Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 22ας Ιουνίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Άρθρα 3 και 4 – Υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τους υπόπτους και τους κατηγορουμένους σχετικά με το δικαίωμά τους να σιωπήσουν – Άρθρο 8, παράγραφος 2 – Δικαίωμα επίκλησης της παράβασης της υποχρέωσης αυτής – Εθνική κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει στον ποινικό δικαστή της ουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια παράβαση – Άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑660/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal correctionnel de Villefranche‑sur‑Saône (πλημμελειοδικείο της Villefranche-sur-Saône, Γαλλία) με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Οκτωβρίου 2021, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας

Procureur de la République

κατά

K.B.,

F.S.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο, E. Regan, M. Safjan (εισηγητή), P. G. Xuereb, L. S. Rossi, Δ. Γρατσία και M. L. Arastey Sahún, προέδρους τμήματος, S. Rodin, F. Biltgen, N. Piçarra, I. Ziemele και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: S. Beer, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο K.B., εκπροσωπούμενος από τους C. Lallich και B. Thellier de Poncheville, avocats,

–        ο F.S., εκπροσωπούμενος από τις B. Thellier de Poncheville και S. Windey, avocates,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Daniel και A.‑L. Desjonquères,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την M. Browne, Chief State Solicitor, τον A. Joyce, τις M. Lane και J. Quaney, επικουρούμενους από τους R. Farrell, SC, D. Fennelly, BL, και P. Gallagher SC,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Azéma και τον M. Wasmeier,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1), και του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά των K.B. και F.S. για αδικήματα κλοπής καυσίμων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2012/13

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 10, 14, 19 και 36 της οδηγίας 2012/13 έχουν ως εξής:

«(3)      Η υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη στα αντίστοιχα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Ο βαθμός της αμοιβαίας αναγνώρισης εξαρτάται κατά πολύ από μια σειρά παραμέτρων που περιλαμβάνουν μηχανισμούς προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων και τον καθορισμό κοινών ελαχίστων προτύπων, αναγκαίων για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

(4)      Η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων επί ποινικών θεμάτων μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο σε κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε όχι μόνο οι δικαστικές αρχές αλλά όλοι οι συντελεστές της ποινικής διαδικασίας να θεωρούν τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών ως ισοδύναμες με τις δικές τους, γεγονός που προϋποθέτει εμπιστοσύνη όχι μόνο στην επάρκεια των κανόνων άλλων κρατών μελών, αλλά και στην ορθή εφαρμογή τους.

[…]

(10)      Οι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να οδηγήσουν στην τόνωση της εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης όλων των κρατών μελών και, κατ’ επέκταση, στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνεργασίας, σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τέτοιοι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να θεσπίζονται στον τομέα της ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

[…]

(14)      Η παρούσα οδηγία […] [α]ποβλέποντας στην ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, ορίζει κοινούς στοιχειώδεις κανόνες όσον αφορά την απαιτούμενη ενημέρωση των υπόπτων ή των κατηγορουμένων για την τέλεση αξιόποινης πράξης σχετικά με τα δικαιώματά τους και με την ποινική κατηγορία σε βάρος τους. Η παρούσα οδηγία στηρίζεται στα δικαιώματα που ορίζει ο Χάρτης, ιδίως στα άρθρα 6, 47 και 48, βάσει των άρθρων 5 και 6 της [Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950] όπως έχουν ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. […]

[…]

(19)      Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τον ύποπτο ή κατηγορούμενο σχετικά με τα δικαιώματα τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας, όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, γραπτώς ή προφορικώς, όπως προβλέπεται από την παρούσα οδηγία. Για την πρακτική και αποτελεσματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται εγκαίρως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από την αστυνομία ή από άλλη αρμόδια αρχή.

[…]

(36)      Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του θα πρέπει να έχουν δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει πληροφορίες ή να γνωστοποιήσει υλικό της υπόθεσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Το δικαίωμα αυτό δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία ενδίκων μέσων, έναν ειδικό μηχανισμό ή μια διαδικασία προσφυγής κατά των εν λόγω περιπτώσεων παράλειψης ή άρνησης.»

4        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα δικονομικά δικαιώματα, όπως ισχύουν δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή τους:

α)      το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο·

β)      τυχόν δικαίωμα παροχής νομικών συμβουλών δωρεάν και τις σχετικές προϋποθέσεις τέτοιας παροχής νομικών συμβουλών·

γ)      το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την ποινική κατηγορία σύμφωνα με το άρθρο 6·

δ)      το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης·

ε)      το δικαίωμα σιωπής.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ενημέρωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 παρέχεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, προφορικώς ή εγγράφως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών των υπόπτων ή κατηγορουμένων που είναι ευάλωτα πρόσωπα.»

5        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Έγγραφο δικαιωμάτων κατά τη σύλληψη», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την άμεση παροχή ενός εγγράφου δικαιωμάτων σε όποιον ύποπτο ή κατηγορούμενο συλλαμβάνεται ή κρατείται. Παρέχεται στον συλληφθέντα η δυνατότητα να διαβάσει το έγγραφο δικαιωμάτων και του επιτρέπεται να το διατηρεί στην κατοχή του καθ’ όλη τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας του.

