Language of document : ECLI:EU:C:2010:583

Υπόθεση C-222/08

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Βασιλείου του Βελγίου

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία “καθολικής υπηρεσίας”) – Ηλεκτρονικές επικοινωνίες – Δίκτυα και υπηρεσίες – Άρθρο 12 – Υπολογισμός του κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας – Κοινωνική συνιστώσα της καθολικής υπηρεσίας – Άρθρο 13 – Χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας – Καθορισμός της αθέμιτης επιβαρύνσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών – Οδηγία 2002/22 – Υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων παροχής κοινωνικής υπηρεσίας – Υπολογισμός του κόστους – Αθέμιτη επιβάρυνση

(Οδηγία 2002/22 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 12 § 1, και παράρτημα IV)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών – Οδηγία 2002/22 – Υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων παροχής κοινωνικής υπηρεσίας – Υπολογισμός του κόστους – Αθέμιτη επιβάρυνση

(Οδηγία 2002/22 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 21η αιτιολογική σκέψη)

3.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών – Οδηγία 2002/22 – Υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων παροχής κοινωνικής υπηρεσίας – Υπολογισμός του κόστους – Αθέμιτη επιβάρυνση

(Οδηγία 2002/22 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 13 § 1)

4.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών – Οδηγία 2002/22 – Υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων παροχής κοινωνικής υπηρεσίας – Υπολογισμός του κόστους – Αθέμιτη επιβάρυνση

(Οδηγία 2002/22 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 12 § 1, και παράρτημα IV)

1.        Οι διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, καθώς και του παραρτήματος IV της οδηγίας 2002/22, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ορίζουν τους κανόνες βάσει των οποίων πρέπει να υπολογίζεται το καθαρό κόστος της παρεχόμενης καθολικής υπηρεσίας άπαξ και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έκριναν ότι η συγκεκριμένη παροχή αποτελεί ενδεχομένως αθέμιτη επιβάρυνση. Πάντως, ούτε από το άρθρο 12, παράγραφος 1, ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να καθορίσει ο ίδιος τους όρους υπό τους οποίους οι οικείες αρχές καλούνται να κρίνουν εκ των προτέρων ότι η σχετική παροχή αποτελεί ενδεχομένως παρόμοια αθέμιτη επιβάρυνση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, κράτος μέλος δεν παρέβη τις απορρέουσες από το άρθρο 12 της ανωτέρω οδηγίας υποχρεώσεις καθορίζοντας τους όρους σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να κρίνεται αν η εν λόγω επιβάρυνση είναι ή όχι αθέμιτη.

(βλ. σκέψεις 44-45)

2.        Όπως προκύπτει από την εικοστή και από την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/22, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να συνδέσει τους μηχανισμούς καλύψεως του καθαρού κόστους το οποίο συνεπάγεται ενδεχομένως για μια επιχείρηση η παρεχόμενη καθολική υπηρεσία με την ύπαρξη υπερβολικής επιβαρύνσεως αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμώντας ότι το καθαρό κόστος της καθολικής υπηρεσίας δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη υπερβολική επιβάρυνση για όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, ο ίδιος νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει ότι κάθε καθαρό κόστος λόγω της παροχής της καθολικής υπηρεσίας γεννά αυτομάτως δικαίωμα αποζημιώσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αθέμιτη επιβάρυνση, την ύπαρξη της οποίας οφείλει να διαπιστώνει η εθνική ρυθμιστική αρχή πριν από οποιαδήποτε αποζημίωση, είναι η επιβάρυνση η οποία είναι υπερβολική για κάθε μία από τις οικείες επιχειρήσεις σε σχέση με την ικανότητά της να την αναλάβει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ιδίων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της, ιδίως του επιπέδου των εξοπλισμών της, της οικονομικής και χρηματοδοτικής καταστάσεώς της καθώς και του μεριδίου της στην αγορά.

(βλ. σκέψη 49)

3.        Εφόσον η εθνική ρυθμιστική αρχή διαπιστώσει ότι μία ή περισσότερες επιχειρήσεις καθοριζόμενες ως πάροχοι καθολικής υπηρεσίας υφίστανται αθέμιτη επιβάρυνση και εφόσον αυτές αξιώνουν την καταβολή αποζημιώσεως τότε εναπόκειται στο κράτος μέλος να θέσει σε εφαρμογή τους αναγκαίους προς τούτο μηχανισμούς, σύμφωνα προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2002/22 για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διάταξη από την οποία προκύπτει περαιτέρω ότι η σχετική αποζημίωση πρέπει να τελεί σε σχέση προς το καθαρό κόστος, όπως αυτό υπολογίστηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας.

Κατόπιν τούτου, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/22 κράτος μέλος το οποίο διαπιστώνει εν γένει και βάσει του υπολογισμού του καθαρού κόστους του παρόχου της καθολικής υπηρεσίας, ο οποίος ήταν προηγουμένως ο αποκλειστικός πάροχος της εν λόγω υπηρεσίας, ότι όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι επιφορτισμένες του λοιπού με την παροχή της ιδίας υπηρεσίας υφίστανται στην πράξη αθέμιτη επιβάρυνση λόγω της παροχής και χωρίς να έχει προβεί σε επί τούτου εξέταση τόσο του καθαρού κόστους το οποίο συνεπάγεται η παρεχόμενη καθολική υπηρεσία για κάθε ενδιαφερόμενο επιχειρηματία όσο και του συνόλου των προσιδιαζόντων σε αυτόν χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, όπως το επίπεδο των εξοπλισμών του ή η οικονομική και η χρηματοδοτική κατάστασή του.

(βλ. σκέψεις 51, 86, διατακτ. 1)

4.        Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/22, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, κράτος μέλος το οποίο δεν προβλέπει, κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους εκ της παροχής της κοινωνικής συνιστώσας της καθολικής υπηρεσίας, τα εμπορικά πλεονεκτήματα τα οποία αντλούν οι επιφορτισμένες με την εν λόγω παροχή επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των άυλων κερδών.

Πράγματι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου IV της οδηγίας 2002/22, ο υπολογισμός του καθαρού κόστους της παρεχόμενης καθολικής υπηρεσίας πρέπει να περιλαμβάνει την εκτίμηση των κερδών, συμπεριλαμβανομένων των άυλων κερδών, τα οποία προσπορίζεται ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας διά της συγκεκριμένης παροχής. Αφ’ ής στιγμής οι ανωτέρω διατάξεις εμπίπτουν στο εναρμονισμένο κανονιστικό πλαίσιο, στην εγκαθίδρυση του οποίου σκοπεί η οδηγία 2002/22, εναπόκειται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τα εν λόγω κέρδη οσάκις καθορίζουν τις λεπτομέρειες, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να υπολογίζεται το καθαρό κόστος της παρεχόμενης καθολικής υπηρεσίας.

(βλ. σκέψεις 84, 86, διατακτ. 1)