Language of document : ECLI:EU:C:2023:905

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατική ενίσχυση – Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ – Σουηδική αγορά αεροπορικών μεταφορών – Καθεστώς ενισχύσεων που κοινοποίησε το Βασίλειο της Σουηδίας – Εγγυήσεις δανείων για τη στήριξη των αεροπορικών εταιριών εν μέσω της πανδημίας COVID‑19 – Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενισχύσεως – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων – Ενίσχυση για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας – Αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών»

Στην υπόθεση C‑209/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε την 1η Απριλίου 2021,

Ryanair DAC, με έδρα το Swords (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους V. Blanc, F.-C. Laprévote και E. Vahida, avocats, I.‑Γ. Μεταξά‑Μαραγκίδη, δικηγόρο, και από τους D. Pérez de Lamo και S. Rating, abogados,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn και S. Noë και την F. Tomat,

καθής πρωτοδίκως,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την A.‑L. Desjonquères, τους P. Dodeller, T. Stéhelin και την N. Vincent, στη συνέχεια, από την A.‑L. Desjonquères, τον T. Stéhelin και την N. Vincent, και τέλος από την A.‑L. Desjonquères και τον T. Stéhelin,

Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον O. Simonsson, την H. Eklinder, τον J. Lundberg, τις C. Meyer‑Seitz, A. M. Runeskjöld, M. Salborn Hodgson, R. Shahsavan Eriksson και H. Shev, στη συνέχεια, από τον O. Simonsson, τις H. Eklinder, C. Meyer‑Seitz, A. M. Runeskjöld, M. Salborn Hodgson, R. Shahsavan Eriksson και H. Shev,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu‑Matei, J.‑C. Bonichot, S. Rodin (εισηγητή) και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Οκτωβρίου 2022,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ryanair DAC ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Φεβρουαρίου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (T‑238/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:91), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας (στο εξής: αναιρεσείουσα) με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2020) 2366 final της Επιτροπής, της 11ης Απριλίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56812 (2020/N) – Σουηδία – COVID‑19: καθεστώς εγγυήσεων δανείων υπέρ των αεροπορικών εταιριών (ΕΕ 2020, C 269, σ. 2, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

2        Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, συνοψίζεται ως ακολούθως.

3        Στις 3 Απριλίου 2020 το Βασίλειο της Σουηδίας κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο ενισχύσεως υπό μορφή καθεστώτος εγγυήσεων δανείων προς ορισμένες αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων). Το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων σκοπούσε να διασφαλίσει ότι οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέχουν άδεια εκδοθείσα από το εν λόγω κράτος μέλος (στο εξής: άδεια των σουηδικών αρχών) και οι οποίες συμβάλλουν στη «συνδεσιμότητα» του σουηδικού εδάφους διαθέτουν επαρκή ρευστότητα ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητά τους από τις διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία COVID‑19 και να συνεχισθεί η οικονομική δραστηριότητά τους κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσεως, αλλά και μετά από αυτή. Το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αφορούσε όλες τις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες, την 1η Ιανουαρίου 2020, ήταν κάτοχοι της αδείας των σουηδικών αρχών για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ 2008, L 293, σ. 3), με εξαίρεση τις αεροπορικές εταιρίες των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην εκμετάλλευση μη τακτικών αεροπορικών γραμμών μεταφοράς επιβατών. Το μέγιστο ποσό των εγγυημένων δανείων βάσει του καθεστώτος αυτού ανερχόταν σε 5 δισεκατομμύρια σουηδικές κορώνες (SEK) (περίπου 455 εκατομμύρια ευρώ). Οι εγγυήσεις, οι οποίες αφορούσαν επενδυτικά δάνεια και δάνεια για κεφάλαια κινήσεως, μπορούσαν να χορηγηθούν το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, για μέγιστη διάρκεια έξι ετών.

4        Στις 11 Απριλίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αξιολόγησε τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα της από 19 Μαρτίου 2020 ανακοινώσεώς της, με τίτλο «Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID‑19» [C(2020) 1863, ΕΕ 2020, C 91 I, σ. 1], όπως τροποποιήθηκε με την ανακοίνωσή της της 3ης Απριλίου 2020 [C(2020) 2215, ΕΕ 2020, C 112 I, σ. 1] (στο εξής: προσωρινό πλαίσιο).

5        Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 1008/2008, οι επιλέξιμες για το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αεροπορικές εταιρίες είχαν την «κύρια εγκατάστασή» τους στη Σουηδία και ότι η οικονομική τους κατάσταση ελεγχόταν τακτικά από την αρμόδια για τη χορήγηση των αδειών εθνική αρχή. Έκρινε, επιπλέον, ότι η εκμετάλλευση τακτικών επιβατικών γραμμών από τους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη «συνδεσιμότητα» της χώρας και ότι, κατά συνέπεια, τα κριτήρια επιλεξιμότητας του καθεστώτος αυτού ήταν πρόσφορα για τον προσδιορισμό των αεροπορικών εταιριών οι οποίες συνδέονταν με τη Σουηδία και συνέβαλλαν στη «συνδεσιμότητά» της, σύμφωνα με τον σκοπό του εν λόγω καθεστώτος. Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς ήταν αναγκαίο, κατάλληλο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας για την άρση σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας και ότι πληρούσε όλους τους σχετικούς όρους του σημείου 3.2 του προσωρινού πλαισίου με τίτλο «Ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων δανείων».

6        Συνακόλουθα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς αυτό.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαΐου 2020, η Ryanair άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

8        Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ryanair προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν, ο πρώτος, παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο δεύτερος, παράβαση της υποχρεώσεως σταθμίσεως των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού, ο τρίτος, προσβολή από την Επιτροπή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της Ryanair διότι αρνήθηκε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας παρά την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα του κοινοποιηθέντος μέτρου με την εσωτερική αγορά και, ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

9        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει η Ryanair. Όσον αφορά τον τρίτο λόγο, έκρινε, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το σκεπτικό βάσει του οποίου απορρίφθηκαν οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως, ότι παρείλκε η εξέταση του βασίμου του. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της, χωρίς να αποφανθεί επί του παραδεκτού της.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

10      Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ryanair ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή, τη Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας στα δικαστικά έξοδα ή, επικουρικώς,

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

11      Η Επιτροπή και το Βασίλειο της Σουηδίας ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

13      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Ryanair προβάλλει πέντε λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κακώς απέρριψε το Γενικό Δικαστήριο τον πρωτοδίκως προβληθέντα λόγο ακυρώσεως περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών κατά την εξέταση του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη εφαρμόζοντας το κριτήριο της σταθμίσεως των ευεργετικών και των αρνητικών αποτελεσμάτων του καθεστώτος ενισχύσεων. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην εξετάσει το βάσιμο του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως και αφορούσε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

