Language of document : ECLI:EU:T:2014:555

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Ιουνίου 2014 (*)

«Αλιεία — Διατήρηση των αλιευτικών πόρων — Υπέρβαση από την Ισπανία των αλιευτικών ποσοστώσεων για το σκουμπρί στις ζώνες VIII c, IX και X και στα ύδατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της CECAF 34.1.1 που χορηγήθηκαν για το 2010 — Μειώσεις των αλιευτικών ποσοστώσεων που διατέθηκαν για τα έτη 2011 έως 2015 — Δικαιώματα άμυνας — Ασφάλεια δικαίου — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑260/11,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την N. Díaz Abad και τον L. Banciella Rodríguez-Miñón, στη συνέχεια από τους M. Sampoll Pucurull και L. Banciella Rodríguez-Miñón, abogados del Estado,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Bouquet, F. Jimeno Fernández και D. Nardi,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΕ) 165/2011 της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την επιβολή μειώσεων σε ορισμένες ποσοστώσεις σκουμπριού που διατίθενται στην Ισπανία το 2011 και τα επόμενα έτη λόγω υπεραλίευσης κατά το 2010 (ΕΕ L 48, σ. 11),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το 2010, οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πραγματοποίησαν διάφορες αποστολές ελέγχου του συστήματος αλιεύσεως και ελέγχων που διαχειρίζονται οι ισπανικές αρχές, μία εκ των οποίων ήταν η αποστολή από 15 έως 19 Μαρτίου 2010 στην Κανταβρία και στη Χώρα των Βάσκων (Ισπανία).

2        Κατόπιν της εν λόγω αποστολής ελέγχου και με βάση τα στοιχεία που είχαν παράσχει οι ισπανικές αρχές όσον αφορά την αλιευτική περίοδο για το σκουμπρί του 2010, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Βασίλειο της Ισπανίας είχε υπερβεί κατά 19 621 τόνους τις ποσοστώσεις που του είχαν χορηγηθεί για το είδος αυτό και για το έτος 2010. Συνεπώς, από το σημείο 3.8 της εκθέσεως της αποστολής προκύπτει ότι, ήδη από τον Μάρτιο 2010, με 39 693 τόνους αλιευμάτων, είχε σημειωθεί υπέρβαση των ετήσιων ποσοστώσεων σκουμπριού των 24 604 τόνων κατά 61 %.

3        Με επιστολή της 12ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή γνωστοποίησε την έκθεση της αποστολής στις ισπανικές αρχές και τις κάλεσε να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

4        Με επιστολή της 20ής Ιουλίου 2010, οι ισπανικές αρχές ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτή. Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους, οι εν λόγω αρχές δεν αμφισβήτησαν τα αριθμητικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή.

5        Με επιστολή της 20ής Ιουλίου 2010 που απηύθυνε στο ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Διατροφής, η D., μέλος της Επιτροπής αρμόδιο για θέματα αλιείας και ναυτιλιακών υποθέσεων, αφενός, υπογράμμισε τη σημασία της αλιείας του σκουμπριού όχι μόνο για το Βασίλειο της Ισπανίας, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά, και το ότι η παρακολούθησή της και ο έλεγχός της αποτελούσαν προτεραιότητες για την Επιτροπή. Αφετέρου, τόνισε την ανεπάρκεια των ελέγχων που διενεργήθηκε στον ισπανικό στόλο που πραγματοποιούσε την αλιεία του σκουμπριού κατά τις σχετικές περιόδους, καθώς και τη δυσχέρεια συγκεντρώσεως από τις αρμόδιες ισπανικές αρχές, που είχαν επιδείξει έλλειψη συνεργασίας, των απαραίτητων πληροφοριών για την εκτίμηση της καταστάσεως.

6        Με επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 που απηύθυνε στο ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Διατροφής, η D. επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, την ανησυχία της έναντι της καταστάσεως υπεραλιεύσεως του σκουμπριού και ανέφερε ότι η Επιτροπή επιφυλασσόταν του δικαιώματος να χρησιμοποιήσει τα νομικά μέσα που είχε στη διάθεσή της για να διασφαλίσει την αυστηρή τήρηση του δικαίου της Ένωσης.

7        Στις 28 Νοεμβρίου 2010, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ της D. και της A., Ισπανίδας Υπουργού Φυσικού, Γεωργικού και Θαλάσσιου Περιβάλλοντος, κατά την οποία εξετάστηκε το ζήτημα της υπεραλιεύσεως του σκουμπριού. Κατά τη σύσκεψη αυτή, η A. αναγνώρισε ότι καταρχήν οι ποσότητες σκουμπριού που αποτελούσαν αντικείμενο υπεραλιεύσεως έπρεπε να αποκατασταθούν, αλλά εξέφρασε την επιθυμία να διαπραγματευθεί τους όρους αυτής της αποκαταστάσεως.

8        Στις 30 Νοεμβρίου 2010, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εκπροσώπων των ισπανικών αρχών, η ημερήσια διάταξη της οποίας προέβλεπε, στο σημείο 4, τα εξής:

«Αλιεία σκουμπριού και μερλούκιου — επιστροφή της εκτιμώμενης από το 2009 υπεραλιεύσεως

Επί του σημείου αυτού, η διεύθυνση MARE C θα παρουσιάσει τις εκτιμήσεις της όσον αφορά την ισπανική υπεραλίευση για τους δύο αυτούς αλιευτικούς πόρους από το 2009, εξετάζοντας επίσης το ζήτημα της κατανεμηθείσας αλιευτικής προσπάθειας. Η υπεραλίευση αυτή αντιπροσωπεύει σημαντικές ποσότητες για τους δύο πόρους. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εφαρμόσουν τις διατάξεις του κανονισμού [(ΕΚ) 1224/2009] σχετικά με τις μειώσεις των ποσοστώσεων, ήτοι το άρθρο 105 του εν λόγω κανονισμού [...]. Οι υπηρεσίες μας είναι διατεθειμένες να συζητήσουν με τις ισπανικές αρχές του όρους της επιστροφής βάσει των διατάξεων αυτών.»

9        Τα πρακτικά της συσκέψεως αυτής, όπως κοινοποιήθηκαν στις ισπανικές αρχές, αναφέρουν μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στον βαθμό που [το Βασίλειο της] Ισπανίας φρονεί ότι δεν υφίσταται νομική βάση για την επιστροφή της προγενέστερης του 2010 υπεραλιεύσεως, οι συζητήσεις αυτές είναι άνευ αντικειμένου. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι ισχύοντες κανονισμοί της επιτρέπουν να προβεί, το 2011, σε μειώσεις για την υπεραλίευση που πραγματοποιήθηκε το 2010 και της οποίας ο όγκος εκτιμάται στους 19 000 [τόνους] περίπου· θα εφαρμοστεί ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που διαλαμβάνεται στο άρθρο 105 [του κανονισμού 1224/2009]. Το [Βασίλειο της] Ισπανίας αναφέρει ότι δέχεται τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την υπεραλίευση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Η Επιτροπή εξηγεί επιπλέον ότι δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε διαβούλευση με [το Βασίλειο της] Ισπανίας όσον αφορά τη μορφή των μειώσεων που θα διενεργηθούν λόγω υπεραλιεύσεως (εκτός αν έχει την πρόθεση να προβεί σε μειώσεις όσον αφορά πόρους άλλους πέραν του σκουμπριού). Αντιθέτως, η διαδικασία διαβουλεύσεως που διαλαμβάνεται στον κανονισμό ελέγχου προβλέπεται σε όλες τις περιπτώσεις για την αιτούμενη αποκατάσταση λόγω «ιστορικής» υπεραλιεύσεως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι έχει εφαρμογή ο νέος κανονισμός ελέγχου, καθόσον το σημείο αφετηρίας της διαδικασίας αποκαταστάσεως είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ιστορική υπεραλίευση βάσει αξιόπιστων δεδομένων, πράγμα το οποίο συνέβη το 2010.»

10      Με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2010 που απηύθυνε στην A., η D. κάλεσε, κατ’ ουσίαν, τις ισπανικές αρχές να αντιμετωπίσουν επειγόντως το πρόβλημα της υπεραλιεύσεως. Υπενθύμισε επίσης ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής και οι εν λόγω αρχές είχαν δρομολογήσει συνεργασία για τον καθορισμό των πραγματικών ποσοτήτων υπεραλιεύσεως και για τον μεταγενέστερο σχεδιασμό ενός μηχανισμού επιστροφής καθώς και για τον ορισμό ενός σχεδίου δράσεως που θα ενισχύει το ισπανικό σύστημα ελέγχου. Συναφώς, η D. συνέστησε έντονα να ανοίξει η περίοδος αλιείας για το σκουμπρί του 2011 μόνο κατά το 50 % της ποσοστώσεως που διατέθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας για το έτος αυτό.

