Language of document : ECLI:EU:T:2016:369

Υπόθεση T‑216/13

Telefónica, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Πορτογαλική και ισπανική αγορά τηλεπικοινωνιών – Ρήτρα περί μη ανταγωνισμού στην ιβηρική αγορά, η οποία έχει περιληφθεί στη σύμβαση για την απόκτηση εκ μέρους της Telefónica του μεριδίου που κατείχε η Portugal Telecom στον βραζιλιάνικο πάροχο κινητής τηλεφωνίας Vivo – Επιφύλαξη “στο μέτρο που επιτρέπεται από τον νόμο” – Ως εκ του αντικειμένου παράβαση – Παρεπόμενος περιορισμός – Αυτονομία της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας – Δυνητικός ανταγωνισμός – Ως εκ του αποτελέσματος παράβαση – Υπολογισμός του ύψους του προστίμου – Αίτηση εξετάσεως μαρτύρων»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 28ης Ιουνίου 2016

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού – Έλεγχος νομιμότητας και έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας, εκτεινόμενος τόσο στα νομικά όσο και στα πραγματικά ζητήματα – Παραρτήματα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής προς στήριξη των λόγων που στρέφονται κατά της αποδείξεως της παραβάσεως και του ύψους του προστίμου, τα οποία δεν είχαν προσκομισθεί κατά τη διοικητική διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Παραδεκτό

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Ερμηνεία της αιτιολογίας διοικητικής πράξεως – Όρια

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καταλληλότητα – Δικαστικός έλεγχος – Στοιχεία τα οποία δύναται να λάβει υπόψη ο δικαστής της Ένωσης – Πληροφορίες που δεν περιλαμβάνονται στην απόφαση περί επιβολής του προστίμου – Περιλαμβάνονται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 1 και 31)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Τήρησή της στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Περιεχόμενο – Έλλειψη προσβάσεως του προσφεύγοντος στα υπομνήματα που υπέβαλε ο αντίδικος στο πλαίσιο παράλληλη διαδικασίας και στα οποία κάνει αναφορά η Επιτροπή – Παραβίαση της ανωτέρω αρχής

5.      Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια – Σύμπτωση βουλήσεως ως προς την ακολουθητέα στην αγορά πολιτική

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

6.      Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Περιεχόμενο και σκοπός μιας συμπράξεως καθώς και οικονομικό και νομικό πλαίσιο αυτής – Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εξ αντικειμένου και παραβάσεων εκ του αποτελέσματος – Πρόθεση των συμβαλλομένων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό – Μη απαραίτητο κριτήριο – Παράβαση ως εκ του αντικειμένου – Αρκούντος επιβλαβής χαρακτήρας – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Συμπεριφορά επιβαλλόμενη από κρατικά μέτρα – Δεν εμπίπτει – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση που συνίσταται στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Απόφαση που στηρίζεται σε έγγραφες αποδείξεις ή άμεσα αποδεικτικά στοιχεία – Υποχρέωση αποδείξεως των επιχειρήσεων που αμφισβητούν το υποστατό της παραβάσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

9.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Δυνατότητα εφαρμογής

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Υποχρέωση οριοθετήσεως της αγοράς – Δεν υφίσταται σε περίπτωση συμφωνίας με αντικείμενο την κατανομή των αγορών

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

11.    Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Χαρακτηρισμός επιχειρήσεως ως δυνητικού ανταγωνιστή – Κριτήρια – Βασικό στοιχείο – Ικανότητα της επιχειρήσεως να διεισδύσει στην οικεία αγορά

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Βαρύτητα της παραβάσεως – Μη δεσμευτική ή εξαντλητική απαρίθμηση των κριτηρίων – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

13.    Πράξεις των οργάνων – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού – Πράξη γενικής ισχύος – Αποτελέσματα

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 17, και 1/2003, άρθρο 31)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Τήρηση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας – Κριτήρια – Κύκλος εργασιών

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2; ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθήσει την προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Πράξεις που εκ της φύσεώς τους και μόνον χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρές – Υποχρέωση προσδιορισμού των επιπτώσεών τους και της γεωγραφικής εκτάσεώς τους – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

18.    Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Επαρκής ένδειξη

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2006/C 210/02 και 2006/C 298/11)

19.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνολικός κύκλος εργασιών της συγκεκριμένης επιχειρήσεως – Κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί με τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως – Συνεκτιμώνται – Όρια – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση – Κριτήρια

