Language of document : ECLI:EU:C:2022:290

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 7ης Απριλίου 2022 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C475/20 έως C482/20

Admiral Gaming Network Srl (C475/20)

κατά

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

Presidente del Consiglio dei Ministri,

IGT Lottery SpA, πρώην Lottomatica Holding Srl

παρισταμένων των

Lottomatica Videolot Rete Spa,

Associazione concessionari apparecchi da intrattenimento – ACADI

και

Cirsa Italia SpA (C476/20)

Gamenet SpA (C478/20)

NTS Network SpA (C479/20)

Sisal Entertainment SpA (C480/20)

Snaitech SpA, πρώην Snai SpA (C482/20)

κατά

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli

παρισταμένων των

Coordinamento delle associazioni per la tutela dell’ambiente e dei diritti degli utenti e consumatori (Codacons) (C476/20, C478/20, C480/20 και C482/20),

Se. Ma. di Francesco Senese (C476/20, C478/20 και C479/20),

Associazione concessionari apparecchi da intrattenimento – ACADI (C476/20, C478/20 και C479/20),

Criga Soc. cons. arl (C478/20),

NAZ S.r.l. unipersonale, già Replay Srl (C480/20),

Presidenza del Consiglio dei Ministri (C480/20 και C482/20),

Giog S.r.l. (C482/20),

Codere Network SpA (C482/20)

και

Codere Network SpA (C477/20)

κατά

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

Presidenza del Consiglio dei Ministri

παρισταμένων των

Hbg Connex SpA,

Nbg Srl,

Seven Beers,

Nologames Srl,

Marchionni Games Sas,

Elettrogiochi di Marchionni Sauro,

Mm Games Chioggia Srl,

Replay Srl,

Trevigiochi New Srl,

Luxor di Dong Feng,

Mm Games Srl,

Mm Games Mestre Srl,

Bellagio Srl,

Trilioner Srl,

Dubai Srl,

Associazione concessionari apparecchi da intrattenimento – ACADI

και

Snaitech SpA, πρώην Cogetech SpA (C481/20)

κατά

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

Presidenza del Consiglio dei Ministri,

Se. Ma. di Francesco Senese

παρισταμένης της

Associazione concessionari apparecchi da intrattenimento – ACADI

[αιτήσεις του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελευθερία εγκατάστασης – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Περιορισμοί – Τυχερά παίγνια – Παραχωρήσεις για τη δραστηριότητα συλλογής στοιχημάτων – Εθνική ρύθμιση η οποία μειώνει τις αποζημιώσεις που οφείλονται στους παραχωρησιούχους – Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκαν από το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ εταιριών εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα στην Ιταλία (στο εξής: παραχωρησιούχοι) και της Agenzia delle dogane e dei monopoli (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, Ιταλία), με αντικείμενο εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία μειώνει εφάπαξ τους κρατικούς πόρους που διατίθενται στους παραχωρησιούχους.

2.        Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό, αφενός, της ελευθερίας εγκατάστασης (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρο 56 ΣΛΕΕ) και, αφετέρου, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ένας τέτοιος περιορισμός δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος και αν είναι ανάλογος προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

II.    Το νομικό πλαίσιο: το ιταλικό δίκαιο

3.        Το άρθρο 14 του νόμου 23, της 11ης Μαρτίου 2014 (2), ορίζει τα εξής:

«1.      Η κυβέρνηση εξουσιοδοτείται να προβεί, με την έκδοση των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 νομοθετικών διαταγμάτων, σε αναδιοργάνωση των διατάξεων που ισχύουν για τα τυχερά παίγνια, αναδιοργανώνοντας όλους τους ισχύοντες κανόνες υπό τη μορφή ενός κώδικα διατάξεων για τα τυχερά παίγνια, χωρίς να θίγεται το οργανωτικό πρότυπο το οποίο βασίζεται στο σύστημα παραχώρησης και αδειοδότησης, στον βαθμό που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας, για τον συγκερασμό των συμφερόντων του Δημόσιου Ταμείου και των τοπικών συμφερόντων και γενικών συμφερόντων στον τομέα της δημόσιας υγείας, για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για την εξασφάλιση της τακτικής καταβολής των φορολογικών επιβαρύνσεων επί των τυχερών παιγνίων.

2.      Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες αρχές και κατευθυντήριες γραμμές:

[…]

g)      αναπροσαρμογή των αμοιβών και [των] προμηθειών που οφείλονται στους παραχωρησιούχους και τους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης, βάσει προοδευτικού συντελεστή σε συνάρτηση με το ύψος των εισπράξεων·

[…]».