2.      Εκτός από τις πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 3, το έγγραφο δικαιωμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα δικαιώματα, ως ισχύουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο:

α)      το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας·

β)      το δικαίωμα ενημέρωσης των προξενικών αρχών και ενός προσώπου·

γ)      το δικαίωμα πρόσβασης σε επείγουσα ιατρική περίθαλψη και

δ)      τον ανώτατο αριθμό ωρών ή ημερών κατά τις οποίες ο ύποπτος ή κατηγορούμενος δύναται να στερηθεί της ελευθερίας του προτού προσαχθεί ενώπιον μιας δικαστικής αρχής.

3.      Το έγγραφο δικαιωμάτων περιλαμβάνει επίσης βασικές πληροφορίες σχετικά με τις εκ του εθνικού δικαίου δυνατότητες προσβολής του νόμιμου χαρακτήρα της σύλληψης, επανεξέτασης της κράτησης ή υποβολής αίτησης για προσωρινή απόλυση.

4.      Το έγγραφο δικαιωμάτων συντάσσεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα. Ενδεικτικό υπόδειγμα του εγγράφου δικαιωμάτων παρατίθεται στο παράρτημα I.

5.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να λαμβάνει το έγγραφο δικαιωμάτων συνταχθέν σε γλώσσα που κατανοεί. Όταν το έγγραφο δικαιωμάτων δεν είναι διαθέσιμο στην κατάλληλη γλώσσα, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ενημερώνεται για τα δικαιώματά του προφορικά σε γλώσσα που κατανοεί. Το έγγραφο δικαιωμάτων πρέπει στη συνέχεια να παρέχεται στον εμπλεκόμενο σε γλώσσα που κατανοεί και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.»

6        Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Επαλήθευση και [προσφυγές]», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν παρέχονται πληροφορίες στον ύποπτο ή κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 6, αυτό καταγράφεται σύμφωνα με τη διαδικασία καταγραφής που προβλέπεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

 Η οδηγία 2013/48/ΕΕ

7        Η οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1), περιλαμβάνει άρθρο 3, με τίτλο «Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας», το οποίο προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά.»

8        Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Παραίτηση από δικαίωμα», έχει ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη διατάξεων εθνικού δικαίου που απαιτούν την υποχρεωτική παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε σχέση με παραίτηση από δικαίωμα προβλεπόμενο στα άρθρα 3 και 10:

α)      ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό· και

β)      η παραίτηση δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας.

2.      Η παραίτηση, η οποία μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση καταγράφονται, μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή ο κατηγορούμενοι μπορούν να ανακαλέσουν παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιαδήποτε στιγμή της ποινικής διαδικασίας, και ότι ενημερώνονται σχετικά με αυτήν τη δυνατότητα. Αυτή η ανάκληση τίθεται σε ισχύ από τη χρονική στιγμή της άσκησής της.»

 Η οδηγία 2016/343

9        Το άρθρο 7 της οδηγίας 2016/343, με τίτλο «Δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν σιωπηλοί σε ό,τι αφορά την αξιόποινη πράξη για την οποία είναι ύποπτοι ή κατηγορούνται.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης.

3.      Η άσκηση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές από τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία μπορεί να προκύψουν νόμιμα μέσω άσκησης εξουσιών νόμιμου καταναγκασμού και τα οποία έχουν ύπαρξη ανεξάρτητη από τη βούληση των υπόπτων ή κατηγορουμένων.

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις δικαστικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη κατά την έκδοση καταδικαστικής απόφασης την επίδειξη συνεργάσιμης συμπεριφοράς εκ μέρους των υπόπτων και των κατηγορουμένων.

5.      Η άσκηση από υπόπτους και κατηγορουμένους του δικαιώματος σιωπής ή του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης δεν χρησιμοποιείται εναντίον τους ούτε θεωρείται απόδειξη ότι έχουν διαπράξει την αξιόποινη πράξη.

6.      Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να αποφασίζουν ότι, σε περιπτώσεις αδικημάτων ήσσονος σημασίας, η σχετική διαδικασία ή ορισμένα στάδιά της μπορούν να διεξάγονται γραπτώς ή χωρίς ανάκριση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με την εν λόγω αξιόποινη πράξη, εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.»

 Το γαλλικό δίκαιο

10      Το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του code de procédure pénale (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) προβλέπει τα εξής:

«Αυτόφωρο έγκλημα είναι το κακούργημα ή πλημμέλημα που γίνεται αντιληπτό κατά τον χρόνο τέλεσής του και το κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε πρόσφατα. Αυτόφωρο είναι επίσης το κακούργημα ή πλημμέλημα, όταν ο ύποπτος, λίγο μετά τη δράση του, καταδιώκεται με δημόσια κραυγή ή συλλαμβάνεται με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η συμμετοχή του στο κακούργημα ή πλημμέλημα.»

