Language of document : ECLI:EU:C:2003:578

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2003 (1)

«Κοινωνική ασφάλιση - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - .ξοδα νοσοκομειακής περιθάλψεως που πρόκειται να παρασχεθεί εντός άλλου κράτους μέλους - Προϋποθέσεις αναλήψεως της δαπάνης - Προηγούμενη έγκριση - .ρθρο 22 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Κύρος»

Στην υπόθεση C-56/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal des affaires de sécurité sociale de Nanterre (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Patricia Inizan

και

Caisse primaire d'assurance maladie des Hauts-de-Seine,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος και την ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), καθώς και ως προς την ερμηνεία των άρθρων 49 ΕΚ και 50 ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, A. La Pergola (εισηγητή), P. Jann, S. von Bahr και A. Rosas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer


γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

-    η Ρ. Inizan, εκπροσωπούμενη από τους C. Daver και Μ. Troncoso Ferrer, avocats,

-    το caisse primaire d'assurance maladie des Hauts-de-Seine, εκπροσωπούμενο από τον J.-J. Gatineau, avocat,

-    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την C. Bergeot-Nunes,

-    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την R. Silva de Lapuerta,

-    η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. J. O'Hagan, επικουρούμενο από τον A. M. Collins, barrister,

-    η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Faltz,

-    η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Kruse,

-    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την R. Magrill, επικουρούμενη από την S. Moore, barrister,

-    το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από την A. Lo Monaco,

-    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την H. Michard,

αφού έλαβε υπόψη τις συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου:

-    η Ρ. Inizan, εκπροσωπούμενη από τους C. Daver και Μ. Troncoso Ferrer,

-    το caisse primaire d'assurance maladie des Hauts-de-Seine, εκπροσωπούμενο από τον J.-J. Gatineau,

-    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την C. Bergeot-Nunes,

-    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx,

-    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την R. Silva de Lapuerta,

-    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την P. Ormond, επικουρούμενη από την S. Moore και τον D. Wyatt, barrister,

-    το Συμβούλιο, εκπροσωπούμενο από την A. Lo Monaco,

-    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την H. Michard,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ρ. Inizan, εκπροσωπηθείσας από τον M. Troncoso Ferrer, του caisse primaire d'assurance maladie des Hauts-de-Seine, εκπροσωπηθέντος από τον J.-J. Gatineau, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από τον S. Pailler, της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από την R. Silva de Lapuerta, της Σουηδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από τον A. Kruse, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπηθέντος από τον D. Wyatt, του Συμβουλίου, εκπροσωπηθέντος από την A. Lo Monaco, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από την H. Michard, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2000, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Φεβρουαρίου 2001, το tribunal des affaires sociales de Nanterre υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος και την ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και ως προς την ερμηνεία των άρθρων 49 ΕΚ και 50 ΕΚ.

2.
    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της P. Inizan και του caisse primaire d'assurance maladie des Hauts-de-Seine (στο εξής: CPAM) σχετικά με την άρνηση αυτού να αναλάβει τη δαπάνη θεραπείας στην οποία η ενάγουσα της κύριας δίκης σχεδίαζε να υποβληθεί σε νοσοκομείο της Γερμανίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

3.
    Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 22 του κανονισμού 1408/71, που τιτλοφορείται «Διαμονή εκτός του αρμοδίου κράτους - Επιστροφή ή μεταφορά κατοικίας σε άλλο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια ασθένειας ή μητρότητας - Ανάγκη μεταβάσεως σε άλλο κράτος μέλος για υποβολή σε κατάλληλη θεραπεία», ορίζουν τα ακόλουθα:

«1. Ο μισθωτός ή μη μισθωτός, ο οποίος πληροί τις απαιτούμενες από τη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους προϋποθέσεις για να έχει δικαίωμα παροχών, αφού ληφθούν υπόψη ενδεχομένως οι διατάξεις του άρθρου 18, και:

[...]

γ)    ο οποίος έλαβε την έγκριση του αρμοδίου φορέα να μεταβεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, για να υποβληθεί στην κατάλληλη για την κατάστασή του θεραπεία,

έχει δικαίωμα:

i)    παροχών εις είδος που χορηγούνται, για λογαριασμό του αρμοδίου φορέα από το φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από το φορέα αυτόν, σαν να ήταν ασφαλισμένος σε αυτόν· η διάρκεια χορηγήσεως των παροχών αυτών διέπεται πάντως από τη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους·

[...]

2. [...]

Η έγκριση που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1, στοιχείο γ´, δεν δύναται να μη δοθεί εφόσον η σχετική θεραπεία περιλαμβάνεται στις παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο ενδιαφερόμενος, και εφόσον η θεραπεία αυτή δεν δύναται να του παρασχεθεί μέσα στα χρονικά όρια που είναι κανονικά αναγκαία για την παροχή της στο κράτος μέλος του τόπου κατοικίας του εάν ληφθεί υπόψη η τρέχουσα κατάσταση της υγείας του και η πιθανή εξέλιξη της ασθένειας.»