11      Στις 21 Δεκεμβρίου 2010, το Βασίλειο της Ισπανίας εξέδωσε την Orden ARM/3315/2010, de 21 de diciembre, por la que se modifica la Orden ARM/271/2010, de 10 de febrero, por la que se establecen los criterios para el reparto y la gestión de la cuota de caballa, y se regula su captura y desembarque (απόφαση ARM 3315/2010 περί τροποποιήσεως της αποφάσεως ARM 271/2010, της 10ης Φεβρουαρίου 2010, περί καθορισμού των κριτηρίων κατανομής και διαχειρίσεως της ποσοστώσεως σκουμπριού και περί ρυθμίσεως της αλιεύσεως και της εκφορτώσεώς του, BOE αριθ. 310, της 22ας Φεβρουαρίου 2010, σ. 105675, στο εξής: απόφαση ARM 3315/2010). Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως ARM 3315/2010, η περίοδος αλιείας του σκουμπριού επρόκειτο να αρχίσει στις 15 Φεβρουαρίου 2011.

12      Στις 11 Ιανουαρίου 2011 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ισπανικών αρχών. Σύμφωνα με την ημερήσια διάταξή της, η σύσκεψη αυτή ήταν αφιερωμένη στην ανάλυση των δεδομένων σχετικά με την αλίευση σκουμπριού από τον ισπανικό στόλο στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό κατά την περίοδο 2002 έως 2010, για τον λόγο ότι το απόθεμα αυτό είχε πιθανώς αποτελέσει αντικείμενο υπεραλιεύσεως. Το σημείο 1 της ημερήσιας αυτής διατάξεως είχε ως εξής:

«Αλιεία σκουμπριού και μερλούκιου — επιστροφή της εκτιμώμενης από το 2009 υπεραλιεύσεως

Επί του σημείου αυτού, η διεύθυνση MARE C θα παρουσιάσει τις εκτιμήσεις της όσον αφορά την ισπανική υπεραλίευση για τους δύο αυτούς αλιευτικούς πόρους από το 2009, εξετάζοντας επίσης το ζήτημα της κατανεμηθείσας αλιευτικής προσπάθειας. Η υπεραλίευση αυτή αντιπροσωπεύει σημαντικές ποσότητες για τους δύο πόρους. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εφαρμόσουν τις διατάξεις του κανονισμού ελέγχου σχετικά με τις μειώσεις των ποσοστώσεων, ήτοι το άρθρο 105 του [εν λόγω] κανονισμού. Οι υπηρεσίες μας είναι διατεθειμένες να συζητήσουν με τις ισπανικές αρχές του όρους της επιστροφής βάσει των διατάξεων αυτών.»

13      Τα πρακτικά της συσκέψεως της 11ης Ιανουαρίου 2011, όπως κοινοποιήθηκαν στις ισπανικές αρχές, αναφέρουν μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στον βαθμό που [το Βασίλειο της] Ισπανίας φρονεί ότι δεν υφίσταται νομική βάση για την επιστροφή της προγενέστερης του 2010 υπεραλιεύσεως, οι συζητήσεις αυτές είναι άνευ αντικειμένου. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι ισχύοντες κανονισμοί της επιτρέπουν να προβεί, το 2011, σε μειώσεις για την υπεραλίευση που πραγματοποιήθηκε το 2010 και της οποίας ο όγκος εκτιμάται στους 19 000 [τόνους] περίπου· θα εφαρμοστεί ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που διαλαμβάνεται στο άρθρο 105 [του κανονισμού 1224/2009]. Το [Βασίλειο της] Ισπανίας αναφέρει ότι δέχεται τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την υπεραλίευση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Η Επιτροπή εξηγεί επιπλέον ότι δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε διαβούλευση με [το Βασίλειο της] Ισπανίας όσον αφορά τη μορφή των μειώσεων που θα διενεργηθούν λόγω υπεραλιεύσεως (εκτός αν έχει την πρόθεση να προβεί σε μειώσεις όσον αφορά πόρους άλλους πέραν του σκουμπριού). Αντιθέτως, η διαδικασία διαβουλεύσεως που διαλαμβάνεται στον κανονισμό ελέγχου προβλέπεται σε όλες τις περιπτώσεις για την αιτούμενη αποκατάσταση λόγω “ιστορικής” υπεραλιεύσεως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι έχει εφαρμογή ο νέος κανονισμός ελέγχου, καθόσον το σημείο αφετηρίας της διαδικασίας αποκαταστάσεως είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ιστορική υπεραλίευση βάσει αξιόπιστων δεδομένων, πράγμα το οποίο συνέβη το 2010.»

14      Στις 24 Ιανουαρίου 2011, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ της E., γενικής διευθύντριας των ναυτιλιακών υποθέσεων και της αλιείας της Επιτροπής, και της V. I., γενικής γραμματέα για θέματα σχετικά με τη θάλασσα στο ισπανικό Υπουργείο Φυσικού, Γεωργικού και Θαλάσσιου Περιβάλλοντος, κατόπιν αιτήσεως της τελευταίας αυτής, σχετικά με την κατάσταση της υπεραλιεύσεως του σκουμπριού. Κατόπιν της συσκέψεως αυτής, με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 8ης Φεβρουαρίου 2011, η V. I. πρότεινε στην E., πρώτον, να καθοριστεί η συνολική ποσότητα της μειώσεως, δεύτερον, να καθοριστεί, με βάση το «βρετανικό παράδειγμα», ένας συντελεστής μειώσεως 0,7, τρίτον, να προβλεφθεί κατάλληλη περίοδος δεκαπέντε ετών, τέταρτον, να μην υπάρξει υπέρβαση, για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, ενός ποσοστού μειώσεως μεταξύ 15 και 18 %, πέμπτον, να προβλεφθεί μια ρήτρα αναθεωρήσεως προκειμένου να εξεταστεί η κατάσταση μετά την παρέλευση του ημίσεος της περιόδου, ήτοι μετά το έβδομο ή το όγδοο έτος, και, έκτον, να εφαρμοστούν οι απαιτούμενες προσαρμογές για να διασφαλιστεί η τήρηση της συνολικής ποσότητας.

15      Στις 4 Φεβρουαρίου 2011, πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ της D. και της A., κατά την οποία η τελευταία ενημερώθηκε για την πρόθεση της Επιτροπής να εφαρμόσει τις μειώσεις σε μια περίοδο δύο ετών. Η A. ζήτησε ωστόσο να υπάρξει μια πιο μακρά περίοδος για να ληφθούν υπόψη ορισμένες οικονομικές περιστάσεις και τα συμφέροντα του ισπανικού αλιευτικού στόλου, ο οποίος θα χρειαζόταν ορισμένο χρόνο για να προσαρμοσθεί στις δυνητικές συνέπειες της υπεραλιεύσεως και στη συνακόλουθη μείωση.

16      Στη συνέχεια, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής κίνησαν τη διαδικασία διυπηρεσιακών διαβουλεύσεων σχετικά με το σχέδιο του προσβαλλόμενου κανονισμού, προτείνοντας την κατανομή των μειώσεων σε μια περίοδο τεσσάρων ετών και τη σταδιακή αύξηση του ύψους των εν λόγω μειώσεων.

17      Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνδιαλέξεως, που πραγματοποιήθηκε είτε στις 17 είτε στις 18 Φεβρουαρίου 2011, μεταξύ της K., μέλους του γραφείου της D., και της A., η τελευταία αυτή ζήτησε να κατανεμηθούν οι σχεδιαζόμενες μειώσεις σε μια περίοδο πέντε ή έξι ετών. Δεδομένου ότι η D. ήταν σύμφωνη με την κατανομή των εν λόγω μειώσεων σε μια περίοδο πέντε ετών, η μνημονευθείσα στη σκέψη 16 ανωτέρω διαδικασία διυπηρεσιακών διαβουλεύσεων διακόπηκε στις 18 και επαναλήφθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2011, προκειμένου να επέλθει η αναγκαία τροποποίηση του παραρτήματος του σχεδίου του προσβαλλόμενου κανονισμού.

18      Στις 22 Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 165/2011, της 22ας Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την επιβολή μειώσεων σε ορισμένες ποσοστώσεις σκουμπριού που διατίθενται στην Ισπανία το 2011 και τα επόμενα έτη λόγω υπεραλίευσης κατά το 2010 (ΕΕ L 48, σ. 11, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), βάσει του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) 847/96, (ΕΚ) 2371/2002, (ΕΚ) 811/2004, (ΕΚ) 768/2005, (ΕΚ) 2115/2005, (ΕΚ) 2166/2005, (ΕΚ) 388/2006, (ΕΚ) 509/2007, (ΕΚ) 676/2007, (ΕΚ) 1098/2007, (ΕΚ) 1300/2008, (ΕΚ) 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) 2847/93, (ΕΚ) 1627/94 και (ΕΚ) 1966/2006 (ΕΕ L 343, σ. 1, στο εξής: κανονισμός ελέγχου).

19      Στην αιτιολογική σκέψη 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται ότι «[μ]ε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 53/2010 του Συμβουλίου [ΕΕ L 21, σ. 1] για το έτος 2010 και με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 57/2011 του Συμβουλίου [ΕΕ L 24, σ. 1] για το έτος 2011 διατέθηκε στην Ισπανία αλιευτική ποσόστωση για το σκουμπρί στη ζώνη VIIIc, IX και Χ· ύδατα ΕΕ της CECAF 34.1.1».

