν θέλω να τελειώσω την ανάπτυξη της θέσεως αυτής χωρίς να τονίσω ότι, στο περιθώριο της ερμηνείας του δικαιώματος απολαύσεως ενός κατάλληλου περιβάλλοντος (66), διακρίνεται εύκολα ο σύνδεσμος που ενώνει το δικαίωμα αυτό με το περιεχόμενο ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αρκεί να γίνει αναφορά σε δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για να ενισχυθεί η ιδέα αυτή. Στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1994, που εξέδωσε στην υπόθεση López Ostra κατά Ισπανίας (67), το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι είναι αυτονόητο ότι οι σοβαρές προσβολές του περιβάλλοντος μπορούν να επηρεάσουν την ευημερία των προσώπων, στερώντας τους τη χρήση της κατοικίας τους και θίγοντας την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τους (σκέψη 51) (68). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στην απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998, την οποία εξέδωσε στην υπόθεση Guerra κ.λπ. κατά Ιταλίας (69), έκρινε ότι η έλλειψη επίσημης πληροφόρησης σχετικά με την προσήκουσα συμπεριφορά που οι πολίτες πρέπει να επιδείξουν σε σχέση με τις ρυπογόνες εκπομπές μιας βιομηχανίας που είναι εγκατεστημένη πλησίον τους συνιστά προσβολή του προαναφερθέντος θεμελιώδους δικαιώματος (σκέψη 60).

Η –      Η ποινική αντίδραση ως απάντηση στις σοβαρές προσβολές του περιβάλλοντος

71.      Στο πανόραμα που περιγράφηκε ανωτέρω απεικονίζεται σαφώς η υπερβατική σημασία που απέκτησε τις τελευταίες δεκαετίες η αποκαλούμενη «οικολογική συνείδηση». Η πραγματική σημασία και το δυναμικό των αλλοιώσεων που προκύπτουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα στα οικοσυστήματα δεν έχουν αποδειχθεί με βεβαιότητα, αλλά υποψιάζεται κανείς την ικανότητα της δραστηριότητας αυτής να φθείρει ή να εμποδίσει τη ζωή επί της γης. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος και η βλάβη που προκαλεί στη φύση θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωσή του ως είδος κατέστησε προφανή την επείγουσα αναγκαιότητα να θεσπιστούν κανόνες συμπεριφοράς και να εφαρμοστεί μια «περιβαλλοντική ηθική» με αντικείμενο την αρμονική ενσωμάτωση του ανθρώπου στο περιβάλλον εντός του οποίου εξελίσσεται.

72.      Τα κράτη χρησιμοποιούν τους κώδικες ποινικού δικαίου ως έσχατη ratio για να προστατευθούν κατά των προσβολών των αξιών που διέπουν τη συνύπαρξη και τελευταίως έχουν λάβει την απόφαση να αξιολογούν ποινικά ορισμένες συμπεριφορές που φθείρουν το περιβάλλον (70). Αν θέλουμε να επιτύχουμε ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής (άρθρο 2 ΕΚ), φαίνεται λογικό να σκεφτούμε ότι το κοινοτικό δίκαιο, μέσω των αρμοδιοτήτων που απονέμει στα θεσμικά όργανα για την επίτευξη των σκοπών του, πρέπει να προβλέπει ποινική κύρωση σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν αυτή συνιστά τη μοναδική «αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική» απάντηση.

73.      Στη θεωρία έχει εμφανιστεί κάποια συμφωνία όσον αφορά τη θεώρηση των οικοσυστημάτων ως εννόμων αγαθών ιδιαίτερης σημασίας, των οποίων η προστασία είναι ουσιώδης για την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου, πράγμα που εξηγεί ότι η προστασία και η διατήρησή τους δικαιολογούν πλήρως την εισαγωγή ειδικής προστασίας εξασφαλιζόμενης από το ποινικό δίκαιο (71).

74.      Τις περισσότερες φορές οι διοικητικές κυρώσεις αρκούν, αλλά δεν εξασφαλίζουν προσήκουσα προστασία σε όλες τις περιπτώσεις σοβαρών προσβολών. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις, η ποινική κύρωση συνεπάγεται πρόσθετη πίεση ικανή να ευνοήσει την τήρηση των απαιτήσεων και των διαφόρων νομίμων απαγορεύσεων που επιβάλλονται στο πλαίσιο της άσκησης δραστηριοτήτων που θέτουν ιδιαιτέρως σε κίνδυνο το περιβάλλον. Επιπλέον, η είσοδος της οικολογίας στους κώδικες αποσκοπεί, πέραν της ενισχύσεως των αποτελεσμάτων της προλήψεως, στο να οδηγήσει το κοινό να συνειδητοποιήσει την κοινωνική «βλαπτικότητα» των προσβολών της φύσεως και να δηλώσει εκ νέου ότι τα περιβαλλοντικά έννομα αγαθά είναι ισάξια με τις αξίες που παραδοσιακά προστατεύει το ποινικό δίκαιο (72). Δεν πρέπει να λησμονείται η ηθική διάσταση της ποινικής κύρωσης: όταν μια συμπεριφορά καταστέλλεται ποινικώς, υποτίθεται ότι δικαίως επισύρει τη μέγιστη κύρωση λόγω της παραβιάσεως των θεμελίων του νομικού συστήματος.

75.      Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της νομολογίας που απονέμει στην Κοινότητα εξουσία επιβολής κυρώσεων και της επιτρέπει να εναρμονίζει τις εθνικές ρυθμίσεις και λαμβανομένης επίσης υπόψη της διαρκούς ενισχύσεως των κοινοτικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος (73) και της σημασίας ή του ευθραύστου των περιβαλλοντικών αξιών, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να αναγνωριστεί στην Κοινότητα η δυνατότητα να απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιβάλουν ποινικές κυρώσεις για ορισμένες συμπεριφορές που βλάπτουν τον πλανήτη (74).

76.      Το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες που το υποστηρίζουν στη διαδικασία αυτή απορρίπτουν την εν λόγω θέση, ισχυριζόμενοι ότι συνιστά προσβολή της κυριαρχίας των κρατών. Η αιτίασή τους μου φαίνεται αβάσιμη. Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Van Gend & Loos (75), η Κοινότητα αποτελεί νέα έννομη τάξη υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη περιόρισαν τις εξουσίες τους, οπότε η περί κυριαρχίας θέση δεν προσθέτει τίποτε καινούργιο στη συζήτηση, ούτε καν στον ποινικό τομέα. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι το κοινοτικό δίκαιο αποποινικοποίησε πολλές πράξεις που χαρακτηρίζονταν ποινικά αδικήματα στους εθνικούς κώδικες, χωρίς να σοκαριστεί κανείς από την «ανάμειξη» αυτή (76). Θα μπορούσα να προσθέσω εδώ ένα μακρύ κατάλογο περιπτώσεων, που όλοι θυμόμαστε, στις οποίες το κοινοτικό δίκαιο περιόρισε τις εθνικές νομοθετικές αρμοδιότητες, και όχι μόνο στον τομέα του ποινικού δικαίου: το φορολογικό και το δικονομικό δίκαιο αποτελούν δύο καλά παραδείγματα.

77.      Από τη συζήτηση αυτή ανακύπτει ένα άλλο ζήτημα, το οποίο δεν αφορά τόσο τα κράτη μέλη, αλλά περισσότερο τους πολίτες: πρόκειται για το δικαίωμά τους να καθορίζεται ο ποινικός χαρακτηρισμός των πράξεων από τους δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους, πράγμα το οποίο εκφράζει με νομικούς όρους η αρχή της νομιμότητας των ποινών, τόσο από ουσιαστική άποψη, που αφορά τον κανονιστικό προκαθορισμό των συμπεριφορών, όσο και από τυπική άποψη, που αφορά την αποκλειστική αρμοδιότητα του φορέα της νομοθετικής εξουσίας. Η θέση που υποστηρίζω επιτρέπει την τήρηση του κανόνα nullum crimen sine lege εφόσον η κοινοτική εναρμόνιση απαιτεί την παρέμβαση των εθνικών κοινοβουλίων για την οριστική ενσωμάτωση των εξωτερικών προς την έννομη τάξη τους διατάξεων (77).