Το εθνικό δίκαιο

4.
    Το άρθρο L. 332-3, πρώτο εδάφιο, του code de la sécurité sociale (γαλλικού κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων) ορίζει τα ακόλουθα:

«Υπό την επιφύλαξη των διεθνών συμβάσεων και κανονισμών και του άρθρου L. 766-1, όταν η περίθαλψη προς τους ασφαλισμένους και τους έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα παρέχεται εκτός Γαλλίας, οι αντίστοιχες παροχές του συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας και μητρότητας δεν χορηγούνται.»

5.
    Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν, το άρθρο R. 332-2 του ίδιου κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας μπορούν να προβαίνουν στην κατ' αποκοπήν απόδοση των δαπανών για περίθαλψη παρασχεθείσα εκτός Γαλλίας στους ασφαλισμένους και τα μέλη των οικογενειών τους που ασθένησαν αιφνιδίως, χωρίς το αποδιδόμενο ποσό να μπορεί να υπερβεί το ποσό που θα αποδιδόταν οι ενδιαφερόμενοι είχαν τύχει της περιθάλψεως αυτής εντός της Γαλλίας.

.ταν οι ασφαλισμένοι ασθενείς ή οι εξ ασφαλισμένου έλκοντες δικαιώματα ασθενείς δεν μπορούν να τύχουν εντός της Γαλλίας της κατάλληλης για την κατάστασή τους περιθάλψεως, οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ, αφενός, των γαλλικών αρμοδίων προς τούτο οργανισμών και, αφετέρου, ορισμένων θεραπευτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού μπορούν, κατόπιν εγκρίσεως παρεχομένης από κοινού από τον Υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον Υπουργό Υγείας, να προβλέπουν τους όρους της νοσηλείας των ενδιαφερομένων στα εν λόγω θεραπευτικά ιδρύματα, καθώς και τους κανόνες αποδόσεως των εξόδων της παρεχομένης περιθάλψεως.

Ανεξαρτήτως των περιπτώσεων του ανωτέρω εδαφίου, τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας μπορούν, κατ' εξαίρεση και κατόπιν θετικής γνωματεύσεως του συμβούλου ιατρού, να προβαίνουν στην κατ' αποκοπήν απόδοση των δαπανών για περίθαλψη παρασχεθείσα εκτός Γαλλίας σε ασφαλισμένο ή εξ ασφαλισμένου έλκοντα δικαιώματα, όταν ο τελευταίος αποδεικνύει ότι δεν μπορούσε να τύχει εντός της Γαλλίας της κατάλληλης για την κατάστασή του θεραπείας.»

6.
    Εξάλλου, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, δυνάμει του γαλλικού δικαίου, η αρχή που είναι αρμόδια να εγκρίνει την ανάληψη των δαπανών για περίθαλψη που πρόκειται να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια νοσηλείας σε θεραπευτικό ίδρυμα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εκτός της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι ο σύμβουλος ιατρός του Δημοσίου.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7.
    H P. Inizan, κάτοικος Γαλλίας και ασφαλισμένη στο CPAM, ζήτησε από αυτό να αναλάβει τη δαπάνη υπαγομένης σε πολλές ειδικότητες θεραπευτικής αγωγής κατά του πόνου, στην οποία η P. Inizan σχεδίαζε να υποβληθεί στο νοσοκομείο Moabit του Βερολίνου (Γερμανία).

8.
    Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από το CPAM με απόφαση της 6ης Ιουλίου 1999, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση της επιτροπής φιλικού διακανονισμού του CPAM της 7ης Οκτωβρίου 1999, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71.

9.
    Η P. Inizan προσέφυγε κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του tribunal des affaires de sécurité sociale de Nanterre, διευκρινίζοντας ότι επιθυμούσε πλέον να υποβληθεί στην εν λόγω θεραπευτική αγωγή στο νοσοκομείο του Essen (Γερμανία).

10.
    Με μη οριστική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2000, το εν λόγω δικαστήριο, αφενός, κάλεσε την P. Inizan να αποδείξει ότι η δαπάνη της εν λόγω θεραπευτικής αγωγής αναλαμβάνεται από τους γερμανικούς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως και, αφετέρου, ζήτησε γνωμάτευση του συμβούλου ιατρού του Δημοσίου σχετικά με την ενδεχόμενη ανάληψη της δαπάνης της εν λόγω θεραπευτικής αγωγής από το CPAM.

11.
    Ο σύμβουλος ιατρός του Δημοσίου εξέδωσε, στις 17 Αυγούστου 2000, αρνητική γνωμάτευση όσον αφορά την ανάληψη της δαπάνης, με την αιτιολογία ότι στη Γαλλία υπήρχε σημαντική προσφορά θεραπευτικών αγωγών που μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμες προς την παρεχόμενη από το νοσοκομείο του Essen και δεν απαιτούσαν δυσβάστακτη αναμονή. Προσέθεσε ότι μια θεραπεία κατά του πόνου απαιτεί τακτική και μακροχρόνια αγωγή και, συνεπώς, δεν μπορεί να παρασχεθεί εντός νοσοκομειακής μονάδας απέχουσας από την κατοικία του ασθενούς.