14      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη και βάλλει κατά των σκέψεων 25 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Ryanair υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν παραβίαζε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

15      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Ryanair υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε προσηκόντως την αρχή της απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας, η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή της έννομης τάξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαφορετική μεταχείριση την οποία εισάγει το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε να εξομοιωθεί με δυσμενή διάκριση υπό το πρίσμα ενός εκ των κριτηρίων επιλεξιμότητας, ήτοι της κατοχής άδειας των σουηδικών αρχών, έκρινε εσφαλμένως, κατά την αναιρεσείουσα, ότι η διάκριση αυτή έπρεπε να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη διάταξη συνιστούσε ειδική διάταξη κατά την έννοια του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός του ευεργετήματος του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων στις επιχειρήσεις αεροπορικών μεταφορών που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών ισοδυναμεί, κατά την αναιρεσείουσα, με άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, δεδομένου ότι, για να αποκτήσει μια τέτοια άδεια, μια αεροπορική εταιρία πρέπει οπωσδήποτε να έχει την κύρια εγκατάστασή της στη Σουηδία.

16      Επιπλέον, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν η διάκριση αυτή δικαιολογείτο για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας, κατά την έννοια του άρθρου 52 ΣΛΕΕ, ή, εν πάση περιπτώσει, αν στηριζόταν σε αντικειμενικές εκτιμήσεις, ανεξάρτητες από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων προσώπων.

17      Με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στις σκέψεις 32 και 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τον καθορισμό του σκοπού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Ειδικότερα, θεωρεί ότι κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι ο σκοπός του καθεστώτος αυτού περιοριζόταν στη διασφάλιση της «συνδεσιμότητας» της Σουηδίας ή ότι ήταν σύμφωνος με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ενώ από την επίδικη απόφαση προέκυπτε σαφώς ότι ο σκοπός αυτός ήταν να διασφαλισθεί επαρκής ρευστότητα στις αεροπορικές εταιρίες «που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών».

18      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Ryanair υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 38 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, στο οποίο εμπίπτουν μόνον οι αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών, ήταν πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού του. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας εσφαλμένως τον κανονισμό 1008/2008 και συμπληρώνοντας παρανόμως την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, κακώς έκρινε, πρώτον, ότι κράτος μέλος το οποίο χορήγησε άδεια σε αεροπορική εταιρία μπορεί να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο η ενίσχυση χρησιμοποιείται από τους δικαιούχους, δεύτερον, ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ελέγχει ότι η αεροπορική εταιρία που είναι κάτοχος της αδείας εξοφλεί τα χορηγηθέντα δάνεια, κατά τρόπον ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος καταπτώσεως της εγγυήσεως, και, τρίτον, ότι οι αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια εκμεταλλεύσεως συνδέονται στενότερα με την οικονομία του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια αυτή. Συγκεκριμένα, δεν υφίσταται καμία διαφορά, όσον αφορά τους ελέγχους που ασκεί το κράτος μέλος που χορήγησε την ενίσχυση, τον κίνδυνο μη εξοφλήσεως των δανείων και τους δεσμούς με την οικονομία του εν λόγω κράτους μέλους, μεταξύ των αεροπορικών εταιριών που κατέχουν άδεια εκμεταλλεύσεως χορηγηθείσα από το εν λόγω κράτος μέλος και εκείνων που κατέχουν άδεια εκμεταλλεύσεως χορηγηθείσα από άλλο κράτος μέλος.

19      Με το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, η Ryanair προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 45 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.

20      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στις σκέψεις 45 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απαίτηση κατοχής αδείας των σουηδικών αρχών «εγγυάτ[ο] κατά τον καλύτερο τρόπο τη σταθερή παρουσία μιας αεροπορικής εταιρίας στο [σουηδικό] έδαφος» και ότι η «κύρια εγκατάσταση», ως ο τόπος λήψεως των διοικητικών και χρηματοοικονομικών αποφάσεων, αποτελεί, εν προκειμένω, στοιχείο «ιδιαιτέρως σημαντικό, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η συνδεσιμότητα της Σουηδίας δεν θα διακοπεί από τη μια ημέρα στην άλλη». Αυτή η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υποχρεώσεως κατοχής αδείας των σουηδικών αρχών και της διασφαλίσεως συγκοινωνιακής εξυπηρετήσεως του σουηδικού εδάφους είναι, κατά την αναιρεσείουσα, εντελώς υποθετική και αναιρείται από τα στοιχεία που η Ryanair προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο.

21      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες «γενικά, συμβάλλουν ως επί το πλείστον στην τακτική εξυπηρέτηση της Σουηδίας». Πρόκειται, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, για πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι, βάσει των αριθμητικών στοιχείων που παρέθεσε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αεροπορικές εταιρίες που κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών αντιπροσώπευαν τη μειοψηφία των τακτικών αεροπορικών γραμμών στη Σουηδία σε δύο από τα τρία τμήματα των υπηρεσιών αυτών, ήτοι στις πτήσεις εντός της Ένωσης, με συνδυασμένο μερίδιο αγοράς 49 %, και στις πτήσεις εκτός της Ένωσης, με συνδυασμένο μερίδιο αγοράς 35 %. Επιπλέον, η αιτιολογία αυτή ενέχει επίσης πλάνη περί το δίκαιο, και ειδικότερα εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως και η αιτιολογία που εκτίθεται στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία οι αεροπορικές εταιρίες που κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών αντιπροσώπευαν το 98 % της εσωτερικής επιβατικής κίνησης και το 84 % της εσωτερικής μεταφοράς φορτίου και επρόκειτο για «γεγονός το οποίο είναι ουσιώδες, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης και της γεωγραφικής κατάστασης» της Σουηδίας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εκτιμήσει το ποσοστό της εσωτερικής κίνησης στη συνολική κίνηση της Σουηδίας.

22      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αξιολογήσει το αποτέλεσμα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού υπό το πρίσμα του κριτηρίου της αναλογικότητας. Η εκτίμηση όμως αυτή είναι ουσιώδης για να κριθεί, σύμφωνα με τη διατύπωση του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου, κατά πόσον το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν υπερβαίνει «το αναγκαίο μέτρο» για την επίτευξη του δεδηλωμένου σκοπού του.

