Language of document : ECLI:EU:T:2009:419

Υπόθεση T-212/06

Bowland Dairy Products Ltd

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αγωγή αποζημιώσεως – Κανονισμός (EΚ) 178/2002 – Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης – Συμπληρωματική κοινοποίηση – Αρμοδιότητα των εθνικών αρχών – Γνώμη της Επιτροπής που στερείται έννομου αποτελέσματος – Μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς – Απαράδεκτο»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Αντικείμενο της διαφοράς – Καθορισμός – Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης – Απαγόρευση

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 53· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2)

2.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 288 § 2 EΚ)

3.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτηση αποκαταστάσεως ζημίας προκληθείσας εξαιτίας της θέσεως που έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων

(Κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 50)

1.      Παρότι το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η διάταξη αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να υποβάλει στο Πρωτοδικείο νέα αιτήματα και να τροποποιήσει κατά τον τρόπο αυτόν το αντικείμενο της διαφοράς.

Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, η πράξη ή συμπεριφορά του καθού θεσμικού οργάνου, η οποία είναι η αιτία της προβαλλόμενης ζημίας, αποτελεί αντικείμενο της αγωγής αποζημιώσεως και πρέπει να διευκρινίζεται στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Για τον ίδιο λόγο, τα αιτήματα μιας τέτοιας αγωγής πρέπει να γίνονται κατανοητά υπό την έννοια ότι αναφέρονται στην αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι προξενήθηκε από την πράξη ή τη συμπεριφορά που προβάλλεται στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.

(βλ. σκέψεις 36, 38)

2.      Η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αναφέρονται στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο κοινοτικό όργανο, στην ύπαρξη πραγματικής ζημίας, καθώς και στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Εφόσον δεν πληρούται μία εκ των ως άνω προϋποθέσεων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ενώ παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων προϋποθέσεων.

(βλ. σκέψη 37)

3.      Από το άρθρο 50, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού 178/2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, προκύπτει ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για τη σύνταξη των κοινοποιήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου, καθώς και για τη διαβίβασή τους στην Επιτροπή ενόψει της γνωστοποιήσεως τους στα άλλα μέλη του δικτύου, είναι η αρμόδια αρχή του εκάστοτε κράτους μέλους.

Ακόμα και σε περίπτωση που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα της Επιτροπής να εκφράζει την άποψή της, η οποία, εντούτοις, δεν έχει έννομα αποτελέσματα και δεν δεσμεύει τις ίδιες τις αρχές. Συνεπώς, είναι απαράδεκτα τα αιτήματα περί αποζημιώσεως που βασίζονται στο γεγονός ότι η Επιτροπή εξέφρασε μία τέτοια άποψη.

(βλ. σκέψεις 40-41)