Language of document : ECLI:EU:T:2014:123

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών — Απαραίτητος χαρακτήρας των ζητούμενων πληροφοριών — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑306/11,

Schwenk Zement KG, με έδρα το Ulm (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Raible, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους M. Kellerbauer, R. Sauer και C. Hödlmayr, επικουρούμενους από τον A. Böhlke, δικηγόρο,

καθής,

με αίτημα να ακυρωθεί η απόφαση C(2011) 2367 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου 2008 και του Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διενήργησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), πολλούς επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τσιμέντου. Τους επιτόπιους ελέγχους αυτούς ακολούθησε η αποστολή αιτήσεων παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Δεν διενεργήθηκε επιτόπιος έλεγχος και δεν απεστάλη αίτηση παροχής πληροφοριών στην προσφεύγουσα εταιρία Schwenk Zement KG.

2        Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών με αποδέκτη την προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και της κοινοποίησε το σχέδιο ερωτηματολογίου το οποίο επρόκειτο να επισυνάψει στην απόφαση αυτή.

3        Με έγγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του ως άνω σχεδίου ερωτηματολογίου.

4        Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι αποφάσισε να κινήσει έναντί της καθώς και έναντι άλλων επτά επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τσιμέντου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, για εικαζόμενες παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ που είχαν ως αντικείμενο «περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων» (στο εξής: απόφαση κινήσεως της διαδικασίας).

5        Στις 30 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2011) 2367 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 (υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

6        Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 18 του κανονισμού 3/2003, δύναται, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχει αναθέσει ο εν λόγω κανονισμός, να ζητήσει, με απλή αίτηση ή βάσει αποφάσεως, από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε ότι ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου ερωτηματολογίου (αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ζήτησε, βάσει αποφάσεως, από την προσφεύγουσα, καθώς και από όσες θυγατρικές της βρίσκονταν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπάγονταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό της, να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο που περιλαμβανόταν στο παράρτημα I, το οποίο αριθμούσε 94 σελίδες, και που αποτελούνταν από ένδεκα ομάδες ερωτήσεων (αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι οδηγίες για τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ τα πρότυπα έγγραφα απαντήσεως στο παράρτημα III.

7        Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης την περιγραφή των εικαζόμενων παραβάσεων, περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 4 ανωτέρω (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Η Επιτροπή, αναφερόμενη στη φύση και στον όγκο των πληροφοριών που ζήτησε καθώς και στη σοβαρότητα των εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, έκρινε ότι προσήκε να παρασχεθεί στην προσφεύγουσα προθεσμία απαντήσεως διάρκειας δώδεκα εβδομάδων για τις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων και διάρκειας δύο εβδομάδων για την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων που αφορούσε τις «Επαφές και συσκέψεις» (αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Οι ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

[Η προσφεύγουσα] (και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό της) θα παράσχει τις πληροφορίες που μνημονεύονται στο παράρτημα I της παρούσας αποφάσεως, υπό τη μορφή που ζητείται στο παράρτημα II και στο παράρτημα III αυτής, εντός προθεσμίας δώδεκα εβδομάδων για τις ερωτήσεις 1-10 και δύο εβδομάδων για την ερώτηση 11, από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως. Όλα τα παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας αποφάσεως.

Άρθρο 2

[Η προσφεύγουσα] και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της είναι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως.»

10      Με έγγραφο της 11ης Απριλίου 2011 και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα ζήτησε την παράταση έως τις 2 Μαΐου 2011 της προθεσμίας απαντήσεως η οποία είχε οριστεί για την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την απόρριψη του αιτήματός της.

11      Στις 18 Απριλίου και στις 5 Μαΐου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε την απάντησή της στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων. Στις 27 Ιουνίου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε την απάντησή της στις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 2013.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως με τους οποίους υποστηρίζει, πρώτον, ότι η έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 είναι δυσανάλογη, δεύτερον, ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 3, τρίτον, ότι η προθεσμία δύο εβδομάδων που ορίστηκε για την απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων είναι δυσανάλογη, τέταρτον, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής και, πέμπτον, ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά της άμυνας.

 Επί της αμφισβητήσεως της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία έχει προβληθεί με τον δεύτερο και με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως

18      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ακρίβειας όσον αφορά τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά η Επιτροπή, πράγμα το οποίο δεν επέτρεψε στην προσφεύγουσα να εκτιμήσει αν οι πληροφορίες που της ζητήθηκαν είναι απαραίτητες.

19      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής, κατά παράβαση όσων ορίζει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, μεταξύ άλλων, ότι απλώς αναδιατύπωσε το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, αντί να παράσχει στοιχεία αιτιολογίας σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που αποδίδει στην προσφεύγουσα, σχετικά με τη σοβαρότητα των εικαζόμενων ενεργειών και σχετικά με τον απαραίτητο χαρακτήρα των ζητούμενων πληροφοριών. Επίσης η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει πιο εμπεριστατωμένα την προσβαλλομένη απόφαση λόγω της ασυνήθιστα σύντομης προθεσμίας δύο εβδομάδων που όρισε για την απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων.