12.
    Η P. Inizan απέδειξε, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι η δαπάνη της εν λόγω θεραπευτικής αγωγής αναλαμβάνεται από τους γερμανικούς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως. Υποστήριξε ότι η κατάσταση της υγείας της απαιτεί την υποβολή της στη θεραπευτική αυτή αγωγή και ότι η θεραπεία αυτή δεν είναι δυνατή στη Γαλλία.

13.
    Το αιτούν δικαστήριο, υπενθυμίζοντας τους όρους του άρθρου 22, παράγραφοι 1, στοιχείο γ´, σημείο i, και 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71 και υπογραμμίζοντας ότι ο σύμβουλος ιατρός του Δημοσίου εξέδωσε αρνητική γνωμάτευση ως προς τη χορήγηση της προηγουμένης εγκρίσεως στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις αυτές, διερωτάται μήπως, εξαρτώντας από τη χορήγηση προηγουμένης εγκρίσεως την ανάληψη της δαπάνης των παροχών ασθενείας που χορηγούνται εντός άλλου κράτους μέλους, οι εν λόγω διατάξεις δημιουργούν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών αντίθετο προς τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ.

14.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal des affaires de sécurité sociale de Nanterre αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συμβιβάζεται το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 με τα άρθρα [49 ΕΚ] και [50 ΕΚ];

Κατά συνέπεια, νομίμως ή παρανόμως το CPAM des Hauts-de-Seine αρνείται έναντι της P. Inizan να αναλάβει τη δαπάνη ψυχοσωματικής θεραπείας κατά του πόνου στο Essen της Γερμανίας, κατόπιν αρνητικής γνωματεύσεως του συμβούλου ιατρού του Δημοσίου;»

Επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος

15.
    Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το κύρος του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, σημείο i, του κανονισμού 1408/71. Ερωτά, ειδικότερα, κατά πόσον η εν λόγω διάταξη, εξαρτώντας από προηγούμενη έγκριση τη χορήγηση των παροχών σε είδος τις οποίες εγγυάται, συμβιβάζεται με τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ, που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

16.
    Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί προκαταρκτικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, οι ιατρικές δραστηριότητες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 ΕΚ, χωρίς να καθίσταται συναφώς αναγκαία η διάκριση αναλόγως του αν η περίθαλψη παρέχεται εντός ή εκτός νοσοκομείου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, C-368/98, Vanbraekel κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. Ι-5363, σκέψη 41, καθώς και C-157/99, Smits και Peerbooms, Συλλογή 2001, σ. Ι-5473, σκέψη 53, και της 13ης Μα.ου 2003, C-385/99, Müller-Fauré και Van Riet, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38).

17.
    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται μεν ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, απόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, τα κράτη μέλη, ωστόσο, οφείλουν να τηρούν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, το κοινοτικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψεις 44 έως 46, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψη 100, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18.
    Το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία εξαρτά την απόδοση ιατρικών δαπανών πραγματοποιηθεισών εντός άλλου κράτους μέλους από σύστημα προηγουμένης εγκρίσεως, όταν αποδεικνύεται ότι το σύστημα αυτό αποθαρρύνει, αν δεν εμποδίζει, τους ασφαλισμένους να απευθύνονται σε παρέχοντες ιατρικές υπηρεσίες εγκατεστημένους σε κράτη μέλη άλλα από το κράτος όπου είναι ασφαλισμένοι, εκτός αν το εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών που συνεπάγεται το σύστημα αυτό δικαιολογείται βάσει μιας από τις εξαιρέσεις που δέχεται η Συνθήκη ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Απριλίου 1998, C-158/96, Kohll, Συλλογή 1998, σ. Ι-1931, σκέψεις 35 και 36, καθώς και προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψεις 69 έως 75, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψεις 44, 67 και 68).

19.
    Προκειμένου για το άρθρο 22 του κανονισμού 1408/71, πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι η διάταξη αυτή ουδόλως έχει ως αντικείμενο να ρυθμίσει και, επομένως, ουδόλως εμποδίζει την απόδοση από τα κράτη μέλη, με τους ισχύοντες στο αρμόδιο κράτος μέλος πίνακες αμοιβών, των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια περιθάλψεως παρασχεθείσας εντός άλλου κράτους μέλους, έστω και χωρίς προηγούμενη έγκριση (προμνησθείσες αποφάσεις Kohll, σκέψη 27, και Vanbraekel κ.λπ., σκέψη 36).