23      Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς δικαιολόγησε, στις σκέψεις 50 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει του προβαλλόμενου σκοπού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, τα κριτήρια επιλεξιμότητας που εισάγουν διάκριση και την έλλειψη συνοχής που απορρέει από τα κριτήρια αυτά, καθόσον έκρινε ότι οι μικρές εταιρίες εκτελούσαν «ιδίως» πτήσεις ειδικού σκοπού, ότι η αναιρεσείουσα είχε μειώσει την παρουσία της στη Σουηδία σε μία μόνο βάση με ένα μόνον αεροσκάφος και ότι το μερίδιο αγοράς της είχε μειωθεί πριν από την έναρξη της πανδημίας COVID‑19. Τοιουτοτρόπως, παρέβλεψε τη σημασία του ανερχόμενου σε 5 % μεριδίου αγοράς της Ryanair. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί επίσης την παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου ότι «οι πόροι που μπορούν να διατεθούν από το οικείο κράτος μέλος δεν είναι απεριόριστοι και πρέπει, επομένως, να ανταποκρίνονται σε προτεραιότητες».

24      Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς αρνήθηκε, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να εξετάσει ένα άλλο σενάριο ενισχύσεως, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να «εξετάσει κάθε εναλλακτικό μέτρο το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί». Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως στηρίχθηκε στην απόφασή του της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής (T‑135/17, EU:T:2019:287), από την οποία προκύπτει απλώς ότι η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να εξετάσει στην αιτιολογία της όλα τα εναλλακτικά μέτρα.

25      Επιπλέον, η αιτιολογία που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το υποθετικό εναλλακτικό μέτρο, το οποίο συνίστατο στην επέκταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων σε εταιρίες μη εγκατεστημένες στη Σουηδία, δεν θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του σκοπού της «συνδεσιμότητας» στον ίδιο βαθμό, στηρίζεται, διά παραπομπής στις σκέψεις 40 έως 44 της αποφάσεως αυτής, στην εσφαλμένη νομική παραδοχή ότι, δυνάμει του κανονισμού 1008/2008, οι αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια εκμεταλλεύσεως χορηγηθείσα από άλλο κράτος μέλος μπορούν ευκολότερα να διακόψουν τα δρομολόγιά τους από και προς τη Σουηδία.

26      Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

27      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑208/16 P, EU:C:2018:506, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Επομένως, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή του ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά ακριβώς όσον αφορά μέτρα που έχουν τέτοια χαρακτηριστικά και παράγουν τέτοια αποτελέσματα, καθόσον είναι ικανά να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

29      Ειδικότερα, η απαίτηση περί επιλεκτικού χαρακτήρα που απορρέει από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋποθέτει την εκ μέρους της Επιτροπής απόδειξη ότι το οικονομικό πλεονέκτημα, υπό την ευρεία έννοια του όρου, το οποίο απορρέει άμεσα ή έμμεσα από συγκεκριμένο μέτρο ευνοεί ειδικώς μία ή πλείονες επιχειρήσεις. Προς τούτο, η Επιτροπή υπέχει, ειδικότερα, την υποχρέωση να αποδείξει ότι το οικείο μέτρο εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες, από απόψεως του επιδιωκομένου σκοπού, βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση. Απαιτείται, επομένως, το πλεονέκτημα να παρέχεται επιλεκτικώς και να δύναται να περιαγάγει ορισμένες επιχειρήσεις σε πλεονεκτικότερη θέση από ό,τι άλλες (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εντούτοις, το άρθρο 107, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ προβλέπει ορισμένες παρεκκλίσεις από την αρχή του ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τις ενισχύσεις «για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους». Είναι, επομένως, συμβατές ή μπορούν να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για τους σκοπούς και σύμφωνα με τις απαιτήσεις τις οποίες προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις που εισάγουν παρέκκλιση, παρά το ότι έχουν τα χαρακτηριστικά και παράγουν τα αποτελέσματα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως.

31      Ως εκ τούτου, επειδή σε διαφορετική περίπτωση οι εν λόγω διατάξεις που εισάγουν παρέκκλιση θα στερούντο κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, κρατικές ενισχύσεις χορηγούμενες σύμφωνα με τις ως άνω απαιτήσεις, ήτοι για αναγνωρισμένο βάσει των διατάξεων αυτών σκοπό και εντός των ορίων αυτού που είναι αναγκαίο και αναλογικό σε σχέση με την επίτευξή του, δεν πρέπει να κρίνονται μη συμβατές με την εσωτερική αγορά λαμβανομένων υπόψη μόνον των χαρακτηριστικών ή μόνον των αποτελεσμάτων τα οποία μνημονεύθηκαν στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, ή των αποτελεσμάτων τα οποία είναι συμφυή με κάθε κρατική ενίσχυση, ήτοι, μεταξύ άλλων, για λόγους απτόμενους του επιλεκτικού χαρακτήρα της ενισχύσεως ή του ότι η ενίσχυση νοθεύει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Συνεπώς, μια ενίσχυση δεν μπορεί να κριθεί ασύμβατη με την εσωτερική αγορά για λόγους που άπτονται αποκλειστικώς του επιλεκτικού χαρακτήρα της ενισχύσεως ή του ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 108).

33      Τούτου λεχθέντος, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο η Ryanair προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο εκ του λόγου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφήρμοσε, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, αλλά εξέτασε το επίμαχο μέτρο με γνώμονα το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ ουδέποτε πρέπει να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ. Επομένως, ενίσχυση η οποία, αυτή καθεαυτήν ή λόγω ορισμένων λεπτομερειών χορήγησής της, παραβιάζει διατάξεις ή γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά (αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 96, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 109).

34      Εντούτοις, όσον αφορά ειδικώς το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, κατά πάγια νομολογία έχει κριθεί ότι το εν λόγω άρθρο μπορεί να εφαρμοσθεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις για τις οποίες η Συνθήκη ΛΕΕ δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες απαγορεύσεως των διακρίσεων (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2017, Erzberger, C‑566/15, EU:C:2017:562, σκέψη 25, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 110).

35      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 107, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ προβλέπει παρεκκλίσεις από την αρχή η οποία διατυπώνεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ότι δηλαδή οι κρατικές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά, και ως εκ τούτου επιτρέπει, ειδικότερα, τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων, υπό την επιφύλαξη ότι πρέπει να πληρούνται οι προβλεπόμενες από τις εν λόγω παρεκκλίσεις απαιτήσεις, οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να θεωρούνται «ειδικές διατάξεις» προβλεπόμενες από τις Συνθήκες, κατά την έννοια του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 111)

36      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ αποτελούσε ειδική διάταξη υπό την ανωτέρω έννοια και ότι έπρεπε μόνο να εξετασθεί αν η διαφορετική μεταχείριση την οποία συνεπαγόταν το επίμαχο μέτρο επιτρεπόταν βάσει της εν λόγω διατάξεως.

