Language of document : ECLI:EU:C:2022:129

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTHONY COLLINS

της 24ης Φεβρουαρίου 2022 (1)

Υπόθεση C673/20

EP

κατά

Préfet du Gers και

Institut national de la statistique et des études économiques,

παρισταμένου του:

Maire de Thoux

[αίτηση του Tribunal judiciaire d’Auch (πρωτοδικείου Auch, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Ερμηνεία και κύρος της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας – Υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου ο οποίος κατοικεί σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περισσότερα από 15 έτη και στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στο Ηνωμένο Βασίλειο – Διαγραφή από τους εκλογικούς καταλόγους στο κράτος μέλος κατοικίας»






I.      Εισαγωγή

1.        Μπορούν Βρετανοί υπήκοοι οι οποίοι απολαύουν των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την ιθαγένεια της Ένωσης να διατηρούν τα πλεονεκτήματα αυτά μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Αυτό είναι το ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο των τεσσάρων προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία υποβάλλει το Tribunal judiciaire d’Auch (πρωτοδικείο Auch, Γαλλία) στο πλαίσιο διενέξεως σχετικά με το εάν η EP, Βρετανίδα υπήκοος, εξακολουθεί να απολαύει του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στη Γαλλία. Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορούν το ζήτημα κατά πόσον οι Βρετανοί υπήκοοι, ή ένα υποσύνολο αυτών, εξακολουθούν να αποτελούν πολίτες της Ένωσης και να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή. Στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι τούτο δεν ισχύει, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ζητούν από το Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος της αποφάσεως (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (2), ιδίως υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.

II.    Σχετικές νομικές διατάξεις

Α.      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.      Ιθαγένεια της Ένωσης

2.        Το άρθρο 9 ΣΕΕ ορίζει τα εξής:

«[…]. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται στην εθνική ιθαγένεια και δεν την αντικαθιστά.»

3.        Το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το οποίο θεσπίζει την ιθαγένεια της Ένωσης, είναι διατυπωμένο υπό σχεδόν πανομοιότυπους όρους.

4.        Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κάθε πολίτης της Ένωσης που κατοικεί σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοος έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας του, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους. Το άρθρο 40 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) επιβεβαιώνει το συγκεκριμένο δικαίωμα.

2.      Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση

5.        Το άρθρο 50 ΣΕΕ ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.

2.      Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3.      Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.

[…]»

6.        Με την απόφαση 2020/135, η συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (στο εξής: συμφωνία για την αποχώρηση) (3) εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.        Η συμφωνία για την αποχώρηση τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 185, τα μεσάνυχτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης Ιανουαρίου 2020.

8.        Το άρθρο 126 της συμφωνίας για την αποχώρηση προέβλεπε μεταβατική περίοδο ή περίοδο υλοποιήσεως. Έναρξη της περιόδου αυτής ήταν η ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της συμφωνίας για την αποχώρηση και λήξη της η 31η Δεκεμβρίου 2020.

9.        Το πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής περιόδου καθορίζεται στο άρθρο 127 της συμφωνίας για την αποχώρηση, στην πρώτη παράγραφο του οποίου ορίζεται ότι, εκτός εάν προβλεπόταν διαφορετικά στην εν λόγω συμφωνία, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμοζόταν «για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού» κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Μεταξύ των διατάξεων των Συνθηκών και των πράξεων που εκδίδονταν από τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες δεν είχαν εφαρμογή για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου συγκαταλέγονταν το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ και το άρθρο 22 ΣΛΕΕ, το άρθρο 40 του Χάρτη και οι πράξεις που εκδίδονταν βάσει των εν λόγω διατάξεων. Το άρθρο 127, παράγραφος 6, της συμφωνίας για την αποχώρηση ορίζει ότι, «[ε]κτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, οποιαδήποτε αναφορά στα κράτη μέλη η οποία περιλαμβάνεται στο εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων όπως υλοποιείται και εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη, θεωρείται ότι καλύπτει και το Ηνωμένο Βασίλειο.»

Β.      Το γαλλικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 88‑3 του Συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τον loi constitutionnelle αριθ. 93‑952, της 27ης Ιουλίου 1993 (στο εξής: συνταγματικός νόμος 93‑952), ορίζει τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη της αμοιβαιότητας και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στη [ΣΕΕ] ρυθμίσεις, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές μπορεί να χορηγείται μόνο σε πολίτες της Ένωσης οι οποίοι διαμένουν στη Γαλλία. Οι πολίτες αυτοί δεν μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντα του δημάρχου ή του αντιδημάρχου ούτε να συμμετάσχουν στον διορισμό των γερουσιαστικών εκλεκτόρων ή στην εκλογή των γερουσιαστών. […]»

11.      Το άρθρο LO 227‑1 του code électoral (εκλογικού κώδικα), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον loi organique n° 98-404 du 25 mai 1998 déterminant les conditions d’application de l’article 88-3 de la Constitution relatif à l’exercice par les citoyens de l’Union européenne résidant en France, autres que les ressortissants français, du droit de vote et d’éligibilité aux élections municipales, et portant transposition de la directive 94/80/CE du 19 décembre 1994 (οργανικό νόμο 98-404 της 25ης Μαΐου 1998 περί καθορισμού των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 88-3 του Συντάγματος σχετικά με την άσκηση από τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαμένουν στη Γαλλία, πλην των Γάλλων υπηκόων, του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές και περί μεταφοράς της οδηγίας 94/80/ΕΚ, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, στο εθνικό δίκαιο) (JORF αριθ. 120 της 26ης Μαΐου 1998· στο εξής: εκλογικός κώδικας) ορίζει τα εξής:

«Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι διαμένουν στη Γαλλία, πέραν των Γάλλων πολιτών, δύνανται να συμμετέχουν στις εκλογές για την ανάδειξη των δημοτικών συμβούλων υπό τους ίδιους όρους με τους Γάλλους εκλογείς, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος τμήματος.

Τα μνημονευόμενα στο πρώτο εδάφιο πρόσωπα θεωρείται ότι διαμένουν στη Γαλλία εάν εκεί βρίσκεται η πραγματική κατοικία τους ή εάν η διαμονή τους εκεί είναι συνεχής.

[…]»

12.      Το άρθρο LO 227‑2 του εκλογικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, τα μνημονευόμενα στο άρθρο LO 227‑1 πρόσωπα πρέπει να εγγραφούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, σε ειδικό εκλογικό κατάλογο.

Μπορούν να υποβάλουν αίτηση εγγραφής εάν απολαύουν των εκλογικών τους δικαιωμάτων στο κράτος καταγωγής τους και εάν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, πλην της γαλλικής ιθαγένειας, που ισχύουν για τους εκλογείς και για την εγγραφή σε εκλογικό κατάλογο στη Γαλλία.»