20.
    Σκοπός της παραγράφου 1, στοιχείο γ, σημείο i, της εν λόγω διατάξεως είναι να παράσχει στους ενδιαφερομένους ασφαλισμένους δικαίωμα επί παροχών σε είδος που χορηγούνται, για λογαριασμό του αρμόδιου φορέα, από τον φορέα του τόπου διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους εντός του οποίου χορηγούνται οι παροχές, ως εάν ο ενδιαφερόμενος ήταν ασφαλισμένος στο κράτος αυτό, ενώ μόνον η διάρκεια των παροχών συνεχίζει να διέπεται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Vanbraekel κ.λπ., σκέψη 32). Στη συνέχεια, ο αρμόδιος φορέας υποχρεούται να αποδώσει τη δαπάνη απευθείας στον φορέα του τόπου διαμονής υπό τους όρους του άρθρου 36 του κανονισμού 1408/71.

21.
    Επομένως, το άρθρο 22 του κανονισμού 1408/71, εξασφαλίζοντας, με την παράγραφο 1, στοιχείο γ´, σημείο i, στους ασφαλισμένους που υπάγονται στη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν λάβει σχετική έγκριση την πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη εντός άλλων κρατών μελών υπό συνθήκες εξίσου ευνοϊκές με εκείνες που ισχύουν για τους ασφαλισμένους που υπάγονται στη νομοθεσία των τελευταίων αυτών κρατών και διευκρινίζοντας, με την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, ότι ο αρμόδιος εθνικός φορέας δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της εγκρίσεως αυτής όταν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις της τελευταίας αυτής διατάξεως, συμβάλλει, όπως υπενθύμισαν ιδίως το Συμβούλιο και η Επιτροπή, στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ασφαλισμένων (βλ., υπό το αυτό πνεύμα, προμνησθείσα απόφαση Vanbraekel κ.λπ., σκέψη 32) και, παράλληλα, στη διευκόλυνση της παροχής διασυνοριακών ιατρικών υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών.

22.
    Με τον τρόπο αυτόν απονέμονται στους ασφαλισμένους δικαιώματα τα οποία άλλως δεν θα είχαν, καθόσον τα δικαιώματα αυτά, στο μέτρο που συνεπάγονται την ανάληψη της δαπάνης από τον φορέα του τόπου διαμονής σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο εν λόγω φορέας, δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να εξασφαλίζονται στους εν λόγω ασφαλισμένους αποκλειστικώς και μόνο δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση της 8ης Απριλίου 1992, C-62/91, Gray, Συλλογή 1992, σ. Ι-2737, σκέψη 10).

23.
    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έχει κρίνει στο παρελθόν το Δικαστήριο, το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 42 ΕΚ) δεν απαγορεύει στον κοινοτικό νομοθέτη ούτε να εξαρτά από προϋποθέσεις τις διευκολύνσεις που παρέχει με σκοπό την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ούτε να καθορίζει τα όριά τους (απόφαση της 19ης Ιουνίου 1980, 41/79, 121/79 και 796/79, Testa κ.λπ., Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 319, σκέψη 14, και προμνησθείσα απόφαση Gray, σκέψη 11).

24.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στον κοινοτικό νομοθέτη ότι εξάρτησε την αναγνώριση των προαναφερθέντων δικαιωμάτων από προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου φορέα. Εξάλλου, πρέπει, συναφώς, να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι στον τελευταίο αυτόν φορέα εναπόκειται να αναλάβει, υπό τους όρους του άρθρου 36 του κανονισμού 1408/71, τη δαπάνη των χορηγουμένων κατ' αυτόν τον τρόπο παροχών και, αφετέρου, ότι η ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, σημείο i, και 36 του κανονισμού 1408/71 μπορεί να απαιτεί τη διοικητική συνεργασία μεταξύ του εν λόγω φορέα και του φορέα του τόπου διαμονής.

25.
    Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, οι διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφοι 1, στοιχείο γ´, σημείο i, και 2, του κανονισμού 1408/71 συμβάλλουν στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ασθενών και την παροχή διασυνοριακών ιατρικών υπηρεσιών.

26.
    Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι από την εξέτασή του δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, σημείο i, του κανονισμού 1408/71.

Επί του δευτέρου σκέλους του ερωτήματος

Επί του αντικειμένου του δευτέρου σκέλους του ερωτήματος

27.
    Με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν, κατόπιν της απαντήσεως στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος, ορθώς το CPAM αρνείται να αναλάβει τη δαπάνη της επίδικης στην κύρια δίκη θεραπείας, λαμβανομένης υπόψη της αρνητικής γνωματεύσεως του συμβούλου ιατρού του Δημοσίου.

28.
    .πως μαρτυρούν οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, η διατύπωση αυτού του σκέλους του ερωτήματος δημιουργεί ορισμένες ερμηνευτικές δυσχέρειες.