4.        Το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου 190 της 23ης Δεκεμβρίου 2014 (3) ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να συμβάλει στον σκοπό της εξυγίανσης των δημοσιονομικών και εν αναμονή μιας εκ βάθρων αναδιοργάνωσης των αμοιβών και προμηθειών που οφείλονται στους παραχωρησιούχους και στους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου στο πλαίσιο του δικτύου συλλογής εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο g, του [εξουσιοδοτικού νόμου], οι κρατικοί πόροι που διατίθενται, με τη μορφή προμήθειας, στους παραχωρησιούχους και στα πρόσωπα τα οποία, κατ’ αντιστοιχία προς τις αρμοδιότητές τους, δραστηριοποιούνται στην εκμετάλλευση και τη συλλογή εισπράξεων από παίγνια που διεξάγονται με τα μηχανήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 110, παράγραφος 6, του κωδικοποιημένου βασιλικού διατάγματος αριθ. 773, της 18ης Ιουνίου 1931, μειώνονται κατά το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, με ισχύ από το 2015. Ως εκ τούτου, από 1ης Ιανουαρίου 2015:

α)      στους παραχωρησιούχους καταβάλλεται από τους φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου το καθαρό ποσό των εισπράξεων από παίγνια που διεξάγονται μέσω των προαναφερόμενων μηχανημάτων. Οι παραχωρησιούχοι γνωστοποιούν στην Υπηρεσία Τελωνείων και Μονοπωλίων την επωνυμία των φορέων εκμετάλλευσης του κλάδου που δεν προβαίνουν στην καταβολή αυτή, προς τον σκοπό, μεταξύ άλλων, ενδεχόμενης προσφυγής ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής·

β)      στο πλαίσιο της άσκησης των δημοσίων καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, οι παραχωρησιούχοι, εκτός από τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που οφείλονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας και βάσει των συμβάσεων παραχώρησης και που καταβάλλονται τακτικά στο Δημόσιο, θα καταβάλλουν επιπλέον ετησίως, μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου, το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ, έκαστος κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των μηχανημάτων που του έχουν παραχωρηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014. Ο αριθμός των μηχανημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 110, παράγραφος 6, στοιχεία a και b, του κωδικοποιημένου βασιλικού διατάγματος αριθ. 773, της 18ης Ιουνίου 1931, ο οποίος αναλογεί σε κάθε παραχωρησιούχο, καθώς και οι λεπτομέρειες για την πραγματοποίηση της καταβολής καθορίζονται με απόφαση του διευθυντή της Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, η οποία πρέπει να εκδοθεί το αργότερο έως τις 15 Ιανουαρίου 2015, κατόπιν εξετάσεως των υφιστάμενων στοιχείων. Με τέτοια απόφαση θα τροποποιείται ο οριζόμενος κατά τα ανωτέρω αριθμός των μηχανημάτων, αρχής γενομένης από το έτος 2016·

γ)      στο πλαίσιο της άσκησης των δημόσιων καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, οι παραχωρησιούχοι κατανέμουν μεταξύ των λοιπών φορέων εκμετάλλευσης του κλάδου τα υπόλοιπα ποσά, τα οποία είναι διαθέσιμα για τις αμοιβές και προμήθειές τους, προβαίνοντας σε επαναδιαπραγμάτευση των σχετικών συμβάσεων και στην καταβολή των αμοιβών και των προμηθειών αποκλειστικώς ενόψει της σύναψης των υπό επαναδιαπραγμάτευση συμβάσεων.»

5.        Το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015 τέθηκε σε εφαρμογή με το διάταγμα 388 της 15ης Ιανουαρίου 2015 (4).

6.        Το άρθρο 1, παράγραφος 920, του νόμου 208 της 28ης Δεκεμβρίου 2015 (5) κατήργησε τη διάταξη αυτή, ενώ το άρθρο 1, παράγραφος 921, του ίδιου νόμου ορίζει ότι η εν λόγω διάταξη «[έ]χει την έννοια ότι η ετήσια μείωση των κρατικών πόρων που διατίθενται, ως προμήθεια, στους παραχωρησιούχους και στα πρόσωπα τα οποία, κατ’ αντιστοιχία προς τις αρμοδιότητές τους, δραστηριοποιούνται στην εκμετάλλευση και τη συλλογή των εισπράξεων από παίγνια που διεξάγονται με τα μηχανήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 110, παράγραφος 6, του κωδικοποιημένου βασιλικού διατάγματος αριθ. 773 της 18ης Ιουνίου 1931, εφαρμόζεται στους φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή εκάστου στη διανομή της προμήθειας, σύμφωνα με τις αντίστοιχες συμβάσεις, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειάς τους εντός του 2015».

III. Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

7.        Με συμβάσεις παραχώρησης που συνήφθησαν το 2013, κατόπιν προκήρυξης διαγωνισμού η οποία δημοσιεύθηκε το 2011, ανατέθηκε στους παραχωρησιούχους η διαχείριση των επίμαχων στις κύριες δίκες μηχανημάτων (6). Η προκήρυξη αυτή όριζε, μεταξύ άλλων, τον τρόπο καθορισμού της προμήθειας των παραχωρησιούχων.

8.        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, το οποίο προέβλεπε μείωση των διατιθέμενων στους παραχωρησιούχους κρατικών πόρων κατά το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως με βάση τον αριθμό των παραχωρούμενων μηχανημάτων (στο εξής: επίδικη εισφορά), η Amministrazione Autonoma dei Monopoli di Stato (Ανεξάρτητη Αρχή Κρατικών Μονοπωλίων, Ιταλία), με το διάταγμα 388 της 15ης Ιανουαρίου 2015, προέβη σε εκτίμηση του αριθμού των μηχανημάτων που παραχωρήθηκαν σε κάθε παραχωρησιούχο και σε εκκαθάριση των αντίστοιχων οφειλόμενων ποσών για το έτος 2015. Στη συνέχεια, με το άρθρο 1, παράγραφοι 920 και 921, του νόμου σταθερότητας για το 2016, η επίδικη εισφορά περιορίστηκε μόνον στο έτος 2015 και ανακατανεμήθηκε μεταξύ όλων των φορέων εκμετάλλευσης του κλάδου, και όχι μόνον μεταξύ των παραχωρησιούχων.