13.      Δυνάμει του άρθρου L. 16, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εκλογικού κώδικα, το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών (Institut national de la statistique et des études économiques, στο εξής: INSEE) είναι αρμόδιο για τη διαγραφή από τους εκλογικούς καταλόγους των ονομάτων των αποβιωσάντων εκλογέων και των εκλογέων που δεν έχουν πλέον δικαίωμα ψήφου.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

14.      Η EP διαμένει στη Γαλλία από το 1984 και είναι παντρεμένη με Γάλλο υπήκοο. Η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει ότι δεν απέκτησε τη γαλλική ιθαγένεια λόγω γάμου διότι, ως πρώην υπάλληλος του τότε Foreign and Commonwealth Office of the United Kingdom (Υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας του Ηνωμένου Βασιλείου), έδωσε όρκο πίστεως στη Βασίλισσα της Αγγλίας.

15.      Μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας για την αποχώρηση, το INSEE διέγραψε την EP από τους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Thoux (Γαλλία). Ως εκ τούτου, η EP δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στις δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 15 Μαρτίου και στις 28 Ιουνίου 2020.

16.      Στις 6 Οκτωβρίου 2020, η EP υπέβαλε αίτηση επανεγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους για τους μη Γάλλους υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την επόμενη ημέρα, ο δήμαρχος του Δήμου Thoux απέρριψε την εν λόγω αίτηση. Ακολούθως, η EP προσέφυγε ενώπιον της εκλογικής επιτροπής του Δήμου Thoux. Δεδομένου ότι το όργανο αυτό απάντησε ότι δεν επρόκειτο να συνεδριάσει πριν από τον Μάρτιο του 2021, η EP εξέλαβε την ως άνω απάντηση ως σιωπηρή επιβεβαίωση της αποφάσεως του Δημάρχου της 7ης Οκτωβρίου 2020. Κατόπιν τούτου, στις 9 Νοεμβρίου 2020, η EP άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal judiciaire d’Auch (πρωτοδικείου Auch).

17.      Με διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Δεκεμβρίου 2020, το Tribunal judiciaire d’Auch (πρωτοδικείο Auch) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η [συμφωνία για την αποχώρηση] την έννοια ότι καταργούν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια των Βρετανών υπηκόων οι οποίοι άσκησαν, πριν από το πέρας της μεταβατικής περιόδου, το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης εγκαταστάσεως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ιδίως εκείνων που παραμένουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα άνω των δεκαπέντε ετών και υπόκεινται στον [βρετανικό κανόνα των δεκαπέντε ετών (“15 year rule”)], με αποτέλεσμα να στερούνται κάθε δικαιώματος ψήφου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο συνδυασμός των άρθρων 2, 3, 10, 12 και 127 της συμφωνίας για την αποχώρηση, του σημείου 6 του προοιμίου της και των άρθρων 18, 20 και 21 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επιτρέψει στους εν λόγω Βρετανούς υπηκόους να διατηρήσουν, άνευ εξαιρέσεως, τα δικαιώματα ευρωπαϊκής ιθαγένειας τα οποία διέθεταν πριν από την αποχώρηση της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι εν μέρει ανίσχυρη η συμφωνία για την αποχώρηση καθόσον αντιβαίνει στις αρχές που συνθέτουν την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ιδίως, στα άρθρα 18, 20 και 21 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στα άρθρα 39 και [40] του [Χάρτη], καθώς και ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας καθόσον δεν περιλαμβάνει διάταξη η οποία να επιτρέπει στους εν λόγω Βρετανούς υπηκόους να διατηρήσουν τα ως άνω δικαιώματα άνευ εξαιρέσεως;

4)      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι εν μέρει ανίσχυρο το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας για την αποχώρηση καθόσον συνιστά παράβαση των άρθρων 18, 20 και 21 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των άρθρων 39 και 40 του [Χάρτη], στο μέτρο που στερεί από τους πολίτες της Ένωσης που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης εγκαταστάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές της χώρας αυτής, και, εάν το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο συμμεριστούν συναφώς την ερμηνεία του Conseil d’Etat (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία), πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω παράβαση εκτείνεται και στους [Βρετανούς υπηκόους] που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης εγκαταστάσεως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για διάστημα άνω των δεκαπέντε ετών και υπόκεινται στον [κανόνα των δεκαπέντε ετών], με αποτέλεσμα να στερούνται κάθε δικαιώματος ψήφου;»

18.      Η EP, η Γαλλική και η Ρουμανική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο.

IV.    Ανάλυση

 Γενικές παρατηρήσεις

1.      Ιθαγένεια – μια αρμοδιότητα των κρατών μελών

19.      Η δέκατη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της ΣΕΕ διακηρύσσει τη βούληση των κρατών μελών να θεσπίσουν μια κοινή ιθαγένεια για τους υπηκόους τους. Περαιτέρω, η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη υπογραμμίζει τη βούληση μιας ολοένα στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης.

20.      Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1 ΣΕΕ ορίζει ότι, με τη Συνθήκη αυτή, τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη ιδρύουν μεταξύ τους μια Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία τα κράτη μέλη απονέμουν αρμοδιότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων. Το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου αναφέρει ότι η ΣΕΕ διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης.

21.      Εντός του ειδικού αυτού πλαισίου των εν λόγω διατάξεων, το άρθρο 9 ΣΕΕ και τα άρθρα 20 έως 24 ΣΛΕΕ θεσπίζουν την ιθαγένεια της Ένωσης, καθορίζουν το περιεχόμενό της και αποσαφηνίζουν ποια είναι τα πρόσωπα που αντλούν πλεονεκτήματα εξ αυτής.

22.      Το άρθρο 9 ΣΕΕ και το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ορίζουν ότι οι πολίτες της Ένωσης πρέπει να είναι υπήκοοι ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την ιθαγένεια που απονέμουν τα κράτη μέλη. Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να είχαν παραιτηθεί των αρμοδιοτήτων τους και να είχαν αναθέσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την εξουσία να αποφασίζει ποια πρόσωπα δικαιούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Η ρητή αυτή επιλογή των κρατών μελών όχι μόνο στερεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση την εξουσία να δημιουργήσει ιθαγένεια της Ένωσης ανεξάρτητα από την ιθαγένεια που απονέμει κάθε κράτος μέλος, αλλά θέτει επίσης έναν συνταγματικό φραγμό στη δυνατότητα να συναχθεί εμμέσως η εν λόγω εξουσία από το δίκαιο της Ένωσης.

23.      Λαμβανομένης υπόψη της σαφήνειας των ανωτέρω διατάξεων, ουδεμία έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε οι αποφάσεις Rottmann (4) και Tjebbes (5) και, πλέον πρόσφατα, η απόφαση Wiener Landesregierung (6), δέχεται ρητώς ότι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα να αποφασίζουν ποια πρόσωπα θεωρούνται πολίτες τους και, κατά συνέπεια, ποια είναι τα πρόσωπα που διαθέτουν την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Η ως άνω κατανομή των αρμοδιοτήτων δεν έχει μεταβληθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη να είναι υποχρεωμένα να τηρούν το εν λόγω δίκαιο όταν ασκούν εξουσίες όπως αυτές που διέπουν την κτήση και την απώλεια της ιθαγένειας (7).