29.
    Το CPAM υποστηρίζει ότι το σκέλος αυτό του ερωτήματος είναι απαράδεκτο, καθόσον αφορά αποκλειστικά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου στην υπό κρίση περίπτωση, ζήτημα του οποίου η εκτίμηση εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

30.
    H P. Inizan θεωρεί, αντιθέτως, ότι η αρχή της οικονομίας της δίκης επιβάλλει να συναχθούν από τη διάταξη περί παραπομπής τα στοιχεία κοινοτικού δικαίου που χρήζουν ερμηνείας και, επομένως, ότι το Δικαστήριο οφείλει εν προκειμένω να αποφανθεί όχι μόνον επί του κύρους του άρθρου 22 του κανονισμού 1408/71, αλλά και επί της ερμηνείας της διατάξεως αυτής σε σχέση προς τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης.

31.
    Η Επιτροπή και ορισμένες κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου θεωρούν ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο προϋποθέτει ενδεχομένως εξέταση του συμβατού του άρθρου R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων με τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ.

32.
    Συναφώς, πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί η πάγια νομολογία σχετικά με την προβλεπομένη από το άρθρο 234 ΕΚ κατανομή των αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με την οποία στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εφαρμόσει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, στην υπόθεση που του έχει υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 1990, C-320/88, Shipping and Forwarding Enterprise Safe, Συλλογή 1990, σ. I-285, σκέψη 11, της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. Ι-3819, σκέψη 11, και της 10ης Μα.ου 2001, C-223/99 και C-260/99, Agorà και Excelsior, Συλλογή 2001, σ. Ι-3605, σκέψη 23).

33.
    Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν το CPAM, αρνούμενο την ανάληψη των δαπανών την οποία ζητεί η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

34.
    Αντιθέτως, στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από την αιτιολογία της διατάξεως περί παραπομπής, τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που χρήζουν ερμηνείας, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1986, 35/85, Tissier, Συλλογή 1986, σ. 1207, σκέψη 9, και προμνησθείσα απόφαση Agorà και Excelsior, σκέψη 24).

35.
    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι η γνωμάτευση του συμβούλου ιατρού του Δημοσίου, στην οποία αναφέρεται το δεύτερο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος, κατέληξε ότι δεν μπορούσε να αναληφθεί η δαπάνη της επίδικης στην κύρια δίκη θεραπείας, με την αιτιολογία ότι στη Γαλλία υπήρχε σημαντική προσφορά θεραπευτικών αγωγών που μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμες και δεν απαιτούσαν δυσβάστακτη αναμονή.

36.
    Πρέπει, όμως, να παρατηρηθεί ότι η προβαλλόμενη από τον σύμβουλο ιατρό του Δημοσίου δικαιολογία φαίνεται να μπορεί να συσχετισθεί τόσο με τις διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 όσο και με τις διατάξεις του άρθρου R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων.

37.
    Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η πρώτη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει δύο προϋποθέσεις οι οποίες, εφόσον πληρούνται, καθιστούν υποχρεωτική τη χορήγηση της προηγουμένης εγκρίσεως στην οποία αναφέρεται. .μως, η μία από τις προϋποθέσεις αυτές απαιτεί να μη μπορεί η σχεδιαζόμενη περίθαλψη, λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας καταστάσεως της υγείας του ενδιαφερομένου και της πιθανής εξελίξεως της ασθένειας, να του παρασχεθεί εντός του χρόνου που είναι κανονικά αναγκαίος για την παροχή της συγκεκριμένης περιθάλψεως εντός του κράτους μέλους του τόπου κατοικίας. Αφετέρου, το άρθρο R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων προβλέπει ότι τα ταμεία ασθενείας μπορούν, κατ' εξαίρεση, να προβαίνουν στην κατ' αποκοπήν απόδοση των δαπανών για περίθαλψη παρασχεθείσα εκτός Γαλλίας, όταν αποδεικνύεται ότι ο ασφαλισμένος δεν μπορούσε να τύχει εντός της Γαλλίας της κατάλληλης για την κατάστασή του θεραπείας.

38.
    Πρέπει, δεύτερον, να παρατηρηθεί ότι ούτε η διάταξη περί παραπομπής ούτε η δικογραφία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου επιτρέπουν να καθοριστεί με βεβαιότητα η φύση της «αναλήψεως δαπανών» που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης και στην οποία αναφέρεται το δεύτερο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος. Ειδικότερα, δεν είναι ευχερές να καθοριστεί αν αυτή η «ανάληψη δαπανών» είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, σημείο i, του κανονισμού 1408/71, ήτοι η χορήγηση παροχών σε είδος από τον φορέα του τόπου διαμονής σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο φορέας αυτός, των οποίων η δαπάνη αποδίδεται στη συνέχεια από τον αρμόδιο φορέα, ή αν πρόκειται για την κατ' αποκοπήν απόδοση, από το CPAM απευθείας προς την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, την οποία προβλέπει το άρθρο R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, δηλαδή μία από τις μορφές αναλήψεως των δαπανών λόγω αδυναμίας επιτεύξεως της άλλης.