20      Η αιτιολογική σκέψη 3 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρει ότι «[η] Επιτροπή εντόπισε ανακολουθίες στα στοιχεία [του Βασιλείου της Ισπανίας] που αφορούσαν την αλιεία σκουμπριού κατά το 2010, διασταυρώνοντας τα στοιχεία αυτά όπως είχαν καταγραφεί και αναφερθεί σε διάφορα στάδια της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας, από την αλίευση έως την πρώτη πώληση», ότι «[ο]ι ανακολουθίες αυτές επιβεβαιώθηκαν περαιτέρω με τη διεξαγωγή διαφόρων ελέγχων, αποστολών επαλήθευσης και επιθεωρήσεων στην Ισπανία σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού [ελέγχου]» και ότι «[τ]α αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στη διάρκεια της έρευνας επιτρέπουν στην Επιτροπή να αποδείξει ότι το εν λόγω κράτος μέλος υπερέβη κατά 19 621 [τόνους] την ποσόστωση που διέθετε για το σκουμπρί το έτος 2010».

21      Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρουν, αφενός, ότι «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 1 του κανονισμού [ελέγχου], όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη τις ποσοστώσεις που του χορηγήθηκαν, επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους» και, αφετέρου, ότι «[σ]την παράγραφο 2 του άρθρου 105 του εν λόγω κανονισμού προβλέπεται ότι οι μειώσεις των αλιευτικών ποσοστώσεων πραγματοποιούνται το επόμενο έτος ή έτη με την εφαρμογή ορισμένων πολλαπλασιαστικών συντελεστών οι οποίοι ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο».

22      Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «[ο]ι μειώσεις που πρέπει να επιβληθούν για υπεραλίευση το 2010 είναι υψηλότερες από την ποσόστωση που διατίθεται [στο Βασίλειο της Ισπανίας] το 2011 για το συγκεκριμένο απόθεμα».

23      Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου βασικού κανονισμού διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

«Το εν λόγω απόθεμα σκουμπριού βρίσκεται επί του παρόντος εντός ασφαλών βιολογικών ορίων και οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις αναφέρουν ότι αυτό είναι πιθανόν να συνεχιστεί κατά το προβλεπτό μέλλον. Η άμεση και πλήρης επιβολή της μείωσης στην […] ποσόστωση σκουμπριού [που διατέθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας] για το 2011 θα οδηγούσε σε πλήρη απαγόρευση της αλιείας του είδους αυτού το 2011. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η εν λόγω πλήρης απαγόρευση είναι πιθανόν να συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους δυσανάλογων κοινωνικοοικονομικών συνεπειών τόσο για τον οικείο αλιευτικό κλάδο όσο και για τη συναφή μεταποιητική βιομηχανία. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της κοινής αλιευτικής πολιτικής, κρίνεται σκόπιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση να πραγματοποιηθούν οι μειώσεις που απαιτούνται για την κάλυψη των ποσοτήτων της υπεραλίευσης σε διάστημα 5 ετών, από το 2011 έως το 2015, και, εάν χρειαστεί, να πραγματοποιηθούν τυχόν απομένουσες μειώσεις από την ποσόστωση σκουμπριού που θα διατεθεί τα αμέσως επόμενα έτη.»

24      Το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει ότι «[η] αλιευτική ποσόστωση για το σκουμπρί (Scomber scombrus) στη ζώνη “VIIIc, IX και Χ· ύδατα ΕΕ της CECAF 34.1.1”, η οποία διατέθηκε στην Ισπανία για το έτος 2011 με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 57/2011, μειώνεται όπως εμφαίνεται στο παράρτημα». Ομοίως, το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «[η] αλιευτική ποσόστωση για το σκουμπρί (Scomber scombrus) στη ζώνη “VIIIc, IX και Χ· ύδατα ΕΕ της CECAF 34.1.1”, η οποία ενδεχομένως θα διατεθεί στην Ισπανία για τα έτη 2012 έως 2015, και, κατά περίπτωση, η αλιευτική ποσόστωση για το ίδιο είδος που ενδεχομένως θα διατεθεί στην Ισπανία για τα επόμενα έτη μειώνονται όπως εμφαίνεται στο παράρτημα».

25      Το παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού περιλαμβάνει συνεπώς έναν πίνακα στον οποίο περιέχεται μια στήλη που φέρει τον τίτλο «Διαφορά ποσόστωσης-αλιευμάτων (υπεραλίευση)», υπό τον οποίο αναγράφεται «– 19 621 (79,7 % της ποσόστωσης 2010)», και η οποία ακολουθείται από μια στήλη στην οποία αναφέρεται ο «πολλαπλασιαστικός συντελεστής του άρθρου 105, παράγραφος, 2 του κανονισμού [ελέγχου] (υπεραλίευση * 2)» με τιμή «– 39 242 [τόνοι]», καθώς και από τις στήλες που προβλέπουν μειώσεις για τα έτη 2011 έως 2015, ήτοι αντιστοίχως 4 500 τόνους για το 2011, 5 500 τόνους για το 2012, 9 748 τόνους για το 2013, 9 747 τόνους για το 2014 και 9 747 τόνους για το 2015, «και, κατά περίπτωση, [για τα επόμενα έτη]».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Μαΐου 2011, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

29      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

30      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

31      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Δεκεμβρίου 2013. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην περατώσει την προφορική διαδικασία, προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει να προσκομίσει κάθε κρίσιμο στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι οι ισπανικές αρχές είχαν διατυπώσει την άποψή τους, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο ο εν λόγω κανονισμός επρόκειτο να προβεί στις μειώσεις των ποσοστώσεων αλιείας σκουμπριού, πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

32      Με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υπέβαλε συναφώς συμπληρωματικές παρατηρήσεις και στοιχεία.

33      Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 2014, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του εν λόγω εγγράφου της Επιτροπής.

34      Το Γενικό Δικαστήριο κήρυξε την περάτωση της προφορικής διαδικασίας στις 4 Φεβρουαρίου 2014.

 Σκεπτικό

 Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως

35      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει έξι λόγους, ήτοι, πρώτον, παράβαση του άρθρου 105, παράγραφος 6, του κανονισμού ελέγχου, δεύτερον, παράβαση ουσιώδους τύπου δεδομένου ότι δεν ζητήθηκε η προηγούμενη αιτιολογημένη γνώμη της επιτροπής διαχειρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 119 του ίδιου κανονισμού, τρίτον, προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, πέμπτον, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, έκτον, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 105, παράγραφος 6, του κανονισμού ελέγχου

36      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι παράνομος, καθόσον εκδόθηκε προτού η Επιτροπή εκδώσει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 105, παράγραφος 6, του κανονισμού ελέγχου, ο οποίος επιβάλλει τη θέσπιση κανόνων καθορισμού των σχετικών ποσοτήτων. Επιπλέον, αμφισβητεί το ότι οι διατάξεις του άρθρου 105, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς και ουδενός χρήζουν μέτρου εκτελέσεως. Το γεγονός ότι το άρθρο 105, παράγραφος 6, του κανονισμού ορίζει ότι «μπορούν» να θεσπίζονται λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική εξουσία για να τους θεσπίσει ή για να επιλέξει προς τούτο μεταξύ της διαδικασίας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 119 του ίδιου κανονισμού και μιας άλλης διαδικασίας.

37      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου.

38      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 105, παράγραφος 6, του κανονισμού ελέγχου προβλέπει ότι «[ο]ι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως καθορισμού των συγκεκριμένων ποσοτήτων, μπορούν να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119», ήτοι τη διαδικασία βάσει του άρθρου 119, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 έως 7 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ L 200, σ. 11).

39      Επιπλέον, το άρθρο 119 του κανονισμού ελέγχου, υπό τον τίτλο «Διαδικασία επιτροπής», ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

2.      Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

[...]»

40      Ειδικότερα, η χρήση στο άρθρο 105, παράγραφος 6, του κανονισμού ελέγχου της λέξης «μπορούν» αποδεικνύει, αφενός, ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά το ζήτημα αρχής αν πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια επιτροπή πρόταση θεσπίσεως λεπτομερών κανόνων εφαρμογής υπό την έννοια αυτή (βλ., ιδίως, άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως 1999/468) και, αφετέρου, ότι η εξουσία αυτή εκτιμήσεως περικλείει την ευχέρεια της Επιτροπής να επιλέγει, προς τούτο, μεταξύ των διαφόρων υποκειμένων και μέσων που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό. Συγκεκριμένα, μόνον η ερμηνεία αυτή είναι συμβατή προς το γεγονός ότι στο άρθρο 105, παράγραφος 6, αναφέρεται, ως παράδειγμα («ιδίως»), η ευχέρεια —και όχι η υποχρέωση— θεσπίσεως λεπτομερών κανόνων εφαρμογής «καθορισμού των συγκεκριμένων ποσοτήτων».

41      Συνεπώς, το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζεται σε μια εσφαλμένη παραδοχή υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής προκειμένου να μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή τα μέσα που διαθέτει βάσει του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ελέγχου, καθόσον το περιεχόμενο της εξουσίας της Επιτροπής και τα κριτήρια που διέπουν την εφαρμογή των μέσων αυτών εξαρτώνται από την ίδια τη διατύπωση των εν λόγω διατάξεων.