24.      Η απόφαση Rottmann (8) αφορούσε μια περίπτωση στην οποία η απώλεια της ιθαγένειας κράτους μέλους είχε ως συνέπεια το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να καταστεί ανιθαγενές (9). Το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του κατά την οποία ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσεως και απώλειας της ιθαγένειας εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους (10). Παρά ταύτα, η εφαρμογή των κανόνων της εθνικής νομοθεσίας σε περιπτώσεις που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης συνεπάγεται την τήρηση του τελευταίου αυτού δικαίου (11). Μεταξύ των περιστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης είναι αυτές κατά τις οποίες ένας πολίτης της Ένωσης κινδυνεύει να απωλέσει το καθεστώς που απονέμεται από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και τα απορρέοντα από την εν λόγω διάταξη δικαιώματα λόγω μιας αποφάσεως ανακλήσεως της πολιτογράφησής του την οποία έχουν εκδώσει οι αρχές κράτους μέλους αφού έχει απωλέσει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους (12). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να ανακαλέσει την πράξη απονομής της ιθαγένειάς του σε πολίτη της Ένωσης, ιθαγένειας την οποία απέκτησε κατόπιν πολιτογράφησης ο ενδιαφερόμενος χάρη σε απάτη, ακόμη και αν η ανάκληση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του καθεστώτος που απονέμεται από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απόφαση ανάκλησης είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (13).

25.      Η απόφαση Tjebbes (14) αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας στην περίπτωση προσώπου το οποίο διέθετε διπλή ιθαγένεια και απώλεσε την ολλανδική του ιθαγένεια όταν, μετά την ενηλικίωσή του και ενώ διατηρούσε ακόμη αμφότερες τις ιθαγένειες, είχε την κύρια διαμονή του για περίοδο 10 ετών χωρίς διακοπή εκτός του εδάφους των κρατών μελών. Δεδομένου ότι συνέπεια της απώλειας της ολλανδικής ιθαγένειας είναι ότι τα πρόσωπα αυτά στερούνται την ιδιότητα και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την ιθαγένεια της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε εκ νέου ότι τούτο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το οποίο είναι υποχρεωμένες να τηρούν οι Κάτω Χώρες (15). Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους να καθορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσεως και απώλειας της ιθαγένειας, τα κράτη μέλη μπορούν θεμιτώς να απαιτούν την ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ αυτών και των υπηκόων τους και, συνεπώς, μπορούν να προβλέπουν ότι η έλλειψη ή η παύση ενός τέτοιου πραγματικού δεσμού συνεπάγεται την απώλεια της ιθαγένειάς τους (16). Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στο να προβλέπει ένα κράτος μέλος, για λόγους γενικού συμφέροντος, την απώλεια της ιθαγένειάς του, έστω και εάν η απώλεια αυτή συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης (17). Ωστόσο, πριν συμβεί αυτό, το κράτος μέλος υποχρεούται να προβεί στην ατομική εξέταση της καταστάσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου και της οικογένειάς του προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνέπειες της απώλειας της ιθαγένειας υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας (18).

26.      Στην απόφαση Wiener Landesregierung (19), μια Εσθονή υπήκοος, η JY, έλαβε διαβεβαιώσεις από τις αυστριακές αρχές ότι θα της χορηγείτο η ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους εφόσον αποδείκνυε, εντός προθεσμίας δύο ετών, τη λύση του δεσμού ιθαγένειας με την Εσθονία (20). Ερειδόμενες στην τέλεση ορισμένων διοικητικών παραβάσεων, οι αυστριακές αρχές ανακάλεσαν την απόφαση χορηγήσεως της αυστριακής ιθαγένειας στην JY (21). Η ανάκληση της αποφάσεως χορηγήσεως της αυστριακής ιθαγένειας στη JY είχε ως συνέπεια αυτή να καταστεί ανιθαγενής και, ως εκ τούτου, να απωλέσει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης (22). Το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας πολιτογραφήσεως, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης έχει απολεσθεί προσωρινώς λόγω του ότι το κράτος μέλος καταγωγής αφαίρεσε την ιθαγένεια του ενδιαφερόμενου προσώπου πριν αυτό αποκτήσει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, η υποχρέωση διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 20 ΣΛΕΕ βαρύνει πρωτίστως το τελευταίο αυτό κράτος μέλος. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η απόφαση ανακλήσεως των διαβεβαιώσεων που δόθηκαν προηγουμένως πρέπει να στηρίζεται σε θεμιτούς λόγους και υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας (23).

2.      Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση

27.      Το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ αναγνωρίζει ότι οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να ασκήσει την κυριαρχική του επιλογή να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με τις συνταγματικές του επιταγές (24). Η διάταξη αυτή επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει τον οικειοθελή και μονομερή χαρακτήρα της αποφάσεως αποχωρήσεως (25). Αφ’ ης στιγμής γνωστοποιηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η απόφαση αποχωρήσεως, η Ευρωπαϊκή Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις με το ενδιαφερόμενο κράτος προκειμένου να συμφωνηθούν οι σχετικές με την αποχώρησή του ρυθμίσεις. Το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ τάσσει προθεσμία ως προς τη διάρκεια των εν λόγω διαπραγματεύσεων, προβλέποντας ότι στο αποχωρούν κράτος οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας για την αποχώρηση ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το εν λόγω κράτος μέλος αποφασίσουν ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής. Συνεπώς, η αδυναμία συνάψεως της προβλεπόμενης από το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ συμφωνίας δεν αποτρέπει την υλοποίηση της αποχωρήσεως (26).

28.      Σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ, οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο κράτος που έχει γνωστοποιήσει την πρόθεση αποχωρήσεώς του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας για την αποχώρηση. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η συμφωνία για την αποχώρηση τέθηκε σε ισχύ τα μεσάνυχτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης Ιανουαρίου 2020, χρονικό σημείο κατά το οποίο το εν λόγω κράτος έπαυσε να αποτελεί κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε πλέον τη βούληση, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει μια ιθαγένεια κοινή με αυτήν των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης, ούτε να δημιουργήσει μια ολοένα στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης. Δεδομένου ότι η ύπαρξη της ιθαγένειας της Ένωσης εξαρτάται από την απόκτηση και την κτήση της ιθαγένειας κράτους μέλους και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εγκατέλειψε οικειοθελώς το καθεστώς αυτό κατά τον προβλεπόμενο από το δίκαιο της Ένωσης τρόπο, οι Βρετανοί υπήκοοι έπαυσαν να αποτελούν πολίτες της Ένωσης.

29.      Το άρθρο 126 της συμφωνίας για την αποχώρηση προέβλεπε μεταβατική περίοδο κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης εφαρμοζόταν «για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού» μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το άρθρο 127 της συμφωνίας για την αποχώρηση εξαιρούσε ρητώς την εφαρμογή «για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού» του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, του άρθρου 22, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 40 του Χάρτη σχετικά με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των πολιτών της Ένωσης στις δημοτικές εκλογές του κράτους μέλους κατοικίας τους. Εξ αυτού συνάγεται ότι, από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για την αποχώρηση και έπειτα, οι Βρετανοί υπήκοοι δεν απολαύουν πλέον, ως πολίτες της Ένωσης, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους.