37      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ryanair, η διαφορετική μεταχείριση την οποία συνεπάγεται το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν απαιτείται επιπλέον να δικαιολογηθεί με γνώμονα τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 52 ΣΛΕΕ.

38      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

39      Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου αναιρέσεως, η Ryanair υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 32 και 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προσδιόρισε εσφαλμένως τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, όπως αυτός προκύπτει από την επίδικη απόφαση, και ότι κακώς έκρινε ότι ο σκοπός αυτός ήταν η διατήρηση της «συνδεσιμότητας» της Σουηδίας.

40      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων συνίστατο, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, στην άρση της σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας που προκλήθηκε από την πανδημία COVID‑19, με τη διασφάλιση της «συνδεσιμότητας» της Σουηδίας.

41      Η περιγραφή αυτή του επιδιωκόμενου με το ανωτέρω καθεστώς σκοπού είναι σύμφωνη με εκείνη που εκτίθεται στην επίδικη απόφαση, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις της 8 και 43, στις οποίες παραπέμπει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και με τις οποίες η Επιτροπή, αφενός, διατύπωσε τον σκοπό της διασφαλίσεως της «συνδεσιμότητας» του σουηδικού εδάφους και, αφετέρου, αξιολόγησε τη λυσιτέλεια του σκοπού αυτού στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Εντούτοις, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Ryanair, από την επίδικη απόφαση δεν προκύπτει ότι η κατοχή αδείας των σουηδικών αρχών συνιστούσε αυτοσκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά ότι η κατοχή τέτοιας αδείας συνιστούσε μάλλον, όπως έκρινε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κριτήριο επιλεξιμότητας του συγκεκριμένου καθεστώτος.

42      Στο μέτρο που, με το δεύτερο αυτό σκέλος η Ryanair προσάπτει επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα υποβληθέντα στην κρίση του πραγματικά στοιχεία, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να εκθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία διατείνεται ότι παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του παραμόρφωση. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εξάλλου, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, προς στήριξη του εν λόγω σκέλους, η Ryanair δεν προσδιορίζει ποια αποδεικτικά στοιχεία παραμόρφωσε, κατ’ αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο προσδιορίζοντας τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και, κατά μείζονα λόγο, δεν αποδεικνύει με ποιον τρόπο παραμορφώθηκαν τα στοιχεία αυτά.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

47      Με το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, η Ryanair υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά κρίνοντας, στις σκέψεις 38 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, καθόσον ωφελούσε μόνον τις αεροπορικές εταιρίες που κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών, εξαιρουμένων εκείνων που παρείχαν μη τακτικές υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, ήταν πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού του.

48      Συναφώς, με μια πρώτη αιτίαση, η Ryanair υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, ιδίως στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κριτήριο της κατοχής αδείας εκδοθείσας από το κράτος μέλος που χορηγεί την ενίσχυση καθιστούσε δυνατό τον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο η ενίσχυση χρησιμοποιείται από τους δικαιούχους, παρέθεσε αιτιολογία η οποία δεν περιλαμβανόταν στην επίδικη απόφαση, οπότε υποκατέστησε με το δικό του σκεπτικό την αιτιολογία που είχε υιοθετήσει η Επιτροπή προς στήριξη της αποφάσεώς της.

49      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, βεβαίως, ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δεν δύνανται να υποκαταστήσουν την αιτιολογία του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη με τη δική τους αιτιολογία (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, World Duty Free Group και Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑51/19 P και C‑64/19 P, EU:C:2021:793, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 43 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει το γεγονός ότι οι αεροπορικές εταιρίες που διαθέτουν άδεια εκμεταλλεύσεως των σουηδικών αρχών έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στη Σουηδία και υπόκεινται εκεί σε τακτική παρακολούθηση της χρηματοοικονομικής καταστάσεώς τους. Ως εκ τούτου, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε να απαντήσει στην επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας που μνημονεύεται στη σκέψη 38 της αποφάσεως αυτής, να διευκρινίσει την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως και, ειδικότερα, να αντλήσει ορισμένες ενδείξεις από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτή, χωρίς ωστόσο να προβεί σε αντικατάσταση της αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως.

50      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι, στηριζόμενο στις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 40 έως 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 43 της αποφάσεως αυτής, ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, περιορίζοντας την εφαρμογή του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων μόνο στις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών και οι οποίες, ως εκ τούτου, έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στη Σουηδία, επεδίωξε νομίμως, κατ’ ουσίαν, να διασφαλίσει την ύπαρξη διαρκούς δεσμού μεταξύ του ιδίου και των αεροπορικών εταιριών υπέρ των οποίων παρείχε την εγγύησή του και, στη σκέψη 44 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το κριτήριο επιλεξιμότητας που αφορά την κατοχή τέτοιας αδείας ήταν, επομένως, πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού της άρσεως σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του εν λόγω κράτους μέλους.

51      Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στον κανονισμό 1008/2008, στις σκέψεις 43 και 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μόνον προκειμένου να διαπιστώσει την ιδιαιτερότητα και τη σταθερότητα του δεσμού που συνδέει τις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια εκμεταλλεύσεως με το κράτος μέλος που χορήγησε την άδεια, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού που διέπει τις σχέσεις τους και, ιδίως, τους χρηματοοικονομικούς ελέγχους που ασκούν οι αρχές του κράτους μέλους αυτού επί των εν λόγω αεροπορικών εταιριών. Πάντως, δεν ασκεί, αυτό καθεαυτό, επιρροή στην εκτίμηση του δεσμού αυτού, προκειμένου να καθορισθεί αν τα κριτήρια επιλεξιμότητας είναι πρόσφορα για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, το γεγονός ότι οι έλεγχοι δεν αφορούν ειδικώς τη χρήση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών ή το γεγονός ότι έλεγχος της χρήσεως των ενισχύσεων αυτών μπορεί επίσης να διενεργηθεί και στις αεροπορικές εταιρίες που δεν κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών, όπως υποστηρίζει η Ryanair.

52      Μολονότι, δεύτερον, η Ryanair προβάλλει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις εκτιμήσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, εντούτοις αρκεί η διαπίστωση ότι δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε τέτοια παραμόρφωση, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως.

53      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμο.

54      Με το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, η Ryanair υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 45 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.