42      Πρέπει συνεπώς να εξακριβωθεί αν οι διατάξεις αυτές είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων ώστε να δύναται η Επιτροπή να τις εκτελέσει ευθέως έναντι των οικείων κρατών μελών.

43      Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ελέγχου:

«1. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη τις ποσοστώσεις που του χορηγήθηκαν, επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους.

2. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει υπερβεί την ποσόστωση, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο σε ένα δεδομένο έτος μερίδιο του αποθέματος ή της ομάδας αποθεμάτων του, η Επιτροπή προβαίνει σε μειώσεις στο επόμενο έτος ή έτη των ετήσιων ποσοστώσεων, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του μεριδίου του εν λόγω κράτους μέλους το οποίο έχει υπεραλιεύσει, εφαρμόζοντας πολλαπλασιαστικό συντελεστή σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:

Βαθμός της υπεραλίευσης σε σχέση με τις επιτρεπόμενες εκφορτώσεις

 

Βαθμός της υπεραλίευσης σε σχέση με τις επιτρεπόμενες εκφορτώσεις

Πολλαπλασιαστικός συντελεστής

 

Πολλαπλασιαστικός συντελεστής

Έως 5 %

 

Έως 5 %

Υπεραλίευση * 1,0

 

Υπεραλίευση * 1,0

Από 5 % έως 10

 

Από 5 % έως 10

Υπεραλίευση * 1,1

 

Υπεραλίευση * 1,1

Από 10 % έως 20

 

Από 10 % έως 20

Υπεραλίευση * 1,2

 

Υπεραλίευση * 1,2

Από 20 % έως 40

 

Από 20 % έως 40

Υπεραλίευση * 1,4

 

Υπεραλίευση * 1,4

Από 40 % έως 50

 

Από 40 % έως 50

Υπεραλίευση * 1,8

 

Υπεραλίευση * 1,8

Τυχόν περαιτέρω υπεραλίευση σε ποσοστό άνω του 50 %

 

Τυχόν περαιτέρω υπεραλίευση σε ποσοστό άνω του 50 %

Υπεραλίευση * 2,0

 

Υπεραλίευση * 2,0


Ωστόσο, μείωση ίση προς υπεραλίευση x 1,00 εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις υπεραλίευσης που σχετίζονται με επιτρεπόμενη εκφόρτωση ίση ή μικρότερη από 100 τόνους.»

44      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, η διατύπωση του άρθρου 105, παράγραφος 1, του κανονισμού ελέγχου προβλέπει δέσμια αρμοδιότητα της Επιτροπής υπό την έννοια ότι, όταν διαπιστώσει την ύπαρξη υπερβάσεως αλιευτικών ποσοστώσεων από κράτος μέλος, υποχρεούται να επιβάλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους («επιβάλλει»). Ομοίως, το άρθρο 105, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού δεν απονέμει ούτε αυτό εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή όσον αφορά τη συνέχεια που πρέπει να δώσει σε μια τέτοια υπέρβαση «σε ένα δεδομένο έτος», αλλά την υποχρεώνει να προβαίνει σε «μειώσεις στο επόμενο έτος ή έτη των ετήσιων ποσοστώσεων […] του εν λόγω κράτους μέλους» («προβαίνει») εφαρμόζοντας προκαθορισμένο πολλαπλασιαστικό συντελεστή ανάλογα με το ποσοστό της διαπιστωθείσας υπερβάσεως («εφαρμόζοντας»). Περαιτέρω, εντεύθεν προκύπτει ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, ο συνολικός όγκος των μειώσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν αποτελεί το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πράξεως υπολογισμού, της οποίας οι παράμετροι —ήτοι το ποσοστό υπερβάσεως και ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής— επιβάλλονται συγκεκριμένα από την ίδια τη διάταξη αυτή, οπότε η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως μόνον όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να κατανείμει τις μειώσεις αυτές «στο επόμενο έτος ή έτη των ετήσιων ποσοστώσεων, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του μεριδίου του εν λόγω κράτους μέλους», ήτοι τη διαχρονική κατανομή τους καθώς και τον καθορισμό της περιόδου κατά την οποία οι μειώσεις αυτές πρέπει να πραγματοποιηθούν για να επιτευχθεί το επιβαλλόμενο ανώτατο όριο.

45      Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ελέγχου, ιδίως αυτές που αφορούν τον υπολογισμό του συνολικού ύψους των μειώσεων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν, είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων και συνεπώς δύνανται να εφαρμοστούν ευθέως από την Επιτροπή.

46      Συνεπώς, κακώς το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει παράβαση μιας υποτιθέμενης απαλλαγμένης αιρέσεων υποχρεώσεως της Επιτροπής να θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής, και για τον καθορισμό των συγκεκριμένων ποσοτήτων, η εκπλήρωση της οποίας κατ’ αυτό αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητας η οποία πρέπει να πληρούται πριν από τη λήψη μέτρων μειώσεως βάσει του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ελέγχου.

47      Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι στο πλαίσιο αυτό.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου

48      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι πλημμελής λόγω διαδικαστικής ελλείψεως νομιμότητας, για τον λόγο ότι, πριν από την έκδοσή του, η Επιτροπή δεν έλαβε την αιτιολογημένη γνώμη της επιτροπής διαχειρίσεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 119 του κανονισμού ελέγχου.

49      Το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι απέστη της διαδικασίας που ακολουθεί συνήθως σχετικά με τις κυρώσεις κατά των κρατών μελών λόγω υπεραλιεύσεως. Αντίθετα προς την πρακτική αυτή, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό χωρίς να λάβει προηγουμένως την αιτιολογημένη γνώμη της επιτροπής διαχειρίσεως, ήτοι του οργάνου στο πλαίσιο του οποίου τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δύνανται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, πράγμα που αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου. Επιπλέον, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί τη λυσιτέλεια της διακρίσεως την οποία κάνει η Επιτροπή μεταξύ δύο διαφορετικών συστημάτων μειώσεως βάσει του άρθρου 105 του κανονισμού ελέγχου, ήτοι, αφενός, της «κανονικής» διαδικασίας (παράγραφοι 2, 3 και 5 του εν λόγω άρθρου) και, αφετέρου, της «ιστορικής» διαδικασίας (παράγραφος 4 του άρθρου αυτού), η οποία είναι η μόνη που υπόκειται στη διαδικασία της επιτροπής και απαιτεί διαβούλευση με το οικείο κράτος μέλος. Ομοίως, είναι εσφαλμένη η θέση ότι η παράγραφος 6 του άρθρου 105 του κανονισμού ελέγχου αφορά μόνο την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου. Το γεγονός ότι μπορούν να θεσπιστούν λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής «ιδίως καθορισμού των συγκεκριμένων ποσοτήτων […]» αποδεικνύει ότι η παράγραφος 6 αναφέρεται στον καθορισμό αυτών των ποσοτήτων βάσει εκάστης των παραγράφων του άρθρου αυτού.

50      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου.

51      Συναφώς, αρκεί να τονιστεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ελέγχου, επί των οποίων στηρίζεται αποκλειστικά ο προσβαλλόμενος κανονισμός, δεν προβλέπουν διαδικασία διαβουλεύσεως με την επιτροπή διαχειρίσεως κατά την έννοια της παραγράφου του 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 119 του ίδιου κανονισμού. Όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, μόνον η παράγραφος 4 του άρθρου 105 προβλέπει μια τέτοια διαδικασία, καθώς και την προηγούμενη διαβούλευση με το οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τις μειώσεις «στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους» όταν αυτό «έχει υπεραλιεύσει την ποσόστωση […] κατά τη διάρκεια προηγουμένων ετών», πράγμα που η Επιτροπή περιγράφει ως «ιστορικές» μειώσεις καλύπτουσες πλείονα έτη. Αντιθέτως, οι μειώσεις δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου αφορούν μόνο την υπέρβαση της ποσοστώσεως «σε ένα δεδομένο έτος» και δεν μπορούν συνεπώς να χαρακτηριστούν «ιστορικές» υπό την έννοια αυτή.

52      Εν πάση περιπτώσει, η μη εφαρμοσθείσα στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδική διαδικασία, βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 5, του κανονισμού ελέγχου, η οποία επιτρέπει στην Επιτροπή να «μειώσει κατά το επόμενο έτος ή έτη ποσοστώσεις για άλλα αποθέματα ή ομάδες αποθεμάτων διαθέσιμων [σε] κράτος μέλος στην ίδια γεωγραφική περιοχή ή με την ίδια εμπορική αξία», όταν στο εν λόγω κράτος μέλος «δεν διατίθεται ή δεν διατίθεται επαρκώς [ποσόστωση]» για τον υπεραλιευθέντα αλιευτικό πόρο, δεν προβλέπει ούτε αυτή τη χρησιμοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 119 του εν λόγω κανονισμού και συνεπώς προηγούμενη διαβούλευση με την επιτροπή διαχειρίσεως, αλλά μόνο διαβούλευση με το οικείο κράτος μέλος.