30.      Ως εκ τούτου, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Βρετανοί υπήκοοι έπαυσαν να αποτελούν πολίτες της Ένωσης. Καίτοι οι όροι της συμφωνίας για την αποχώρηση απένεμαν στα πρόσωπα αυτά ορισμένα δικαιώματα κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ αυτών.

3.      Η περίπτωση της EP

31.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η EP προβάλλει διάφορα επιχειρήματα, τα οποία μπορούν να κατανεμηθούν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη συνίσταται στο ότι, παρά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ίδια εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Δεύτερον, και επικουρικώς, υποστηρίζει ότι η συμφωνία για την αποχώρηση δεν μπορεί να της στερήσει νομίμως το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές. Ορισμένα από τα όσα διαλαμβάνονται στις εν λόγω γραπτές παρατηρήσεις επιτάσσουν να δοθεί εκ μέρους μου η ακόλουθη απάντηση.

32.      Το απόσπασμα της αποφάσεως Nottebohm (27) του Διεθνούς Δικαστηρίου που επικαλείται η EP καθιστά σαφές ότι η απόκτηση της ιθαγένειας εξαρτάται από την ύπαρξη θετικής ενέργειας εκ μέρους ενός κράτους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καθορίσει ελεύθερα ότι η απόκτηση της ιθαγένειας κράτους μέλους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την απονομή της ιθαγένειας της Ένωσης. Αυτό και μόνον το γεγονός αρκεί για να απορριφθεί το επιχείρημα της EP ότι οι δεσμοί ενός ιδιώτη με ένα κράτος, ακόμη και στην περίπτωση που οι δεσμοί αυτοί είχαν διευκολυνθεί από το γεγονός ότι η EP υπαγόταν σε ένα νομικό καθεστώς που δεν υφίσταται πλέον, είναι από μόνοι τους ικανοί να θεμελιώσουν αξίωση αποκτήσεως της ιθαγένειας του εν λόγω κράτους.

33.      Η EP φαίνεται να υποστηρίζει ότι οι δεσμοί που ανέπτυξε με τη Γαλλία ενόσω η ίδια ήταν υπήκοος κράτους μέλους δεν επιτρέπουν να της αφαιρεθεί η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Ωστόσο, από τη διάταξη περί παραπομπής φαίνεται να προκύπτει ότι, παρά την επί μακρόν διαμονή της στη Γαλλία και τον γάμο της με Γάλλο υπήκοο, η EP έχει επιλέξει να μην αποκτήσει τη γαλλική ιθαγένεια. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η EP θα μπορούσε να υποβάλει σχετική αίτηση δεδομένου ότι είναι σύζυγος Γάλλου υπηκόου. Συνεπώς, το μόνο που χρειάζεται να κάνει η EP είναι να υποβάλει την απαιτούμενη αίτηση στις γαλλικές αρχές προκειμένου να αποκτήσει τη γαλλική ιθαγένεια, η οποία, αυτομάτως, θα της προσέδιδε την ιθαγένεια της Ένωσης. Είναι, αν μη τι άλλο, παράδοξο το γεγονός ότι, μολονότι η EP βασίζεται αποκλειστικά στους δεσμούς της με τη Γαλλία προκειμένου να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της ότι δικαιούται να διατηρήσει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, εντούτοις, παράλληλα, δεν προβαίνει στη μία και μόνη ενέργεια που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της ιθαγένειας της Ένωσης, ήτοι στην υποβολή της αιτήσεως χορήγησης της γαλλικής ιθαγένειας. Αφ’ ης στιγμής η EP δεν διαθέτει την ιθαγένεια κράτους μέλους, η Γαλλία δεν μπορεί να την αναγνωρίσει ως πολίτη της Ένωσης.

34.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δικαιώματα που παρέχει το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στους πολίτες της Ένωσης αποσκοπούν, ιδίως, στο να ενθαρρύνουν την προοδευτική ενσωμάτωση των πολιτών της Ένωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής (28). Η EP φαίνεται να υποστηρίζει ότι, έχοντας ενσωματωθεί στη γαλλική κοινωνία ως πολίτης της Ένωσης, δεν μπορεί πλέον να στερηθεί την εν λόγω ιδιότητα και τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα. Πέραν της διαπιστώσεως ότι η EP, όπως και όλοι οι Βρετανοί υπήκοοι, έπαυσε να πληροί την απαραίτητη προϋπόθεση για να απολαύει της ιδιότητας και των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την ιθαγένεια της Ένωσης, δηλαδή την κατοχή της ιθαγένειας κράτους μέλους, πράγμα το οποίο είναι άμεση συνέπεια της κυριαρχικής αποφάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορούσε επίσης να παρατηρηθεί ότι η ενσωμάτωση υπηκόων τρίτων χωρών στις κοινωνίες των κρατών μελών δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των στόχων στους οποίους αποβλέπει η ιθαγένεια της Ένωσης.

35.      Προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι η ιθαγένεια κράτους μέλους δεν συνιστά προϋπόθεση για την κατοχή της ιθαγένειας της Ένωσης, η EP παραπέμπει επίσης σε μια φράση από το σημείο 23 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Rottmann (29), κατά την οποία «[η] ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης προϋποθέτει την ιθαγένεια κράτους μέλους, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα αυτοτελή νομική και πολιτική έννοια σε σχέση με την έννοια της ιθαγένειας».

36.      Επίσης στο σημείο 23 των ίδιων προτάσεων, ο γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro επισημαίνει ότι η ιθαγένεια κράτους μέλους παρέχει πρόσβαση στα δικαιώματα που απονέμει η Ευρωπαϊκή Ένωση και καθιστά τα πρόσωπα αυτά πολίτες της Ένωσης. Παρατηρεί ότι η ιθαγένεια της Ένωσης αποτελεί κάτι παραπάνω από ένα σύνολο δικαιωμάτων που θα μπορούσαν, αυτά καθεαυτά, να απονεμηθούν ακόμη και σε όσους δεν την έχουν. Προϋποθέτει την ύπαρξη δεσμού πολιτικής φύσεως μεταξύ των πολιτών της Ένωσης, ο οποίος στηρίζεται στην αμοιβαία δέσμευσή τους να καταστήσουν προσιτό το πολιτικής φύσεως κοινωνικό σύνολο κάθε κράτους μέλους στους άλλους Ευρωπαίους πολίτες και να δημιουργήσουν μια νέα μορφή αλληλεγγύης των πολιτών, με πολιτικό χαρακτήρα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά τον γενικό εισαγγελέα M. Poiares Maduro, ανάγοντας την ιθαγένεια κράτους μέλους σε προϋπόθεση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, τα κράτη μέλη θέλησαν να καταστήσουν σαφές ότι η νέα αυτή μορφή ιθαγένειας δεν αναιρεί την πρωτογενή πίστη ενός ατόμου στο εθνικό κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει. Συνεπώς, η κτήση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης εξαρτάται από την ύπαρξη ιθαγένειας κράτους μέλους, η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο. Όπως κάθε μορφή ιθαγένειας, η ιθαγένεια της Ένωσης αποτελεί τη βάση ενός νέου πολιτικού χώρου, από τον οποίο προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης. Με άλλα λόγια, η κτήση και η απώλεια της ιθαγένειας κράτους μέλους (άρα και της ιθαγένειας της Ένωσης) δεν ρυθμίζονται μεν από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως οι προϋποθέσεις κτήσεως και απώλειας της ιθαγένειας πρέπει να συμβιβάζονται με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου και να σέβονται τα δικαιώματα του πολίτη της Ένωσης.