9.        Οι παραχωρησιούχοι προσέφυγαν ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) στρεφόμενοι κατά της επίδικης εισφοράς, υποστηρίζοντας ότι μειώνει σημαντικά το περιθώριο κέρδους τους και είναι παράνομη για τον λόγο ότι θεσπίστηκε προς εκτέλεση διατάξεων που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης ή στις διατάξεις του ιταλικού συνταγματικού δικαίου.

10.      Κατόπιν της απόρριψης της άνω προσφυγής από το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) με απόφαση της 1ης Αυγούστου 2019 (7), οι παραχωρησιούχοι άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας), το οποίο αποφάσισε, ως προς όλες τις διαφορές των κύριων δικών, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση σε όλες τις υποθέσεις:

«1)      Είναι συμβατή με την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και με την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που κατοχυρώνεται με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ η προσθήκη διατάξεως όπως αυτής του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου [σταθερότητας για το 2015], βάσει της οποίας μειώνονται οι αμοιβές και προμήθειες αποκλειστικώς μιας περιορισμένης και ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεων, συγκεκριμένα δε των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται μηχανικά, ηλεκτρομηχανικά και ηλεκτρονικά ψυχαγωγικά παίγνια, και όχι όλων των επιχειρήσεων του τομέα των παιγνίων;

2)      Είναι συμβατή με την αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η προσθήκη διατάξεως όπως είναι η προμνημονευθείσα του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου [σταθερότητας για το 2015], βάσει της οποίας, για λόγους αποκλειστικώς οικονομικούς, μειώνεται, κατά τον χρόνο ισχύος συμβάσεως παραχωρήσεως που έχει συναφθεί μεταξύ εταιρίας και διοικητικής αρχής του Ιταλικού Δημοσίου, το ύψος της συμπεφωνημένης με τη σύμβαση αυτή προμήθειας;»

11.      Το Δικαστήριο αποφάσισε να συνεκδικαστούν λόγω συνάφειας οι υπό κρίση υποθέσεις, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, καθώς και να θέσει στο αιτούν δικαστήριο ερώτηση προκειμένου να διευκρινιστεί αν οι εν λόγω υποθέσεις αφορούν αμιγώς εσωτερική κατάσταση που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

12.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι παραχωρησιούχοι, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν και προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Ιανουαρίου 2022.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

13.      Πριν υπεισέλθω στην επί της ουσίας εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων, φρονώ ότι θα ήταν χρήσιμο να αρθεί κάθε αμφιβολία ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

14.      Πράγματι, μολονότι όλοι οι παραχωρησιούχοι είναι ιταλικές εταιρίες και τα στοιχεία των υπό κρίση υποθέσεων φαίνεται εκ πρώτης όψεως να περιορίζονται εντός ενός μόνον κράτους μέλους, ήτοι της Ιταλίας, αρκεί η διαπίστωση ότι ορισμένες από τις εταιρίες αυτές ελέγχονται από εταιρίες άλλων κρατών μελών (8) και ότι, όπως τόνισε η Επιτροπή τόσο στις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι «αντίστροφες» δυσμενείς διακρίσεις απαγορεύονται από το ιταλικό δίκαιο (9).

15.      Εκτιμώ, συνεπώς, ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

Β.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

16.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν προσκρούει στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία μειώνει κατά 500 εκατομμύρια ευρώ, για το έτος 2015, την αμοιβή μίας και μόνον κατηγορίας επιχειρήσεων του τομέα των τυχερών παιγνίων, συγκεκριμένα των φορέων εκμετάλλευσης παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα τα οποία έχουν κερματοδέκτη (παραχωρησιούχων και εμπόρων λιανικής).

17.      Το αιτούν δικαστήριο, αφενός, εκτιμά ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση επέβαλε στους παραχωρησιούχους οικονομική εισφορά με αναδρομική ισχύ, όπερ είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, αμφιβάλλει κατά πόσον ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος, στον βαθμό που φαίνεται να ανάγεται αποκλειστικώς σε λόγους σχετικούς με την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.

18.      Στα σημεία που ακολουθούν θα εξετάσω αν η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ (ενότητα 1), και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα αποσαφηνίσω τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος (ενότητα 2), υπό το πρίσμα της ύπαρξης τέτοιου δικαιολογητικού λόγου (ενότητα 2, υπό α) και της αναλογικότητας της επίμαχης στις κύριες δίκες εθνικής ρύθμισης σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (ενότητα 2, υπό β), πριν απαντήσω στο πρώτο ερώτημα (ενότητα 3).

1.      Επί του ενδεχόμενου περιορισμού των ελευθεριών που      κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ

19.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρούνται ως περιορισμοί της ελευθερίας εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (10) όλα τα μέτρα τα οποία απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ (11).