53      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινισθεί ότι ακόμη και το άρθρο 140 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 404/2011 της Επιτροπής, της 8ης Απριλίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 1224/2009 (ΕΕ L 112, σ. 1), το οποίο τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και, συνεπώς, δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση, προβλέπει μόνο την υποχρέωση της Επιτροπής να διαβουλεύεται με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όταν σχεδιάζει να προβεί σε μειώσεις βάσει του άρθρου 105, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού ελέγχου, χωρίς ωστόσο να αναφέρει τη διαδικασία της επιτροπής υπό την έννοια του άρθρου του 119.

54      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η διαδικασία διαβουλεύσεως υπό την έννοια του άρθρου 119 του κανονισμού ελέγχου θα έπρεπε να ακολουθηθεί στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας που καταλήγει στη λήψη μέτρων μειώσεως υπό την έννοια του άρθρου 105 του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη διατύπωση του εν λόγω άρθρου ούτε στο κανονιστικό του πλαίσιο. Το Βασίλειο της Ισπανίας ομοίως δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα από το ότι η παράγραφος 6 του τελευταίου αυτού άρθρου αναφέρεται στον «καθορισμ[ό] των συγκεκριμένων ποσοτήτων» σε σχέση με εκάστη των παραγράφων του ίδιου άρθρου, οπότε οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής θα έπρεπε να θεσπιστούν από την Επιτροπή για όλες τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά το εν λόγω άρθρο. Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 38 έως 47 ανωτέρω, αφενός, το άρθρο 105, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού παρέχει εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή όσον αφορά τη θέσπιση τέτοιων λεπτομερών κανόνων εφαρμογής και, αφετέρου, οι διατάξεις του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού, ιδίως αυτές που αφορούν τον υπολογισμό του συνολικού ύψους των μειώσεων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν, είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων και συνεπώς δύνανται να εφαρμοστούν ευθέως.

55      Τέλος, στον βαθμό που το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι απέστη της διαδικασίας που ακολουθείται συνήθως, ειδικότερα αυτής που προηγήθηκε της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1004/2010, της 8ης Νοεμβρίου 2010, για τη μείωση ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων όσον αφορά το 2010 λόγω της υπεραλίευσης που διαπιστώθηκε κατά το προηγούμενο έτος (ΕΕ L 291, σ. 31), το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές στο παρόν πλαίσιο, η δε αιτίαση αυτή μπορεί να είναι λυσιτελής το πολύ στο πλαίσιο του τέταρτου έως και έκτου λόγου, οι οποίοι αντλούνται αντιστοίχως από παραβιάσεις των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, όπως τονίζει η Επιτροπή, δεν προκύπτει ούτε από το διατακτικό ούτε από την αιτιολογία του εν λόγω κανονισμού ότι της εκδόσεώς του προηγήθηκε διαβούλευση με την επιτροπή διαχειρίσεως.

56      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

57      Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, κατ’ ουσίαν, τα μέτρα μειώσεως πρέπει να λαμβάνονται τηρουμένων όλων των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχουν τη δυνατότητα στο οικείο κράτος μέλος να αμυνθεί, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο κανονικά ασκείται μέσω της επιτροπής διαχειρίσεως. Συναφώς, αναφερόμενο στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2012, T‑76/11, Ισπανία κατά Επιτροπής, το Βασίλειο της Ισπανίας διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν διατηρούσε πλέον την επιχειρηματολογία του που αντλείται από τον χαρακτήρα των μέτρων μειώσεως ως «κυρώσεως». Ωστόσο, ουδέποτε ζητήθηκε η άποψη των ισπανικών αρχών σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους θα έπρεπε να εφαρμοσθούν οι μειώσεις, όπως είναι τα ανώτατα ποσοστά μειώσεως ετησίως, η περίοδος αποκαταστάσεως και οι υφιστάμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες για την εκτίμηση της σκοπιμότητας μιας σταδιακής ή γραμμικής μειώσεως. Συγκεκριμένα, το γεγονός και μόνον ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητεί τα αριθμητικά στοιχεία που αποδεικνύουν την υπεραλίευση σκουμπριού το 2010 δεν σημαίνει ότι δέχεται την αποκατάσταση υπό οιουσδήποτε όρους.

58      Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας παραιτήθηκε από την αιτίασή του που προέβαλε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και η οποία αντλείται από το ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας παραλείποντας να του προτείνει την πραγματοποίηση των μειώσεων επί των ποσοστώσεων των λοιπών αποθεμάτων ή ομάδων αποθεμάτων, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 5, του κανονισμού ελέγχου, πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

59      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου.

60      Με τον υπό κρίση λόγο, το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλείται προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας, για τον λόγο ότι οι ισπανικές αρχές δεν ακούστηκαν δεόντως πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των επιβαλλομένων μειώσεων, ήτοι σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου «μειώσεις στο επόμενο έτος ή έτη των […] ποσοστώσεων» υπό την έννοια του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου. Αντιθέτως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητεί ότι ενημερώθηκε και ακούστηκε δεόντως όσον αφορά την εφαρμογή των λοιπών κριτηρίων που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 105 του ίδιου κανονισμού.

61      Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά το αν και κατά ποιο τρόπο θα κατανείμει τις μειώσεις αυτές «[στις ποσοστώσεις για το] επόμενο έτος ή έτη» υπό την έννοια του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου, ήτοι όσον αφορά τη διαχρονική κατανομή των εν λόγω μειώσεων καθώς και τον καθορισμό της περιόδου κατά την οποία οι μειώσεις αυτές πρέπει να πραγματοποιηθούν για να επιτευχθεί το επιβαλλόμενο ανώτατο όριο. Από την αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή έκανε χρήση αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως λαμβάνοντας υπόψη διάφορα κριτήρια, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το επίμαχο απόθεμα σκουμπριού «[βρισκόταν] εντός ασφαλών βιολογικών ορίων» και ότι αυτό ήταν πιθανόν, σύμφωνα με τη γνώμη των επιστημόνων, «να συνεχιστεί κατά το προβλεπτό μέλλον», καθώς και το ότι θα ήταν ακατάλληλη η «άμεση και πλήρης επιβολή της μείωσης στην […] ποσόστωση σκουμπριού [που διατέθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας] για το 2011», καθόσον «θα οδηγούσε σε πλήρη απαγόρευση της αλιείας του είδους αυτού το 2011» και συνεπώς θα συνεπαγόταν, πιθανότατα, «σοβαρούς κινδύνους δυσανάλογων κοινωνικοοικονομικών συνεπειών τόσο για τον οικείο αλιευτικό κλάδο όσο και για τη συναφή μεταποιητική βιομηχανία».

62      Πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από τα άρθρα 41, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δικαιώματα άμυνας, που περιλαμβάνουν το δικαίωμα ακροάσεως, έχουν ευρύτατη θέση και περιεχόμενο στην έννομη τάξη της Ένωσης, καθόσον τα δικαιώματα αυτά πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική πράξη. Επιπλέον, ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών επιβάλλεται ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς τη διατύπωση αυτή. Συνεπώς, το δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑277/11, M.M., σκέψεις 81 έως 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1994, C‑135/92, Fiskano κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑2885, σκέψεις 39 και 40· της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑5373, σκέψη 21, και της 9ης Ιουνίου 2005, C‑287/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5093, σκέψη 37). Επομένως, δεδομένου του χαρακτήρα της ως θεμελιώδους και γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή της αρχής των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί ούτε να αποκλείεται ούτε να περιορίζεται από κανονιστική διάταξη και η τήρηση της αρχής αυτής πρέπει, επομένως, να διασφαλίζεται τόσο σε περίπτωση πλήρους ελλείψεως ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως όσο και σε περίπτωση υπάρξεως κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την εν λόγω αρχή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 1997, T‑260/94, Air Inter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑997, σκέψη 60).

63      Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως —όπως η Επιτροπή βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω)—, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται ιδίως η υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα σχετικά με την κρινόμενη περίπτωση στοιχεία, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προβάλει την άποψή του, καθώς και το δικαίωμά του να εκδοθεί επί της υποθέσεώς του απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί ο δικαστής της Ένωσης να ελέγξει αν συντρέχουν τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14· της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 58, και της 6ης Νοεμβρίου 2008, C‑405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑8301, σκέψη 56).

64      Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος ακροάσεως, ως θεμελιώδους αρχής και δικαιώματος της έννομης τάξης της Ένωσης, ενεργοποιείται όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη, ήτοι πράξη δυνάμενη να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του οικείου ιδιώτη ή κράτους μέλους, καθόσον η εφαρμογή του δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ρητού προς τούτο κανόνα προβλεπόμενου από το δευτερογενές δίκαιο. Πρέπει να τονιστεί ότι οι μειώσεις που επιβάλλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστούν τέτοιες βλαπτικές πράξεις για το Βασίλειο της Ισπανίας, καθόσον συνεπάγονται σημαντικές μειώσεις των ετήσιων αλιευτικών ποσοστώσεων που του έχουν διατεθεί για την περίοδο 2011 έως 2015 τουλάχιστον. Επιπλέον, εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε τα αντίστοιχα ύψη των εν λόγω μειώσεων καθώς και την περίοδο κατά την οποία αυτές έπρεπε να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας της εκτιμήσεως βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου.