11      Το άρθρο 63-1 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Το πρόσωπο που τίθεται υπό προσωρινή κράτηση ενημερώνεται αμέσως από αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας ή από αστυνομικό υπάλληλο, ο οποίος υπόκειται στον έλεγχο του εν λόγω αξιωματικού, σε γλώσσα την οποία κατανοεί, και εφόσον συντρέχει περίπτωση μέσω του εντύπου που προβλέπεται στο δέκατο τρίτο εδάφιο, σχετικά με:

1°      Την επιβολή του μέτρου της προσωρινής κράτησής του καθώς και τη διάρκεια ισχύος του μέτρου και τυχόν παρατάσεις της διάρκειάς του·

2°      Τον χαρακτηρισμό, την ημερομηνία και τον τόπο της πιθανολογούμενης αξιόποινης πράξης για την τέλεση ή την απόπειρα τέλεσης της οποίας είναι ύποπτος καθώς και τους λόγους που αναφέρονται στα σημεία 1° έως 6° του άρθρου 62-2 οι οποίοι δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση του·

3°      Τα ακόλουθα δικαιώματά του:

–        το δικαίωμα ενημέρωσης οικείου του ή του εργοδότη του καθώς και, αν πρόκειται για αλλοδαπό, των προξενικών αρχών του κράτους του οποίου είναι υπήκοος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, το δικαίωμα επικοινωνίας με τα πρόσωπα αυτά, κατά το άρθρο 63-2·

–        το δικαίωμα εξέτασης από ιατρό, κατά το άρθρο 63-3·

–        το δικαίωμα αρωγής από δικηγόρο, σύμφωνα με τα άρθρα 63-3-1 έως 63-4-3·

–        εφόσον κριθεί αναγκαίο, το δικαίωμα να του παρασχεθεί η συνδρομή διερμηνέα·

–        το δικαίωμα πρόσβασης, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο πριν από τυχόν παράταση της προσωρινής κράτησης, στα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 63-4-1·

–        το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων στον procureur de la République [(εισαγγελέα)] ή, κατά περίπτωση, στον αρμόδιο για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κράτησης δικαστή, εφόσον ο εν λόγω δικαστής αποφαίνεται επί τυχόν παράτασης της διάρκειας της προσωρινής κράτησης, με αίτημα την άρση του εν λόγω μέτρου. Αν το εν λόγω πρόσωπο δεν εμφανισθεί ενώπιον του ως άνω δικαστή, μπορεί να διατυπώσει προφορικά τις παρατηρήσεις του στο πρακτικό ακροάσεως, το οποίο κοινοποιείται στον εν λόγω δικαστή πριν αποφανθεί επί της παράτασης του μέτρου·

–        το δικαίωμα, κατά την ακροαματική διαδικασία, αφού δηλώσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του, να προβεί σε δηλώσεις, να απαντήσει στις ερωτήσεις που του έχουν τεθεί ή να σιωπήσει.

[…]

Στο πρακτικό επιβολής του μέτρου της προσωρινής κράτησης γίνεται μνεία της γνωστοποίησης κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, την οποία υπογράφει το πρόσωπο που έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση. Σε περίπτωση άρνησης του εν λόγω προσώπου να υπογράψει, γίνεται σχετική αναφορά.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 803-6, έγγραφο που εκθέτει τα δικαιώματα αυτά δίδεται στο πρόσωπο που έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση κατά την κοινοποίηση της κράτησής του.»

12      Το άρθρο 63-4-1 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Κατόπιν σχετικού αιτήματος, ο δικηγόρος μπορεί να λάβει γνώση του πρακτικού που συντάσσεται κατ’ εφαρμογήν του προτελευταίου εδαφίου του άρθρου 63-1 και με το οποίο διαπιστώνεται ότι γνωστοποιήθηκαν η θέση υπό προσωρινή κράτηση και τα συναφή δικαιώματα, του ιατρικού πιστοποιητικού που συντάσσεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 63-3, καθώς και των πρακτικών ακροάσεως του προσώπου το οποίο αυτός εκπροσωπεί. Δεν μπορεί να ζητήσει ή να δημιουργήσει αντίγραφο των ως άνω εγγράφων. Ωστόσο, μπορεί να τηρεί σημειώσεις.

Το πρόσωπο που κρατείται προσωρινά μπορεί επίσης να λάβει γνώση των εγγράφων που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου ή αντιγράφου τους.»

13      Το άρθρο 73 του ίδιου κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Στις περιπτώσεις αυτόφωρου κακουργήματος ή αυτόφωρου πλημμελήματος τιμωρούμενου με ποινή φυλάκισης, καθένας έχει δικαίωμα να συλλάβει τον δράστη και να τον οδηγήσει ενώπιον του πλησιέστερου αξιωματικού της δικαστικής αστυνομίας.

Σε περίπτωση που το πρόσωπο προσάγεται ενώπιον του αξιωματικού της δικαστικής αστυνομίας, η προσωρινή κράτησή του, όταν πληρούνται οι προβλεπόμενες στον παρόντα κώδικα προϋποθέσεις για την επιβολή της, δεν είναι υποχρεωτική εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν υποχρεούται να παραμείνει αναγκαστικά στη διάθεση των ανακριτικών υπαλλήλων και έχει ενημερωθεί ότι μπορεί οποτεδήποτε να αποχωρήσει από το κτίριο της αστυνομίας ή της χωροφυλακής. Ωστόσο, το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση βίαιης προσαγωγής του προσώπου, από όργανα της δημόσιας δύναμης, ενώπιον του αξιωματικού της δικαστικής αστυνομίας.»