55      Συναφώς, καθόσον η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, με την πρώτη, τη δεύτερη και την τέταρτη αιτίαση του σκέλους αυτού, ορισμένες παραδοχές του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 45 και 46 καθώς και 50 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και εκτίθενται στις σκέψεις 20 και 21 της παρούσας αποφάσεως, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η αναιρεσείουσα επιδιώκει τοιουτοτρόπως, στην πραγματικότητα, να αμφισβητήσει την κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο για να κρίνει, ιδίως στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

56      Αφετέρου, μολονότι, στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η αναιρεσείουσα προέβαλε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι επιλέξιμες για το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αεροπορικές εταιρίες, «γενικά, συμβάλλουν ως επί το πλείστον στην τακτική εξυπηρέτηση της Σουηδίας» δεν προκύπτει, κατά την αναιρεσείουσα, από τα στοιχεία που χρησιμοποίησε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, εντούτοις επισημαίνεται ότι η εκτίμηση των στοιχείων αυτών δεν καταδεικνύει καμία προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση η οποία να συνιστά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

57      Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των υψηλών ποσοστών της εσωτερικής επιβατικής κίνησης (98 %) και της εσωτερικής μεταφοράς φορτίου (84 %) οι οποίες εκτελούνται από τις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά έχουν πρωταρχικό χαρακτήρα για τη διασφάλιση του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, όπερ, αυτό καθεαυτό, δεν αμφισβητήθηκε από την αναιρεσείουσα, καθώς και λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών ποσοστών όσον αφορά το μερίδιο αεροπορικής μεταφοράς επιβατών των εν λόγω εταιριών τόσο εντός (49 %) όσο και εκτός (35 %) της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε, χωρίς να παραμορφώσει τα πραγματικά αυτά στοιχεία, ότι, γενικά, οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες συμβάλλουν ως επί το πλείστον στην τακτική εξυπηρέτηση της Σουηδίας όσον αφορά τόσο τη μεταφορά φορτίου όσο και τη μεταφορά επιβατών, όπερ ανταποκρίνεται στον σκοπό της διασφαλίσεως της «συνδεσιμότητας» της Σουηδίας, είτε πρόκειται για αεροπορικά δρομολόγια στη Σουηδία, είτε από τη Σουηδία, είτε προς τη Σουηδία.

58      Κατά συνέπεια, η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη αιτίαση του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμες.

59      Όσον αφορά την πέμπτη αιτίαση του σκέλους αυτού του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η οποία βάλλει κατά της σκέψεως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι μόνον επαλλήλως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 53, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούτο να αποφανθεί εφ’ όλων των εναλλακτικών σε σχέση με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων μέτρων. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 65 και 66 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, τα εναλλακτικά μέτρα που πρότεινε η αναιρεσείουσα δεν θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το καθεστώς αυτό σκοπού. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, συναφώς, στις σκέψεις 40 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 έως 53 της παρούσας αποφάσεως, δεν ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο.

60      Ως εκ τούτου, η υπό εξέταση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

61      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός στο σύνολό του, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της τρίτης αιτιάσεως του τετάρτου σκέλους του λόγου αυτού, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως και η οποία συμπίπτει με την επιχειρηματολογία που προβάλλεται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως και εξετάζεται από κοινού με αυτόν, στις σκέψεις 84 έως 90 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Ryanair υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 62 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και προέβη σε πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, καθόσον απέρριψε το τρίτο σκέλος του πρωτοδίκως προβληθέντος πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο η Ryanair προέβαλε προσβολή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

63      Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η Ryanair υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα διαλαμβάνει η σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είχε προβάλει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, παράβαση του κανονισμού 1008/2008, υποστηρίζοντας ότι είχε παραβιασθεί η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Απορρίπτοντας τα επιχειρήματά της με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι «η προσφεύγουσα δεν προβάλλει καμία παράβαση του κανονισμού αυτού», το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε προδήλως τα υπομνήματά της χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την κρίση του.

64      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η Ryanair υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τρόπο αντιφατικό και εσφαλμένο, ότι δεν απέδειξε με ποιον τρόπο ο αποκλεισμός της από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν ικανός να την αποτρέψει από την παροχή υπηρεσιών από και προς τη Σουηδία. Το γεγονός ότι ορισμένες αεροπορικές εταιρίες αποκλείονται από ένα πλεονέκτημα που επιφυλάσσεται στις καλούμενες από τη Ryanair «σουηδικές αεροπορικές εταιρίες» αρκεί πράγματι, κατά την άποψή της, για να αποδειχθεί ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αποθαρρύνεται, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη απόδειξη. Εξάλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα περιόρισε σταδιακά τη δραστηριότητά της στη σουηδική αγορά δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να κριθεί αν το επίμαχο καθεστώς περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

65      Επομένως, η Ryanair υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία παραλείποντας να εξετάσει τα σημαντικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα όσον αφορά το περιοριστικό αποτέλεσμα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και προσδίδοντας ιδιαίτερη σημασία σε μη ασκούσες επιρροή εκτιμήσεις ως προς τις παρελθούσες εξελίξεις του μεριδίου αγοράς της αναιρεσείουσας.

66      Με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Ryanair υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής της, απέδειξε επαρκώς κατά νόμον, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα περιοριστικά αποτελέσματα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν ήταν δικαιολογημένα.

67      Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ορθώς τον περιορισμό αυτόν υπό το πρίσμα των κρίσιμων κριτηρίων της καταλληλότητας και της αναλογικότητας. Προσέτι, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι προσκόμισε πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είχε αποτελέσματα περιοριστικά της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τα οποία ήταν άχρηστα, ακατάλληλα και δυσανάλογα σε σχέση με τον σκοπό του εν λόγω καθεστώτος, ήτοι τον σκοπό διασφάλισης της «συνδεσιμότητας» της Σουηδίας. Περαιτέρω, ανέφερε, στο πλαίσιο αυτό, ένα εναλλακτικό κριτήριο επιλεξιμότητας της ενισχύσεως, στηριζόμενο στα μερίδια αγοράς, το οποίο θα ήταν λιγότερο επιζήμιο για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Εξάλλου, μνημόνευσε ρητώς το κριτήριο αυτό στις επιστολές τις οποίες απηύθυνε, πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, στον Σουηδό Πρωθυπουργό και στην αρμόδια για τον ανταγωνισμό Ευρωπαία Επίτροπο και τις οποίες επισύναψε στο δικόγραφο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής.

68      Κατά τη Ryanair, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του πρόσφορου και αναλογικού χαρακτήρα του επίμαχου περιορισμού της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.

69      Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70      Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού και κατά πρώτο λόγο, η Ryanair υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον εξέτασε το γεγονός ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ωφελούσε μόνον τις εταιρίες που η ίδια αποκαλεί «σουηδικές αεροπορικές εταιρίες», ήτοι τις αεροπορικές εταιρίες που κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών, αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, αντί να εξακριβώσει αν το μέτρο αυτό ήταν δικαιολογημένο υπό το πρίσμα των λόγων που προβλέπονται στις σχετικές με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ. Συναφώς, η Ryanair υποστηρίζει ότι υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται η παράβαση των εν λόγω διατάξεων.