20      Η Επιτροπή, απαντώντας στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια τις εικαζόμενες παραβάσεις στην έρευνα των οποίων αποσκοπεί. Στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επαρκή κατά νόμον αιτιολογία.

21      Κατ’ εφαρμογή πάγιας νομολογίας, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία της αιτιολογίας της αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2012, T‑458/09 και T‑171/10, Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψεις 76 και 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως (ανεπάρκεια της αιτιολογίας) και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως (παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003) εν μέρει αλληλεπικαλύπτονται, καθόσον η αιτίαση ότι ο εκ μέρους της Επιτροπής προσδιορισμός των υπό εξέταση εικαζόμενων παραβάσεων δεν είναι ακριβής, αιτίαση η οποία τυπικώς έχει προβληθεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ισοδυναμεί με αμφισβήτηση του οικείου κεφαλαίου της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

23      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των ατομικών αποφάσεων έχει ως σκοπό να παράσχει στο μεν αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της πράξεως, στον δε ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση είναι όντως βάσιμη ή αν βαρύνεται ενδεχομένως με ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της, με τη διευκρίνιση ότι το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου έχει εκδοθεί καθώς και από το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1984, 185/83, Interfacultair Instituut Electronenmicroscopie der Rijksuniversiteit te Groningen, Συλλογή 1984, σ. 3623, σκέψη 38· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T—349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II—2197, σκέψεις 62 και 63, και της 12ης Ιουλίου 2007, T—266/03, CB κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 35).

24      Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι η Επιτροπή «αναφέρ[ει] [τ]η νομική βάση και [τον] σκοπό της αίτησης, προσδιορίζ[ει] [τις] ζητούμενες πληροφορίες και τάσσε[ι] προθεσμία για την παροχή τους». Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 διευκρινίζει επίσης ότι η Επιτροπή «μνημονεύ[ει τις] κυρώσεις […] που προβλέπει το άρθρο 23», «[μνημονεύει] ή [επιβάλλει τις] κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 24» και «αναφέρε[ι] περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο».

25      Η οριοθέτηση αυτή της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξηγείται από το γεγονός ότι οι αποφάσεις περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών αποτελούν μέτρα διεξαγωγής έρευνας.

26      Ειδικότερα, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία δυνάμει του κανονισμού 1/2003 διαιρείται σε δύο διαφορετικά και διαδοχικά στάδια εκ των οποίων το καθένα έχει τη δική του εσωτερική λογική, και ειδικότερα, αφενός, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, στο κατ’ αντιπαράθεση στάδιο. Το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά το οποίο η Επιτροπή κάνει χρήση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1/2003 εξουσίας έρευνας και το οποίο εκτείνεται έως την ανακοίνωση των αιτιάσεων, σκοπό έχει να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εξακρίβωση ή μη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας. Αντιθέτως, το κατ’ αντιπαράθεση στάδιο, το οποίο εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως, παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει οριστική θέση επί της προβαλλόμενης παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑99/04, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1501, σκέψη 47).

27      Αφενός, το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως αρχίζει την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, κατ’ ενάσκηση των εξουσιών που της παρέχουν τα άρθρα 18 και 20 του κανονισμού 1/2003, λαμβάνει μέτρα με τα οποία διατυπώνεται ουσιαστικά η αιτίαση ότι έχει διαπραχθεί παράβαση και τα οποία έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Αφετέρου, μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας λαμβάνει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση γνώση, μέσω της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, των ουσιωδών στοιχείων στα οποία έχει στηριχθεί η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας και αποκτά δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων της άμυνας. Επομένως, μόνον κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων μπορεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας. Πράγματι, αν η ισχύς των δικαιωμάτων αυτών εκτεινόταν στον χρόνο προ της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, θα θιγόταν η αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής, καθόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα ήταν, ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, σε θέση να προσδιορίσει ποιες πληροφορίες είναι γνωστές στην Επιτροπή και, συνεπώς, ποιες πληροφορίες μπορεί ακόμη να αποκρύψει από την Επιτροπή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Εντούτοις, τα μέτρα διεξαγωγής έρευνας που λαμβάνει η Επιτροπή κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, ιδίως τα μέτρα προς εξακρίβωση στοιχείων και οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ισοδυναμούν, ως εκ της φύσεώς τους, με τη διατύπωση αιτιάσεως περί παραβάσεως και ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Επομένως, πρέπει να αποφεύγεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο αυτό της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι τα λαμβανόμενα μέτρα διεξαγωγής έρευνας ενδέχεται να έχουν καθοριστική σημασία για την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα ενεργειών συγκεκριμένης επιχειρήσεως οι οποίες είναι ικανές να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 15, και απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψεις 50 και 51).