37.      Συνεπώς, το σημείο 23 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Rottmann (30) όχι μόνο δεν ενισχύει την προβαλλόμενη από την EP άποψη αλλά, αντιθέτως, την υποσκάπτει πλήρως. Χαρακτηρίζει τη λογική κατά την οποία η ιθαγένεια της Ένωσης εξαρτάται από την κατοχή της ιθαγένειας κράτους μέλους ως την αμοιβαία δέσμευση των κρατών μελών να οικοδομήσουν μια νέα μορφή κοινωνικής και πολιτικής πίστεως σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μέσω της κυριαρχικής του αποφάσεως να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο εξέφρασε τη σαφή πρόθεσή του να αποκηρύξει τη δέσμευση αυτή. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ενέργειας εκ μέρους ενός κυρίαρχου κράτους, ουδείς ιδιώτης δύναται να επικαλεστεί τη βρετανική του υπηκοότητα προκειμένου να υποστηρίξει οποιαδήποτε αξίωσή του είτε όσον αφορά την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης είτε ως προς τα απορρέοντα από αυτήν πλεονεκτήματα.

38.      Η EP διατείνεται περαιτέρω ότι το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας για την αποχώρηση προβλέπει ότι, εφόσον οι εκεί απαριθμούμενες διατάξεις χαρακτηρίζονται ως μη εφαρμοστέες «για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου», η μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων δεν ισχύει για τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας. Το άρθρο 127, παράγραφος 6, της συμφωνίας για την αποχώρηση δεν μεταβάλλει το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου περιορισμού, καθόσον προβλέπει ότι το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου.

39.      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 127, παράγραφος 6, της συμφωνίας για την αποχώρηση φαίνεται να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν αναφέρεται στο δίκαιο της Ένωσης αυτό καθεαυτό, αλλά, αντιθέτως, στο «εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης». Το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας για την αποχώρηση εξαιρεί από το εφαρμοστέο για τους σκοπούς της εν λόγω διατάξεως δίκαιο της Ένωσης τις διατάξεις τις οποίες μνημονεύει. Εξ αυτού συνάγεται ότι το άρθρο 127, παράγραφος 6, της συμφωνίας για την αποχώρηση απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση εφαρμογής των διατάξεων που απαριθμούνται στο άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας για την αποχώρηση κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Κατά συνέπεια, το άρθρο 127 της συμφωνίας για την αποχώρηση ουδεμία υποχρέωση επέβαλλε στη Γαλλία να διατηρήσει την EP στους εκλογικούς καταλόγους για τις τοπικές εκλογές οι οποίοι τηρούνταν στο εν λόγω κράτος μέλος για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

40.      Η EP προβάλλει επίσης διάφορες αιτιάσεις ως προς το γεγονός ότι η απόφαση διαγραφής του ονόματός της από τους εκλογικούς καταλόγους δεν έλαβε υπόψη τις περιστάσεις που την αφορούν ατομικά. Επικαλούμενη τις αποφάσεις Rottmann (31) και Tjebbes (32) του Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι η απόφαση διά της οποίας στερήθηκε τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η ιθαγένεια της Ένωσης μπορούσε να ληφθεί μόνον κατόπιν εξετάσεως των περιστάσεων που την αφορούν ατομικά υπό το πρίσμα των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αφού πρώτα της είχε παρασχεθεί η δυνατότητα μιας δίκαιης διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ακροάσεως.

41.      Όπως εκτέθηκε στα σημεία 23 έως 25 των παρουσών προτάσεων, οι αποφάσεις Rottmann (33) και Tjebbes (34) εκδόθηκαν στο πλαίσιο υποθέσεων στις οποίες το κράτος μέλος ανακάλεσε την ιθαγένειά του από μεμονωμένα πρόσωπα, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια την απώλεια της ιθαγένειας της Ένωσης για τα εν λόγω πρόσωπα. Εντός αυτού του πλαισίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το επίμαχο κράτος μέλος είχε την υποχρέωση να διενεργήσει κατά περίπτωση εξέταση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτή για κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο (35).

42.      Κατά την άποψή μου, η EP δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αποφάσεις Rottmann (36) και Tjebbes (37) προβάλλοντας ότι, εάν είχαν ληφθεί υπόψη οι περιστάσεις που την αφορούν ατομικά, η σχετική εκτίμηση θα είχε οδηγήσει σε διαφορετική έκβαση την υπόθεσή της. Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να σταθμίζουν τα αντικρουόμενα δικαιώματα και κανόνες πριν λάβουν οποιαδήποτε απόφαση η οποία θίγει έναν ιδιώτη. Οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν απαιτούν από την αποφαινόμενη αρχή να προβεί σε στάθμιση η οποία να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις που αφορούν ατομικά την EP. Ως άμεση συνέπεια της κυριαρχικής αποφάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα πρόσωπο, όπως η EP, απώλεσε το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στη Γαλλία, ήτοι στο κράτος μέλος κατοικίας του. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις τις οποίες αφορούσαν τόσο η απόφαση Rottmann (38) όσο και η απόφαση Tjebbes (39), ούτε το όργανο που έλαβε την απόφαση ούτε το αιτούν δικαστήριο είχαν ή έχουν την εξουσία να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της EP. Η εξέταση των περιστάσεων που αφορούν την EP ατομικά δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε καμία άλλη σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης έκβαση. Για τους ίδιους λόγους, φρονώ ότι και η πρόσφατη απόφαση Wiener Landesregierung του Δικαστηρίου (40) είναι αλυσιτελής όσον αφορά την υπόθεση της EP.

43.      Επιπροσθέτως, στον βαθμό που η EP ζητεί να εξομοιωθεί η κατάστασή της με την κατάσταση των ανιθαγενών προσώπων, η οποία αποτελούσε μέρος του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκαν οι αποφάσεις Rottmann (41) και Wiener Landesregierung (42), επισημαίνεται ότι η ίδια είναι Βρετανίδα υπήκοος. Μπορεί να προβάλει ενώπιον των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου οποιοδήποτε ζήτημα που ενδέχεται να αφορά την ιδιότητα ή τα δικαιώματά της ως Βρετανίδας υπηκόου. Η Γαλλία ή η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν δύνανται να διαδραματίσουν οποιονδήποτε ρόλο σε μια τέτοια διένεξη.