78.      Αντίθετο προς τη θέση αυτή δεν είναι ούτε το γεγονός ότι τα άρθρα 135 ΕΚ και 280 ΕΚ, στους τομείς της τελωνειακής συνεργασίας και της καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, στους οποίους η συνεργασία των κρατών μελών πρέπει να είναι στενή και έντονη, αποκλείουν «την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου» και «την απονομή της δικαιοσύνης», οι δε δύο αυτές εκφράσεις δεν αναφέρονται στην εξουσία θεσπίσεως κανόνων, αλλά στην εξουσία εφαρμογής τους, ζήτημα το οποίο δεν συζητήθηκε στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής και το οποίο αφορά μια αρμοδιότητα η οποία, αναμφιβόλως, ανήκει στους δικαστές που απονέμουν την ποινική δικαιοσύνη.

79.      Μπορεί να προβληθεί η αντίρρηση ότι, δεδομένου ότι η ποινική συνεργασία συνδέεται με τον τρίτο πυλώνα, κάθε δράση στον τομέα αυτό, ακόμη και η δράση της Κοινότητας, πρέπει να εμπίπτει στον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ, αλλά από τον συλλογισμό αυτό λείπει η μείζων προκείμενη.

80.      Το άρθρο 29 ΕΚ προβλέπει συντονισμένη δράση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας η οποία μπορεί να λάβει τρεις μορφές. Οι δύο πρώτες χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών δυνάμεων και της συνεργασίας μεταξύ δικαστικών αρχών, ενώ η τελευταία οδηγεί σε προσέγγιση των νομοθεσιών «σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, στοιχείο ε΄», που αφορά την προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων «ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών». Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται, όπως ανέφερα (78), μια «καθολική αρμοδιότητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εναρμόνιση, μέσω των αποφάσεων-πλαίσιο του άρθρου 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ποινικού δικαίου των κρατών μελών, αλλά μια αρμοδιότητα που περιορίζεται σε ορισμένα εγκλήματα με υπερεθνικό περιεχόμενο.

81.      Ο τρίτος πυλώνας ορίζει μια πραγματική αρωγή των αστυνομικών και των δικαστικών υπηρεσιών για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της εγκληματικότητας, αλλά η προσέγγιση των νομοθεσιών, που υπερβαίνει την ιδέα της συνεργασίας και συνεπάγεται ένα περαιτέρω βήμα προς την ολοκλήρωση, εξακολουθεί να περιορίζεται στα στοιχεία που αξίζουν μια ομοιόμορφη απάντηση λόγω της «διεθνοποίησης» τους.

82.      Όπως η Κοινότητα δεν έχει γενική αρμοδιότητα σε ποινικές υποθέσεις, ομοίως δεν έχει «φυσική ικανότητα» στον τρίτο πυλώνα ο οποίος, σα δύναμη βαρύτατης, έλκει προς αυτόν όλα τα ζητήματα της φύσεως αυτής που ανακύπτουν στο πλαίσιο της Ένωσης. Η λύση πρέπει να βρεθεί με άλλα μέσα στα ίχνη που χάραξε η νομολογία σχετικά με τη συγκρότηση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων για τις παραβάσεις της κοινοτικής έννομης τάξης.

83.      Αφής στιγμής ήρθησαν τα εμπόδια που προβάλλουν το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη, η επιχειρηματολογία πρέπει να συνεχιστεί. Αφήνοντας κατά μέρος τους λόγους που συνηγορούν υπέρ μιας συντονισμένης απάντησης, δεδομένου ότι τα πλεονεκτήματα της εναρμόνισης (79) είναι συζητήσιμα (80), πρέπει να διευκρινιστεί το περιεχόμενό της. Όπως είδαμε ανωτέρω, ο σκοπός έγκειται στη διευκόλυνση μιας «αποτελεσματικής, ανάλογης και αποτρεπτικής» κύρωσης κατά των σοβαρών παραβάσεων της κοινής πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος· η ποινική καταστολή πληροί τα κριτήρια αυτά και, κατά συνέπεια, για να διασφαλίσει τη δραστηριότητά της στον τομέα αυτό, η Κοινότητα μπορεί να αναγκάσει τα κράτη μέλη να καταφύγουν στην καταστολή αυτή, αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να προχωρήσει πέραν αυτού. Η άποψη αυτή στηρίζεται, αφενός, στα θεμέλια της νομολογίας που αναγνωρίζει μια τέτοια αρμοδιότητα και, αφετέρου, στη φύση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα του περιβάλλοντος.

Ι –      Η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου απαιτεί μόνον οι διώξεις να είναι ποινικές

84.      Η εξουσία επιβολής αστικών, διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων πρέπει να χαρακτηριστεί αρμοδιότητα ως προς τα μέσα (81), στην υπηρεσία της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου (82). Αν η ακεραιότητα αυτής της έννομης τάξης απαιτεί μια απάντηση μέσω του ποινικού δικαίου, τα κράτη μέλη πρέπει να ορίσουν τους αναγκαίους προς τούτο μηχανισμούς, των οποίων η φύση πρέπει να καθοριστεί από την Κοινότητα όταν αυτή είναι σε θέση να αναλύσει τη χρησιμότητά της με γνώμονα τον επιδιωκόμενο σκοπό και, αν τούτο δεν συμβαίνει, το καθήκον αυτό βαρύνει τις εθνικές νομοθετικές εξουσίες. Όσον αφορά το περιβάλλον, φαίνεται να είναι σαφές ότι η απάντηση στις συμπεριφορές που το βλάπτουν σοβαρά πρέπει να είναι μια απάντηση μέσω του ποινικού δικαίου, αλλά, στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή της κυρώσεως για την καταστολή τους και για τη διασφάλιση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου εναπόκειται στα κράτη μέλη.

85.      Εφόσον η κοινοτική εναρμόνιση εισήγαγε ομοιόμορφες ποινικές αξιολογήσεις συμπεριφορών, οι εθνικές έννομες τάξεις πρέπει να επιβάλουν κυρώσεις για τις απαγορευόμενες αυτές συμπεριφορές και να αναφέρουν τα συγκεκριμένα κατασταλτικά μέσα που συνδέονται με την παράβαση αυτή, για να αποκατασταθούν η φυσική πραγματικότητα και η έννομη τάξη που αλλοιώθηκαν. Για να φέρει σε πέρας το έργο αυτό, κανείς δεν μου φαίνεται να είναι σε καλύτερη θέση απ’ ό,τι ο εθνικός νομοθέτης ο οποίος, επειδή γνωρίζει από πρώτο χέρι τις νομικές και κοινωνιολογικές ιδιομορφίες του κοινωνικού του συστήματος, πρέπει να επιλέξει, στο πλαίσιο που προκαθόρισε η Κοινότητα, την πλέον ενδεδειγμένη κύρωση για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (83).

86.      Το ποινικό δίκαιο προσφέρει τη μοναδική «αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική» λύση για την καταπολέμηση των συμπεριφορών οι οποίες, όπως αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαίσιο, συνιστούν σοβαρή προσβολή του περιβάλλοντος, αλλά, αφής στιγμής οι συμπεριφορές αυτές θεωρηθούν ποινικά αδικήματα, η κύρωση μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί μόνον εντός της εθνικής έννομης τάξης, η οποία περιέχει τις απαραίτητες παραμέτρους για το έργο αυτό, καθόσον η Κοινότητα δεν διαθέτει επί του παρόντος τα αναγκαία μέσα κρίσεως για να εκτιμήσει ποιο είναι το καλύτερο μέσο για την υπεράσπιση των περιβαλλοντικών αξιών εντός κάθε κράτους μέλους, το οποίο μπορεί να είναι μια στέρηση της ελευθερίας, ένας άλλος περιορισμός δικαιωμάτων ή μια κύρωση χρηματικής φύσεως.