14      Το άρθρο 385, πρώτο και έκτο εδάφιο, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Το tribunal correctionnel [(πλημμελειοδικείο)] είναι αρμόδιο να διαπιστώνει την ακυρότητα των διαδικασιών που υποβάλλονται στην κρίση του, εκτός εάν επιλαμβάνεται υποθέσεως κατόπιν παραπομπής που διατάσσει ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο.

[…]

Σε κάθε περίπτωση, οι ενστάσεις ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται πριν από οποιονδήποτε υπερασπιστικό ισχυρισμό επί της ουσίας.»

 Η κύρια δίκη και το προδικαστικό ερώτημα

15      Το βράδυ της 22ας Μαρτίου 2021, υπάλληλοι της δικαστικής αστυνομίας προέβησαν σε εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητας των K.B. και F.S. λόγω των ύποπτων κινήσεών τους στον χώρο στάθμευσης μιας επιχείρησης. Οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι η δεξαμενή καυσίμων ενός φορτηγού που ήταν σταθμευμένο εκεί ήταν ανοιχτή και ότι πλησίον του βρίσκονταν δοχεία βενζίνης. Στις 22:25 οι εν λόγω υπάλληλοι συνέλαβαν τους K.B. και F.S., οι οποίοι επιχειρούσαν να κρυφτούν, και τους έδεσαν με χειροπέδες, κίνησαν δε αμέσως έρευνα στο πλαίσιο αυτοφώρου για κλοπή καυσίμων βάσει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

16      Αφού έθεσαν ερωτήσεις στους K.B. και F.S., χωρίς ωστόσο να τους έχουν γνωστοποιήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 63-1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι υπάλληλοι της δικαστικής αστυνομίας ενημέρωσαν αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας ο οποίος ζήτησε την άμεση προσαγωγή των δύο υπόπτων προκειμένου να τεθούν υπό προσωρινή κράτηση σύμφωνα με το άρθρο 73 in fine του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

17      Αγνοώντας την ως άνω εντολή, οι υπάλληλοι της δικαστικής αστυνομίας κάλεσαν άλλον αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας ο οποίος έφτασε στο σημείο στις 22:40 και, αντί να θέσει τους δύο υπόπτους υπό προσωρινή κράτηση, να τους γνωστοποιήσει τα εν λόγω δικαιώματα και να ενημερώσει τον procureur de la République (εισαγγελέα) όπως απαιτεί το γαλλικό δίκαιο, προέβη σε έρευνα του οχήματος των προσώπων αυτών. Κατά τη σχετική έρευνα προέκυψαν ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως πώματα, ένα χωνί και μια ηλεκτρική αντλία. Ο αξιωματικός έθεσε στους K.B. και F.S. ερωτήσεις στις οποίες αυτοί απάντησαν.

18      Στις 22:50, ο εισαγγελέας ενημερώθηκε σχετικά με την επιβολή του μέτρου της προσωρινής κράτησης στους F.S. και K.B., στους οποίους γνωστοποιήθηκαν τα δικαιώματά τους στις 23:00 και στις 23:06 αντιστοίχως, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα σιωπής.

19      Επιληφθέν επί της ουσίας της ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά των K.B. και F.S. για αδικήματα κλοπής καυσίμων, το αιτούν δικαστήριο, ήτοι το tribunal correctionnel de Villefranche-sur-Saône (πλημμελειοδικείο της Villefranche-sur-Saône, Γαλλία), διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω, διενεργήθηκε έρευνα και ελήφθησαν αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις πριν από τη γνωστοποίηση στους K.B. και F.S. των δικαιωμάτων τους, κατά παράβαση του άρθρου 63-1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2012/13. Λόγω του όψιμου χαρακτήρα της θέσης των ενδιαφερομένων υπό προσωρινή κράτηση, της σχετικής ειδοποίησης του εισαγγελέα και της γνωστοποίησης των δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος σιωπής, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι προσβλήθηκε το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η έρευνα του οχήματος, η προσωρινή κράτηση των υπόπτων και όλες οι συνακόλουθες πράξεις πρέπει, κατ’ αρχήν, να ακυρωθούν, σύμφωνα με τη νομολογία του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία).

20      Στο πλαίσιο αυτό, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 385 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι ενστάσεις ακυρότητας της διαδικασίας, όπως είναι η παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 63-1 του κώδικα αυτού υποχρέωσης ενημέρωσης ενός προσώπου σχετικά με το δικαίωμα σιωπής κατά τον χρόνο της θέσης του υπό προσωρινή κράτηση, πρέπει να προβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο ή τον δικηγόρο του πριν από οποιονδήποτε άλλο υπερασπιστικό ισχυρισμό επί της ουσίας. Από τη δικογραφία αυτή προκύπτει επίσης ότι οι K.B. και F.S. είχαν τη συνδρομή δικηγόρου, αλλά ότι ο τελευταίος, όπως και οι K.B. και F.S., δεν προέβαλε, πριν από οποιονδήποτε άλλο υπερασπιστικό ισχυρισμό επί της ουσίας, ένσταση ακυρότητας, κατά την έννοια του άρθρου 385 του εν λόγω κώδικα, στηριζόμενη σε παράβαση της υποχρέωσης αυτής.

