Language of document : ECLI:EU:T:2008:533

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 26ης Νοεμβρίου 2008

Υπόθεση T-284/07 P

Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

κατά

Adelaida López Teruel

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Παραδεκτό – Αναπηρία – Αίτηση περί συγκλήσεως επιτροπής αναπηρίας – Δέσμια αρμοδιότητα της ΑΔΑ»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 22ας Μαΐου 2007, F-97/06, Lopez Teruel κατά ΓΕΕΑ (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Παραδεκτό – Εκτίμηση σχετική με το αντικείμενο της δίκης – Εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς διάδικος ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα Ι, άρθρο 9)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Πρωτοδικείο του προσδιορισμού του αντικειμένου της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Πρωτοδικείο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα Ι, άρθρο 11 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Αναπηρία – Κίνηση της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 78, εδ. 1, παράρτημα VIII, άρθρο 13 § 1)

5.      Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος προβληθείς για πρώτη φορά στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση διαδικασίας – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα Ι, άρθρο 11 § 1)

6.      Υπάλληλοι – Αναπηρία – Κίνηση της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας – Προϋποθέσεις – Κίνηση της διαδικασίας κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου – Δέσμια αρμοδιότητα της διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 78, εδ. 1, παράρτημα VIII, άρθρο 13 § 1)

1.      Όσον αφορά την εκτίμηση των προϋποθέσεων παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως που καθορίζονται στο άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου επί διαφοράς που αποτελεί αντικείμενο της δίκης και μόνο επί αυτής, ο διάδικος ασκεί παραδεκτώς αναίρεση κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, στηριζόμενης στις απορρέουσες από άλλη απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη αρχές, ακόμα κι αν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απεφάνθη επί παρόμοιων νομικών ζητημάτων. Πράγματι, το γεγονός ότι η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη δέχεται έναν συγκεκριμένο ισχυρισμό δεν εμποδίζει τον ασκούντα παραδεκτώς αναίρεση να αμφισβητήσει την εκτίμηση από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, σε άλλη υπόθεση, του παρόμοιου με αυτόν που εξετάστηκε στην απρόσβλητη απόφαση ισχυρισμού.

Επιπλέον, από το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αρκεί ο διάδικος να έχει εν μέρει ή εν όλω ηττηθεί προκειμένου να ασκήσει παραδεκτώς αναίρεση ενώπιον του Πρωτοδικείου.

(βλ. σκέψεις 23 έως 26)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 5 Οκτωβρίου 2000, C‑432/98 P και C‑433/98 P, Συμβούλιο κατά Chvatal κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑8535, σκέψεις 22 και 24· ΔΔΔ, 16 Ιανουαρίου 2007, F‑119/05, Gesner κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή

2.      Ο προσδιορισμός του αντικειμένου της προσφυγής στην απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο εξετάζει το Πρωτοδικείο στην κατ’ αναίρεση διαδικασία. Συγκεκριμένα, το δικόγραφο συνιστά το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο με το οποίο οι διάδικοι υποχρεούνται να καθορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς.

(βλ. σκέψεις 33 και 34)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 8 Νοεμβρίου 2007, C‑242/07 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑9757, σκέψη 41· ΔΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 2007, C‑135/06 P, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑12041, σκέψεις 51 έως 57

3.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εν προκειμένω το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός εάν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στοιχείων, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Πρωτοδικείου. Αυτή η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τη δικογραφία, χωρίς να απαιτείται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων.

(βλ. σκέψεις 46 και 47)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Μαΐου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 85· ΔΕΚ, 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψεις 107 και 108· ΠΕΚ, 12 Ιουλίου 2007, T‑252/06 P, Beau κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 45 έως 47

4.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν εκτίμησε τη νομιμότητα της αιτήσεως του υπαλλήλου περί συγκλήσεως επιτροπής αναπηρίας βάσει του άρθρου 78, πρώτο εδάφιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και του άρθρου 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Πράγματι, από το γράμμα αυτών των διατάξεων προκύπτει ότι ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών ο οποίος διαρκούσης της περιόδου κατά την οποία αποκτούσε δικαιώματα προς σύνταξη κρίθηκε από την επιτροπή αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία θεωρούμενη ως ολική η οποία τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντιστοίχων προς κάποια θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος, για αυτόν τον λόγο, υποχρεώνεται να αναστείλει την υπηρεσία του στις Κοινότητες δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανικανότητα, τη σύνταξη αναπηρίας. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα αυτού του δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζεται μόνο μέσω της διαδικασίας αναγνωρίσεως της αναπηρίας, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει απαραιτήτως και το δικαίωμα του υπαλλήλου να ζητήσει από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 65 έως 67)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Μαΐου 1984, 12/83, Bähr κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 2155, σκέψεις 12 και 13· ΠΕΚ, 26 Φεβρουαρίου 2003, T‑59/01, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑55 και II‑323, σκέψεις 31 και 32

5.      Δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ισχυρισμός προβληθείς κατά την αναιρετική διαδικασία και όχι κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασία πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

(βλ. σκέψεις 72 και 73)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 1 Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 59· ΔΕΚ, 7 Νοεμβρίου 2002, C‑24/01 P και C‑25/01 P, Glencore και Compagnie Continentale κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑10119, σκέψη 62· ΔΕΚ, 28 Σεπτεμβρίου 2006, C‑104/05 P, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ και Pucci, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40

6.      Κατ’ αρχήν, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου περί κινήσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως της αναπηρίας, υποχρεούται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 87 του ΚΥΚ, όπως προσδιορίζονται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, να κινήσει την εν λόγω διαδικασία. Αυτές οι διατάξεις παρέχουν στην εν λόγω αρχή αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι αυτή υποχρεούται να κινήσει την διαδικασία αναγνωρίσεως της αναπηρίας όταν διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προβλεπόμενοι από αυτές τις διατάξεις όροι. Συναφώς, το να γίνει δεκτό ότι η σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας αποτελεί απλώς δυνατότητα της διοικήσεως αντιβαίνει στις εν λόγω διατάξεις, καθόσον αν η σύγκληση της επιτροπής επαφίετο στη διάκριση της διοικήσεως θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το δικαίωμα που οι διατάξεις αυτές παρέχουν στον υπάλληλο. Σε αυτή την περίπτωση, η εν λόγω αρχή, η οποία δεν είναι αρμόδια να προβαίνει σε εκτιμήσεις ιατρικής φύσεως, δύναται να απορρίψει αίτηση συγκλήσεως επιτροπής αναπηρίας μόνο εάν διαθέτει αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία εκ των οποίων να προκύπτει ότι δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις.

Εξάλλου, δεν είναι αντιφατική η διαπίστωση ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ασκεί δέσμια αρμοδιότητα όσον αφορά τη σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας όταν εκ παραλλήλου αναγνωρίζεται η δυνατότητά της να προβαίνει σε εκτίμηση ορισμένων στοιχείων. Πράγματι, η εν λόγω αρχή έχει τη δυνατότητα να ελέγχει μήπως μια εκ των προϋποθέσεων για την άσκηση της δέσμιας αρμοδιότητάς της δεν πληρούται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει σχετικώς διακριτική ευχέρεια.

(βλ. σκέψεις 78 έως 82)