44.      Οι ως άνω παρατηρήσεις ισχύουν επίσης όσον αφορά τις απόπειρες της EP να επικαλεστεί την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή των γαλλικών αρχών. Οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία ενδεχομένως επιθυμεί να επικαλεστεί η EP όσον αφορά την ιδιότητά της ως πολίτη της Ένωσης πρέπει να προβληθεί ενώπιον του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και όχι ενώπιον των γαλλικών αρχών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

45.      Ο ισχυρισμός της EP ότι οι γαλλικές αρχές της αφαίρεσαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές, στερώντας της κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα συμμετοχής στις δημοκρατική διαδικασία, είναι, ομοίως, εσφαλμένος. Η αφαίρεση του δικαιώματός της να συμμετάσχει στη δημοκρατική διαδικασία ως Βρετανίδα υπήκοος συνιστά αποκλειστικά και μόνο συνέπεια της εφαρμογής του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

46.      Περαιτέρω, η EP υποστηρίζει ότι η αφαίρεση από τους διαμένοντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση Βρετανούς υπηκόους του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.

47.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πολίτης της Ένωσης ο οποίος διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (43). Ομοίως, η EP μπορεί, κατ’ αρχήν, να επικαλεσθεί τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας έναντι της Γαλλίας για την περίοδο αυτή.

48.      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται αυτοτελώς σε περιπτώσεις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης για τις οποίες η ΣΛΕΕ δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες περί απαγορεύσεως των διακρίσεων (44).

49.      Για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως, αρκεί να υπομνησθεί ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές καθιερώνεται ρητώς στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας για την αποχώρηση εξαίρεσε ρητώς από τα δικαιώματα που εξακολούθησαν να απολαμβάνουν οι Βρετανοί υπήκοοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

50.      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (45).

51.      Όσον αφορά την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι υπήκοοι τρίτων χωρών, όπως η EP, λόγω του διαφορετικού νομικού καθεστώτος στο οποίο υπάγονται, δεν βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με αυτήν των υπηκόων των κρατών μελών. Συνεπώς, η διαφορετική αντιμετώπισή τους δεν συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση λόγω ιθαγένειας.

52.      Ασφαλώς, το τελευταίο αυτό συμπέρασμα τελεί υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να χορηγούν στους υπηκόους τρίτων χωρών το δικαίωμα συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές σύμφωνα με τις απαιτήσεις που τίθενται από τις αντίστοιχες εθνικές τους νομοθεσίες (46). Με άλλα λόγια, καίτοι το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να το πράξουν, εντούτοις δεν τους απαγορεύει να απονείμουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους υπηκόους τρίτων χωρών σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές τους νομοθεσίες. Το γεγονός ότι η γαλλική νομοθεσία δεν απονέμει το συγκεκριμένο δικαίωμα στα εν λόγω πρόσωπα δεν είναι επιλήψιμο από την άποψη του δικαίου της Ένωσης.

53.      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, θα εξετάσω ακολούθως τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

α)      Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

54.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 50 ΣΕΕ και η συμφωνία για την αποχώρηση έχουν την έννοια ότι επιτάσσουν την ανάκληση της ιθαγένειας της Ένωσης Βρετανών υπηκόων οι οποίοι άσκησαν, πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης εγκαταστάσεως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ιδίως δε εκείνων που έχουν ζήσει στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα άνω των 15 ετών και υπόκεινται στον επονομαζόμενο «15 year rule» νόμο του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος τους στερεί οποιοδήποτε δικαίωμα ψήφου.

55.      Για τους λόγους που εκτίθενται λεπτομερώς στα σημεία 19 έως 52 των παρουσών προτάσεων, κατόπιν της αποφάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 50 ΣΕΕ διαδικασία και της συμφωνίας για την αποχώρηση που συνήφθη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου συνεπεία της αποφάσεως αυτής, οι Βρετανοί υπήκοοι έπαυσαν να αποτελούν υπηκόους κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, έπαυσαν να αποτελούν πολίτες της Ένωσης. Κάθε έννομη συνέπεια που απορρέει από τη διαμονή της EP εκτός του εδάφους του Ηνωμένου Βασιλείου για την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου στις εκλογές του εν λόγω κράτους αποτελεί ζήτημα μεταξύ αυτής και του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι ενός τρίτου κράτους, και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

56.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ και η συμφωνία για την αποχώρηση έχουν ως αποτέλεσμα ότι, από τα μεσάνυχτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης Ιανουαρίου 2020, αφαιρέθηκε η ιθαγένεια της Ένωσης από τους Βρετανούς υπηκόους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν ασκήσει, πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης εγκαταστάσεως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

β)      Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

57.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει εάν ο συνδυασμός των άρθρων 2, 3, 10, 12 και 127 της συμφωνίας για την αποχώρηση, του σημείου 6 του προοιμίου της και των άρθρων 18, 20 και 21 ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει επιτρέψει στους εν λόγω Βρετανούς υπηκόους να διατηρήσουν, άνευ εξαιρέσεως, τα δικαιώματα της ιθαγένειας της Ένωσης που διέθεταν πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

58.      Το ερώτημα αυτό φαίνεται να στηρίζεται στο ότι, έστω και αν οι Βρετανοί υπήκοοι έπαυσαν να είναι πολίτες της Ένωσης συνεπεία της εφαρμογής του άρθρου 50 ΣΕΕ και της συμφωνίας για την αποχώρηση, το συνδυαστικό αποτέλεσμα των προαναφερθεισών διατάξεων προστατεύει τους Βρετανούς υπηκόους που είχαν ήδη αποκτήσει την ιθαγένεια της Ένωσης έναντι μίας εκ των συνεπειών της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι της απώλειας της ιθαγένειας της Ένωσης για τους Βρετανούς υπηκόους.

59.      Η αντίληψη στην οποία στηρίζεται το ως άνω ερώτημα έρχεται αντιμέτωπη με τρία, τουλάχιστον, ανυπέρβλητα εμπόδια.

60.      Πρώτον, όπως καθίσταται σαφές από την απάντηση που προτείνεται να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το άρθρο 50 ΣΕΕ και η συμφωνία για την αποχώρηση ουδεμία εξαίρεση προβλέπουν στον κανόνα ότι, κατόπιν της αποχωρήσεώς του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο έπαυσε να αποτελεί κράτος μέλος, με όλες τις συνακόλουθες για τους Βρετανούς υπηκόους συνέπειες.

61.      Δεύτερον, δεδομένου ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο να έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, πρέπει να είναι υπήκοος κράτους μέλους, μέχρι τα μεσάνυχτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης Ιανουαρίου 2020 όλοι οι Βρετανοί υπήκοοι ήταν πολίτες της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εάν είχαν ασκήσει οποιοδήποτε από τα δικαιώματα που συνεπάγεται η τελευταία αυτή ιδιότητά τους. Η άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει καμία νομική βάση επί της οποίας θα μπορούσε να καθοριστεί η ιδιότητα ενός προσώπου ως πολίτη της Ένωσης.

62.      Τρίτον, όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας για την αποχώρηση ορίζει ρητώς ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 22 ΣΛΕΕ, το άρθρο 40 του Χάρτη καθώς και οι πράξεις που εκδίδονται βάσει των ως άνω διατάξεων δεν εφαρμόζονται κατά τη μεταβατική περίοδο.