21      Εκτός αυτού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έχει ερμηνεύσει το άρθρο 385 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υπό την έννοια ότι απαγορεύει στους δικαστές της ουσίας να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας, με εξαίρεση την ακυρότητα που απορρέει από την αναρμοδιότητά τους, διότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος έχει το δικαίωμα να επικουρείται από δικηγόρο όταν παρίσταται ή εκπροσωπείται ενώπιον δικαστηρίου, έχει τη δυνατότητα να προβάλει κατ’ ένσταση την ακυρότητα αυτή πριν από οποιονδήποτε άλλο υπερασπιστικό ισχυρισμό επί της ουσίας, έχει δε μάλιστα την ίδια δυνατότητα κατ’ έφεση αν ερημοδίκησε ή αν δεν εκπροσωπήθηκε στον πρώτο βαθμό. Ως εκ τούτου, το κατά τα ανωτέρω ερμηνευόμενο άρθρο 385 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαγορεύει στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παράβαση της υποχρέωσης που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης.

22      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η απαγόρευση που του επιβάλλει το άρθρο 385 του εν λόγω κώδικα να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την παράβαση υποχρέωσης προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης, όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2012/13 υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης των υπόπτων και κατηγορουμένων σχετικά με το δικαίωμά τους σιωπής, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

23      Συναφώς, υπενθυμίζει ότι η αυτεπάγγελτη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τον εθνικό δικαστή εμπίπτει, ελλείψει δικονομικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης, στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, εντός των ορίων που θέτουν οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437), το Δικαστήριο έκρινε όμως ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικού δικονομικού κανόνα που απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο το οποίο εκδικάζει διαφορά στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν πράξη του εσωτερικού δικαίου συμβιβάζεται προς ενωσιακή διάταξη, αν δεν έχει γίνει επίκληση της διάταξης αυτής από τον διάδικο εντός ορισμένης προθεσμίας.

24      Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των καταχρηστικών ρητρών, με την οποία το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι υφίσταται υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την παράβαση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), για τον λόγο ότι η εξέταση αυτή καθιστά δυνατή την επίτευξη των αποτελεσμάτων που επιτάσσει η οδηγία αυτή. Επομένως, η ως άνω νομολογία αναγνωρίζει τόσο την ιδιότητα του εθνικού δικαστηρίου ως αρχής κράτους μέλους όσο και τη συνακόλουθη υποχρέωσή του ως σημαντικού παράγοντα της διαδικασίας μεταφοράς των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, σε έναν ειδικό τομέα που χαρακτηρίζεται από την ασθενέστερη θέση στην οποία βρίσκεται ο ένας διάδικος. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ως άνω συλλογιστική σχετικά με τον καταναλωτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στον κατηγορούμενο σε ποινικές υποθέσεις, κατά μείζονα δε λόγο διότι αυτός δεν επικουρείται κατ’ ανάγκην από δικηγόρο για να προβάλει τα δικαιώματά του.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal correctionnel de Villefranche-sur-Saône (πλημμελειοδικείο της Villefranche-sur-Saône) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 3 (Δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα) και 4 (Έγγραφο δικαιωμάτων κατά τη σύλληψη) της [οδηγίας 2012/13], το άρθρο 7 (Δικαίωμα σιωπής) της [οδηγίας 2016/343], σε συνδυασμό με το άρθρο 48 (Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης) του Χάρτη […], την έννοια ότι αντιτίθενται στην επιβαλλόμενη στο εθνικό δικαστήριο απαγόρευση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, όπως αυτά διασφαλίζονται από τις προμνησθείσες οδηγίες, ειδικότερα δε καθόσον το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο ακύρωσης της διαδικασίας, την παράλειψη γνωστοποίησης του δικαιώματος σιωπής κατά τον χρόνο της σύλληψης ή την καθυστερημένη γνωστοποίηση του δικαιώματος αυτού;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

26      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται. Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Ministrstvo za obrambo, C‑742/19, EU:C:2021:597, σκέψη 31).

27      Πράγματι, το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, ένα εθνικό δικαστήριο έχει διατυπώσει προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς [απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Ministre de la Transition écologique και Premier ministre (Ευθύνη του Δημοσίου για την ατμοσφαιρική ρύπανση), C‑61/21, EU:C:2022:1015, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

28      Εν προκειμένω, παρατηρείται, αφενός, ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά, μεταξύ άλλων, το άρθρο 7 της οδηγίας 2016/343, το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν σιωπηλοί σε ό,τι αφορά την αξιόποινη πράξη για την οποία είναι ύποπτοι ή κατηγορούνται.