39.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να παρατηρηθεί ότι με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να εννοηθεί ότι ερωτάται κατ' ουσίαν, αφενός, αν το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε ταμείο ασθενείας, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, να αρνηθεί σε ασφαλισμένο τη χορήγηση της προηγουμένης εγκρίσεως που προβλέπει η παράγραφος 1, στοιχείο γ´, σημείο i, της ιδίας διατάξεως και, αφετέρου, αν τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν εθνικές νομοθεσίες όπως το άρθρο R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες εξαρτούν από σύστημα προηγουμένης εγκρίσεως χορηγουμένης υπό ορισμένες προϋποθέσεις την απόδοση της δαπάνης θεραπειών όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, όταν η δαπάνη αυτή πραγματοποιείται εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος όπου κατοικεί ο ασφαλισμένος.

40.
    Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ούτως αναδιατυπωμένο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά το άρθρο 22 του κανονισμού 1408/71 και οι περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών διατάξεις της Συνθήκης.

Επί του άρθρου 22, παράγραφοι 1, στοιχείο γ´, σημείο i, και 2, του κανονισμού 1408/71

41.
    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι αντικείμενο του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71 είναι ο καθορισμός δύο προϋποθέσεων υπό τις οποίες, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς, ο αρμόδιος εθνικός φορέας δεν μπορεί να αρνηθεί την έγκριση που ζητείται βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, σημείο i, της ίδιας διατάξεως (προμνησθείσα απόφαση Vanbraekel κ.λπ., σκέψη 31).

42.
    Η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές είναι να περιλαμβάνεται η θεραπεία για την οποία πρόκειται μεταξύ των παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο ασφαλισμένος. Πάντως, αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι από τη διάταξη περί παραπομπής ή από τη δικογραφία της κύριας δίκης ουδόλως προκύπτει ότι το CPAM αρνήθηκε να αναλάβει τη δαπάνη της επίδικης θεραπείας με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση αυτή.

43.
    Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής και τη διατύπωση της γνωματεύσεως του συμβούλου ιατρού του Δημοσίου, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης ανέκυψε σαφώς θέμα πληρώσεως της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71, οπότε πρέπει να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της προϋποθέσεως αυτής καθόσον είναι αναγκαίο προς επίλυση της εν λόγω διαφοράς.

44.
    .πως υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, η δεύτερη αυτή προϋπόθεση απαιτεί να μη μπορεί η θεραπεία στην οποία ο ασθενής προτίθεται να υποβληθεί εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος στο έδαφος του οποίου κατοικεί, λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας καταστάσεως της υγείας του ενδιαφερομένου και της πιθανής εξελίξεως της ασθένειας, να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο εντός του χρόνου που είναι κανονικά αναγκαίος για την παροχή της συγκεκριμένης περιθάλψεως εντός του κράτους μέλους κατοικίας.

45.
    Επομένως, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται οσάκις φαίνεται ότι η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική για τον ασθενή θεραπευτική αγωγή μπορεί να του παρασχεθεί εγκαίρως εντός του κράτους μέλους κατοικίας (βλ., υπό ανάλογη έννοια, προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψη 103, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψη 89).

46.
    Συναφώς, προκειμένου να εκτιμηθεί αν εξίσου αποτελεσματική για τον ασθενή θεραπευτική αγωγή μπορεί να του παρασχεθεί εγκαίρως εντός του κράτους μέλους κατοικίας, ο αρμόδιος φορέας οφείλει να συνεκτιμήσει το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε μεμονωμένη περίπτωση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη όχι μόνον την κατάσταση της υγείας του ασθενούς κατά τον χρόνο που ζητείται η έγκριση και, ενδεχομένως, την ένταση του πόνου ή τη φύση της αναπηρίας του, η οποία μπορεί, για παράδειγμα, να καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, αλλά και το ιστορικό του (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψη 104, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψη 90).

47.
    .πως προκύπτει από την υπομνησθείσα στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον πληρούται η δεύτερη αυτή προϋπόθεση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.

48.
    Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το σύστημα προηγουμένης εγκρίσεως, το οποίο τα κράτη μέλη καλούνται να καθιερώσουν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 22, παράγραφοι 1, στοιχείο γ´, σημείο i, και 2, του κανονισμού 1408/71, πρέπει, μεταξύ άλλων, να στηρίζεται σε διαδικασία ευχερώς προσιτή και ικανή να διασφαλίζει στους ενδιαφερομένους ότι η αίτησή τους πρόκειται να εξεταστεί εντός εύλογης προθεσμίας, με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ενώ η τυχόν άρνηση εγκρίσεώς της πρέπει να μπορεί, επιπλέον, να αμφισβητηθεί μέσω ένδικης προσφυγής (βλ., υπό ανάλογη έννοια, προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψη 90, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψη 85).