29      Στην αλληλουχία αυτή υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να μνημονεύει τη νομική βάση και τον σκοπό της αιτήσεως παροχής πληροφοριών αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση προκειμένου να μπορεί να καταδεικνύεται ότι δικαιολογημένα ζητούνται ορισμένες πληροφορίες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, αλλά επίσης για να παρέχεται σε αυτές η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχουν, διατηρώντας συγχρόνως τα δικαιώματά τους άμυνας. Εξ αυτού προκύπτει ότι το μόνο που μπορεί να απαιτεί η Επιτροπή είναι η υποβολή πληροφοριών που παρέχουν σε αυτήν τη δυνατότητα να εξακριβώσει τις εικαζόμενες παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και μνημονεύονται στην αίτηση παροχής πληροφοριών (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, T‑39/90, SEP κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1497, σκέψη 25, και της 8ης Μαρτίου 1995, T‑34/93, Société Générale κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑545, σκέψη 40).

30      Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας F.G. Jacobs στο σημείο 30 των προτάσεών του στην απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1994, C‑36/92 P, SEP κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I‑1911, I‑1914), η υποχρέωση να μνημονεύεται ο σκοπός της αιτήσεως σημαίνει «προφανώς ότι [η Επιτροπή] οφείλει να εξειδικεύει την πιθανολογούμενη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού», ότι «[η] αναγκαιότητα της πληροφορίας πρέπει να κριθεί σε σχέση με τον σκοπό που αναφέρεται στην αίτηση παροχής πληροφοριών» και ότι «[ο] σκοπός πρέπει να αναφέρεται με εύλογη ακρίβεια, διαφορετικά θα είναι αδύνατον να καθοριστεί αν η πληροφορία είναι απαραίτητη και το Δικαστήριο δεν θα μπορέσει να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο».

31      Όπως επίσης προκύπτει από πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται μεν να γνωστοποιεί στον αποδέκτη μιας τέτοιας αποφάσεως όλες τις πληροφορίες που διαθέτει σχετικά με τις εικαζόμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, οφείλει, όμως, να προσδιορίζει σαφώς τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά (αποφάσεις Société Générale κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 62 και 63, και Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 77).

32      Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, να επισημαίνει, πέραν των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνά, τις ενδείξεις, δηλαδή τα στοιχεία που την έχουν οδηγήσει στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να κλονίσει την ισορροπία που έχει καθιερώσει η νομολογία μεταξύ, αφενός, της διαφυλάξεως της αποτελεσματικότητας της έρευνας και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

33      Εν προκειμένω, στην προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνεται σαφώς ότι αυτή έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και ότι οι υπό εξέταση πρακτικές συνιστούν ενδεχομένως παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Οι αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11 της αποφάσεως αυτής κάνουν ρητή μνεία των κυρώσεων και του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής περί των οποίων έχει γίνει λόγος στη σκέψη 24 ανωτέρω.

34      Επομένως, ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αποκλειστικώς συνάρτηση του ζητήματος αν οι εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά η Επιτροπή έχουν προσδιοριστεί με επαρκή σαφήνεια.

35      Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ζήτημα αυτό περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «[ο]ι εικαζόμενες παραβάσεις αφορούν περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή των αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων».

36      Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση κάνει ρητή παραπομπή στη διαλαμβανόμενη στη σκέψη 4 ανωτέρω απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, η οποία περιέχει πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά τη γεωγραφική εμβέλεια των εικαζόμενων παραβάσεων καθώς και το είδος των σχετικών προϊόντων.

37      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει πολύ γενική διατύπωση η οποία θα έχρηζε περαιτέρω διευκρινίσεως και ότι, για αυτόν τον λόγο, είναι επιλήψιμη. Εντούτοις, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αναφορά σε περιορισμούς των εισαγωγών στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), στην κατανομή των αγορών, καθώς και στον συντονισμό των τιμών και σε συναφείς πρακτικές αντίθετες προς τον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων, σε συνδυασμό με την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, αντιστοιχεί στο ελάχιστο απαιτούμενο όριο σαφήνειας που καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της τηρήσεως των απαιτήσεων του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003.

38      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επαρκή κατά νόμον αιτιολογία.

39      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

40      Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι δεν αιτιολογήθηκε ο απαραίτητος χαρακτήρας των ζητούμενων πληροφοριών, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να παράσχει ειδική αιτιολογία επί του ζητήματος αυτού. Πράγματι, η απαρίθμηση των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνά η Επιτροπή παρέχει στην εμπλεκόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απαραίτητες και, ενδεχομένως, να αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών.

41      Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά την αιτίαση περί ανεπαρκούς αιτιολογίας σχετικά με τον ορισμό προθεσμίας δύο εβδομάδων για την απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων, παρατηρείται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επιβάλλει στην Επιτροπή απλώς την υποχρέωση να ορίζει ορισμένη προθεσμία και όχι να παρέχει αιτιολογία σχετικά με τη διάρκειά της.