65      Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής πρέπει να εκτιμηθεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή σεβάστηκε το δικαίωμα ακροάσεως των ισπανικών αρχών όσον αφορά τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των σχεδιαζομένων μειώσεων, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού του ετήσιου ύψους τους και της διαχρονικής κατανομής τους.

66      Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν των αποστολών που πραγματοποιήθηκαν στην Ισπανία σχετικά με την περίοδο αλιείας σκουμπριού το 2010, η Επιτροπή, αφενός, ενημέρωσε δεόντως τις ισπανικές αρχές σχετικά με τα συμπεράσματά της ότι το Βασίλειο της Ισπανίας είχε υπερβεί κατά 19 621 τόνους τις ποσοστώσεις που του είχαν χορηγηθεί για το είδος αυτό και για το έτος 2010 και ότι, ήδη από τον Μάρτιο 2010, με 39 693 τόνους αλιευμάτων, είχε σημειωθεί υπέρβαση κατά 61 % των ετήσιων ποσοστώσεων σκουμπριού των 24 604 τόνων και, αφετέρου, κάλεσε τις εν λόγω αρχές να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, στο πλαίσιο των οποίων οι αρχές αυτές παρέλειψαν να αμφισβητήσουν τα αριθμητικά στοιχεία που παρουσίασε η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 2 και 3 ανωτέρω). Ομοίως, με δεδομένη την κατάσταση αυτή, το αργότερο ήδη από τον Ιούλιο του 2010, η Επιτροπή διαμαρτυρήθηκε για έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους των ισπανικών αρχών συναφώς και ζήτησε την παροχή των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκτίμηση της καταστάσεως (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

67      Δεύτερον, τόσο από το σημείο 4 της ημερήσιας διατάξεως της συσκέψεως της 30ής Νοεμβρίου 2010 όσο και από το σημείο 1 της ημερήσιας διατάξεως της συσκέψεως της 11ης Ιανουαρίου 2011 προκύπτει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής ήσαν «διατεθειμένες να συζητήσουν με τις ισπανικές αρχές του όρους της επιστροφής βάσει των διατάξεων» του άρθρου 105 του κανονισμού ελέγχου (βλ. σκέψεις 8 και 12 ανωτέρω).

68      Τρίτον, ενώ η Επιτροπή ανέφερε, στα πρακτικά των προαναφερθεισών συσκέψεων, ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε διαβούλευση με τις ισπανικές αρχές «όσον αφορά τη μορφή των μειώσεων που θα διενεργηθούν λόγω υπεραλιεύσεως» (βλ. σκέψεις 9 και 13 ανωτέρω), από τα πληροφοριακά στοιχεία και τα έγγραφα που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, των οποίων το περιεχόμενο δεν αμφισβητείται αυτό καθαυτό από το Βασίλειο της Ισπανίας, προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου που εκτείνεται από τα τέλη Νοεμβρίου 2010 μέχρι περίπου τα μέσα Φεβρουαρίου 2011 και, συνεπώς, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι υπηρεσίες της Επιτροπής και οι εν λόγω αρχές ήσαν σε συνεχή επαφή σχετικά με τη συγκεκριμένη εφαρμογή της συνολικής ποσότητας των μειώσεων, όπως την καθόρισε η Επιτροπή και την αποδέχθηκε το Βασίλειο της Ισπανίας (βλ. σκέψεις 7 έως 17 ανωτέρω). Ειδικότερα, κατόπιν της συσκέψεως της 24ης Ιανουαρίου 2011 μεταξύ των E. και V. I., η τελευταία αυτή έκανε διάφορες προτάσεις, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον συντελεστή μειώσεως, την κατάλληλη περίοδο για την κατανομή των μειώσεων και το ποσοστό μειώσεως που έπρεπε να εφαρμοσθεί (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Επιπλέον, έχοντας ενημερωθεί, στις 4 Φεβρουαρίου 2011, στο πλαίσιο διμερούς συσκέψεως με την D., σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να εφαρμόσει τις μειώσεις σε μια περίοδο δύο ετών, η A. ζήτησε την επιλογή μακρότερης περιόδου για να ληφθούν υπόψη ορισμένες οικονομικές περιστάσεις και τα συμφέροντα του ισπανικού αλιευτικού στόλου, ο οποίος χρειάζεται ορισμένο χρόνο για να προσαρμοστεί στις δυνητικές συνέπειες της υπεραλιεύσεως και της συνακόλουθης μειώσεως (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω). Περαιτέρω, κατόπιν της αποφάσεως των αρμόδιων υπηρεσιών της Επιτροπής να προτείνουν, στο παράρτημα του σχεδίου του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατανομή των μειώσεων σε μια περίοδο τεσσάρων ετών και να αυξήσουν σταδιακά το ύψος των εν λόγω μειώσεων, η A. ζήτησε την κατανομή των σχεδιαζόμενων μειώσεων σε μια περίοδο πέντε ή έξι ετών. Το αίτημα αυτό προκάλεσε αναστολή της διαδικασίας διυπηρεσιακής διαβουλεύσεως της Επιτροπής μεταξύ της 18ης και της 22ας Φεβρουαρίου 2011 και επιμήκυνση της περιόδου αυτής στα πέντε έτη, όπως προβλέπεται στο παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ. σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω).

69      Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα στοιχεία προκύπτει ότι οι ισπανικές αρχές είχαν επανειλημμένως στη διάθεσή τους και χρησιμοποίησαν την ευκαιρία να υποβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους και ότι ήσαν πράγματι σε θέση, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουλίου 2010 και Φεβρουαρίου 2011, να παράσχουν κάθε πληροφοριακό στοιχείο, ιδίως όσον αφορά την κοινωνικοοικονομική κατάσταση του ισπανικού αλιευτικού τομέα, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να ασκήσει την εξουσία της εκτιμήσεως βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου, ή ακόμη ότι ήταν σε θέση να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της ασκήσεως της εξουσίας αυτής.

70      Επομένως, εν προκειμένω, έγινε σεβαστό το δικαίωμα ακροάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας.

71      Συναφώς, το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να προβεί σε τυπική ακρόαση των ισπανικών αρχών σχετικά με τα μέτρα μειώσεως, όπως αυτά προβλέπονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

72      Πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, αντίθετα προς τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 105 του κανονισμού ελέγχου, σε συνδυασμό με το άρθρο 140 του εκτελεστικού κανονισμού 404/2011 (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω), οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 105 του κανονισμού ελέγχου δεν προβλέπουν ρητώς την υποχρέωση της Επιτροπής να διαβουλεύεται με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, μέσω τυπικής ακροάσεως, σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μέτρα μειώσεως πριν από τη λήψη τους και συνεπώς ακόμη λιγότερο την υποχρέωση της Επιτροπής να διαβουλεύεται με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, μέσω τυπικής ακροάσεως, σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες της εφαρμογής τους.

73      Εν συνεχεία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 66 έως 69 ανωτέρω, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί βασίμως να προβάλλει ότι, ελλείψει τυπικής ακροάσεως από την Επιτροπή, δεν ήταν σε θέση, ενδεχομένως μετά από διαβούλευση με τον αλιευτικό τομέα, να διατυπώσει κατάλληλες προτάσεις προκειμένου να επηρεάσει το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, αφενός, σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση, όταν η συνολική ποσότητα των μειώσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν δεν αμφισβητείται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το δικαίωμα ακροάσεως δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να παρέχει στο εν λόγω κράτος μέλος την ευκαιρία να διατυπώνει την άποψή του σχετικά με τα ακριβή αριθμητικά στοιχεία των μειώσεων που προτίθεται να προβλέψει στην προσβαλλόμενη πράξη και να κατανείμει σε πλείονα έτη για να επιτευχθεί το επιβαλλόμενο ανώτατο όριο. Αφετέρου, εν προκειμένω, κατόπιν της εκ μέρους του αποδοχής της υποχρεώσεώς του να αποκαταστήσει την εν λόγω συνολική ποσότητα των ποσοστώσεων και δυνάμει του καθήκοντός του καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το Βασίλειο της Ισπανίας ήταν υποχρεωμένο να παράσχει, με δική του πρωτοβουλία και εμπροθέσμως, κάθε κρίσιμο συναφώς πληροφοριακό στοιχείο προκειμένου να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκήσει, κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο και έχοντας πλήρη γνώση του θέματος, την εξουσία της εκτιμήσεως βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου. Οι ισπανικές αρχές όμως δεν απέδειξαν ότι χρησιμοποίησαν τις επανειλημμένες ευκαιρίες κατά τη διοικητική διαδικασία για να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους καλόπιστης συνεργασίας και για να παράσχουν τα ως άνω κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία, τούτο δε παρά το γεγονός ότι ήσαν ενήμερες για τη σημασία των διακυβευμάτων για τον αλιευτικό τομέα και ότι, αρχικώς, η Επιτροπή είχε την πρόθεση να κατανείμει τις αναγκαίες μειώσεις σε μια περίοδο πολύ μικρότερη των πέντε ετών. Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν ανέφερε αν και κατά πόσο διαβουλεύθηκε με τον ισπανικό αλιευτικό τομέα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να κατανεμηθεί διαχρονικά η συνολική ποσότητα των επιβαλλομένων μειώσεων, μολονότι ήταν συναφώς ενήμερο ήδη από τον Ιούλιο του 2010 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω).