71      Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, η διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ ουδέποτε πρέπει να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Επομένως, ενίσχυση η οποία, αυτή καθεαυτήν ή λόγω ορισμένων εκ των όρων χορηγήσεώς της, παραβιάζει διατάξεις ή γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά.

72      Ωστόσο, αφενός, τα περιοριστικά αποτελέσματα που αναπτύσσει μέτρο ενισχύσεως ως προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν συνιστούν άνευ άλλου τινός περιορισμό απαγορευμένο από τη Συνθήκη, καθόσον μπορεί να πρόκειται για αποτέλεσμα συμφυές με την ίδια τη φύση της κρατικής ενίσχυσης, όπως είναι ο επιλεκτικός χαρακτήρας της (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 132).

73      Αφετέρου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, οσάκις οι όροι χορηγήσεως μιας ενισχύσεως συνδέονται τόσο άρρηκτα με το αντικείμενό της ώστε να μην μπορούν να εκτιμηθούν χωριστά, το αποτέλεσμά τους επί του συμβατού ή μη της ενισχύσεως στο σύνολό της με την εσωτερική αγορά πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτιμάται μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Iannelli & Volpi, 74/76, EU:C:1977:51, σκέψη 14, της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 97, καθώς και της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 133).

74      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως, μολονότι η κατοχή αδείας των σουηδικών αρχών δεν συνιστούσε αφ’ εαυτής τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά κριτήριο επιλεξιμότητας του καθεστώτος, το συγκεκριμένο κριτήριο ήταν, αυτό καθεαυτό, αρρήκτως συνδεδεμένο με το αντικείμενο του εν λόγω καθεστώτος, το οποίο συνίστατο στην άρση της σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας που προκλήθηκε από την πανδημία COVID‑19, με τη διασφάλιση της «συνδεσιμότητας» της Σουηδίας. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα που απορρέει από το συγκεκριμένο κριτήριο επιλεξιμότητας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων επί της εσωτερικής αγοράς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου χωριστού από τον έλεγχο της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου ενισχύσεως, στο σύνολό του, με την εσωτερική αγορά μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ.

75      Από το ανωτέρω σκεπτικό και από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ουσίαν, ότι, προκειμένου να καταδειχθεί ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αποτελούσε –λόγω του ότι της επίμαχης ενισχύσεως επωφελούντο μόνον οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών, και όχι, μεταξύ άλλων, η Ryanair– εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η Ryanair έπρεπε να αποδείξει, εν προκειμένω, ότι το συγκεκριμένο μέτρο παρήγε περιοριστικά αποτελέσματα που έβαιναν πέραν εκείνων που είναι συμφυή με κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑320/21 P, EU:C:2023:712, σκέψη 135).

76      Πάντως, με το σύνολο της επιχειρηματολογίας που προβάλλει προς στήριξη του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Ryanair σκοπεί να επικρίνει το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, καθόσον μόνον οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών ήταν επιλέξιμες για το καθεστώς αυτό, καθώς και τα περιοριστικά αποτελέσματα του εν λόγω κριτηρίου επιλεξιμότητας επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, μολονότι τα αποτελέσματα αυτά είναι συμφυή με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του εν λόγω καθεστώτος.

77      Επιπλέον, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Ryanair υποστηρίζει ότι προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι η Ryanair δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα δυνάμενο να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

78      Επομένως, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

79      Τέλος, το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, καθόσον βάλλει κατά της σκέψεως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας το σκεπτικό παρατίθεται επαλλήλως σε σχέση με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 64 της ίδιας αποφάσεως. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Ryanair υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 68 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν απαιτεί από την Επιτροπή, οσάκις εξετάζει τη συμβατότητα ενισχύσεως, να προβαίνει σε στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της εν λόγω ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού. Ο λόγος αυτός πρέπει να συσχετισθεί με την τρίτη αιτίαση του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως και με την οποία η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εκτιμήσει το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

81      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε υπερβολικά ευρεία ερμηνεία της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψεις 20 και 39), προκειμένου να κρίνει ότι η προϋπόθεση ότι η ενίσχυση δεν πρέπει να επηρεάζει υπέρμετρα τους όρους των συναλλαγών έχει εφαρμογή στις ενισχύσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, αλλά όχι στις ενισχύσεις της παραγράφου 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου άρθρου. Πρώτον, το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο εφήρμοσε η ανωτέρω απόφαση, αναφέρεται, κατά την άποψή της, μόνο στο αποτέλεσμα της ενισχύσεως επί των όρων των συναλλαγών και όχι στην προστασία του ανόθευτου ανταγωνισμού η οποία, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη κατά τη στάθμιση των θετικών και των αρνητικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως. Δεύτερον, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο δεν εξέτασε ενδελεχώς το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Τρίτον, η υποχρέωση σταθμίσεως των θετικών και των αρνητικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού απορρέει επίσης από αρχές οι οποίες εφαρμόζονται γενικώς σε όλες τις ενισχύσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

82      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από την ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους δεν θα έπρεπε να τεκμαίρεται ότι τα θετικά αποτελέσματα μιας ενισχύσεως υπερτερούν των αρνητικών αποτελεσμάτων της, αλλά, αντιθέτως, θα έπρεπε η ύπαρξη αυτή να οδηγεί σε επίδειξη ιδιαίτερης προσοχής κατά τη στάθμιση των εν λόγω αποτελεσμάτων, προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα της ενισχύσεως.

83      Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

84      Επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 20 της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑594/18 P, EU:C:2020:742), το Δικαστήριο τόνισε τις διαφορές μεταξύ του γράμματος του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και του γράμματος του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και επισήμανε, ειδικότερα, ότι μόνον η πρώτη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει την προϋπόθεση κατά την οποία η επίμαχη ενίσχυση πρέπει να επιδιώκει σκοπό κοινού συμφέροντος. Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ δεν εξαρτά τη συμβατότητα ενισχύσεως από μια τέτοια προϋπόθεση.

85      Για παρόμοιο λόγο στηριζόμενο στη σύγκριση του γράμματος των οικείων διατάξεων, όπως έκρινε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ελλείψει αναφοράς, στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, στην απόδειξη της μη αλλοιώσεως των όρων των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον και, επομένως, στην ανάγκη σταθμίσεως των ευεργετικών και των αρνητικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί, σε αντίθεση με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή να προβαίνει σε τοιαύτη στάθμιση προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά.