20.      Εν προκειμένω, εκτιμώ ότι είναι προφανές, όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, ότι η μείωση των κρατικών πόρων που διατίθενται στους παραχωρησιούχους, μετά τη χορήγηση των αδειών παραχωρήσεως, είναι ικανή να επηρεάσει την αποδοτικότητα των επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι παραχωρησιούχοι και να καταστήσει λιγότερο ελκυστική για αυτούς την άσκηση της δραστηριότητας των τυχερών παιγνίων (12).

21.      Εξάλλου, η ως άνω διαπίστωση δεν φαίνεται να αμφισβητείται ουσιαστικά από κανέναν από τους διαδίκους των κύριων δικών (13). Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε, πιο συγκεκριμένα, επ’ αυτού ότι η επίδικη εισφορά είχε ελάχιστο αντίκτυπο στους παραχωρησιούχους, όπερ, εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείει το να συνιστά αυτή περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών (14).

22.      Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση μπορεί να συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ.

2.      Επί της ύπαρξης δικαιολογητικών λόγων για τον περιορισμό

23.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ρύθμιση των τυχερών παιγνίων καταλέγεται μεταξύ των τομέων εκείνων στους οποίους υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής φύσης. Εφόσον ο τομέας αυτός δεν έχει εναρμονιστεί σε επίπεδο Ένωσης, τα κράτη μέλη απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την επιλογή του ενδεδειγμένου, κατά την εκτίμησή τους, βαθμού προστασίας των καταναλωτών και της δημόσιας τάξης. Τα κράτη μέλη είναι, επομένως, ελεύθερα να καθορίζουν τους σκοπούς της πολιτικής τους στον τομέα των τυχερών παιγνίων και, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, να ορίζουν με ακρίβεια το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας. Ωστόσο, τυχόν περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως ως προς τη δικαιολόγησή τους από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος και ως προς την αναλογικότητά τους (15).

24.      Ως εκ τούτου, προκειμένου να εξεταστεί αν η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί, πρέπει να διερευνηθεί, πρώτον, αν η ρύθμιση αυτή επιδιώκει σκοπούς που ανάγονται σε υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος και, δεύτερον, αν οι σχετικές διατάξεις συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας.

α)      Επί της ύπαρξης υπέρτερων λόγων γενικού συμφέροντος

25.      Αναφορικά με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση, διαπιστώνω ότι το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015 θέσπισε την επίδικη εισφορά, αφενός, «[π]ροκειμένου να συμβάλει στον σκοπό της εξυγίανσης των δημοσιονομικών» και, αφετέρου, «εν αναμονή μιας εκ βάθρων αναδιοργάνωσης των αμοιβών και προμηθειών που οφείλονται στους παραχωρησιούχους και στους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου στο πλαίσιο του δικτύου συλλογής εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου, κατ’ εφαρμογήν του [εξουσιοδοτικού νόμου]».

26.      Όσον αφορά κατ’ αρχάς τον σκοπό της εξυγίανσης των δημοσιονομικών, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι μόνος ο σκοπός της μεγιστοποίησης των εσόδων του Δημοσίου δεν αρκεί για να επιτραπεί η επιβολή περιορισμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (16). Συνεπώς, μόνος ο δεδηλωμένος σκοπός της επίδικης εισφοράς, ήτοι η εξυγίανση των δημοσιονομικών, δεν συνιστά νόμιμο δικαιολογητικό λόγο για τον περιορισμό που συνεπάγεται η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση.

27.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί όμως επίσης ότι το γεγονός ότι ο περιορισμός των δραστηριοτήτων διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μπορεί παρεμπιπτόντως να ωφελεί τον προϋπολογισμό του οικείου κράτους μέλους δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να είναι ο περιορισμός αυτός δικαιολογημένος, εφόσον όντως επιδιώκει πρωτίστως σκοπούς που ανάγονται σε υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος, όπερ εναπόκειται στον έλεγχο του εθνικού δικαστηρίου (17).

28.      Ως προς το ζήτημα αυτό, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε, τόσο στις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, ανεξαρτήτως του γράμματος των σχετικών διατάξεων, αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επανεξισορρόπησης του τομέα των τυχερών παιγνίων. Στο πλαίσιο αυτό, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση επιδιώκει επίσης τον σκοπό της μείωσης της κερδοφορίας των τυχερών παιγνίων, προκειμένου να καταπολεμηθεί η διάδοση των παράνομων τυχερών παιγνίων και να προστατευθούν τα ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού από τις επιπτώσεις που συνδέονται με τα τυχερά παίγνια, και δη από τον κίνδυνο εξάρτησης από αυτά.

29.      Κατά τη γνώμη μου, οι ως άνω σκοποί, στον βαθμό που όντως ασκούν επιρροή εν προκειμένω, μπορούν εκ πρώτης όψεως να θεωρηθούν ως υπέρτεροι λόγοι γενικού συμφέροντος ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

30.      Πάντως το αιτούν δικαστήριο, το οποίο, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη τέτοιων σκοπών, είναι εκείνο που οφείλει να διερευνήσει ποιους σκοπούς επιδιώκει, στην πράξη, η επίμαχη στις κύριες δίκες ρύθμιση (18) και, ειδικότερα, να ελέγξει κατά πόσον η ρύθμιση αυτή επιδιώκει, πέραν του δεδηλωμένου σκοπού της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, τους σκοπούς της πρόληψης της διάδοσης των παράνομων τυχερών παιγνίων και της προστασίας των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού έναντι του κινδύνου εξάρτησης από τα τυχερά παίγνια.