42      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει αιτιολογία ως προς το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως υπογραμμίζεται ότι η προθεσμία δώδεκα εβδομάδων που ορίστηκε για τις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων και η προθεσμία δύο εβδομάδων για την ενδέκατη ομάδα εξηγείται από τη φύση και από τον όγκο των πληροφοριών που ζητήθηκαν καθώς και από τη σοβαρότητα των εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι ο περιορισμένος όγκος των πληροφοριών που απαιτούνταν για την απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων δικαιολογούσε τον ορισμό συντομότερης προθεσμίας.

43      Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η θέση της Επιτροπής επί των παρατηρήσεων που υπέβαλε η προσφεύγουσα με το από 6 Δεκεμβρίου 2010 έγγραφό της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να παράσχει ειδική αιτιολογία επί του ζητήματος αυτού. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι παρατηρήσεις αυτές λήφθηκαν υπόψη, αναλόγως της περιπτώσεως, στο πλαίσιο της καταρτίσεως του ερωτηματολογίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως.

44      Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως καθώς και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον δυσανάλογο χαρακτήρα της εκδόσεως αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003

45      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως, θα αρκούσε η αποστολή απλής αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η προσφεύγουσα αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι, σε αντίθεση με άλλες εταιρίες οι οποίες υπήρξαν αποδέκτες αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δεν της απηύθυνε προηγουμένως αίτηση παροχής πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. Η προσφεύγουσα φρονεί επίσης ότι οι αλλαγές που επέφερε το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 σε σχέση με όσα ίσχυαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), δεν έχουν ως αποτέλεσμα να μπορεί η Επιτροπή να επιλέγει ελεύθερα μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών, χωρίς να υποχρεούται να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

46      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

47      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές μέτρο και τα προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 81).

48      Δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να ζητεί πληροφορίες «κατόπιν απλής αιτήσεως ή βάσει αποφάσεως», η δε διάταξη αυτή δεν εξαρτά την έκδοση αποφάσεως από προηγούμενη «απλή αίτηση». Κατά το μέτρο αυτό, το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 διαφέρει από το άρθρο 11 του κανονισμού 17, η παράγραφος 5 του οποίου εξαρτούσε τη δυνατότητα να ζητηθούν πληροφορίες βάσει αποφάσεως από τη μη ικανοποίηση προηγούμενης αιτήσεως παροχής πληροφοριών.

49      Σε αντίθεση με όσα εμφανίζεται να υποστηρίζει η Επιτροπή στα δικόγραφά της, υπογραμμίζεται ότι η επιλογή στην οποία καλείται αυτή να προβεί μεταξύ της απλής αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και της εκδόσεως αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού μπορεί να ελέγχεται με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Τούτο συνάγεται κατά λογική αναγκαιότητα από τον παρατιθέμενο στη σκέψη 47 ανωτέρω ορισμό της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον, κατ’ αυτόν, «όταν υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές μέτρο». Ομοίως, παρατηρείται ότι η δυνατότητα επιλογής την οποία παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 παρουσιάζει αδιαμφισβήτητη αναλογία με τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ του ελέγχου κατόπιν απλής εντολής και του ελέγχου που διατάσσεται με απόφαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του κανονισμού 17 και του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003. Πάντως, η χρήση της δυνατότητας επιλογής υπόκειται στον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1980, 136/79, National Panasonic κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 347, σκέψη 29, και της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑94/00, Roquette Frères, Συλλογή 2002, σ. I‑9011, σκέψη 77· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2007, T‑340/04, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑573, σκέψη 147).

50      Λαμβανομένης υπόψη της ερμηνευτικής προσεγγίσεως που προκρίνει η νομολογία για την εξέταση του αν η εφαρμογή του ελέγχου που διατάσσεται με απόφαση συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, προκύπτει ότι η εξέταση αυτή, κατά το μέρος που αφορά την επιλογή μεταξύ της απλής αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της αποφάσεως, πρέπει να είναι συνάρτηση των αναγκών που συνεπάγεται μια επαρκής εξέταση, με συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις National Panasonic κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 29· Roquette Frères, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 77, και France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 147).

51      Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο έρευνας η οποία αφορά πρακτικές περιοριστικές του ανταγωνισμού και στην οποία εμπλέκονται, πέραν της προσφεύγουσας, άλλες επτά επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τσιμέντου.

52      Η απόφαση διαφέρει από την απλή αίτηση παροχής πληροφοριών κατά το ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση παροχής ελλιπών πληροφοριών ή εκπρόθεσμης παροχής πληροφοριών, δύναται να επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματικές ποινές, κατ’ εφαρμογή, αντιστοίχως, του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1/2003.