86      Όπως ορθώς επισήμανε η Γαλλική Δημοκρατία με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η διαφορετική αυτή εκτίμηση της συμβατότητας των ενισχύσεων του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και των ενισχύσεων του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ εξηγείται από την ιδιαίτερη φύση των ενισχύσεων του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, με τις οποίες επιδιώκονται σκοποί εξαιρετικού χαρακτήρα και ιδιαίτερης βαρύτητας συνιστάμενοι είτε στην προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος είτε στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους. Συνεπώς, τα μέτρα ενισχύσεως που συμβάλλουν στην επίτευξη κάποιου εκ των σκοπών αυτών, υπό τον όρο ότι είναι αναγκαία και αναλογικά, μπορούν να θεωρηθούν ότι διασφαλίζουν τη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ των ευεργετικών τους αποτελεσμάτων και των αρνητικών επιπτώσεών τους στην εσωτερική αγορά και ότι, ως εκ τούτου, ανταποκρίνονται στο κοινό συμφέρον της Ένωσης.

87      Επομένως, δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ εκφράζει τη γενόμενη από τους συντάκτες της Συνθήκης στάθμιση των αποτελεσμάτων των κρατικών ενισχύσεων οι οποίες εμπίπτουν στη διάταξη αυτήν, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε νέα στάθμιση των αποτελεσμάτων αυτών όταν εξετάζει τη συμβατότητα ενισχύσεως της οποίας η χορήγηση σχεδιάζεται βάσει της εν λόγω διατάξεως.

88      Εξάλλου, μολονότι η παρέκκλιση από την αρχή του ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται στενά, εντούτοις οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό της παρεκκλίσεως αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να περιορίζει αδικαιολόγητα το περιεχόμενό της ή να την καθιστά άνευ αποτελέσματος. Μια παρέκκλιση πρέπει, πράγματι, να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τους σκοπούς που επιδιώκει (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Fastweb, C‑19/13, EU:C:2014:2194, σκέψη 40).

89      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούτο, από το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, να προβεί σε στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της επίμαχης ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού.

90      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

91      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Ryanair προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, καθόσον κακώς έκρινε, στις σκέψεις 77 έως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

92      Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, το οποίο χαρακτηριζόταν από την εκδήλωση της πανδημίας COVID‑19 και τις δυσχέρειες που η πανδημία αυτή προκάλεσε κατά τη σύνταξη των αποφάσεων της Επιτροπής, μπορούσε να δικαιολογήσει την απουσία ορισμένων κρίσιμων στοιχείων από την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, μολονότι τα στοιχεία αυτά θα ήταν όντως αναγκαία για την αναιρεσείουσα προκειμένου να κατανοήσει τη συλλογιστική στην οποία στηρίζονταν τα συμπεράσματα της Επιτροπής. Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, είναι αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου και καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

93      Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

94      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία η οποία απαιτείται κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικώς όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 198 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Σε περίπτωση, ειδικότερα, όπως εν προκειμένω, αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων όσον αφορά μέτρο ενισχύσεως, εκδοθείσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι μια τέτοια απόφαση, που λαμβάνεται εντός σύντομων προθεσμιών, πρέπει να περιέχει μόνον τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή κρίνει ότι δεν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της οικείας ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, καθώς και ότι ακόμη και μια συνοπτική αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πρέπει να θεωρείται επαρκής για να πληρούται η προβλεπόμενη από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ απαίτηση αιτιολογήσεως, εφόσον προκύπτουν από αυτή με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν αντιμετώπισε τέτοιες δυσχέρειες, αφού το ζήτημα της βασιμότητας της αιτιολογίας είναι διαφορετικό από την προαναφερθείσα απαίτηση (πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 199 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η επίδικη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τις ως άνω απαιτήσεις.

97      Συναφώς, αφενός, στο μέτρο που η Ryanair προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι κατέστησε ελαστικότερες τις απαιτήσεις σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως υπό το πρίσμα της συγκυρίας της πανδημίας COVID‑19 εντός της οποίας εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, διαπιστώνεται ότι, παραπέμποντας, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, ήτοι στη συγκυρία της πανδημίας και των εξαιρετικά επειγουσών συνθηκών υπό τις οποίες η Επιτροπή ενέκρινε το προσωρινό πλαίσιο, εξέτασε τα μέτρα που της είχαν κοινοποιήσει τα κράτη μέλη, ιδίως κατ’ εφαρμογήν του ως άνω προσωρινού πλαισίου, και εξέδωσε τις σχετικές με τα μέτρα αυτά αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και τη συγκεκριμένη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς, όπως απαιτεί η νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 94 και 95 της παρούσας αποφάσεως, έλαβε υπόψη κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να κρίνει αν, με την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

98      Αφετέρου, καθόσον η Ryanair επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων η Επιτροπή, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει, δεν αποφάνθηκε ή τα οποία δεν εκτίμησε με την επίδικη απόφαση, όπως το συμβατό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, τον αντίκτυπό του επί των εμπορικών συναλλαγών και του ανταγωνισμού, καθώς και τη στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της, από τις σκέψεις 79 και 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε είτε ότι τα στοιχεία αυτά δεν ασκούσαν επιρροή για την απόφαση της Επιτροπής είτε ότι είχε γίνει, επαρκώς κατά νόμον, αναφορά σε αυτά στην εν λόγω απόφαση προκειμένου να γίνει κατανοητή η συλλογιστική της Επιτροπής συναφώς.

99      Δεν προκύπτει, όμως, ότι με τις ως άνω εκτιμήσεις το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τις απαιτήσεις περί αιτιολογήσεως αποφάσεως της Επιτροπής για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, εκδοθείσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όπως οι απαιτήσεις αυτές προκύπτουν από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 94 και 95 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω αιτιολογία παρέχει, εν προκειμένω, τη δυνατότητα στη μεν Ryanair να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η συγκεκριμένη απόφαση, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του επ’ αυτής, όπως άλλωστε συνάγεται και από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

100    Προσέτι, στο μέτρο που τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως αποσκοπούν στην πραγματικότητα να καταδείξουν ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε βάσει ανεπαρκούς ή νομικώς εσφαλμένης εκτιμήσεως της Επιτροπής, πρέπει να απορριφθούν, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 95 της παρούσας αποφάσεως, καθότι αφορούν το βάσιμο της επίδικης αποφάσεως και όχι την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως ζήτημα ουσιώδους τύπου.

101    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 77 έως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον.

102    Τέλος, διαπιστώνεται ότι η Ryanair δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα δυνάμενο να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε πραγματικά στοιχεία, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, κατά την εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως με την προσφυγή.