87.      Το σχήμα αυτό απονέμει στην Κοινότητα τη δυνατότητα να ορίζει επακριβώς το προστατευόμενο έννομο αγαθό και τη φύση της προσβολής, ενώ τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση του κανόνα που αφορά την κύρωση (84), είτε ατομικώς είτε συντονισμένα μέσω της διακυβερνητικής συνεργασίας την οποία προβλέπει ο τρίτος πυλώνας της Συνθήκης ΕΕ.

Ι –      Η φύση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων που αφορούν το περιβάλλον

88.      Στον τομέα αυτό, οι αρμοδιότητες είναι κατανεμημένες μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών (85) και γίνεται δεκτό ότι οι εθνικές νομοθεσίες μπορούν να είναι αυστηρότερες απ’ ό,τι η κοινοτική ρύθμιση.

89.      Όπως έχω ήδη αναφέρει, το άρθρο 176 ΕΚ επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας, εφόσον αυτά συμβιβάζονται με τη Συνθήκη και κοινοποιούνται στην Επιτροπή. Περαιτέρω, το άρθρο 95 ΕΚ τους επιτρέπει να διατηρούν (παράγραφος 4) ή να θεσπίζουν (παράγραφος 5) γενικά μέτρα, παρά την ύπαρξη των επιταγών περί εναρμονίσεως, όταν τα μέτρα αυτά, που πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, δικαιολογούνται από την προστασία του περιβάλλοντος. Τέλος, το άρθρο 174 ΕΚ, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, προβλέπει «ρήτρα διασφάλισης που εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για μη οικονομικούς περιβαλλοντικούς λόγους, προσωρινά μέτρα» υποκείμενα σε έλεγχο.

90.      Στις προπαρατεθείσες προτάσεις που ανέπτυξα στις υποθέσεις Deponienzweckverband Eiterköpfe, τόνισα ότι τα κράτη μέλη καλούνται να παίξουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά την συνύπαρξη των ευρωπαϊκών και εθνικών κανόνων, οι οποίοι διαφοροποιούν ελαφρώς την κοινοτική νομοθεσία ή παρεκκλίνουν από αυτή προκειμένου να παράσχουν πρόσθετη προστασία, οπότε φαίνεται να υπακούει σε μια απολύτως συνεκτική λογική το σχήμα σύμφωνα με το οποίο η Κοινότητα προσδιορίζει το απαιτούμενο ελάχιστο όριο (την ποινική απάντηση στα αδικήματα), κατόπιν δε οι εθνικές έννομες τάξεις την προσωποποιούν, την συγκεκριμενοποιούν και της εμφυσούν την απαραίτητη ισχύ για την υλοποίηση του καθορισθέντος σκοπού.

ΙΑ –      Τα άρθρα 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαίσιο ως έρεισμα της κοινοτικής αρμοδιότητας

91.      Από τις προηγούμενες σκέψεις καθίσταται δυνατή η διατύπωση μιας κρίσης σχετικά με τα άρθρα 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαίσιο και η ανάλυση του ζητήματος αν το περιεχόμενό της εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθόσον, αν τούτο ισχύει, η εκ μέρους του Συμβουλίου θέσπιση των άρθρων αυτών βάσει των άρθρων 29, 31, στοιχείο ε΄, και 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συνθήκης ΕΕ θα συνιστά παράβαση του άρθρου 47 της ίδιας αυτής Συνθήκης και θα είναι συνεπώς άκυρη.

92.      Τα άρθρα 2 και 3 επιβάλλουν τον ποινικό κολασμό της εκ προθέσεως ή εκ βαρείας τουλάχιστον αμέλειας επτά ειδών αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος, τα οποία θεωρούνται ποινικά αδικήματα λόγω της σημασίας τους που προκύπτει είτε από την ικανότητά τους να προκαλέσουν το θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπα ή ουσιώδεις ζημίες σε ορισμένα στοιχεία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, είτε λόγω του γεγονότος ότι θίγουν τα προστατευόμενα είδη ή το στρώμα του όζοντος. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, είναι σαφές ότι η αρμοδιότητα επιλογής του είδους της κυρώσεως που θα επιβληθεί για τις πράξεις του είδους αυτού ανήκει στην Κοινότητα. Αυτό ισχύει όσον αφορά το άρθρο 4, που επιβάλλει να θεωρούνται ποινικά αδικήματα η συμμετοχή και η ηθική αυτουργία. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν τμήμα της «ελάχιστης κοινοτικής εναρμόνισης», καθόσον, οριοθετώντας τον υποκειμενικό τομέα της ποινικής ευθύνης, ασκούν επιρροή στη φύση της.

93.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, που προβλέπει ότι για τις πράξεις των άρθρων 2 και 3 πρέπει να επιβάλονται ουσιαστικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις επιβεβαιώνει την προηγούμενη ερμηνεία καθόσον, λογικά, στις περιπτώσεις αυτές, η επιλογή του είδους της κύρωσης –ποινική, διοικητική ή αστικής φύσεως– εναπόκειται στην Κοινότητα.

94.      Ωστόσο, το γεγονός ότι προβλέπεται, ιδίως στο άρθρο 5, παράγραφος 1, ότι οι σοβαρότερες πράξεις τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας η οποία μπορεί να καταλήγει σε έκδοση υπερβαίνει τις αρμοδιότητες που εμπίπτουν στον πρώτο πυλώνα, καθόσον, στον τομέα των ποινικών υποθέσεων, η επιλογή της κατάλληλης κύρωσης αποτελεί τομέα της εθνικής αρμοδιότητας. Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, ουδέν μπορεί να προσαφθεί όσον αφορά την πρόβλεψη δευτερευουσών κυρώσεων, όπως τούτο συμβαίνει με το άρθρο 5, παράγραφος 2.

95.      Το άρθρο 6 διέπει την ευθύνη των νομικών προσώπων λόγω πράξεως ή παραλείψεως, όσον αφορά τις πράξεις των άρθρων 2 έως 4, ενώ το άρθρο 7 προβλέπει την επιβολή «αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων» στα νομικά πρόσωπα, χωρίς να περιγράφει τα χαρακτηριστικά τους· έτσι, αμφότερες οι προβλέψεις ποινικών κυρώσεων παρουσιάζουν τα ίδια ελαττώματα με τα άρθρα 2 έως 4 και 5, παράγραφος 1. Ο σκοπός ασκήσεως ποινικής διώξεως όχι μόνο κατά των φυσικών προσώπων αλλά και των νομικών προσώπων συνδέεται με την επιλογή του βασικού μοντέλου που υιοθετήθηκε ως απάντηση για τα αδικήματα κατά του περιβάλλοντος και η οποία εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, το άρθρο 7, καθόσον προβλέπει πέντε συγκεκριμένες ποινικές κυρώσεις, υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

96.      Τέλος, το άρθρο 1 περιορίζεται στον ορισμό τριών εννοιών οι οποίες χρησιμοποιούνται στα άρθρα 2 έως 6.

97.      Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι, στον βαθμό που η επιλογή των ποινικών κυρώσεων που πρέπει να επιβάλλονται στην περίπτωση των σοβαρών προσβολών του περιβάλλοντος ανήκει στην Κοινότητα, το Συμβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να θεσπίσει τα άρθρα 1 έως 4, 5, παράγραφος 1 –πλην όσον αφορά την αναφορά στις στερητικές της ελευθερίας ποινές και στην έκδοση–, 6 και 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης-πλαίσιο. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι βάσιμη, πρέπει να γίνει δεκτή και οι επίμαχες διατάξεις πρέπει να ακυρωθούν.

V –    Επί των δικαστικών εξόδων

98.      Το βάσιμο της προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή συνεπάγεται ότι το Συμβούλιο πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

99.      Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη, το Κοινοβούλιο και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ως παρεμβαίνοντες, φέρουν τα δικά τους έξοδα.

VI – Πρόταση

100. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)         Να δεχθεί την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά της αποφάσεως-πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου, στο μέτρο που αναφέρεται το σημείο 97,

2)         να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα και να κρίνει ότι οι παρεμβαίνοντες θα φέρουν τα δικά τους έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2  – ΕΕ L 29, σ. 55.