31.      Όσον αφορά, εν συνεχεία, την αναδιοργάνωση των αμοιβών και των προμηθειών για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 14 του εξουσιοδοτικού νόμου προέβλεπε κατ’ ουσίαν ότι η κυβέρνηση εξουσιοδοτούνταν να προχωρήσει στην αναδιοργάνωση των διατάξεων που ίσχυαν στον τομέα των τυχερών παιγνίων, περιλαμβανομένης της αναπροσαρμογής των αμοιβών και των προμηθειών που οφείλονταν στους παραχωρησιούχους και τους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου των τυχερών παιγνίων «βάσει προοδευτικού συντελεστή σε συνάρτηση με το ύψος των εισπράξεων».

32.      Ωστόσο, υπό την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το εθνικό δικαστήριο, εκτιμώ ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση μάλλον δεν επιδίωκε μια τέτοια γενική αναδιοργάνωση. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, η ρύθμιση αυτή θεσπίστηκε εν αναμονή της αναδιοργάνωσης αυτής και με στόχο την εξυγίανση των δημοσιονομικών (και όχι την αναδιοργάνωση των αμοιβών και των προμηθειών) (19). Επιπλέον, η επίδικη εισφορά δεν καθορίστηκε βάσει προοδευτικού συντελεστή σε συνάρτηση με το ύψος των εισπράξεων όπως προβλεπόταν στον εξουσιοδοτικό νόμο, αλλά ορίστηκε σε συγκεκριμένο ύψος και κατανεμήθηκε μεταξύ των παραχωρησιούχων (20) με βάση τον αριθμό των μηχανημάτων που εκμεταλλεύονταν, ανεξαρτήτως της κερδοφορίας τους (21).

β)      Επί της αναλογικότητας του περιορισμού σε σχέση με τους      επιδιωκόμενους σκοπούς

33.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι περιορισμοί οι οποίοι επιβάλλονται από τα κράτη μέλη πρέπει να είναι κατάλληλοι να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται, επιπλέον, ότι μια εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την υλοποίηση του προβαλλόμενου σκοπού μόνον εάν εξυπηρετεί πράγματι την επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (22).

34.      Επίσης κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο κράτος μέλος το οποίο επικαλείται σκοπό ικανό να δικαιολογήσει το εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών να παράσχει στο δικαστήριο το οποίο καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος όλα τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να βεβαιωθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο όντως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας (23).

35.      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει, με βάση τα στοιχεία τα οποία παρέχει το οικείο κράτος μέλος, αν η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση, στον βαθμό που μειώνει την κερδοφορία των τυχερών παιγνίων, είναι αναγκαία προκειμένου να επιτευχθούν κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό οι συμπληρωματικοί σκοποί τους οποίους επικαλείται η Ιταλική Κυβέρνηση, δηλαδή η πρόληψη της διάδοσης των παράνομων τυχερών παιγνίων και η προστασία των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού από τον κίνδυνο εξάρτησης από τα τυχερά παίγνια (24), χωρίς παράλληλα να υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

36.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει συνολικά τις περιστάσεις υπό τις οποίες θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση. Μεταξύ των περιστάσεων αυτών πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ληφθεί οπωσδήποτε υπόψη ότι η ρύθμιση αυτή, παρότι προσωρινού και μερικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι αφορά μόνον έναν συγκεκριμένο, καίτοι λίαν επικερδή, επιμέρους τομέα του ευρύτερου τομέα των τυχερών παιγνίων (25), δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μεμονωμένο μέτρο, αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο που ορίζει ο νόμος σταθερότητας για το 2015 και έχει ως αντικείμενο τη λήψη πλήθους μέτρων, περιλαμβανομένων μέτρων οικονομικής εξυγίανσης, σε εντελώς διαφορετικούς τομείς.

3.      Προτεινόμενη απάντηση για το πρώτο ερώτημα

37.      Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι εθνική ρύθμιση η οποία μειώνει εφάπαξ τους κρατικούς πόρους που διατίθενται στους παραχωρησιούχους τυχερών παιγνίων τα οποία διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ αντιστοίχως, καθώς είναι ικανή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της δραστηριότητας τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα.

38.      Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί όμως να δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον το εθνικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα, κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως των περιστάσεων υπό τις οποίες θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε η ως άνω ρύθμιση, ότι αυτή πράγματι επιδιώκει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, σκοπούς γενικού συμφέροντος όπως η πρόληψη της διάδοσης των παράνομων τυχερών παιγνίων και η προστασία των ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού από τον κίνδυνο εξάρτησης από τα τυχερά παίγνια, το δε γεγονός και μόνον ότι ο περιορισμός των δραστηριοτήτων τυχερών παιγνίων αποσκοπεί στην εξυγίανση των δημοσιονομικών δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω περιορισμός πράγματι επιδιώκει πρωτίστως τέτοιους σκοπούς και ότι τους επιδιώκει κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.