103    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Ryanair υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας, στις σκέψεις 82 και 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σκοπός για τον οποίο προβλήθηκε με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε την άρνηση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είχε παύσει να υφίσταται συνεπεία της απορρίψεως των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως και ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στερείτο αυτοτελούς περιεχομένου σε σχέση με τους ως άνω δύο λόγους ακυρώσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωσε προδήλως τα πραγματικά περιστατικά.

105    Συγκεκριμένα, η Ryanair υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είχε αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Κατά την άποψή της, ο δικαστικός έλεγχος σχετικά με την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας διαφέρει από τον δικαστικό έλεγχο που αφορά πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την επί της ουσίας εξέταση του μέτρου ενισχύσεως. Επομένως, θα μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, έστω και εάν, εν αντιθέσει προς όσα υποστήριξε η αναιρεσείουσα με τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, η εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων από την Επιτροπή δεν ενέχει ούτε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ούτε πλάνη περί το δίκαιο.

106    Ομοίως, κατά την αναιρεσείουσα, δεν έχει παύσει να υφίσταται ο σκοπός για τον οποίο προβλήθηκε πρωτοδίκως ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, δεδομένου ότι η απόδειξη της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής είναι εντελώς διαφορετική από την απόδειξη της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Προσέτι, η Ryanair είχε προβάλει, όπως υποστηρίζει, αυτοτελή επιχειρήματα προς τούτο, που απεδείκνυαν, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή δεν διέθετε δεδομένα της αγοράς σχετικά με την αεροπορική «συνδεσιμότητα» της Σουηδίας τα οποία είχαν καθοριστική σημασία για την εξέταση της συμβατότητας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων υπό το πρίσμα του προβαλλόμενου σκοπού του. Η Ryanair υποστηρίζει ότι είχε προσδιορίσει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, συγκεκριμένα κενά στην πληροφόρηση της Επιτροπής και είχε επισημάνει σοβαρές δυσχέρειες οι οποίες προσέδιδαν στον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως.

107    Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

108    Όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων όσον αφορά κρατική ενίσχυση, βάλλει κατ’ ουσίαν κατά του ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω θεσμικό όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματά του. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημά του ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιονδήποτε ισχυρισμό ικανό να καταδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τον εν λόγω συμβατό χαρακτήρα συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομισθεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9) (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Επομένως, εναπόκειται στον αιτούντα την ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων να αποδείξει ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, οπότε η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις περιστάσεις εκδόσεως της αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων όσο και στο περιεχόμενό της, βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων (πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110    Ειδικότερα, ο ανεπαρκής ή ελλιπής χαρακτήρας της εξετάσεως που διενήργησε η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης αποτελεί ένδειξη ότι το θεσμικό όργανο αντιμετώπισε, κατά την εκτίμηση του ζητήματος της συμβατότητας του κοινοποιηθέντος μέτρου με την εσωτερική αγορά, σοβαρές δυσχέρειες, των οποίων η ύπαρξη έπρεπε να το ωθήσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Συναφώς, όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο προβληθείς πρωτοδίκως τρίτος λόγος ακυρώσεως στερείτο αυτοτελούς περιεχομένου, επισημαίνεται ότι είναι ακριβές, όπως υποστηρίζει η Ryanair στην αίτησή της αναιρέσεως, ότι, αν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, κατά την έννοια της μνημονευθείσας στη σκέψη 110 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας του Δικαστηρίου, η επίδικη απόφαση θα μπορούσε να ακυρωθεί γι’ αυτόν και μόνον τον λόγο, ακόμη και αν δεν αποδεικνυόταν, κατά τα λοιπά, ότι οι επί της ουσίας εκτιμήσεις της Επιτροπής ήταν εσφαλμένες από νομικής ή από πραγματικής απόψεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, C‑431/07 P, EU:C:2009:223, σκέψη 66).

112    Εξάλλου, η ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών μπορεί να αναζητηθεί, μεταξύ άλλων, στις ως άνω εκτιμήσεις και μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποδειχθεί με λόγους ή επιχειρήματα που προβάλλει ένας προσφεύγων προς αμφισβήτηση του βασίμου της αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, ακόμη και αν η εξέταση των λόγων ή των επιχειρημάτων αυτών δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επί της ουσίας εκτιμήσεις της Επιτροπής είναι εσφαλμένες από νομικής ή πραγματικής απόψεως (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, C‑431/07 P, EU:C:2009:223, σκέψεις 63 και 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή της η Ryanair αφορούσε, κατ’ ουσίαν, τον ατελή και ανεπαρκή χαρακτήρα της εκ μέρους της Επιτροπής έρευνας κατά την προκαταρκτική διαδικασία της εξετάσεως και τη διαφορετική εκτίμηση ως προς τον συμβατό χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων στην οποία θα κατέληγε η Επιτροπή εάν είχε αποφασίσει την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Από την εν λόγω προσφυγή, όμως, προκύπτει επίσης ότι, προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα, ως επί το πλείστον, είτε επανέλαβε συνοπτικώς επιχειρήματα που είχε αναπτύξει στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν με την εν λόγω προσφυγή, οι οποίοι αφορούσαν το βάσιμο της επίδικης αποφάσεως, είτε παρέπεμψε ευθέως στα επιχειρήματα αυτά.

114    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως «στερείτ[ο] αυτοτελούς περιεχομένου» σε σχέση με τους πρώτους δύο λόγους, υπό την έννοια ότι, έχοντας εξετάσει επί της ουσίας τους πρώτους δύο λόγους, περιλαμβανομένων των επιχειρημάτων περί ατελούς και ανεπαρκούς εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής, δεν υποχρεούτο να εκτιμήσει χωριστά το βάσιμο του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την εν λόγω προσφυγή, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι, όπως επίσης ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην ως άνω σκέψη 83, η Ryanair, με τον τρίτο αυτόν λόγο ακυρώσεως, δεν εξέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν την ύπαρξη ενδεχόμενων σοβαρών δυσχερειών τις οποίες αντιμετώπισε η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά.

115    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι παρείλκε η κρίση επί του βασίμου του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως. Εξάλλου, παρέλκει συναφώς η εξέταση του κατά πόσον ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο λόγος αυτός είχε επικουρικό χαρακτήρα και ότι ο σκοπός για τον οποίο προβλήθηκε είχε παύσει να υφίσταται.

116    Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι η Ryanair δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα δυνάμενο να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως.

117    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

118    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

119    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

120    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

121    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, παρεμβαίνων πρωτοδίκως ο οποίος έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία μπορεί να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Κατά συνέπεια, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας που παρενέβησαν πρωτοδίκως και έλαβαν μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Ryanair DAC φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.