Language of document : ECLI:EU:T:2013:224

Υπόθεση T‑304/11

Alumina d.o.o.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σκόνης ζεόλιθου-Α, καταγωγής Βοσνίας και Ερζεγοβίνης – Κανονική αξία – Αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας των εγχώριων πωλήσεων – Περιθώριο κέρδους – Συνήθεις εμπορικές πράξεις»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 30ής Απριλίου 2013

1.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Κατασκευασμένη αξία – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Τιμή ισχύουσα στις συνήθεις εμπορικές πράξεις – Όριο αντιπροσωπευτικότητας των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά – Αλληλεπίδραση των δύο αυτών παραγόντων

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 §§ 2, 3 και 6)

2.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Κατασκευασμένη αξία – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Τιμή ισχύουσα στις συνήθεις εμπορικές πράξεις – Πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τις πράξεις αυτές – Έννοια

(Συμφωνία περί θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου· κώδικας αντιντάμπινγκ του 1994, άρθρο 2 § 1· κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 §§ 1, 3, 4 και 6)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Κατασκευασμένη αξία – Συνεκτίμηση της προσαύξησης λόγω του κινδύνου στην τιμή των πωλήσεων προς συγκεκριμένο πελάτη – Τεχνητή μεταβολή της τιμής πώλησης – Έλλειψη προσαρμογής – Ακυρότητα του υπολογισμού της κανονικής αξίας καθώς και της διαπιστώσεως για την ύπαρξη ντάμπινγκ

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 2 §§ 2, 3, 6 και 10, στοιχείο ια΄)

1.      Κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας ενός προϊόντος, το ζήτημα της αντιπροσωπευτικότητας των εγχώριων πωλήσεων κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, το οποίο θεσπίζει ένα ποσοτικό κριτήριο, διαφέρει από το ζήτημα του κατά πόσον οι εν λόγω πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 3 και 6, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο θεσπίζει ένα ποιοτικό κριτήριο συναρτώμενο με τον χαρακτήρα των λαμβανομένων υπόψη πωλήσεων αυτών καθαυτές. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον ο όγκος των εγχώριων πωλήσεων συνιστά παράγοντα ικανό να επηρεάσει τη διαμόρφωση των τιμών, τα δύο κριτήρια μπορούν να αλληλεπιδράσουν, όταν, π.χ., η εγχώρια αγορά είναι τόσο περιορισμένη ώστε οι τιμές δεν προκύπτουν από τη σχέση προσφοράς και ζήτησης. Ωστόσο, αυτή η δυνατότητα αλληλεπίδρασης δεν συνεπάγεται ότι, όταν δεν επιτυγχάνεται το κατώτατο όριο αντιπροσωπευτικότητας του 5 %, οι εγχώριες πωλήσεις πρέπει να θεωρηθούν ως μη πραγματοποιηθείσες κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί σε απόλυτους όρους το ενδεχόμενο, παρά τον μικρό όγκο των εγχώριων πωλήσεων, οι πωλήσεις αυτές να πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, εάν, παρ’ όλ’ αυτά, αντικατοπτρίζουν τη συνήθη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρηματιών.

(βλ. σκέψεις 24, 25)

2.      Στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας ενός προϊόντος, η έννοια των συνήθων εμπορικών πράξεων έχει ως σκοπό να αποκλείσει τις περιπτώσεις στις οποίες οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά πραγματοποιούνται ιδίως υπό συνθήκες στις οποίες ένα προϊόν πωλείται σε τιμή κάτω του κόστους παραγωγής ή πραγματοποιούνται συναλλαγές μεταξύ συνδεομένων με ορισμένη σχέση μερών ή μεταξύ μερών που έχουν συνάψει συμφωνίες συμψηφισμού. Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 2, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν παραδείγματα πωλήσεων που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματοποιηθείσες κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις έχει αντικειμενικό περιεχόμενο και μπορούν να την επικαλεσθούν όχι μόνο τα θεσμικά όργανα για να εξουδετερώσουν πρακτικές που ενδέχεται να συγκαλύπτουν το ντάμπινγκ ή την έκτασή του, αλλά και οι υπό έρευνα επιχειρηματίες εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες περιστάσεις που επηρεάζουν τον συνήθη χαρακτήρα των εν λόγω πράξεων.

Επομένως, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξαιρέσουν από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας τις πωλήσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, ανεξαρτήτως του αν η τιμή πώλησης είναι υψηλότερη ή χαμηλότερη από την τιμή που θα εφαρμοζόταν κατά τις εν λόγω εμπορικές πράξεις, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο δεν έγινε η συναλλαγή κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις και ανεξαρτήτως των συνεπειών της εξαιρέσεως αυτής επί του συμπεράσματος για την ύπαρξη ντάμπινγκ ή την έκτασή του, σύμφωνα με όσα διαπίστωσε το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όσον αφορά το άρθρο 2.1 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994.

(βλ. σκέψεις 27-30)

3.      Στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας ενός προϊόντος, μία προσαύξηση λόγω του κινδύνου στην τιμή των πωλήσεων προς συγκεκριμένο εγχώριο πελάτη συνιστά ένα αντιστάθμισμα για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο προμηθευτής πωλώντας προϊόντα στον πελάτη αυτόν και χορηγώντας του προθεσμία για την πληρωμή. Η προσαύξηση αυτή δεν αποτελεί επομένως μέρος της αξίας του πωληθέντος προϊόντος ούτε συνδέεται με τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος, αλλά η ύπαρξη και το ύψος της συνδέονται με την ταυτότητα του πελάτη και την εκτίμηση του προμηθευτή για την οικονομική δυνατότητά του. Επομένως, η συνεκτίμηση της προσαύξησης αυτής στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας έχει ως αποτέλεσμα να προστίθεται στον υπολογισμό ένας παράγοντας που δεν συμμετέχει στον καθορισμό της τιμής στην οποία πωλείται το προϊόν στη χώρα καταγωγής, αλλά αφορά αποκλειστικά την οικονομική δυνατότητα του συγκεκριμένου εγχώριου αγοραστή.

Έτσι, η συνεκτίμηση μιας τέτοιας προσαύξησης κινδύνου στον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους που γίνεται για την κατασκευή της κανονικής αξίας λαμβάνει υπόψη ένα στοιχείο το οποίο δεν αντιστοιχεί σε μέρος της αξίας του πωλούμενου προϊόντος και το οποίο προσαυξάνει έτσι τεχνητά το αποτέλεσμα του υπολογισμού της κανονικής αξίας, οπότε το αποτέλεσμα αυτό δεν αντικατοπτρίζει όσο το δυνατόν πιστότερα, υπό την επιφύλαξη της μεταγενέστερης εφαρμογής κατάλληλης προσαρμογής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο ια΄, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, την τιμή πώλησης ενός προϊόντος, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί αν το εν λόγω προϊόν είχε πωληθεί στη χώρα καταγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Η πλημμέλεια που αφορά τη συνεκτίμηση της προσαυξήσεως κινδύνου θίγει το κύρος του υπολογισμού της κανονικής αξίας η οποία κατασκευάζεται για να εκτιμηθεί αν υφίσταται ντάμπινγκ και τοποθετείται έτσι πριν από το συμπέρασμα της υπάρξεως μιας τέτοιας πρακτικής, οπότε είναι ικανή να θίξει το κύρος της διαπιστώσεως για την ύπαρξη ντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 36, 38, 39)