63.      Για τους λόγους αυτούς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις της συμφωνίας για την αποχώρηση και της ΣΛΕΕ δεν επιτρέπουν στους Βρετανούς υπηκόους να διατηρήσουν, άνευ εξαιρέσεως, τα δικαιώματα της ιθαγένειας της Ένωσης που διέθεταν πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020.

γ)      Τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

64.      Το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλονται για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στα δύο πρώτα ερωτήματα. Δεδομένου ότι αμφότερα εγείρουν το ζήτημα του κύρους της συμφωνίας για την αποχώρηση από διάφορες, αλλά παρεμφερείς, οπτικές γωνίες, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού.

65.      Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, τόσο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως όσο και στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, να εκτιμά εάν διεθνής συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση συνάδει με τις Συνθήκες και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι, σύμφωνα με τις Συνθήκες, δεσμεύουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (47).

66.      Σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορά το κύρος διεθνούς συμφωνίας συναφθείσας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αίτηση αυτή πρέπει να νοείται ως αφορώσα την πράξη με την οποία η Ένωση ενέκρινε τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας. Ο έλεγχος του κύρους τον οποίο μπορεί να διενεργήσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο αυτό δύναται να αφορά τη νομιμότητα της εν λόγω πράξεως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας (48).

67.      Όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 6 των παρουσών προτάσεων, με την απόφαση 2020/135 η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση.

68.      Υπό το πρίσμα των ως άνω παρατηρήσεων, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα μπορούν να αναδιατυπωθούν υπό την έννοια ότι με αυτά ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η απόφαση 2020/135 σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση είναι άκυρη στον βαθμό που, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της συμφωνίας για την αποχώρηση, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές σε Βρετανούς υπηκόους οι οποίοι διαμένουν σε κράτος μέλος και δεν έχουν την ιθαγένεια κάποιου κράτους μέλους.

69.      Όπως προαναφέρθηκε, από τα μεσάνυχτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης Ιανουαρίου 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί πλέον κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το δίκαιο της Ένωσης είχε εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο και τους υπηκόους του, υπό την προβλεπόμενη από το άρθρο 127 της συμφωνίας για την αποχώρηση παρέκκλιση, η οποία εξαιρεί μεταξύ άλλων το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας.

70.      Κατά τη γνώμη μου, λαμβανομένου υπόψη του καθεστώτος του Ηνωμένου Βασιλείου ως τρίτης χώρας μετά την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η απόφαση 2020/135 δεν μπορεί να επικριθεί για το γεγονός ότι δεν απονέμει στους Βρετανούς υπηκόους το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους είτε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου είτε μετέπειτα. Η απώλεια των εν λόγω δικαιωμάτων αποτελεί μία εκ των συνεπειών της κυριαρχικής αποφάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως κλονίζεται από το γεγονός ότι η απόφαση 2020/135, σε συνδυασμό με τη συμφωνία για την αποχώρηση, προέβλεπαν ότι, κατ’ εξαίρεση, ορισμένα τμήματα του κεκτημένου είχαν εφαρμογή κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, κατά το προοίμιο της συμφωνίας για την αποχώρηση, αποτελεί τον σκοπό της συμφωνίας αυτής. Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι η απόφαση 2020/135 δεν αντιβαίνει στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 22 ΣΛΕΕ ούτε στο άρθρο 40 του Χάρτη όσον αφορά το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές. Πολύ δε περισσότερο, για τους ίδιους λόγους, η απόφαση 2020/135 δεν αντιβαίνει στα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ όσον αφορά το ζήτημα που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

71.      Το ως άνω συμπέρασμα ουδόλως κλονίζεται επίσης από το γεγονός ότι ορισμένοι Βρετανοί υπήκοοι, όπως η EP, είχαν ασκήσει δικαιώματα απορρέοντα από την ιθαγένεια της Ένωσης πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος κυκλοφορίας και εγκαταστάσεώς τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η άποψη ότι η απόφαση 2020/135 είναι παράνομη λόγω του ότι δεν αναγνώριζε την ιθαγένεια της Ένωσης σε πρόσωπα τα οποία δεν ήταν πλέον πολίτες της Ένωσης κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ή μετέπειτα, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα.

72.      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η νομολογία δέχεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν, στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων, ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη λήψη πολιτικών αποφάσεων (49). Ως εκ τούτου, κατά την άσκηση των προνομιών εξωτερικής πολιτικής τις οποίες διαθέτουν, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν νομίμως να συνάψουν διεθνείς συμφωνίες με τους εταίρους τους επί τη βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας και των εκατέρωθεν πλεονεκτημάτων (50).

73.      Το προοίμιο της συμφωνίας για την αναγνώριση δέχεται ότι είναι αναγκαίο να παρέχεται αμοιβαία προστασία για τους πολίτες της Ένωσης και για τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και για τα μέλη των οικογενειών τους αντιστοίχως, σε περίπτωση που έχουν ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σε ένα έγγραφο διαπραγματεύσεων του Ιουνίου του 2017 το οποίο επιγράφεται «The United Kingdom’s Exit from the European Union – Safeguarding the Position of EU Citizens Living in the UK and UK Nationals Living in the EU» («Η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Διασφαλίζοντας τη θέση των πολιτών της Ένωσης που διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και των υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου που διαμένουν στην Ένωση»). Το έγγραφο αυτό φανερώνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν επεδίωξε να διασφαλίσει ότι οι διαμένοντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση Βρετανοί υπήκοοι θα απολαύουν πολιτικών δικαιωμάτων μετά την αποχώρησή του με αντάλλαγμα την απονομή αμοιβαίων δικαιωμάτων στους πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο (51).

74.      Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία νομική ή πραγματική βάση στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί η άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας στο πλαίσιο των εξωτερικών της σχέσεων καθόσον δεν εξακολούθησε να επιτρέπει στους Βρετανούς υπηκόους που διαμένουν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκούν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές κράτους μέλους μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, είτε μέσω μονομερούς αποφάσεως είτε κατόπιν διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο.

75.      Στο μέτρο που το τρίτο προδικαστικό ερώτημα θέτει ειδικώς το ζήτημα του εάν η συμφωνία για την αποχώρηση παραβιάζει ορισμένες αρχές στις οποίες στηρίζεται η ταυτότητα της Ένωσης και εάν η συμφωνία αυτή είναι δυσανάλογη καθόσον δεν προβλέπει καμία εξαίρεση στον κανόνα ότι οι Βρετανοί υπήκοοι χάνουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιθαγένεια της Ένωσης, θα ήθελα να κάνω τις ακόλουθες σύντομες παρατηρήσεις. Αφ’ ης στιγμής η κυριαρχική απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ισοδυναμεί με απόρριψη των αρχών στις οποίες στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμφωνία για την αποχώρηση αποτελεί μια συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου προκειμένου να διευκολυνθεί η εύρυθμη αποχώρηση του δεύτερου από την πρώτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδόλως ήταν σε θέση να επιμείνει στην πλήρη εφαρμογή από το Ηνωμένο Βασίλειο των ιδρυτικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε επίσης να διασφαλίσει δικαιώματα τα οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν δεσμευόταν να διαφυλάξει για λογαριασμό προσώπων τα οποία είναι υπήκοοι κράτους που αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν είναι πλέον πολίτες της Ένωσης. Τέλος, δεδομένου ότι η ιθαγένεια της Ένωσης εξαρτάται από την κατοχή ιθαγένειας κράτους μέλους, καμία άλλη απάντηση πέραν του αποκλεισμού των Βρετανών υπηκόων από τον ορισμό των πολιτών της Ένωσης δεν ήταν δυνατή προκειμένου η εν λόγω απάντηση να βρίσκεται εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών.