29      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε εντός πλαισίου στο οποίο η ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σιωπής παρασχέθηκε καθυστερημένα στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 16 έως 19 της παρούσας απόφασης, πριν τους παρασχεθεί η ενημέρωση αυτή, τους τέθηκαν ερωτήσεις από υπαλλήλους και από αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας, οι οποίοι έλαβαν αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις από τα πρόσωπα αυτά. Επομένως, η εν λόγω αίτηση αφορά τις συνέπειες τις οποίες ο δικαστής της ουσίας πρέπει, εφόσον συντρέχει λόγος, να συναγάγει από την καθυστέρηση με την οποία παρασχέθηκε η εν λόγω ενημέρωση στην περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά ή ο δικηγόρος τους δεν επικαλέστηκαν την εν λόγω καθυστέρηση εντός της προθεσμίας την οποία ορίζει το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Η υποχρέωση που υπέχουν οι αρμόδιες αρχές να παρέχουν αμέσως στους υπόπτους ή κατηγορουμένους πληροφορίες και έγγραφο δικαιωμάτων σχετικά, μεταξύ άλλων, με το δικαίωμα σιωπής, καθώς και η υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε να προβλέπεται δυνατότητα προσβολής της παράλειψης ή άρνησης παροχής τέτοιων πληροφοριών ή εγγράφων διέπονται ειδικώς από την οδηγία 2012/13, και συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρώτη υποχρέωση, από τα άρθρα της 3 και 4, καθώς και, όσον αφορά τη δεύτερη υποχρέωση, από το άρθρο 8, παράγραφος 2. Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 31 έως 35 των προτάσεών του, πρέπει να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα υπό το πρίσμα της οδηγίας αυτής και μόνον.

30      Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2012/13 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή στηρίζεται στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη και αποσκοπεί στην προαγωγή των δικαιωμάτων αυτών υπέρ των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom, C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 37).

31      Πάντως, μολονότι το προδικαστικό ερώτημα παραπέμπει μόνο στο άρθρο 48 του Χάρτη σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα άμυνας, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα σιωπής κατοχυρώνεται όχι μόνον στο άρθρο αυτό, αλλά και στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (πρβλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2021, Consob, C‑481/19, EU:C:2021:84, σκέψη 45). Επομένως, το ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί και υπό το πρίσμα της τελευταίας αυτής διάταξης του Χάρτη.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 3 και 4, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στον δικαστή της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, την παράβαση της εκ των εν λόγω άρθρων 3 και 4 υποχρέωσης των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τους υπόπτους ή κατηγορουμένους για το δικαίωμά τους σιωπής.

33      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2012/13, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ενημερώνεται αμέσως, προφορικώς ή εγγράφως, και ότι, όταν συλλαμβάνεται ή κρατείται, του παρέχεται έγγραφο δικαιωμάτων σχετικά, μεταξύ άλλων, με το δικαίωμα σιωπής, ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Επομένως, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν υποχρέωση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών να ενημερώνουν αμέσως τους υπόπτους ή κατηγορουμένους σχετικά με το δικαίωμα αυτό, διευκρινιζομένου ότι, ανεξαρτήτως του ενδεχομένως αυστηρότερου χαρακτήρα της υποχρέωσης αυτής όσον αφορά τους υπόπτους ή κατηγορουμένους που συλλαμβάνονται ή κρατούνται, από την αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προαναφερθείσες πληροφορίες πρέπει να παρέχονται το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή.

34      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι ο K.B. και ο F.S., οι οποίοι συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω και, ως εκ τούτου, έπρεπε, ως συλληφθέντες και ύποπτοι για την τέλεση ποινικού αδικήματος, να ενημερωθούν αμέσως για το δικαίωμά τους σιωπής βάσει του εθνικού δικαίου περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 2012/13 που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, ενημερώθηκαν καθυστερημένα για το δικαίωμα αυτό, ήτοι μόνον αφού τους είχαν τεθεί ερωτήσεις από υπαλλήλους και έναν αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας και αφού οι τελευταίοι είχαν λάβει αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις από τους K.B. και F.S.

35      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία αυτή.

36      Η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία η σχετική με το δικαίωμα σιωπής ενημέρωση έχει παρασχεθεί καθυστερημένα. Πράγματι, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας επιτάσσουν να ενημερώνονται αμέσως οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι για το δικαίωμά τους σιωπής, η σχετική ενημέρωση που παρέχεται χωρίς να τηρηθεί η εν λόγω απαίτηση περί άμεσης ενημέρωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχεται «σύμφωνα» με την οδηγία αυτή. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει την εν λόγω έλλειψη γνωστοποίησης.

37      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 απαγορεύει κάθε εθνικό μέτρο που εμποδίζει την άσκηση αποτελεσματικών μέσων ένδικης προστασίας σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων που προστατεύει η οδηγία αυτή (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom, C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 57).

38      Εντούτοις, με την παραπομπή της στις «προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες», η διάταξη αυτή της οδηγίας 2012/13 δεν διευκρινίζει ούτε τις λεπτομέρειες και τις προθεσμίες εντός των οποίων οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι καθώς και, κατά περίπτωση, ο συνήγορός τους μπορούν να επικαλεστούν παράβαση της υποχρέωσης άμεσης ενημέρωσης των εν λόγω υπόπτων και κατηγορουμένων σχετικά με το δικαίωμά τους σιωπής ούτε τις ενδεχόμενες δικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη μη επίκληση της εν λόγω παράβασης, όπως είναι η εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την εν λόγω παράβαση, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας. Η διακριτική ευχέρεια που καταλείπεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό των εν λόγω λεπτομερειών και συνεπειών επιβεβαιώνεται, επίσης, από την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας αυτής, κατά την οποία το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης των αρμόδιων αρχών να παράσχουν πληροφορίες ή να γνωστοποιήσουν ορισμένο υλικό της υποθέσεως δυνάμει της εν λόγω οδηγίας δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία ενδίκων μέσων, έναν ειδικό μηχανισμό ή μια διαδικασία προσφυγής κατά των εν λόγω περιπτώσεων παράλειψης ή άρνησης.