Γ.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

39.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία, για λόγους αποκλειστικώς οικονομικούς, μειώνει, κατά τον χρόνο ισχύος σύμβασης παραχώρησης μεταξύ μιας εταιρίας και της Διοίκησης του οικείου κράτους μέλους, την προμήθεια που είχε συμφωνηθεί με τους όρους της σύμβασης αυτής.

40.      Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης στις κύριες δίκες εθνικής ρύθμισης με την αρχή αυτή, δεδομένου ότι θίγει ήδη υφιστάμενες σχέσεις παραχώρησης και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αδύνατον να προβλεφθεί από συνετό και προσεκτικό επιχειρηματία (26).

41.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, από την οποία απορρέει η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιτάσσει ειδικότερα να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις. Παρά ταύτα, ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να προσδοκά ότι δεν θα επέλθει καμία νομοθετική μεταβολή, αλλά δύναται μόνον να προβάλει αντιρρήσεις κατά του τρόπου εφαρμογής της σχετικής μεταβολής (27).

42.      Επίσης κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δυνατότητα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν όλοι οι επιχειρηματίες στους οποίους εθνική αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Όταν όμως ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου ικανού να θίξει τα συμφέροντά του, δεν είναι δυνατόν να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή μετά τη θέσπιση ενός τέτοιου μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης κατάστασης που μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της άσκησης εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν οι εθνικές αρχές (28).

43.      Το αιτούν δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εξετάσει αν εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες είναι συμβατή με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ενώ το Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατόπιν προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι αρμόδιο μόνον να παράσχει στο δικαστήριο αυτό όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία θα του δώσουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει το ζήτημα της συμβατότητας. Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, όλα τα ουσιώδη στοιχεία που προκύπτουν από το γράμμα, τον σκοπό ή την οικονομία των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων (29).

44.      Επ’ αυτού τονίζω κατ’ αρχάς ότι, όπως υπενθυμίστηκε στο σημείο 23 των παρουσών προτάσεων, τα κράτη μέλη απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την πολιτική τους για τα τυχερά παίγνια. Επιπλέον, ο τομέας των τυχερών παιγνίων έχει αποτελέσει αντικείμενο συνεχών και ποικίλων παρεμβάσεων του Ιταλού νομοθέτη στη διάρκεια των τελευταίων ετών (30).

45.      Επιπλέον, μολονότι η προκήρυξη διαγωνισμού του 2011 προέβλεπε συγκεκριμένους κανόνες για τον καθορισμό της προμήθειας των παραχωρησιούχων στους οποίους ανατέθηκαν οι συμβάσεις παραχώρησης κατά τη διάρκεια του 2013, επισημαίνω ότι, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, η συμβατική σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων και των αρμόδιων για το σύστημα παραχώρησης διοικητικών αρχών έχει «δυναμικό χαρακτήρα» ο οποίος επιτρέπει κρατικές παρεμβάσεις που δικαιολογούνται από σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, πολλώ δε μάλλον εάν, υπό την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση επιδιώκει πράγματι τους σκοπούς της καταπολέμησης της διάδοσης των παράνομων τυχερών παιγνίων και της προστασίας των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού από τον κίνδυνο εξάρτησης από τα τυχερά παίγνια, όπως εκτέθηκε στα σημεία 30 έως 32 των παρουσών προτάσεων.

46.      Τέλος, όπως ισχυρίζεται η Ιταλική Κυβέρνηση, ο εξουσιοδοτικός νόμος ο οποίος εκδόθηκε το 2014 προέβλεπε την αναπροσαρμογή των αμοιβών και των προμηθειών που οφείλονταν στους παραχωρησιούχους και στους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης (31).

47.      Ως εκ τούτου, η επίδικη εισφορά που επιβλήθηκε στους παραχωρησιούχους αποτελούσε, ασφαλώς, μια πολύ άμεση, από χρονικής απόψεως, τροποποίηση των όρων των συμβάσεων παραχώρησης (32). Φρονώ όμως ότι, λόγω της ευμετάβλητης και εκ των πραγμάτων αβέβαιης φύσης της νομοθεσίας περί τυχερών παιγνίων, σε συνδυασμό με τον προσωρινό χαρακτήρα της επίδικης εισφοράς και, υπό την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, με τον περιορισμένο αντίκτυπό της στην αποδοτικότητα των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους παραχωρησιούχους, η επίμαχη νομοθετική παρέμβαση πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί έκτακτη ή απρόβλεπτη, σε σημείο που να είχε δημιουργηθεί στους παραχωρησιούχους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι οι προβλεπόμενοι στις συμβάσεις τους όροι θα παρέμεναν αμετάβλητοι (33).

48.      Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα στοιχεία στο σύνολό τους, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές περιστάσεις των ενώπιόν του διαφορών, να εξετάσει κατά πόσον οι παραχωρησιούχοι, ως συνετοί και ενημερωμένοι επιχειρηματίες, διέθεταν επαρκή στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσαν να αναμένουν ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση θα μπορούσε να τροποποιηθεί όπως, εν προκειμένω, με τη θέσπιση της επίδικης εισφοράς.