49.
    Από τα ανωτέρω συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι αρνήσεις χορηγήσεως εγκρίσεως, ή οι γνωματεύσεις επί των οποίων στηρίζονται ενδεχομένως οι αρνήσεις αυτές, πρέπει να αναφέρουν τις συγκεκριμένες διατάξεις βάσει των οποίων έχουν εκδοθεί και να είναι δεόντως αιτιολογημένες από πλευράς των διατάξεων αυτών. Ομοίως, τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται προσφυγής κατά τέτοιων αρνητικών αποφάσεων πρέπει να είναι σε θέση, αν το θεωρούν αναγκαίο προς άσκηση του ελέγχου με τον οποίο είναι επιφορτισμένα, να ζητούν τη γνώμη ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων παρεχόντων όλες τις εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.

50.
    Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 ουδόλως αποσκοπεί στον περιορισμό των περιπτώσεων στις οποίες μπορεί να ληφθεί έγκριση επιτρέπουσα στον ενδιαφερόμενο να τύχει των παροχών σε είδος υπό τους όρους της παραγράφου 1, στοιχείο γ´, σημείο i, του εν λόγω άρθρου (βλ. προμνησθείσα απόφαση Vanbraekel κ.λπ., σκέψη 31). Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν τη χορήγηση τέτοιων εγκρίσεων και σε περιπτώσεις όπου δεν πληρούνται αμφότερες οι προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

Επί των άρθρων 49 ΕΚ και 50 ΕΚ

51.
    .σον αφορά το ζήτημα κατά πόσον το άρθρο R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων συμβιβάζεται με τις περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών διατάξεις της Συνθήκης, πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι δεν εναπόκειται μεν στο Δικαστήριο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ, ως προς το αν μια εθνική διάταξη συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, το Δικαστήριο είναι, όμως, αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα εκείνα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που θα του δώσουν τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του συμβατού αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1976, 45/75, Rewe Zentrale, Συλλογή τόμος 1976, σ. 81, και της 3ης Φεβρουαρίου 2000, C-228/98, Δούνιας, Συλλογή 2000, σ. Ι-577, σκέψη 36).

52.
    .πως υπομνήσθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, οι εθνικές διατάξεις που εξαρτούν την απόδοση, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους κατοικίας, των δαπανών ιατρικής περιθάλψεως παρασχεθείσας εντός άλλου κράτους μέλους από τους όρους που εφαρμόζουν οι εν λόγω αρχές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού 1408/71.

53.
    Αντιθέτως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν κατά πόσον τέτοιες εθνικές διατάξεις, οι οποίες, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, είναι ικανές, υπό ορισμένες περιστάσεις, να παρεμποδίζουν την ελεύθερη παροχή ιατρικών υπηρεσιών, συμβιβάζονται με τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ.

54.
    Προκειμένου για το άρθρο R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, προβλέποντας, στο τρίτο εδάφιό της, ότι οι δαπάνες περιθάλψεως παρασχεθείσας εκτός Γαλλίας μπορούν να αποδοθούν κατ' αποκοπήν από τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας, κατόπιν θετικής γνωματεύσεως του συμβούλου ιατρού, όταν ο ασφαλισμένος αποδεικνύει ότι δεν μπορούσε να τύχει εντός της γαλλικής επικράτειας της κατάλληλης για την κατάστασή του περιθάλψεως, η διάταξη αυτή έχει ως συνέπεια ότι αποθαρρύνει, αν δεν εμποδίζει, τους ασφαλισμένους να απευθύνονται σε παρέχοντες ιατρικές υπηρεσίες εγκατεστημένους σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος κατοικίας τους. Επομένως, μια τέτοια εθνική διάταξη συνιστά, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών.

55.
    Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η υπαγόμενη σε πολλές ειδικότητες θεραπευτική αγωγή κατά του πόνου, στην οποία η προσφεύγουσα της κύριας δίκης σχεδιάζει να υποβληθεί, συνεπάγεται την εισαγωγή της σε νοσοκομείο.

56.
    .μως, πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έχει στο παρελθόν δεχθεί ότι η συνιστάμενη στην προϋπόθεση λήψεως προηγουμένης εγκρίσεως απαίτηση για την ανάληψη, από το εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, του κόστους νοσοκομειακής περιθάλψεως παρεχομένης εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος όπου ο ενδιαφερόμενος είναι ασφαλισμένος είναι μέτρο αναγκαίο όσο και εύλογο, δυνάμενο να δικαιολογηθεί βάσει μιας από τις εξαιρέσεις που επιτρέπει η Συνθήκη (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψεις 76 έως 80, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψεις 76 έως 81).

57.
    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, είναι πάντως απαραίτητο, για να δικαιολογείται ένα τέτοιο σύστημα προηγουμένης διοικητικής εγκρίσεως, παρότι παρεκκλίνει από θεμελιώδη ελευθερία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, μη εισάγοντα διακρίσεις και εκ των προτέρων γνωστά, ώστε να ελέγχεται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως των εθνικών αρχών προκειμένου να μη χρησιμοποιείται κατά τρόπον αυθαίρετο (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψη 90, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψη 85). .πως υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, ένα τέτοιο σύστημα προηγούμενης διοικητικής εγκρίσεως πρέπει επίσης να στηρίζεται σε διαδικασία ευχερώς προσιτή και ικανή να διασφαλίζει στους ενδιαφερομένους ότι η αίτησή τους πρόκειται να εξεταστεί εντός εύλογης προθεσμίας, με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ενώ η τυχόν άρνηση εγκρίσεώς της πρέπει να μπορεί να αμφισβητηθεί μέσω ένδικης προσφυγής.