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας για τον λόγο ότι δεν προέβη σε τυπική ακρόαση των ισπανικών αρχών σχετικά με τις τελικώς προβλεφθείσες στον προσβαλλόμενο κανονισμό μειώσεις.

75      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

76      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα μέτρα μειώσεως που του επιβλήθηκαν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ειδικότερα με το άρθρο του 2, δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της σαφήνειας, της ακρίβειας και της βεβαιότητας. Συγκεκριμένα, αρυόμενη μια ευρεία διακριτική εξουσία και χρησιμοποιώντας τη λέξη «ενδεχομένως», η Επιτροπή διατήρησε τη δυνατότητα να αυξήσει τις μειώσεις στο μέλλον κατά το δοκούν και να τις κατανείμει σε μια απροσδιόριστη περίοδο, αντί να καθορίσει, μεταξύ άλλων, προβλέψιμα κριτήρια που να διασφαλίζουν ότι οι μειώσεις των διαθέσιμων κατ’ έτος ποσοστώσεων δεν θα υπερβαίνουν ορισμένο ανώτατο όριο. Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υπενθυμίζει ότι μια τέτοια εξουσία στερείται νομικού ερείσματος και ασκήθηκε ελλείψει λεπτομερών κανόνων εφαρμογής που να έχουν εγκριθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της επιτροπής και, συνεπώς, χωρίς τη συμμετοχή όλων των κρατών μελών. Μια τέτοια κατάσταση όμως είναι αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

77      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου.

78      Όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ελέγχου, το παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού περιέχει ακριβή υπολογισμό, βάσει δεδομένων που δεν αμφισβητήθηκαν από τις ισπανικές αρχές και με εφαρμογή του κατάλληλου πολλαπλασιαστικού συντελεστή, των εφαρμοστέων μειώσεων, των οποίων το ολικό ανώτατο όριο των 39 242 τόνων αναγράφεται σαφώς στην έκτη στήλη του πίνακα. Επιπλέον, όπως προκύπτει ρητώς από την έβδομη μέχρι και την ενδέκατη στήλη του εν λόγω πίνακα, το συνολικό αυτό ποσό των μειώσεων καταμερίζεται μεταξύ πέντε διαφορετικών ποσών (4 500 + 5 500 + 9 748 + 9 747 + 9 747 = 39 242), τα οποία καταλογίζονται αντιστοίχως στα έτη 2011 έως 2015. Τέλος, όπως εξηγούν τόσο η αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού όσο και η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, η λέξη «ενδεχομένως» που περιέχεται στη στήλη που αφορά το 2015 δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση αυτού του συνολικού ποσού των μειώσεων που επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός, αλλά χρησιμεύει αποκλειστικά για να διατηρήσει η Επιτροπή τη δυνατότητα να συμπληρώσει τις ως άνω επιβληθείσες μειώσεις κατά τα μεταγενέστερα έτη σε περίπτωση που οι (άγνωστες ακόμη) ποσοστώσεις που πρόκειται να διατεθούν στο Βασίλειο της Ισπανίας για τα έτη 2011 έως 2015 δεν θα αρκούν για να καλύψουν την προβλεφθείσα μείωση. Δηλαδή, η Επιτροπή προτίθεται να καταλογίσει μια μείωση 9 747 τόνων, όπως προβλέπεται για το 2015, στα «επόμενα έτη» στον βαθμό που μια τέτοια μείωση θα αποδειχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, αναγκαία για να επιτευχθεί το ανώτατο όριο των επιβληθεισών μειώσεων των 39 242 τόνων.

79      Επομένως, το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή διατήρησε την εξουσία να αυξήσει κατά το δοκούν το ανώτατο όριο του ύψους των προβλεφθεισών μειώσεων δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

80      Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της περιγραφείσας στη σκέψη 78 ανωτέρω κανονιστικής προσεγγίσεως, η οποία είναι επαρκώς σαφής, ακριβής και προβλέψιμη κατά τα αποτελέσματά της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2005, C‑17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4983, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και η οποία παρέχει τη δυνατότητα στις ισπανικές αρχές να γνωρίζουν επαρκώς το εύρος των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει σχετικά με τις μειώσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑17/01, Sudholz, Συλλογή 2004, σ. I‑4243, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

81      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

82      Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ο οποίος εκδόθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2013 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Φεβρουαρίου 2013, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην εφαρμογή των διατάξεων της αποφάσεως ARM 271/2010, δυνάμει των οποίων η περίοδος αλιείας του σκουμπριού είχε ήδη αρχίσει στις 15 Φεβρουαρίου 2011 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Για την κατάρτιση όμως αυτής της εσωτερικής κανονιστικής ρυθμίσεως απαιτήθηκε μια μακρά περίοδος διαβουλεύσεων με τον οικείο τομέα και, τελικώς, το σχέδιο της αποφάσεως αυτής κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΚ) 850/98 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1998, για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων προστασίας των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών (ΕΕ L 125, σ. 1). Η προσέγγιση αυτή είναι ωστόσο αντίθετη, ιδίως, προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το Βασίλειο της Ισπανίας διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι οι ποσοστώσεις ή οι δυνατότητες αλιείας δεν αποτελούν αναλλοίωτα δικαιώματα, γεγονός παραμένει ότι οι εν λόγω ποσοστώσεις συνιστούν ήδη ειδικές άδειες για την άσκηση αλιευτικών δραστηριοτήτων σε δεδομένη στιγμή και ότι οι εν λόγω δυνατότητες είναι πραγματικές και μπορούν να προσδιοριστούν και να εκφραστούν ποσοτικά για συγκεκριμένη περίοδο, οπότε «καθίστανται συγκεκριμένα δικαιώματα παρεχόμενα για ορισμένο χρόνο». Αυτά όμως τα αλιευτικά δικαιώματα ή δυνατότητες τροποποιήθηκαν a posteriori από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, πράγμα που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των κατόχων των εν λόγω δικαιωμάτων ή δυνατοτήτων.

83      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου.

84      Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα να προβάλλουν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν όλοι οι πολίτες στους οποίους κάποιο από τα όργανα της Ένωσης έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες. Το δικαίωμα επικλήσεως της εν λόγω αρχής προϋποθέτει ωστόσο τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων σωρευτικώς. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί στον ενδιαφερόμενο από τη διοίκηση της Ένωσης συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2010, T‑549/08, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2477, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑387/09, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, σκέψεις 57 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2011, C‑221/09, AJD Tuna, Συλλογή 2011, σ. I‑1655, σκέψεις 71 και 72).

85      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επικαλέσθηκε καμία συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση, υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας, που να μπορεί να δικαιολογήσει τη διαπίστωση παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην περίπτωσή του. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι οι ισπανικές αρχές είχαν ενημερωθεί σε πολύ πρώιμο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας για το ότι η Επιτροπή προετίθετο να διενεργήσει μειώσεις βάσει του άρθρου 105 του κανονισμού ελέγχου λόγω της υπερβάσεως της επίμαχης αλιευτικής ποσοστώσεως κατά τη διάρκεια του 2010 (βλ. σκέψεις 6 έως 9 ανωτέρω) και ότι οι υπηρεσίες της είχαν μάλιστα προειδοποιήσει τις ισπανικές αρχές, με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2010, δηλαδή πριν από την έκδοση της αποφάσεως ARM 271/2010, σχετικά με την επικείμενη λήψη μέτρων μειώσεως και τους είχαν συστήσει να επιτρέψουν την περίοδο αλιείας του 2011 μόνον μέχρι του ανωτάτου ποσοστού του 50 % της διατεθείσας ποσοστώσεως (βλ. σκέψεις 10 και 11 ανωτέρω). Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί συνεπώς να προσάπτει στην Επιτροπή ότι της δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες όσον αφορά τη διατήρηση των αλιευτικών ποσοστώσεων του σκουμπριού από το 2011, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το ζήτημα αν οι ποσοστώσεις αυτές περιέκλειαν «κεκτημένα δικαιώματα» υπέρ των οικείων αλιευτικών επιχειρήσεων.

86      Επιπλέον, ακόμη και να υποτεθεί, αφενός, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας θέλει να επικαλεσθεί εν προκειμένω προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των αλιευτικών επιχειρήσεων και, αφετέρου, ότι ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός, ένας τέτοιος λόγος δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

87      Συγκεκριμένα, συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι η δυνατότητα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ως θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης, παρέχεται σε όλους τους επιχειρηματίες στους οποίους ένα θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, εντούτοις, όταν ένας συνετός και επιμελής επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τούτο δε ιδίως σε έναν τομέα όπως αυτός της κοινής αλιευτικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑201/08, Plantanol, Συλλογή 2009, σ. I‑8343, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και AJD Tuna, σκέψη 84 ανωτέρω, σκέψη 73· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2005, T‑415/03, Cofradía de pescadores «San Pedro de Bermeo» κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑4355, σκέψη 78).