3  – Μια τέτοια εκτίμηση υφίσταται επίσης στο ευρύτερο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο, στις 4 Νοεμβρίου 1988, ενέκρινε μια σύμβαση που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό και έχει τον ίδιο τίτλο με την απόφαση-πλαίσιο (Sériedestraitéseuropéens – nº 172).


4  – Η θεωρία ενδιαφέρθηκε για τη διαφορά αυτή. Βλ., Comte, F.: «Droit pénal de l’environnement et compétence communautaire», Revue du droit de l’Union européenne, αριθ. 4 (2002), σ. 775 έως 799, και Blanco Cordero, I.: «El derecho penal y el primer pilar de la Unión Europea», en RevistaElectrónicadeCienciaPenalyCriminología, 06-05 (2004).


5  – Οι Κάτω Χώρες έχουν ωστόσο μια λιγότερο απόλυτη θέση (βλ. την υποσημείωση 73, infine).


6 – Η ισπανική έννομη τάξη προβλέπει ένα παρόμοιο σύστημα, στο οποίο το κράτος θεσπίζει τη βασική νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας θεσπίσεως πρόσθετων κανόνων προστασίας η οποία αναγνωρίζεται στις αυτόνομες κοινότητες, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση των σχετικών μέτρων (άρθρα 149.1.23ª και 148.1.9ª του Συντάγματος του 1978).


7  – Ο κανόνας αφορά τις φορολογικές διατάξεις, αυτές που αφορούν τη χωροταξία, τις χρήσεις της γης και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και όλες τις διατάξεις που επηρεάζουν την επιλογή των κρατών μελών μεταξύ διαφορετικών πηγών ενέργειας και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού τους εφοδιασμού.


8  –      Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου, που υπέβαλε η Επιτροπή στις 15 Μαρτίου 2001 (ΕΕ C 180, σ. 238).


9  – Η διάταξη αφορά τις διάφορες απορρίψεις, την προσβολή των προστατευομένων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας, την ουσιαστική υποβάθμιση προστατευομένων οικοτόπων, την απαγορευόμενη εμπορία ουσιών που καταστρέφουν τη στοιβάδα του όζοντος και την παράνομη λειτουργία εργοστασίου στο οποίο διεξάγεται επικίνδυνη δραστηριότητα ή στο οποίο αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται επικίνδυνες ουσίες ή παρασκευάσματα.


10  – Το άρθρο 2 ορίζει ότι «κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεωρούνται ως ποινικά αδικήματα βάσει του εσωτερικού δικαίου του: α) η απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, στο έδαφος ή στα ύδατα ποσότητας ουσιών ή ιονιζουσών ακτινοβολιών που προξενεί θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε οιοδήποτε πρόσωπο· β) η παράνομη απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, στο έδαφος ή στα ύδατα ποσότητας ουσιών ή ιονιζουσών ακτινοβολιών που προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει διαρκή ή ουσιώδη υποβάθμισή τους ή θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο, ή ουσιώδη ζημία σε προστατευόμενα μνημεία ή άλλα αντικείμενα, αγαθά, ζώα ή φυτά· γ) η παράνομη διάθεση, επεξεργασία, αποθήκευση, μεταφορά εξαγωγή ή εισαγωγή αποβλήτων, περιλαμβανομένων των επικίνδυνων αποβλήτων, που προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο ή ουσιώδη ζημία στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, των υδάτων, σε ζώα ή φυτά· δ) η παράνομη λειτουργία εργοστασίου στο οποίο αναπτύσσεται επικίνδυνη δραστηριότητα και η οποία, στον εκτός εργοστασίου χώρο, προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο ή ουσιώδη ζημία στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, των υδάτων, σε ζώα ή φυτά· ε) η παράνομη παρασκευή, επεξεργασία, αποθήκευση, χρήση, μεταφορά, εξαγωγή ή εισαγωγή πυρηνικών υλικών ή άλλων επικίνδυνων ραδιενεργών ουσιών που προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο ή ουσιώδη ζημία στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, των υδάτων, σε ζώα ή φυτά· στ) η παράνομη κατοχή, σύλληψη, βλάβη, θανάτωση ή εμπορία προστατευόμενων ειδών στης άγριας χλωρίδας και πανίδας ή μερών αυτών, τουλάχιστον όπου απειλείται αφανισμός τους όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο· ζ) η παράνομη εμπορία ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος […]»


11 – Η παράγραφος αυτή περιέχει, ως παράδειγμα, την απαγόρευση για ένα φυσικό πρόσωπο να ασκεί δραστηριότητα η οποία προϋποθέτει την κατοχή επίσημης αδείας ή έγκρισης, καθώς και την απαγόρευση να διαχειρίζεται ή να διοικεί εταιρία ή ίδρυμα, «εάν από τις πράξεις που επέφεραν την καταδίκη του φυσικού προσώπου καθίσταται έκδηλο ότι το πρόσωπο αυτό ενδέχεται να συνεχίσει την ίδια εγκληματική δραστηριότητα».


12 – Η παράγραφος 1 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να λαμβάνει «τα αναγκαία μέτρα ώστε ένα νομικό πρόσωπο να θεωρείται υπεύθυνο για πράξεις των άρθρων 2 και 3 τις οποίες τελεί για λογαριασμό του, είτε ατομικώς είτε ως μέλος οργάνου του, ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, με βάση: α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, ή β) εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου, ή γ) εξουσία ελέγχου εντός του νομικού προσώπου, καθώς και για συνέργεια ή ηθική αυτουργία στις πράξεις του άρθρου 2.» Η παράγραφος 2 προσθέτει ότι «Εκτός των περιπτώσεων που ήδη προβλέπονται στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ένα νομικό πρόσωπο να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο όταν, λόγω πλημμελούς ελέγχου ή πλημμελούς επιτήρησης εκ μέρους ενός προσώπου της παραγράφου 1, κατέστη δυνατόν να τελεστεί πράξη των άρθρων 2 και 3 για λογαριασμό του νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία αυτού. Η κατά τις παραγράφους 1 και 2 ευθύνη του νομικού δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικών προσώπων που είναι αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στις πράξεις των άρθρων 2 και 3.»


13 – «Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε σε νομικό πρόσωπο που θεωρείται υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 6 να δύνανται να επιβληθούν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών ή μη ποινικών προστίμων και ενδεχομένως άλλων κυρώσεων όπως: α) αποκλεισμός από πλεονεκτήματα ή ενισχύσεις του δημοσίου· β) προσωρινή ή και οριστική απαγόρευση άσκησης βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας· γ) θέση υπό δικαστική εποπτεία· δ) δικαστικό μέτρο διάλυσης· ε) υποχρέωση λήψης ειδικών μέτρων που αποτρέπουν τις συνέπειες των πράξεων που θεμελίωσαν την ποινική ευθύνη.»


14 – Από τις εξηγήσεις που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως-πλαίσιο και από ορισμένους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η πρόταση οδηγίας δεν ενεκρίθη λόγω διαφωνιών των κρατών μελών που δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε μια ομόφωνη θέση.