49.      Κατά συνέπεια, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία μειώνει, για ένα συγκεκριμένο έτος και για περιορισμένα ποσά, την προμήθεια που έχει συμφωνηθεί σε σύμβαση παραχώρησης της δραστηριότητας τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα. Εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο συγκεκριμένης εκτιμήσεως του συνόλου των σχετικών περιστάσεων, αν η αρχή αυτή τηρήθηκε στις υποθέσεις των κύριων δικών.

V.      Πρόταση

50.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) ως εξής:

1)      Εθνική νομοθεσία η οποία μειώνει εφάπαξ τους κρατικούς πόρους που διατίθενται στους παραχωρησιούχους τυχερών παιγνίων τα οποία διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ αντιστοίχως, καθώς είναι ικανή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της δραστηριότητας τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα.

Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί όμως να δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον το εθνικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα, κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως των περιστάσεων υπό τις οποίες θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε η ως άνω ρύθμιση, ότι αυτή πράγματι επιδιώκει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, σκοπούς γενικού συμφέροντος όπως η πρόληψη της διάδοσης των παράνομων τυχερών παιγνίων και η προστασία των ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού από τον κίνδυνο εξάρτησης από τα τυχερά παίγνια, το δε γεγονός και μόνον ότι ο περιορισμός των δραστηριοτήτων τυχερών παιγνίων αποσκοπεί στην εξυγίανση των δημοσιονομικών δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω περιορισμός πράγματι επιδιώκει πρωτίστως τέτοιους σκοπούς και ότι τους επιδιώκει κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.

2)      Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία μειώνει, για ένα συγκεκριμένο έτος και για περιορισμένα ποσά, την προμήθεια που έχει συμφωνηθεί σε σύμβαση παραχώρησης τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα. Εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο συγκεκριμένης εκτιμήσεως του συνόλου των σχετικών περιστάσεων, αν η αρχή αυτή τηρήθηκε στις υποθέσεις των κύριων δικών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Legge n. 23 «Delega al Governo recante dispositioni per un sistema fiscale più equo, trasparente e orientato alla crescita» (νόμος 23, περί εξουσιοδότησης της κυβέρνησης προς λήψη μέτρων για ένα φορολογικό σύστημα πιο δίκαιο, διαφανές και προσανατολισμένο στην ανάπτυξη), της 11ης Μαρτίου 2014 (GURI αριθ. 59, της 12ης Μαρτίου 2014) (στο εξής: εξουσιοδοτικός νόμος).


3      Legge n. 190 «Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge di stabilità 2015)» [νόμος 190, περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος σταθερότητας για το 2015), της 23ης Δεκεμβρίου 2014] (τακτικό συμπλήρωμα στην GURΙ αριθ. 300, της 29ης Δεκεμβρίου 2014) (στο εξής: νόμος σταθερότητας για το 2015).


4      Decreto direttoriale n. 388 dell’Amministrazione Autonoma dei Monopoli di Stato (AAMS) (διάταγμα 388 της Ανεξάρτητης Αρχής Κρατικών Μονοπωλίων), της 15ης Ιανουαρίου 2015 (αριθμός πρωτοκόλλου 4076 RU).


5      Legge n. 208 «Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge di stabilità 2016)» [νόμος 208 περί ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος σταθερότητας του 2016)] (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 302, της 30ής Δεκεμβρίου 2015) (στο εξής: νόμος σταθερότητας για το 2016).


6      Πρόκειται, συγκεκριμένα, για μηχανήματα με την ονομασία «amusement with prize (AWP)» και «video lottery terminal (VLT)».


7      Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) έθεσε ζήτημα συνταγματικότητας του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015 σε ερώτημά του προς το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία), το οποίο, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου σταθερότητας για το 2016 που κατήργησε την ως άνω διάταξη, ανέπεμψε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για να επανεξετάσει τη λυσιτέλεια του υποβληθέντος ερωτήματος. Στη συνέχεια, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι με την έναρξη ισχύος του άρθρου 1, παράγραφοι 920 και 921, του νόμου σταθερότητας για το 2016 εξαλείφθηκε οποιαδήποτε τυχόν νομική πλημμέλεια των σχετικών διατάξεων.


8      Εξάλλου, μια άλλη παραχωρησιούχος εταιρία την οποία αφορά η εισφορά, ήτοι η αλλοδαπή εταιρία Global Starnet Ltd, προσέβαλε δικαστικώς το διάταγμα 388, της 15ης Ιανουαρίου 2015, ασκώντας προσφυγή που αποτέλεσε την αφορμή για την υποβολή μιας μεταγενέστερης αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑463/21, της οποίας η εκδίκαση ανεστάλη εν αναμονή της αποφάσεως που θα εκδοθεί στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις.


9      Υπενθυμίζω επ’ αυτού ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες αφορούν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, σε περιπτώσεις που, ακόμη και αν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν ευθέως στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού, οι διατάξεις του έχουν καταστεί εφαρμοστέες από το εθνικό δίκαιο λόγω παραπομπής του τελευταίου στο περιεχόμενό τους [βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2019, Deutsche Post κ.λπ. (C‑203/18 και C‑374/18, EU:C:2019:999, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)]. Επιπλέον, εν προκειμένω, ουδείς εκ των διαδίκων αμφισβητεί, στην πραγματικότητα, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων.