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 6 και 13)

20.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού – Πλήρης δικαιοδοσία – Περιεχόμενο – Έλεγχος που απαιτεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας λόγω παραλείψεων της Επιτροπής κατά τη διερεύνηση της υποθέσεως – Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 2 και 31)

21.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή – Προσαρμογή του βασικού ποσού – Υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν κάθε μία από τις μετέχουσες επιχειρήσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

22.    Ένδικη διαδικασία – Διεξαγωγή αποδείξεων – Εξέταση μαρτύρων – Εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Επιρροή που ασκεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 87)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 87)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 89)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 93-95)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 98)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 100, 102-105, 120, 212, 229, 230)

7.      Τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ αφορούν μόνο συμπεριφορές κατά του ανταγωνισμού στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Αν η συμπεριφορά που είναι αντίθετη στον ανταγωνισμό επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από την εθνική νομοθεσία ή αν η εθνική νομοθεσία διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο αποκλείει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ δεν έχουν εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν οφείλεται, όπως αφήνουν να εννοηθεί οι διατάξεις αυτές, σε αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Η δυνατότητα μια συμπεριφορά που είναι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό να αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ γίνεται δεκτή σε περιορισμένο βαθμό. Πράγματι, ακόμη και αν η συμπεριφορά επιχειρήσεως εκφεύγει της εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ελλείψει αυτονομίας, τούτο δεν συνεπάγεται ότι κάθε συμπεριφορά την οποία επιθυμούν ή κατευθύνουν οι εθνικές αρχές εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Έτσι, αν ένα κρατικό μέτρο εμπεριέχει τα στοιχεία συμπράξεως μεταξύ επιχειρήσεων ενός κλάδου ή θεσπίζεται κατόπιν διαβουλεύσεως και με τη συμφωνία των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούν να επικαλεσθούν τον αναγκαστικό χαρακτήρα της ρυθμίσεως, για να αποφύγουν την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Ελλείψει δεσμευτικής κανονιστικής διατάξεως που επιβάλλει συμπεριφορά αντίθετη στον ανταγωνισμό η Επιτροπή μπορεί να κρίνει ότι οι επίμαχες επιχειρήσεις στερούνται αυτονομίας μόνο αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρισίμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι τη συμπεριφορά τους την επέβαλαν μονομερώς οι εθνικές αρχές ασκώντας τους αφόρητη πίεση, όπως απειλώντας τους ότι θα λάβουν κρατικά μέτρα που θα μπορούσαν να τους προκαλέσουν σημαντική ζημία. Εξάλλου, για αποφευχθεί η εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι πιέσεις αυτές πρέπει να ασκούνται κατά τρόπο ο οποίος στερεί κάθε ανεξαρτησία από τις επιχειρήσεις κατά την υλοποίηση των αποφάσεων των δημόσιων αρχών. Αν δεν συντρέχει τέτοιου είδους απώλεια της αυτονομίας, τότε το γεγονός ότι συμπεριφορά κατά του ανταγωνισμού ευνοήθηκε ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές δεν ασκεί αφεαυτού καμία επιρροή ως προς την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 114-118)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 124, 125, 128-130, 163, 164, 190, 191)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 126, 127)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 213, 214, 216)

11.    Στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού η Επιτροπή, προκειμένου να δείξει ότι υφίσταται δυνητικός ανταγωνισμός στην επίμαχη αγορά μεταξύ δύο επιχειρήσεων που έχουν συνάψει συμφωνία περί μη ανταγωνισμού, όταν πρόκειται για απελευθερωμένη αγορά, δεν οφείλει να προβεί σε ανάλυση της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς και του ζητήματος κατά πόσον η είσοδος στην αγορά αυτή αποτελούσε για καθένα από τα μέρη βιώσιμη οικονομική στρατηγική, αλλά οφείλει να εξετάσει αν υφίστανται ανυπέρβλητα εμπόδια εισόδου στην αγορά, κάτι που θα απέκλειε κάθε δυνητικό ανταγωνισμό. Συναφώς, μολονότι η πρόθεση της επιχειρήσεως να διεισδύσει σε αγορά αποτελεί ενδεχομένως κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εξακριβωθεί αν μπορεί να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής στην εν λόγω αγορά, εντούτοις το βασικό στοιχείο επί του οποίου πρέπει να στηρίζεται ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι η ικανότητά της να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά.