15  – Ωστόσο, η αρμοδιότητα αυτή δεν προκύπτει προδήλως από τη Συνθήκη ΕΕ, καθόσον το άρθρο 29, που επιτρέπει στην Ένωση να πραγματοποιεί την προσέγγιση του ποινικού δικαίου των κρατών μελών, παραπέμπει στο άρθρο 31, στοιχείο ε΄, που αφορά τους ελάχιστους κανόνες ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών. Το Συμβούλιο θέσπισε διάφορες αποφάσεις-πλαίσιο, με τις οποίες συντονίζει τις κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλονται για ορισμένες πράξεις. Όσον αφορά την οικονομική εγκληματικότητα, μπορεί να αναφερθεί η απόφαση-πλαίσιο της 29ης Μαΐου 2000, για ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη ενόψει της εισαγωγής του ευρώ με την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων (ΕΕ L 140, σ. 1), που τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2001/888/ΔΕΥ, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ L 329, σ. 3)· η απόφαση-πλαίσιο της 28ης Μαΐου 2001, για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας που αφορούν τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών (ΕΕ L 149, σ. 1)· και η απόφαση-πλαίσιο της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (ΕΕ L 182, σ. 1). Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας μέσω του ποινικού δικαίου αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως-πλαίσιο της 13ης Ιουνίου 2002 (ΕΕ L 164, σ. 3), και η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ, της 19ης Ιουλίου 2002 (ΕΕ L 203, σ. 1). Περαιτέρω, η προστασία των θυμάτων σε περιπτώσεις παράνομης μεταναστεύσεως ρυθμίζεται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής. Η απόφαση-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ, της 22ας Ιουλίου 2003, εναρμονίζει τις εθνικές νομοθεσίες για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (ΕΕ L 192, σ. 54). Τέλος, η με ποινικά μέσα άμυνα κατά των επιθέσεων κατά των συστημάτων πληροφοριών ρυθμίζεται με την απόφαση-πλαίσιο 2005/222/ΔΕΥ, της 24ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 69, σ. 67).


16 – Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 29 ΕΕ ορίζει το αντικείμενο της Ένωσης, «με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», οπότε, σε περίπτωση σύγκρουσης, υπερισχύουν οι διατάξεις της τελευταίας αυτής. Ο Benzo Sáinz, F.: «El título VI del Tratado UE: instrumentos, instancias decisorias e instituciones comunitarias en el tercer pilar», σε El tercer pilar de la Unión Europea. Lacooperaciónenasuntosdejusticiaeinterior, Ministerio del Interior, Μαδρίτη, 1997, σ. 24, υποστηρίζει την άποψη ότι, υπό το φως της διατάξεως αυτής, οι τρόποι δράσης που προβλέπονται στον προαναφερθέντα τίτλο VI δεν είναι οι μόνοι δυνατοί για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών, αλλ’ ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά όταν οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτυγχάνονται με τα παραδοσιακά μέσα του κοινοτικού δικαίου.


17  – Η απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 203/80, Casati (Συλλογή 1981, σ. 2595), αναφέρει ότι, κατ’ αρχήν, η ποινική νομοθεσία αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών (σκέψη 27). Οι Vogel, J.: «Stand und Tendenzen der Harmonisierung des materiellen Strafrechts in der Europäischen Union», σε StrafrechtundKriminalitätinEuropa 2003, σ. 232, και Dannecker, G.: «Strafrecht in der Europäischen Gemeinschaft», σε Juristenzeitung, 1996, σ. 869, υποστηρίζουν ότι η θεωρία είναι ομόφωνη επί του σημείου αυτού. Το 1972, ο Bigay, J.: «Droit communautaire et droit pénal», στη Revue trimestrielle du droit européen, 1972, αριθ. 4, σ. 734, τονίζει ότι ο κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 81 και 82 ΕΚ), ανέφερε expressis verbis ότι οι κυρώσεις που προέβλεπε δεν είχαν ποινικό χαρακτήρα.


18  – Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 2 Ιουλίου 1977, στην υπόθεση 50/76, και δημοσιεύθηκε στη Συλλογή τόμος 1977, σ. 59.


19  – Επρόκειτο για μια ολλανδική διάταξη που επέβαλλε κυρώσεις για τις παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την κατώτατη τιμή εξαγωγής ορισμένων βολβών.


20  – Επί της εφαρμογής της αρχής αυτής όταν δύο διαφορετικές έννομες τάξεις επιβάλλουν κυρώσεις για την ίδια συμπεριφορά, βλ. τις προτάσεις που διατύπωσα στις υποθέσεις C-213/00 P, Italcementi κατά Επιτροπής, C-217/00 P, Buzzi Unicem κατά Επιτροπής, και C-219/00 P, Cementar κατά Επιτροπής, επί των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή. Βλ. επίσης, ειδικότερα, στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα και της συμφωνίας Σένγκεν, τις προτάσεις που διατύπωσα στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-187/01, Gözütok, και C-385/01, Brügge, επί των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2003 (Συλλογή 2003, σ. I-1345).


21  – Από την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, (Συλλογή 1989, σ. 2965), προκύπτει ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του καθόσον, μεταξύ άλλων, δεν άσκησε ποινική ή πειθαρχική δίωξη κατά των προσώπων που μετέσχον στην τέλεση ή στην συγκάλυψη ορισμένων πράξεων, χάρη στις οποίες αποφεύχθηκε η καταβολή των γεωργικών εισφορών που οφείλονταν για ορισμένες ποσότητες αραβοσίτου εισαχθέντος από τρίτη χώρα τον Μάιο του 1986.


22  – Η λύση της αποφάσεως αυτής επαναλήφθηκε στην απόφαση που εκδόθηκε στις 10 Ιουλίου 1990, C-326/88, Hansen (Συλλογή 1990, σ. I-2911, σκέψη 17), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος που του υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης διεξαγομένης στη Δανία κατά επιχειρηματία λόγω παραβάσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 49). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε ο επίμαχος κανονισμός ούτε οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων κατά τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στον εργοδότη οδηγού που παρέβη τις διατάξεις περί της ανώτατης διάρκειας ημερήσιας οδηγήσεως και περί του καθεστώτος αναπαύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η κύρωση είναι ανάλογη προς τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως διατάξεων του εθνικού δικαίου και ότι η κύρωση είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως (διατακτικό).


23  – Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 (C-299/86, Συλλογή 1988, σ. 1213).


24  – Διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1990, C-2/88 (Συλλογή 1990, σ.  I-3365).


25  – Απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C-186/98 (Συλλογή 1999, σ I-4883).


26 – ΕΕ L 207, σ. 1.


27 – ΕΕ L 261, σ. 1,


28 – Συλλογή 2001, σ. I-1025.


29 – ΕΕ L 166, σ. 77.


30 – ΕΕ L 328, σ. 17.


31 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15.


32  – Το τμήμα διοικητικών διαφορών του ισπανικού Tribunal Supremo αρνείται από μακρού κάθε μεταφυσική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών. Βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1972, που εκδόθηκε κατά την περίοδο κατά την οποία το ισπανικό νομικό σύστημα αγνοούσε πολλές από τις αρχές των κρατών δικαίου και κατά την οποία το Tribunal Supremo χρησιμοποίησε την ισοτιμία αυτή για να υπαγάγει την εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων στην πλειονότητα των κανόνων που ισχύουν για την ποινική κύρωση. Οι García de Enterría, E., και Fernández, T.R.: Cursodederechoadministrativo, τόμος II, 7η έκδοση, Μαδρίτη, 2000, σ. 163, αναφέρουν ότι υπήρξε ασυνήθης διεύρυνση των διοικητικών κυρώσεων κατά τη δικτατορία του στρατηγού Primo de Rivera, κατά τη δεύτερη Δημοκρατία και κατά τον φρανκισμό, οπότε χρησιμοποιήθηκαν ως σύνηθες μέσο καταπολέμησης της αντιπολίτευσης.


33  – Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-387/97 (Συλλογή 2000, σ. I‑5047).


34  – Το ισπανικό συνταγματικό δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι τύποι που επιβάλλονται στην ποινική διαδικασία ισχύουν και για τη διαδικασία επιβολής διοικητικής κυρώσεως, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την προάσπιση των ουσιωδών αξιών στις οποίες στηρίζεται το δικαίωμα για δίκαιη δίκη [αποφάσεις 18/1981 (BOE 143, της 16ης Ιουνίου 1981) και 181/1990 (BOE 289, της 3ης Δεκεμβρίου 1990)], υπό την επιφύλαξη της προσήκουσας προσαρμογής τους στην ιδιαίτερη φύση τους [αποφάσεις 2/1987 (BOE 35, της 10ης Φεβρουαρίου 1987)· 29/1989 (BOE 50, της 28ης Φεβρουαρίου 1989)· 181/1990, όπ.π.· 3/1999 (BOE 48, της 25ης Φεβρουαρίου 1999) και 276/2000 (BOE 299, της 14ης Δεκεμβρίου 2000)].