10      Υπενθυμίζω, παρεμπιπτόντως, ότι πρόσβαση σε τυχερά παίγνια μπορεί να παρέχεται τόσο μέσω μόνιμης εγκατάστασης όσο και στο πλαίσιο δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών και ότι, εν προκειμένω, δεν είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.


11      Βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 36), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:442, σημείο 38).


13      Σημειώνω ότι η συζήτηση μεταξύ των διαδίκων αφορούσε κυρίως τα ζητήματα της ύπαρξης δικαιολόγησης στηριζόμενης σε υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος και του αναλογικού χαρακτήρα της επίμαχης στις κύριες δίκες εθνικής ρύθμισης σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.


14      Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η έννοια του «περιορισμού» των θεμελιωδών ελευθεριών δεν υπόκειται σε κανόνα «de minimis» [πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, De Clercq κ.λπ. (C‑315/13, EU:C:2014:2408, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].


15      Βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή διέπει ένα μόνον τμήμα του τομέα των τυχερών παιγνίων, ήτοι το σχετικό με τα παιγνιομηχανήματα τα οποία έχουν κερματοδέκτη.


20      Η επίδικη εισφορά κατανεμήθηκε στη συνέχεια μεταξύ όλων των φορέων εκμετάλλευσης του κλάδου, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφοι 920 και 921, του νόμου σταθερότητας για το 2016.


21      Εξάλλου, υπό την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η εν λόγω αναδιάρθρωση πραγματοποιήθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο.


22      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Υπό την προϋπόθεση ότι πράγματι επιδιώκει τους σκοπούς αυτούς, ζήτημα το οποίο πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο (βλ. σημεία 30 έως 32 των παρουσών προτάσεων).


25      Στην πράξη, η ρύθμιση αυτή παρέμεινε σε ισχύ μόνο για ένα έτος (το έτος 2015) και αφορούσε μόνον τυχερά παίγνια συνδεόμενα με την εκμετάλλευση παιγνιομηχανημάτων με κερματοδέκτη.


26      Εξάλλου, κατά το εν λόγω δικαστήριο, ο εξαιρετικός χαρακτήρας του μέτρου αυτού δεν αναιρεί την ανάγκη να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι πρόκειται για σημαντικό μέτρο και ότι ο εθνικός νομοθέτης θα μπορούσε να θεσπίσει και στο μέλλον νέο πανομοιότυπο μέτρο.


27      Βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψεις 46 και 47). Ειδικότερα, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν συνεπάγεται απουσία νομοθετικής μεταβολής, αλλά απαιτεί μάλλον να λαμβάνει υπόψη ο εθνικός νομοθέτης την ειδική κατάσταση των επιχειρηματιών και να προβλέπει, ενδεχομένως, προσαρμογές κατά την εφαρμογή των νέων νομικών κανόνων [βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].


28      Βλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotechniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ. (C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


29      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotechniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ. (C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


30      Τα ιταλικά δικαστήρια έχουν επανειλημμένως υποβάλει αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως με αντικείμενο τις πολυάριθμες αυτές παρεμβάσεις του Ιταλού νομοθέτη [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 1999, Zenatti (C‑67/98, EU:C:1999:514)· της 6ης Νοεμβρίου 2003, Gambelli κ.λπ. (C‑243/01, EU:C:2003:597)· της 6ης Μαρτίου 2007, Placanica κ.λπ. (C‑338/04, C‑359/04 και C‑360/04, EU:C:2007:133)· της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone (C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80)· της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza (C‑375/14, EU:C:2016:60)· της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985)· της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Stanley International Betting και Stanleybet Malta (C‑375/17, EU:C:2018:1026), καθώς και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Sisal κ.λπ. (C‑721/19 και C‑722/19, EU:C:2021:672)].


31      Μολονότι ο νόμος αυτός προέβλεπε την αναπροσαρμογή των επίμαχων αμοιβών και προμηθειών των παραχωρησιούχων βάσει προοδευτικού συντελεστή σε συνάρτηση με το ύψος των εισπράξεων και, όπως επισήμανα στα σημεία 28 και 29 των παρουσών προτάσεων και υπό την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο μιας τέτοιας συνολικής αναπροσαρμογής, παρά ταύτα ο Ιταλός νομοθέτης είχε εκφράσει τη βούλησή του να παρέμβει εκ νέου στον συγκεκριμένο τομέα.


32      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζω ότι, κατ’ αρχήν, τα συμφέροντα ενός επιχειρηματία που προέβη σε δαπανηρές επενδύσεις με σκοπό να συμμορφωθεί προς το καθεστώς το οποίο είχε θεσπιστεί από τον νομοθέτη ενδέχεται να θιγούν σημαντικά εξαιτίας μιας πρόωρης καταργήσεως του εν λόγω καθεστώτος, κατά μείζονα λόγο όταν η κατάργηση αυτή επέρχεται αιφνίδια και απρόβλεπτα, χωρίς να δοθεί στον επιχειρηματία ο απαραίτητος χρόνος προσαρμογής στο νέο νομοθετικό καθεστώς [βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].


33      Λόγω των περιστάσεων αυτών αμβλύνεται, κατ’ εμέ, και η ανάγκη για μια «περίοδο προσαρμογής», κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στην υποσημείωση 32 των παρουσών προτάσεων.