53      Επομένως, δεδομένου του όγκου των προς συλλογή και διασταύρωση πληροφοριών, δεν είναι απρόσφορη ούτε δυσανάλογη η επιλογή της Επιτροπής να λάβει μέτρα απευθείας έναντι της προσφεύγουσας βάσει της νομικής πράξεως που της παρέχει τη μεγαλύτερη διασφάλιση ότι η προσφεύγουσα θα παράσχει στην Επιτροπή πλήρη απάντηση και εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

54      Εξάλλου, στον βαθμό που η αναλογικότητα της εκδόσεως αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα τις ανάγκες διεξαγωγής επαρκούς έρευνας, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι υπέστη άνιση μεταχείριση, καθόσον οι λοιπές εταιρίες που εμπλέκονταν στην έρευνα υπήρξαν αποδέκτες απλής αιτήσεως παροχής πληροφοριών πριν την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Πράγματι, οι ανάγκες διεξαγωγής επαρκούς έρευνας δικαιολογούν κατεξοχήν την παραδοχή ότι δεν μπορεί να εφαρμόζεται η ίδια πρακτική έναντι όλων των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων που μπορούν να παράσχουν πληροφορίες χρήσιμες για τη διεξαγωγή της εν λόγω έρευνας.

55      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον εξέδωσε απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών με αποδέκτη την προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και ότι, επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παράβαση του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003

56      Ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από δύο σκέλη. Με τις σκέψεις 18 έως 44 δόθηκε απάντηση στο πρώτο σκέλος, με το οποίο υποστηρίχθηκε ότι ο σκοπός της αιτήσεως παροχής πληροφοριών δεν προσδιορίστηκε με επαρκή ακρίβεια. Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν με τις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων δεν είχαν καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που της έχουν προσαφθεί, πράγμα το οποίο συνιστά παράβαση του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003. Η ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού δεν μπορεί να αποδεικνύεται μέσω της υποβολής πληροφοριών οι οποίες ζητήθηκαν δυνάμει των δέκα πρώτων ερωτήσεων, σχετικά με τις πωλήσεις τσιμέντου κατά την τελευταία δεκαετία, και οι οποίες παρέχουν ουσιαστικά στην Επιτροπή λεπτομερή περιγραφή της βιομηχανίας τσιμέντου.

57      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου λόγου.

58      Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί μόνο την υποβολή πληροφοριών που της παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσει τις εικαζόμενες παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και μνημονεύονται στην αίτηση παροχής πληροφοριών (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1991, SEP κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 25, και Société Générale κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 40).

59      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας της Επιτροπής προς διεξαγωγή ερευνών και ελέγχων, σε αυτήν απόκειται να εκτιμήσει αν οι πληροφορίες που ζητεί από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982, 155/79, AM & S Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1575, σκέψη 17, της 18ης Οκτωβρίου 1989, 347/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 15, και Roquette Frères, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 78).

60      Όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της εκτιμήσεως αυτής της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, κατά την νομολογία, η έννοια «απαραίτητες πληροφορίες» πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους έχει παρασχεθεί στην Επιτροπή η συγκεκριμένη εξουσία έρευνας. Ειδικότερα, η απαίτηση να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της εικαζόμενης παραβάσεως ικανοποιείται εφόσον, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, η αίτηση αυτή μπορεί θεμιτώς να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με την εικαζόμενη παράβαση, ώστε να μπορεί ευλόγως η Επιτροπή να υποθέσει ότι το σχετικό έγγραφο θα τη βοηθήσει να κρίνει αν υφίσταται η προβαλλόμενη παράβαση (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1991, SEP κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 29, και Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 42).

61      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει ακριβώς τι είδους πληροφορίες της ζητήθηκαν στο πλαίσιο των δέκα πρώτων ερωτήσεων, των οποίων αμφισβητεί τον απαραίτητο χαρακτήρα, αλλά διατυπώνει γενικώς επικρίσεις ως προς το αν είναι απαραίτητη μια αίτηση παροχής πληροφοριών που αφορά πωλήσεις τσιμέντου εντός περιόδου δέκα ετών. Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την έκδοση αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, φρονώντας ότι, στην περίπτωσή της, η Επιτροπή θα έπρεπε να διενεργήσει έρευνα στον σχετικό οικονομικό κλάδο δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1/2003.

62      Πάντως, η έμφαση και μόνο που έδωσε η προσφεύγουσα στο γεγονός ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν στο πλαίσιο των δέκα πρώτων ομάδων ερωτήσεων αφορούν τις πωλήσεις τσιμέντου εντός περιόδου δέκα ετών δεν καθιστά αφ’ εαυτής δυνατή την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι οι εν λόγω ερωτήσεις έβαιναν πέραν αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαίο ενόψει του σκοπού της αιτήσεως παροχής πληροφοριών, όπως αυτός προκύπτει από τις σκέψεις 4 και 35 ανωτέρω.

63      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεώς της ότι ουσιαστικά ο όγκος των ζητούμενων πληροφοριών δίνει την εντύπωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει διερευνητικό περιεχόμενο.

64      Ασφαλώς, είναι ακριβές ότι η ανάγκη προστασίας από παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας ενός προσώπου, φυσικού ή νομικού, που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 81).