39      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2012/13 δεν περιέχει κανόνες οι οποίοι να ρυθμίζουν τυχόν δυνατότητα του δικαστηρίου της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, μια παράβαση της υποχρέωσης άμεσης ενημέρωσης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με το δικαίωμά του σιωπής.

40      Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, να διασφαλίζουν την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν τόσο από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, όσο και από τα δικαιώματα άμυνας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, τα οποία συγκεκριμενοποιούνται με τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2012/13 [πρβλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, TL (Απουσία διερμηνέα και μετάφρασης), C‑242/22 PPU, EU:C:2022:611, σκέψη 42].

41      Προστίθεται δε ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, τα δικαιώματα που περιλαμβάνει ο Χάρτης έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με τα αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), γεγονός που δεν εμποδίζει την παροχή ευρύτερης προστασίας από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, στο πλαίσιο της ερμηνείας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως όριο ελάχιστης προστασίας (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 2021, Consob, C‑481/19, EU:C:2021:84, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Μαρτίου 2023, Intermarché Casino Achats κατά Επιτροπής, C‑693/20 P, EU:C:2023:172, σκέψεις 41 έως 43). Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2012/13 μνημονεύει ρητώς το γεγονός ότι η οδηγία αυτή στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο εν λόγω άρθρο 6, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

42      Συναφώς και υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γαλλικό ποινικό δίκαιο, και ειδικότερα το άρθρο 63-1, παράγραφος 3, το άρθρο 63-4-1 και το άρθρο 385 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επιτρέπει στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο καθώς και, κατά περίπτωση, στον δικηγόρο του να επικαλεστεί με κάθε μέσο και ανά πάσα στιγμή, μεταξύ της προσωρινής κράτησής του και της προβολής υπερασπιστικών ισχυρισμών επί της ουσίας, κάθε παράβαση της υποχρέωσης άμεσης ενημέρωσης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με το δικαίωμά του σιωπής, όπως η υποχρέωση αυτή απορρέει από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2012/13, διευκρινιζομένου ότι τόσο ο εν λόγω ύποπτος και ο κατηγορούμενος όσο και ο συνήγορός του έχουν δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία και, ιδίως, στο πρακτικό με το οποίο διαπιστώνεται η γνωστοποίηση της θέσης υπό προσωρινή κράτηση καθώς και των συναφών δικαιωμάτων.

43      Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, δυνάμει του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους καταλείπει η οδηγία 2012/13, να περιορίζουν χρονικά την επίκληση μιας τέτοιας παράβασης στο στάδιο που προηγείται της προβολής των υπερασπιστικών ισχυρισμών επί της ουσίας. Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση που επιβάλλεται στον ποινικό δικαστή της ουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την εν λόγω παράβαση, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, σέβεται κατ’ αρχήν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και τα δικαιώματα άμυνας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, εφόσον ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του είχαν τη συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα να επικαλεστούν την εν λόγω παράβαση και διέθεταν προς τούτο εύλογη προθεσμία καθώς και πρόσβαση στη δικογραφία.

44      Πάντως, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος σιωπής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει μόνον εφόσον τα πρόσωπα αυτά είχαν κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τους παρέχεται για να προβάλουν παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48 και διευκολύνεται από τον μηχανισμό της δικαστικής αρωγής τον οποίο προβλέπει η οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕ 2016, L 297, σ. 1).

45      Η ερμηνεία αυτή των ως άνω διατάξεων της οδηγίας 2012/13, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, επιρρωννύεται από τη σχετική με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έχει κρίνει ότι η ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση του κατηγορουμένου κατά το στάδιο της έρευνας για την προετοιμασία της δίκης μπορεί να αντισταθμιστεί προσηκόντως μόνο με τη συνδρομή δικηγόρου, έργο του οποίου είναι, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει τον σεβασμό του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να μην αυτοενοχοποιείται (απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Νοεμβρίου 2008, Salduz κατά Τουρκίας, CE:ECHR:2008:1127JUD003639102, § 54).

46      Το γεγονός ότι ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος πρέπει να έχουν, κατά το εθνικό δίκαιο, συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα να τύχουν της συνδρομής δικηγόρου δεν αποκλείει, ωστόσο, το γεγονός ότι, αν παραιτηθούν από την εν λόγω δυνατότητα, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να υποστούν τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης αυτής, εφόσον αυτή επήλθε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/48. Ειδικότερα, η παράγραφος 1 της εν λόγω διάταξης προβλέπει ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει να έχει λάβει, προφορικά ή εγγράφως, σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό, καθώς και ότι η παραίτηση πρέπει να δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας.