(βλ. σκέψεις 221, 226)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 233, 234, 318)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 236-238)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 243, 244)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 260-262)

16.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 264)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 269-272)

18.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 275-277)

19.    Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, σκοπός του σημείου 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 παράγραφος 2, σημείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 είναι να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχείρηση ένα ποσό που αντιστοιχεί προς την οικονομική σημασία της παραβάσεως και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, η έννοια της αξίας των πωλήσεων στην οποία αναφέρεται το σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών περιλαμβάνει τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί αν οι πωλήσεις αυτές επηρεάστηκαν πράγματι από την παράβαση, καθώς το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τις πωλήσεις προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως συνιστά την καλύτερη ένδειξη περί της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως αυτής.

Παρότι, όμως, ο σκοπός της διατάξεως αυτής θα θιγόταν από μια ερμηνεία της αναφερόμενης στη διάταξη έννοιας της αξίας των πωλήσεων που θα περιλάμβανε μόνο τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε με τις πωλήσεις για τις οποίες αποδεικνύεται ότι πράγματι επηρεάστηκαν από την καταγγελλόμενη σύμπραξη, η έννοια αυτή δεν θα μπορούσε, πάντως, να διευρυνθεί τόσο ώστε να περιλαμβάνει τις πωλήσεις της επίμαχης επιχειρήσεως οι οποίες δεν εμπίπτουν, άμεσα ή έμμεσα, στο πεδίο της συμπράξεως αυτής.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από την Επιτροπή, ενώπιον ενός ως εκ του αντικειμένου περιορισμού, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε εξέταση του δυνητικού ανταγωνισμού για όλες τις αγορές και τις υπηρεσίες τις οποίες αφορά το πεδίο εφαρμογής της παραβάσεως, γιατί τότε θα θεσπιζόταν, μέσω του καθορισμού της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου, η υποχρέωση να εξετάζεται ο δυνητικός ανταγωνισμός, παρότι μια τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση ως εκ του αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού.

Η επιβολή, όμως, σε βάρος της Επιτροπής της υποχρεώσεως να καθοριστούν οι πωλήσεις που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση δεν συνεπάγεται την επιβολή υποχρεώσεως, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του ύψους του προστίμου, την οποία δεν υπέχει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ για παράβαση με αντικείμενο αντίθετο στον ανταγωνισμό. Μια τέτοια λύσει αντλεί, απλώς, τις συνέπειες του γεγονότος ότι η αξία των πωλήσεων πρέπει να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση κατά την έννοια του σημείου 13 των κατευθυντήριων γραμμών και δεν μπορεί να καταλαμβάνει και τις πωλήσεις που δεν εμπίπτουν, άμεσα ή έμμεσα, στο πεδίο της τιμωρούμενης παραβάσεως. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή επιλέγει για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου να στηριχθεί στην αξία των πωλήσεων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση, οφείλει να προσδιορίζει την αξία αυτή με ακρίβεια.

(βλ. σκέψεις  297-299, 302-307)

20.    Όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003 παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση. Σε περίπτωση, όμως, στην οποία η Επιτροπή δεν προέβη στην ανάλυση των στοιχείων που είχε προβάλει η προσφεύγουσα προς απόδειξη της απουσίας δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών ως προς ορισμένες υπηρεσίες προκειμένου να καθορίσει την αξία των πωλήσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, ο καθορισμός της αξίας των πωλήσεων αυτών από το Γενικό Δικαστήριο απαιτεί να συμπληρώσει το ίδιο ένα κενό στη δικογραφία.

Η άσκηση της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας δεν βαίνει, όμως, μέχρι του σημείου να προβαίνει το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο στη διαμόρφωση της δικογραφίας, κάτι που θα υπερέβαινε την υποκατάσταση της εκτιμήσεως της Επιτροπής με αυτή του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου θα ήταν στην περίπτωση αυτή η πρώτη και μόνη εκτίμηση στοιχείων τα οποία θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη η Επιτροπή για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση κατά την έννοια του σημείου 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 παράγραφος 2, σημείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 η ανάλυση των οποίων απόκειται στην Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 314, 315)

21.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 331)

22.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 344-350)