65      Ομοίως, υπογραμμίζεται ότι, για την τήρηση της προμνησθείσας γενικής αρχής, η απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στη συλλογή των στοιχείων τεκμηριώσεως που είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση του υποστατού και της εκτάσεως ορισμένης πραγματικής και νομικής καταστάσεως, για την οποία η Επιτροπή διαθέτει ήδη πληροφορίες.

66      Εντούτοις, η απόδειξη του ενδεχομένως αυθαίρετου χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να είναι συνάρτηση του περιεχομένου της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και η Επιτροπή μπορεί θεμιτώς να διεξάγει έρευνα με ευρύ πεδίο εξετάσεως, εφόσον έχει στην κατοχή της αρκούντως σοβαρές ενδείξεις περί της συμμετοχής της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως στις διάφορες εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά.

67      Διαπιστώνεται ότι εν προκειμένω η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί και δεν έχει ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει ότι η Επιτροπή έχει στην κατοχή της αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που δικαιολογούν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, ελλείψει ρητού και αιτιολογημένου αιτήματος εκ μέρους της προσφεύγουσας, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να ελέγξει αυτεπαγγέλτως και στηριζόμενο στη γενικώς διατυπωμένη αιτίαση ότι το περιεχόμενο της αιτήσεως παροχής πληροφοριών ήταν ευρύ, αν η Επιτροπή διέθετε αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που να δικαιολογούν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

68      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον δυσανάλογο χαρακτήρα της προθεσμίας δύο εβδομάδων για την απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων

69      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας λόγω της ανεπαρκούς προθεσμίας δύο εβδομάδων που ορίστηκε για την απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων.

70      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως. Φρονεί ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον αναφορικά με την επίμαχη προθεσμία, δεδομένου ότι έδωσε απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων και έλαβε διαβεβαιώσεις ότι δεν επρόκειτο να της επιβληθεί πρόστιμο σε περίπτωση τμηματικής υποβολής των πληροφοριών που της ζητήθηκαν. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η προθεσμία δύο εβδομάδων ήταν δικαιολογημένη και ότι η προσφεύγουσα δεν βρισκόταν στην πρακτική αδυναμία να απαντήσει στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

71      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνει η Επιτροπή προς συγκεκριμένη επιχείρηση πρέπει να συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας και η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σε ορισμένη επιχείρηση δεν πρέπει να αποτελεί για αυτή δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, SEP κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 51· της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 418, και Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 81).

72      Για να εκτιμηθεί αν το βάρος που συνεπαγόταν η υποχρέωση απαντήσεως στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων είναι ενδεχομένως δυσανάλογο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα, ως αποδέκτρια αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να της επιβληθεί όχι μόνο πρόστιμο ή χρηματική ποινή σε περίπτωση παροχής ελλιπών πληροφοριών ή εκπρόθεσμης παροχής πληροφοριών ή σε περίπτωση μη παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή, αντιστοίχως, του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1/2003, αλλά επίσης να της επιβληθεί πρόστιμο σε περίπτωση παροχής ανακριβών και παραπλανητικών κατά την Επιτροπή πληροφοριών, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

73      Επομένως, η εξέταση του κατά πόσον η προθεσμία που έχει ταχθεί με απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών είναι πρόσφορη έχει ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι, η προθεσμία αυτή πρέπει να παρέχει στον αποδέκτη της αποφάσεως τη δυνατότητα όχι μόνο να παράσχει απλώς και μόνο μιαν απάντηση, αλλά επίσης να διασφαλίζει την πληρότητα, την ακρίβεια και τον μη παραπλανητικό χαρακτήρα των παρεχόμενων πληροφοριών.

74      Το προκαταρκτικό ζήτημα που έθεσε η Επιτροπή σχετικά με το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας να προβάλει τον εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως έχει την έννοια ότι η Επιτροπή αμφισβητεί το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας να προσβάλει την προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που αυτή ορίζει προθεσμία δύο εβδομάδων για την απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων. Η Επιτροπή στηρίζεται στο γεγονός ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες υποβλήθηκαν εν μέρει εκπρόθεσμα χωρίς να επιβληθεί πρόστιμο στην προσφεύγουσα και ότι, στο πλαίσιο τηλεφωνικής συνομιλίας, παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να υποβάλει τις απαντήσεις της τμηματικά.

75      Αρκεί συναφώς να υπογραμμιστεί ότι το έννομο συμφέρον για την προσβολή αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η παροχή πληροφοριών εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και όταν ο αποδέκτης έχει εν μέρει συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή. Πράγματι, η ακύρωση της αποφάσεως αυτής είναι ικανή να έχει αφ’ εαυτής έννομες συνέπειες, κυρίως για τον λόγο ότι, αφενός, υποχρεώνει την Επιτροπή να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, αποτρέπει την επανάληψη τέτοιας πρακτικής εκ μέρους της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1994, T‑46/92, Scottish Football κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑1039, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προσβαλλομένη απόφαση και δύναται να προβάλει λόγους οι οποίοι, κατ’ αυτήν, μπορούν να στηρίξουν την αποδοχή εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου των αιτημάτων που έχει προβάλει.