88      Τέλος, από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι επίκληση της παραβιάσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι δυνατή στην περίπτωση προσώπου το οποίο έχει καταστεί ένοχος πρόδηλης παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1985, 67/84, Sideradria κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3983, σκέψη 21, και διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Νοεμβρίου 2004, C‑18/03 P, Vela και Tecnagrind κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 117 έως 119· βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Απριλίου 2003, T‑217/01, Forum des migrants κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1563, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η εκ μέρους των ισπανικών αλιευτικών επιχειρήσεων, μη αμφισβητούμενη από τις ισπανικές αρχές, υπέρβαση των ποσοστώσεων αλιείας του σκουμπριού που διατέθηκαν στο Βασίλειο της Ισπανίας για το 2010 με τον κανονισμό (ΕΕ) 23/2010 του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2010, περί καθορισμού, για το 2010, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ύδατα της ΕΕ και, για τα σκάφη της ΕΕ, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων και περί τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) 1359/2008, (ΕΚ) 754/2009, (ΕΚ) 1226/2009 και (ΕΚ) 1287/2009 (ΕΕ L 21, σ. 1 και 55), συνιστά μια τέτοια πρόδηλη παράβαση.

89      Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

90      Το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι το μεταχειρίστηκε άνισα σε σχέση με την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, παρά τη ύπαρξη παρεμφερών καταστάσεων. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι η αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρει, αφενός, τον κίνδυνο δυσανάλογων κοινωνικοοικονομικών συνεπειών τόσο για τον οικείο αλιευτικό κλάδο όσο και για τη συναφή μεταποιητική βιομηχανία και, αφετέρου, την εντεύθεν προκύπτουσα ανάγκη να πραγματοποιηθούν οι μειώσεις σε διάστημα 5 ετών, από το 2011 έως το 2015, και, εάν χρειαστεί, να πραγματοποιηθούν τυχόν νέες μειώσεις για τα επόμενα έτη. Το κριτήριο του κινδύνου κοινωνικοοικονομικών συνεπειών είχε επίσης ληφθεί υπόψη προηγουμένως, κατά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) 147/2007 της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, για την προσαρμογή ορισμένων αλιευτικών ποσοστώσεων από το 2007 έως το 2012 σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής (ΕΕ L 46, σ. 10), όσον αφορά μειώσεις επί των ποσοστώσεων σκουμπριού που είχαν διατεθεί στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τις οποίες είχε καθοριστεί ως ανώτατο όριο το 15 % της ετήσιας ποσοστώσεως. Ωστόσο, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, παρά την ανάλογη αιτιολογία και την ύπαρξη παρεμφερούς καταστάσεως, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το ίδιο αυτό ανώτατο όριο, αλλά ένα ποσοστό ετήσιας μειώσεως μεγαλύτερο του 15 %, πράγμα που συνιστά αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση. Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει ότι, αντίθετα προς τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο κανονισμό 147/2007 εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας της επιτροπής και, μολονότι η εν λόγω επιτροπή δεν εξέδωσε γνωμοδότηση εμπροθέσμως, τα οικεία κράτη μέλη είχαν την ευκαιρία, όπως το επιβεβαιώνει η αιτιολογική του σκέψη 13, να εκφραστούν σχετικά με τα κριτήρια μειώσεως. Ελλείψει ακροάσεως των ισπανικών αρχών, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη κανένα κριτήριο που να είναι ειδικό για την ισπανική αλιεία και το οποίο θα είχε καταστήσει δυνατό τον ορισμό των κρίσιμων καταστάσεων για την ορθή εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, το κριτήριο του κινδύνου κοινωνικοοικονομικών συνεπειών έχει εφαρμογή κατά τον ίδιο τρόπο στις αντίστοιχες καταστάσεις της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, αφενός, και του Βασιλείου της Ισπανίας, αφετέρου. Συνεπώς, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει, μεταξύ άλλων, το ίδιο ανώτατο όριο ετήσιας μειώσεως του 15 % με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

91      Η Επιτροπή αρνείται ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας, καθόσον οι καταστάσεις που αυτό επικαλέσθηκε είναι προδήλως διαφορετικές τόσο από νομική άποψη όσο και από την άποψη των πραγματικών περιστατικών.

92      Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι ο πρώτος και ο τρίτος λόγος, που αντλούνται από παραβάσεις ουσιώδους τύπου, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, οπότε τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας υπό την ίδια αυτή έννοια, όπως επαναλήφθηκαν προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει επίσης να απορριφθούν.

93      Όσον αφορά ειδικότερα την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η γενική αυτή αρχή του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Επιπλέον, η παραβίαση της εν λόγω αρχής λόγω διαφορετικής μεταχειρίσεως προϋποθέτει ότι οι σχετικές καταστάσεις είναι παρόμοιες, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και, ως εκ τούτου, τον παρεμφερή χαρακτήρα τους πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που εισάγει την εν λόγω διάκριση. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο υπάγεται η επίμαχη πράξη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑9895, σκέψεις 23, 25 και 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 12ης Μαΐου 2011, C‑176/09, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. I‑3727, σκέψεις 31 και 32).

94      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, τόσο από νομική άποψη όσο και από την άποψη των πραγματικών περιστατικών, οι καταστάσεις στις οποίες οφείλεται η έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και εκείνη του κανονισμού 147/2007 δεν ήσαν ούτε πανομοιότυπες ούτε παρόμοιες για να δικαιολογήσουν την ίση μεταχείρισή τους από την Επιτροπή.

95      Συγκεκριμένα, από νομική άποψη, ο κανονισμός 147/2007 στηριζόταν στο άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ L 358, σ. 59), το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 105 του κανονισμού ελέγχου (βλ. το άρθρο του 121, παράγραφος 2, στοιχείο β΄) και το οποίο αφορούσε την πραγματοποίηση των λεγόμενων «ιστορικών» μειώσεων λόγω υπερβάσεως των ποσοστώσεων αλιείας του σκουμπριού κατά τα έτη 2001 έως 2005 εκ μέρους, μεταξύ άλλων, του Ηνωμένου Βασιλείου, πράγμα που συνιστά μια κατάσταση η οποία σήμερα διέπεται από το άρθρο 105, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, το οποίο δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Αντιθέτως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν είχε καν τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή, καθόσον η διαπιστωθείσα υπεραλίευση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού που αφορά την υπέρβαση της ποσοστώσεως για ένα «δεδομένο έτος».

96      Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, αντίθετα προς τα πολύ συγκεκριμένα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου και τα οποία καθιερώνουν τη δέσμια αρμοδιότητα της Επιτροπής όσον αφορά τον υπολογισμό του ακριβούς ύψους των μειώσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), το άρθρο 23, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2371/2002, του οποίου η διατύπωση αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν σε αυτή του άρθρου 105, παράγραφος 1, του κανονισμού ελέγχου, συνεπαγόταν —λόγω της γενικής φύσεώς του και ελλείψει πρόσθετων διευκρινίσεων σε άλλες διατάξεις του κανονισμού 2371/2002— την παροχή ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως στην Επιτροπή όσον αφορά τον καθορισμό του εν λόγω ύψους και τον τρόπο του υπολογισμού του. Επιπλέον, στο πλαίσιο της ασκήσεως αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως είχε κρίνει σκόπιμο η Επιτροπή να τροποποιήσει τον εφαρμοστέο πολλαπλασιαστικό συντελεστή και να περιορίσει τις σχεδιαζόμενες μειώσεις για την περίοδο 2007 έως 2012 στο 15 % της ετήσιας αλιευτικής ποσοστώσεως που έχει διατεθεί στο οικείο κράτος μέλος (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 7 και 11 του κανονισμού 147/2007). Βάσει όμως του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου, το οποίο εφάρμοσε εν προκειμένω η Επιτροπή, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν νομίμως δυνατή.

97      Επομένως, έστω και μόνο για τους νομικούς αυτούς λόγους, κακώς το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι οι καταστάσεις που διέπονται αντιστοίχως από τον προσβαλλόμενο κανονισμό και από τον κανονισμό 147/2007 ήσαν, τουλάχιστον, παρεμφερείς και ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να του εφαρμόσει το ίδιο ποσοστό μειώσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως ισχυρίζεται το Βασίλειο της Ισπανίας, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της αλιευτικής βιομηχανίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη ήταν τουλάχιστον παρεμφερής, επιχείρημα για το οποίο το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσκομίζει κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, η Επιτροπή δεν θα είχε δικαίωμα, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεωτικών κριτηρίων του άρθρου 105, παράγραφος 2, του κανονισμού ελέγχου, να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο υπολογισμού των μειώσεων με την προβλεπόμενη στο πλαίσιο του κανονισμού 147/2007, ο οποίος στηριζόταν στο άρθρο 23, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2371/2002.

99      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι εν λόγω καταστάσεις δεν ήταν παρεμφερείς και έτυχαν διαφορετικής μεταχειρίσεως, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται να κριθούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι στο πλαίσιο αυτό.

100    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

101    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα.

102    Δεδομένου, αφενός, ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας απορρίφθηκαν και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα, το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιουνίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως

Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 105, παράγραφος 6, του κανονισμού ελέγχου

Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.