35  – Βλ. τις προτάσεις που διατύπωσε στις υποθέσεις C-255/00, Grundig Italiana (σημεία 27 έως 29), και C-30/02, Recheio (σημεία 23 έως 35), επί των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αντιστοίχως, στις 24 Σεπτεμβρίου 2002 (Συλλογή 2002, σ. I-8003) και στις 17 Ιουνίου 2004, απόφαση μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή.


36  – Σημείο 27 των προτάσεων Grundig Italiana και σημείο 29 των προτάσεων Recheio.


37  – Κατ’ αρχήν, ο κάτοχος της αρμοδιότητας αυτής πρέπει επίσης να είναι κάτοχος και της τυπικής αρμοδιότητας. Η εκπρόσωπος της Φινλανδικής Κυβερνήσεως τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το γεγονός ότι το ποινικό δίκαιο δεν είναι ένα μέσο, ότι έχει δική του ουσία, αλλά πίσω από τη θέση αυτή διαφαίνεται ένας απλός νομιναλισμός εφόσον, όπως κάθε κατασταλτικός κανόνας, ο ποινικός κανόνας υπηρετεί ένα σκοπό ο οποίος τον υπερβαίνει. Η απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1992, C-240/90, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑5383), στηριζόμενη σε προηγούμενη νομολογία, επιτρέπει στην Κοινότητα, στον τομέα των αρμοδιοτήτων της (στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για την κοινή γεωργική πολιτική) να θεσπίζει κυρώσεις εφαρμοζόμενες από τις εθνικές αρχές κατά των επιχειρηματιών που διέπραξαν απάτη (σκέψεις 11 έως 13).


38  – Το αρχικό αυτό νομικό κενό προκάλεσε σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την αναζήτηση μιας νομικής βάσης για το κοινοτικό δίκαιο του περιβάλλοντος και παρουσιάστηκε στην ισπανική θεωρία από τον Bravo-Ferrer Delgado, M.: «La determinación de la base jurídica en el derecho comunitario del medio ambiente», σε GacetaJurídica, αριθ. B-92 και B‑93, Μάρτιος-Απρίλιος 1994, αντιστοίχως, σ. 13 έως 20 και 5 έως 13. Ο Géradin, D..: «Les compétences respectives de la Communauté et des États membres dans le domaine de l’environnement: base juridique, subsidiarité et proportionnalité», σε Le droit communautaire de l’environnement. Miseen œuvreetperspectives, Παρίσι 1998, σ. 33 έως 55 πραγματεύτηκε επίσης το θέμα αυτό.


39  – Το άρθρο 100 παρουσιαζόταν ως η οδός που είχε επιλεγεί για την εναρμόνιση των κανόνων που έχουν άμεση επίπτωση στην εγκαθίδρυση ή τη λειτουργία της κοινής αγοράς και το ευρύτερο άρθρο 235 διείπε τη θέσπιση των κατάλληλων μέτρων για την επίτευξη των στόχων της Κοινότητας που δεν προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη.


40  – Σύμφωνα με την απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, 91/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 589, σκέψη 8), ουδόλως αποκλείεται να μπορούν οι διατάξεις σε θέματα περιβάλλοντος να ενταχθούν στο άρθρο 8 της Συνθήκης, εφόσον οι διατάξεις του είδους αυτού μπορούν να επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζονται και εφόσον, ελλείψει προσεγγίσεως των σχετικών εθνικών διατάξεων, θα μπορούσε να νοθευθεί αισθητά ο ανταγωνισμός.


41  – Απόφαση της 7 Φεβρουαρίου 1985, 240/83 (Συλλογή 1985, σ. 531).


42  – ΕΕ 1987, L 169.


43  – Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1988, 302/86 (Συλλογή 1988, σ. 4607).


44 – Ο τίτλος VII ενσωματώθηκε στο τρίτο μέρος της Συνθήκης με το άρθρο 25 της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και το άρθρο 100 A με το άρθρο 18. Μετετράπη σε τίτλο XVI με τη Συνθήκη ΕΕ (άρθρο Ζ, σημείο 28).


45  – Απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89 (Συλλογή 1991, σ. I-2867).


46 – Επί της αρχής της προλήψεως βλ. González-Vaqué, L.: «La definición del contenido y ámbito de aplicación del principio de precaución en el derecho comunitario», σε Gaceta Jurídica de la Unión Europea, αριθ. 221, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2002, σ. 4 έως 20. Βλ. επίσης την υπό έκδοση μελέτη μου «El desarrollo comunitario del principio de precaución».


47  – ΕΕ 2004, C 310, σ. 1.


48  – Στον τομέα αυτό, η αφετηρία τοποθετείται στην οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [που εξαγγέλθηκε από τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με το ψήφισμα 217 A (III), της 10ης Δεκεμβρίου 1948] που προβλέπει το δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει υγεία και ευημερία (άρθρο 25, παράγραφος 1). Πιο συγκεκριμένα, το διεθνές σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα [που εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση με το ψήφισμά της 2002 A (XXI), της 16ης Δεκεμβρίου 1966, και τέθηκε σε ισχύ στις 2 Ιανουαρίου 1976] αναφέρεται στην ανάγκη βελτιώσεως του περιβάλλοντος ως μιας από τις προϋποθέσεις μιας κατάλληλης ανάπτυξης των προσώπων (άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο β΄).


49  – Ο χάρτης αυτός εγκρίθηκε με το ψήφισμα 37/7, της 28ης Οκτωβρίου 1982.


50  – Η οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275, σ. 32), μεταφέρει το πρωτόκολλο του Κιότο στην Κοινότητα.


51  – Βλ. Mendizábal Allende, R.: «Pasado, presente y futuro de la jurisdicción contencioso-administrativa», σε Actualidad Administrativa, αριθ. 19, 1994, σ. 289. Η Loperena Rota, D.: «Los derechos al medio ambiente adecuado y a su protección», σε Revista Electrónica de Derecho Ambiental, αριθ. 3, Νοέμβριος 1999, αναφέρει ότι το προσήκον περιβάλλον δεν αποτελεί καρπό της κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά ένα prius της ύπαρξής της, το οποίο συνιστά δικαίωμα συνδεόμενο με την ανθρώπινη ζωή, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ούτε άνθρωπος ούτε κοινωνία ούτε δίκαιο.


52  – Η διαδικαστική αντανάκλαση του φαινομένου αυτού εμφανίζεται στην αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης στους φορείς «διάχυτων συμφερόντων», ήτοι αξιών που γίνονται ευρέως δεκτές και οι οποίες αφορούν ομάδες ασαφούς συνθέσεως, γενικά ανώνυμες και απροσδιόριστες, έστω και αν μπορούν δυσχερώς να προσδιοριστούν. Το μέσον αυτό, που απέβη χρήσιμο για τη δικαστική προστασία των καταναλωτών και των χρηστών στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, αρθρώνεται γύρω από τις λεγόμενες class actions, που ανταποκρίνονται στις καταστάσεις στις οποίες θίγονται πολλά πρόσωπα, οπότε, με την άσκησή τους, είναι δυνατόν να προβληθούν ατομικώς και χωρίς ρητή τυπική εντολή οι κοινές προσδοκίες που υπερβαίνουν όλους τους ενδιαφερομένους.


53  – Βλ. Velasco Caballero, F.: «Protección del medio ambiente en el constitucionalismo europeo», σε Noticias de la Unión Europea, αριθ. 190, Νοέμβριος 2000, σ. 183 έως 190.


54  – Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland, που ψηφίστηκε στις 23 Μαΐου 1949 στην πόλη της Βόννης στη Ρηνανία από το Κοινοβουλευτικό Συμβούλιο (Parlamentarischer Rat).


55  – Η υπογράμμιση δική μου.


56  – Που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα 6 Δεκεμβρίου 1978 (BOE 311-1, της 29ης Δεκεμβρίου 1978).