77      Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έλαβε τη διαβεβαίωση ότι η τμηματική (οπότε και εν μέρει εκπρόθεσμη) υποβολή των ζητούμενων πληροφοριών δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή προστίμου ή χρηματικής ποινής. Μολονότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι πράγματι υπήρξε τηλεφωνική συνομιλία για το ζήτημα αυτό μεταξύ του νομικού συμβούλου της προσφεύγουσας και ενός υπαλλήλου της Επιτροπής, εντούτοις διαφωνούν ως προς το ακριβές περιεχόμενο της συνομιλίας αυτής.

78      Ειδικότερα, από τη δικογραφία προκύπτει μόνον ότι η Επιτροπή, απαντώντας με το από 12 Απριλίου 2011 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε σχετικό αίτημα που διατύπωσε η προσφεύγουσα με το από 11 Απριλίου 2011 έγγραφό της και με το από 12 Απριλίου 2011 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αρνήθηκε να παρατείνει την προθεσμία απαντήσεως για την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε εκπρόθεσμα μέρος της απαντήσεώς της στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων, θα μπορούσε να της επιβληθεί για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον θεωρητικά, πρόστιμο από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003, παρά τις διαβεβαιώσεις περί των οποίων κάνει λόγο η Επιτροπή με τα υπομνήματά της.

79      Εξάλλου, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 72 και 73 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενδεχομένως δυσανάλογος χαρακτήρας του βάρους που συνεπάγεται η υποχρέωση απαντήσεως στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων μπορεί να έχει επιπτώσεις στην πληρότητα, στην ακρίβεια και στην επαρκή σαφήνεια των παρεχόμενων απαντήσεων, πράγμα το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει επίσης ως συνέπεια την επιβολή προστίμου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003.

80      Με την ερώτηση 11, στοιχείο α΄, έχει ζητηθεί από την προσφεύγουσα να υποβάλει όλα τα στοιχεία σχετικά με τον ρόλο, τα καθήκοντα και την ευθύνη των P. L. και H. M. από το έτος 2001, σχετικά με το πρόσωπο στο οποίο λογοδοτούν απευθείας και, τέλος, σχετικά με το ή τα πρόσωπα στα οποία απευθύνουν ή απηύθυναν εντολές. Με την ερώτηση 11, στοιχείο β΄, έχει ζητηθεί η υποβολή πίνακα όλων των συσκέψεων και λοιπών επαφών, γραπτών ή προφορικών, όσον αφορά το τσιμέντο και τα συναφή προϊόντα, μεταξύ του P. L. (για τη χρονική περίοδο 2003-2009) και του H. M. (για τη χρονική περίοδο 2006-2008), αφενός, και των παραγωγών τσιμέντου και συναφών προϊόντων ή των αντιπροσώπων τους στη Γερμανία, αφετέρου. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ζητηθεί από την προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, να διευκρινίσει τις ημερομηνίες των συσκέψεων και τα ονόματα όσων κλήθηκαν και όσων μετέσχαν, να κατονομάσει το πρόσωπο και την επιχείρηση που οργάνωσαν την ή τις συσκέψεις ή που ζήτησαν τη διεξαγωγή τους καθώς και να γνωστοποιήσει το όνομα, τον ρόλο, τα καθήκοντα και την ευθύνη των λοιπών υπαλλήλων της προσφεύγουσας οι οποίοι μετέσχαν στις συσκέψεις αυτές κατά τη χρονική περίοδο 2001-2010. Τέλος, με την ερώτηση 11, στοιχείο γ΄, έχει ζητηθεί από την προσφεύγουσα να υποβάλει όλα τα έγγραφα σχετικά με τις προαναφερθείσες επαφές ή συσκέψεις, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των ημερησίων διατάξεων, των πρακτικών των συσκέψεων, των ταξιδιωτικών εγγράφων, των γραπτών υπηρεσιακών σημειωμάτων, των εκθέσεων ή των πρωτοκόλλων.

81      Διαπιστώνεται ότι από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει κάποια ειδική ανάγκη της έρευνας που να δικαιολογεί τον ορισμό τόσο σύντομης προθεσμίας για την υποβολή των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων.

82      Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί απλώς να συναχθεί ότι ο λόγος για τον οποίο ορίστηκε η ως άνω προθεσμία θα μπορούσε να έγκειται στην εκτίμηση της Επιτροπής ότι η συγκεκριμένη ομάδα ερωτήσεων απαιτούσε την υποβολή περιορισμένου όγκου πληροφοριών.

83      Ασφαλώς, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα, λόγω του γενικού καθήκοντος σύνεσης που υπέχει κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, οφείλει να μεριμνά για την καλή τήρηση, στα βιβλία ή στα αρχεία της, των στοιχείων που παρέχουν τη δυνατότητα τεκμηριώσεως της δραστηριότητάς της, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να έχει στη διάθεσή της τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία σε περίπτωση δικαστικών ή διοικητικών προσφυγών (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T‑240/07, Heineken Nederland και Heineken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑3355, σκέψη 301).