58.
    Εν προκειμένω, το άρθρο R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων προβλέπει ότι η απόδοση δαπανών στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή είναι δυνατή εφόσον αποδεικνύεται ότι ο ασφαλισμένος δεν μπορούσε να τύχει εντός της γαλλικής επικράτειας της κατάλληλης για την κατάστασή του περιθάλψεως.

59.
    Πρέπει να υπομνησθεί ότι μια προϋπόθεση αυτής της φύσεως μπορεί να δικαιολογηθεί από πλευράς του άρθρου 49 ΕΚ αν ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η έγκριση για θεραπεία εντός άλλου κράτους μέλους μπορεί να απορριφθεί, από πλευράς της προϋποθέσεως αυτής, μόνον εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να παρασχεθεί η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική για τον ασθενή θεραπευτική αγωγή εγκαίρως εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το ταμείο ασθενείας στο οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, προμνησθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψη 103, και Müller-Fauré και Van Riet, σκέψη 89).

60.
    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

-    το άρθρο 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι αίτηση χορηγήσεως της εγκρίσεως στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή δεν μπορεί να απορριφθεί όταν, αφενός, η θεραπεία για την οποία πρόκειται περιλαμβάνεται μεταξύ των παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο ενδιαφερόμενος και, αφετέρου, η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή δεν μπορεί να παρασχεθεί εγκαίρως εντός του εν λόγω κράτους μέλους·

-    τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνικές νομοθεσίες όπως η επίδικη της κύριας δίκης, οι οποίες, αφενός, εξαρτούν την απόδοση των δαπανών νοσοκομειακής περιθάλψεως παρασχεθείσας εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος όπου είναι εγκατεστημένο το ταμείο ασθενείας στο οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος από τη χορήγηση εγκρίσεως εκ μέρους του ταμείου αυτού και, αφετέρου, εξαρτούν τη χορήγηση αυτής της εγκρίσεως από την προϋπόθεση της αποδείξεως του ότι ο ασφαλισμένος δεν μπορούσε να τύχει εντός του τελευταίου αυτού κράτους της κατάλληλης για την κατάστασή του περιθάλψεως. Ωστόσο, άρνηση χορηγήσεως της εγκρίσεως για τον λόγο αυτόν είναι δυνατή μόνον εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να παρασχεθεί η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική για τον ασθενή θεραπευτική αγωγή εγκαίρως εντός του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο ασθενής.

Επί των δικαστικών εξόδων

61.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική, η Βελγική, η Ισπανική, η Ιρλανδική, η Λουξεμβουργιανή, η Σουηδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2000 το tribunal des affaires de sécurité sociale de Nanterre, αποφαίνεται:

1)    Από την εξέταση του πρώτου σκέλους του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996.

2)    Το άρθρο 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71, όπως έχει τροποποιηθεί και ενημερωθεί με τον κανονισμό 118/97, έχει την έννοια ότι η αίτηση χορηγήσεως της εγκρίσεως στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή δεν μπορεί να απορριφθεί όταν, αφενός, η θεραπεία για την οποία πρόκειται περιλαμβάνεται μεταξύ των παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο ενδιαφερόμενος και, αφετέρου, η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή δεν μπορεί να παρασχεθεί εγκαίρως εντός του εν λόγω κράτους μέλους.

3)    Τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνικές νομοθεσίες όπως η επίδικη της κύριας δίκης, οι οποίες, αφενός, εξαρτούν την απόδοση των δαπανών νοσοκομειακής περιθάλψεως παρασχεθείσας εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος όπου είναι εγκατεστημένο το ταμείο ασθενείας στο οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος από τη χορήγηση εγκρίσεως εκ μέρους του ταμείου αυτού και, αφετέρου, εξαρτούν τη χορήγηση αυτής της εγκρίσεως από την προϋπόθεση της αποδείξεως του ότι ο ασφαλισμένος δεν μπορούσε να τύχει εντός του τελευταίου αυτού κράτους της κατάλληλης για την κατάστασή του περιθάλψεως. Ωστόσο, άρνηση χορηγήσεως της εγκρίσεως για τον λόγο αυτόν είναι δυνατή μόνον εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να παρασχεθεί η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική για τον ασθενή θεραπευτική αγωγή εγκαίρως εντός του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο ασθενής.

Timmermans
La Pergola
Jann

von Bahr

Rosas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Οκτωβρίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

Β. Σκουρής


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.