57  – Το ισπανικό Tribunal Constitucional τόνισε ότι η έννοια αυτή καλύπτει την οικολογική μέριμνα που εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε ευρείς τομείς της κοινής γνώμης και η οποία συγκεκριμενοποιείται επίσης σε διάφορες διεθνείς νομικές πράξεις [απόφαση 64/1982, της 4ης Νοεμβρίου 1982 (BOE 296, της 22ας Οκτωβρίου 1982)].


58  – Που ψηφίστηκε από την ολομέλεια της τακτικής συνελεύσεως στις 2 Απριλίου 1976.


59  – Lagom ändringiregeringsformen, που δημοσιεύθηκε στη SvenksFörfattningssamling (νομοθετική συλλογή) της 16ης Δεκεμβρίου 1994.


60  – Το σύνταγμα αυτό, που αντικατέστησε εκείνο του 1919, τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου του 2000 (Suomen Perustuslaki 731/1999).


61  – Σύνταγμα της Ελλάδας, που ψηφίστηκε από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή στις 9 Ιουνίου 1975.


62  – Θεμελιώδης Νόμος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ο οποίος αναθεωρήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1983 (Staatsblad αριθ. 15 έως 51).


63  – Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας, της 27ης Δεκεμβρίου 1947.


64  – Merusi, F.: Comentario della Costituzione, Ρώμη/Μπολώνια, 1975, σ. 445, και Cavallo, B.: «Profili amministrativi della tutela dell’ambiente: il bene ambientale tra tutela del paesaggio e gestione del territorio», σε Rivista Trimestrale di Diritto Pubblico, 2 (1990), σ. 412.


65  – ΕΕ C 364, σ. 1.


66  – Ο Jordano Fraga, J.: La protección del derecho a un medio ambiente adecuado, José María Bosch Editor, S.A., Βαρκελώνη, 1995, αναλύει τις διάφορες θεωρητικές θέσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό του δικαιώματος αυτού (σ. 453 ως 499). Στην ταξινόμηση που πραγματοποίησε ο Vasak, K.: Ledroitinternationaldedroitsdel’homme, 1972, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται μεταξύ των τρίτης γενιάς δικαιωμάτων του ανθρώπου που αφορούν την αλληλεγγύη.


67  – Απόφαση 41/1993/436/515, σειρά A, αριθ. 303-C, σ. 55. Η απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2004, που εκδόθηκε στην υπόθεση Moreno Gómez κατά Ισπανίας (προσφυγή 4143/02), έχει παρόμοια διατύπωση.


68  – Ο Huelin, J.: «Intimidad personal y familiar, domicilio y medio ambiente», σε Perfilesdelderechoconstitucionalalavidaprivadayfamiliar, Consejo General del Poder Judicial, Μαδρίτη 1996, σ. 257 έως 273, θεωρεί ότι η κρίση αυτή των εννέα δικαστών οι οποίοι, στην περίπτωση αυτή, συνέθεταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει μεγάλη σημασία: σημαίνει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παθητικότητα των δημοσίων αρχών για να αποφύγουν καταστάσεις στις οποίες ένα ή περισσότερα πρόσωπα υφίστανται στην κατοικία τους ανυπόφορες οσμές, νέφη καπνού και επαναλαμβανόμενους θορύβους, που προέρχονται από μονάδα επεξεργασίας υγρών λυμάτων, δεν βλάπτουν σοβαρά την υγεία τους, αλλά φθείρουν την ποιότητα ζωής του, μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διατύπωσε τη θέση αυτή με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990, υπόθεση Powell και Rainer κατά Ηνωμένου Βασιλείου (υπόθεση 3/1989/163/219, σειρά A, 172), με την οποία το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο θόρυβος που προέρχεται από αεροπλάνο ενός αεροδρομίου, στον βαθμό που μειώνει την ποιότητα ζωής και την απόλαυση της κατοικίας, καθιστά υποχρεωτικό το να ληφθεί υπόψη το άρθρο 8 της Συμβάσεως (σκέψη 40).


69  – Υπόθεση 116/1996/735/932, Rec. 1998-I.


70  – Το άρθρο 45, παράγραφος 3, του ισπανικού συντάγματος προβλέπει την άσκηση ποινικής διώξεως για τις προσβολές του περιβάλλοντος. Το δεύτερο τμήμα του Tribunal Supremo, στηριζόμενο στη διάταξη αυτή, αρνήθηκε ότι, για την προστασία του περιβάλλοντος, το ποινικό δίκαιο έχει δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με το διοικητικό δίκαιο (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2001, αίτηση αναιρέσεως 604/2000).


71  – Βλ. De la Mata Barranco, N.: «Derecho comunitario y derecho estatal en la tutela penal del ambiente», σε Revista Electrónica de Ciencia Penal y Criminología, 02-04 (2000). Βλ. επίσης De la Cuesta Aguado, P.M.: «¿Intervención penal para la protección del medio ambiente?» σε Revista penal on line (www.geocities.com/icapda/ambiente.htm).


72  – Ο De la Mata Barranco, N., στην προαναφερθείσα μελέτη του, διατυπώνει οξυδερκείς παρατηρήσεις στο θέμα αυτό. Ο Schmalenberg, F.: EineuropäischesUmweltstrafrecht: AnforderungenundUmsetzungsproblemeunterBerücksichtigungdesRichtlinienvorschlagsKOM (2001) 139 endg., Βερολίνο 2004, σ. 32, υποστηρίζει ότι οι διοικητικές διώξεις δεν έχουν, στον τομέα αυτό, το ίδιο αποτέλεσμα με τις ποινικές διώξεις.


73  – Από την ανάγνωση του παραρτήματος της προτάσεως οδηγίας σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου προκύπτει το σημαντικό εύρος των κοινοτικών αρμοδιοτήτων στον τομέα αυτό.


74  – Στις 25 Δεκεμβρίου 1979, σε ένα συνέδριο σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ του κοινοτικού δικαίου και του ποινικού δικαίου, που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο της Πάρμας, ο T.C. Hartley δεν αμφέβαλε για την ικανότητα του κοινοτικού δικαίου να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν συναφώς ποινικούς κανόνες («L’impact du droit communautaire sur le procès pénal», σε Droitcommunautaireetdroitpénal, Griuffrè editor, Μιλάνο 1981, σ. 33, 47 και 48). Το άρθρο 30 του Οργανισμού του Δικαστηρίου παρέχει συναφώς ένα καλό παράδειγμα, καθόσον υποχρεώνει να θεωρείται έγκλημα κάθε παράβαση του όρκου των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στις κοινοτικές ένδικες διαδικασίες. Ο Dannecker, G.: Evolucióndelderechopenalysancionadorcomunitario, Μαδρίτη, Marcial Pons, 2001, σ. 58, τονίζει τη γνώμη ορισμένων συγγραφέων, για τους οποίους το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν έχει ποινικές αρμοδιότητες δεν συνεπάγεται ότι δεν έχει αρμοδιότητα να διατάσσει την επιβολή ποινικών κυρώσεων για ορισμένες συμπεριφορές. Ο Stortini, L.: «L’environnement: des éléments de droit pénal dans la législation européenne», σε Lesnouveauxdroitsdel’hommeenEurope, 1999, σ. 268 έως 269, υποστηρίζει την ιδέα ότι, για να επιτευχθεί μια πραγματική υπερεθνική προστασία του περιβάλλοντος, τα κράτη πρέπει να υποχρεωθούν να υιοθετήσουν ένα κοινό μοντέλο. Με μια ευρύτερη οπτική, ο Grasso, G.: Comunidades Europeas y derecho penal. Las relaciones entre el ordenamiento comunitario y los sistemas penales de los Estados miembros, κοινή έκδοση του Universidad de Castilla-La Mancha και της ΥΕΕΕΚ, 1993, σ. 198 επ., θεωρεί ότι τα κοινοτικά όργανα μπορούν να απευθύνονται στα κράτη μέλη για να τους επιβάλλουν την επιλογή των ποινικών κυρώσεων. Ο Biancarelli, J.: «Le droit communautaire et le droit pénal», σε Les lundis du droit communautaire, 21 Ιουνίου 1993, θεωρεί ότι η Κοινότητα πρέπει να παροτρύνει τα κράτη να ποινικοποιούν ορισμένες πράξεις που αντιστρατεύονται τις θεμελιώδεις αξίες της. Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υιοθετεί θεωρητικώς τη θέση αυτή και αναφέρει, στο σημείο 15 του υπομνήματός της, ότι η Κοινότητα μπορεί να ζητεί από τα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις για ορισμένες συμπεριφορές, υπό την επιφύλαξη ότι τούτο είναι απαραίτητο για την υπεράσπιση των ουσιαστικών διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, αλλά στην πραγματικότητα στοιχίζεται με τη θέση του Συμβουλίου, καθόσον έχει τη γνώμη ότι, στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής, η επιβολή ποινικών κυρώσεων δεν φαίνεται να είναι αναγκαία (σημείο 16).