84      Εντούτοις, στον βαθμό που η απάντηση στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων απαιτεί, μεταξύ άλλων, την απαρίθμηση όλων των επαφών, ακόμη και των ανεπίσημων, μεταξύ των δύο υπαλλήλων της προσφεύγουσας, αφενός, και των παραγωγών τσιμέντου και συναφών προϊόντων ή των αντιπροσώπων τους στη Γερμανία, αφετέρου, για χρονική περίοδο, αντιστοίχως, τριών και επτά ετών, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, παρά το προαναφερθέν καθήκον τηρήσεως στοιχείων, η συλλογή, η οργάνωση και η εξακρίβωση των πληροφοριών που ζητήθηκαν δεν ήταν κατ’ ανάγκη ευχερής.

85      Επιπροσθέτως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 73 ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η τασσόμενη προθεσμία πρέπει να παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διασφαλίσει την πληρότητα, την ακρίβεια και τον μη παραπλανητικό χαρακτήρα των παρεχόμενων πληροφοριών.

86      Διαπιστώνεται ότι, λόγω της φύσεως των πληροφοριών που ζητήθηκαν, η προθεσμία απαντήσεως δύο εβδομάδων δεν επαρκεί για τη συλλογή τους και για τη διασφάλιση της πληρότητας, της ακρίβειας και του μη παραπλανητικού χαρακτήρα της παρεχόμενης απαντήσεως.

87      Κατά συνέπεια, η υποχρέωση απαντήσεως στις ερωτήσεις αυτές εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας αποτελεί δυσανάλογο βάρος κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω.

88      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός που μνημόνευσε η Επιτροπή ότι, με το από 19 Νοεμβρίου 2010 έγγραφό της, ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών με αποδέκτη την προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και της διαβίβασε σχέδιο ερωτηματολογίου του οποίου η δέκατη πέμπτη ομάδα ερωτήσεων ήταν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων του τελικού ερωτηματολογίου.

89      Αρκεί συναφώς να υπογραμμιστεί ότι στην παράγραφο 4 του εγγράφου αυτού η Επιτροπή επισήμανε, με σαφέστατη διατύπωση, ότι η «εκδιδόμενη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 απόφαση θα παράσχει στην Schwenk προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο της αποφάσεως κατά τρόπο ορθό, πλήρη και μη παραπλανητικό».

90      Επομένως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μπορούσε θεμιτώς να θεωρεί ως δεδομένο ότι θα διέθετε δίμηνη προθεσμία για να απαντήσει στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων συνεπάγεται, εν πάση περιπτώσει, ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η υποχρέωση απαντήσεως στην εν λόγω ομάδα ερωτήσεων εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η προειδοποίηση που περιλαμβανόταν στο από 19 Νοεμβρίου 2010 έγγραφο.

91      Επίσης, αρκεί να επισημανθεί ότι είναι αλυσιτελής η παραπομπή την οποία έκανε η Επιτροπή στο σημείο 38 της ανακοινώσεώς της σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2011, C 308, σ. 6).

92      Εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 38 της εν λόγω ανακοινώσεως, η τασσόμενη προθεσμία κατά κανόνα είναι τουλάχιστον δύο εβδομάδων, αλλά μπορεί να είναι συντομότερη στην περίπτωση αιτήσεων με περιορισμένο περιεχόμενο. Το στοιχείο αυτό τείνει να καταδείξει ότι, για την Επιτροπή, η προθεσμία των δύο εβδομάδων αποτελεί κατά κανόνα μια ελάχιστη απαίτηση. Εν προκειμένω όμως, λόγω του σημαντικού φόρτου εργασίας που ενδέχεται να συνεπάγονται η συλλογή, η οργάνωση και η εξακρίβωση των ζητούμενων πληροφοριών, ο ορισμός προθεσμίας δύο εβδομάδων έχει τουλάχιστον δυσανάλογο χαρακτήρα.

93      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

94      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζει ότι τα παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από το γράμμα του παραρτήματος I, δηλαδή του ερωτηματολογίου, προκύπτει ότι η ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων και τα λοιπά τμήματα του ερωτηματολογίου δεν συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σύνολο.

95      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί μόνο κατά το μέρος που ζητεί από την προσφεύγουσα να απαντήσει στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων του ερωτηματολογίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αποκλειστικά την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

96      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

97      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε μερικώς δεκτή, σύμφωνα με ορθή εκτίμηση των περιστάσεων αποφασίζεται ότι η Επιτροπή φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών της εξόδων και το ένα τρίτο των εξόδων της προσφεύγουσας, ενώ η τελευταία φέρει τα δύο τρίτα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2011) 2367 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα), όσον αφορά την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων του ερωτηματολογίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I αυτής.

2)      Η Schwenk Zement KG φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών της εξόδων καθώς και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών της εξόδων καθώς και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων της Schwenk Zement.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

Dittrich

Wiszniewska-Białecka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.