47      Η εκτίμηση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 προβλέπει ότι η παράβαση της υποχρέωσης άμεσης ενημέρωσης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με το δικαίωμά του σιωπής πρέπει να μπορεί να προβληθεί από τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο «ή» από τον συνήγορό του. Πράγματι, ο εν λόγω διαζευκτικός σύνδεσμος έχει την έννοια ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος πρέπει να προβάλει ο ίδιος μια τέτοια παράβαση μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε παραιτήθηκε εγκύρως από τη δυνατότητα να τύχει της συνδρομής δικηγόρου, εξυπακουομένου ότι το κύρος της παραίτησης αυτής ελέγχεται από τον δικαστή, είτε προτιμά να προβάλει την παράβαση αυτή αυτοπροσώπως και όχι μέσω δικηγόρου.

48      Επιπλέον, πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όταν διαπιστώνεται διαδικαστική πλημμέλεια, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εκτιμούν αν η πλημμέλεια αυτή θεραπεύθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ακολούθησε, δεδομένου ότι η μη πραγματοποίηση τέτοιας εκτίμησης είναι, αυτή καθεαυτήν, prima facie ασύμβατη προς τις απαιτήσεις περί δίκαιης δίκης κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Ιανουαρίου 2020, Mehmet Zeki Çelebi κατά Τουρκίας, CE:ECHR:2020:0128JUD002758207, § 51). Επομένως, σε περίπτωση που ο ύποπτος δεν έχει ενημερωθεί εγκαίρως για τα δικαιώματά του να μην αυτοενοχοποιηθεί και να σιωπήσει, πρέπει να καθοριστεί αν, παρά το κενό αυτό, η ποινική διαδικασία στο σύνολό της μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το ζήτημα αν οι δηλώσεις που ελήφθησαν ελλείψει τέτοιας ενημέρωσης αποτελούν αναπόσπαστο ή σημαντικό μέρος των επιβαρυντικών στοιχείων, καθώς και η ισχύς των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2016:0913JUD005054108, § 273 και 274).

49      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στον δικαστή της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, την παράβαση της εκ των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 2012/13 υποχρέωσης των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του σιωπής αντιβαίνει στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, όταν ο εν λόγω ύποπτος ή κατηγορούμενος δεν έχει στερηθεί τη συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48, εν ανάγκη κάνοντας χρήση της δικαστικής αρωγής υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2016/1919, και όταν είχε, τόσο αυτός όσο και, κατά περίπτωση, ο δικηγόρος του, το δικαίωμα να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία που τον αφορά καθώς και να προβάλει την παράβαση αυτή εντός εύλογης προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13.

50      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη νομολογία την οποία επικαλείται το αιτούν δικαστήριο και η οποία μνημονεύεται στις σκέψεις 23 και 24 της παρούσας απόφασης.

51      Πράγματι, αφενός, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437), το εθνικό δίκαιο παρείχε στον δικαστή την εξουσία να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη συμβατότητα πράξης του εσωτερικού δικαίου με διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, λόγω του ότι η προθεσμία εντός της οποίας μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτεπαγγέλτως η συγκεκριμένη εκτίμηση είχε ήδη εκπνεύσει κατά την ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, το αιτούν δικαστήριο είχε απολέσει τη σχετική εξουσία. Αντιθέτως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά το ζήτημα αν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει να αναγνωρίζεται στον εθνικό δικαστή η δυνατότητα να εξετάζει αυτεπαγγέλτως παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, μολονότι τούτο του απαγορεύεται από το εθνικό δίκαιο.

52      Όσον αφορά, αφετέρου, τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των καταχρηστικών ρητρών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι έννομες σχέσεις που αποτελούν αντικείμενο καθεστώτος προστασίας των καταναλωτών διακρίνονται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις επίμαχες στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών, όπως αυτές τις οποίες αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης και οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, ώστε να μην είναι δυνατή η απλή εφαρμογή, στον τομέα των δικονομικών εγγυήσεων της ποινικής διαδικασίας, των αρχών που έχουν καθιερωθεί στον τομέα των καταχρηστικών ρητρών.

53      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3 και 4 καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στον δικαστή της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, την παράβαση της εκ των εν λόγω άρθρων 3 και 4 υποχρέωσης των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του σιωπής, όταν αυτός δεν έχει στερηθεί τη συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48, εν ανάγκη κάνοντας χρήση της δικαστικής αρωγής υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2016/1919, και όταν είχε, τόσο αυτός όσο και, κατά περίπτωση, ο δικηγόρος του, το δικαίωμα να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία που τον αφορά καθώς και να προβάλει την παράβαση αυτή εντός εύλογης προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 3 και 4, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στον δικαστή της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, την παράβαση της εκ των εν λόγω άρθρων 3 και 4 υποχρέωσης των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του σιωπής, όταν αυτός δεν έχει στερηθεί τη συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, εν ανάγκη κάνοντας χρήση της δικαστικής αρωγής υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, και όταν είχε, τόσο αυτός όσο και, κατά περίπτωση, ο δικηγόρος του, το δικαίωμα να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία που τον αφορά καθώς και να προβάλει την παράβαση αυτή εντός εύλογης προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.