76.      Όσον αφορά το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με το ζήτημα του κύρους του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας για την αποχώρηση, ουδεμία νομική βάση υπάρχει προκειμένου να γίνει διάκριση μεταξύ εκείνων των Βρετανών υπηκόων που άσκησαν τα απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματά τους και εκείνων που δεν τα άσκησαν. Από νομικής απόψεως, όλοι οι Βρετανοί υπήκοοι ήταν πολίτες της Ένωσης πριν το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίον ενδεχομένως χρησιμοποίησαν την ιδιότητά τους αυτή. Τυχόν ζήτημα δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί ζήτημα το οποίο θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του κράτους του οποίου τα πρόσωπα αυτά είναι υπήκοοι, ήτοι του Ηνωμένου Βασιλείου.

77.      Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι η απόφαση 2020/135 σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση δεν είναι άκυρη κατά το μέρος που δεν απονέμει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές σε Βρετανούς υπηκόους οι οποίοι διαμένουν σε κράτος μέλος και δεν διαθέτουν την ιθαγένεια κάποιου κράτους μέλους.

V.      Πρόταση

78.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal judiciaire d’Auch (πρωτοδικείο Auch, Γαλλία) ως ακολούθως:

1.      Το άρθρο 50 ΣΕΕ και η απόφαση (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, έχουν ως αποτέλεσμα ότι, από τα μεσάνυχτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης Ιανουαρίου 2020, αφαιρέθηκε η ιθαγένεια της Ένωσης από τους Βρετανούς υπηκόους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν ασκήσει, πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης εγκαταστάσεως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

2.      Οι διατάξεις της αποφάσεως 2020/135 και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπουν στους Βρετανούς υπηκόους να διατηρήσουν, άνευ εξαιρέσεως, τα απορρέοντα από την ιθαγένεια της Ένωσης δικαιώματα τα οποία διέθεταν πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020.

3.      Η απόφαση 2020/135 δεν είναι άκυρη κατά το μέρος που δεν απονέμει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές σε Βρετανούς υπηκόους οι οποίοι διαμένουν σε κράτος μέλος και δεν διαθέτουν την ιθαγένεια κάποιου κράτους μέλους.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      ΕΕ 2020, L 29, σ. 1.


3      ΕΕ 2019, C 384 I, σ. 1.


4      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann (C‑135/08, EU:C:2010:104).


5      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ. (C‑221/17, EU:C:2019:189).


6      Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Wiener Landesregierung κ.λπ. (Ανάκληση διαβεβαιώσεων περί πολιτογράφησης) (C‑118/20, EU:C:2022:34).


7      Αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann (C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψεις 39 και 41), της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ. (C‑221/17, EU:C:2019:189, σκέψη 30), της 14ης Δεκεμβρίου 2021, V.M.A. (C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκέψη 38), και της 18ης Ιανουαρίου 2022, Wiener Landesregierung κ.λπ. (Ανάκληση διαβεβαιώσεων περί πολιτογράφησης) (C‑118/20, EU:C:2022:34, σκέψη 37).


8      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann (C‑135/08, EU:C:2010:104).


9      Όπ.π. (σκέψεις 26 έως 29).


10      Όπ.π. (σκέψη 39).


11      Όπ.π. (σκέψη 41).


12      Όπ.π. (σκέψη 42).


13      Όπ.π. (σκέψεις 42 και 59).


14      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ. (C‑221/17, EU:C:2019:189).


15      Όπ.π. (σκέψη 32).


16      Όπ.π. (σκέψη 35).


17      Όπ.π. (σκέψη 39).


18      Όπ.π. (σκέψεις 40 έως 46).


19      Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022 (C‑118/20, EU:C:2022:34).


20      Όπ.π. (σκέψεις 13 και 14).


21      Όπ.π. (σκέψεις 15 έως 17).


22      Όπ.π. (σκέψη 33.)


23      Όπ.π. (σκέψη 51).


24      Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 50).


25      Όπ.π. (σκέψη 68).


26      Διάταξη της 19ης Μαρτίου 2019, Shindler κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑755/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:221, σκέψη 31).


27      Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1955, υπόθεση Nottebohm (Λιχτενστάιν κατά Γουατεμάλας), Reports of Judgments, Advisory Opinions and Orders, 1955, σ. 4.


28      Αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 56), και της 18ης Ιανουαρίου 2022, Wiener Landesregierung κ.λπ. (Ανάκληση διαβεβαιώσεων περί πολιτογράφησης) (C‑118/20, EU:C:2022:34, σκέψη 42).


29      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Rottmann (C‑135/08, EU:C:2009:588).


30      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Rottmann (C‑135/08, EU:C:2009:588).


31      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010 (C‑135/08, EU:C:2010:104).


32      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019 (C‑221/17, EU:C:2019:189).


33      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010 (C‑135/08, EU:C:2010:104).


34      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019 (C‑221/17, EU:C:2019:189).


35      Αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann (C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψη 55), και της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ. (C‑221/17, EU:C:2019:189, σκέψη 41).


36      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010 (C‑135/08, EU:C:2010:104).


37      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019 (C‑221/17, EU:C:2019:189).


38      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010 (C‑135/08, EU:C:2010:104).


39      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019 (C‑221/17, EU:C:2019:189).


40      Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Wiener Landesregierung κ.λπ. (Ανάκληση διαβεβαιώσεων περί πολιτογράφησης) (C‑118/20, EU:C:2022:34).


41      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010 (C‑135/08, EU:C:2010:104).


42      Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Wiener Landesregierung κ.λπ. (Ανάκληση διαβεβαιώσεων περί πολιτογράφησης) (C‑118/20, EU:C:2022:34).


43      Πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, The Department for Communities in Northern Ireland (C‑709/20, EU:C:2021:602, σκέψη 64).


44      Όπ.π. (σκέψη 65).


45      Απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2020, Veselības ministrija (C‑243/19, EU:C:2020:872, σκέψη 37).


46      Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ορισμένα κράτη μέλη χορηγούν το δικαίωμα αυτό υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.


47      Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 48).


48      Όπ.π. (σκέψεις 50 και 51).


49      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Swiss International Air Lines (C‑272/15, EU:C:2016:993, σκέψη 24).


50      Πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (C‑149/96, EU:C:1999:574, σκέψη 45).


51      Το έγγραφο αυτό είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/621848/60093_Cm9464_NSS_SDR_Web.pdf.