75  – Απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963 (26/62, Συλλογή τόμος 1954-1965, σ. 861).


76  – Στο προαναφερθέν στην υποσημείωση 74 συνέδριο, ο Olmi, G. εξέθεσε ότι το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να απαιτεί την κατάργηση εθνικών κανόνων περί ποινικής αξιολογήσεως συμπεριφορών («La sanction des infractions au droit communautaire», σε Droitcommunautaireetdroitpénal, έκδ. Griuffrè, Μιλάνο 1981, σ. 167). Η απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1995, C-358/93 και C-416/93, Bordessa κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-361), αφαίρεσε από τους ποινικούς κώδικες την εξαγωγή νομισμάτων, τραπεζογραμματίων και επιταγών χωρίς προηγούμενη άδεια. Πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο, στην προπαρατεθείσα απόφαση Casati, αφού αναγνώρισε ότι η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, διευκρίνισε ότι δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση αυτού του είδους των κανόνων για να τεθούν εντός παρενθέσεως οι σκοποί της Συνθήκης (σκέψη 27), οπότε, όπως το Δικαστήριο ανέφερε στις αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 1978, 88/77, Schonenberg (Συλλογή τόμος 1978, σ. 205, σκέψη 16) και της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 269/80, Tymen (Συλλογή 1981, σ. 3079, σκέψη 16), μια ποινική καταδίκη που αποφασίστηκε βάσει εθνικής νομοθετικής πράξεως αναγνωρισθείσας ως αντίθετης προς το κοινοτικό δίκαιο είναι και αυτή ασύμβατη προς το εν λόγω δίκαιο. Τελικώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 186/87, Cowan κατά Trésor Public (Συλλογή 1989, σ. 195, σκέψη 19), η έννομη αυτή τάξη επιβάλλει όρια στις εθνικές αρμοδιότητες, των οποίων οι διατάξεις, ιδίως οι ποινικές, δεν μπορούν να περιορίσουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης. Ο Zuleeg, M.: «Der Beitrag des Strafrechts zur europäischen Integration», σε Juristenzeitung, 1992, σ. 762, στηρίζεται στην απόφαση αυτή για να απορρίψει την ιδέα ότι ο τομέας του ποινικού δικαίου εμπίπτει «αποκλειστικά» στην εθνική κυριαρχία.


77  – Κατά τον Grasso, G., όπ.π., σ. 218, αν τα εθνικά κοινοβούλια απέρριπταν την κοινοτική ρύθμιση, θα προκαλούσαν την άσκηση των αντίστοιχων προσφυγών κατά παραβάσεως, αλλά όχι την αντικατάσταση των εσωτερικών διατάξεων από τους κοινοτικούς κανόνες. Ο Eisele, J.: «Einflussnahmeauf nationales Strafrecht durch Richtliniengebung der Europäischen Gemeinschaft», σε Juristenzeitung, 2001, σ. 1160, πιστεύει ότι οι ποινικοί κανόνες, που προκύπτουν από τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, θεσπίζονται με τους τρόπους που κυρίαρχα επιλέγει ένα κράτος μέλος, πράγμα που τους δίδει επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση.


78 – Βλ. την υποσημείωση 15.


79  – Ο Grasso, G., τα εκθέτει στην προπαρατεθείσα μελέτη, σ. 223 και 224. Ο Appel, I.: KompetenzenderEuropäischenGemeinschaftzur ÜberwachungundsanktionsrechtlichenAusgestaltungdesLebensmittelstrafrechtsundVerwaltungssanktioneninderEuropäischenUnion, Τρίερ 1994, σ. 165, θεωρεί ότι μόνο μια ομοιόμορφη ποινική αξιολόγηση πράξεων δημιουργεί την απαραίτητη εμπιστοσύνη για τη συνέχιση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.


80  – Τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή υποστηρίζουν το λυσιτελές μιας συντονισμένης ποινικής απάντησης.


81  – Στη γερμανική θεωρία, θεωρείται ότι η ικανότητα θεσπίσεως οδηγίας ποινικού δικαίου στον τομέα του περιβάλλοντος αποτελεί «παράρτημα» του άρθρου 175 ΕΚ. Βλ., Υπό την έννοια αυτή, Schmalemberg, F., όπ.π. σ. 29· Vogel, J.: «Stand und Tendenzen der Harmonisierung des materiellen Strafrechts in der Europäischen Union», σε Strafrecht und Kriminalität in Europa, 2003, σ. 37 και 47· Appel, I., όπ.π. σ. 175 και 178· και Zeder, F.: «Auf dem Weg zu einem Strafrecht der EU?», Juridikum, 2001, σ. 51. Βλ. την υποσημείωση 37.


82  – Ο Zulleg, M., όπ.π., σ. 219, προτείνει τα κράτη μέλη να προσανατολίσουν τις νομοθεσίες τους προς την ολοκλήρωση, που θα επηρεαστεί αν τομείς τόσο σημαντικοί όσο το ποινικό δίκαιο δεν περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.


83  – Ο Grasso, G., όπ.π., προτείνει μια ρύθμιση χαρακτηριζόμενη από ορισμένη ευκαμψία, η οποία θα ορίζει τις απαγορευόμενες πράξεις και την τυπολογία των αδικημάτων και των κυρώσεων, αλλά χωρίς να οδηγεί σε αυστηρή ποσοτικοποίηση.


84  – Στη θεωρία, η θέση αυτή υποστηρίζεται από τον Jacqué, J.P.: «La question de la base juridique dans le cadre de la Justice et des affaires intérieures», σε L’espace pénal européen: enjeux et  perspectives, Institut d’études européennes, Βρυξέλλες 2002, σ. 255 και 256. Ο Eisele J., όπ.π. σ. 1162,θεωρεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να καθορίζει ένα ελάχιστο επίπεδο όταν ορίζει την τιμωρητέα πράξη, ενώ ο εθνικός νομοθέτης πρέπει να συγκεκριμενοποιεί την κύρωση. Ο Grasso, G., όπ.π., σ. 218, φρονεί ότι τα όργανα της Κοινότητας είναι αρμόδια να θεσπίζουν εναρμόνιση των διατάξεων ποινικού χαρακτήρα ή να προβαίνουν στην εισαγωγή ομοιόμορφων ποινικών αξιολογήσεων, κάθε φορά που τούτο είναι αναγκαίο, στην περίπτωση κατά την οποία οι συνθήκες παρέχουν στα όργανα αυτά ειδικές εξουσίες για την υλοποίηση των σκοπών της Κοινότητας. Περαιτέρω, το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να αντανακλάται στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους η οποία πρέπει να προβλέπει τα υπερεθνικά ποινικά αδικήματα και να ορίζει την κύρωση για την τέλεσή τους στο προηγουμένως ορισθέν πλαίσιο. Βλ., επίσης, Comte, F., όπ.π. σ. 781.


85  – Η κατάσταση αυτή πραγμάτων, που συνάγεται από την ισχύουσα νομοθεσία, αναγνωρίζεται ρητώς από το άρθρο I-14, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο Ι-12, παράγραφος 2, «όταν το Σύνταγμα απονέμει στην Ένωση συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένο τομέα, η Ένωση και τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτό. Τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της ή αποφάσισε να παύσει να την ασκεί».